ΔΑΝΙΗΛ - ΣΩΣΑΝΑ

 

ΣΩΣΑΝΑ

(ενσωματωμένο στο Βιβλίο του Δανιήλ)

 

Σωσ. 1,1            Καὶ ἦν ἀνὴρ οἰκῶν ἐν Βαβυλῶνι, καὶ ὄνομα αὐτῷ Ἰωακείμ.

Σωσ. 1,1                     Υπήρχεν ένας ανήρ, κάτοικος της Βαβυλώνος, ο οποίος ωνομάζετο Ιωακείμ.

Σωσ. 1,2            καὶ ἔλαβε γυναῖκα, ᾗ ὄνομα Σωσάννα, θυγάτηρ Χελκίου, καλὴ σφόδρα καὶ φοβουμένη τὸν Κύριον·

Σωσ. 1,2                    Αυτός επήρεν ως σύζυγον του μίαν γυναίκα, η οποία ωνομάζετο Σωσάννα και ήτο θυγάτηρ του Χελκίου. Αυτή ήτο ωραιοτάτη και πολύ ευσεβής ενώπιον του Κυρίου.

Σωσ. 1,3            καὶ οἱ γονεῖς αὐτῆς δίκαιοι καὶ ἐδίδαξαν τὴν θυγατέρα αὐτῶν κατὰ τὸν νόμον Μωυσῆ.

Σωσ. 1,3                     Αλλά και οι γονείς της επίσης ήσαν ευσεβείς και ενάρετοι. Εδίδαξαν δε και εμόρφωσαν την θυγατέρα αυτών σύμφωνα με τον νόμον του Μωϋσέως.

Σωσ. 1,4            καὶ ἦν Ἰωακεὶμ πλούσιος σφόδρα, καὶ ἦν αὐτῷ παράδεισος γειτνιῶν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ· καὶ πρὸς αὐτὸν προσήγοντο οἱ Ἰουδαῖοι διὰ τὸ εἶναι αὐτὸν ἐνδοξότερον πάντων.

Σωσ. 1,4                    Ο Ιωακείμ ήτο πολύ πλούσιος, είχε δε πλησίον της οικίας του ένα ωραίον δενδροφυτευμένον κήπον. Εις τον οίκον του Ιωακείμ προσήρχοντο τακτικά οι Ιουδαίοι, διότι αυτός ήτο ο επισημότερος μεταξύ όλων των εκεί εγκατεστημένων Ιουδαίων.

Σωσ. 1,5            καὶ ἀπεδείχθησαν δύο πρεσβύτεροι ἐκ τοῦ λαοῦ κριταὶ ἐν τῷ ἐνιαυτῷ ἐκείνῳ, περὶ ὧν ἐλάλησεν ὁ δεσπότης, ὅτι ἐξῆλθεν ἀνομία ἐκ Βαβυλῶνος ἐκ πρεσβυτέρων κριτῶν, οἳ ἐδόκουν κυβερνᾶν τὸν λαόν.

Σωσ. 1,5                     Κατά το έτος εκείνο ανεδείχθησαν ως δικασταί του λαού δύο κατά την ηλικίαν πρεσβύτεροι Ιουδαίοι. Δια κάτι τέτοιους τύπους είχεν είπει κάπου ο Κυριος· η παρανομία εβγήκεν από την Βαβυλώνα, από γέροντας δικαστάς οι οποίοι εθεωρούντο και ενεφανίζοντο ως κυβερνήται του λαού.

Σωσ. 1,6            οὗτοι προσεκαρτέρουν ἐν τῇ οἰκίᾳ Ἰωκείμ, καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτοὺς πάντες οἱ κρινόμενοι.

Σωσ. 1,6                    Αυτοί προσήρχοντο συχνότερον και έμενον επί μακρότερον χρόνον εις την οικίαν του Ιωακείμ. Προς αυτούς δε προσήρχοντο και όλοι οι Ιουδαίοι, όσοι είχαν μεταξύ των διαφοράς.

Σωσ. 1,7            καὶ ἐγένετο ἡνίκα ἀπέτρεχεν ὁ λαὸς μέσον ἡμέρας, εἰσεπορεύετο Σωσάννα καὶ περιεπάτει ἐν τῷ παραδείσῳ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς.

Σωσ. 1,7                     Κατά την μεσημβρίαν, όταν οι επισκέπται απήρχοντο, η Σωσάννα έκαμνε τον περίπατόν της στον κήπον του ανδρός της.

Σωσ. 1,8            καὶ ἐθεώρουν αὐτὴν οἱ δύο πρεσβύτεροι καθ᾿ ἡμέραν εἰσπορευομένην καὶ περιπατοῦσαν καὶ ἐγένοντο ἐν ἐπιθυμίᾳ αὐτῆς.

Σωσ. 1,8                    Οι δύο αυτοί προχωρημένης ηλικίας δικασταί την περιειργάζοντο κάθε ημέραν, όταν αυτή εισήρχετο στον κήπον και περιπατούσε. Εκυριεύθησαν δε από πονηράν σαρκικήν επιθυμίαν δι' αυτήν.

Σωσ. 1,9            καὶ διέστρεψαν τὸν ἑαυτῶν νοῦν καὶ ἐξέκλιναν τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν τοῦ μὴ βλέπειν εἰς τὸν οὐρανόν, μηδὲ μνημονεύειν κριμάτων δικαίων.

Σωσ. 1,9                    Ο νους των διεστράφη και εσκοτίσθη και δεν ηθέλησαν να ανυψώσουν τα βλέμματά των προς τον ουρανόν, προς τον δίκαιον και παντεπόπτην Θεόν, ούτε και να ενθυμηθούν τας δικαίας εντολάς και κρίσστου Θεού.

Σωσ. 1,10          καὶ ἦσαν ἀμφότεροι κατανενυγμένοι περὶ αὐτῆς καὶ οὐκ ἀνήγγειλαν ἀλλήλοις τὴν ὀδύνην αὐτῶν,

Σωσ. 1,10                   Είχαν και οι δύο πληγωθή από το σαρκικόν πάθος των προς αυτήν. Δεν ανεκοίνωσαν δε ο ενας προς τον άλλον τον εσωτερικόν των πόνον από την σφοδρότητα του σαρκικού πάθους,

Σωσ. 1,11          ὅτι ᾐσχύνοντο ἀναγγεῖλαι τὴν ἐπιθυμίαν αὐτῶν ὅτι ἤθελον συγγενέσθαι αὐτῇ.

Σωσ. 1,11                   διότι εντρεποντο να καταστήση ο ενας προς τον άλλον γνωστήν την επιθυμίαν των, ότι δηλαδή είχαν πόθον να έλθουν εις σαρκικήν ένωσιν με εκείνην.

Σωσ. 1,12          καὶ παρετηροῦσαν φιλοτίμως καθ᾿ ἡμέραν ὁρᾶν αὐτήν.

Σωσ. 1,12                   Με επιμονήν δε εξεμεταλλεύοντο κάθε ευκαιρίαν, δια να την παρακολουθούν και να την βλέπουν κάθε ημέραν.

Σωσ. 1,13          καὶ εἶπαν ἕτερος τῷ ἑτέρῳ· πορευθῶμεν δὴ εἰς οἶκον, ὅτι ἀρίστου ὥρα ἐστί. καὶ ἐξελθόντες διεχωρίσθησαν ἀπ᾿ ἀλλήλων,

Σωσ. 1,13                   Καποιαν μεσημβρίαν, όταν όλοι είχαν αποχωρήσει, είπεν ο ενας στον άλλον· “ας πάμε πλέον στο σπίτι μας, διότι τώρα είναι ώρα του γεύματος”. Εβγήκαν από τον κήπον και εχωρίσθησαν ο ενας από τον άλλον.

Σωσ. 1,14          καὶ ἀνακάμψαντες ἦλθον ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ ἀνετάζοντες ἀλλήλους τὴν αἰτίαν, ὡμολόγησαν τὴν ἐπιθυμίαν αὐτῶν· καὶ τότε κοινῇ συνετάξαντο καιρὸν ὅτε αὐτὴν δυνήσονται εὑρεῖν μόνην.

Σωσ. 1,14                   Ομως ο καθένας ιδιαιτέρως επέστρεψεν στον κήπον του Ιωακείμ, συνηντήθησαν, χωρίς να το θέλουν, και ηρώτησαν ο ένας τον άλλον την αιτίαν, δια την οποίαν επέστρεψαν. Ωμολόγησαν και οι δύο την επιθυμίαν των. Τοτε συνεφώνησαν μεταξύ των και ώρισαν καιρόν, κατά τον οποίον θα ημπορούσαν να εύρουν αυτήν μόνην.

Σωσ. 1,15          καὶ ἐγένετο ἐν τῷ παρατηρεῖν αὐτοὺς ἡμέραν εὔθετον εἰσῆλθέ ποτε καθὼς ἐχθὲς καὶ τρίτης ἡμέρας μετὰ δύο μόνων κορασίων καὶ ἐπεθύμησε λούσασθαι ἐν τῷ παραδείσῳ, ὅτι καῦμα ἦν.

Σωσ. 1,15                   Συνέβη δέ, ενώ αυτοί επερίμεναν να εύρουν την κατάλληλον ημέραν, η Σωσάννα, όπως εσυνήθιζε και κατά τας άλλας ημέρας, εισήλθεν στον κήπον, συνοδευομένη από δύο μόνον μικράς υπηρετρίας χωρίς κανένα άλλον, δια να λουσθή στον κήπον, διότι έκαμνε ζέστη.

Σωσ. 1,16          καὶ οὐκ ἦν οὐδεὶς ἐκεῖ πλὴν οἱ δύο πρεσβύτεροι κεκρυμμένοι καὶ παρατηροῦντες αὐτήν.

Σωσ. 1,16                   Εκεί δεν υπήρχε κανένας άλλος πλην των δύο πρεσβυτέρων, οι οποίοι ήσαν κρυμμένοι και παρατηρούσαν εμπαθώς την Σωσάνναν.

Σωσ. 1,17          καὶ εἶπε τοῖς κορασίοις· ἐνέγκατε δή μοι ἔλαιον καὶ σμήγματα καὶ τὰς θύρας τοῦ παραδείσου κλείσατε, ὅπως λούσωμαι.

Σωσ. 1,17                   Η Σωσάννα είπεν εις τας δύο υπηρετρίας της· “φέρετέ μου αρωματικόν έλαιον και τα άλλα ειδκ καθαριότητος, και κλείσατε τας θύρας του κήπου, δια να λουσθώ”.

Σωσ. 1,18          καὶ ἐποίησαν καθὼς εἶπε καὶ ἀπέκλεισαν τὰς θύρας τοῦ παραδείσου καὶ ἐξῆλθαν κατὰ τὰς πλαγίας θύρας ἐνέγκαι τὰ προστεταγμένα αὐταῖς καὶ οὐκ εἴδοσαν τοὺς πρεσβυτέρους, ὅτι ἦσαν κεκρυμμένοι.

Σωσ. 1,18                   Αι κορασίδες εκείναι έκαμαν όπως είπεν εις αυτάς η Σωσάννα. Επειτα εβγήκαν από τας πλαγίας θύρας του κήπου, δια να φέρουν εκείνα που η κυρία των τας είχε διατάξει. Δεν είδαν δε τους πρεσβυτέρους, διότι εκείνοι ήσαν κρυμμένοι.

Σωσ. 1,19          καὶ ἐγένετο ὡς ἐξήλθοσαν τὰ κοράσια, καὶ ἀνέστησαν οἱ δύο πρεσβῦται καὶ ἐπέδραμον αὐτῇ

Σωσ. 1,19                   Οταν, λοιπόν, εξήλθαν τα δύο κοράσια, εσηκώθησαν οι δύο αυτοί πρεσβύτεροι και έτρεξαν προς την Σωσάνναν

Σωσ. 1,20          καὶ εἶπον· ἰδοὺ αἱ θύραι τοῦ παραδείσου κέκλεινται, καὶ οὐδεὶς θεωρεῖ ἡμᾶς, καὶ ἐν ἐπιθυμίᾳ σού ἐσμεν· διὸ συγκατάθου ἡμῖν καὶ γενοῦ μεθ᾿ ἡμῶν·

Σωσ. 1,20                  και είπαν· “ιδού αι θύραι του κήπου είναι κλεισταί και κανείς δεν μας βλέπει. Επιθυμούμεν να ενωθούμε σαρκικώς μαζή σου. Λοιπόν, χωρίς καμμίαν αντίστασιν, ενώσου μαζή μας.

Σωσ. 1,21          εἰ δὲ μή, καταμαρτυρήσομέν σου ὅτι ἦν μετὰ σοῦ νεανίσκος καὶ διὰ τοῦτο ἐξαπέστειλας τὰ κοράσια ἀπὸ σοῦ.

Σωσ. 1,21                   Εαν τυχόν και δεν υποχωρήσης εις την πρότασίν μας, θα καταθέσωμεν μαρτυρίαν εναντίον σου, ότι κάποιος νέος ήτο μαζή σου και δι' αυτόν τον λόγον απεμάκρυνες από κοντά σου τα δύο κοράσια”.

Σωσ. 1,22          καὶ ἀνεστέναξε Σωσάννα καὶ εἶπε· στενά μοι πάντοθεν· ἐάν τε γὰρ τοῦτο πράξω, θάνατός μοί ἐστιν, ἐάν τε μὴ πράξω, οὐκ ἐκφεύξομαι τὰς χεῖρας ὑμῶν.

Σωσ. 1,22                  Η Σωσσάνα ανεστέναξε και είπε· “από παντού υπάρχει στενοχωρία. Ευρίσκομαι εις αδιέξοδον, διότι εάν υποχωρήσω και πράξω αυτό, που μου προτείνετε, με περιμένει ο θάνατος που προκαλεί η αμαρτία. Εάν αρνηθώ να πράξω το πονηρόν, δεν θα γλυτώσω από τα χέρια σας.

Σωσ. 1,23          αἱρετώτερόν μοί ἐστι μὴ πράξασαν ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας ὑμῶν ἢ ἁμαρτεῖν ἐνώπιον Κυρίου.

Σωσ. 1,23                  Ομως είναι προτιμότερον δι' εμέ να μη αμαρτήσω και να πέσω εις τα χέρια σας, παρά να αμαρτήσω ενώπιον του Κυρίου”.

Σωσ. 1,24          καὶ ἀνεβόησε φωνῇ μεγάλῃ Σωσάννα, ἐβόησαν δὲ καὶ οἱ δύο πρεσβῦται κατέναντι αὐτῆς.

Σωσ. 1,24                  Αμέσως η Σωσάννα εφώναξε με μεγάλην κραυγήν. Εφώναξαν ταυτοχρόνως και οι δύο πρεσβύτεροι, που ευρίσκοντο πλησίον της.

Σωσ. 1,25          καὶ δραμὼν ὁ εἷς ἤνοιξε τὰς θύρας τοῦ παραδείσου.

Σωσ. 1,25                  Ο Ενας από αυτούς έτρεξε και ήνοιξε τας θύρας, του κήπου.

Σωσ. 1,26          ὡς δὲ ἤκουσαν τὴν κραυγὴν ἐν τῷ παραδείσῳ οἱ ἐκ τῆς οἰκίας, εἰσεπήδησαν διὰ τῆς πλαγίας θύρας ἰδεῖν τὸ συμβεβηκὸς αὐτῇ.

Σωσ. 1,26                  Οταν δε οι υπηρέται της οικίας του Ιωακείμ ήκουσαν τας στον κήπον κραυγάς, εισώρμησαν από την πλαγίαν θύραν του κήπου, δια να ίδουν τι είχε συμβή εις την Σωσάνναν.

Σωσ. 1,27          ἡνίκα δὲ εἶπαν οἱ πρεσβῦται τοὺς λόγους αὐτῶν, κατῃσχύνθησαν οἱ δοῦλοι σφόδρα, ὅτι πώποτε οὐκ ἐῤῥήθη λόγος τοιοῦτος περὶ Σωσάννης.

Σωσ. 1,27                  Οταν οι δύο εκείνοι πρεσβύτεροι είπαν τας ψευδολογίας των εναντίον της Σωσάννης, κατεντροπιάσθησαν οι υπηρέται, διότι ποτέ άλλοτε δεν είχε λεχθή τέτοιος πονηρός λόγος δια την Σωσάνναν.

Σωσ. 1,28          Καὶ ἐγένετο τῇ ἐπαύριον ὡς συνῆλθεν ὁ λαὸς πρὸς τὸν ἄνδρα αὐτῆς Ἰωακείμ, ἦλθον οἱ δύο πρεσβῦται πλήρεις τῆς ἀνόμου ἐννοίας κατὰ Σωσάννης τοῦ θανατῶσαι αὐτὴν καὶ εἶπαν ἔμπροσθεν τοῦ λαοῦ·

Σωσ. 1,28                  Κατά την επομένην ημέραν ο λαός των Ιουδαίων συνεκεντρώθη εις την οικίαν του ανδρός της Σωσάννης, του Ιωακείμ. Εκεί προσήλθον και οι δύο πρεσβύτεροι έχοντες στερεάν την απόφασιν της παρανομίας στον εσκοτισμένον νουν των εναντίον της Σωσάννης, δια να την καταδικάσουν εις θάνατον. Αυτοί λοιπόν είπαν ενώπιον όλου του λαού·

Σωσ. 1,29          ἀποστείλατε ἐπὶ Σωσάνναν θυγατέρα Χελκίου, ἥ ἐστι γυνὴ Ἰωακείμ· οἱ δὲ ἀπέστειλαν.

Σωσ. 1,29                  “Στείλατε άνθρωπον και φέρετε εδώ την Σωσάνναν, την θυγατέρα του Χελκίου, η οποία είναι σύζυγος του Ιωακείμ”. Εκείνοι απέστειλαν προς τούτο ανθρώπους.

Σωσ. 1,30          καὶ ἦλθεν αὐτὴ καὶ οἱ γονεῖς αὐτῆς καὶ τὰ τέκνα αὐτῆς καὶ πάντες οἱ συγγενεῖς αὐτῆς·

Σωσ. 1,30                  Η Σωσάννα ήλθε. Μαζή δέ με αυτήν ήλθαν οι γονείς της, τα τέκνα της και όλοι οι συγγενείς της.

Σωσ. 1,31          ἡ δὲ Σωσάννα ἦν τρυφερὰ σφόδρα καὶ καλὴ τῷ εἴδει.

Σωσ. 1,31                   Η Σωσάννα ήτο τρυφερώτατον και ωραιότατον πλάσμα.

Σωσ. 1,32          οἱ δὲ παράνομοι ἐκέλευσαν ἀποκαλυφθῆναι αὐτήν, ἦν γὰρ κατακεκαλυμμένη, ὅπως ἐμπλησθῶσι τοῦ κάλλους αὐτῆς·

Σωσ. 1,32                  Επειδή δε η Σωσσάνα ήτο σκεπασμένη, οι παράνομοι εκείνοι πρεσβύτεροι δικασταί της διέταξαν να αφαιρέσουν την καλύπτραν της, δια να ίδουν πάλιν εμπαθώς και χορτάσουν βλέποντες το κάλλος της.

Σωσ. 1,33          ἔκλαιον δὲ οἱ παρ᾿ αὐτῆς καὶ πάντες οἱ ἰδόντες αὐτήν.

Σωσ. 1,33                  Οι συγγενείς της και όλοι εκείνοι, οι οποίοι την είχαν γνωρίσει, έκλαιαν.

Σωσ. 1,34          ἀναστάντες δὲ οἱ δύο πρεσβῦται ἐν μέσῳ τῷ λαῷ ἔθηκαν τὰς χεῖρας ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτῆς·

Σωσ. 1,34                  Εσηκώθησαν τότε οι δύο πρεσβύτεροι εν μέσω του συγκεντρωθέντος πλήθους και έθεσαν τα χέρια των επάνω εις την κεφαλήν της Σωσάννης.

Σωσ. 1,35          ἡ δὲ κλαίουσα ἀνέβλεψεν εἰς τὸν οὐρανόν, ὅτι ἦν ἡ καρδία αὐτῆς πεποιθυῖα ἐπὶ τῷ Κυρίῳ.

Σωσ. 1,35                  Εκείνη κλαίουσα ύψωσε τα βλέμματά της στον ουρανόν, διότι η καρδία της είχεν απόλυτον πεποίθησιν στον Κυριον.

Σωσ. 1,36          εἶπον δὲ οἱ πρεσβῦται· περιπατούντων ἡμῶν ἐν τῷ παραδείσῳ μόνων, εἰσῆλθεν αὕτη μετὰ δύο παιδισκῶν καὶ ἀπέκλεισε τὰς θύρας τοῦ παραδείσου καὶ ἀπέλυσε τὰς παιδίσκας·

Σωσ. 1,36                  Οι δύο πρεσβύτεροι είπαν· “την ώραν, κατά την οποίαν ημείς περιπατούσαμεν μόνοι στον κήπον, εισήλθεν αυτή μαζή με δύο υπηρετρίας και έκλεισε τας θύρας του κήπου, έδιωξε δε τας υπηρετρίας της.

Σωσ. 1,37          καὶ ἦλθε πρὸς αὐτὴν νεανίσκος, ὃς ἦν κεκρυμμένος, καὶ ἀνέπεσε μετ᾿ αὐτῆς.

Σωσ. 1,37                  Τοτε ήλθε προς αυτήν ένας νεαρός ανήρ, ο οποίος ήτο κάπου εκεί κρυμμένος, και έπεσε μαζή μέ αυτήν δια την αμαρτίαν.

Σωσ. 1,38          ἡμεῖς δὲ ὄντες ἐν τῇ γωνίᾳ τοῦ παραδείσου, ἰδόντες τὴν ἀνομίαν ἐδράμομεν ἐπ᾿ αὐτούς· καὶ ἰδόντες συγγινομένους αὐτούς,

Σωσ. 1,38                  Ημείς ευρισκόμενοι εις κάποιαν γωνίαν του κήπου, ειδαμεν με τα μάτια μας την παρανομίαν αυτήν και ετρέξαμεν προς αυτούς. Τους είδαμεν να αμαρτάνουν.

Σωσ. 1,39          ἐκείνου μὲν οὐκ ἠδυνήθημεν ἐγκρατεῖς γενέσθαι διὰ τὸ ἰσχύειν αὐτὸν ὑπὲρ ἡμᾶς καὶ ἀνοίξαντα τὰς θύρας ἐκπεπηδηκέναι,

Σωσ. 1,39                  Εκείνον, βεβαίως, τον νεαρόν άνδρα δεν ημπορέσαμεν να τον συλλάβωμεν, διότι ήτο ισχυρότερος από ημάς. Ηνοιξε την θύραν και επήδησε έξω από τον κήπον.

Σωσ. 1,40          ταύτης δὲ ἐπιλαβόμενοι ἐπηρωτῶμεν τίς ἦν ὁ νεανίσκος,

Σωσ. 1,40                  Συνελάβομεν όμως αυτήν και την ερωτούσαμεν· Ποιός ήτο ο νεαρός εκείνος ανήρ;

Σωσ. 1,41          καὶ οὐκ ἠθέλησεν ἀγγεῖλαι ἡμῖν. ταῦτα μαρτυροῦμεν. καὶ ἐπίστευσεν αὐτοῖς ἡ συναγωγὴ ὡς πρεσβυτέροις τοῦ λαοῦ καὶ κριταῖς καὶ κατέκριναν αὐτὴν ἀποθανεῖν.

Σωσ. 1,41                   Αυτή δεν ηθέλησε να μας τον φανερώση. Αυτάς τας μαρτυρίας καταθέτομεν”. Ολος ο συγκεντρωμένος εκεί λαός επίστευσεν εις την καταμαρτυρίαν εκείνων, διότι ήσαν μεγαλύτεροι κατά την ηλικίαν και δικασταί ως προς το αξίωμα. Ολοι κατεδίκασαν την Σωσάνναν εις θάνατον.

Σωσ. 1,42          ἀνεβόησε δὲ φωνῇ μεγάλῃ Σωσάννα καὶ εἶπεν· ὁ Θεὸς ὁ αἰώνιος ὁ τῶν κρυπτῶν γνώστης, ὁ εἰδὼς τὰ πάντα πρὶν γενέσεως αὐτῶν,

Σωσ. 1,42                  Η Σωσάννά έκραξε τότε με μεγάλην φωνήν προς τον Θεόν και είπε· “Συ ο αιώνιος Θεός, ο οποίος γνωρίζεις τα κρυπτά των ανθρώπων, γνωρίζεις τα πάντα και πριν ακόμη γίνουν,

Σωσ. 1,43          σὺ ἐπίστασαι ὅτι ψευδῆ μου κατεμαρτύρησαν· καὶ ἰδοὺ ἀποθνήσκω μὴ ποιήσασα μηδὲν ὧν οὗτοι ἐπονηρεύσαντο κατ᾿ ἐμοῦ.

Σωσ. 1,43                  συ γνωρίζεις πολύ καλά, ότι ψεύδη είναι όλα όσα κατέθεσαν αυτοί εναντίον μου. Ιδού, εξ αιτίας της ψευδολογίας των κατεδικάσθην εις θάνατον. Πεθαίνω χωρίς να έχω πράξει τίποτε από εκείνα, τα οποία αυτοί εν τη πονηρία των εμηχανορράφησαν εναντίον μου”.

Σωσ. 1,44          Καὶ εἰσήκουσε Κύριος τῆς φωνῆς αὐτῆς.

Σωσ. 1,44                  Ο Κυριος ήκουσε την φωνήν της προσευχής της.

Σωσ. 1,45          καὶ ἀπαγομένης αὐτῆς ἀπολέσθαι, ὁ Θεὸς ἐξήγειρε τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον παιδαρίου νεωτέρου, ᾧ ὄνομα Δανιήλ,

Σωσ. 1,45                  Και ιδού, ενώ εκείνη ωδηγείτο εις θανατικήν εκτέλεσιν, ο Θεός διήγειρε και εφώτισε την αγίαν ψυχήν ενός νεαρού παιδαρίου, που ωνομάζετο Δανιήλ.

Σωσ. 1,46          καὶ ἐβόησε φωνῇ μεγάλῃ· ἀθῷος ἐγὼ ἀπὸ τοῦ αἵματος ταύτης.

Σωσ. 1,46                  Αυτός με μεγάλην φωνήν εφώναξε και είπε· “αθώος είμαι εγώ από την ευθύνην του αδίκου αυτού αίματος, που πρόκειται να χυθή”.

Σωσ. 1,47          ἐπέστρεψε δὲ πᾶς ὁ λαὸς πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπαν· τίς ὁ λόγος οὗτος, ὃν σὺ λελάληκας;

Σωσ. 1,47                  Ολος ο λαός εστράφη προς τον Δανιήλ και του είπαν· “τι σημαίνει αυτός ο λόγος, τον οποίον είπες;”

Σωσ. 1,48          ὁ δὲ στὰς ἐν μέσῳ αὐτῶν εἶπεν· οὕτως μωροὶ οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ; οὐκ ἀνακρίναντες οὐδὲ τὸ σαφὲς ἐπιγνόντες κατεκρίνατε θυγατέρα Ἰσραήλ;

Σωσ. 1,48                  Ο Δανιήλ εστάθη ανάμεσα από αυτούς και είπε· “τόσον μωροί είσθε σεις, οι Ισραηλίται; Χωρίς να ερευνήσετε την υπόθεσιν, χωρίς τίποτε το σαφές και συγκεκριμένον να γνωρίζετε, κατεδικάσατε την θυγατέρα αυτήν του Ισραήλ εις θάνατον;

Σωσ. 1,49          ἀναστρέψατε εἰς τὸ κριτήριον· ψευδῆ γὰρ οὗτοι κατεμαρτύρησαν αὐτῆς.

Σωσ. 1,49                  Επιστρέψατε στο δικαστήριον, διότι αυτοί οι πρεσβύτεροι κατέθεσαν ψευδείς μαρτυρίας εναντίον της”.

Σωσ. 1,50          καὶ ἀνέστρεψε πᾶς ὁ λαὸς μετὰ σπουδῆς. καὶ εἶπαν αὐτῷ οἱ πρεσβύτεροι· δεῦρο κάθισον ἐν μέσῳ ἡμῶν καὶ ἀνάγγειλον ἡμῖν, ὅτι σοὶ δέδωκεν ὁ Θεὸς τὸ πρεσβεῖον.

Σωσ. 1,50                  Ολος ο λαός επέστρεψε βιαστικά στο δικαστήριον. Οι πρεσβύτεροι με προφανή ειρωνείαν είπαν στον Δανιήλ· “ελά, λοιπόν, κάθισε ανάμεσά μας και ειπέ την γνώμην σου, διότι φαίνεται ότι έδωσεν ο Θεός εις σε το δικαίωμα του πρεσβυτέρου, να κρίνης και να δικάζης”!

Σωσ. 1,51          καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς Δανιήλ· διαχωρίσατε αὐτοὺς ἀπ᾿ ἀλλήλων μακράν, καὶ ἀνακρινῶ αὐτούς.

Σωσ. 1,51                   Ο Δανιήλ είπε προς τον λαόν· “χωρίσατε τον ένα μακρυά από τον άλλον και εγώ θα τους εξετάσω ιδιαιτέρως”.

Σωσ. 1,52          ὡς δὲ διεχωρίσθησαν εἷς ἀπὸ τοῦ ἑνός, ἐκάλεσε τὸν ἕνα αὐτῶν καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· πεπαλαιωμένε ἡμερῶν κακῶν, νῦν ἥκασιν αἱ ἁμαρτίαι σου, ἃς ἐποίεις τὸ πρότερον

Σωσ. 1,52                  Οταν εχώρισαν τον ένα από τον άλλον, εκάλεσε τον πρώτον από τους δύο ο Δανιήλ και είπε προς αυτόν·

Σωσ. 1,53          κρίνων κρίσεις ἀδίκους καὶ τοὺς μὲν ἀθῴους κατακρίνων, ἀπολύων δὲ τοὺς αἰτίους, λέγοντος τοῦ Κυρίου· ἀθῷον καὶ δίκαιον οὐκ ἀποκτενεῖς·

Σωσ. 1,53                  “εξέδιδες αδίκους αποφάσεις, δια των οποίων τους μεν αθώους κατεδίκαζες, τους δε ενόχους ηθώωνες και απέλυες, μολονότι ο Κυριος έλεγε· Δεν θα καταδικάσης και δεν θα παραδώσης εις θάνατον αθώον και δίκαιον άνθρωπον.

Σωσ. 1,54          νῦν οὖν ταύτην εἴπερ εἶδες, εἰπόν· ὑπὸ τί δένδρον εἶδες αὐτοὺς ὁμιλοῦντας ἀλλήλοις; ὁ δὲ εἶπεν· ὑπὸ σχῖνον.

Σωσ. 1,54                  Εάν, λοιπόν, πράγματι είδες την γυναίκα αυτήν να αμαρτάνη, ειπέ μας τώρα, κάτω από ποιό δένδρον είδες αυτήν και τον νεαρόν να διαπράττουν αμαρτίαν;” Ο γέρων εκείνος απήντησε· “κάτω από ένα σχίνον”.

Σωσ. 1,55          εἶπε δὲ Δανιήλ· ὀρθῶς ἔψευσαι εἰς τὴν σεαυτοῦ κεφαλήν· ἤδη γὰρ ἄγγελος Θεοῦ λαβὼν φάσιν παρὰ τοῦ Θεοῦ σχίσει σε μέσον.

Σωσ. 1,55                  Ο Δανιήλ του απήντησε· “ολοφάνερα και αναισχύντως ψεύδεσαι εις βάρος όμως του κεφαλιού σου, εις βάρος της ζωής σου. Διότι ο άγγελος του Θεού έλαβε πλέον εντολήν παρά του Θεού να σε σχίση στο μέσον”.

Σωσ. 1,56          καὶ μεταστήσας αὐτὸν ἐκέλευσε προσαγαγεῖν τὸν ἕτερον· καὶ εἶπεν αὐτῷ· σπέρμα Χαναὰν καὶ οὐκ Ἰούδα, τὸ κάλλος ἐξηπάτησέ σε, καὶ ἐπιθυμία διέστρεψε τὴν καρδίαν σου·

Σωσ. 1,56                  Αφού απεμάκρυνεν αυτόν, διέταξε να παρουσιασθή ενώπιόν του ο άλλος πρεσβύτερος και ηρώτησεν αυτόν· “πονηρέ απόγονε του αμαρτωλού Χαναάν και οχι του Ιούδα, σε εξηπάτησε το κάλλος και διέστρεψε την καρδίαν σου η πονηρά επιθυμία.

Σωσ. 1,57          οὕτως ἐποιεῖτε θυγατράσιν Ἰσραήλ, καὶ ἐκεῖναι φοβούμεναι ὡμίλουν ὑμῖν, ἀλλ᾿ οὐ θυγάτηρ Ἰούδα ὑπέμεινε τὴν ἀνομίαν ὑμῶν.

Σωσ. 1,57                  Τέτοιες παρανομίες διεπράττετε με τας θυγατέρας του Ισραήλ, επειδή δε εκείναι σας εφοβούντο, υποχωρούσαν εις τας ανηθίκους προτάσεις σας και ήρχοντο εις σχέσεις μαζή σας. Αλλ' ιδού ότι μία θυγάτηρ της φυλής του Ιούδα δεν ηνέχθη την παρανομίαν σας.

Σωσ. 1,58          νῦν οὖν λέγε μοι· ὑπὸ τί δένδρον κατέλαβες αὐτοὺς ὁμιλοῦντας ἀλλήλοις; ὁ δὲ εἶπεν· ὑπὸ πρῖνον.

Σωσ. 1,58                  Τωρα, λοιπόν, ειπέ μου· κάτω από ποιό δένδρον συνέλαβες αυτούς να αμαρτάνουν;” Εκείνος είπε· “κάτω από ένα πρινάρι”.

Σωσ. 1,59          εἶπε δὲ αὐτῷ Δανιήλ· ὀρθῶς ἔψευσαι καὶ σὺ εἰς τὴν σεαυτοῦ κεφαλήν· μένει γὰρ ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ τὴν ῥομφαίαν ἔχων πρίσαι σε μέσον, ὅπως ἐξολοθρεύσῃ ὑμᾶς.

Σωσ. 1,59                  Ο Δανιήλ του απήντησε· “ολοφάνερα και αναισχύντως ψεύδεσαι και συ εις βάρος του κεφαλιού σου, εις βάρος της ζωής σου. Διότι ο άγγελος του Θεού με την ρομφαίαν στο χέρι περιμένει την στιγμήν να σε πριονίση στο μέσον και να εξολοθρεύση και τους δυο σας”.

Σωσ. 1,60          καὶ ἀνεβόησε πᾶσα ἡ συναγωγὴ φωνῇ μεγάλῃ καὶ εὐλόγησαν τῷ Θεῷ τῷ σώζοντι τοὺς ἐλπίζοντας ἐπ᾿ αὐτόν.

Σωσ. 1,60                  Τοτε όλος ο λαός ο συγκεντρωμένος εκραάγασε με φωνήν μεγάλην και εδόξασαν τον Θεόν, ο οποίος σώζει τους αθώους ανθρώπους που στηρίζουν εις αυτόν τας ελπίδας των.

Σωσ. 1,61          καὶ ἀνέστησαν ἐπὶ τοὺς δύο πρεσβύτας, ὅτι συνέστησεν αὐτοὺς Δανιὴλ ἐκ τοῦ στόματος αὐτῶν ψευδομαρτυρήσαντας, καὶ ἐποίησαν αὐτοῖς ὃν τρόπον ἐπονηρεύσαντο τῷ πλησίον,

Σωσ. 1,61                   Εξηγέρθησαν δε εναντίον των δυο εκείνων πρεσβυτέρων, διότι ο Δανιήλ τους απέδειξεν από τας ιδίας αυτών μαρτυρίας ότι εψευδομαρτύρηοαν, επέβαλαν ομοφώνως εις αυτούς την ποινήν, την οποίαν εκείνοι εν τη πονηρία των ήθελαν να επιβάλουν εις την πλησίον των, την Σωσάνναν.

Σωσ. 1,62          ποιῆσαι κατὰ τὸν νόμον Μωυσῆ, καὶ ἀπέκτειναν αὐτούς· καὶ ἐσώθη αἷμα ἀναίτιον ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ.

Σωσ. 1,62                  Δια να εκπληρωθή δε ο νόμος του Μωϋσέως, που διατάσσει να επιβάλλεται στον ψευδομάρτυρα η ποινή που θα επεβάλλετο στον αδίκως κατασυκοφαντούμενον, τους εφόνευσαν. Και έτσι διεσώθη από βέβαιον θάνατον κατά την ημέραν εκείνην μία αθώα ύπαρξις.

Σωσ. 1,63          Χελκίας δὲ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ᾔνεσαν τὸν Θεὸν περὶ τῆς θυγατρὸς αὐτῶν μετὰ Ἰωακεὶμ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς καὶ τῶν συγγενῶν πάντων, ὅτι οὐχ εὑρέθη ἐν αὐτῇ ἄσχημον πρᾶγμα.

Σωσ. 1,63                  Ο Χελκίας και η σύζυγος του εδόξασαν τον Θεόν δια την σωτηρίαν της θυγατρός των, μαζή με τον Ιωακείμ, τον σύζυγόν της Σωσάννης, και με όλους τους συγγενείς των. Διότι δεν ευρέθη καμμία πονηρά πράξις, καμμία ενοχή εις αυτήν.

Σως. 1,64           καὶ Δανιὴλ ἐγένετο μέγας ἐνώπιον τοῦ λαοῦ ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ἐπέκεινα.

Σωσ. 1,64                  Ο δε Δανιήλ από την ημέραν εκείνην και έπειτα ανεδείχθη μέγας ενώπιον του ιουδαϊκού λαού.