ΙΕΡΕΜΙΑΣ

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 1

 

Ιερ. 1,1             Τὸ ῥῆμα τοῦ Θεοῦ, ὃ ἐγένετο ἐπὶ Ἱερεμίαν τὸν τοῦ Χελκίου ἐκ τῶν ἱερέων, ὃς κατῴκει ἐν Ἀναθὼθ ἐν γῇ Βενιαμείν·

Ιερ. 1,1                       Ο λόγος του Θεού, ο οποίος απηυθύνθη προς τον Ιερεμίαν, υιόν του Χελκίου, ενός από τους ιερείς. Αυτός κατοικούσεν εις την κωμόπολιν Αναθώθ, εις την χώραν της φυλής Βενιαμείν.

Ιερ. 1,2             ὡς ἐγενήθη λόγος τοῦ Θεοῦ πρὸς αὐτὸν ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰωσία υἱοῦ Ἀμὼς βασιλέως Ἰούδα, ἔτους τρισκαιδεκάτου ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ·

Ιερ. 1,2                      Οι λόγοι αυτοί του Θεού ελέχθησαν προς τον Ιερεμίαν κατά τας ημέρας του βασιλέως του βασιλείου του Ιούδα ' Ιωσία, υιού του Αμώς, και συγκεκριμένως από το δέκατον τρίτον έτος της βασιλείας του και έπειτα.

Ιερ. 1,3             καὶ ἐγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰωακεὶμ υἱοῦ Ἰωσία βασιλέως Ἰούδα ἕως ἑνδεκάτου ἔτους τοῦ Σεδεκία υἱοῦ Ἰωσία βασιλέως Ἰούδα, ἕως τῆς αἰχμαλωσίας Ἱερουσαλὴμ ἐν τῷ πέμπτῳ μηνί.

Ιερ. 1,3                      Λογοι επίσης του Θεού ελέχθησαν προς τον Ιερεμίαν κατά τας ημέρας του Ιωακείμ, υιού του Ιωσί του βασιλέως του βασιλείου Ιούδα, και μέχρι του ενδεκάτου έτους του Σεδεκία, υιού του Ιωσία βασιλέως Ιούδα, μέχρι της αλώσεως της Ιερουσαλήμ και της αιχμαλωσίας των κατοίκων της, ήτοι μέχρι του πέμπτου μηνός του ενδεκάτου έτους της βασιλείας του Σεδεκίου.

Ιερ. 1,4             Καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με·

Ιερ. 1,4                      Ο προφήτης λέγει· ο Κυριος ωμίλησε προς εμέ και μου είπε·

Ιερ. 1,5             πρὸ τοῦ με πλάσαι σε ἐν κοιλίᾳ ἐπίσταμαί σε καὶ πρὸ τοῦ σε ἐξελθεῖν ἐκ μήτρας ἡγίακά σε, προφήτην εἰς ἔθνη τέθεικά σε.

Ιερ. 1,5                      Σε γνωρίζω πολύ καλά, πριν ακόμη σε πλάσσω ως έμβρυον εις την κοιλίαν της μητρός σου και πριν γεννηθής, σε καθιέρωσα εις υπηρεσίαν του έργου μου· σε εγκατέστησα προφήτην δια τα έθνη.

Ιερ. 1,6             καὶ εἶπα· ὦ δέσποτα Κύριε, ἰδοὺ οὐκ ἐπίσταμαι λαλεῖν, ὅτι νεώτερος ἐγώ εἰμι.

Ιερ. 1,6                      Και εγώ είπα τότε· Ω Δέσποτα και Κυριε, δεν είμαι ικανός δια το έργον αυτό, διότι ιδού, δεν γνωρίζω να ομιλώ· είμαι άλλωστε και μικρός κατά την ηλικίαν.

Ιερ. 1,7             καὶ εἶπε Κύριος πρός με· μὴ λέγε ὅτι νεώτερος ἐγώ εἰμι, ὅτι πρὸς πάντας, οὓς ἐὰν ἐξαποστείλω σε, πορεύσῃ, καὶ κατὰ πάντα, ὅσα ἐὰν ἐντείλωμαί σοι, λαλήσεις·

Ιερ. 1,7                      Ο Κυριος απήντησε και μου είπε· Μη λέγης ότι είσαι μικρός κατά την ηλικίαν, διότι προς όλους εκείνους, προς τους οποίους εγώ θα σε στείλω να ομιλήσης, θα πορευθής και θα ο-ομιλήσης προς αυτούς, όσα εγώ θα σου δώσω την εντολήν να είπης.

Ιερ. 1,8             μὴ φοβηθῇς ἀπὸ προσώπου αὐτῶν, ὅτι μετὰ σοῦ ἐγώ εἰμι τοῦ ἐξαιρεῖσθαί σε, λέγει Κύριος.

Ιερ. 1,8                      Μη φοβηθής ενώπιον αυτών, διότι εγώ θα είμαι μαζή σου, δια να σε προφυλάσσω και σώζω από κινδύνους, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 1,9             καὶ ἐξέτεινε Κύριος τὴν χεῖρα αὐτοῦ πρός με καὶ ἥψατο τοῦ στόματός μου, καὶ εἶπε Κύριος πρός με· ἰδοὺ δέδωκα τοὺς λόγους μου εἰς τὸ στόμα σου·

Ιερ. 1,9                      Ο Κυριος ήπλωσε τότε την χείρα του προς εμέ, ήγγισε το στόμα μου και μου είπε· Ιδού εγώ έχω δώσει στο στόμα σου τους λόγους μου.

Ιερ. 1,10            ἰδοὺ καθέστακά σε σήμερον ἐπὶ ἔθνη καὶ ἐπὶ βασιλείας ἐκριζοῦν καὶ κατασκάπτειν καὶ ἀπολλύειν καὶ ἀνοικοδομεῖν καὶ καταφυτεύειν. -

Ιερ. 1,10                    Ιδού, σε εγκατέστησα σήμερον προφήτην εις τα έθνη και εις τα βασίλεια, δια να εκριζώνης με τα λόγιά σου και να κατασκάπτης, να καταστρέφης, άλλα και να ανοικοδομής και να φυτεύης.

Ιερ. 1,11            Καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με λέγων· τί σὺ ὁρᾷς Ἱερεμία; καὶ εἶπε· βακτηρίαν καρυΐνην.

Ιερ. 1,11                     Παλιν ο Κυριος απηυθύνθη προς εμέ λέγων· Τι βλέπεις συ, ω Ιερεμία; Και εγώ είπα· Βλέπω βακτηρίαν (ράβδον) από καρυδιάν.

Ιερ. 1,12            καὶ εἶπε Κύριος πρός με· καλῶς ἑώρακας, διότι ἐγρήγορα ἐγὼ ἐπὶ τοὺς λόγους μου τοῦ ποιῆσαι αὐτούς.

Ιερ. 1,12                    Ο Κυριος μου είπε· Καλώς είδες, διότι εγώ αγρυπνώ, δια να εκπληρώσω και πραγματοποιήσω τους λόγους μου.

Ιερ. 1,13            καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου ἐκ δευτέρου πρός με λέγων· τί σὺ ὁρᾷς; καὶ εἶπα· λέβητα ὑποκαιόμενον, καὶ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου βοῤῥᾶ.

Ιερ. 1,13                     Και πάλιν ο λόγος Κυρίου απευθύνθη προς εμέ και είπε· Τι βλέπεις συ, Ιερεμία; Εγώ απήντησα· Βλέπω ένα λέβητα, κάτω από τον οποίον καίει φωτιά και η κατευθυνσίς του είναι από βορρά προς νότον.

Ιερ. 1,14            καὶ εἶπε Κύριος πρός με· ἀπὸ προσώπου βοῤῥᾶ ἐκκαυθήσεται τὰ κακὰ ἐπὶ πάντας τοὺς κατοικοῦντας τὴν γῆν.

Ιερ. 1,14                    Ο Κυριος είπε προς εμέ· Από βορρά θα έλθη η φωτιά εναντίον των κακών έργων και όλων των πονηρών ανθρώπων, οι οποίοι κατοικούν εις την χώραν της Παλαιστίνης.

Ιερ. 1,15            διότι ἰδοὺ ἐγὼ συγκαλῶ πάσας τὰς βασιλείας τῆς γῆς ἀπὸ βοῤῥᾶ, λέγει Κύριος, καὶ ἥξουσι καὶ θήσουσιν ἕκαστος τὸν θρόνον αὐτοῦ ἐπὶ τὰ πρόθυρα τῶν πυλῶν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐπὶ πάντα τὰ τείχη τὰ κύκλῳ αὐτῆς καὶ ἐπὶ πάσας τὰς πόλεις Ἰούδα.

Ιερ. 1,15                     Διότι, ιδού εγώ, λέγει ο Κυριος, προσκαλώ όλας τας βασιλείας της γης από την περιοχήν του βορρά, και θα έλθουν, θα ενθρονισθούν και θα εγκατασταθούν εις τα πρόθυρα των πυλών της Ιερουσαλήμ, γύρω από όλα τα τείχη αυτής και εις όλας τας πόλεις της Ιουδαίας.

Ιερ. 1,16            καὶ λαλήσω πρὸς αὐτοὺς μετὰ κρίσεως περὶ πάσης τῆς κακίας αὐτῶν, ὡς ἐγκατέλιπόν με καὶ ἔθυσαν θεοῖς ἀλλοτρίοις καὶ προσεκύνησαν τοῖς ἔργοις τῶν χειρῶν αὐτῶν.

Ιερ. 1,16                    Θα ομιλήσω τότε εναντίον όλων των πόλεων αυτών και των κατοίκων των και θα εκφέρω την καταδικαστικήν μου απόφασιν δι' όλας τας κακίας των, μάλιστα δέ, διότι εμέ μέν με εγκατέλειψαν, προσέφεραν δε θυσίας εις ξένους θεούς και προσκύνησαν τα είδωλα, τα οποία ήσαν έργα των χειρών των.

Ιερ. 1,17            καὶ σὺ περίζωσαι τὴν ὀσφύν σου καὶ ἀνάστηθι καὶ εἰπὸν πρὸς αὐτοὺς πάντα, ὅσα ἂν ἐντείλωμαί σοι· μὴ φοβηθῇς ἀπὸ προσώπου αὐτῶν, μηδὲ πτοηθῇς ἐναντίον αὐτῶν, ὅτι μετὰ σοῦ ἐγώ εἰμι τοῦ ἐξαιρεῖσθαί σε, λέγει Κύριος.

Ιερ. 1,17                     Συ, λοιπόν, ζώσε την μέσην σου, σήκω και είπε προς αυτούς όλα, όσα εγώ θα σου δώσω εντολήν να είπης. Μη φοβηθής ενώπιον αυτών και μη πτοηθής αυτούς, διότι εγώ είμαι πάντοτε μαζή σου να σε λυτρώσω από κάθε κίνδυνον, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 1,18            ἰδοὺ τέθεικά σε ἐν τῇ σήμερον ἡμέρᾳ ὡς πόλιν ὀχυρὰν καὶ ὡς τεῖχος χαλκοῦν, ὀχυρὸν πᾶσι τοῖς βασιλεῦσιν Ἰούδα καὶ τοῖς ἄρχουσιν αὐτοῦ καὶ τῷ λαῷ τῆς γῆς,

Ιερ. 1,18                    Ιδού, σε έχω θέσει και αναδείξει κατά την σημερινήν ημέραν ωσάν πόλιν οχυράν και απόρθητον, ωσάν τείχος χάλκινον, απόρθητον από όλους τους βασιλείς του βασιλείου Ιούδα και τους άρχοντας του βασιλείου αυτού και τον λαόν της χώρας αυτής.

Ιερ. 1,19            καὶ πολεμήσουσί σε καὶ οὐ μὴ δύνωνται πρός σε, διότι μετὰ σοῦ ἐγώ εἰμι τοῦ ἐξαιρεῖσθαί σε, εἶπε Κύριος.

Ιερ. 1,19                    Θα πολεμήσουν αυτοί εναντίον σου, αλλά δεν θα ημπορέσουν να κατορθώσουν τίποτε, διότι εγώ θα είμαι μαζή σου, δια να σε λυτρώσω από τα χέρια αυτών, είπεν ο Κυριος”.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 2

 

Ιερ. 2,2             Καὶ εἶπε· τάδε λέγει Κύριος· ἐμνήσθην ἐλέους νεότητός σου καὶ ἀγάπης τελειώσεώς σου τοῦ ἐξακολουθῆσαί σε τῷ ἁγίῳ Ἰσραήλ, λέγει Κύριος

Ιερ. 2,2                     Είπεν ο Κυριος προς τον Ιερεμίαν· αυτά λέγει ο Κυριος προς τον ίσραήλιτικόν λαόν· Ενεθυμήθην το προς σε έλεός που, σου είχα δείξει, όταν ευρίσκεσο ακόμα εις την αρχήν της υπάρξεώς σου, και την μεγάλην τότε προς σε αγάπην μου δια την απακαταστασίν σου εις την γην της Επαγγελίας, πράγμα, το οποίον έπρεπε να κάμη σέ, Ισραηλιτικέ λαέ, να ακολούθησης εμέ, τον άγιον και αληθινόν Θεόν.

Ιερ. 2,3             ἅγιος Ἰσραήλ· τῷ Κυρίῳ ἀρχὴ γεννημάτων αὐτοῦ· πάντες οἱ ἔσθοντες αὐτὸν πλημμελήσουσι, κακὰ ἥξει ἐπ᾿ αὐτούς, φησὶ Κύριος.

Ιερ. 2,3                      Ησο ενώπιόν μου, Ισραηλιτικέ λαέ, ως απαρχή γεννημάτων, που προσφέρεται θυσία στον Κυριον. Οσοι θα ετολμούσαν να φάγουν κάτι από σε και να σε αδικήσουν, αυτοί θα ήσαν υπεύθυνοι ενώπιον του Θεού. Κακά και συμφοραί θα ήρχοντο εναντίον αυτών, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 2,4             ἀκούσατε λόγον Κυρίου, οἶκος Ἰακώβ, καὶ πᾶσα πατριὰ οἴκου Ἰσραήλ.

Ιερ. 2,4                     Ακούσατε τα λόγια του Κυρίου, φυλαί του Ιακώβ και όλαι αι οικογενειαι του οίκου Ισραήλ.

Ιερ. 2,5             τάδε λέγει Κύριος· τί εὕροσαν οἱ πατέρες ὑμῶν ἐν ἐμοὶ πλημμέλημα, ὅτι ἀπέστησαν μακρὰν ἀπ᾿ ἐμοῦ καὶ ἐπορεύθησαν ὀπίσω τῶν ματαίων καὶ ἐματαιώθησαν;

Ιερ. 2,5                      Αυτά λέγει ο Κυριος· Ποίον, έστω και μικράν, έλλειψιν ευρήκαν εις εμέ οι προγονοί σας και έφυγαν μακράν από εμέ, επορεύθησαν δε και ηκολούθησαν τα μάταια είδωλα, δια να γίνουν έτσι και αυτοί μηδαμινοί και τιποτένιοι;

Ιερ. 2,6             καὶ οὐκ εἶπαν· ποῦ ἐστι Κύριος ὁ ἀναγαγὼν ἡμᾶς ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ὁ καθοδηγήσας ἡμᾶς ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἐν γῇ ἀπείρῳ καὶ ἀβάτῳ, ἐν γῇ ἀνύδρῳ καὶ ἀκάρπῳ, ἐν γῇ, ᾗ οὐ διώδευσεν ἐν αὐτῇ ἀνὴρ οὐθὲν καὶ οὐ κατῴκησεν ἐκεῖ υἱὸς ἀνθρώπου;

Ιερ. 2,6                     Δεν ενεθυμήθησαν τας ευεργεσίας μου και δεν είπαν· Που είναι ο Κυριος, ο οποίος μας έβγαλεν από την χώραν της Αιγύπτου, αυτός ο οποίος μας ωδήγησε δια μέσου της ερήμου, δια μέσου περιοχής αγνώστου και αδιαβάτου εις γην άνυδρον, ακαλλιέργητον και άκαρπόν, από την οποίαν κανείς δεν διήρχετο ούτε και κατοικούσεν εκεί άνθρωπος;

Ιερ. 2,7             καὶ ἤγαγον ὑμᾶς εἰς τὸν Κάρμηλον τοῦ φαγεῖν ὑμᾶς τοὺς καρποὺς αὐτοῦ καὶ τὰ ἀγαθὰ αὐτοῦ· καὶ εἰσήλθατε καὶ ἐμιάνατε τὴν γῆν μου καὶ τὴν κληρονομίαν μου ἔθεσθε εἰς βδέλυγμα.

Ιερ. 2,7                      Εγώ ο Θεός, ασφαλείς σας ωδήγησα εις την καρποφόρον γην της Παλαιστίνης, δια να φάγετε τους καρπούς αυτής και να απολαύσετε τα αγαθά της. Απέναντι των ευεργεσιών μου αυτών, σεις τι επράξατε, πως εφερθήκατε; Εισήλθατε, λέγει ο Κυριος, και εμολύνατε την χώραν μου, την γην της Επαγγελίας, κατεστήσατε βδελυράν και μισητήν την κληρονομίαν μου.

Ιερ. 2,8             οἱ ἱερεῖς οὐκ εἶπαν· ποῦ ἐστι Κύριος; καὶ οἱ ἀντεχόμενοι τοῦ νόμου οὐκ ἠπίσταντό με, καὶ οἱ ποιμένες ἠσέβουν εἰς ἐμέ, καὶ οἱ προφῆται ἐπροφήτευον τῇ Βάαλ καὶ ὀπίσω ἀνωφελοῦς ἐπορεύθησαν.

Ιερ. 2,8                     Και οι ιερείς ακόμη δεν ανεζήτησαν τον Κυριον λέγοντες· που είναι ο Κυριος; Οι ασχολούμενοι με τον Νομον δεν με εγνώριζαν. Οι άρχοντες του λαού εφέροντο με ασέβειαν απέναντί μου και οι προφήται επροφήτευαν προς χάριν του ειδωλικού θεού Βααλ και ηκολούθουν τα μάταια και ανωφελή είδωλα.

Ιερ. 2,9             διὰ τοῦτο ἔτι κριθήσομαι πρὸς ὑμᾶς λέγει Κύριος, καὶ πρὸς τοὺς υἱοὺς τῶν υἱῶν ὑμῶν κριθήσομαι.

Ιερ. 2,9                     Δια τούτο θα έλθω εις συζήτησιν και αντιδικίαν προς σας, λέγει ο Κυριος, όπως επίσης και προς τους απογόνους σας.

Ιερ. 2,10            διότι διέλθετε εἰς νήσους Χεττιεὶμ καὶ ἴδετε, καὶ εἰς Κηδὰρ ἀποστείλατε καὶ νοήσατε σφόδρα, καὶ ἴδετε εἰ γέγονε τοιαῦτα.

Ιερ. 2,10                    Περάσατε και επισκεφθήτε τα ειδωλολατρικά έθνη της Κυπρου και των άλλων νήσων της Μεσογείου Θαλάσσης, υπάγετε και προς ανατολάς προς τους κατοίκους της Κηδάρ, προσέξατε και ίδετε, εάν εκεί έγιναν τέτοιά γεγονότα, ωσάν αυτά που συνέβησαν εις την Ιουδαίαν.

Ιερ. 2,11            εἰ ἀλλάξωνται ἔθνη θεοὺς αὐτῶν· καὶ οὗτοι οὐκ εἰσὶ θεοί. ὁ δὲ λαός μου ἠλλάξατο τὴν δόξαν αὐτοῦ, ἐξ ἧς οὐκ ὠφεληθήσονται.

Ιερ. 2,11                    Εάν, δηλαδή, τα ειδωλολατρικά αυτά έθνη ήλλαξαν τους θεούς των με άλλους θεούς· και όμώς οι θεοί των δεν είναι αληθινοί αλλά ψευδείς θεοί, είδωλα. Ο λαός μου όμώς ήλλαξε την δόξαν του, τον αληθινόν θεόν του, με άλλους ψευδείς θεούς, από τους οποίους τίποτε ούτε ωφελήθη ούτε θα ωφεληθή.

Ιερ. 2,12            ἐξέστη ὁ οὐρανὸς ἐπὶ τούτῳ καὶ ἔφριξεν ἐπὶ πλεῖον σφόδρα, λέγει Κύριος.

Ιερ. 2,12                    Κατάπληκτος έμεινεν ο ουρανός ενώπιον της αποστασίας αυτής, κατελήφθη από α-περίγραπτον φρίκην δια την διαγωγήν σας, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 2,13            ὅτι δύο καὶ πονηρὰ ἐποίησεν ὁ λαός μου· ἐμὲ ἐγκατέλιπον πηγὴν ὕδατος ζωῆς, καὶ ὤρυξαν ἑαυτοῖς λάκκους συντετριμμένους, οἳ οὐ δυνήσονται ὕδωρ συνέχειν.

Ιερ. 2,13                    Διότι ο λαός μου διέπραξε κατά τον αυτόν χρόνον δύο πονηρά και ολέθρια σφάλματα· εγκατέλιπαν εμέ, ο οποίος ήμην δι' αυτούς πηγή ζωογόνου ύδατος, και ήνοιξαν δια τον εαυτόν τους λάκκους κατεστραμμένους, οι οποίοι δεν θα ημπορέσουν να συγκρατήσουν νερό.

Ιερ. 2,14            Μὴ δοῦλός ἐστιν Ἰσραὴλ ἢ οἰκογενής ἐστι; διατί εἰς προνομὴν ἐγένετο;

Ιερ. 2,14                    Μηπως ο ισραηλιτικός λαός είναι και μένει ωσάν ένας κοινός και ευτελής δούλος απέναντί μου, η δούλος, έστω, ο οποίος εγεννήθη στον οίκον του κυρίου του; Διατί, λοιπόν, κατήντησε δούλος αλλοεθνών και έγινε θύμα λεηλασίας;

Ιερ. 2,15            ἐπ᾿ αὐτὸν ὠρύοντο λέοντες καὶ ἔδωκαν τὴν φωνὴν αὐτῶν, οἳ ἔταξαν τὴν γῆν αὐτοῦ εἰς ἔρημον, καὶ αἱ πόλεις αὐτοῦ κατεσκάφησαν παρὰ τὸ μὴ κατοικεῖσθαι.

Ιερ. 2,15                    Εναντίον αυτού επετέθησαν οι εχθροί του ωρυόμενοι ώσαν λέοντες. Εξέβαλαν τας αγρίας κραυγάς των. Αυτοί ερήμωσαν την χώραν του, κατέσκαψαν και εκρήμνισαν τας πόλστου, ώστε να μη είναι δυνατόν πλέον να κατοικηθούν.

Ιερ. 2,16            καὶ υἱοὶ Μέμφεως καὶ Τάφνας ἔγνωσάν σε καὶ κατέπαιζόν σου.

Ιερ. 2,16                    Οι κάτοικοι των πόλεων Μέμφεως και Ταφνας της Αιγύπτου σε είδαν εις την αθλίαν αυτήν κατάστασιν και εχάρησαν και σε ενέπαιζαν!

Ιερ. 2,17            οὐχὶ ταῦτα ἐποίησέ σοι τὸ καταλιπεῖν σε ἐμέ; λέγει Κύριος ὁ Θεός σου.

Ιερ. 2,17                    Ολα αυτά δεν συνέβησαν εις βάρος σου, λέγει Κυριος ο Θεός σου, επειδή συ με εγκατέλιπες;

Ιερ. 2,18            καὶ νῦν τί σοι καὶ τῇ ὁδῷ Αἰγύπτου τοῦ πιεῖν ὕδωρ Γηῶν; καὶ τί σοι καὶ τῇ ὁδῷ Ἀσσυρίων τοῦ πιεῖν ὕδωρ ποταμῶν;

Ιερ. 2,18                    Και τώρα σε ερωτώ· Τι υπάρχει μεταξύ σου και της οδού, η οποία οδηγεί εις την Αίγυπτον, ώστε να θέλης να πίνης ύδωρ από την Γηών, πόλιν της Αιγύπτου; Ποία σχέσις υπάρχει μεταξύ σου και της οδού, η οποία όδηγεί στους Ασσυριους, ώστε να πίνης νερά από τους ποταμούς της χώρας των;

Ιερ. 2,19            παιδεύσει σε ἡ ἀποστασία σου, καὶ ἡ κακία σου ἐλέγξει σε· καὶ γνῶθι καὶ ἰδέ, ὅτι πικρόν σοι τὸ καταλιπεῖν σε ἐμέ, λέγει Κύριος ὁ Θεός σου· καὶ οὐκ εὐδόκησα ἐπὶ σοί, λέγει Κύριος ὁ Θεός σου.

Ιερ. 2,19                    Η αποστασία σου από εμέ θα σε τιμωρήση και η κακία σου θα σε ελέγχη και θα σε συγκλονίζη. Από αυτά που υφίστασαι, μάθε και ιδέ, δτι είναι πολύ πικρόν δια σέ, να εγκατάλειψης εμέ τον Θεόν σου και προστάτην, λέγει Κυριος ο Θεός σου· έπαυσα να σε περιβάλλω με ευμένειαν και προστασίαν.

Ιερ. 2,20            ὅτι ἀπ᾿ αἰῶνος συνέτριψας τὸν ζυγόν σου, διέσπασας τοὺς δεσμούς σου καὶ εἶπας· οὐ δουλεύσω σοι, ἀλλὰ πορεύσομαι ἐπὶ πάντα βουνὸν ὑψηλὸν καὶ ὑποκάτω παντὸς ξύλου κατασκίου, ἐκεῖ διαχυθήσομαι ἐν τῇ πορνείᾳ μου.

Ιερ. 2,20                   Διότι από αρχαιότητα χρόνια, συ συνέτριψες τον ωφελιμον ζυγόν των εντολών μου και είπες· Δεν θα δουλεύω εις σέ, αλλά θα ανεβώ εις κάθε υψηλόν βουνόν και κάτω από κάθε ευσκιόφυλλον δένδρον εκεί θα εκχυθώ εις την ειδωλολατρικήν ασυδοσίαν και την πορνείαν μου.

Ιερ. 2,21            ἐγὼ δὲ ἐφύτευσά σε ἄμπελον καρποφόρον πᾶσαν ἀληθινήν· πῶς ἐστράφης εἰς πικρίαν, ἡ ἄμπελος ἡ ἀλλοτρία;

Ιερ. 2,21                    Εγώ ιουδαϊκέ λαέ, σε εφύτευσα ως άμπελον εξαιρετικήν και καρποφόρον. Πως τώρα μετεστράφης και έγινες εις πικρίαν δι' εμέ; Πως έγινες άμπελος αγρία και νόθος;

Ιερ. 2,22            ἐὰν ἀποπλύνῃ ἐν νίτρῳ καὶ πληθύνῃς σεαυτῇ πόαν, κεκηλίδωσαι ἐν ταῖς ἀδικίαις σου ἐναντίον ἐμοῦ, λέγει Κύριος.

Ιερ. 2,22                   Εάν πλυθής εξωτερικώς με νίτρον, εάν χρησιμοποιήσης άφθονον ποτάσσαν από στα-χτην φυτών, πάλιν θα μείνης κηλιδωμένη με τας αδικίας, τας οποίας έπραξες ενώπιόν μου, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 2,23            πῶς ἐρεῖς· οὐκ ἐμιάνθην καὶ ὀπίσω τῆς Βάαλ οὐκ ἐπορεύθην; ἰδὲ τὰς ὁδούς σου ἐν τῷ πολυανδρίῳ καὶ γνῶθι τί ἐποίησας. ὀψὲ φωνὴ αὐτῆς ὠλόλυξε,

Ιερ. 2,23                   Και πως θα τολμήσης να είπης· Εγώ δεν εμολύνθην και δεν επορεύθην πίσω από το είδωλον Βααλ; Ιδέ όμώς τας οδούς, που ηκολουθησες, και τα ίχνη των οδών εις την κοιλάδα του πολυανδρίου, την κοιλάδα Εννομ. Μαθε και κατανόησε καλά, τι διέπραξες. Αμυαλη καμήλα, που τρέχει δι' ανεύρεσιν ύδατος· προς το βραδύ θα κραυγάση, σαν να αφήνη ολολυγμούς!

Ιερ. 2,24            τὰς ὁδοὺς αὐτῆς ἐπλάτυνεν ἐφ᾿ ὕδατα ἐρήμου, ἐν ἐπιθυμίαις ψυχῆς αὐτῆς ἐπνευματοφορεῖτο, παρεδόθη· τίς ἐπιστρέψει αὐτήν; πάντες οἱ ζητοῦντες αὐτὴν οὐ κοπιάσουσιν, ἐν τῇ ταπεινώσει αὐτῆς εὑρήσουσιν αὐτήν.

Ιερ. 2,24                   Τρέχει εις τας οδούς της με μεγάλην ταχύτητα προς τα ύδατα ερήμου τόπου. Επάνω εις την σφοδράν επιθυμίαν της, τρέχει με τόσην ταχύτητα, ως εάν φέρεται από τον άνεμον. Ποιός ημπορεί να την συγκρατήση και να την επαναφέρη; Αλλά όλοι όσοι ζητούν να την εύρουν, δεν θα κοπιάσουν, θα την εύρουν εύκολα όταν έλθη ο καιρός της καταισχύνης της.

Ιερ. 2,25            ἀπόστρεψον τὸν πόδα σου ἀπὸ ὁδοῦ τραχείας καὶ τὸν φάρυγγά σου ἀπὸ δίψους. ἡ δὲ εἶπεν· ἀνδριοῦμαι· ὅτι ἠγαπήκει ἀλλοτρίους καὶ ὀπίσω αὐτῶν ἐπορεύετο.

Ιερ. 2,25                   Και λέγω τώρα εις σέ· Αλλαξε διεύθυνσιν, απομάκρυνε τα πόδιά σου από τας τραχείας ειδωλολατρικάς οδούς, ω Ισραήλ, και μη θελήσης να ικανοποίησης την δίψαν του λάρυγγός σου από τα ύδατα της ειδωλολατρείας. Η αγρία αυτή όμως κάμηλος του Ισραήλ απαντά· Εκεί εγώ ενισχύομαι. Λέγει δε αυτά, διότι έχει αγαπήσει ξένους, ειδωλολατρικούς θεούς και τρέχει οπίσω από αυτούς.

Ιερ. 2,26            ὡς αἰσχύνη κλέπτου ὅταν ἁλῷ, οὕτως αἰσχυνθήσονται οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ, αὐτοὶ καὶ οἱ βασιλεῖς αὐτῶν καὶ οἱ ἄρχοντες αὐτῶν καὶ οἱ ἱερεῖς αὐτῶν καὶ οἱ προφῆται αὐτῶν.

Ιερ. 2,26                   Οπως καταισχύνεται ο κλέπτης, όταν συλληφθή επ' αυτοφώρω, έτσι θα κατεντραπιασθούν και οι 'Ι σραηλίται μαζή με τους βασιλείς των και τους άρχοντας και τους ιερείς των και τους προφήτας των.

Ιερ. 2,27            τῷ ξύλῳ εἶπαν, ὅτι πατήρ μου εἶ σύ, καὶ τῷ λίθῳ· σὺ ἐγέννησάς με, καὶ ἔστρεψαν ἐπ᾿ ἐμὲ νῶτα καὶ οὐ πρόσωπα αὐτῶν· καὶ ἐν τῷ καιρῷ τῶν κακῶν αὐτῶν ἐροῦσιν· ἀνάστα καὶ σῶσον ἡμᾶς.

Ιερ. 2,27                   Είπαν αυτοί στο ξόανον, στο ξύλινον άγαλμα, ότι συ είσαι ο πατήρ μας· και στο λίθινον άγαλμα, ότι συ μας έχεις γεννήσει. Και εγύρισαν προς εμέ τα νώτα των και όχι τα πρύσωπά των. Αλλά κατά τον καιρόν, που θα επέλθουν εναντίον των θλίψεις και συμφοραί, θα πουν προς εμέ· Σηκω, Κυριε, και σώσε μας.

Ιερ. 2,28            καὶ ποῦ εἰσιν οἱ θεοί σου, οὓς ἐποίησας σεαυτῷ; εἰ ἀναστήσονται καὶ σώσουσί σε ἐν καιρῷ τῆς κακώσεώς σου; ὅτι κατ᾿ ἀριθμὸν τῶν πόλεών σου ἦσαν θεοί σου, Ἰούδα, καὶ κατ᾿ ἀριθμὸν διόδων τῆς Ἱερουσαλὴμ ἔθυον τῇ Βάαλ.

Ιερ. 2,28                   Και εγώ τότε θα τους ερωτήσω· που είναι οι θεοί σου, τους οποίους κατεσκεύασες εις προστασίαν και σωτηρίαν σου; Δεν θα σηκωθούν εκείνοι να σε σώσουν εις την περίοδον αυτήν της ταλαιπωρίας σου; Διότι οι ειδωλολατρικοί θεοί σας, ω Ιουδαίοι, ήσαν πολυάριθμοι, όσαι και αι πόλεις σας, ώστε κάθε πόλις να έχη τον θεόν της. Και εις κάθε δρόμον της Ιερουσαλήμ υπήρχον ιδιαίτερα αγάλματα του Βααλ, προς τα οποία προσεφέρατε θυσίας.

Ιερ. 2,29            ἱνατί λαλεῖτε πρός με; πάντες ὑμεῖς ἠσεβήσατε καὶ πάντες ὑμεῖς ἠνομήσατε εἰς ἐμέ, λέγει Κύριος.

Ιερ. 2,29                   Διατί, λοιπόν, τώρα απευθύνεσθε προς εμέ και ζητείτε βοήθειαν; Ολοι σεις εδείξατε ασέβειαν, όλοι σας παρενομήσατε απέναντι του Κυρίου.

Ιερ. 2,30            μάτην ἐπάταξα τὰ τέκνα ὑμῶν, παιδείαν οὐκ ἐδέξασθε· μάχαιρα κατέφαγε τοὺς προφήτας ὑμῶν ὡς λέων ὀλοθρεύων, καὶ οὐκ ἐφοβήθητε.

Ιερ. 2,30                   Ματαίως ετιμώρησα τα τέκνα σας μήπως συνετισθήτε. Τιποτε δεν ωφεληθήκατε από την παιδαγωγικήν αυτήν θλίψιν. Εχθρική μάχαιρα κατέφαγε τους ψευδοπροφήτας σας. Ωσάν φοβερός λέων ολέθρου επήλθεν εναντίον σας ο εχθρός σας, και όμως σεις δεν εφοβηθήκατε!

Ιερ. 2,31            ἀκούσατε λόγον Κυρίου· τάδε λέγει Κύριος· μὴ ἔρημος ἐγενόμην τῷ Ἰσραὴλ ἢ γῆ κεχερσωμένη; διατί εἶπεν ὁ λαός μου· οὐ κυριευθησόμεθα καὶ οὐχ ἥξομεν πρός σε ἔτι;

Ιερ. 2,31                    Ακούσατε, λοιπόν, τον λόγον του Κυρίου· αυτά λέγει ο Κυριος προς σας· Μηπως εγώ υπήρξα δια τον ισραηλιτικον λαόν έρημος και άκαρπος γη, γη χέρσος και ακαλλιέργητος; Διατί ο λαός μου είπε· δεν θα υποταχθώμεν εις την ίδικήν σου εξουσίαν, δεν θα έλθωμεν πλέον προς σέ.

Ιερ. 2,32            μὴ ἐπιλήσεται νύμφη τὸν κόσμον αὐτῆς καὶ παρθένος τὴν στηθοδεσμίδα αὐτῆς; ὁ δὲ λαός μου ἐπελάθετό μου ἡμέρας, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός.

Ιερ. 2,32                   Μηπως η νύμφη λησμονεί τα κοσμήματά της και η παρθένος τον πολύτιμον στηθόδεσμόν της; Ομως ο λαός μου με έλησμόνησε και μάλιστα επί χρόνον πολύν, τον οποίον κανείς δεν ημπορεί να υπολογίση.

Ιερ. 2,33            τί ἔτι καλὸν ἐπιτηδεύσεις ἐν ταῖς ὁδοῖς σου τοῦ ζητῆσαι ἀγάπησιν; οὐχ οὕτως· ἀλλὰ καὶ σὺ ἐπονηρεύσω τοῦ μιᾶναι τὰς ὁδούς σου.

Ιερ. 2,33                   Ποίον, λοιπόν, καλόν ενδιεφέρθης να κάμης εις την πορείαν της ζωής σου, ώστε να έχης το δικαίωμα να ζητήσης την αγάπην μου; Κανένα. Αλλά εξ αντιθέτου διέπραξες πονηρίας, ώστε να μιάνης με την ειδωλολατρειάν σου την ζωην σου.

Ιερ. 2,34            καὶ ἐν ταῖς χερσί σου εὑρέθησαν αἵματα ψυχῶν ἀθώων· οὐκ ἐν διορύγμασιν εὗρον αὐτούς, ἀλλ᾿ ἐπὶ πάσῃ δρυΐ.

Ιερ. 2,34                   Εις δε τα χέρια σου ευρέθησαν αίματα αθώων ανθρώπων. Και διέπραξες τους φόνους αυτούς όχι κρυφίως εις κάποιον απόμερον λάκκον, αλλά φανερά κάτω από κάθε δρυν, όπου συ προσέφερες θυσίαν τα αθώα νήπιά σου.

Ιερ. 2,35            καὶ εἶπας· ἀθῷός εἰμι, ἀλλὰ ἀποστραφήτω ὁ θυμὸς αὐτοῦ ἀπ᾿ ἐμοῦ. ἰδοὺ ἐγὼ κρίνομαι πρὸς σὲ ἐν τῷ λέγειν σε· οὐχ ἥμαρτον.

Ιερ. 2,35                   Και παρ' όλον τούτο είπες· Είμαι αθώος. Ας απομακρυνθή ο θυμός του Κυρίου από ε-μέ. Ιδού όμώς ότι εγώ έρχομαι εις αντιδικίαν προς σε· θα σε κρίνω, ακριβώς διότι συ αναιδώς ισχυρίζεσαι και διακηρύττεις· δεν έχω αμαρτήσει.

Ιερ. 2,36            τί κατεφρόνησας σφόδρα τοῦ δευτερῶσαι τὰς ὁδούς σου; καὶ ἀπὸ Αἰγύπτου καταισχυνθήσῃ, καθὼς κατῃσχύνθης ἀπὸ Ἀσσούρ.

Ιερ. 2,36                   Διατί τόσον με περιεφρόνησες, ώστε πολλές φορές να βαδίσης στους ειδωλολατρικούς σου δρόμους; Αλλά προλέγω· όπως κατησχύνθης από τους Αιγυπτίους, έτσι θα καταισχυνθής τώρα και από τους Ασσυρίους.

Ιερ. 2,37            ὅτι καὶ ἐντεῦθεν ἐξελεύσῃ, καὶ αἱ χεῖρές σου ἐπὶ τῆς κεφαλῆς σου· ὅτι ἀπώσατο Κύριος τὴν ἐλπίδα σου, καὶ οὐκ εὐοδωθήσῃ ἐν αὐτῇ.

Ιερ. 2,37                   Θα εξέλθης από την χώραν σου αυτήν νικημένος και αιχμάλωτος με τα χέρια σου επάνω στο κεφάλι σου, διότι ο Κυριος απέκρουσε και εματαίωσε την ελπίδα βοηθείας σου από ξένους λαούς. Δεν θα επιτύχης να λάβης καμμίαν βοήθειαν από αυτούς.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 3

 

Ιερ. 3,1             Ἐὰν ἐξαποστείλῃ ἀνὴρ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἀπέλθῃ ἀπ᾿ αὐτοῦ καὶ γένηται ἀνδρί ἑτέρῳ, μὴ ἀνακάμπτουσα ἀνακάμψει πρὸς αὐτὸν ἔτι; οὐ μιαινομένη μιανθήσεται ἡ γυνὴ ἐκείνη; καὶ σὺ ἐξεπόρνευσας ἐν ποιμέσι πολλοῖς· καὶ ἀνέκαμπτες πρός με; λέγει Κύριος.

Ιερ. 3,1                      Εάν ένας ανήρ δώση διαζύγιον εις την γυναίκα του και την αποπέμψη από τον οίκον του, εκείνη δε φύγη και έλθη εις γάμο κοινωνίαν με άλλον άνδρα μήπως ημπορεί αυτή να επιστρέψη προς τον σύζυγόν της; Δεν θεωρείται η γυνή εκείνη νομικώς μολυσμένη, ακάθαρτος; Πως λοιπόν είναι δυνατόν να επιστρέψη στον πρώτον αυτής σύζυγον; Και συ Ιερουσαλήμ, επόρνευσες πνευματικώς, διότι συνεδέθης και παρεδόθης εις πολλούς ειδωλολατρικούς θεούς ως προς ποιμένας σου. Και συ παρ' όλον τούτο θα είχες την τόλμην να επανέλθης προς εμέ; Λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 3,2             ἆρον τοὺς ὀφθαλμούς σου εἰς εὐθεῖαν καὶ ἰδέ· πῶς οὐχὶ ἐξεφύρθης; ἐπὶ ταῖς ὁδοῖς ἐκάθισας αὐτοῖς ὡσεὶ κορώνη ἐρημουμένη καὶ ἐμίανας τὴν γῆν ἐν ταῖς πορνείαις σου καὶ ἐν ταῖς κακίαις σου.

Ιερ. 3,2                      Σηκωσε τα μάτια σου, κύτταξε κατ' ευθείαν μακράν έμπροσθέν σου. Πως είναι ποτέ δυνατόν να μη έχης μολυνθή συμφυρθείσα με την φαυλότητα της ειδωλολατρείας; Ωσάν εγκαταλελειμμένη και έρημος κουρούνα εκάθισες και συ στους δρόμους της ειδωλολατρείας αναμένουσα εκείνους, με τους οποίους θα εμολύνεσο. Και έτσι με την πνευτικήν πορνείαν της ειδωλολατρείας σου και τας άλλας κακίας σου εμόλυνες την χώραν σου.

Ιερ. 3,3             καὶ ἔσχες ποιμένας πολλοὺς εἰς πρόσκομμα σεαυτῇ· ὄψις πόρνης ἐγένετό σοι, ἀπηναισχύντησας πρὸς πάντας.

Ιερ. 3,3                      Απέκτησες πολλούς ειδωλολατρικούς θεούς ως ποιμένας σου, πρόσκομμα και εμπόδιον εις την ζωήν σου. Το πρόσωπόν σου έγινεν αναιδές ωσάν της πόρνης. Με αναισχυντίαν απηυθύνεσο προς όλους.

Ιερ. 3,4             οὐχ ὡς οἶκόν με ἐκάλεσας καὶ πατέρα καὶ ἀρχηγὸν τῆς παρθενίας σου;

Ιερ. 3,4                      Δεν ανεγνώρισες και δεν ωνόμασες τον ναόν μου, τον ευρισκόμενον εις την πόλιν σου, ως οίκον μου, και εμέ ως πατέρα σου, ως αρχηγόν σου από της νεανικής σου ηλικίας;

Ιερ. 3,5             μὴ διαμενεῖ εἰς τὸν αἰῶνα ἢ φυλαχθήσεται εἰς νῖκος; ἰδοὺ ἐλάλησας καὶ ἐποίησας τὰ πονηρὰ ταῦτα καὶ ἠδυνάσθης.

Ιερ. 3,5                      Είπες από μέσα σου· Θα παραμείνη πάντοτε ωργισμένος ο Κυριος, θα κρατή διαρκώς τον θυμύν του; Ιδού, τι ελαλησες και όμως διέπραξες όλα αυτά τα πονηρά. Επεδόθης με επιμονήν εις αυτά.

Ιερ. 3,6             Καὶ εἶπε Κύριος πρός με ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰωσίου τοῦ βασιλέως· εἶδες ἃ ἐποίησέ μοι ἡ κατοικία τοῦ Ἰσραήλ; ἐπορεύθησαν ἐπὶ πᾶν ὄρος ὑψηλὸν καὶ ὑποκάτω παντὸς ξύλου ἀλσώδους, καὶ ἐπόρνευσαν ἐκεῖ.

Ιερ. 3,6                      Επί των ημερών του βασιλέως Ιωσιου ο Κυριος μου είπε· Είδες τι μου έκαμεν ο Ισραηλιτικός λαός; Μετέβησαν εις κάθε όρος υψηλον, όπου υπάρχουν τα είδωλα και κάτω από κάθε πυκνόφυλλον δένδρον, και εκεί παρεδόθησαν εις την πορνείαν, όπως οι ειδωλολάτραι.

Ιερ. 3,7             καὶ εἶπα μετὰ τὸ πορνεῦσαι αὐτὴν ταῦτα πάντα· πρός με ἀνάστρεψον, καὶ οὐκ ἀνέστρεψε· καὶ εἶδε τὴν ἀσυνθεσίαν αὐτῆς ἡ ἀσύνθετος Ἰούδα.

Ιερ. 3,7                      Παρ' όλον τούτο εγώ, έπειτα από την ειδωλολατρείαν των και την εκτροπήν εις την πορνείαν, είπα προς αυτούς· Επιστρέψατε εν μετανοία προς εμέ και δεν επέστρεψαν. Την εκ μέρους του Ισραήλ καταπάτησιν αυτήν του Νομου και των διαθηκών την είδεν η επίσης παράνομος αδελφή της φυλή Ιούδα.

Ιερ. 3,8             καὶ εἶδον διότι περὶ πάντων ὧν κατελήφθη, ἐν οἷς ἐμοιχᾶτο ἡ κατοικία Ἰσραήλ, καὶ ἐξαπέστειλα αὐτὴν καὶ ἔδωκα αὐτῇ βιβλίον ἀποστασίου εἰς τὰς χεῖρας αὐτῆς· καὶ οὐκ ἐφοβήθη ἡ ἀσύνθετος Ἰούδα καὶ ἐπορεύθη καὶ ἐπόρνευσε καὶ αὐτή.

Ιερ. 3,8                      Επειδή εγώ είδα όλα εκείνα, εις τα οποία είχε παρασυρθή και υπό των οποίων είχε κυριευθή η φυλή του Ισραήλ, την ειδωλολατρικήν αυτής μοιχείαν, δια τούτο την απέστειλα εις αιχμαλωσίαν. Παρέδωσα εις τα χέρια της ως προς γυναίκα αποπεμπομένην έγγραφον διαζυγίου. Αν και τα είδεν αυτά η παράνομος φυλή Ιούδα, δεν εφοβήθη, άλλα και αυτή εβαδισε προς τον ίδιον ειδωλολατρικόν δρόμον και εξεπόρνευσεν ειδωλολατρικώς.

Ιερ. 3,9             καὶ ἐγένετο εἰς οὐθὲν ἡ πορνεία αὐτῆς, καὶ ἐμοίχευσε τὸ ξύλον καὶ τὸν λίθον.

Ιερ. 3,9                      Ούτε την παραμικράν σημασίαν εδωσεν εις την πορνείαν της και εμοίχευσε την πνευματικήν πορνείαν με τα ξύλινα και τα πέτρινα είδωλα.

Ιερ. 3,10            καὶ ἐν πᾶσι τούτοις οὐκ ἀπεστράφη πρός με ἡ ἀσύνθετος Ἰούδα ἐξ ὅλης τῆς καρδίας αὐτῆς, ἀλλ᾿ ἐπὶ ψεύδει.

Ιερ. 3,10                    Παρ' όλας δε τας τιμωρίας εναντίον του βασιλείου του Ισραήλ, η παράνομος αδελφή του, το δασίλειον του Ιούδα, δεν επέστρεψε προς εμέ εξ όλης της καρδίας της, άλλα μόνον εξωτερικώς και υποκριτικώς.

Ιερ. 3,11            καὶ εἶπε Κύριος πρός με· ἐδικαίωσε τὴν ψυχὴν αὐτοῦ Ἰσραὴλ ἀπὸ τῆς ἀσυνθέτου Ἰούδα.

Ιερ. 3,11                     Τοτε, λέγει ο προφήτης, είπε προς εμέ ο Κυριος· Το βασίλειον του Ισραήλ ημπορεί να προβάλη δικαιολογίαν πλέον προς εμέ, συγκρίνον εαυτό, προς όσα έκαμε το περισσότερον άπιστον εις εμέ βασίλειον του Ιούδα.

Ιερ. 3,12            πορεύου καὶ ἀνάγνωθι τοὺς λόγους τούτους πρὸς βοῤῥᾶν καὶ ἐρεῖς· ἐπιστράφηθι πρός με, ἡ κατοικία τοῦ Ἰσραήλ, λέγει Κύριος, καὶ οὐ στηριῶ τὸ πρόσωπόν μου ἐφ᾿ ὑμᾶς· ὅτι ἐλεήμων ἐγώ εἰμι, λέγει Κύριος, καὶ οὐ μηνιῶ ὑμῖν εἰς τὸν αἰῶνα.

Ιερ. 3,12                    Πηγαινε και ανάγνωσε τους λόγους μου αυτούς προς βορράν και είπε· Επιστρέψατε προς εμέ, λαέ του ισραηλιτικού βασιλείου, λέγει ο Κυριος. Δεν θα στρέψω ωργισμένον εναντίον σας το πρόσωπόν μου, διότι εγώ είμαι ελεήμων, λέγει ο Κυριος, και δεν θα μείνω δια παντός ωργισμένος εναντίον σας.

Ιερ. 3,13            πλήν, γνῶθι τὴν ἀδικίαν σου, ὅτι εἰς Κύριον τὸν Θεόν σου ἠσέβησας καὶ διέχεας τὰς ὁδούς σου εἰς ἀλλοτρίους ὑποκάτω παντὸς ξύλου ἀλσώδους, τῆς δὲ φωνῆς μου οὐχ ὑπήκουσας, λέγει Κύριος.

Ιερ. 3,13                    Πλην, αναγνωρίσατε και συναισθανθήτε την παρανομίαν σας, διότι εδείξατε ασέβειαν εις αυτόν τον Κυριον και Θεόν σας, εξεχύσατε και εξεδαπανήσατε την ζωήν σας εις ξένους ειδωλικούς θεούς και ελατρεύσατε αυτούς κάτω από κάθε ευσκιόφυλλον δένδρον. Δεν υπηκούσατε δε εις την ιδικήν μου φωνήν, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 3,14            ἐπιστράφητε, υἱοὶ ἀφεστηκότες, λέγει Κύριος, διότι ἐγὼ κατακυριεύσω ὑμῶν καὶ λήψομαι ὑμᾶς ἕνα ἐκ πόλεως καὶ δύο ἐκ πατριᾶς καὶ εἰσάξω ὑμᾶς εἰς Σιὼν

Ιερ. 3,14                    Επιστρέψατε, λοιπόν, σεις, οι υιοί της αποστασίας, λέγει ο Κυριος, διότι εγώ θα γίνω και πάλιν ο Κυριος σας και εξουσιαστής σας. Θα σας πάρω ένα από κάθε πόλιν και δύο από κάθε πατριάν και θα σας εισαγάγω εις την Σιών.

Ιερ. 3,15            καὶ δώσω ὑμῖν ποιμένας κατὰ τὴν καρδίαν μου, καὶ ποιμανοῦσιν ὑμᾶς ποιμαίνοντες μετ᾿ ἐπιστήμης.

Ιερ. 3,15                    Θα σας δώσω ποιμένας καλούς σύμφωνα με την καρδίαν μου, οι οποίοι θα σας ποιμαίνουν με γνώσιν και σύνεσιν.

Ιερ. 3,16            καὶ ἔσται ἐὰν πληθυνθῆτε καὶ αὐξηθῆτε ἐπὶ τῆς γῆς, λέγει Κύριος, ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, οὐκ ἐροῦσιν ἔτι· κιβωτὸς διαθήκης ἁγίου Ἰσραήλ, οὐκ ἀναβήσεται ἐπὶ καρδίαν, οὐκ ὀνομασθήσεται οὐδὲ ἐπισκεφθήσεται καὶ οὐ ποιηθήσεται ἔτι.

Ιερ. 3,16                    Οταν δε πληθυνθήτε και αυξηθήτε κατά τας ημέρας εκείνας εις την γην, λέγει ο Κυριος, δεν θα λέγουν πλέον οι άνθρωποι “η Κιβωτός της Διαθήκης του αγίου Θεού του Ισραήλ”, ούτε θα την σκεφθούν στον νουν και την καρδίαν, ούτε θα αναφέρουν το όνομά της, οϋτε θα μεταβαίνουν εις επί-σκεψιν αυτής, ούτε θα κατασκευάσουν άλλην τινά ομοίαν προς αυτήν.

Ιερ. 3,17            ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ καλέσουσι τὴν Ἱερουσαλὴμ Θρόνον Κυρίου, καὶ συναχθήσονται πάντα τὰ ἔθνη εἰς αὐτὴν καὶ οὐ πορεύσονται ἔτι ὀπίσω τῶν ἐνθυμημάτων τῆς καρδίας αὐτῶν τῆς πονηρᾶς.

Ιερ. 3,17                    Κατά τας ημέρας εκείνας, κατά την ευλογημένην εκείνην περίοδον, θα αναγνωρίσουν και θα ονομάσουν οι άνθρωποι την Ιερουσαλήμ θρόνον Κυρίου και θα συγκεντρωθούν δλα τα έθνη εις αυτήν και δεν θα ακολουθούν πλέον τας ενθυμήσεις και επιθυμίας της πονηράς των καρδίας.

Ιερ. 3,18            ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις συνελεύσονται ὁ οἶκος Ἰούδα ἐπὶ τὸν οἶκον τοῦ Ἰσραήλ, καὶ ἥξουσιν ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἀπὸ γῆς βοῤῥᾶ καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν χωρῶν ἐπὶ τὴν γῆν, ἣν κατεκληρονόμησα τοὺς πατέρας αὐτῶν.

Ιερ. 3,18                    Κατά τας ευλογημένος εκείνας ημέρας θα συγκεντρωθούν επί το αυτό και θα ενωθούν μεταξύ των η φυλή του Ιούδα και αι άλλαι φυλαί του Ισραήλ. Θα έλθουν στο αυτό μέρος από τον βορράν και από όλας τας χώρας της οικουμένης, εις την γην της Επαγγελίας, την οποίαν έδωκα ως κληρονομίαν στους προγόνους των.

Ιερ. 3,19            καὶ ἐγὼ εἶπα· γένοιτο, Κύριε· ὅτι τάξω σε εἰς τέκνα καὶ δώσω σοι γῆν ἐκλεκτήν, κληρονομίαν Θεοῦ παντοκράτορος ἐθνῶν. καὶ εἶπα· πατέρα καλέσετέ με καὶ ἀπ᾿ ἐμοῦ οὐκ ἀποστραφήσεσθε.

Ιερ. 3,19                    Και εγώ ο προφήτης, γεμάτος χαράν, είπα· είθε, Κυριε, να πραγματοποιηθή αυτό. Ο δε Κυριος απήντησε· Ναι, έχω ορίσει σας ως τέκνα μου και θα σας δώσω την χώραν την εκλεκτήν, κληρονομίαν του Θεού, του παντοκράτορος όλων των εθνών. Και είπα προς σας· Ασφαλώς θα με αναγνωρίσετε και θα με καλέσετε Πατέρα σας και δεν θα μακρυνθήτε πλέον από εμέ.

Ιερ. 3,20            πλὴν ὡς ἀθετεῖ γυνὴ εἰς τὸν συνόντα αὐτῇ, οὕτως ἠθέτησεν εἰς ἐμὲ ὁ οἶκος Ἰσραήλ, λέγει Κύριος.

Ιερ. 3,20                   Δυστυχώς όμως, όπως μία γυναίκα φαίνεται άπιστος στον άνδρα της, κατά παρόμοιον τρόπον ο ισραηλιτικός λαός έδειχθη άπιστος προς εμέ, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 3,21            φωνὴ ἐκ χειλέων ἠκούσθη κλαυθμοῦ καὶ δεήσεως υἱῶν Ἰσραήλ, ὅτι ἠδίκησαν ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν, ἐπελάθοντο Θεοῦ ἁγίου αὐτῶν.

Ιερ. 3,21                    Αλλά εβγήκεν από τα χείλη των και ηκούσθη φωνή μετανοίας των Ισραηλιτών μετά κλαυθμών και δεήσεων, ότι εδείχθησαν άδικοι εις την ζώην των, ελησμόνησαν τον άγιον Θεόν των.

Ιερ. 3,22            ἐπιστράφητε, υἱοί, ἐπιστρέφοντες, καὶ ἰάσομαι τὰ συντρίμματα ὑμῶν. ἰδοὺ δοῦλοι ἡμεῖς ἐσόμεθά σοι, ὅτι σὺ Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν εἶ.

Ιερ. 3,22                   Επιστρέψατε, παιδιά μου, επιστρέψατε εν μετάνοια και εγώ θα θεραπεύσω τα συντρίμματά σας. Και εκείνοι απήντησαν· Ιδού, είμεθα ημείς δούλοί σου, διότι συ είσαι ο Κυριος μας και ο Θεός μας.

Ιερ. 3,23            ὄντως εἰς ψεῦδος ἦσαν οἱ βουνοὶ καὶ ἡ δύναμις τῶν ὀρέων, πλὴν διὰ Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν ἡ σωτηρία τοῦ Ἰσραήλ.

Ιερ. 3,23                   Αναγνωρίζομεν, ότι πράγματι ψευδείς ήσαν οι ειδωλολατρικοί τόποι των βουνών, ματαία και ανύπαρκτος η δύναμις των ειδώλων που ελατρεύοντο εις τα βουνά. Μονον δια του Κυρίου και Θεού μας θα έλθη η σωτηρία στον ισραηλιτικόν λαόν.'

Ιερ. 3,24            ἡ δὲ αἰσχύνη κατηνάλωσε τοὺς μόχθους τῶν πατέρων ἡμῶν ἀπὸ νεότητος ἡμῶν, τὰ πρόβατα αὐτῶν καὶ τοὺς μόσχους αὐτῶν καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτῶν καὶ τὰς θυγατέρας αὐτῶν.

Ιερ. 3,24                   Η αισχύνη, εις την οποίαν οδηγούν τα είδωλα, κατέφαγε και κατεδαπάνησε τους κόπους των πατέρων ημών από την νεότητα μας· τα πρόβατά των, τους μόσχους των, τους υιούς των και τας θυγατέρας των.

Ιερ. 3,25            ἐκοιμήθημεν ἐν τῇ αἰσχύνῃ ἡμῶν, καὶ ἐπεκάλυψεν ἡμᾶς ἡ ἀτιμία ἡμῶν, διότι ἔναντι τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἡμάρτομεν ἡμεῖς καὶ οἱ πατέρες ἡμῶν ἀπὸ νεότητος ἡμῶν ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης καὶ οὐχ ὑπηκούσαμεν τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.

Ιερ. 3,25                   Επέσαμεν κάτω εις την γην κατεντροπιασμένοι δια τα σφάλματά μας. Μας κατέκλυσεν η καταισχύνη μας, διότι ημαρτήσαμεν ενώπιον Κυρίου του Θεού μας. Ημείς και οι πατέρες ημών από της νεαράς μας ηλικίας μέχρι της ημέρας αυτής δεν υπηκούσαμεν εις την φωνήν Κυρίου του Θεού μας.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 4

 

Ιερ. 4,1             Ἐὰν ἐπιστραφῇ Ἰσραήλ, λέγει Κύριος, πρός με ἐπιστραφήσεται· καὶ ἐὰν περιέλῃ τὰ βδελύγματα αὐτοῦ ἐκ στόματος αὐτοῦ καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου μου εὐλαβηθῇ

Ιερ. 4,1                      Εάν μετανοήση ο ισραηλιτικός λαός, λέγει ο Κυριος, ας επιστρέψη προς εμέ. Εάν αποστραφή και καταστρέψη τα βδελυρά είδωλα, ώστε να μη τα άναφερη πλέον ούτε στο στόμα του,

Ιερ. 4,2             καὶ ὀμόσῃ· ζῇ Κύριος μετὰ ἀληθείας ἐν κρίσει καὶ ἐν δικαιοσύνῃ, καὶ εὐλογήσουσιν ἐν αὐτῷ ἔθνη καὶ ἐν αὐτῷ αἰνέσουσι τῷ Θεῷ ἐν Ἱερουσαλήμ.

Ιερ. 4,2                     εάν ορκισθή αληθινά, με τιμιότητα και ευθύτητα· “ζη Κυριος”, τότε θα δοξασθή. Και δι' αυτού όλα τα έθνη θα δοξάσουν τον Θεόν. Δι' αυτού οι λαοί θα υμνολογήσουν τον Θεόν εις την Ιερουσαλήμ.

Ιερ. 4,3             ὅτι τάδε λέγει Κύριος τοῖς ἀνδράσιν Ἰούδα καὶ τοῖς κατοικοῦσιν Ἱερουσαλήμ· νεώσατε ἑαυτοῖς νεώματα καὶ μὴ σπείρητε ἐπ᾿ ἀκάνθαις.

Ιερ. 4,3                      Αυτά λέγει ο Κυριος γενικώς στους Ιουδαίους και ειδικότερα εις εκείνους, που κατοικούν εις την Ιερουσαλήμ· Εκχερσώσατε και ανανεώσατε δια τον εαυτόν σας τους αγρούς των ψυχών σας και μη σπείρετε πλέον εις γην γεμάτην από ακάνθας.

Ιερ. 4,4             περιτμήθητε τῷ Θεῷ ὑμῶν καὶ περιτέμνεσθε τὴν σκληροκαρδίαν ὑμῶν, ἄνδρες Ἰούδα καὶ οἱ κατοικοῦντες Ἱερουσαλήμ, μὴ ἐξέλθῃ ὡς πῦρ ὁ θυμός μου καὶ ἐκκαυθήσεται, καὶ οὐκ ἔσται ὁ σβέσων ἀπὸ προσώπου πονηρίας ἐπιτηδευμάτων ὑμῶν. -

Ιερ. 4,4                     Να περιτμηθήτε χάριν του Θεού σας, να περιτέμνετε και να αποβάλλετε την σκληροκαρδίαν σας, άνδρες Ιουδαίοι και σεις που κατοικείτε την Ιερουσαλήμ, δια να μη εκσπάση εναντίον σας ώσαν φωτιά ο θυμός μου, να μη φλογισθή και ανάψη, οπότε κανείς δεν θα ημπορέση να την σβήση. Αυτά δε εξ αιτίας των πονηρών σας έργων και τρόπων ζωής.

Ιερ. 4,5             Ἀναγγείλατε ἐν τῷ Ἰούδᾳ, καὶ ἀκουσθήτω ἐν Ἱερουσαλήμ· εἴπατε· σημάνατε ἐπὶ τῆς γῆς σάλπιγγι καὶ κεκράξατε μέγα· εἴπατε· συνάχθητε καὶ εἰσέλθωμεν εἰς τὰς πόλεις τὰς τειχήρεις.

Ιερ. 4,5                      Αναγγείλατε εις την περιοχήν της Ιουδαίας, ας γίνη ακουστόν και γνωστόν στους κατοίκους της Ιερουσαλήμ. Είπατε· Σαλπίσατε εις την χώραν σας με σάλπιγγα, κράξατε μεγαλοφώνως· είπατε συγκεντρωθήτε και ας εισέλθωμεν εις τας οχυράς πόλεις.

Ιερ. 4,6             ἀναλαβόντες φεύγετε εἰς Σιών· σπεύσατε, μὴ στῆτε, ὅτι κακὰ ἐγὼ ἐπάγω ἀπὸ βοῤῥᾶ καὶ συντριβὴν μεγάλην.

Ιερ. 4,6                     Ο καθένας από σας ας αναλαβη ο,τι από το σπίτι του ημπορεί και καταφύγετε προς ασφάλειάν σας εις την Σιών. Σπεύσατε, μη σταματήσετε στον δρόμον και μη βραδύνετε, διότι εγώ επιφέρω συμφοράς από βορρά, μεγάλην καταστροφήν.

Ιερ. 4,7             ἀνέβη λέων ἐκ τῆς μάνδρας αὐτοῦ, ἐξολοθρεύων ἔθνη ἐξῆρε καὶ ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ τόπου αὐτοῦ τοῦ θεῖναι τὴν γῆν εἰς ἐρήμωσιν, καὶ αἱ πόλεις καθαιρεθήσονται παρὰ τὸ μὴ κατοικεῖσθαι αὐτάς.

Ιερ. 4,7                      Καποιος ως άγριος λέων από την μάνδραν του εξήλθεν από την κατοικίαν του, σπείρει τυν όλεθρον και εξαφανίζει έθνη. Εβγήκεν από τον τόπον του, δια να καταστρέψη πόλεις, να τας καταστήση ερήμους, ώστε να μη κατοικούν πλέον εις αυτάς άνθρωποι.

Ιερ. 4,8             ἐπὶ τούτοις περιζώσασθε σάκκους καὶ κόπτεσθε καὶ ἀλαλάξατε, διότι οὐκ ἀπεστράφη ὁ θυμὸς Κυρίου ἀφ᾿ ὑμῶν.

Ιερ. 4,8                     Δια τας επερχομένος αυτάς συμφοράς ζωσθήτε εις ένδειξιν πένθους σάκκους· αρχίσατε κοπετούς και θρήνους αλαλάζοντες, διότι ο δίκαιος θυμός του Κυρίου δεν απεμακρύνθη από σας.

Ιερ. 4,9             καὶ ἔσται ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, λέγει Κύριος, ἀπολεῖται ἡ καρδία τοῦ βασιλέως καὶ ἡ καρδία τῶν ἀρχόντων, καὶ οἱ ἱερεῖς ἐκστήσονται, καὶ οἱ προφῆται θαυμάσονται.

Ιερ. 4,9                     Κατά την φοβεράν εκείνην ημέραν της δικαίας τιμωρίας σας, λέγει ο Κυριος, το θάρρος του βασιλέως θα σβήση, όπως επίσης το θάρρος και η γενναιότης των αρχόντων. Οι ιερείς θα μείνουν κατάπληκτοι και οι προφήται θα κυριευθούν από απορίαν.

Ιερ. 4,10            καὶ εἶπα· ὦ δέσποτα Κύριε, ἄρα γε ἀπατῶν ἠπάτησας τὸν λαὸν τοῦτον καὶ τὴν Ἱερουσαλὴμ λέγων· εἰρήνη ἔσται ὑμῖν, καὶ ἰδοὺ ἥψατο ἡ μάχαιρα ἕως τῆς ψυχῆς αὐτῶν.

Ιερ. 4,10                    Εγώ είπα τότε στον θεόν, λέγει ο προφήτης· Ω Δέσποτα Κυριε, άραγε συ εξηπάτησες τον λαόν αυτόν και την Ιερουσαλήμ, διότι άλλοτε τους έλεγες ειρήνη θα είναι εις σας. Ιδού όμως ότι μάχαιρα ολέθρου ήγγισε και εισεχώρησεν έως την καρδίαν των.

Ιερ. 4,11            ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐροῦσι τῷ λαῷ τούτῳ καὶ τῇ Ἱερουσαλήμ· πνεῦμα πλανήσεως ἐν τῇ ἐρήμῳ, ὁδὸς τῆς θυγατρὸς τοῦ λαοῦ μου οὐκ εἰς καθαρὸν οὐδ᾿ εἰς ἅγιον.

Ιερ. 4,11                    Κατά τον καιρόν εκείνον των συμφορών θα πουν στον λαόν αυτόν και εις την Ιερουσαλήμ· ορμητικός καυστικός άνεμος διασκορπίζων τα πάντα έρχεται από τας περιοχάς της ερήμου. Ερχεται με κατεύθυνσιν εναντίον της θυγατρός μου της Ιερουσαλήμ και του λαού μου οχι όμως δια να καθαρίση και αγιάση αυτούς.

Ιερ. 4,12            πνεῦμα πληρώσεως ἥξει μοι· νῦν δὲ ἐγὼ λαλῶ κρίματά μου πρὸς αὐτούς.

Ιερ. 4,12                    Ο ορμητικός αυτός άνεμος θα έλθη δια να εκπληρώση και πραγματοποίηση την καταδικαστικήν απόφασίν μου κατ' αυτών. Τωρα εγώ έχω εκδώσει και αναγγείλει την καταδίκην των προς αυτούς.

Ιερ. 4,13            ἰδοὺ ὡς νεφέλη ἀναβήσεται καὶ ὡς καταιγὶς τὰ ἅρματα αὐτοῦ, κουφότεροι ἀετῶν οἱ ἵπποι αὐτοῦ· οὐαὶ ἡμῖν, ὅτι ταλαιπωροῦμεν.

Ιερ. 4,13                    Ιδού, ώσαν νέφη ανεβαίνουν τα στρατεύματα του έχθρού, ώσαν καταιγίς επέρχονται τα άρματά του. Ελαφρότεροι και ταχύτεροι από τους αετούς είναι οι ίπιιοι του. Αλλοίμονον εις ημάς, διότι περιεπέσαμεν εις ταλαιπωρίας μεγάλας.

Ιερ. 4,14            ἀπόπλυνε ἀπὸ κακίας τὴν καρδίαν σου, Ἱερουσαλήμ, ἵνα σωθῇς· ἕως πότε ὑπάρχουσιν ἐν σοὶ διαλογισμοὶ πόνων σου;

Ιερ. 4,14                    Ιερουσαλήμ, καθάρισε την καρδίαν σου από τας κακίας σου, δια να σωθής. Εως πότε θα παραμένουν έντος σου λογισμοί και καταστάσεις, που φέρουν οδύνην και καταστροφήν;

Ιερ. 4,15            διότι φωνὴ ἀγγέλλοντος ἐκ Δὰν ἥξει, καὶ ἀκουσθήσεται πόνος ἐξ ὄρους Ἐφραίμ.

Ιερ. 4,15                    Διότι φωνή αγγελιαφόρου θα έλθη από την περιοχήν Δαν. Αγγελμα συμφοράς και δυστυχίας θα ακουσθή από το όρος Εφραίμ.

Ιερ. 4,16            ἀναμνήσατε ἔθνη, ἰδοὺ ἥκασιν· ἀναγγείλατε ἐν Ἱερουσαλήμ, συντροφαὶ ἔρχονται ἐκ γῆς μακρόθεν καὶ ἔδωκαν ἐπὶ τὰς πόλεις Ἰούδα φωνὴν αὐτῶν.

Ιερ. 4,16                    Υπενθυμίσατε εις τα έθνη ότι, ιδού, καταστροφαί επέρχονται εναντίον της Ιουδαίας. Αναγγείλατε εις την Ιερουσαλήμ, ότι στρατεύματα έρχονται από μακρυνήν χώραν και κραυγάζουν απειλητικά εναντίον των πόλεων της Ιουδαίας.

Ιερ. 4,17            ὡς φυλάσσοντες ἀγρὸν ἐγένοντο ἐπ᾿ αὐτὴν κύκλῳ, ὅτι ἐμοῦ ἠμέλησας, λέγει Κύριος.

Ιερ. 4,17                    Οι εχθροί την έχουν περικυκλώσει, όπως οι φύλακες περικυκλώνουν τον αγρόν. Τούτο δέ, διότι παρημέλησες τας εντολάς μου, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 4,18            αἱ ὁδοί σου καὶ τὰ ἐπιτηδεύματά σου ἐποίησαν ταῦτά σοι· αὕτη ἡ κακία σου, ὅτι πικρά, ὅτι ἥψατο ἕως τῆς καρδίας σου.

Ιερ. 4,18                    Οι αμαρτωλοί δρόμοι, τους οποίους εβαδισες, και τα πονηρά έργα σου επέφεραν εναντίον σου αυτάς τας συμφοράς. Αυτή είναι η κακία σου και αι συνέπειαί της. Ιδέ πόσον πικρά είναι, διότι έφθασαν έως εις την καρδίαν σου.

Ιερ. 4,19            τὴν κοιλίαν μου, τὴν κοιλίαν μου ἀλγῶ, καὶ τὰ αἰσθητήρια τῆς καρδίας μου· μαιμάσσει ἡ ψυχή μου, σπαράσσεται ἡ καρδία μου, οὐ σιωπήσομαι, ὅτι φωνὴν σάλπιγγος ἤκουσεν ἡ ψυχή μου, κραυγὴν πολέμου.

Ιερ. 4,19                    Πονούν, λέγεις, πονούν τα σπλάγχνα μου. Ο πόνος επλημμύρισε την καρδίαν μου. Συγκλονίζεται η ψυχή μου, σπαράσσεται η καρδία μου. Δεν ημπορώ πλέον να σιωπήσω, διότι ήκουσα φωνήν σάλπιγγος, κραυγήν πολέμου.

Ιερ. 4,20            καὶ ταλαιπωρίαν συντριμμὸν ἐπικαλεῖται, ὅτι τεταλαιπώρηκε πᾶσα ἡ γῆ· ἄφνω τεταλαιπώρηκεν ἡ σκηνή, διεσπάσθησαν αἱ δέῤῥεις μου.

Ιερ. 4,20                   Καταστροφαί και συντρίμματα αναγγέλλονται. Ολη η χώρα μας ευρίσκεται υπό καταστροφήν και όλεθρον. Εταλαιπωρήθη έξαφνα η σκηνή μας, διερράγησαν τα δερμάτινα καλύμματα της.

Ιερ. 4,21            ἕως πότε ὄψομαι φεύγοντας ἀκούων φωνὴν σαλπίγγων;

Ιερ. 4,21                    Εως πότε θα βλέπω πανικόβλητους φυγάδας και θα ακούω τον ήχον εχθρικών σαλπίγγων;

Ιερ. 4,22            διότι οἱ ἡγούμενοι τοῦ λαοῦ μου ἐμὲ οὐκ ᾔδεισαν, υἱοὶ ἄφρονές εἰσι καὶ οὐ συνετοί· σοφοί εἰσι τοῦ κακοποιῆσαι, τὸ δὲ καλῶς ποιῆσαι οὐκ ἐπέγνωσαν.

Ιερ. 4,22                   Αυτά δε έγιναν, λέγει ο Κυριος, διότι οι άρχοντες του λαού μου δεν ηθέλησαν να με αναγνωρίσουν. Είναι άφρονες και ασύνετοι δια το καλόν, έξυπνοι όμως και σοφοί στο να διαπράττουν το κακόν. Το καλόν όμως δεν το αναγνωρίζουν και δεν θέλουν να το πράξουν.

Ιερ. 4,23            ἐπέβλεψα ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ἰδοὺ οὐθέν, καὶ εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ οὐκ ἦν τὰ φῶτα αὐτοῦ·

Ιερ. 4,23                   Εστρεψα τα βλέμματά μου εις την γην και ιδού, τίποτε δεν υπήρχεν εις αυτήν. Τα ύψωσα εις ταν ουρανόν και δεν υπήρχον φωτεινοί αστέρες.

Ιερ. 4,24            εἶδον τὰ ὄρη, καὶ ἦν τρέμοντα, καὶ πάντας τοὺς βουνοὺς ταρασσομένους·

Ιερ. 4,24                   Εστρεψα τα βλέμματά μου εις τα όρη και τα είδα να τρέμουν· να ταράσσωνται όλοι οι λόφοι.

Ιερ. 4,25            ἐπέβλεψα, καὶ ἰδοὺ οὐκ ἦν ἄνθρωπος, καὶ πάντα τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ ἐπτοεῖτο·

Ιερ. 4,25                   Παρετήρησα μετά προσοχής και ιδού, δεν υπήρχεν άνθρωπος· και όλα τα πτηνά του ουρανού είχαν καταπτοηθή.

Ιερ. 4,26            εἶδον, καὶ ἰδοὺ ὁ Κάρμηλος ἔρημος, καὶ πᾶσαι αἱ πόλεις ἐμπεπυρισμέναι πυρὶ ἀπὸ προσώπου Κυρίου, καὶ ἀπὸ προσώπου ὀργῆς θυμοῦ αὐτοῦ ἠφανίσθησαν.

Ιερ. 4,26                   Παρετήρησα και είδον· και ιδού το πλούσιον και εύφορον όρος Καρμηλος ήτο έρημον. Ολαι αι πόλεις είχαν καταστραφή δια του πυρός ενώπιον του Κυρίου. Και εξ αιτίας του δικαίου θυμού και της οργής του όλα εξηφανίσθησαν.

Ιερ. 4,27            τάδε λέγει Κύριος· ἔρημος ἔσται πᾶσα ἡ γῆ, συντέλειαν δὲ οὐ μὴ ποιήσω.

Ιερ. 4,27                   Αυτά λέγει ο Κυριος· Ολη η γη θα ερημωθή, αλλά δεν θα την καταστρέψω εξ ολοκλήρου.

Ιερ. 4,28            ἐπὶ τούτοις πενθείτω ἡ γῆ, καὶ συσκοτασάτω ὁ οὐρανὸς ἄνωθεν, διότι ἐλάλησα καὶ οὐ μετανοήσω, ὥρμησα καὶ οὐκ ἀποστρέψω ἀπ᾿ αὐτῆς.

Ιερ. 4,28                   Δι' όσα δείνα και ολέθρια μέλλουν να συμβούν, ας πενθήση η γη, ας σκοτισθή ο ουρανός άνω, διότι ωμίλησα και δεν θα παλινωδήσω. Ωρμησα και δεν θα επιστρέψω, χωρίς να πραγματοποιήσω την απόφασίν μου.

Ιερ. 4,29            ἀπὸ φωνῆς ἱππέως καὶ ἐντεταμένου τόξου ἀνεχώρησε πᾶσα ἡ χώρα· εἰσέδυσαν εἰς τὰ σπήλαια καὶ εἰς τὰ ἄλση ἐκρύβησαν καὶ ἐπὶ τὰς πέτρας ἀνέβησαν· πᾶσα πόλις ἐγκατελείφθη, οὐ κατοικεῖ ἐν αὐταῖς ἄνθρωπος.

Ιερ. 4,29                   Από τον θόρυβον του εχθρικού ιππικού και του τεταμένου τόξου, δια να εξαποστέλλη βέλη, επανικοβλήθησαν πάντες και ετράπησαν εις φυγήν, εισεχώρησαν εις τα σπήλαια, εκρύβησαν εις τα δάση, ανέβηκαν επάνω στους βράχους, δια να σωθούν. Ολαι αι πόλεις έχουν εγκαταλειφθή και δεν κατοικούν πλέον εις αυτάς άνθρωποι.

Ιερ. 4,30            καὶ σὺ τί ποιήσεις, ἐὰν περιβάλῃ κόκκινον καὶ κοσμήσῃ κόσμῳ χρυσῷ, ἐὰν ἐγχρίσῃ στίβι τοὺς ὀφθαλμούς σου; εἰ μάταιον ὡραϊσμός σου· ἀπώσαντό σε οἱ ἐρασταί σου, τὴν ψυχήν σου ζητοῦσιν.

Ιερ. 4,30                   Και συ, ενώπιον αυτών των συμφορών τι θα κάμης; Και εάν ακόμη φορέσης κόκκινον πολύτιμον ένδυμα, και εάν στολισθής με χρυσά κοσμήματα, και εάν χρίσης με ψιμμύθιον κύκλω τους οφθαλμούς σου, ώστε να φαίνονται μεγαλύτεροι και λαμπρότεροι, μάταιος όλος αυτός ο καλλωπισμός. Οι έρασταί σου σε έχουν ήδη απωθήσει και ζητούν τον θάνατόν σου.

Ιερ. 4,31            ὅτι φωνὴν ὡς ὠδινούσης ἤκουσα, τοῦ στεναγμοῦ σου ὡς πρωτοτοκούσης, φωνὴ θυγατρὸς Σιών· ἐκλυθήσεται καὶ παρήσει τὰς χεῖρας αὐτῆς· οἴμοι ἐγώ, ὅτι ἐκλείπει ἡ ψυχή μου ἐπὶ τοῖς ἀνῃρημένοις.

Ιερ. 4,31                    Ηκουσα την κραυγήν σου, κόρη Ιερουσαλήμ, ώσαν την κραυγήν επιτόκου γυναικός. Ομοιάζει προς στεναγμόν και κραυγήν γυναικός, που πρώτην φοράν γεννά. Θα παραλύση και θα λιποθυμήση η Σιών από τον πόνον της, θα παραλύσουν τα χέρια της. Και ο προφήτης επιλέγει· Αλλοιμονον εις εμέ, η ζωη μου χάνεται, σβήνει η ψυχή μου δια το πλήθος εκείνων, που πρόκειται να σφαγούν!

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 5

 

Ιερ. 5,1             Περιδράμετε ἐν ταῖς ὁδοῖς Ἱερουσαλὴμ καὶ ἴδετε καὶ γνῶτε καὶ ζητήσατε ἐν ταῖς πλατείαις αὐτῆς, ἐὰν εὕρητε ἄνδρα, εἰ ἔστι ποιῶν κρίμα καὶ ζητῶν πίστιν, καὶ ἵλεως ἔσομαι αὐτοῖς, λέγει Κύριος.

Ιερ. 5,1                      Περιέλθετε στους δρόμους της Ιερουσαλήμ, ιδέτε, προσέξατε και αναζητήσατε εις τας πλατείας αυτής, εάν θα εύρετε άνθρωπον, ο οποίος να εφαρμοζη δικαιοσύνην, να ζητή πίστιν και να είναι αξιόπιστος, και εγώ θα είμαι ίλεως στοιούτους ανθρώπους, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 5,2             ζῇ Κύριος, λέγουσι· διὰ τοῦτο οὐκ ἐν ψεύδεσιν ὀμνύουσι;

Ιερ. 5,2                      Αυτοί λέγουν, βέβαια, όταν οργιζωνται· “ζη Κυριος”. Παρ' όλον τον όρκον των νομίζετε, ότι δεν ψεύδονται;

Ιερ. 5,3             Κύριε, οἱ ὀφθαλμοί σου εἰς πίστιν· ἐμαστίγωσας αὐτούς, καὶ οὐκ ἐπόνεσαν, συνετέλεσας αὐτούς, καὶ οὐκ ἠθέλησαν δέξασθαι παιδείαν· ἐστερέωσαν τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὑπὲρ πέτραν καὶ οὐκ ἠθέλησαν ἐπιστραφῆναι.

Ιερ. 5,3                      Κυριε, οι οφθαλμοί σου στρέφονται πάντοτε με ευμένειαν εις την αξιοπιστίαν των ανθρώπων. Εμαστίγωσες αυτούς τους αναξιόπιστους και δεν επόνεσαν, τους κατέστρεφες και αυτοί δεν ηθέλησαν να δεχθούν παιδαγωγίαν, να σωφρονισθούν από τα παιδαγωγικά σου κτυπήματα. Εσκλήρυναν τα πρόσωπα αυτών και τα έκαμαν σκληρότερα από τον βράχον και δεν ηθέλησαν να επιστρέψουν προς σε εν μετανοία.

Ιερ. 5,4             καὶ ἐγὼ εἶπα· ἴσως πτωχοί εἰσι, διότι οὐκ ἐδυνάσθησαν, ὅτι οὐκ ἔγνωσαν ὁδὸν Κυρίου καὶ κρίσιν Θεοῦ·

Ιερ. 5,4                      Εγώ είπα, ότι είναι ίσως εκ των κατωτέρων και αμορφώτων κοινωνικών τάξεων και δεν ηδυνήθησαν να συμμορφωθούν προς την παιδαγωγίαν του Κυρίου, διότι δεν εγνώρισαν τον δρόμόν του Θεού και τον νόμον του Κυρίου.

Ιερ. 5,5             πορεύσομαι πρὸς τοὺς ἁδροὺς καὶ λαλήσω αὐτοῖς, ὅτι αὐτοὶ ἐπέγνωσαν ὁδὸν Κυρίου καὶ κρίσιν Θεοῦ· καὶ ἰδοὺ ὁμοθυμαδὸν συνέτριψαν ζυγόν, διέῤῥηξαν δεσμούς.

Ιερ. 5,5                      Θα πορευθώ, λοιπόν, προς τους ανθρώπους τους μορφωμένους, των ανωτέρων κοινωνικών τάξεων, και θα ομιλήσω προς αυτούς, διότι αυτοί ασφαλώς έμαθαν τον δρόμον του Κυρίου και τον νόμον του Θεού. Και ιδού, ότι και αυτοί ως από συμφώνου συνέτριψαν τον ζυγόν του Νομου και διέρρηξαν τους δεσμούς των θείων εντολών.

Ιερ. 5,6             διὰ τοῦτο ἔπαισεν αὐτοὺς λέων ἐκ τοῦ δρυμοῦ, καὶ λύκος ἕως τῶν οἰκιῶν ὠλόθρευσεν αὐτούς, καὶ πάρδαλις ἐγρηγόρησεν ἐπὶ τὰς πόλεις αὐτῶν· πάντες οἱ ἐκπορευόμενοι ἀπ᾿ αὐτῶν θηρευθήσονται, ὅτι ἐπλήθυναν ἀσεβείας αὐτῶν, ἴσχυσαν ἐν ταῖς ἀποστροφαῖς αὐτῶν.

Ιερ. 5,6                      Δια τούτο λέων εκ του δρυμού εκτύπησεν αυτούς και λύκος μέχρι και των οικιών των τους εξωλόθρευσε. Και αγρία πάρδαλις επαραμόνευσεν εις τας πόλεις των. Ολοι όσοι εξήρχοντο από τας πόλεις, εγίνοντο θηράματα των ανθρωπομόρφων αυτών θηρίων, διότι αι ασεβείς των πράξεις επληθύνθησαν. Επέμειναν και εστερεώθησαν εις την απομάκρυνσίν των από τον Θεόν.

Ιερ. 5,7             ποίᾳ τούτων ἵλεως γένωμαί σοι; οἱ υἱοί σου ἐγκατέλιπόν με καὶ ὤμνυον ἐν τοῖς οὐκ οὖσι θεοῖς· καὶ ἐχόρτασα αὐτοὺς καὶ ἐμοιχῶντο καὶ ἐν οἴκοις πορνῶν κατέλυον.

Ιερ. 5,7                      Εις ποίαν από τας παρανομίας αυτάς να γίνω ίλεως προς σέ, ω Ιερουσαλήμ; Οι υιοί σου με εγκατέλειψαν και ωρκίζοντο εις τα είδωλα, εις αυτά που δεν είναι θεοί. Τους εχόρτασα με τα αγαθά μου και αυτοί εξεκλιναν εις μοιχείας και κατέλυον εις οίκους πόρνων και αμαρτωλών.

Ιερ. 5,8             ἵπποι θηλυμανεῖς ἐγενήθησαν, ἕκαστος ἐπὶ τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον αὐτοῦ ἐχρεμέτιζον.

Ιερ. 5,8                      Εγιναν θηλυμανείς ίπποι· καθένας από αυτούς ως ίππος εχρεμέτιζε δια την γυναίκα του άλλου.

Ιερ. 5,9             μὴ ἐπὶ τούτοις οὐκ ἐπισκέψομαι; λέγει Κύριος. ἢ ἐν ἔθνει τοιούτῳ οὐκ ἐκδικήσει ἡ ψυχή μου;

Ιερ. 5,9                      Μηπως, λοιπόν, και δεν θα τους επισκεφθώ με την ράβδον της τιμωρίας μου δια τας πράξεις των αυτάς; Λέγει ο Κυριος. Η μήπως εναντίον του αμαρτωλού αυτού έθνους δεν θα αποστείλη η ψυχή μου την δικαίαν τιμωρίαν;

Ιερ. 5,10            ἀνάβητε ἐπὶ τοὺς προμαχῶνας αὐτῆς καὶ κατασκάψατε, συντέλειαν δὲ μὴ ποιήσητε· ὑπολίπεσθε τὰ ὑποστηρίγματα αὐτῆς, ὅτι τοῦ Κυρίου εἰσίν.

Ιερ. 5,10                    Ανεβήτε εις τα τείχη της πόλεως και κατασκάψατέ τα. Μη τα καταστρέψετε όμως εξ ολοκλήρου. Αφήσατε άθικτα τα υποστηρίγματα της πόλεως, διότι αυτά ανήκουν στον Κυριον.

Ιερ. 5,11            ὅτι ἀθετῶν ἠθέτησεν εἰς ἐμέ, λέγει Κύριος, οἶκος Ἰσραὴλ καὶ οἶκος Ἰούδα.

Ιερ. 5,11                     Θα επέλθουν αι τιμωρίαι αυταί, διότι συνεχώς και βαρέως παρέβη τας εντολάς μου, λέγει ο Κυριος, ο λαός ισραηλιτικός και ο λαός ο Ιουδαϊκός.

Ιερ. 5,12            ἐψεύσατο τῷ Κυρίῳ αὐτῶν καὶ εἶπαν· οὐκ ἔστι ταῦτα· οὐχ ἥξει ἐφ᾿ ἡμᾶς κακά, καὶ μάχαιραν καὶ λιμὸν οὐκ ὀψόμεθα·

Ιερ. 5,12                    Ηθέλησαν αυτοί να διαψεύσουν τον Κυριον και είπαν· Δεν θα συμβούν αυτά. Δεν θα επέλθουν εναντίον μας αι συμφοραί. Δεν θα ίδωμεν ούτε εχθρικήν μάχαιραν ούτε λιμόν.

Ιερ. 5,13            οἱ προφῆται ἡμῶν ἦσαν εἰς ἄνεμον, καὶ λόγος Κυρίου οὐχ ὑπῆρχεν ἐν αὐτοῖς· οὕτως ἔσται αὐτοῖς.

Ιερ. 5,13                    Οι προφήται μας και αι προφητείαι των ήσαν δι' αυτούς εις άνεμον. Ο λόγος Κυρίου δεν υπήρχε και δεν ηκούετο στους ασεβείς αυτούς. Δια τούτο και η απειλή του Κυρίου θα επέλθη έτσι εναντίον των.

Ιερ. 5,14            διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· ἀνθ᾿ ὧν ἐλαλήσατε τὸ ῥῆμα τοῦτο, ἰδοὺ ἐγὼ δέδωκα τοὺς λόγους μου εἰς τὸ στόμα σου πῦρ καὶ τὸν λαὸν τοῦτον ξύλα, καὶ καταφάγεται αὐτούς.

Ιερ. 5,14                    Δια τούτο αυτά λέγει Κυριος, ο παντοκράτωρ· Επειδή σεις είπατε τους βλασφήμους και πονηρούς τούτους λόγους, ιδού εγώ έχω δώσει τους λόγους μου στο στόμα σου ω Ιερεμία, ώσαν πυρ· και τον λαόν τούτον σαν ξύλα και η φωτιά θα τους καταφάγη.

Ιερ. 5,15            ἰδοὺ ἐγὼ ἐπάγω ἐφ᾿ ὑμᾶς ἔθνος πόῤῥωθεν, οἶκος Ἰσραήλ, λέγει Κύριος, ἔθνος οὗ οὐκ ἀκούσει τῆς φωνῆς τῆς γλώσσης αὐτοῦ·

Ιερ. 5,15                    Ιδού, εγώ θα φέρω από μακράν έθνος, ω ισραηλιτικέ λαέ, λέγει Κυριος. Εθνος του οποίου δεν έχετε ακούσει και δεν γνωρίζετε την γλώσσαν του.

Ιερ. 5,16            πάντες ἰσχυροὶ καὶ κατέδονται τὸν θερισμὸν ὑμῶν

Ιερ. 5,16                    Είναι λαός ισχυρός και θα φάγουν τον θερισμόν σας

Ιερ. 5,17            καὶ τοὺς ἄρτους ὑμῶν καὶ κατέδονται τοὺς υἱοὺς ὑμῶν καὶ τὰς θυγατέρας ὑμῶν καὶ κατέδονται τὰ πρόβατα ὑμῶν καὶ τοὺς μόσχους ὑμῶν καὶ κατέδονται τοὺς ἀμπελῶνας ὑμῶν καὶ τοὺς συκῶνας ὑμῶν καὶ τοὺς ἐλαιῶνας ὑμῶν· καὶ ἀλοήσουσι τὰς πόλεις τὰς ὀχυρὰς ὑμῶν, ἐφ᾿ αἷς ὑμεῖς πεποίθατε ἐπ᾿ αὐταῖς, ἐν ῥομφαίᾳ.

Ιερ. 5,17                    και τον άρτον σας. Θα καταφάγουν στον πόλεμον τους υιούς και τας θυγατέρας σας. Θα καταβροχθίσουν τα πρόβατά σας και τα μοσχάρια σας. Αυτοί θα τρυγήσουν και θα φάγουν τους αμπελώνας σας και τους συκεώνας σας και τους ελαιώνας σας. Θα αλωνίσουν και θα κονιορτοποιήσουν τας οχυράς πόλεις σας, επί των οποίων σεις είχατε στηρίξει την πεποίθησιν σας. Θα σας φονεύσουν δια ρομφαίας.

Ιερ. 5,18            καὶ ἔσται ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, λέγει Κύριος ὁ Θεός σου, οὐ μὴ ποιήσω ὑμᾶς εἰς συντέλειαν.

Ιερ. 5,18                    Εν τούτοις και κατά τας τρομεράς εκείνας ημέρας της θείας τιμωρίας, λέγει Κυριος ο Θεός, δεν θα σας παραδώσω εις τελείαν καταστροφήν.

Ιερ. 5,19            καὶ ἔσται ὅταν εἴπητε· τίνος ἕνεκεν ἐποίησε Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν ἡμῖν πάντα ταῦτα; καὶ ἐρεῖς αὐτοῖς· ἀνθ᾿ ὧν ἐδουλεύσατε θεοῖς ἀλλοτρίοις ἐν τῇ γῇ ὑμῶν, οὕτως δουλεύσετε ἀλλοτρίοις ἐν τῇ γῇ οὐχ ὑμῶν.

Ιερ. 5,19                    Εάν δε αυτοί σας πουν· Διατί Κυριος ο Θεός μας έστειλεν εναντίον μας όλας αυτάς τας τιμωρίας, συ, ο προφήτης, θα πης εις αυτούς· Επειδή εις αυτήν ταύτην την χώραν σας εγινατε δούλοι εις ξένους θεούς, εις είδωλα, έτσι θα γίνετε δούλοι εις ξένους θεούς, εις τα είδωλα, οχι πλέον της χώρας σας, αλλά ξένων χωρών.

Ιερ. 5,20            ἀναγγείλατε ταῦτα εἰς τὸν οἶκον Ἰακώβ, καὶ ἀκουσθήτω ἐν τῷ οἴκῳ Ἰούδα.

Ιερ. 5,20                   Αναγγείλατε αυτά στους απογόνους του Ιακώβ. Ας ακουσθούν αυτά εις τα κατασκηνώματα της φυλής Ιούδα.

Ιερ. 5,21            ἀκούσατε δὴ ταῦτα, λαὸς μωρὸς καὶ ἀκάρδιος, ὀφθαλμοὶ αὐτοῖς καὶ οὐ βλέπουσιν, ὦτα αὐτοῖς καὶ οὐκ ἀκούουσι.

Ιερ. 5,21                    Ακούσατε, λοιπόν, αυτά, λαός μωρός και άκαρδος. Υπάρχουν εις αυτούς οφθαλμοί και δεν βλέπουν, υπάρχουν αυτιά και δεν άκουουν.

Ιερ. 5,22            μὴ ἐμὲ οὐ φοβηθήσεσθε; λέγει Κύριος, ἢ ἀπὸ προσώπου μου οὐκ εὐλαβηθήσεσθε; τὸν τάξαντα ἄμμον ὅριον τῇ θαλάσσῃ, πρόσταγμα αἰώνιον, καὶ οὐχ ὑπερβήσεται αὐτό, καὶ ταραχθήσεται καὶ οὐ δυνήσεται, καὶ ἠχήσουσι τὰ κύματα αὐτῆς καὶ οὐχ ὑπερβήσεται αὐτό.

Ιερ. 5,22                   Μηπως δεν θα φοβηθήτε εμέ; Λέγει ο Κυριος, η ενώπιόν μου δεν θα αισθανθήτε ιερόν δέος; Ενώπιον εμού, ο οποίος έχω ορίσει και θέσει φραγμόν και όριον της θαλάσσης την άμμον. Εδωσα πρόσταγμα αιώνιον και αυτή δεν θα το υπερβή. Θα αναταραχθή με τας μεγάλας τρικυμίας η θάλασσα, αλλά δεν θα δυνηθή να υπερβή το όριον, που έθηκα. Θα ηχούν και θα βοούν τα κύματά της και δεν θα το ύπερβή.

Ιερ. 5,23            τῷ δὲ λαῷ τούτῳ ἐγενήθη καρδία ἀνήκοος καὶ ἀπειθής, καὶ ἐξέκλιναν καὶ ἀπήλθοσαν·

Ιερ. 5,23                   Ο λαός όμως αυτός έχει καρδίαν ανυπάκουον και ατίθασον. Εξέκλιναν από τον Νομον των εντολών μου και έφυγαν μακράν.

Ιερ. 5,24            καὶ οὐκ εἶπον ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῶν· φοβηθῶμεν δὴ Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν, τὸν διδόντα ἡμῖν ὑετὸν πρώϊμον καὶ ὄψιμον κατὰ καιρὸν πληρώσεως προστάγματος θερισμοῦ καὶ ἐφύλαξεν ἡμῖν.

Ιερ. 5,24                   Και δεν είπαν εν τη καρδία των· Ας σεβασθώμεν και ας φοβηθώμεν, λοιπόν, Κυριον τον Θεόν μας, ο οποίος δίδει εις ημάς την βροχήν την πρώϊμον και την βροχήν την όψιμον στον κατάλληλον καιρόν, ώστε να εκπληρώνωνται αι εντολαί αυτού περί του θερισμού. Αυτός επίσης μας προφυλάσσει από την ξηρασίαν, όπως επίσης από τας ακαίρους και επιβλαβείς βροχάς.

Ιερ. 5,25            αἱ ἀνομίαι ὑμῶν ἐξέκλιναν ταῦτα, καὶ αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ἀπέστησαν τὰ ἀγαθὰ ἀφ᾿ ὑμῶν·

Ιερ. 5,25                   Αι παρανομίαι σας όμώς εξέκλιναν όλα αυτά από τον κανονικόν των δρόμον και τας ωρισμένας εποχάς. Και αι αμαρτίαι σας σας εστέρησαν από τα αγαθά της γης.

Ιερ. 5,26            ὅτι εὑρέθησαν ἐν τῷ λαῷ μου ἀσεβεῖς καὶ παγίδας ἔστησαν τοῦ διαφθεῖραι ἄνδρας καὶ συνελαμβάνοσαν.

Ιερ. 5,26                   Μεταξύ του λαού μου ευρέθησαν άνθρωποι ασεβείς, έστησαν δολίας παγίδας, δια να καταστρέψουν ανθρώπους, τους οποίους και πράγματι συνελάμβαναν εις αυτάς.

Ιερ. 5,27            ὡς παγὶς ἐφεσταμένη πλήρης πετεινῶν, οὕτως οἱ οἶκοι αὐτῶν πλήρεις δόλου· διὰ τοῦτο ἐμεγαλύνθησαν καὶ ἐπλούτησαν·

Ιερ. 5,27                   Οπως η καλοστηθείσα δολία παγίς είναι γεμάτη από συλληφθέντα πτηνά, έτσι και αι οίκιαι των ασεβών ανθρώπων είναι γεμάται από αγαθά, που συνήχθησαν με δόλον και απάτην. Δια του τρόπου αυτού εκείνοι έγιναν μεγάλοι και πλούσιοι·

Ιερ. 5,28            καὶ παρέβησαν κρίσιν, οὐκ ἔκριναν κρίσιν ὀρφανοῦ καὶ κρίσιν χήρας οὐκ ἐκρίνοσαν.

Ιερ. 5,28                   και παρέβησαν τον Νομον της δικαιοσύνης. Δεν έκριναν δικαίως και δεν απέδιδαν το δίκαιον στο ορφανόν, δεν απέδιδαν δικαιοσύνην εις την χήραν.

Ιερ. 5,29            μὴ ἐπὶ τούτοις οὐκ ἐπισκέψομαι; λέγει Κύριος, ἢ ἐν ἔθνει τῷ τοιούτῳ οὐκ ἐκδικήσει ἡ ψυχή μου;

Ιερ. 5,29                   Μηπως και νομίζετε, ότι δεν θα επισκεφθώ αυτούς με την τιμωρόν μου ράβδον; Λέγει ο Κυριος, η εις ένα τέτοιο έθνος δεν θα στραφή η αγανάκτησίς μου και η τιμωρία;

Ιερ. 5,30            ἔκστασις καὶ φρικτὰ ἐγενήθη ἐπὶ τῆς γῆς.

Ιερ. 5,30                   Αποτρόπαια και φρικτά γεγονότα συνέβησαν εις την χώραν αυτήν.

Ιερ. 5,31            οἱ προφῆται προφητεύουσιν ἄδικα, καὶ οἱ ἱερεῖς ἐπεκρότησαν ταῖς χερσὶν αὐτῶν, καὶ ὁ λαός μου ἠγάπησεν οὕτως· καὶ τί ποιήσετε εἰς τὰ μετὰ ταῦτα;

Ιερ. 5,31                    Οι ψευδοπροφήται εκήρυσσαν παρανομίας και αδικίας, οι ιερείς τους επεδακίμαζαν χειροκροτούντες και ο λαός μου τους περιέβαλλέ με αγάπην ούτω φερομένους. Τι θα κάμετε, λοιπόν, αργότερα, όταν θα σας εύρουν αι εκ μέρους του Θεού τιμωρίαι;

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 6

 

Ιερ. 6,1             Ἐνισχύσατε, υἱοὶ Βενιαμίν, ἐκ μέσου τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐν Θεκουὲ σημάνατε σάλπιγγι καὶ ὑπὲρ Βαιθαχαρμὰ ἄρατε σημεῖον, ὅτι κακὰ ἐκκέκυφεν ἀπὸ βοῤῥᾶ, καὶ συντριβὴ μεγάλη γίνεται,

Ιερ. 6,1                      Παρετε δύναμιν και θάρρος απόγονοι του Βενιαμίν. Φυγετε από την Ιερουσαλήμ. Εις Θεκουέ σημάνατε δια της σάλπιγγος τον επερχόμενον κίνδυνον και επάνω από την Βαιθαχαρμά υψώσατε σημείον κινδύνου, διότι συμφοραί έχουν εκχυθή από βορρά και συντριβή μεγάλη γινεται.

Ιερ. 6,2             καὶ ἀφαιρεθήσεται τὸ ὕψος σου, θύγατερ Σιών.

Ιερ. 6,2                     Η δόξα και το μεγαλείον σου θα αφαιρεθούν από σέ, θυγάτηρ Σιών.

Ιερ. 6,3             εἰς αὐτὴν ἥξουσι ποιμένες καὶ τὰ ποίμνια αὐτῶν καὶ πήξουσιν ἐπ᾿ αὐτὴν σκηνὰς κύκλῳ καὶ ποιμανοῦσιν ἕκαστος τῇ χειρὶ αὐτοῦ.

Ιερ. 6,3                      Εις την Σιών θα έλθουν ξένοι ποιμένες μαζή με τα πρόβατα των, θα στήσουν τας σκηνάς των ολόγυρα και θα ποιμαίνη ο καθένας με την ιδικήν του εξουσίαν το ποίμνιόν του.

Ιερ. 6,4             παρασκευάσασθε ἐπ᾿ αὐτὴν εἰς πόλεμον, ἀνάστητε καὶ ἀναβῶμεν ἐπ᾿ αὐτὴν μεσημβρίας· οὐαὶ ἡμῖν, ὅτι κέκλικεν ἡ ἡμέρα, ὅτι ἐκλείπουσιν αἱ σκιαὶ τῆς ἑσπέρας.

Ιερ. 6,4                     Θα λέγουν δε αναμεταξύ των· “Προπαρασκευασθήτε δια πόλεμον εναντίον της Σιών· σηκωθήτε και ας επέλθωμεν εναντίον αυτής εις ώραν μεσημβρίας. Αλλοίμονον εις ημάς, διότι η ημέρα έχει κλίνει προς την δύσιν και αι σκιαι της λείπουν, καθώς έρχεται η εσπέρα.

Ιερ. 6,5             ἀνάστητε καὶ ἀναβῶμεν ἐπ᾿ αὐτὴν νυκτὶ καὶ διαφθείρωμεν τὰ θεμέλια αὐτῆς.

Ιερ. 6,5                      Σηκωθήτε, δια να ανέλθωμεν εναντίον της πόλεως εν καιρώ νυκτός και να καταστρέψωμεν τα θεμέλια των τειχών της”!

Ιερ. 6,6             ὅτι τάδε λέγει Κύριος· ἔκκοψον τὰ ξύλα αὐτῆς, ἔκχεον ἐπὶ Ἱερουσαλὴμ δύναμιν· ὦ πόλις ψευδής, ὅλη καταδυναστεία ἐν αὐτῇ.

Ιερ. 6,6                     Θα γίνουν όλα αυτά, διότι αυτά λέγει ο Κυριος· Κοψατε τα δένδρα της χώρας αυτής, εκχύσατε εναντίον της Ιερουσαλήμ την στρατιωτικήν σας δύναμιν, ω πόλις όπου καλλιεργείται το ψεύδος! Πλήρης καταδυναστεύσεως εναντίον των αδυνάτων της!

Ιερ. 6,7             ὡς ψύχει λάκκος ὕδωρ, οὕτω ψύχει κακία αὐτῆς· ἀσέβεια καὶ ταλαιπωρία ἀκουσθήσεται ἐν αὐτῇ ἐπὶ πρόσωπον αὐτῆς διαπαντός. πόνῳ καὶ μάστιγι

Ιερ. 6,7                      Οπως η υπόγειος δεξαμένη διατηρεί το ύδωρ ψυχρόν, έτσι ψυχρά και ασυγκίνητος μένει και η κακία της πόλεως αυτής. Ασέβεια προς τον Θεόν και ταλαιπωρία κατά αδυνάτων κυριαρχούν πάντοτε καθ' όλην την εκτασίν της. Με οδύνας και μάστιγας

Ιερ. 6,8             παιδευθήσῃ Ἱερουσαλήμ, μὴ ἀποστῇ ἡ ψυχή μου ἀπὸ σοῦ, μὴ ποιήσω σε ἄβατον γῆν, ἥτις οὐ κατοικηθήσεται.

Ιερ. 6,8                     θα τιμωρηθής παιδαγωγικώς, ω Ιερουσαλήμ, δια να μη απομακρυνήη εξ ολοκλήρου η ψυχή μου από σέ, δια να μη σε καταστήσω άβατον και έρημον γην, η οποία δεν θα κατοικηθή πλέον.

Ιερ. 6,9             ὅτι τάδε λέγει Κύριος· καλαμᾶσθε, καλαμᾶσθε ὡς ἄμπελον τὰ κατάλοιπα τοῦ Ἰσραήλ, ἐπιστρέψατε ὡς ὁ τρυγῶν ἐπὶ τὸν κάρταλλον αὐτοῦ.

Ιερ. 6,9                     Αυτά λέγει ο Κυριος· Τρυγάτε, τρυγάτε ωσάν αμπέλι τους υπολειφθέντας Ισραηλίτας. Επιστρέψατε πάλιν, όπως ο τρυγητής στο αμπέλι του έχων μαζή του και τον κάλαθόν του.

Ιερ. 6,10            πρὸς τίνα λαλήσω καὶ διαμαρτύρωμαι, καὶ εἰσακούσεται; ἰδοὺ ἀπερίτμητα τὰ ὦτα αὐτῶν, καὶ οὐ δυνήσονται ἀκούειν· ἰδοὺ τὸ ῥῆμα Κυρίου ἐγένετο αὐτοῖς εἰς ὀνειδισμόν, οὐ μὴ βουληθῶσιν αὐτὸ ἀκοῦσαι.

Ιερ. 6,10                    Προς ποίον να ομιλήσω, προς ποίον γα διαμαρτυρηθώ, και να γίνω από αυτόν ακουστός; Ιδού, τα αυτιά των είναι σκληρά και αττερίτμημα· δεν ημπορούν να ακούσουν. Ιδού, ότι ο λόγος του Κυρίου έγινεν εις αυτούς αντικείμενον εμπαιγμού. Δεν θέλουν να τον προσέξουν και τον ακούσουν

Ιερ. 6,11            καὶ τὸν θυμόν μου ἔπλησα καὶ ἐπέσχον καὶ οὐ συνετέλεσα αὐτούς. ἐκχεῶ ἐπὶ νήπια ἔξωθεν καὶ ἐπὶ συναγωγὴν νεανίσκων ἅμα, ὅτι ἀνὴρ καὶ γυνὴ συλληφθήσονται, πρεσβύτερος μετὰ πλήρους ἡμερῶν.

Ιερ. 6,11                    Ο θυμός μου έφθασεν στο κατακόρυφον. Συνεκρατήθην όμως και δεν τους κατέστρεψα, θα αφήσω να εκχυθή αυτός και εις τα νήπια, που παίζουν έξω στους δρόμους, και εις συγκέντρωσιν νεαρών ανδρών συγχρόνως. Ανδρες και γυναίκες θα συλληφθούν αιχμάλωτοι, πρεσβύτεροι και γέροντες πλήρεις ημερών.

Ιερ. 6,12            καὶ μεταστραφήσονται αἱ οἰκίαι αὐτῶν εἰς ἑτέρους, ἀγροὶ καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν ἐπὶ τὸ αὐτό, ὅτι ἐκτενῶ τὴν χεῖρά μου ἐπὶ τοὺς κατοικοῦντας τὴν γῆν ταύτην, λέγει Κύριος.

Ιερ. 6,12                    Αι οικίαι των θα αλλάξουν ιδιοκτήτην, θα περιέλθουν εις άλλους. Το ίδιο θα συμβή και στους αγρούς και τας γυναίκας των, διότι εγώ θα απλώσω την τιμωρόν χείρα μου εναντίον εκείνων, που κατοικούν την χώραν αυτήν, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 6,13            ὅτι ἀπὸ μικροῦ αὐτῶν καὶ ἕως μεγάλου πάντες συνετελέσαντο ἄνομα, ἀπὸ ἱερέως καὶ ἕως ψευδοπροφήτου πάντες ἐποίησαν ψευδῆ.

Ιερ. 6,13                    Διότι όλοι, από μικρόν έως μεγάλον, έχουν διαπράξει παρανομίας. Από ιερέα ως ψευδοπροφήτην, όλοι είπαν και έπραξαν το ψεύδος.

Ιερ. 6,14            καὶ ἰῶντο σύντριμμα τοῦ λαοῦ μου ἐξουθενοῦντες καὶ λέγοντες· εἰρήνη - εἰρήνη. καὶ ποῦ ἐστιν εἰρήνη;

Ιερ. 6,14                    Προσεπάθησαν επιπολαίως να θεραπεύσουν την πληγήν και τα συντρίμματα του λαού μου, θεωρούντες αυτά μηδαμινά και λέγοντες· Ειρήνη υπάρχει εις ημάς, όλα πάνε καλά! Που είναι όμως αυτή η ειρήνη;

Ιερ. 6,15            κατῃσχύνθησαν, ὅτι ἐξελίποσαν· καὶ οὐδ᾿ ὡς καταισχυνόμενοι κατῃσχύνθησαν καὶ τὴν ἀτιμίαν αὐτῶν οὐκ ἔγνωσαν. διὰ τοῦτο πεσοῦνται ἐν τῇ πτώσει αὐτῶν καὶ ἐν καιρῷ ἐπισκοπῆς ἀπολοῦνται, εἶπε Κύριος.

Ιερ. 6,15                    Οσοι έλεγαν αυτά, κατεξηυτελίσθησαν, διότι εκ των πραγμάτων διεψεύσθησαν. Αλλά και δεν αισθάνονται τώρα αυτοί την καταισχύνην των! Δεν έχουν επίγνωσιν του εξευτελισμού, στον οποίον περιέπεσαν. Δια τούτο τους αναμένει φοβερά πτώσις. Οταν έλθη ο κατάλληλος καιρός και εν τη δικαία μου οργή τους επισκεφθώ, αυτοί θα εξολοθρευθούν, είπεν ο Κυριος.

Ιερ. 6,16            τάδε λέγει Κύριος· στῆτε ἐπὶ ταῖς ὁδοῖς καὶ ἴδετε, καὶ ἐρωτήσατε τρίβους Κυρίου αἰωνίους καὶ ἴδετε ποία ἐστὶν ἡ ὁδὸς ἡ ἀγαθή, καὶ βαδίζετε ἐν αὐτῇ, καὶ εὑρήσετε ἁγνισμὸν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν. καὶ εἶπαν· οὐ πορευσόμεθα.

Ιερ. 6,16                    Αυτά λέγει ο Κυριος· Σταματήσατε παρά τας οδούς, ιδέτε και ερωτήσατε, δια να μάθετε τας οδούς του Κυρίου τας αιωνίους. Μαθετε, ποία είναι η αγαθή οδός και βαδίσατε εις αυτήν και θα εύρετε την κάθαρσιν των ψυχών σας. Και εκείνοι απήντησαν· Δεν θα πορευθώμεν την οδόν του Κυρίου.

Ιερ. 6,17            καθέστακα ἐφ᾿ ὑμᾶς σκοπούς, ἀκούσατε τῆς φωνῆς τῆς σάλπιγγος· καὶ εἶπαν· οὐκ ἀκουσόμεθα.

Ιερ. 6,17                    Εχω εγκαταστήσει δια σας, τους προφήτας και τους, κήρυκας, σκοπούς και φρουρούς. Ακούσατε την φωνήν των, ως φωνήν σάλπιγγος. Εκείνοι απήντησαν· Δεν υπακούομεν και δεν θα πορευθώμεν την οδόν Κυρίου.

Ιερ. 6,18            διὰ τοῦτο ἤκουσαν τὰ ἔθνη καὶ οἱ ποιμαίνοντες τὰ ποίμνια αὐτῶν.

Ιερ. 6,18                    Δια την ανυπακοήν εκείνων ήκουσαν τα έθνη την θείαν πρόσκλησιν και ήλθαν οι αρχηγοί αυτών μαζή με τους λαούς των.

Ιερ. 6,19            ἄκουε, γῆ· ἰδοὺ ἐγὼ ἐπάγω ἐπὶ τὸν λαὸν τοῦτον κακά, τὸν καρπὸν ἀποστροφῆς αὐτῶν, ὅτι τῶν λόγων μου οὐ προσέσχον καὶ τὸν νόμον μου ἀπώσαντο.

Ιερ. 6,19                    Ακούσατε, άνθρωποι της οικουμένης· ιδού, εγώ θα επιφέρω εναντίον του λαού αυτού συμφοράς και τιμωρίας, αι οποίαι θα είναι καρπός της απομακρύνσεώς των από εμέ, διότι δεν έδωκαν προσοχήν εις τα λόγιά μου. Απέκρουσαν και κατεπάτησαν τον Νομον μου.

Ιερ. 6,20            ἱνατί μοι λίβανον ἐκ Σαβὰ φέρετε καὶ κινάμωμον ἐκ γῆς μακρόθεν; τὰ ὁλοκαυτώματα ὑμῶν οὐκ εἰσὶ δεκτά, καὶ αἱ θυσίαι ὑμῶν οὐχ ἥδυνάν μοι.

Ιερ. 6,20                   Τι να κάμω εγώ το λιβάνι, που φέρετε από την Σαβά, και το κινάνωμον από χώραν μακρυνήν; Τα ολοκαυτώματα σας δεν είναι πλέον εις εμέ ευπρόσδεκτα και αι θυσίαι σας δεν με ηυχαρίστησαν.

Ιερ. 6,21            διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ δίδωμι ἐπὶ τὸν λαὸν τοῦτον ἀσθένειαν, καὶ ἀσθενήσουσιν ἐν αὐτῷ πατέρες καὶ υἱοὶ ἅμα, γείτων καὶ ὁ πλησίον αὐτοῦ ἀπολοῦνται.

Ιερ. 6,21                    Δια τούτο αυτά λέγει ο Κυριος· Ιδού, εγώ εξαποστέλλω εναντίον του λαού αυτού ασθένειαν και θα ασθενήσουν πατέρες και παιδιά συγχρόνως. Ο γείτονας και ο πλησίον αυτού θα εξολοθρευθούν.

Ιερ. 6,22            τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ λαὸς ἔρχεται ἀπὸ βοῤῥᾶ, καὶ ἔθνη ἐξεγερθήσονται ἀπ᾿ ἐσχάτου τῆς γῆς·

Ιερ. 6,22                   Αυτά λέγει ο Κυριος· Ιδού, στρατός έρχεται από τας βορείους περιοχάς και έθνη θα εξεγερθούν και θα έλθουν από τα άκρα της οικουμένης.

Ιερ. 6,23            τόξον καὶ ζιβύνην κρατήσουσιν, ἰταμός ἐστι καὶ οὐκ ἐλεήσει, φωνὴ αὐτοῦ ὡς θάλασσα κυμαίνουσα, ἐφ᾿ ἵπποις καὶ ἅρμασι παρατάξεται ὡς πῦρ εἰς πόλεμον πρὸς σέ, θύγατερ Σιών.

Ιερ. 6,23                   Θα κρατούν εις τα χέρια των τόξα και λόγχας· είναι σκληροί και αυθάδεις, κανένα δεν ευσπλαγχνιζονται. Ο θόρυβός των είναι ώσαν τον θόρυβον της τρικυμισμένης θαλάσσης, θα παραταχθούν εις μάχην με ιππικόν και με πολεμικά άρματα. Θα επέλθουν εναντίον σου, θυγάτηρ Σιών, ωσάν καταστρεπτική φωτιά.

Ιερ. 6,24            ἠκούσαμεν τὴν ἀκοὴν αὐτῶν, παρελύθησαν αἱ χεῖρες ἡμῶν, θλίψις κατέσχεν ἡμᾶς, ὠδῖνες ὡς τικτούσης.

Ιερ. 6,24                   Επληροφορήθημεν, λέγουν, την φήμην αυτών, παρέλυσαν τα χέρια μας, μεγάλη θλίψις μας κατέλαβε, πόνοι ωσάν της γυναικός, που πρόκειται να γεννήση!

Ιερ. 6,25            μὴ ἐκπορεύεσθε εἰς ἀγρὸν καὶ ἐν ταῖς ὁδοῖς μὴ βαδίζετε, ὅτι ῥομφαία τῶν ἐχθρῶν παροικεῖ κυκλόθεν.

Ιερ. 6,25                   Ελέγαμεν ο ενας στον άλλον· Μη εξέρχεσθε στους αγρούς, ούτε καν και στους δρόμους μη βαδίζετε, διότι η μάχαιρα των εχθρών μας έχει περικυκλώσει και παραμονεύει ολόγυρα.

Ιερ. 6,26            θύγατερ λαοῦ μου, περίζωσαι σάκκον, κατάπασσε ἐν σποδῷ, πένθος ἀγαπητοῦ ποίησαι σεαυτῇ, κοπετὸν οἰκτρόν, ὅτι ἐξαίφνης ἥξει ταλαιπωρία ἐφ᾿ ὑμᾶς.

Ιερ. 6,26                   Λαέ αγαπητέ μου ως θυγάτηρ, ζώσου ενδύματα σάρκινα, ρίξε επάνω σου στάκτην, πένθησε όπως πενθείς δια την απώλειαν του πλέον προσφιλούς προσώπου σου! Ανάλαβε μεγάλον και ελεεινόν θρήνον, διότι αιφνιδίως θα επέλθη εναντίον σας η σύμφορά και η καταστροφή αυτή.

Ιερ. 6,27            δοκιμαστὴν δέδωκά σε ἐν λαοῖς δεδοκιμασμένοις, καὶ γνώσῃ με ἐν τῷ δοκιμάσαι με τὴν ὁδὸν αὐτῶν·

Ιερ. 6,27                   Ω προφήτα, σε εγκατέστησα ως πραγματογνώμονα μέσα στον δοκιμαζόμενον αυτόν λαόν και θα με γνωρίσης, όταν εγώ θέσω υπό δοκιμασίαν τον δρόμον της ζωής των. Το δε αποτέλεσμα της δοκιμασίας αυτής και ερεύνης ήτο

Ιερ. 6,28            πάντες ἀνήκοοι, πορευόμενοι σκολιῶς, χαλκὸς καὶ σίδηρος, πάντες διεφθαρμένοι εἰσίν.

Ιερ. 6,28                   ότι όλοι οι Ιουδαίοι ευρέθησαν ανυπάκουοι στο θέλημα του Θεού. Επορεύοντο διεστραμμένην οδόν. Χαλκός και σίδηρος ήσαν αι καρδίαι των. Ολοι είναι διεφθαρμένοι!

Ιερ. 6,29            ἐξέλιπε φυσητὴρ ἀπὸ πυρός, ἐξέλιπε μόλυβδος· εἰς κενὸν ἀργυροκόπος ἀργυροκοπεῖ, πονηρία αὐτῶν οὐκ ἐτάκη.

Ιερ. 6,29                   Το φυσερό του αργυροχόου εφύσηζε με όλην του την δύναμιν. Κατηναλώθη από τη φωτιά και έλειψεν εντελώς ο μόλυβδος, αλλά εις μάτην ο αργυροχόος κατεργάζεται τον άργυρον, δηλαδή τους Ιουδαίους. Η κακία των δεν ελυωσε, δεν διελύθη.

Ιερ. 6,30            ἀργύριον ἀποδεδοκιμασμένον καλέσατε αὐτούς, ὅτι ἀπεδοκίμασεν αὐτοὺς Κύριος.

Ιερ. 6,30                   Χαρακτηρίσατε και ονομάσατε τους Ιουδαίους αδόκιμον και πεταμένον αργύριον, διότι ο Κυριος τους απεδοκίμασε και τους απέρριψε.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 7

 

Ιερ. 7,1             Ἀκούσατε λόγον Κυρίου πᾶσα Ἰουδαία.

Ιερ. 7,2                      Ολη η χώρα της Ιουδαίας, όλοι οι κατοικούντες εις αυτήν ακούσατε λόγον Κυρίου·

Ιερ. 7,3             τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· διορθώσατε τὰς ὁδοὺς ὑμῶν καὶ τὰ ἐπιτηδεύματα ὑμῶν, καὶ κατοικιῶ ὑμᾶς ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ.

Ιερ. 7,3                      αυτά λέγει Κυριος ο Θεός του Ισραηλιτικού λαού· Διορθώσατε τους δρόμους της ζωής σας και τα έργα σας, και εγώ θα σας εγκαταστήσω ασφαλώς και μονίμως στον τόπον αυτόν.

Ιερ. 7,4             μὴ πεποίθατε ἐφ᾿ ἑαυτοῖς ἐπὶ λόγοις ψευδέσιν, ὅτι τὸ παράπαν οὐκ ὠφελήσουσιν ὑμᾶς λέγοντες· ναὸς Κυρίου, ναὸς Κυρίου ἐστίν.

Ιερ. 7,4                      Μη έχετε πεποίθησιν στον εαυτόν σας. Μη δίδετε εμπιστοσύνην εις τα ψευδή λόγια των ψευοοπροφητών, διότι τίποτε απολύτως δεν θα σας ωφελήσουν εκείνοι οι οποίοι λέγουν· Ο ναός του Κυρίου ευρίσκεται εις την χώραν μας, άρα ο Θεός είναι μαζή μας!

Ιερ. 7,5             ὅτι ἐὰν διορθοῦντες διορθώσητε τὰς ὁδοὺς ὑμῶν καὶ τὰ ἐπιτηδεύματα ὑμῶν καὶ ποιοῦντες ποιήσητε κρίσιν ἀνὰ μέσον ἀνδρὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ πλησίον αὐτοῦ

Ιερ. 7,5                      Μονον εάν με επιμέλειαν και αποφασιστικότητα διορθώσετε τους δρόμους της ζωής σας και τα έργα των χειρών σας, εάν εφαρμόσετε και αποδόσετε δικαιοσύνην μεταξύ του ενός ανθρώπου και του άλλου ανθρώπου,

Ιερ. 7,6             καὶ προσήλυτον καὶ ὀρφανὸν καὶ χήραν μὴ καταδυναστεύσητε καὶ αἷμα ἀθῷον μὴ ἐκχέητε ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ καὶ ὀπίσω θεῶν ἀλλοτρίων μὴ πορεύησθε εἰς κακὸν ὑμῖν,

Ιερ. 7,6                      εάν δεν καταδυναστεύετε τον ξένον, το ορφανόν και την χήραν, εάν δεν χύνετε αίμα αθώου στον τόπον αυτόν και δεν τρέχετε πίσω από ξένους ειδωλολατρικούς θεούς, προς καταστροφήν σας και όλεθρόν σας,

Ιερ. 7,7             καὶ κατοικιῶ ὑμᾶς ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ, ἐν γῇ, ᾗ ἔδωκα τοῖς πατράσιν ὑμῶν ἐξ αἰῶνος καὶ ἕως αἰῶνος.

Ιερ. 7,7                      εγώ θα σας εγκαταστήσω ως μονίμους κατοίκους εις την χώραν αυτήν, εις την γην της Επαγγελίας, την οποίαν έδωσα στους προγόνους σας από αρχαιοτάτων χρόνων, δια να γίνη και μείνη παντοτεινή σας κατοικία.

Ιερ. 7,8             εἰ δὲ ὑμεῖς πεποίθατε ἐπὶ λόγοις ψευδέσιν, ὅθεν οὐκ ὠφεληθήσεσθε,

Ιερ. 7,8                      Εάν όμως σεις στηρίξετε την πεποίθησιν σας στους ψευδείς λόγους των ψευδοπροφητών, από τους οποίους τίποτε δεν έχετε να ωφεληθήτε,

Ιερ. 7,9             καὶ φονεύετε καὶ μοιχᾶσθε καὶ κλέπτετε καὶ ὀμνύετε ἐπ᾿ ἀδίκῳ καὶ θυμιᾶτε τῇ Βάαλ καὶ ἐπορεύεσθε ὀπίσω θεῶν ἀλλοτρίων, ὧν οὐκ οἴδατε, τοῦ κακῶς εἶναι ὑμῖν

Ιερ. 7,9                      και διαπράττετε φόνους και μοιχείας και κλέπτετε και ορκιζεσθε ψευδείς και αδίκους όρκους και προσφέρετε θυμίαμα στο είδωλον του Βααλ, εάν γενικώς, προς ιδικήν σας συμφοράν και θλίψιν, ακολουθήτε οπίσω ξένων θεών, οπίσω των ειδώλων, τα οποία προηγουμένως δεν γνωρίζατε, εάν καθ' ον χρόνον διαπράττετε ακόμη τας παραβάσεις αυτάς

Ιερ. 7,10            καὶ ἤλθετε καὶ ἔστητε ἐνώπιον ἐμοῦ ἐν τῷ οἴκῳ, οὗ ἐπικέκληται τὸ ὄνομά μου ἐπ᾿ αὐτῷ, καὶ εἴπατε· ἀπεσχήμεθα τοῦ μὴ ποιεῖν πάντα τὰ βδελύγματα ταῦτα,

Ιερ. 7,10                    αμετανόητοι έλθετε και σταθήτε ενώπιόν μου στον οίκον μου, ο οποίος φέρει το Ονομά μου, και όρθιοι να μου ειπήτε, ότι ημείς έχομεν απομακρυνθή από όλα αυτά τα βδελυρά πράγματα,

Ιερ. 7,11            μὴ σπήλαιον λῃστῶν ὁ οἶκός μου, οὗ ἐπικέκληται τὸ ὄνομά μου ἐπ᾿ αὐτῷ ἐκεῖ, ἐνώπιον ὑμῶν; καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἑώρακα, λέγει Κύριος,

Ιερ. 7,11                     εγώ σας απαντώ· μήπως δια σας ο ναός μου, ο αφιερωμένος στο Ονομά μου, εγινε σπήλαιον ληστών; Ιδού εγώ βλέπω καλά, ποίοι είσθε και τι πράττετε, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 7,12            ὅτι πορεύθητε εἰς τὸν τόπον μου τὸν ἐν Σηλώ, οὗ κατεσκήνωσα τὸ ὄνομά μου ἐκεῖ ἔμπροσθεν, καὶ ἴδετε ἃ ἐποίησα αὐτῷ ἀπὸ προσώπου κακίας λαοῦ μου Ἰσραήλ.

Ιερ. 7,12                    Πηγαίνετε στον τόπον μου, εις Σηλώ, όπου εις παλαιοτέραν εποχήν εγώ είχα κατασκηνώσει και επεκαλείτο εκεί το Ονομά μου, ιδέτε εκείνα, τα οποία εγώ έκαμα εξ αιτίας της παρανομίας του ισραηλιτικού λαού.

Ιερ. 7,13            καὶ νῦν ἀνθ᾿ ὧν ἐποιήσατε πάντα τὰ ἔργα ταῦτα, καὶ ἐλάλησα πρὸς ὑμᾶς καὶ οὐκ ἠκούσατέ μου, καὶ ἐκάλεσα ὑμᾶς καὶ οὐκ ἀπεκρίθητε,

Ιερ. 7,13                    Και τώρα επειδή και σεις επράξατε όλα εκείνα τα πονηρά έργα των προγόνων σας και ωμίλησα προς σας και δεν ηθελήσατε να υπακούσετε, σας εκάλεσα και δεν απαντήσατε,

Ιερ. 7,14            τοίνυν κἀγὼ ποιήσω τῷ οἴκῳ τούτῳ, ᾧ ἐπικέκληται τὸ ὄνομά μου ἐπ᾿ αὐτῷ, ἐφ᾿ ᾧ ὑμεῖς πεποίθατε ἐπ᾿ αὐτῷ, καὶ τῷ τόπῳ, ᾧ ἔδωκα ὑμῖν καὶ τοῖς πατράσιν ὑμῶν, καθὼς ἐποίησα τῇ Σηλώ.

Ιερ. 7,14                    λοιπόν, και εγώ θα πράξω στον τόπον αυτόν, όπου επικαλείται το Ονομά μου και στον οποίον και σεις είχατε πίστιν και πεποίθησιν, στον τόπον αυτόν τον οποίον εδωσα εις σας και στους προγόνους σας, θα κάμω ο,τι έκαμα και εις την περιοχήν Σηλώ.

Ιερ. 7,15            καὶ ἀποῤῥίψω ὑμᾶς ἀπὸ προσώπου μου, καθὼς ἀπέῤῥιψα τοὺς ἀδελφοὺς ὑμῶν, πᾶν τὸ σπέρμα Ἐφραίμ.

Ιερ. 7,15                    Θα σας απορρίψω από ενώπιόν μου, όπως απέρριψα τους αδελφούς σας, όλην την φυλήν του Εφραίμ.

Ιερ. 7,16            καὶ σύ μὴ προσεύχου περὶ τοῦ λαοῦ τούτου καὶ μὴ ἀξιοῦ τοῦ ἐλεηθῆναι αὐτοὺς καὶ μὴ εὔχου καὶ μὴ προσέλθῃς μοι περὶ αὐτῶν, ὅτι οὐκ εἰσακούσομαι.

Ιερ. 7,16                    Και συ, προφήτα Ιερεμία, παύσε να προσεύχεσαι υπέρ του λαού αυτού και μη έχης την αξίωσιν να τους ελεήσω. Μη προσεύχεσαι υπέρ αυτών και μη προσέλθης ενώπιόν μου μεσιτεύων δι' αυτούς, διότι εγώ δεν θα σε ακούσω.

Ιερ. 7,17            ἦ οὐχ ὁρᾷς τί αὐτοὶ ποιοῦσιν ἐν ταῖς πόλεσιν Ἰούδα καὶ ἐν ταῖς ὁδοῖς Ἱερουσαλήμ;

Ιερ. 7,17                    Αλήθεια, δεν βλέπεις τι κάμνουν αυτοί εις τας διαφόρους πόλστου 'Ιουδα και στους δρόμους της Ιερουσαλήμ;

Ιερ. 7,18            οἱ υἱοὶ αὐτῶν συλλέγουσι ξύλα, καὶ οἱ πατέρες αὐτῶν καίουσι πῦρ, καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν τρίβουσι σταῖς τοῦ ποιῆσαι χαυῶνας τῇ στρατιᾷ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἔσπεισαν σπονδὰς θεοῖς ἀλλοτρίοις, ἵνα παροργίσωσί με.

Ιερ. 7,18                    Τα παιδιά των μαζεύουν ξύλα, οι γονείς των καίουν αυτά εις πυρ, αι δε γυναίκες ζυμώνουν φυράματα, δια να κατασκευάσουν άρτους, προσφοράς τιρός τιμήν της στρατιάς των αστέρων του ουρανού και να προσφέρουν σπονδάς εις ξένους θεούς, δια να με εξοργίζουν εναντίον των.

Ιερ. 7,19            μὴ ἐμὲ αὐτοὶ παροργίζουσι; λέγει Κύριος· οὐχὶ ἑαυτούς, ὅπως καταισχυνθῇ τὰ πρόσωπα αὐτῶν;

Ιερ. 7,19                    Μηπως με αυτά, που διαπράττουν και με εξοργίζουν, βλάπτουν εμέ; λέγει ο Κυριος. Δεν βλάπτουν τον εαυτόν των με αποτέλεσμα να καταισχυνθούν τα πρόσωπά των;

Ιερ. 7,20            διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ὀργὴ καὶ θυμός μου χεῖται ἐπὶ τὸν τόπον τοῦτον καὶ ἐπὶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐπὶ τὰ κτήνη καὶ ἐπὶ πᾶν ξύλον τοῦ ἀγροῦ αὐτῶν καὶ ἐπὶ τὰ γεννήματα τῆς γῆς, καὶ καυθήσεται καὶ οὐ σβεσθήσεται.

Ιερ. 7,20                   Δια τούτο αυτά λέγει ο Κυριος· Ιδού, η οργή και ο θυμός μου θα εκσπάσουν και θα εκχυθούν εναντίον της χώρας αυτής, εναντίον των ανθρώπων, που κατοικούν αυτήν, και εναντίον των κτηνών, εναντίον όλων των δένδρων της υπαίθρου και των προϊόντων της χώρας των. Ο θυμός μου θα ανάψη και δεν θα σβήση.

Ιερ. 7,21            τάδε λέγει Κύριος· τὰ ὁλοκαυτώματα ὑμῶν συναγάγετε μετὰ τῶν θυσιῶν ὑμῶν καὶ φάγετε κρέα.

Ιερ. 7,21                    Αυτά λέγει ο Κυριος· Μαζέψτε και πάρτε από τα μάτιά μου τα ολοκαυτώματα σας, όπως και όλας τας άλλας θυσίας σας, και φάγετε μόνοι σας τα κρέατα. Τιποτε δεν έχετε να ωφεληθήτε από αυτά,

Ιερ. 7,22            ὅτι οὐκ ἐλάλησα πρὸς τοὺς πατέρας ὑμῶν καὶ οὐκ ἐνετειλάμην αὐτοῖς ἐν ἡμέρᾳ, ᾗ ἀνήγαγον αὐτοὺς ἐκ γῆς Αἰγύπτου, περὶ ὁλοκαυτωμάτων καὶ θυσίας·

Ιερ. 7,22                   διότι εγώ δεν ωμίλησα προς τους προγόνους σας, δεν έδωσα εις αυτούς εντολήν, κατά την έποχην εκείνην, που τους έβγαλα ελευθέρους από την χώραν της Αιγύπτου, περί ολοκαυτωμάτων και άλλων θυσιών.

Ιερ. 7,23            ἀλλ᾿ ἢ τὸ ῥῆμα τοῦτο ἐνετειλάμην αὐτοῖς, λέγων· ἀκούσατε τῆς φωνῆς μου, καὶ ἔσομαι ὑμῖν εἰς Θεόν, καὶ ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς λαόν· καὶ πορεύεσθε ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς μου, αἷς ἂν ἐντείλωμαι ὑμῖν, ὅπως ἂν εὖ ᾖ ὑμῖν.

Ιερ. 7,23                   Αλλά κυρίως τους έδωσα αυτήν την εντολήν λέγων· Ακούσατε τους λόγους μου, συμμορφωθήτε προς τας εντολάς μου και εγώ θα είμαι ο Θεός σας και σεις θα είσθε ο λαός μου. Βαδίζετε όλους τους δρόμους των εντολών μου, δια να κατευοδωθήτε και ευτυχήσετε.

Ιερ. 7,24            καὶ οὐκ ἤκουσάν μου, καὶ οὐ προσέσχε τὸ οὖς αὐτῶν, ἀλλ᾿ ἐπορεύθησαν ἐν τοῖς ἐνθυμήμασι τῆς καρδίας αὐτῶν τῆς κακῆς καὶ ἐγενήθησαν εἰς τὰ ὄπισθεν καὶ οὐκ εἰς τὰ ἔμπροσθεν.

Ιερ. 7,24                   Αλλα εκείνοι δεν με άκουσαν. Δεν ήνοιξαν τα αυτιά των να προσέξουν εις τα λόγια μου, άλλα επορεύθησαν σύμφωνα με τας πονηράς επιθυμίας των διεφθαρμένων καρδιών των και έτσι οπισθοδρόμησαν δεν προώδευσαν.

Ιερ. 7,25            ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας ἐξήλθοσαν οἱ πατέρες αὐτῶν ἐκ γῆς Αἰγύπτου καὶ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης, καὶ ἐξαπέστειλα πρὸς ὑμᾶς πάντας τοὺς δούλους μου, τοὺς προφήτας, ἡμέρας καὶ ὄρθρου, καὶ ἀπέστειλα,

Ιερ. 7,25                   Από την εποχήν, κατά την οποίαν οι προπάτορές των εβγήκαν ελεύθεροι από την χώραν της Αιγύπτου, και μέχρι της ημέρας αυτής έστειλα προς σας όλους τους δούλους μου, τους προφήτας, τους έστειλα να ομιλούν προς αυτούς από πρωΐας μέχρις εσπέρας.

Ιερ. 7,26            καὶ οὐκ εἰσήκουσάν μου, καὶ οὐ προσέσχε τὸ οὖς αὐτῶν, καὶ ἐσκλήρυναν τὸν τράχηλον αὐτῶν ὑπὲρ τοὺς πατέρας αὐτῶν.

Ιερ. 7,26                   Εκείνοι όμώς δεν με ήκουσαν, δεν ηνοιξαν τα αυτιά των, να προσέξουν τα λόγιά μου και εσκλήρυναν τον τράχηλον αυτών περισσότερον από τους προγόνους των.

Ιερ. 7,28            καὶ ἐρεῖς αὐτοῖς τοῦτον τὸν λόγον· τοῦτο τὸ ἔθνος, ὃ οὐκ ἤκουσε τῆς φωνῆς Κυρίου οὐδὲ ἐδέξατο παιδείαν, ἐξέλιπεν ἡ πίστις ἐκ στόματος αὐτῶν. -

Ιερ. 7,28                   Θα είπης λοιπόν συ, προφήτα Ιερεμία, εις αυτούς τούτον τον λόγον· Αυτό είναι το έθνος, τα οποίον δεν ήκουσε την φωνήν του Κυρίου του, ούτε και εδέχθη την παιδαγωγίαν και μόρφωσιν παρά του Θεού. Εξηφανίσθη η φιλαλήθεια και η ειλικρίνεια από το στόμα αυτών.

Ιερ. 7,29            Κεῖραι τὴν κεφαλήν σου καὶ ἀπόῤῥιπτε καὶ ἀνάλαβε ἐπὶ χειλέων θρῆνον, ὅτι ἀπεδοκίμασε Κύριος καὶ ἀπώσατο τὴν γενεὰν τὴν ποιοῦσαν ταῦτα.

Ιερ. 7,29                   Εις ένδειξιν πένθους ξύρισε τας τρίχας της κεφαλής σου και απόρριψε τας. Ανάλαβε θρήνους και μοιρολόγια εις τα χείλη σου, διότι ο Κυριος απεδοκίμασε και απέκρουσε την γενεάν, η οποία διαπράττει αυτάς τας παρανομίας.

Ιερ. 7,30            ὅτι ἐποίησαν οἱ υἱοὶ Ἰούδα τὸ πονηρὸν ἐναντίον ἐμοῦ, λέγει Κύριος· ἔταξαν τὰ βδελύγματα αὐτῶν ἐν τῷ οἴκῳ, οὗ ἐπικέκληται τὸ ὄνομά μου ἐπ᾿ αὐτόν, τοῦ μιᾶναι αὐτόν·

Ιερ. 7,30                   Διότι οι Ιουδαίοι διέπραξαν πονηρίας ενώπιόν μου, λέγει ο Κυριος. Εφθασαν μέχρι του σημείου να εγκαταστήσουν τα βδελυρά των είδωλα στον ναόν μου, εκεί όπου επικαλείται το Ονομά μου, δια να τον μολύνουν.

Ιερ. 7,31            καὶ ᾠκοδόμησαν τὸν βωμὸν τοῦ Ταφέθ, ὅς ἐστιν ἐν φάραγγι υἱοῦ Ἐννόμ, τοῦ κατακαίειν τοὺς υἱοὺς αὐτῶν καὶ τὰς θυγατέρας αὐτῶν ἐν πυρί, ὃ οὐκ ἐνετειλάμην αὐτοῖς καὶ οὐ διενοήθην ἐν τῇ καρδίᾳ μου.

Ιερ. 7,31                    Εκτισαν βωμόν του Ταφέθ, που ευρίσκεται εις την φάραγγα του υιού Εννόμ, δια να κατακαίουν εκεί επάνω στο πυρ τους υιούς και τας θυγατέρας των, πράγμα το οποίον εγώ ποτέ δεν τους διέταξα να το κάμουν, ούτε καν και το εσκέφθην.

Ιερ. 7,32            διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἡμέραι ἔρχονται, λέγει Κύριος, καὶ οὐκ ἐροῦσιν ἔτι· Βωμὸς τοῦ Ταφὲθ καὶ φάραγξ υἱοῦ Ἐννόμ, ἀλλ᾿ ἢ Φάραγξ τῶν ἀνῃρημένων, καὶ θάψουσιν ἐν τῷ Ταφὲθ διὰ τὸ μὴ ὑπάρχειν τόπον.

Ιερ. 7,32                   Δια τούτο ιδού, έρχονται ημέραι, λέγει ο Κυριος και δεν θα ονομάζουν πλέον την περιοχήν “Βωμός του Ταφέθ” η “Φαραγξ υιού Εννόμ”, αλλά θα την ονομάζουν «“Φαραγξ των φονευομένων”, τους οποίους θα θάψουν εις Ταφέθ, διότι όλοι οι άλλοι τόποι θα έχουν γεμίσει και δεν θα υπάρχη άλλου χώρος εις ταφήν των φονευομένων.

Ιερ. 7,33            καὶ ἔσονται οἱ νεκροὶ τοῦ λαοῦ τούτου εἰς βρῶσιν τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοῖς θηρίοις τῆς γῆς, καὶ οὐκ ἔσται ὁ ἀποσοβῶν.

Ιερ. 7,33                    Οι νεκροί του λαού αυτού θα είναι άταφοι, τροφή των ορνέων του ουρανού και των θηρίων της γης. Και δεν θα υπάρχη κανείς άνθρωπος να απομακρύνη τα όρνεα και τα θηρία από τα πτώματα.

Ιερ. 7,34            καὶ καταλύσω ἐκ πόλεων Ἰούδα καὶ ἐκ διόδων Ἱερουσαλὴμ φωνὴν εὐφραινομένων καὶ φωνὴν χαιρόντων, φωνὴν νυμφίου καὶ φωνὴν νύμφης, ὅτι εἰς ἐρήμωσιν ἔσται πᾶσα ἡ γῆ.

Ιερ. 7,34                   Θα καταργήσω και θα καταπαύσω εις τας πόλεις της χώρας Ιούδα και στους δρόμους της Ιερουσαλήμ γενικώς, φωνήν ανθρώπων που ευφραίνονται, φωνήν ανθρώπων που χαίρουν, φωνήν νυμφίου και φωνήν νύμφης, διότι η χώρα αυτή θα έχη πλέον παραδοθή εις καταστροφήν και ερήμωσιν.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 8

 

Ιερ. 8,1             Ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, λέγει Κύριος, ἐξοίσουσι τὰ ὀστᾶ τῶν βασιλέων Ἰούδα καὶ τὰ ὀστᾶ τῶν ἀρχόντων αὐτοῦ καὶ τὰ ὀστᾶ τῶν ἱερέων καὶ τὰ ὀστᾶ προφητῶν καὶ τὰ ὀστᾶ τῶν κατοικούντων ἐν Ἱερουσαλὴμ ἐκ τῶν τάφων αὐτῶν

Ιερ. 8,1                      Κατά την εποχήν εκείνην των συμφορών και του ολέθρου, λέγει ο Κυριος, οι εχθροί θα τυμβωρυχήσουν, θα βγάλουν από τους τάφους τα οστά των βασιλέων και τα οστά των άλλων αρχόντων του βασιλείου αυτού, τα οστά των ιερέων και των ψευδοπροφητών και τα οστά όλων των κατοίκων της Ιερουσαλήμ.

Ιερ. 8,2             καὶ ψύξουσιν αὐτὰ πρὸς τὸν ἥλιον καὶ τὴν σελήνην καὶ πρὸς πάντας τοὺς ἀστέρας καὶ πρὸς πᾶσαν τὴν στρατιὰν τοῦ οὐρανοῦ, ἃ ἠγάπησαν, καὶ οἷς ἐδούλευσαν καὶ ὧν ἐπορεύθησαν ὀπίσω αὐτῶν καὶ ὧν ἀντείχοντο καὶ οἷς προσεκύνησαν αὐτοῖς· οὐ κοπήσονται καὶ οὐ ταφήσονται, καὶ ἔσονται εἰς παράδειγμα ἐπὶ προσώπου τῆς γῆς,

Ιερ. 8,2                     Θα τα ξηράνουν εκθέτοντες αυτά στον ήλιον και την σελήνην και εις όλους τους αστέρας και εις όλην την στρατιάν των αστέρων του ουρανού, τους οποίους ηγάπησαν και δουλικώς ελάτρευσαν και οπίσω των οποίων επορεύθησαν και επάνω στους οποίους εστήριξαν την πεποίθησιν των και τους προσεκύνησαν. Δεν θα ακουσθή δι' αυτούς επικήδειος θρήνος και κοπετός. Δεν θα ενταφιασθούν, θα μείνουν άταφοι, θα γίνουν έτσι παράδειγμα δι' όλους τους ανθρώπους της γης,

Ιερ. 8,3             ὅτι εἵλοντο τὸν θάνατον ἢ τὴν ζωήν, καὶ πᾶσι τοῖς καταλοίποις τοῖς καταλειφθεῖσιν ἀπὸ τῆς γενεᾶς ἐκείνης ἐν παντὶ τόπῳ, οὗ ἐὰν ἐξώσω αὐτοὺς ἐκεῖ. -

Ιερ. 8,3                      διότι επροτίμησαν τον θάνατον και οχι την ζωήν. Θα τιμωρήσω δε και όλους εκείνους, που θα απομείνουν από την γενεάν αυτήν εις κάθε τόπον, όπου θα τους έχω διασκορπίσει.

Ιερ. 8,4             Ὅτι τάδε λέγει Κύριος· μὴ ὁ πίπτων οὐκ ἀνίσταται; ἢ ὁ ἀποστρέφων οὐκ ἀναστρέφει;

Ιερ. 8,4                     Αυτά λέγει ακόμη ο Κυριος· Μηπως εκείνος που πίπτει, δεν σηκώνεται; Μηπως εκείνος ο οποίος χάνει τον δρόμον του και παραπλανάται, δεν προσπαθεί να επιστρέψη στον δρόμον του;

Ιερ. 8,5             διατί ἀπέστρεψεν ὁ λαός μου οὗτος ἀποστροφὴν ἀναιδῆ καὶ κατεκρατήθησαν ἐν τῇ προαιρέσει αὐτῶν καὶ οὐκ ἠθέλησαν τοῦ ἐπιστρέψαι;

Ιερ. 8,5                      Διατί όμως αυτός ο λαός μου παραπλανάται εις μίαν αναιδή απομάκρυνσιν από εμέ και επιμένουν πεισμόνως εις την κακήν των διάθεσιν και δεν ηθέλησαν να επανέλθουν προς εμέ;

Ιερ. 8,6             ἐνωτίσασθε δὴ καὶ ἀκούσατε· οὐχ οὕτω λαλήσουσιν· οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος μετανοῶν ἀπὸ τῆς κακίας αὐτοῦ, λέγων· τί ἐποίησα; διέλιπεν ὁ τρέχων ἀπὸ τοῦ δρόμου αὐτοῦ ὡς ἵππος κάθιδρος ἐν χρεμετισμῷ αὐτοῦ.

Ιερ. 8,6                     Ακούσατε, λοιπόν, και βάλετε μέσα εις τα αυτιά σας. Δεν ομιλούν οι Ιουδαίοι, όπως πρέπει. Δεν υπάρχει μεταξύ των άνθρωπος, ο οποίος να μετανοή δια την κακίαν του και να λέγη· Τι διέπραξα; Απεκαμεν ο Ισραηλιτικός λαός τρέχων στον δρόμον της ειδωλολατρείας, ωσάν κάθιδρος και χρεμετίζων ίππος.

Ιερ. 8,7             καὶ ἡ ἀσίδα ἐν τῷ οὐρανῷ ἔγνω τὸν καιρὸν αὐτῆς, τρυγὼν καὶ χελιδών, ἀγροῦ στρουθία ἐφύλαξαν καιροὺς εἰσόδων ἑαυτῶν, ὁ δὲ λαός μου οὗτος οὐκ ἔγνω τὰ κρίματα Κυρίου.

Ιερ. 8,7                      Ο πελαργός, το πτηνόν αυτό του ουρανού, γνωρίζει τους καιρούς της μεταναστεύσεώς του. Η τρυγόνα και το χελιδόνι, τα στρουθία του αγρού, γχωρίζουν τους καιρούς της επιστροφής των. Αυτός όμως ο λαός μου δεν έμαθε τους νόμους εμού του Κυρίου του.

Ιερ. 8,8             πῶς ἐρεῖτε· ὅτι σοφοί ἐσμεν ἡμεῖς, καὶ νόμος Κυρίου μεθ᾿ ἡμῶν ἐστιν; εἰς μάτην ἐγενήθη σχοῖνος ψευδὴς γραμματεῦσιν.

Ιερ. 8,8                     Πως, λοιπόν, θα πήτε· Ημείς είμεθα σοφοί και ο νόμος του Κυρίου είναι μαζή μας; Ματαιότητας και ψευδολογίας έγραψεν ο κάλαμος των γραμματέων σας.

Ιερ. 8,9             ᾐσχύνθησαν σοφοὶ καὶ ἐπτοήθησαν καὶ ἑάλωσαν, ὅτι τὸν λόγον Κυρίου ἀπεδοκίμασαν· σοφία τίς ἐστιν ἐν αὐτοῖς;

Ιερ. 8,9                     Κατησχύνθησαν οι σοφοί σας, επτοήθησαν και επανικοβλήθησαν, εκυριεύθησαν και έγιναν δούλοι, διότι απεδοκίμασαν τον λόγον του Κυρίου. Ποία, λοιπόν, σοφία υπάρχει εις αυτούς;

Ιερ. 8,10            διὰ τοῦτο δώσω τὰς γυναῖκας αὐτῶν ἑτέροις καὶ τοὺς ἀγροὺς αὐτῶν τοῖς κληρονόμοις·

Ιερ. 8,10                    Δια τούτο θα δώσω τας γυναίκας των εις άλλους και τους αγρούς των εις άλλους κληρονόμους.

Ιερ. 8,13            καὶ συνάξουσι τὰ γεννήματα αὐτῶν, λέγει Κύριος, οὐκ ἔστι σταφυλὴ ἐν ταῖς ἀμπέλοις, καὶ οὐκ ἔστι σῦκα ἐν ταῖς συκαῖς, καὶ τὰ φύλλα κατεῤῥύηκεν.

Ιερ. 8,13                    Αλλοι θα μαζεύσουν τα προϊόντα των αγρών των, λέγει ο Κυριος. Δεν θα υπάρχη δι' αυτούς σταφυλή εις τας αμπέλους των, ούτε σύκα εις τις συκές των. Καίι αυτά άκομα τα φύλλα θα έχουν πέσει.

Ιερ. 8,14            ἐπὶ τί ἡμεῖς καθήμεθα; συνάχθητε καὶ εἰσέλθωμεν εἰς τὰς πόλεις τὰς ὀχυρὰς καὶ ἀποῤῥιφῶμεν, ὅτι Θεὸς ἀπέῤῥιψεν ἡμᾶς καὶ ἐπότισεν ἡμᾶς ὕδωρ χολῆς, ὅτι ἡμάρτομεν ἐναντίον αὐτοῦ.

Ιερ. 8,14                    Από τον φόβον των επερχομένων εχθρών θα λέγουν· Διατί μένομεν ήσυχοι και αργοί; Συγκεντρωθήτε και ας εισέλθωμεν εις τας οχυράς πόλεις μας, δια να χαθώμε εκεί, διότι ο Θεός μας απέρριψεν από το πρόσωπόν του. Μας επότισε με νερό πικρίας, διότι ημαρτήσαμεν ενώπιον αυτού.

Ιερ. 8,15            συνήχθημεν εἰς εἰρήνην, καὶ οὐκ ἦν ἀγαθά· εἰς καιρὸν ἰάσεως, καὶ ἰδοὺ σπουδή.

Ιερ. 8,15                    Συνεκεντρώθημεν, δια να απολαύσωμεν την ειρηνικήν ζωήν, και όμως κανένα αγαθόν δεν είδαμεν. Ηλπίζομεν εις καιρόν θεραπείας και λυτρώσεως από τα δεινά, και ιδού αντί αυτών μας συνέχει τρόμος και φυγή.

Ιερ. 8,16            ἐκ Δὰν ἀκουσόμεθα φωνὴν ὀξύτητος ἵππων αὐτοῦ, ἀπὸ φωνῆς χρεμετισμοῦ ἱππασίας ἵππων αὐτοῦ ἐσείσθη πᾶσα ἡ γῆ· καὶ ἥξει καὶ καταφάγεται τὴν γῆν καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς, πόλιν καὶ τοὺς κατοικοῦντας ἐν αὐτῇ.

Ιερ. 8,16                    Από την περιοχήν Δαν ηκούσαμεν την διαπεραστικήν φωνήν των ίππων του εχθρού, και από τον θόρυβον του χρεμετσμού του ιππικού του εσείσθη όλη η γη. Ο στρατός αυτός θα επέλθη εναντίον μας, θα καταφάγη την χώραν μας και τα προϊόντα αυτής, κάθε πόλιν και τους κατοικούντας εις αυτήν.

Ιερ. 8,17            διότι ἰδοὺ ἐγὼ ἐξαποστέλλω εἰς ὑμᾶς ὄφεις θανατοῦντας, οἷς οὐκ ἔστιν ἐπᾷσαι, καὶ δήξονται ὑμᾶς

Ιερ. 8,17                    Διότι εγώ θα εξαποστείλω εναντίον σας δηλητηριώδεις θανατηφόρους όφεις, οι οποίοι δεν είναι δυνατόν να γοητευθούν από μάγους και να γίνουν ακίνδυνοι. Αυτοί και θα σας δαγκώσουν.

Ιερ. 8,18            ἀνίατα μετ᾿ ὀδύνης καρδίας ὑμῶν ἀπορουμένης.

Ιερ. 8,18                    Τα δήγματα αυτών θα είναι οδυνηρά και αθεράπευτα, η καρδία σας θα πλημμυρίση από πόνον. Θα ευρίσκεται εις ατονίαν και αδυναμίαν.

Ιερ. 8,19            ἰδοὺ φωνὴ κραυγῆς θυγατρὸς λαοῦ μου ἀπὸ γῆς μακρόθεν· μὴ Κύριος οὐκ ἔστιν ἐν Σιών; ἢ βασιλεὺς οὐκ ἔστιν ἐκεῖ; διατί παρώργισάν με ἐν τοῖς γλυπτοῖς αὐτῶν καὶ ἐν ματαίοις ἀλλοτρίοις;

Ιερ. 8,19                    Ιδού, η φωνή της κραυγής της θυγατρός μου, του ισραηλιτικού δηλαδή λαού, έρχεται από μακράν, από τον τόπον της εξορίας και λέγει· Δεν υπάρχει, λοιπόν, ο Κυριος εις την Σιών, η δεν υπάρχει βασιλεύς εκεί; Και ο Θεός απαντά· Δεν υπάρχει, διότι και αυτοί με εξώργισαν με τα γλυπτά των αγάλματα και με τα μάταια είδωλα ξένων θεών.

Ιερ. 8,20            διῆλθε θέρος, παρῆλθεν ἄμητος, καὶ ἡμεῖς οὐ διεσώθημεν.

Ιερ. 8,20                   Ηλθεν η εποχή του θερισμού, θα λέγουν οι Ισραηλίται, παρήλθεν ο καιρός της συγκομιδής και ημείς δεν διεσώθημεν.

Ιερ. 8,21            ἐπὶ συντρίμματι θυγατρὸς λαοῦ μου ἐσκοτώθην· ἐν ἀπορίᾳ κατίσχυσάν με ὠδῖνες ὡς τικτούσης.

Ιερ. 8,21                    Δια την συντριβήν και καταστροφήν της θυγατρός μου αυτής του Ισραηλιτικού λαού, λέγει ο προφήτης, με κατέλαβε σκοτοδίνη. Ευρέθην εις απορίαν, με κατέλαβαν πόνοι, ωσάν της γυναικός που γεννά.

Ιερ. 8,22            μὴ ῥητίνη οὐκ ἔστιν ἐν Γαλαάδ, ἢ ἰατρὸς οὐκ ἔστιν ἐκεῖ; διατί οὐκ ἀνέβη ἴασις θυγατρὸς λαοῦ μου;

Ιερ. 8,22                   Δεν υπάρχει λοιπόν ιαματικόν βάλσαμον εις την χώραν Γαλαάδ, η δεν ευρίσκεται εκεί Ιατρός; Διατί δεν εθεραπεύθη η θυγάτηρ μου, ο λαός μου;

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 9

 

Ιερ. 9,1             Τὶς δώσει κεφαλῇ μου ὕδωρ καὶ ὀφθαλμοῖς μου πηγὴν δακρύων, καὶ κλαύσομαι τὸν λαόν μου τοῦτον ἡμέρας καὶ νυκτός, τοὺς τετραυματισμένους θυγατρὸς λαοῦ μου;

Ιερ. 9,1                      Ποιός θα δώση εις την κεφαλήν μου ύδωρ και πηγήν δακρύων εις τα μάτια μου, δια να κλαύσω τον λαόν μου αυτόν ημέραν και νύκτα και τους νεκρούς της θυγατρός μου, δηλαδή του λαού μου, που εσφάγησαν κατά τον πόλεμον;

Ιερ. 9,2             τίς δῴη μοι ἐν τῇ ἐρήμῳ σταθμὸν ἔσχατον καὶ καταλείψω τὸν λαόν μου καὶ ἀπελεύσομαι ἀπ᾿ αὐτῶν; ὅτι πάντες μοιχῶνται, σύνοδος ἀθετούντων.

Ιερ. 9,2                     Ποιός θα μου δώση το πλέον απομακρον σημείον της ερήμου, δια να εγκατασταθώ εκεί και εγκαταλείψω τον λαόν μου και φύγω μακράν από αυτούς; Διότι όλοι αυτοί έχουν εκτραπή εις μοιχείαν, έγιναν συμμορία, που καταπατεί τον νόμον του Θεού.

Ιερ. 9,3             καὶ ἐνέτειναν τὴν γλῶσσαν αὐτῶν ὡς τόξον, ψεῦδος καὶ οὐ πίστις ἐνίσχυσεν ἐπὶ τῆς γῆς, ὅτι ἐκ κακῶν εἰς κακὰ ἐξήλθοσαν καὶ ἐμὲ οὐκ ἔγνωσαν, φησὶ Κύριος.

Ιερ. 9,3                      Ετέντωσαν την γλώσσα των, όπως οι πολεμισταί τεντώνουν τόξα των. Εις την χώραν των επεκράτησε το ψεύδος, οχι δε η αλήθεια και αξιοπιστία διότι εξετρέποντο από το ένα κακόν ει το άλλο. Εφυγαν από τον δρόμον μου δεν εγνώρισαν εμέ τον Κυριον των, λέγε ο Κυριος.

Ιερ. 9,4             ἕκαστος ἀπὸ τοῦ πλησίον αὐτοῦ φυλάξασθε καὶ ἐπ᾿ ἀδελφοῖς αὐτῶν μὴ πεποίθατε, ὅτι πᾶς ἀδελφὸς πτέρνῃ πτερνιεῖ, καὶ πᾶς φίλος δολίως πορεύσεται.

Ιερ. 9,4                     Εις την αμαρτωλήν αυτή κοινωνίαν ο καθένας ας προφυλάσσετο από τον πλησίον του· και εις αυτούς ακόμα τους αδελφούς σας μη έχετε εμπιστοσύνην, διότι κάθε αδελφός προσπαθεί να υποσκελίση τον αδελφόν του, και κάθε φίλος φέρεται με δολιότητα απέναντι του φίλου του.

Ιερ. 9,5             ἕκαστος κατὰ τοῦ φίλου αὐτοῦ καταπαίξεται, ἀλήθειαν οὐ μὴ λαλήσωσι· μεμάθηκεν ἡ γλῶσσα αὐτῶν λαλεῖν ψευδῆ, ἠδίκησαν καὶ οὐ διέλιπον τοῦ ἐπιστρέψαι.

Ιερ. 9,5                      Καθε φίλος εμπαίζει τον φίλον του, δεν λέγουν αλήθειαν μεταξύ των, η γλώσσα των έχει μάθει και συνηθίσει να λέγη ψευδολογίας. Διέπραξαν αδικίας, δεν εσταμάτησαν, ώστε να επιστρέψουν εις εμέ εν μετάνοια.

Ιερ. 9,6             τόκος ἐπὶ τόκῳ καὶ δόλος ἐπὶ δόλῳ· οὐκ ἤθελον εἰδέναι με, φησὶ Κύριος.

Ιερ. 9,6                     Ζητούν και εισπράττουν τόκους επάνω εις τόκους, διαπράττουν δόλους επάνω εις δόλους. Δεν θέλουν να με αναγνωρίσουν ως Θεόν των, λέγει ο Κυριος

Ιερ. 9,7             διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ πυρώσω αὐτοὺς καὶ δοκιμῶ αὐτούς, ὅτι ποιήσω ἀπὸ προσώπου πονηρίας θυγατρὸς λαοῦ μου.

Ιερ. 9,7                      Δια τας παρανομίας των αυτάς, αυτά λέγει ο Κυριος· Ιδού, εγώ θα τους θέσω επάνω εις την φωτιάν. Θα τους βάλω εις μεγάλην δοκιμασίαν. Τούτο δε εξ αιτίας της κακίας της θυγατρός μου, δηλαδή του λαού μου τούτου.

Ιερ. 9,8             βολὶς τιτρώσκουσα ἡ γλῶσσα αὐτῶν, δόλια τὰ ῥήματα τοῦ στόματος αὐτῶν· τῷ πλησίον αὐτοῦ λαλεῖ εἰρηνικὰ καὶ ἐν ἑαυτῷ ἔχει τὴν ἔχθραν.

Ιερ. 9,8                     Η γλώσσα των είναι βέλος οξύ, που πληγώνει καρδίας. Δολια τα λόγια του στόματός των. Κατά τρόπον υποκριτικόν ο καθένας λαλεί ειρηνικά λόγια στον πλησίον του, και μέσα εις την καρδίαν του έχει την εχθρότητα και το μίσος.

Ιερ. 9,9             μὴ ἐπὶ τούτοις οὐκ ἐπισκέψομαι, λέγει Κύριος, ἢ ἐν λαῷ τοιούτῳ οὐκ ἐκδικήσει ἡ ψυχή μου;

Ιερ. 9,9                     Μηπως ένεκα των κακιών σας αυτών δεν θα σας επισκεφθώ με την ράδδον της τιμωρίας μου, λέγει ο Κυριος, η θα αφήσω ατιμώρητον ένα τέτοιον λαόν;

Ιερ. 9,10            Ἐπὶ τὰ ὄρη λάβετε κοπετὸν καὶ ἐπὶ τὰς τρίβους τῆς ἐρήμου θρῆνον, ὅτι ἐξέλιπον παρὰ τὸ μὴ εἶναι ἀνθρώπους· οὐκ ἤκουσαν φωνὴν ὑπάρξεως· ἀπὸ πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἕως κτηνῶν ἐξέστησαν, ᾤχοντο.

Ιερ. 9,10                    Αναβήτε εις τα όρη και αρχίσατε κοπετόν, και εις τας ερημωμένας περιοχάς της χώρας σας θρηνήσατε, διότι έχουν εκλείψει πλέον οι άνθρωποι από αυτάς. Δεν ακούεται καμμία φωνή, που να μαρτυρή ύπαρξιν ανθρώπου. Από τα πτηνά του ουρανού έως τα κτήνη των αγρών, τα πάντα έχουν τρομάξει και εξαφανισθή.

Ιερ. 9,11            καὶ δώσω τὴν Ἱερουσαλὴμ εἰς μετοικίαν καὶ εἰς κατοικητήριον δρακόντων καὶ τὰς πόλεις Ἰούδα εἰς ἀφανισμὸν θήσομαι, παρὰ τὸ μὴ κατοικεῖσθαι.

Ιερ. 9,11                    Θα επιτρέψω να οδηγηθούν αιχμάλωτοι εις εξοριαν οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ και αυτή να μείνη έρημος, κατοικία και φωλεά δρακόντων. Θα παραδώσω εις καταστροφήν και αφανισμόν τας πόλστου Ιούδα, ώστε να μη κατοικούνται πλέον από ανθρώπους.

Ιερ. 9,12            τίς ὁ ἄνθρωπος ὁ συνετός, καὶ συνέτω τοῦτο; καὶ ᾧ λόγος στόματος Κυρίου πρὸς αὐτόν, ἀναγγειλάτω ὑμῖν· ἕνεκεν τίνος ἀπώλετο ἡ γῆ, ἀνήφθη ὡς ἔρημος παρὰ τὸ μὴ διοδεύεσθαι αὐτήν;

Ιερ. 9,12                    Ποιός είναι σοφός άνθρωπος, ώστε να εννοήση αυτά; Οποιος άνθρωπος υπάρχει, στον οποίον να ευρίσκεται ο λόγος του στόματος του Κυρίου, ας αναγγείλη τούτο προς ημάς. Ενεκα τίνος κατεστράφη η χώρα, εκάη και έγινεν έρημος, ώστε κανείς πλέον να μη διέρχεται δια μέσου αυτής;

Ιερ. 9,13            καὶ εἶπε Κύριος πρός με· διὰ τὸ ἐγκαταλιπεῖν αὐτοὺς τὸν νόμον μου, ὃν ἔδωκα πρὸ προσώπου αὐτῶν, καὶ οὐκ ἤκουσαν τῆς φωνῆς μου,

Ιερ. 9,13                    Και είπεν ο Κυριος προς εμέ· Διότι αυτοί απηρνήθησαν και εγκατέλιπαν τον Νομον μου, τον οποίον εγώ έδωκα ενώπιον των· διότι δεν ήκουσαν την φωνήν των εντολών μου,

Ιερ. 9,14            ἀλλ᾿ ἐπορεύθησαν ὀπίσω τῶν ἀρεστῶν τῆς καρδίας αὐτῶν τῆς κακῆς καὶ ὀπίσω τῶν εἰδώλων, ἃ ἐδίδαξαν αὐτοὺς οἱ πατέρες αὐτῶν·

Ιερ. 9,14                    αλλά επορεύθησαν σύμφωνα προς τας επιθυμίας της πονηράς των καρδίας, όπισθεν των ειδώλων, των οποίων την λατρείαν εδίδαξαν εις αυτούς οι πατέρες των.

Ιερ. 9,15            διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· ἰδοὺ ἐγὼ ψωμιῶ αὐτοὺς ἀνάγκας καὶ ποτιῶ αὐτοὺς ὕδωρ χολῆς

Ιερ. 9,15                    Δια τούτο αυτά λέγει Κυριος ο Θεός του Ισραηλιτικού λαού· Ιδού εγώ θα δώσω εις αυτούς αντί άρτου θλίψεις και ανάγκας. Θα τους ποτίσω με κατάπικρον ύδωρ χολής.

Ιερ. 9,16            καὶ διασκορπιῶ αὐτοὺς ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εἰς οὓς οὐκ ἐγίνωσκον αὐτοὶ καὶ οἱ πατέρες αὐτῶν, καὶ ἐπαποστελῶ ἐπ᾿ αὐτοὺς τὴν μάχαιραν ἕως τοῦ ἐξαναλῶσαι αὐτοὺς ἐν αὐτῇ.

Ιερ. 9,16                    Θα τους διασκορπίσω ανά τα διάφορα έθνη, μεταξύ ανθρώπων τους οποίους δεν εγνώριζαν ούτε αυτοί ούτε οι προγονοί των. Και επί πλέον θα στείλω εναντίον των ρομφαίαν, μέχρις ότου τους εξολοθρεύσω δι' αυτής.

Ιερ. 9,17            τάδε λέγει Κύριος· καλέσατε τὰς θρηνούσας καὶ ἐλθέτωσαν, καὶ πρὸς τὰς σοφὰς ἀποστείλατε καὶ φθεγξάσθωσαν

Ιερ. 9,17                    Αυτά λέγει ο Κυριος· Προσκαλέσατε θρηνωδούς και μοιρολογούσας γυναίκας, δια να έλθουν και θρηνήσουν την συμφοράν σας. Προς τας ικανωτάτας από αυτάς αποστείλατε ειδικούς απεσταλμένους, δια να συνθέσουν και θρηνολογήσουν θρηνώδη άσματα.

Ιερ. 9,18            καὶ λαβέτωσαν ἐφ᾿ ὑμᾶς θρῆνον, καὶ καταγαγέτωσαν οἱ ὀφθαλμοὶ ὑμῶν δάκρυα, καὶ τὰ βλέφαρα ὑμῶν ῥείτω ὕδωρ.

Ιερ. 9,18                    Ας αναλάβουν θρήνους δια σας. Τα μάτια σας, ως άλλαι πηγαί, ας ρεύσουν άφθονα δάκρυα και από τα βλέφαρα σας ας τρέξη νερό.

Ιερ. 9,19            ὅτι φωνὴ οἴκτου ἠκούσθη ἐν Σιών· πῶς ἐταλαιπωρήσαμεν, κατῃσχύνθημεν σφόδρα, ὅτι ἐγκατελίπομεν τὴν γῆν καὶ ἀπεῤῥίψαμεν τὰ σκηνώματα ἡμῶν.

Ιερ. 9,19                    Διότι θλιβερά φωνή ηκούσθη εις την Σιών λέγουσα· Πως εταλαιπωρήθημεν, πως κατησχύνθημεν τύσον πολύ, πως εγκατελείψαμεν την χώραν μας και εφύγαμεν από τας κατοικίας μας!

Ιερ. 9,20            ἀκούσατε δή, γυναῖκες, λόγον Θεοῦ, καὶ δεξάσθω τὰ ὦτα ὑμῶν λόγους στόματος αὐτοῦ, καὶ διδάξατε τὰς θυγατέρας ὑμῶν οἶκτον καὶ γυνὴ τὸν πλησίον αὐτῆς θρῆνον.

Ιερ. 9,20                   Ακούσατε, λοιπόν, σεις αι γυναίκες, λόγον Θεού και τα αυτιά σας ας δεχθούν τα λόγια του στόματός του. Διδάξατε τας θυγατέρας σας θρήνον και κάθε γυνή την πλησίον της μοιρολόγια.

Ιερ. 9,21            ὅτι ἀνέβη θάνατος διὰ τῶν θυρίδων ὑμῶν, εἰσῆλθεν εἰς τὴν γῆν ὑμῶν τοῦ ἐκτρῖψαι νήπια ἔξωθεν καὶ νεανίσκους ἀπὸ τῶν πλατειῶν.

Ιερ. 9,21                    Διότι ο ελοθρεύων θάνατος εισήλθε μέσα εις τα σπίτια σας από τα παράθυρα. Εισήλθε και εξηπλώθη εις την χώραν σας, δια να συντρίψη κάτω στο έδαφος παιδιά, που ευρίσκοντο έξω, και νέους άνδρας, που ευρίσκοντο εις τας πλατείας.

Ιερ. 9,22            καὶ ἔσονται οἱ νεκροὶ τῶν ἀνθρώπων εἰς παράδειγμα ἐπὶ προσώπου τοῦ πεδίου τῆς γῆς ὑμῶν καὶ ὡς χόρτος ὀπίσω θερίζοντος, καὶ οὐκ ἔσται ὁ συνάγων. -

Ιερ. 9,22                   Τα νεκρά σώματα των ανθρώπων σας, οικτρόν θέαμα, θα κατάκεινται άταφα εις τας ανοικτάς πεδιάδας της χώρας σας ως παράδειγμα, πολυάριθμα και εγκαταλελειμμένα, ωσάν χορτάρι πίσω από τον θεριστήν, δια το οποίον δεν υπάρχει κανείς να το περιμαζεύση.

Ιερ. 9,23            Τάδε λέγει Κύριος· μὴ καυχάσθω ὁ σοφὸς ἐν τῇ σοφίᾳ αὐτοῦ, καὶ μὴ καυχάσθω ὁ ἰσχυρὸς ἐν τῇ ἰσχύϊ αὐτοῦ, καὶ μὴ καυχάσθω ὁ πλούσιος ἐν τῷ πλούτῳ αὐτοῦ,

Ιερ. 9,23                   Εν όψει αυτών των συμφορών αυτά λέγει ο Κυριος· Ας μη καυχάται ο σοφός δια την σοφίαν του, ας μη καυχάται ο ισχυρός δια την δύναμίν του και ας μη καυχάται ο πλούσιος δια τον πλούτον του.

Ιερ. 9,24            ἀλλ᾿ ἢ ἐν τούτῳ καυχάσθω ὁ καυχώμενος, συνίειν καὶ γινώσκεν ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ ποιῶν ἔλεος καὶ κρίμα καὶ δικαιοσύνην ἐπὶ τῆς γῆς, ὅτι ἐν τούτοις τὸ θέλημά μου, λέγει Κύριος.

Ιερ. 9,24                   'Αλλα στούτο ας καυχάται κάθε καυχώμενος· Εις το ότι κατανοεί και γνωρίζει και αναγνωρίζει, ότι εγώ είμαι ο Κυριος, που ευσπλαγχνίζομαι, που κρίνω δικαίως, που αποδιδώ και αποκαθιστώ δικαιοσύνην επάνω εις την γην. Διότι εις αυτά έγκειται το θέλημά μου, εις αυτά ευαρεστούμαι, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 9,25            ἰδοὺ ἡμέραι ἔρχονται, λέγει Κύριος, καὶ ἐπισκέψομαι ἐπὶ πάντας περιτετμημένους ἀκροβυστίας αὐτῶν,

Ιερ. 9,25                   Ιδού, έρχονται ημέραι λέγει ο Κυριος, και θα επισκεφθώ με την ράδδον της τιμωρίας μου όλους εκείνους, που έχουν τας ακροβυστίας των περιτμημένας, δηλαδή τους Ιουδαίους,

Ιερ. 9,26            ἐπ᾿ Αἴγυπτον καὶ ἐπὶ Ἰδουμαίαν καὶ ἐπὶ Ἐδὼμ καὶ ἐπὶ υἱοὺς Ἀμμὼν καὶ ἐπὶ υἱοὺς Μωὰβ καὶ ἐπὶ πάντα περικειρόμενον τὰ κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ, τοὺς κατοικοῦντας ἐν τῇ ἐρήμῳ· ὅτι πάντα τὰ ἔθνη ἀπερίτμητα σαρκί, καὶ πᾶς οἶκος Ἰσραὴλ ἀπερίτμητοι καρδίας αὐτῶν.

Ιερ. 9,26                   όπως επίσης τους Αιγυπτίους, τους Ιδουμαιους, τους Αμμωνίτας, τους Μωαβίτας και όλους εκείνους, οι οποίοι καλλωπιζόμενοι περικόπτουν την κόμην και το γένειόν των. Και ακόμη όλους τους κατοίκους της ερήμου. Διότι τα μεν έθνη είναι απερίτμητα κατά την σάρκα, οι Ισραηλίται όμως είναι απερίτμητοι κατά την καρδίαν.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 10

 

Ιερ. 10,1            Ἀκούσατε τὸν λόγον Κυρίου, ὃν ἐλάλησεν ἐφ᾿ ὑμᾶς, οἶκος Ἰσραήλ·

Ιερ. 10,1                    Ακούσατε, Ισραηλίται, τον λόγον Κυρίου, τον οποίον ελάλησε προς σας.

Ιερ. 10,2            τάδε λέγει Κύριος· κατὰ τὰς ὁδοὺς τῶν ἐθνῶν μὴ μανθάνετε καὶ ἀπὸ τῶν σημείων τοῦ οὐρανοῦ μὴ φοβεῖσθε, ὅτι φοβοῦνται αὐτὰ τοῖς προσώποις αὐτῶν.

Ιερ. 10,2                    Αυτά λέγει ο Κυριος· Μη μανθάνετε να ζήτε σύμφωνα με τους τρόπους της ζωής των ειδωλολατρικών εθνών. Και από τα σημεία του ουρανού μη φοβείσθε, διότι αυτά οι ειδωλολατρικοί λαοί τα φοβούνται.

Ιερ. 10,3            ὅτι τὰ νόμιμα τῶν ἐθνῶν μάταια· ξύλον ἐστὶν ἐκ τοῦ δρυμοῦ ἐκκεκομμένον, ἔργον τέκτονος καὶ χώνευμα·

Ιερ. 10,3                    Μη ακολουθήτε τους ειδωλολάτρας, διότι οι θρησκευτικοί και ηθικοί δεσμοί των ειδωλολατρικών εθνών, τα θρησκευτικά των έθιμα και αι παραδόσεις των, είναι ψευδή και ανωφελή. Τα είδωλά των είναι ξύλον, το οποίον έχει κοπή από το δάσος. Είναι έργον τέκτονος, το δε περίβλημά του είναι από χωνευμένον μέταλλον.

Ιερ. 10,4            ἀργυρίῳ καὶ χρυσίῳ κεκαλλωπισμένα ἐστίν· ἐν σφύραις καὶ ἥλοις ἐστερέωσαν αὐτά,

Ιερ. 10,4                    Αυτά είναι στολισμένα με αργύριον και χρυσίον. Τα έχουν στερεώσει με σφυριά και καρφιά.

Ιερ. 10,5            αἰρόμενα ἀρθήσονται, ὅτι οὐκ ἐπιβήσονται. μὴ φοβηθῆτε αὐτά, ὅτι οὐ μὴ κακοποιήσωσι, καὶ ἀγαθὸν οὐκ ἔστιν ἐν αὐτοῖς.

Ιερ. 10,5                    Οι άνθρωποι τα τοποθετούν κάπου και αυτά δεν θα δυνηθούν να κινηθούν. Αψυχα ανάγλυφα έργα από άργυρον δεν πρόκειται ποτέ να περιπατήσουν. Θέτουν επάνω εις αυτά άργυρον, που έχει έλθει από Θαρσίς, και χρυσίον από Μωφάζ. Ολα αυτά έχουν γίνει με τα χέρια των χρυσοχόων, είναι έργα τεχνιτών. Τα ενδύουν με υακινθον και πορφύραν.

Ιερ. 10,9            θήσουσιν αὐτά, καὶ οὐ κινηθήσονται· ἀργύριον τορευτόν ἐστιν, οὐ πορεύσονται· ἀργύριον προσβλητὸν ἀπὸ Θαρσὶς ἥξει, χρυσίον Μωφὰζ καὶ χεὶρ χρυσοχόων, ἔργα τεχνιτῶν πάντα· ὑάκινθον καὶ πορφύραν ἐνδύσουσιν αὐτά·

Ιερ. 10,9                    Οταν κανείς τα σήκωση και τα μετακινήση, τότε κινούνται. Παντως μόνα των δεν ημπορούν να ανεβούν στους ίππους. Μη φοβηθήτε, λοιπόν, τα είδωλα, διότι είναι ανίκανα να κάνουν κάτι κακόν, αλλά και τίποτε το καλόν δεν υπάρχει εις αυτά.

Ιερ. 10,11          οὕτως ἐρεῖτε αὐτοῖς· θεοί, οἳ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν οὐκ ἐποίησαν, ἀπολέσθωσαν ἐκ τῆς γῆς καὶ ὑποκάτωθεν τοῦ οὐρανοῦ τούτου.

Ιερ. 10,11                   Ετσι θα ομιλήσετε και θα πήτε δι' αυτά· θεοί, οι οποίοι δεν εδημιούργησαν τον ουρανόν και την γην, ας χαθούν από το πρόσωπον της γης και γενικώς από κάθε σημείον, που ευρίσκεται κάτω από τον ουρανόν.

Ιερ. 10,12          Κύριος ὁ ποιήσας τὴν γῆν ἐν τῇ ἰσχύϊ αὐτοῦ, ὁ ἀνορθώσας τὴν οἰκουμένην ἐν τῇ σοφίᾳ αὐτοῦ καὶ τῇ φρονήσει αὐτοῦ ἐξέτεινε τὸν οὐρανόν,

Ιερ. 10,12                  Ο Κυριος είναι εκείνος, ο οποίος, εν τη απείρω αυτού δυνάμει, εδημιούργησε την γην, ανόρθωσε την οικουμένην εν τη σοφία του και δια της συνέσεώς του και φρονήσεως εξέτεινε τον ουρανόν άνω.

Ιερ. 10,13          καὶ πλῆθος ὕδατος ἐν οὐρανῷ, καὶ ἀνήγαγε νεφέλας ἐξ ἐσχάτου τῆς γῆς, ἀστραπὰς εἰς ὑετὸν ἐποίησε καὶ ἐξήγαγε φῶς ἐκ θησαυρῶν αὐτοῦ.

Ιερ. 10,13                  Αυτός είναι, που ανεβάζει και συγκεντρώνει στους ουρανούς πλήθη υδάτων, αναβιβάζει και μεταφέρει νεφέλας από τα πέρατα της γης. Εκαμε αστραπάς εις προπαρασκευήν της βροχής και έβγαλε το φως από τους απείρους αυτού θησαυρούς.

Ιερ. 10,14          ἐμωράνθη πᾶς ἄνθρωπος ἀπὸ γνώσεως, κατῃσχύνθη πᾶς χρυσοχόος ἐπὶ τοῖς γλυπτοῖς αὐτοῦ, ὅτι ψευδῆ ἐχώνευσεν, οὐκ ἔστι πνεῦμα ἐν αὐτοῖς·

Ιερ. 10,14                  Καθε άπιστος και ειδωλολάτρης άνθρωπος είναι μωρός από απόψεως γνώσεως. Εις καταισχύνην ζη και ευρίσκεται κάθε χρυσοχόος εξ αιτίας των γλυπτών του αγαλμάτων, διότι ψευδή και νεκρά πράγματα εθεσεν εις καλούπια και τα εχώνευσεν εις την φωτιάν. Δεν υπάρχει καμμία αναπνοή και ζωή εις αυτά.

Ιερ. 10,15          μάταιά ἐστιν, ἔργα ἐμπεπαιγμένα, ἐν καιρῷ ἐπισκοπῆς αὐτῶν ἀπολοῦνται.

Ιερ. 10,15                  Κούφια και ψευδή είναι αυτά, έργα εμπαιγμού και απάτης. Οταν με την τιμωρόν ράδδον μου επισκεφθώ τους ειδωλολάτρας, αυτά θα παραδοθούν εις καταστροφήν.

Ιερ. 10,16          οὐκ ἔστι τοιαύτη μερὶς τῷ Ἰακώβ, ὅτι ὁ πλάσας τὰ πάντα αὐτὸς κληρονομία αὐτοῦ, Κύριος ὄνομα αὐτῷ.

Ιερ. 10,16                  Δεν υπάρχει κανένα μέρος δια τον Ιακώβ εις τέτοιες θρησκευτικές πλάνες. Διότι ο Θεός, ο οποίος εδημιούργησε τα πάντα, αυτός είναι η κληρονομία του Ισραηλιτικού λαού. Αυτός, του οποίου το όνομα είναι Κυριος.

Ιερ. 10,17          Συνήγαγεν ἔξωθεν τὴν ὑπόστασίν σου, κατοικοῦσα ἐν ἐκλεκτοῖς.

Ιερ. 10,17                  Ο εχθρός συνεκέντρωσεν έξω από σέ, Ιερουσαλήμ, όλους τους ανθρώπους σου, οι οποίοι κατοικούσαν εις ωραίους οίκους.

Ιερ. 10,18          ὅτι τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ σκελίζω τοὺς κατοικοῦντας τὴν γῆν ταύτην ἐν θλίψει, ὅπως εὑρεθῇ ἡ πληγή σου·

Ιερ. 10,18                  Διότι αυτά λέγει ο Κυριος· Ιδού, εγώ θα υποσκελίσω, θα ανατρέψω και θα ρίψω κάτω εις την γην, θα αποστείλω θλίψιν στους κατοίκους της χώρας αυτής, ώστε να γίνη φανερά εις όλους η εκ μέρους εμού τιμωρία σου.

Ιερ. 10,19          οὐαὶ ἐπὶ συντρίμματί σου, ἀλγηρὰ ἡ πληγή σου, κἀγὼ εἶπα· ὄντως τοῦτο τὸ τραῦμά μου καὶ κατέλαβέ με·

Ιερ. 10,19                  Αλλοίμονον εις σε δια τα συντρίμματά σου! Οδυνηρά είναι η πληγή σου! Και εγώ είπα· Πράγματι, οδυνηρόν είναι το τραύμα, που με έχει καταλάβει.

Ιερ. 10,20          ἡ σκηνή μου ἐταλαιπώρησεν, ὤλετο, καὶ πᾶσαι αἱ δέῤῥεις μου διεσπάσθησαν· οἱ υἱοί μου καὶ τὰ πρόβατά μου οὐκ εἰσίν, οὐκ ἔστιν ἔτι τόπος τῆς σκηνῆς μου, τόπος τῶν δέῤῥεών μου.

Ιερ. 10,20                 Η σκηνή μου έχει υποστή βλάβας και ταλαιπωρίας· κατεστράφη. Ολα τα δέρματα της σκηνής μου έχουν σχισθή. Τα παιδιά μου και τα πρόβατά μου δεν υπάρχουν πλέον. Δεν υπάρχει τόπος δια την σκηνήν μου, μέρος δια να αποθέσω τα δερμάτινα καλύμματά της.

Ιερ. 10,21          ὅτι οἱ ποιμένες ἠφρονεύσαντο καὶ τὸν Κύριον οὐκ ἐξεζήτησαν· διὰ τοῦτο οὐκ ἐνόησε πᾶσα ἡ νομὴ καὶ διεσκοσπίσθησαν.

Ιερ. 10,21                  Υπέστην αυτά, διότι οι άρχοντες του λαού μου εφάνησαν άφρονες και ασύνετοι. Τον Κυριον δεν εζήτησαν βοηθόν των. Δια τούτο όλον το ποίμνιον έμεινε χωρίς σκέψιν και σύνεσιν, και διεσκορπίσθησαν τα πρόβατα.

Ιερ. 10,22          φωνὴ ἀκοῆς ἰδοὺ ἔρχεται καὶ σεισμὸς μέγας ἐκ γῆς βοῤῥᾶ τοῦ τάξαι τὰς πόλεις Ἰούδα εἰς ἀφανισμὸν καὶ κοίτην στρουθῶν.

Ιερ. 10,22                 Ιδού, ακούεται βοή σεισμού, έρχεται μεγάλος σεισμός από την χώραν του βορρά, δια να σκορπίση όλεθρον και αφανισμόν εις τας πόλστου Ιούδα και να καταστήση αυτάς φωλεάς στρουθίων.

Ιερ. 10,23          οἶδα, Κύριε, ὅτι οὐχὶ τοῦ ἀνθρώπου ἡ ὁδὸς αὐτοῦ, οὐδὲ ἀνὴρ πορεύσεται καὶ κατορθώσει πορείαν αὐτοῦ.

Ιερ. 10,23                 Γνωρίζω, Κυριε, ότι ο άνθρωπος δεν είναι πάντοτε κύριος της οδού του, ούτε ημπορεί εξ εαυτού να βαδίση τον αληθινόν δρόμον, ώστε να επιτύχη εις την πορείαν της ζωής του.

Ιερ. 10,24          παίδευσον ἡμᾶς, Κύριε, πλὴν ἐν κρίσει καὶ μὴ ἐν θυμῷ, ἵνα μὴ ὀλίγους ἡμᾶς ποιήσῃς.

Ιερ. 10,24                 Παιδαγώγησέ μας, Κυριε, με την δικαιοσύνην και την καλωσύνην σου και όχι με τον θυμόν σου, δια να μη μας κάμης ακόμη ολιγωτέρους από ο,τι είμεθα.

Ιερ. 10,25          ἔκχεον τὸν θυμόν σου ἐπὶ ἔθνη τὰ μὴ εἰδότα σε καὶ ἐπὶ γενεάς, αἳ τὸ ὄνομά σου οὐκ ἐπεκαλέσαντο, ὅτι κατέφαγον τὸν Ἰακὼβ καὶ ἐξανήλωσαν αὐτὸν καὶ τὴν νομὴν αὐτοῦ ἠρήμωσαν.

Ιερ. 10,25                 Στρέψε και χύσε τον θυμόν σου εναντίον των ειδωλολατρικών λαών, που δεν σε γνωρίζουν, και εις γενεάς ανθρώπων, αι οποίαι δεν επικαλούνται το Ονομά σου, διότι αυτοί κατέφαγον τον Ισραηλιτικον λαόν. Τον παρέδωσαν εις την καταστροφήν. ερήμωσαν το ποίμνιον και την χώραν αυτού.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 11

 

Ιερ. 11,1            Ὁ λόγος ὁ γενόμενος παρὰ Κυρίου πρὸς Ἱερεμίαν λέγων·

Ιερ. 11,1                     Ο λόγος, τον οποίον απηύθυνεν ο Κυριος προς τον Ιερεμίαν, και είπε·

Ιερ. 11,2            ἀκούσατε τοὺς λόγους τῆς διαθήκης ταύτης. καὶ λαλήσεις πρὸς ἄνδρας Ἰούδα καὶ πρὸς τοὺς κατοικοῦντας ἐν Ἱερουσαλήμ·

Ιερ. 11,2                    Ακούσατε τους λόγους της διαθήκης αυτής, του Νομου τούτου. Θα ομιλήσης προς τους Ιουδαίους και τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ·

Ιερ. 11,3            καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς· τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· ἐπικατάρατος ὁ ἄνθρωπος, ὃς οὐκ ἀκούσεται τῶν λόγων τῆς διαθήκης ταύτης,

Ιερ. 11,3                     και θα είπης προς αυτούς· αυτά λέγει Κυριος ο Θεός του Ισραηλιτικού λαού· Κατηραμένος ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος δεν θα ακούση και δεν θα υπακούση εις τα λόγια της διαθήκης αυτής,

Ιερ. 11,4            ἧς ἐνετειλάμην τοῖς πατράσιν ὑμῶν ἐν ἡμέρᾳ, ᾗ ἀνήγαγον αὐτοὺς ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ἐκ καμίνου τῆς σιδηρᾶς, λέγων· ἀκούσατε τῆς φωνῆς μου καὶ ποιήσατε πάντα, ὅσα ἐὰν ἐντείλωμαι ὑμῖν, καὶ ἔσεσθέ μοι εἰς λαόν, καὶ ἐγὼ ἔσομαι ὑμῖν εἰς Θεόν,

Ιερ. 11,4                    την οποίαν εγώ διέταζα στους προγόνους σας κατά την ημέραν εκείνην, κατά την οποίαν τους έβγαλα ελευθέρους από την γην της Αιγύπτου, από την σιδηρένιαν κάμινον του πυρός, λέγων· ακούσατε τους λόγους μου, τηρήσατε και εφαρμόσατε όλα, όσα θα διατάξω εις σας. Ετσι δε θα είσθε σεις λαός μου και εγώ θα είμαι Θεός σας·

Ιερ. 11,5            ὅπως στήσω τὸν ὅρκον μου, ὃν ὤμοσα τοῖς πατράσιν ὑμῶν, τοῦ δοῦναι αὐτοῖς γῆν ῥέουσαν γάλα καὶ μέλι καθὼς ἡ ἡμέρα αὕτη. καὶ ἀπεκρίθην καὶ εἶπα· γένοιτο, Κύριε.

Ιερ. 11,5                     και θα εκπληρώσω όσα υπεσχέθην με όρκον, τον οποίον ωρκίσθην στους προγόνους σας, να δώσω εις αυτούς γη ρέουσαν γάλα και μέλι, όπως μαρτυρεί και η ημέρα αυτή. Απήντησα, λέγει ο προφήτης, και είπα· είθε να πραγματοποιηθή αυτό, Κυριε !

Ιερ. 11,6            καὶ εἶπε Κύριος πρός με· ἀνάγνωθι τοὺς λόγους τούτους ἐν πόλεσιν Ἰούδα καὶ ἔξωθεν Ἱερουσαλὴμ λέγων· ἀκούσατε τοὺς λόγους τῆς διαθήκης ταύτης καὶ ποιήσατε αὐτούς.

Ιερ. 11,6                    Ο δε Κυριος μου είπε· ανάγνωσε τους λόγους αυτούς εις τας πόλεις της χώρας της Ιουδαίας και έως από την Ιερουσαλήμ λέγων· ακούσατε τους λόγους αυτής της διαθήκης του Θεού και εφαρμόσατε τους·

Ιερ. 11,8            καὶ οὐκ ἐποίησαν.

Ιερ. 11,8                    και δεν τους ετήρησαν.

Ιερ. 11,9            καὶ εἶπε Κύριος πρός με· εὑρέθη σύνδεσμος ἐν ἀνδράσιν Ἰούδα καὶ ἐν τοῖς κατοικοῦσιν ἐν Ἱερουσαλήμ·

Ιερ. 11,9                    Μου είπε τότε ο Κυριος· Υπάρχ, πονηρά συνωμοσία μεταξύ των ανδρών της χώρα Ιούδα και μεταξύ των κατοίκων της Ιερουσαλήμ, να μη υπακούσουν στο θέλημά μου.

Ιερ. 11,10          ἐπεστράφησαν ἐπὶ τὰς ἀδικίας τῶν πατέρων αὐτῶν τῶν πρότερον, οἳ οὐκ ἠθέλησαν εἰσακοῦσαι τῶν λόγων μου, καὶ ἰδοὺ αὐτοὶ πορεύονται ὀπίσω θεῶν ἀλλοτρίων τοῦ δουλεύειν αὐτοῖς, καὶ διεσκέδασεν οἶκος Ἰσραὴλ καὶ οἶκος Ἰούδα τὴν διαθήκην μου, ἣν διεθέμην πρὸς τοὺς πατέρας αὐτῶν.

Ιερ. 11,10                   Αυτοί εστράφησαν εις τας παλαιάς αμαρτίας των προγόνων των, οι οποίοι δεν ηθέλησαν να ακούσουν και να υπακούσουν στους λόγους μου. Ιδού δέ, ότι και αυτοί σήμερον πορεύονται οπίσω από ξένους ειδωλολατρικούς θεούς, δια να γίνουν δούλοι εις αυτούς. Ετσι δε οι Ισραηλίται και οι Ιουδαίοι κατεπάτησαν και διέλυσαν την διαθήκην μου, την οποίαν εγώ είχα συνάψει με τους προγόνους των.

Ιερ. 11,11          διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ ἐπάγω ἐπὶ τὸν λαὸν τοῦτον κακά, ἐξ ὧν οὐ δυνήσονται ἐξελθεῖν ἐξ αὐτῶν, καὶ κεκράξονται πρός με, καὶ οὐκ εἰσακούσομαι αὐτῶν.

Ιερ. 11,11                   Δια τούτο αυτά λέγει ο Κυριος· Ιδού, εγώ θα επιφέρω εναντίον του λαού τούτου τιμωρίας και συμφοράς, από τας οποίας δεν θα ημπορέσουν μόνοι των να εξέλθουν. Και τότε θα κραυγάσουν προς εμέ. Εγώ όμως δεν θα τους ακούσω.

Ιερ. 11,12          καὶ πορεύσονται πόλεις Ἰούδα καὶ οἱ κατοικοῦντες Ἱερουσαλὴμ καὶ κεκράξονται πρὸς τοὺς θεούς, οἷς αὐτοὶ θυμιῶσιν αὐτοῖς, οἳ μὴ σώσουσιν αὐτοὺς ἐν τῷ καιρῷ τῶν κακῶν αὐτῶν.

Ιερ. 11,12                   Οι κάτοικοι των πόλεων της χώρας 'Ιουδα, όπως και οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, θα πορευθούν και θα κραυγάσουν προς τους θεούς των ειδώλων, στους οποίους αυτοί προσφέρουν θυμίαμα. Εκείνοι όμως δεν θα ημπορέσουν να τους σώσουν κατά την εποχήν των θλίψεων και συμφορών των.

Ιερ. 11,13          ὅτι κατ᾿ ἀριθμὸν τῶν πόλεών σου ἦσαν θεοί σου, Ἰούδα, καὶ κατ᾿ ἀριθμὸν ἐξόδων τῆς Ἱερουσαλὴμ ἐτάξατε βωμοὺς θυμιᾶν τῇ Βάαλ.

Ιερ. 11,13                   Οι θεοί σου, βασίλειον του Ιούδα, είναι εις αριθμόν τόσοι, όσαι και αι πόλεις σου, και εις την Ιερουσαλήμ όσαι αι οδοί της πόλεως. Οι κάτοικοι αυτής κατεσκεύασαν και αφιέρωσαν βωμούς, δια να προσφέρουν θυμίαμα στον Βααλ.

Ιερ. 11,14          καὶ σὺ μὴ προσεύχου περὶ τοῦ λαοῦ τούτου καὶ μὴ ἀξίου περὶ αὐτῶν ἐν δεήσει καὶ προσευχῇ, ὅτι οὐκ εἰσακούσομαι ἐν τῷ καιρῷ, ἐν ᾧ ἐπικαλοῦνταί με, ἐν καιρῷ κακώσεως αὐτῶν.

Ιερ. 11,14                   Συ δέ, Ιερεμία, μη προσεύχεσαι δια τον λαόν αυτόν, μη επιμένης να ζητής και να αξιώνης με δεήσεις και προσευχάς χάριν και αγαθά, και όταν ακόμη αυτοί κατά την περίοδον των δοκιμασιών και των θλίψεων με επικαλεσθούν δια της προσευχής, εγώ δεν θα ακούσω και δεν θα κάμω δεκτήν την προσευχήν των.

Ιερ. 11,15          τί ἡ ἠγαπημένη ἐν τῷ οἴκῳ μου ἐποίησε βδέλυγμα; μὴ εὐχαὶ καὶ κρέα ἅγια ἀφελοῦσιν ἀπὸ σοῦ τὰς κακίας σου, ἢ τούτοις διαφεύξῃ;

Ιερ. 11,15                   Διατί οι κάτοικοι της ηγαπημένης μου Ιερουσαλήμ κατεσκεύασαν βδελυρόν θυσιαστήριον και άγαλμα στον ναόν μου; Μηπως τα τάματα και τα αφιερωμένα κρέατα θα αφαιρέσουν τας κακίας σου, η θα ημπορέσης δι' αυτών να αποφύγης την τιμωρίαν;

Ιερ. 11,16          ἐλαίαν ὡραίαν, εὔσκιον τῷ εἴδει ἐκάλεσε Κύριος τὸ ὄνομά σου· εἰς φωνὴν περιτομῆς αὐτῆς ἀνήφθη πῦρ ἐπ᾿ αὐτήν, μεγάλη ἡ θλῖψις ἐπὶ σέ, ἠχρεώθησαν οἱ κλάδοι αὐτῆς.

Ιερ. 11,16                   Ο Κυριος σε ωνόμασε ωραίαν κατά την μορφήν ευσκιόφυλλον ελαίαν. Διέταξεν όμως την περικοπήν αυτής της ελαίας και ήναψε πυρ επάνω εις αυτήν. Μεγάλη θλίψις θα πέση επάνω σου, ω Ιερουσαλήμ. Οι κλάδοι σου θα αχρηστευθούν και θα καταστραφούν.

Ιερ. 11,17          καὶ Κύριος ὁ καταφυτεύσας σε ἐλάλησεν ἐπὶ σὲ κακὰ ἀντὶ τῆς κακίας οἴκου Ἰσραὴλ καὶ οἴκου Ἰούδα, ὅτι ἐποίησαν ἑαυτοῖς τοῦ παροργίσαι με ἐν τῷ θυμιᾶν αὐτοὺς τῇ Βάαλ.

Ιερ. 11,17                   Διότι Ο Κυριος, ο οποίος σε εφύτευσεν, αυτός διέταξε και επέφερεν εναντίον σου συμφοράς και τιμωρίας, εξ αιτίας των κακιών του Ισραηλιτικού λαού και του λαού του Ιούδα. Διότι κατά τέτοιον τρόπον έπραξαν και ενήργησαν εις βάρος των, ώστε να με παροργήσουν, όταν προσέφεραν θυσίαν θυμιάματος στο είδωλον του Βααλ.

Ιερ. 11,18          Κύριε, γνώρισόν μοι, καὶ γνώσομαι· τότε εἶδον τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτῶν.

Ιερ. 11,18                   Ο προφήτης λέγει προς τον Θεόν· Κυριε, φανέρωσέ μου, κάμε γνωστήν εις εμέ την αλήθειαν και εγώ θα την γνωρίσω. Τοτε θα ίδω καθαρά τα πονηρά αυτών έργα.

Ιερ. 11,19          ἐγὼ δὲ ὡς ἀρνίον ἄκακον ἀγόμενον τοῦ θύεσθαι οὐκ ἔγνων· ἐπ᾿ ἐμὲ ἐλογίσαντο λογισμὸν πονηρὸν λέγοντες· δεῦτε καὶ ἐμβάλωμεν ξύλον εἰς τὸν ἄρτον αὐτοῦ καὶ ἐκτρίψωμεν αὐτὸν ἀπὸ γῆς ζώντων, καὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ οὐ μὴ μνησθῇ οὐκέτι.

Ιερ. 11,19                   Εγώ δε ως αρνίον άκακον, που οδηγείται προς θυσίαν, δεν εγνώριζα, που οδηγούμαι. Οι εχθροί μου εσκέφθησαν και επήραν πονηράς αποφάσεις εναντίον μου λέγοντες· ελάτε, ας βάλωμεν στον άρτον αυτού δηλητηριώδες βότανον, δια να τον εξοντώσωμεν από την χώραν των ζώντων ανθρώπων και έτσι το όνομά του κανείς πλέον δεν θα το ενθυμηθή.

Ιερ. 11,20          Κύριε κρίνων δίκαια, δοκιμάζων νεφροὺς καὶ καρδίας, ἴδοιμι τὴν παρὰ σοῦ ἐκδίκησιν ἐξ αὐτῶν, ὅτι πρὸς σὲ ἀπεκάλυψα τὸ δικαίωμά μου.

Ιερ. 11,20                  Κυριε, συ ο οποίος κρίνεις με δικαιοσύνην, συ ο οποίος ερευνάς και γνωρίζεις νεφρούς και καρδίας, ας δώσης να ίδω εγώ την εκ μέρους σου τιμωρίαν αυτών, διότι εγώ προς σε απεκάλυψα και ενεπιστεύθην το δίκαιόν μου.

Ιερ. 11,21          διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος ἐπὶ τοὺς ἄνδρας Ἀναθὼθ τοὺς ζητοῦντας τὴν ψυχήν μου, τοὺς λέγοντας· οὐ μὴ προφητεύσεις ἐπὶ τῷ ὀνόματι Κυρίου, εἰ δὲ μή, ἀποθάνῃ ἐν ταῖς χερσὶν ἡμῶν.

Ιερ. 11,21                   Δια τούτο αυτά λέγει ο Κυριος εναντίον των ανδρών της Αναθώθ, οι οποίοι ζητούν να αφαιρέσουν την ζωήν μου, προς εκείνους οι οποίοι λέγουν δεν θα προφητεύσης στο όνομα του Κυρίου, ειδ' άλλως θα σε φονεύσωμεν με τα ίδια μας τα χέρια.

Ιερ. 11,22          ἰδοὺ ἐγὼ ἐπισκέψομαι ἐπ᾿ αὐτούς· οἱ νεανίσκοι αὐτῶν ἐν μαχαίρᾳ ἀποθανοῦνται, καὶ οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ αἱ θυγατέρες αὐτῶν τελευτήσουσιν ἐν λιμῷ,

Ιερ. 11,22                  Ιδού, εγώ, λέγει ο Θεός, θα επισκεφθώ και θα τιμωρήσω αυτούς. Οι νέοι άνδρες των θα πέσουν εν στόματι μαχαίρας, οι υιοί των και αι θυγατέρες των θα αποθάνουν από την πείναν.

Ιερ. 11,23          καὶ ἐγκατάλειμμα οὐκ ἔσται αὐτῶν, ὅτι ἐπάξω κακὰ ἐπὶ τοὺς κατοικοῦντας ἐν Ἀναθώθ, ἐν ἐνιαυτῷ ἐπισκέψεως αὐτῶν.

Ιερ. 11,23                  Δεν θα απομείνη κατάλοιπον από αυτούς, διότι εγώ θα επιφέρω συμφοράς και όλεθρον εναντίον των κατοίκων της Αναθώθ κατά το έτος, που θα τους επισκεφθώ, δια να τους τιμωρήσω.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 12

 

Ιερ. 12,1            Δίκαιος εἶ, Κύριε, ὅτι ἀπολογήσομαι πρὸς σέ, πλὴν κρίματα λαλήσω πρὸς σέ· τί ὅτι ὁδὸς ἀσεβῶν εὐοδοῦται, εὐθήνησαν πάντες οἱ ἀθετοῦντες ἀθετήματα;

Ιερ. 12,1                    Δικαιος είσαι, Κυριε, και το δίκαιον ευρίσκεται πάντοτε με το μέρος σου. Εν τούτοις τολμώ να συνομιλήσω μαζή σου. Θα θέσω ενώπιόν σου μερικά ερωτήματα, τα οποίά μου φαίνονται δίκαια. Διατί οι δρόμοι της ζωής των ασεβών ευοδώνονται; Διατί ευτυχούν όλοι εκείνοι, οι οποίοι συνεχώς και αναιδώς καταπατούν το άγιόν σου θέλημα;

Ιερ. 12,2            ἐφύτευσας αὐτοὺς καὶ ἐῤῥιζώθησαν· ἐτεκνοποιήσαντο καὶ ἐποίησαν καρπόν· ἐγγὺς εἶ σὺ τοῦ στόματος αὐτῶν καὶ πόῤῥω ἀπὸ τῶν νεφρῶν αὐτῶν.

Ιερ. 12,2                    Τους εφύτευσες και έρριψαν βαθείας και ασφαλείς τας ρίζας. Απέκτησαν τέκνα και απογόνους. Είσαι συ πάντοτε πλησίον στο αίτημα του στόματός των, έτοιμος να το εκπληρώσης, ενώ φαίνεται να ευρίσκεσαι πολύ μακράν από τας πονηράς επιθυμίας των καρδιών των.

Ιερ. 12,3            καὶ σύ, Κύριε, γινώσκεις με, δεδοκίμακας τὴν καρδίαν μου ἐναντίον σου· ἅγνισον αὐτοὺς εἰς ἡμέραν σφαγῆς αὐτῶν.

Ιερ. 12,3                    Συ, Κυριε, με γνωρίζεις καλά. Εχεις δοκιμάσει ενώπιόν σου την καρδίαν μου· καθάρισον αυτούς, όταν θα έλθη η ημέρα της σφαγής των.

Ιερ. 12,4            ἕως πότε πενθήσει ἡ γῆ καὶ πᾶς ὁ χόρτος τοῦ ἀγροῦ ξηρανθήσεται ἀπὸ κακίας τῶν κατοικούντων ἐν αὐτῇ; ἠφανίσθησαν κτήνη καὶ πετεινά, ὅτι εἶπαν· οὐκ ὄψεται ὁ Θεὸς ὁδοὺς ἡμῶν.

Ιερ. 12,4                    Εως πότε θα πενθή η γη και όλη η χλόη του αγρού θα ξηρανθή εξ αιτίας της κακίας των κατοίκων της; Εξηφανίσθησαν τα κτήνη της χώρας και αυτά ακόμη τα πτηνά του ουρανού, διότι οι άνθρωποι οι ασεβείς είπαν· ο Θεός δεν θα ίδη ποτέ τους δρόμους της ζωής μας.

Ιερ. 12,5            σοῦ οἱ πόδες τρέχουσι καὶ ἐκλύουσί σε· πῶς παρασκευάσῃ ἐφ᾿ ἵπποις καὶ ἐν γῇ εἰρήνης σὺ πέποιθας; πῶς ποιήσεις ἐν φρυάγματι τοῦ Ἰορδάνου;

Ιερ. 12,5                    Ο Θεός απαντά· Συ τρέχεις με τα πόδιά σου, τα οποία και έχουν αποκάμει από τον κόπον. Πως λοιπόν θα συναγωνισθής με εφίππους άνδρας; Συ έχεις πεποίθησιν και μένεις ήσυχος εις χώραν και περίοδον ειρήνης. Τι θα κάμης όμως, εάν ακούσης φρυάγματα θηρίων εις αγρίας περιοχάς του Ιορδάνου;

Ιερ. 12,6            ὅτι καὶ οἱ ἀδελφοί σου καὶ ὁ οἶκος τοῦ πατρός σου, καὶ οὗτοι ἠθέτησάν σε, καὶ αὐτοὶ ἐβόησαν, ἐκ τῶν ὀπίσω σου ἐπισυνήχθησαν· μὴ πιστεύσῃς ἐν αὐτοῖς, ὅτι λαλήσουσι πρός σε καλά. -

Ιερ. 12,6                    Ιδού, ότι οι αδελφοί σου και όλος ο οίκος του πατρός σου και αυτοί ακόμη σε προδίδουν. Βοούν εναντίον σου. Οπισθέν σου και εν αγνοία σου οργανώνουν συνωμοσίας. Μη δώσης εμπιστοσύνην εις αυτούς, έστω και αν σου ομιλήσουν με καλωσύνην.

Ιερ. 12,7            Ἐγκαταλέλοιπα τὸν οἶκόν μου, ἀφῆκα τὴν κληρονομίαν μου, ἔδωκα τὴν ἠγαπημένην ψυχήν μου εἰς χεῖρας ἐχθρῶν αὐτῆς.

Ιερ. 12,7                    Δια τας παρανομίας των έχω εγκαταλείψει τον οίκόν μου, αφήκα την κληρονομίαν μου, παρέδωσα την αγαπημενήν μου ψυχήν, τον λαόν μου, εις τα χέρια των εχθρών των.

Ιερ. 12,8            ἐγενήθη ἡ κληρονομία μου ἐμοὶ ὡς λέων ἐν δρυμῷ· ἔδωκεν ἐπ᾿ ἐμὲ τὴν φωνὴν αὐτῆς, διὰ τοῦτο ἐμίσησα αὐτήν.

Ιερ. 12,8                    Η ιδιαιτέρα αυτή κληρονομία μου, ο εκλεκτός και περιούσιος λαός μου, εστράφη εναντίον μου ώσαν άγριος λέων, που ευρίσκεται στο δάσος. Εβγαλεν αγρίας κραυγάς εναντίον μου. Δια τούτο και τους εμίσησα.

Ιερ. 12,9            μὴ σπήλαιον ὑαίνης ἡ κληρονομία μου ἐμοὶ ἢ σπήλαιον κύκλῳ αὐτῆς; βαδίσατε, συναγάγετε πάντα τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ, καὶ ἐλθέτωσαν τοῦ φαγεῖν αὐτήν.

Ιερ. 12,9                    Μηπως ο λαός και η χώρα της κληρονομίας μου έγινε σπήλαιον υαίνης, σπήλαιον κύκλω από αυτήν; Πηγαίνετε, συγκεντρώσατε όλα τα θηρία του αγρού και ας έλθουν να καταφάγουν αυτήν την κληρονομίαν.

Ιερ. 12,10          ποιμένες πολλοὶ διέφθειραν τὸν ἀμπελῶνά μου, ἐμόλυναν τὴν μερίδα μου, ἔδωκαν τὴν μερίδα τὴν ἐπιθυμητήν μου εἰς ἔρημον ἄβατον,

Ιερ. 12,10                  Πολλοί κακοί ποιμένες κατέστρεψαν τον αμπελώνα μου, τον λαόν του Ισραήλ. Εβεβήλωσαν αυτήν την μερίδα μου, παρέδωκαν εις αφανισμόν την λίαν αγαπητήν και επιθυμητήν μερίδα μου. Την μετέβαλαν εις έρημον και άβατον περιοχήν.

Ιερ. 12,11          ἐτέθη εἰς ἀφανισμὸν ἀπωλείας, δι᾿ ἐμὲ ἀφανισμῷ ἠφανίσθη πᾶσα ἡ γῆ, ὅτι οὐκ ἔστιν ἀνὴρ τιθέμενος ἐν καρδίᾳ.

Ιερ. 12,11                   Η χώρα μου παρεδόθη εις εξαφανισμόν και όλεθρον. Ενεκα της κακής απέναντί μου συμπεριφοράς της κατεστράφη δια μεγάλου ολέθρου όλη η χώρα. Και όμως κανείς δεν θέτει αυτό εν τη καρδία του και δεν το συναισθάνεται.

Ιερ. 12,12          ἐπὶ πᾶσαν διεκβολὴν ἐν τῇ ἐρήμῳ ἦλθον ταλαιπωροῦντες, ὅτι μάχαιρα τοῦ Κυρίου καταφάγεται ἀπ᾿ ἄκρου τῆς γῆς ἕως ἄκρου τῆς γῆς, οὐκ ἔστιν εἰρήνη πάσῃ σαρκί.

Ιερ. 12,12                  Εις κάθε απόμερον σημείον της ερήμου κατέφυγαν ταλαιπωρημένοι οι Εβραίοι, διότι η μάχαιρα της δικαίας οργής του Κυρίου θα τους καταφάγη. Από το ένα άκρον έως το άλλο άκρον της γης δεν υπάρχει ειρήνη εις κανένα άνθρωπον.

Ιερ. 12,13          ἐσπείρατε πυροὺς καὶ ἀκάνθας θερίζετε· οἱ κλῆροι αὐτῶν οὐκ ὠφελήσουσιν αὐτούς· αἰσχύνθητε ἀπὸ καυχήσεως ὑμῶν, ἀπὸ ὀνειδισμοῦ ἔναντι Κυρίου. -

Ιερ. 12,13                  Εσπείρατε σιτάρι και θερίζετε αγκάθια. Αι αγροτικαί κληρονομίαι των δεν θα τους ωφελήσουν. Εντραπήτε δι' εκείνα, τα οποία προηγουμένως εκαυχάσθε. Εντραπήτε δια την καταφρόνησιν, που εδείξατε απέναντι του Κυρίου.

Ιερ. 12,14          Ὅτι τάδε λέγει Κύριος περὶ πάντων τῶν γειτόνων τῶν πονηρῶν τῶν ἁπτομένων τῆς κληρονομίας μου, ἧς ἐμέρισα τῷ λαῷ μου Ἰσραήλ· ἰδοὺ ἐγὼ ἀποσπῶ αὐτοὺς ἀπὸ τῆς γῆς αὐτῶν καὶ τὸν Ἰούδαν ἐκβαλῶ ἐκ μέσου αὐτῶν.

Ιερ. 12,14                  Αυτά λέγει ο Κυριος δι' όλους τους κακούς γειτονικούς λαούς, οι οποίοι προσβάλλουν την κληρονομίαν μου, αυτήν, που εγώ εμοίρασα στον ισραηλιτικόν λαόν μου· Ιδού, εγώ θα αποσπάσω αυτούς από την χώραν των και εκ μέσου αυτών θα βγάλω τους Ιουδαίους.

Ιερ. 12,15          καὶ ἔσται μετὰ τὸ ἐκβαλεῖν με αὐτοὺς ἐπιστρέψω καὶ ἐλεήσω αὐτοὺς καὶ κατοικιῶ αὐτούς, ἕκαστον εἰς τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ καὶ ἕκαστον εἰς τὴν γῆν αὐτοῦ.

Ιερ. 12,15                  Αφού δε τους βγάλω, θα τους επαναφέρω και θα τους ελεήσω, θα, εγκαταστήσω τον καθένα απ' αυτούς εις την κληρονομίαν του, τον καθένα εις την γην αυτού.

Ιερ. 12,16          καὶ ἔσται ἐὰν μαθόντες μάθωσι τὴν ὁδὸν τοῦ λαοῦ μου, τοῦ ὀμνύειν τῷ ὀνόματί μου, ζῇ Κύριος, καθὼς ἐδίδαξαν τὸν λαόν μου ὀμνύειν τῇ Βάαλ, καὶ οἰκοδομηθήσονται ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ μου·

Ιερ. 12,16                  Εάν δε αυτοί μάθουν τας οδούς του λαού μου και ορκίζονται στο Ονομά μου λέγοντες· “ζη Κυριος”, όπως αυτοί εδίδαξαν τον λαόν μου να ορκίζεται στον Βααλ, τότε θα εγκατασταθούν ευτυχείς εν μέσω του λαού μου.

Ιερ. 12,17          ἐὰν δὲ μὴ ἐπιστρέψωσι, καὶ ἐξαρῶ τὸ ἔθνος ἐκεῖνο ἐξάρσει καὶ ἀπωλείᾳ.

Ιερ. 12,17                  Εάν όμώς δεν επιστρέψουν εν μετανοία εις εμέ τον αληθινόν Θεόν, θα βγάλω το έθνος εκείνο από τα αλλά έθνη, θα το παραδώσω εις όλεθρον και απώλειαν.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 13

 

Ιερ. 13,1            Τάδε λέγει Κύριος· βάδισον καὶ κτῆσαι σεαυτῷ περίζωμα λινοῦν καὶ περίθου περὶ τὴν ὀσφύν σου, καὶ ἐν ὕδατι οὐ διελεύσεται.

Ιερ. 13,1                     Αυτά λέγει ο Κυριος προς τον προφήτην Ιερεμίαν· Πηγαινε και αγόρασε δια τον εαυτόν σου ζώνην λινήν, δέσε αυτήν γύρω από την μέσην σου. Η ζώνη αυτή δεν θα περάση από νερό, δεν θα βραχή.

Ιερ. 13,2            καὶ ἐκτησάμην τὸ περίζωμα κατὰ τὸν λόγον Κυρίου καὶ περιέθηκα περὶ τὴν ὀσφύν μου.

Ιερ. 13,2                    Απέκτησα την ζώνην αυτήν σύμφωνα με την εντολήν του Κυρίου και έζωσα αυτήν γύρω από την μέσην μου.

Ιερ. 13,3            καὶ ἐγενήθη λόγος Κυρίου πρός με λέγων·

Ιερ. 13,3                    Ο Κυριος ωμίλησε πάλιν προς εμέ και μου είπε.

Ιερ. 13,4            λαβὲ τὸ περίζωμα τὸ περὶ τὴν ὀσφύν σου καὶ ἀνάστηθι καὶ βάδισον ἐπὶ τὸν Εὐφράτην καὶ κατάκρυψον αὐτὸ ἐκεῖ ἐν τῇ τρυμαλιᾷ τῆς πέτρας.

Ιερ. 13,4                    Παρε την ζώνην αυτήν, την οποίαν έχεις περί την μέσην σου, σήκω και πήγαινε στον Ευφράτην ποταμόν και κατάχωσε αυτήν εις κάποιο κοίλωμα της πέτρας.

Ιερ. 13,5            καὶ ἐπορεύθην καὶ ἔκρυψα αὐτὸ ἐν τῷ Εὐφράτῃ, καθὼς ἐνετείλατό μοι Κύριος.

Ιερ. 13,5                    Επήγα και την έκρυψα στον Ευφράτην ποταμόν, όπως με είχε διατάξει ο Κυριος.

Ιερ. 13,6            καὶ ἐγένετο μεθ᾿ ἡμέρας πολλὰς καὶ εἶπε Κύριος πρός με· ἀνάστηθι, βάδισον ἐπὶ τὸν Εὐφράτην καὶ λαβὲ ἐκεῖθεν τὸ περίζωμα, ὃ ἐνετειλάμην σοι τοῦ κατακρύψαι ἐκεῖ.

Ιερ. 13,6                    Επειτα από πολλάς ημέρας ο Κυριος μου είπε· Σηκω· πήγαινε στον Ευφράτην ποταμόν και πάρε από εκεί την ζώνην, την οποίαν εγώ σου έδωσα εντολήν να καταχώσης εκεί.

Ιερ. 13,7            καὶ ἐπορεύθην ἐπὶ τὸν Εὐφράτην ποταμὸν καὶ ὤρυξα καὶ ἔλαβον τὸ περίζωμα ἐκ τοῦ τόπου, οὗ κατώρυξα αὐτὸ ἐκεῖ, καὶ ἰδοὺ διεφθαρμένον ἦν, ὃ οὐ μὴ χρησθῇ εἰς οὐθέν.

Ιερ. 13,7                    Μετέβην στον Ευφράτην ποταμόν, έσκαψα και επήρα την ζώνη από τον τόπον, όπου προηγουμένως την είχα χώσει. Και ιδού, είδον ότι η ζώνη αυτή είχε φθαρή τόσον πολύ, ώστε να μη είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθή πλέον εις τίποτε.

Ιερ. 13,8            καὶ ἐγενήθη λόγος Κυρίου πρός με λέγων· τάδε λέγει Κύριος·

Ιερ. 13,8                    Ωμίλησε πάλιν ο Κυριος προς εμέ και είπε· Αυτά λέγει ο Κυριος·

Ιερ. 13,9            οὕτω φθερῶ τὴν ὕβριν Ἰούδα καὶ τὴν ὕβριν Ἱερουσαλήμ,

Ιερ. 13,9                    έτσι εγώ θα καταστρέψω το αλαζονικόν βασίλειον του Ιούδα και την υπερηφάνον Ιερουσαλήμ·

Ιερ. 13,10          τὴν πολλὴν ταύτην ὕβριν, τοὺς μὴ βουλομένους ὑπακούειν τῶν λόγων μου καὶ πορευθέντας ὀπίσω θεῶν ἀλλοτρίων τοῦ δουλεύειν αὐτοῖς καὶ τοῦ προσκυνεῖν αὐτοῖς, καὶ ἔσονται ὥσπερ τὸ περίζωμα τοῦτο, ὃ οὐ χρησθήσεται εἰς οὐθέν.

Ιερ. 13,10                  τον πολύ αλαζονικόν και υπερήφανον αυτόν λαόν, εκείνους οι οποίοι δεν θέλουν να υπακούουν εις τα λόγιά μου, άλλα επορεύθησαν και ηκολούθησαν θεούς ξένους, ειδωλικούς, δια να υποταχθούν εις αυτούς και να τους προσκυνούν. Αυτοί, λοιπόν, οι άνθρωποι θα γίνουν, όπως η ζώνη αυτή, η οποία εις τίποτε πλέον δεν θα χρησιμοποιηθή.

Ιερ. 13,11          ὅτι καθάπερ κολλᾶται τὸ περίζωμα περὶ τὴν ὀσφὺν τοῦ ἀνθρώπου, οὕτως ἐκόλλησα πρὸς ἐμαυτὸν τὸν οἶκον τοῦ Ἰσραὴλ καὶ πάντα οἶκον Ἰούδα τοῦ γενέσθαι μοι εἰς λαὸν ὀνομαστὸν καὶ εἰς καύχημα καὶ εἰς δόξαν, καὶ οὐκ εἰσήκουσάν μου.

Ιερ. 13,11                   Οπως συνδέεται στενώς και προσκολλάται η ζώνη γύρω από την μέσήν του ανθρώπου, έτσι προσεκόλλησα εγώ προς τον εαυτόν μου το βασίλειον του Ισραήλ και όλην την φυλήν του Ιούδα, ώστε αυτοί να γίνουν και να αναδειχθούν λαός μου ονομαστός, καύχημά μου και δόξα μου. Αυτοί όμως δεν υπήκουσαν εις τας εντολάς μου.

Ιερ. 13,12          καὶ ἐρεῖς πρὸς τὸν λαὸν τοῦτον· πᾶς ἀσκὸς πληρωθήσεται οἴνου. καὶ ἔσται ἐὰν εἴπωσι πρός σε· μὴ γνόντες οὐ γνωσόμεθα ὅτι πᾶς ἀσκὸς πληρωθήσεται οἴνου;

Ιερ. 13,12                  Θα είπης προς τον λαόν αυτόν· κάθε ασκί θα γέμιση από οίνον. Εάν όμως εκείνοι σου είπουν· Μηπως, τάχα, και δεν γνωρίζομεν ημείς, ότι κάθε ασκί θα γεμίση με οίνον;

Ιερ. 13,13          καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς· τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ πληρῶ τοὺς κατοικοῦντας τὴν γῆν ταύτην καὶ τοὺς βασιλεῖς αὐτῶν τοὺς καθημένους υἱοὺς τοῦ Δαυὶδ ἐπὶ τοῦ θρόνου αὐτοῦ καὶ τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς προφήτας καὶ τὸν Ἰούδαν καὶ πάντας τοὺς κατοικοῦντας ἐν Ἱερουσαλὴμ μεθύσματι

Ιερ. 13,13                  Θα απαντήσης προς αυτούς· αυτά λέγει ο Κυριος· Ιδού, εγώ θα γεμίσω με μέθην τους κατοίκους της χώρας αυτής και τους βασιλείς αυτών, τους απογόνους του Δαβίδ, οι οποίοι κάθηνται επί του θρόνου του, τους ιερείς, τους προφήτας, όλους τους Ιουδαίους και μάλιστα τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ.

Ιερ. 13,14          καὶ διασκορπιῶ αὐτοὺς ἄνδρα καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ τοὺς πατέρας αὐτῶν καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτῶν ἐν τῷ αὐτῷ. οὐκ ἐπιποθήσω, λέγει Κύριος, καὶ οὐ φείσομαι, καὶ οὐκ οἰκτειρήσω ἀπὸ διαφθορᾶς αὐτῶν.

Ιερ. 13,14                  Και θα διασκορπίσω όλους αυτούς, ένα προς ένα, άνδρας και τους αδελφούς αυτών και τους πατέρας αυτών και τα παιδιά των συγχρόνως. Δεν θα αισθανθώ κανένα πόθον δι' αυτούς, λέγει ο Κυριος. Δεν θα τους λυπηθώ, δεν θα τους σπλαγχνισθώ εις την συμφοράν των αυτήν.

Ιερ. 13,15          Ἀκούσατε, καὶ ἐνωτίσασθε καὶ μὴ ἐπαίρεσθε, ὅτι Κύριος ἐλάλησε.

Ιερ. 13,15                  Ακούσατε, βάλτε αυτά εις τα αυτιά σας και μη υπερηφανεύεσθε, διότι ο Κυριος ωμίλησε.

Ιερ. 13,16          δότε τῷ Κυρίῳ Θεῷ ὑμῶν δόξαν πρὸ τοῦ συσκοτάσαι καὶ πρὸ τοῦ προσκόψαι πόδας ὑμῶν ἐπ᾿ ὄρη σκοτεινά, καὶ ἀναμενεῖτε εἰς φῶς, καὶ ἐκεῖ σκιὰ θανάτου, καὶ τεθήσονται εἰς σκότος.

Ιερ. 13,16                  Δοξάσατε Κυριον τον Θεόν σας, πριν το σκότος της συμφοράς και του θανάτου σας καταλάβη· πριν σκοντάψουν τα πόδια σας εις όρη σκοτεινά. Και ενώ θα περιμένετε φως, θα επέλθη εναντίον σας η σκια του θανάτου και θα βυθισθήτε στο σκότος.

Ιερ. 13,17          ἐὰν δὲ μὴ ἀκούσητε, κεκρυμμένως κλαύσεται ἡ ψυχὴ ὑμῶν ἀπὸ προσώπου ὕβρεως, καὶ κατάξουσιν οἱ ὀφθαλμοὶ ὑμῶν δάκρυα, ὅτι συνετρίβη τὸ ποίμνιον Κυρίου.

Ιερ. 13,17                  Εάν δεν ακούσετε και δεν δεχθήτε τα λόγιά μου, θα κλαύσετε κρυφίως με σπαραγμόν καρδίας εξ αιτίας της υπερηφάνείας σας. Τα μάτια σας θα αναβλύσουν και θα τρέξουν δάκρυα, διότι το ποίμνιον του Κυρίου θα έχη συντριβή και καταστραφή.

Ιερ. 13,18          εἴπατε τῷ βασιλεῖ καὶ τοῖς δυναστεύουσι· ταπεινώθητε καὶ καθίσατε, ὅτι καθῃρέθη ἀπὸ κεφαλῆς ὑμῶν στέφανος δόξης ὑμῶν.

Ιερ. 13,18                  Είπατε στον βασιλέα και τους άρχοντας· ταπεινωθήτε, καθήσατε κατά γης, διότι αφηρέθη από την κεφαλήν σας ο στέφανος της δόξης σας.

Ιερ. 13,19          πόλεις αἱ πρὸς νότον συνεκλείσθησαν. καὶ οὐκ ἦν ὁ ἀνοίγων· ἀπῳκίσθη Ἰούδας, συνετέλεσεν ἀποικίαν τελείαν.

Ιερ. 13,19                  Πολεις, που ευρίσκονται εις τας νοτίους περιοχάς, θα κλεισθούν, επειδή δεν θα υπάρχη άνθρωπος να τους ανοίξη και κατοικήση εις αυτάς. Το βασίλειον του Ιούδα θα έχη οδηγηθή εξόριστον εις αιχμολωσίαν. Πλήρης θα είναι ο εποικισμός του εις την ξένην χώραν.

Ιερ. 13,20          Ἀνάλαβε ὀφθαλμούς σου, Ἱερουσαλήμ, καὶ ἴδε τοὺς ἐρχομένους ἀπὸ βοῤῥᾶ· ποῦ ἐστι τὸ ποίμνιον, ὃ ἐδόθη σοι, πρόβατα δόξης σου;

Ιερ. 13,20                 Σηκωσε τα μάτια σου. Ιερουσαλήμ, και ίδε τους εχθρούς σου, που έρχονται από τον βορράν. Που είναι το ποίμνιον, που είχε δοθή εις σέ; Που είναι τα πρόβατα, που αποτελούσαν την δόξαν σου;

Ιερ. 13,21          τί ἐρεῖς ὅταν ἐπισκέπτωνταί σε; καὶ σὺ ἐδίδαξας αὐτοὺς ἐπὶ σὲ μαθήματα εἰς ἀρχήν· οὐκ ὠδῖνες καθέξουσί σε καθὼς γυναῖκα τίκτουσαν;

Ιερ. 13,21                  Τι θα είπης, όταν οι εχθροί σου αυτοί θα σε επισκεφθούν απειλητικοί; Συ τους εδίδαξες και τους εξεπαίδευσες, δια να είναι φίλοι σου. Τωρα όμως, που έρχονται εναντίον σου ως εχθροί, δεν θα σε καταλάβουν ωδίνες, όμοιαι προς τας ωδίνας που καταλαμβάνουν την επίτοκον γυναίκα;

Ιερ. 13,22          καὶ ἐὰν εἴπῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου· διατί ἀπήντησέ μοι ταῦτα; διὰ τὸ πλῆθος τῆς ἀδικίας σου ἀνεκαλύφθη τὰ ὀπίσθιά σου παραδειγματισθῆναι τὰς πτέρνας σου.

Ιερ. 13,22                 Εάν όμώς διαλογισθής και πης εν τη καρδία σου· Διατί συνέβησαν εις εμε αυταί αι συμφοραί; Θα σου είπω· εξ αιτίας του πλήθους των αδικιών σου περιέπεσες εις εξευτελισμόν. Ανεσύρθη το πίσω μέρος του φορέματός σου, ώστε να φαίνωνται αι πτέρναι σου.

Ιερ. 13,23          εἰ ἀλλάξεται Αἰθίοψ τὸ δέρμα αὐτοῦ καὶ πάρδαλις τὰ ποικίλματα αὐτῆς, καὶ ὑμεῖς δυνήσεσθε εὖ ποιῆσαι μεμαθηκότες τὰ κακά.

Ιερ. 13,23                  Οσον είναι δυνατόν, να αλλάξη ο Αιθίοψ το μαύρο δέρμα του και η πάρδαλις τα ποικίλματά της, άλλο τόσον και σεις θα ημπορέσετε να πράξετε το καλόν, διότι έχετε πλέον μάθει και συνηθίσει να πράττετε το κακόν.

Ιερ. 13,24          καὶ διέσπειρα αὐτοὺς ὡς φρύγανα φερόμενα ἀπὸ ἀνέμου εἰς ἔρημον.

Ιερ. 13,24                 Θα τους διασκορπίσω, όπως διασκορπίζονται εις την έρημον τα φρύγανα, τα οποία παρασύρει ο άνεμος.

Ιερ. 13,25          οὕτως ὁ κλῆρός σου καὶ μερὶς τοῦ ἀπειθεῖν ὑμᾶς ἐμοί, λέγει Κύριος, ὡς ἐπελάθου μου καὶ ἤλπισας ἐπὶ ψεύδεσι.

Ιερ. 13,25                  Τέτοιος θα είναι ο κλήρος σας, αυτό θα είναι το μερίδιόν σας, διότι σεις εδείξατε ανυπακοήν προς εμέ, λέγει ο Κυριος. Με ελησμονήσατε και έστηρίξατε τας ελπίδας σας στους ψευδείς θεούς, εις τα είδωλα.

Ιερ. 13,26          κἀγὼ ἀποκαλύψω τὰ ὀπίσω σου ἐπὶ τὸ πρόσωπόν σου, καὶ ὀφθήσεται ἡ ἀτιμία σου.

Ιερ. 13,26                 Και εγώ προς εξευτελισμόν σου, θα σηκώσω το ένδυμά σου, με το οποίον θα καλύψω το πρόσωπόν σου και θα αφήσω να γίνουν φανερά τα οπίσω μέρη του σώματός σου, η καταισχύνη σου·

Ιερ. 13,27          καὶ ἡ μοιχεία σου καὶ ὁ χρεμετισμός σου καὶ ἡ ἀπαλλοτρίωσις τῆς πορνείας σου ἐπὶ τῶν βουνῶν, καὶ ἐν τοῖς ἀγροῖς ἑώρακα τὰ βδελύγματά σου· οὐαί σοι, Ἱερουσαλήμ, ὅτι οὐκ ἐκαθαρίσθης ὀπίσω μου· ἕως τίνος ἔτι;

Ιερ. 13,27                  η μοιχεία σου, ο οργασμός σου ωσάν θηλυμανούς ίππου, η επάνω εις τα βουνά πνευματική σου πορνεία με ξένους θεούς, η ειδωλολατρειά σου, όλα αυτά είναι γνωστά εις εμέ. Είδα και τα βδελυρά είδωλά σου που έχείς στους αγρούς των πεδιάδων. Αλλοίμονον εις σέ, Ιερουσαλήμ, διότι δεν εκαθαρίσθης από τους μολυσμούς της αμαρτίας σου, επειδή δεν με ηκολούθησες. Εως πότε ακόμη θα επιμένης εις την φαυλότητά σου;

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 14

 

Ιερ. 14,1            Καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρὸς Ἱερεμίαν περὶ τῆς ἀβροχίας.

Ιερ. 14,1                    Λογος Κυρίου απηυθύνθη προς τον Ιερεμίαν περί ανομβρίας.

Ιερ. 14,2            Ἐπένθησεν ἡ Ἰουδαία, καὶ αἱ πύλαι αὐτῆς ἐκενώθησαν καὶ ἐσκοτώθησαν ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἡ κραυγὴ τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀνέβη.

Ιερ. 14,2                    Η περιοχή της Ιουδαίας πενθεί, αι πύλαι των πόλεων έμειναν αδειαναί, διότι δεν υπάρχουν εισερχόμενοι και εξερχόμενοι έπεσαν κατεστραμμένοι και άχρηστοι εις την γην. Και η κραυγή των κατοίκων της Ιερουσαλήμ ανέβη ως στον ουρανόν.

Ιερ. 14,3            καὶ οἱ μεγιστᾶνες αὐτῆς ἀπέστειλαν τοὺς νεωτέρους αὐτῶν ἐφ᾿ ὕδωρ· ἤλθοσαν ἐπὶ τὰ φρέατα καὶ οὐχ εὕροσαν ὕδωρ καὶ ἀπέστρεψαν τὰ ἀγγεῖα αὐτῶν κενά.

Ιερ. 14,3                    Οι άρχοντες της πόλεως αυτής απέστειλαν τους νεωτέρους από τους υπηρέτας των εις αναζήτησίν του ύδατος. Ηλθαν εις τα φρέατα, δεν ευρήκαν ύδωρ και επέστρεψαν με κενά τα δοχεία αυτών.

Ιερ. 14,4            καὶ τὰ ἔργα τῆς γῆς ἐξέλιπεν, ὅτι οὐκ ἦν ὑετός· ᾐσχύνθησαν οἱ γεωργοί, ἐπεκάλυψαν τὰς κεφαλὰς αὐτῶν.

Ιερ. 14,4                    Τα γεωργικά έργα εσταμάτησαν, διότι δεν είχε πέσει βροχή. Απεκαρδιώθησαν και επτοήθησαν οι γεωργοί. Εις απάγνωσιν ευρισκόμενοι έβαλαν τα χέρια των επάνω εις τας κεφαλάς των.

Ιερ. 14,5            καὶ ἔλαφοι ἐν ἀγρῷ ἔτεκον καὶ ἐγκατέλιπον, ὅτι οὐκ ἦν βοτάνη.

Ιερ. 14,5                    Αι έλαφοι εγεννούσαν στους αγρούς και εγκατέλειψαν τα τέκνα των, διότι δεν υπήρχε χλόη.

Ιερ. 14,6            ὄνοι ἄγριοι ἔστησαν ἐπὶ νάπας· εἵλκυσαν ἄνεμον, ἐξέλιπον οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν, ὅτι οὐκ ἦν χόρτος ἀπὸ λαοῦ ἀδικίας.

Ιερ. 14,6                    Οι άγριοι όνοι εστέκοντο όρθιοι εις τας κοιλάδας, ανέπνεαν τον άνεμον, μήπως αισθανθούν πουθενά ίχνος υγρασίας η χλόης. Εσβησαν τα μάτια των, διότι δεν υπήρξε πουθενά χλόη. Και ταύτα εξ αιτίας των αμαρτιών του Ιουδαϊκού λαού.

Ιερ. 14,7            εἰ αἱ ἁμαρτίαι ἡμῶν ἀντέστησαν ἡμῖν, Κύριε, ποίησον ἡμῖν ἕνεκέν σου, ὅτι πολλαὶ αἱ ἁμαρτίαι ἡμῶν ἐναντίον σου, ὅτι σοὶ ἡμάρτομεν.

Ιερ. 14,7                    Κυριε, μολονότι αι αμαρτίαι μας καταμαρτυρούν εναντίον μας, κάμε προς ημάς αυτό, που πρέπει εις δόξαν του Ονόματός σου. Διότι πράγματι πολλαί είναι αι αμαρτίαι μας ενώπιόν σου. Εις σε ημαρτήσαμεν.

Ιερ. 14,8            ὑπομονὴ Ἰσραήλ, Κύριε, καὶ σῴζεις ἐν καιρῷ κακῶν· ἱνατί ἐγενήθης ὡσεὶ πάροικος ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ὡς αὐτόχθων ἐκκλίνων εἰς κατάλυμα;

Ιερ. 14,8                    Συ όμώς, Κυριε, είσαι η έλπις και η προσμονή του ισραηλιτικού λαού και μας σώζεις εις εποχάς συμφορών και θλίψεων. Διατί φαίνεται ώσαν να έγινες τώρα απέναντί μας ξένος άνθρωπος εις την χώραν αυτήν, η ωσάν εντόπιος ο οποίος προχωρεί εις αναζήτησιν καταλύματος, δια να ησυχάση επ' ολίγον και κατόπιν ν' αναχωρήση;

Ιερ. 14,9            μὴ ἔσῃ ὥσπερ ἄνθρωπος ὑπνῶν ἢ ὡς ἀνὴρ οὐ δυνάμενος σῴζειν; καὶ σὺ ἐν ἡμῖν εἶ, Κύριε, καὶ τὸ ὄνομά σου ἐπικέκληται ἐφ᾿ ἡμᾶς· μὴ ἐπιλάθῃ ἡμῶν.

Ιερ. 14,9                    Μηπως, τάχα, ομοιάζεις προς άνθρωπον, που κοιμάται, η προς άνδρα ο οποίος δεν είναι εις θέσιν να δώση βοήθειαν; Συ όμως, Κυριε, το γνωρίζομεν, ευρίσκεσαι εν μέσω ημών πάντοτε. Ημείς δε επικαλούμεθα το Ονομά σου εις βοήθειαν μας. Μη μας λησμονήσης, Κυριε.

Ιερ. 14,10          οὕτως λέγει Κύριος τῷ λαῷ τούτῳ· ἠγάπησαν κινεῖν πόδας αὐτῶν καὶ οὐκ ἐφείσαντο, καὶ ὁ Θεὸς οὐκ εὐδόκησεν ἐν αὐτοῖς· νῦν μνησθήσεται τῆς ἀδικίας αὐτῶν.

Ιερ. 14,10                  Αλλ' ο Κυριος αυτά λέγει προς τον λαόν τούτον· Οι άνθρωποι αυτοί ηγάπησαν να τρέχουν από 'δώ και από 'κεί, δεν εδυσκολεύθησαν να υποβληθούν στους κύπους δι' αμαρτωλά έργα. Δια τούτο ο Θεός δεν ευηρεστήθη με αυτούς. Τωρα θα ενθυμηθή τας αδικίας των, δια να αποστείλη την παιδαγωγικήν του προς αυτούς τιμωρίαν.

Ιερ. 14,11          καὶ εἶπε Κύριος πρός με· μὴ προσεύχου περὶ τοῦ λαοῦ τούτου εἰς ἀγαθά·

Ιερ. 14,11                   Επεν ο Κυριος προς εμέ· Μη προσεύχεσαι δια τον λαόν ζητών αγαθά δι' αυτόν.

Ιερ. 14,12          ὅτι ἐὰν νηστεύσωσιν, οὐκ εἰσακούσομαι τῆς δεήσεως αὐτῶν, καὶ ἐὰν προσενέγκωσιν ὁλοκαυτώματα καὶ θυσίας, οὐκ εὐδοκήσω ἐν αὐτοῖς, ὅτι ἐν μαχαίρᾳ καὶ ἐν λιμῷ καί ἐν θανάτῳ ἐγὼ συντελέσω αὐτούς.

Ιερ. 14,12                  Διότι, και εάν άκομα νηστεύσουν, εγώ δεν θα ακούσω την προσευχήν των. Και εάν προσφέρουν ολοκαυτώματα και άλλας θυσίας, εγώ δεν θα ευαρεστηθώ εις αυτάς. Αλλα με έχθρικην μάχαιραν, με πείναν και θανατηφόρον ασθένειαν εγώ θα τους εξολοθρεύσω.

Ιερ. 14,13          καὶ εἶπα· ὦ Κύριε, ἰδοὺ οἱ προφῆται αὐτῶν προφητεύουσι καὶ λέγουσιν· οὐκ ὄψεσθε μάχαιραν, οὐδὲ λιμὸς ἔσται ἐν ὑμῖν, ὅτι ἀλήθειαν καὶ εἰρήνην δώσω ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ.

Ιερ. 14,13                  Και είπα τότε προς τον Κυριον· Ω Κυριε, ιδού, οι ψευδοπροφήται αυτών των ανθρώπων προφητεύουν και λέγουν· δεν θα ίδετε εναντίον σας την εχθρικήν μάχαιραν, ούτε λιμός θα υπάρξη μεταξύ σας, διότι, λέγει, τάχα, ο Θεός, αλήθειαν και ειρήνην εγώ θα δώσω εις την χώραν σας και στον τόπον τούτον της Ιερουσαλήμ.

Ιερ. 14,14          καὶ εἶπε Κύριος πρός με· ψευδῆ οἱ προφῆται προφητεύουσιν ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου, οὐκ ἀπέστειλα αὐτοὺς καὶ οὐκ ἐνετειλάμην αὐτοῖς καὶ οὐκ ἐλάλησα πρὸς αὐτούς· ὅτι ὁράσεις ψευδεῖς καὶ μαντείας καὶ οἰωνίσματα καὶ προαιρέσεις καρδίας αὐτῶν αὐτοὶ προφητεύουσιν ὑμῖν.

Ιερ. 14,14                  Ο Κυριος είπε προς εμέ· Ψεύδη πράγματι οι προφήται αυτοί προφητεύουν εν τω Ονόματί μου· δεν τους έχω στείλει εγώ. Δεν έδωσα εις αυτούς καμμίαν εντολήν, δεν ωμίλησα προς αυτούς. Διότι οι ψευδοπροφήται αυτοί όμιλούν δι' ανύπαρκτα οράματα, τα οποία δεν είδον. Προφητεύουν μαντείας και οιωνούς σύμφωνα με τας προδιαθέσεις της πονηράς αυτών καρδίας.

Ιερ. 14,15          διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος περὶ τῶν προφητῶν τῶν προφητευόντων ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου ψευδῆ, καὶ ἐγὼ οὐκ ἀπέστειλα αὐτούς, οἳ λέγουσι· μάχαιρα καὶ λιμὸς οὐκ ἔσται ἐπὶ τῆς γῆς ταύτης· ἐν θανάτῳ νοσερῷ ἀποθανοῦνται καὶ ἐν λιμῷ συντελεσθήσονται οἱ προφῆται

Ιερ. 14,15                  Δια τούτο αυτά λέγει ο Κυριος εναντίον των ψευδοπροφητών, τους οποίους εγώ δεν απέστειλα και οι οποίοι τολμούν εν τούτοις να προφητεύουν στο Ονομά μου και να λέγουν· εχθρική μάχαιρα και πείνα δεν θα υπάρξουν εις αυτήν την χώραν. Εγώ λέγω· με θανατηφόρον νόσον θα αποθάνουν. Με λιμόν θα εξολοθρευθούν αυτοί οι προφήται

Ιερ. 14,16          καὶ ὁ λαός, οἷς αὐτοὶ προφητεύουσιν αὐτοῖς, καὶ ἔσονται ἐῤῥιμμένοι ἐν ταῖς διόδοις Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ προσώπου μαχαίρας καὶ τοῦ λιμοῦ, καὶ οὐκ ἔσται ὁ θάπτων αὐτούς, καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν καὶ οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ αἱ θυγατέρες αὐτῶν· καὶ ἐκχεῶ ἐπ᾿ αὐτοὺς τὰ κακὰ αὐτῶν.

Ιερ. 14,16                  και ο λαός, προς τον οποίον αυτοί προφητεύουν. Αυτοί θα πέσουν νεκροί από εχθρικήν μάχαιραν και τον λιμόν, και τα σώματά των θα είναι ριγμένα στους δρόμους της Ιερουσαλήμ και κανείς δεν θα ευρεθή να τους θάψη, ούτε αι γυναίκες των, αύτε οι υιοί των και αι θυγατέρες των. Εναντίον αυτών θα αφήσω να εκχυθούν αι τιμωρίαι αυταί.

Ιερ. 14,17          καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτοὺς τὸν λόγον τοῦτον· καταγάγετε ἐπ᾿ ὀφθαλμοὺς ὑμῶν δάκρυα ἡμέρας καὶ νυκτός, καὶ μὴ διαλιπέτωσαν, ὅτι συντρίμματι συνετρίβη θυγάτηρ λαοῦ μου καὶ πληγὴ ὀδυνηρὰ σφόδρα.

Ιερ. 14,17                  Θα είπης δε προς αυτούς τούτον τον λόγον· Κατεβάστε από τα μάτια σας δάκρυα ημέραν και νύκτα. Ας μη σταματήσουν καθόλου τα δάκρυά σας, διότι με μεγάλην καταστροφήν θα εξολοθρευθή ο λαός μου αυτός. Παρά πολύ οδυνηρά θα είναι η θλίψις του.

Ιερ. 14,18          ἐὰν ἐξέλθω εἰς τὸ πεδίον, καὶ ἰδοὺ τραυματίαι μαχαίρας, καὶ ἐὰν εἰσέλθω εἰς τὴν πόλιν, καὶ ἰδοὺ πόνος λιμοῦ· ὅτι ἱερεὺς καὶ προφήτης ἐπορεύθησαν εἰς γῆν, ἣν οὐκ ᾔδεισαν.

Ιερ. 14,18                  Εάν εξέλθω εις την πειδιάδα, ιδού, κατάκεινται ενώπιόν μου νεκροί από εχθρικήν μάχαιραν. Εάν εισέλθω εις την πόλιν, ιδού ο πόνος του φοβερού λιμού. Ιερείς και προφήται επάνω εις την οδύνην των μετέβησαν εις χώραν, την οποίαν δεν εγνωριζαν.

Ιερ. 14,19          μὴ ἀποδοκιμάζων ἀπεδοκίμασας τὸν Ἰούδαν, καὶ ἀπὸ Σιὼν ἀπέστη ἡ ψυχή σου; ἱνατί ἔπαισας ἡμᾶς, καὶ οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἴασις; ὑπεμείναμεν εἰς εἰρήνην, καὶ οὐκ ἦν ἀγαθά· εἰς καιρὸν ἰάσεως, καὶ ἰδοὺ ταραχή.

Ιερ. 14,19                  Απέρριψες, λοιπόν, ολοτελώς τους Ιουδαίους, Κυριε, και απεμακρύνθη η ψυχή σου από την Σιών; Διατί τόσον σκληρά μας εκτύπησες, ώστε να μη υπάρχη δι' ημάς θεραπεία; Ηλπίζαμεν και επεριμεναμεν να έλθη ειρήνη, και κανένα αγαθόν δεν είδαμεν. Επεριμέναμεν να έλθη ο καιρός της θεραπείας, και ιδού αντί θεραπείας αναταραχή και σύγχυσις.

Ιερ. 14,20          ἔγνωμεν, Κύριε, ἁμαρτήματα ἡμῶν, ἀδικίας πατέρων ἡμῶν, ὅτι ἡμάρτομεν ἐναντίον σου.

Ιερ. 14,20                 Γνωρίζομεν, Κυριε, και συναισθανόμεθα τα αμαρτήματα μας, τας παρανομίας των προγόνων μας, διότι όλοι ημαρτήσαμεν ενώπιόν σου.

Ιερ. 14,21          κόπασον διὰ τὸ ὄνομά σου, μὴ ἀπολέσῃς θρόνον δόξης σου· μνήσθητι, μὴ διασκεδάσῃς τὴν διαθήκην σου τὴν μεθ᾿ ἡμῶν.

Ιερ. 14,21                  Ας κοπάση πλέον ο θυμός σου εις δόξαν του Ονόματός σου. Μη επιτρέψης να καταστραφή ο άγιος ναός σου, ο θρόνος αυτός της δόξης σου. Ενθυμήσου, Κυριε, και μη ακύρωσης την διαθήκην, την οποίαν συνήψες με ημάς.

Ιερ. 14,22          μὴ ἔστιν ἐν εἰδώλοις τῶν ἐθνῶν ὑετίζων; καὶ εἰ ὁ οὐρανὸς δώσει πλησμονὴν αὐτοῦ, οὐχὶ σὺ εἶ αὐτός; καὶ ὑπομενοῦμέν σε, Κύριε, ὅτι σὺ ἐποίησας πάντα ταῦτα.

Ιερ. 14,22                 Μηπως, τάχα, και υπάρχει μεταξύ των ειδωλολατρικών θεών κανένας θεός, που να στέλνη βροχήν; Μηπως, τάχα, ο ουρανός εξ εαυτού είναι εις θέσιν να δώση άφθονον βροχήν; Δεν είσαι συ εκείνος, που στέλνει την βροχήν και όλα τα αγαθά; Δια τούτο και ημείς, Κυριε, εις σε ελπίζομεν και από σε περιμένομεν, διότι συ κάμνεις όλα αυτά.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 15

 

Ιερ. 15,1            Καὶ εἶπε Κύριος πρός με· ἐὰν στῇ Μωσῆς καὶ Σαμουὴλ πρὸ προσώπου μου, οὐκ ἔστιν ἡ ψυχή μου πρὸς αὐτούς· ἐξαπόστειλον τὸν λαὸν τοῦτον, καὶ ἐξελθέτωσαν.

Ιερ. 15,1                     Ο Κυριος είπε προς εμέ· Εάν και αυτός ακόμη ο Μωϋσής και ο Σαμουήλ σταθούν ενώπιόν μου και προσευχηθούν υπέρ εκείνων, η ψυχή μου δεν θα κλίνη με το μέρος των, δεν θα τους λυπηθή. Στείλε μακράν από την Ιερουσαλήμ τον λαόν αυτόν, ας εξέλθουν από την Ιουδαίαν.

Ιερ. 15,2            καὶ ἔσται ἐὰν εἴπωσι πρὸς σέ· ποῦ ἐξελευσόμεθα; καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς· τάδε λέγει Κύριος· ὅσοι εἰς θάνατον, εἰς θάνατον· καὶ ὅσοι εἰς μάχαιραν, εἰς μάχαιραν· καί ὅσοι εἰς λιμόν, εἰς λιμόν· καὶ ὅσοι εἰς αἰχμαλωσίαν, εἰς αἰχμαλωσίαν.

Ιερ. 15,2                    Και αν θα σε ερωτήσουν, που θα πάμε; Θα απαντήσης προς αυτούς· αυτά λέγει ο Κυριος. Οσοι από σας πρόκειται να αποθάνετε από θανατηφόρον νόσον, βαδίζετε προς τον θάνατον. Οσοι πρόκειται να φονευθήτε από έχθρικην μάχαιραν, θα φονευθήτε από αυτήν. Οσοι πρόκειται να αποθάνετε από τον λιμόν, θα αποθάνετε από τον λιμόν. Και όσοι πρόκειται να αιχμαλωτισθήτε, θα μεταβήτε αιχμάλωτοι εις την ξένην.

Ιερ. 15,3            καὶ ἐκδικήσω ἐπ᾿ αὐτοὺς τέσσαρα εἴδη, λέγει Κύριος· τὴν μάχαιραν εἰς σφαγὴν καὶ τοὺς κύνας εἰς διασπασμὸν καὶ τὰ θηρία τῆς γῆς καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ εἰς βρῶσιν καὶ εἰς διαφθοράν.

Ιερ. 15,3                    Θα στείλω εναντίον αυτών, λέγει ο Κυριος, τέσσαρα ειδή τιμωρίας. Την έχθρικήν μάχαιραν δια την σφαγήν των, τους κύνας δια τον διαμελισμόν των σωμάτων των, τα θηρία της γης και τα πετεινά του ουρανού, δια να καταφάγουν τας σάρκας των και τους εξαφανίσουν.

Ιερ. 15,4            καὶ παραδώσω αὐτοὺς εἰς ἀνάγκας πάσαις ταῖς βασιλείαις τῆς γῆς διὰ Μανασσῆ υἱὸν Ἐζεκίου βασιλέως Ἰούδα, περὶ πάντων ὧν ἐποίησεν ἐν Ἱερουσαλήμ.

Ιερ. 15,4                    Θα παραδώσω αυτούς δούλους εις εξυπηρέτησιν των αναγκών όλων των βασιλείων της γης, εξ αιτίας του Μανασσή, υιού του Εζεκίου, βασιλέως Ιούδα, δι' όλα τα αμαρτήματα, τα οποία αυτός διέπραξε εις την Ιερούσαλήμ.

Ιερ. 15,5            τίς φείσεται ἐπὶ σοί, Ἱερουσαλήμ; καὶ τίς δειλιάσει ἐπὶ σοί; ἢ τίς ἀνακάμψει εἰς εἰρήνην σοι;

Ιερ. 15,5                    Ποιός θα σε λυπηθή, Ιερουσαλήμ; Ποιός θα καταληφθή από δέος και συμπάθειαν δια τας θλίψεις σου; Ποιός θα παρεκκλίνη από την οδόν του, δια να σε χαιρετήση·

Ιερ. 15,6            σὺ ἀπεστράφης με, λέγει Κύριος, ὀπίσω πορεύσῃ, καὶ ἐκτενῶ τὴν χεῖρά μου καὶ διαφθερῶ σε, καὶ οὐκέτι ἀνήσω αὐτούς.

Ιερ. 15,6                    Συ με εγκατέλειψες, λέγει ο Κυριος. Εστρεψες προς εμέ τα νώτα σου. Και εγώ θα απλώσω τιμωρόν την χείρα μου και θα σε εξολοθρεύσω και δεν θα σε αφήσω να ζήσης.

Ιερ. 15,7            καὶ διασπερῶ αὐτοὺς ἐν διασπορᾷ· ἐν πύλαις λαοῦ μου ἠτεκνώθησαν, ἀπώλεσαν τὸν λαόν μου διὰ τὰς κακίας αὐτῶν.

Ιερ. 15,7                    Θα διασκορπίσω τα τέκνα σου εξόριστα ανά τα διάφορα έθνη. Αι πόλστου λαού της υπαίθρου έχασαν τα τέκνα των. Εχασαν τον λαόν, που κατοικούσεν εις αυτάς εξ αιτίας των κακιών των.

Ιερ. 15,8            ἐπληθύνθησαν αἱ χῆραι αὐτῶν ὑπὲρ τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης· ἐπήγαγον ἐπὶ μητέρα νεανίσκους ταλαιπωρίαν ἐν μεσημβρίᾳ, ἐπέῤῥιψα ἐπ᾿ αὐτὴν ἐξαίφνης τρόμον καὶ σπουδήν.

Ιερ. 15,8                    Αι χήραι αυτών επληθύνθησαν περισσότερον από την άμμον της θαλάσσης. Εφερα εις μητέρα νεαρών ανδρών θλίψιν βαρείαν εν πλήρει μεσημβρία, έρριψα επάνω εις αυτήν αιφνιδίως τρόμον και αναταραχήν.

Ιερ. 15,9            ἐκενώθη ἡ τίκτουσα ἑπτά, ἀπεκάκισεν ἡ ψυχὴ αὐτῆς, ἐπέδυ ὁ ἥλιος αὐτῇ ἔτι μεσούσης τῆς ἡμέρας, κατῃσχύνθη καὶ ὠνειδίσθη· τοὺς καταλοίπους αὐτῶν εἰς μάχαιραν δώσω ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν αὐτῶν.

Ιερ. 15,9                    Η πολύτεκνος μητέρα έμεινεν έρημος από παιδιά. Επόνεσε και εσβησεν η ψυχή της. Εδυσε πλέον δι αυτήν ο ήλιος, ενώ ακόμη ήτο μεσημβρία. Εδοκίμασεν αισχύνην και όνειδος δια την ατεκνίαν της. Τους απομείναντας από αυτούς θα παραδώσω εις τα χέρια των εχθρών των εις σφαγήν.

Ιερ. 15,10          Οἴμοι ἐγὼ μῆτερ, ὡς τίνα με ἔτεκες; ἄνδρα δικαζόμενον καὶ διακρινόμενον πάσῃ τῇ γῇ· οὔτε ὠφέλησα, οὔτε ὠφέλησέ με οὐδείς· ἡ ἰσχύς μου ἐξέλιπεν ἐν τοῖς καταρωμένοις με.

Ιερ. 15,10                  Αλλοίμονον εις εμέ, μητέρα μου, θρηνολογεί ο προφήτης. Ωσάν ποίον αν-θρωπον με εγέννησες; Ανθρωπον συρόμενον εις διαδικασίας και φιλονεικίας εις όλην την χώραν. Ούτε εγώ άλλον τινά ωφέλησα, ούτε και κανείς με ωφέλησεν. Εσβησεν η αντοχή μου εξ αιτίας εκείνων, οι οποίοι με κατηρώντο.

Ιερ. 15,11          γένοιτο, δέσποτα, κατευθυνόντων αὐτῶν, εἰ μὴ παρέστην σοι ἐν καιρῷ τῶν κακῶν αὐτῶν καὶ ἐν καιρῷ θλίψεως αὐτῶν εἰς ἀγαθὰ πρὸς τὸν ἐχθρόν.

Ιερ. 15,11                   Ας πραγματοποιηθούν, Δέσποτα, αι καταραι των εχθρών μου, εάν εγώ δεν επαρουσιάσθην ενώπιόν σου δια της προσευχής εις περίοδον των συμφορών και εις καιρόν αυτών των θλίψεων και να σε παρακαλέσω· ας δώσης προς τους εχθρούς μου αγαθά.

Ιερ. 15,12          εἰ γνωσθήσεται σίδηρος; καὶ περιβόλαιον χαλκοῦν ἡ ἰσχύς σου.

Ιερ. 15,12                  Μηπως, τάχα, θα γίνη γνωστή σιδηρά πολεμική των εχθρών; Η δύναμίς σου θα φανή ωσάν να είναι ασθενής, ωσάν λεπτόν περίβλημα χαλκού.

Ιερ. 15,13          καὶ τοὺς θησαυρούς σου εἰς προνομὴν δώσω ἀντάλλαγμα διὰ πάσας τὰς ἁμαρτίας σου καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις σου.

Ιερ. 15,13                  Θα παραδώσω τους θησαυρούς σου, λέγει ο Θεός, εις λαφυραγωγίαν, αντάλλαγμα δι' όλας τας αμαρτίας σου καθ' όλην την έκτασιν της χώρας σου.

Ιερ. 15,14          καὶ καταδουλώσω σε κύκλῳ τοῖς ἐχθροῖς σου ἐν τῇ γῇ, ᾗ οὐκ ᾔδεις· ὅτι πῦρ ἐκκέκαυται ἐκ τοῦ θυμοῦ μου, ἐφ᾿ ὑμᾶς καυθήσεται.

Ιερ. 15,14                  Θα σε υποτάξω δούλον στους γύρω εχθρούς σου, εις χώραν την οποίαν δεν γνωρίζεις. Διότι άναψεν η φωτιά του θυμού μου εναντίον σας και θα σας κάψη.

Ιερ. 15,15          Κύριε, μνήσθητί μου καὶ ἐπίσκεψαί με καὶ ἀθῴωσόν με ἀπὸ τῶν καταδιωκόντων με μὴ εἰς μακροθυμίαν· γνῶθι ὡς ἔλαβον περὶ σοῦ ὀνειδισμὸν

Ιερ. 15,15                  Κυριε, λέγει ο προφήτης, μνήσθητί μου και άλα εις επίσκεψίν μου εν τη καλωσύνη μου προς σωτηρίαν. Απάλλαξέ με από εκείνους, οι οποίοι με καταδιώκουν. Μη εξακολουθής να δείχνεσαι μακρόθυμος προς αυτούς. Μαθε ότι εγώ υπέστην εξευτελισμούς και καταφρονήσεις δια το Ονομά σου

Ιερ. 15,16          ὑπὸ τῶν ἀθετούντων τοὺς λόγους σου· συντέλεσον αὐτούς, καὶ ἔσται ὁ λόγος σου ἐμοὶ εἰς εὐφροσύνην καὶ χαρὰν καρδίας μου, ὅτι ἐπικέκληται τὸ ὄνομά σου ἐπ᾿ ἐμοί, Κύριε παντοκράτωρ.

Ιερ. 15,16                  εκ μέρους των ανθρώπων αυτών, οι οποίοι παραβαίνουν τας εντολάς σου. Τιμώρησέ τους ολοκληρωτικώς. Και τότε τα λόγια σου θα είναι εις εμέ ευφροσύνη και χαρά καρδίας, διότι εγώ το Ονομά σου με πίστιν έχω επικαλεσθή, Κυριε παντοκράτορ.

Ιερ. 15,17          οὐκ ἐκάθισα ἐν συνεδρίῳ αὐτῶν παιζόντων, ἀλλὰ εὐλαβούμην ἀπὸ προσώπου χειρός σου· καταμόνας ἐκαθήμην, ὅτι πικρίας ἐνεπλήσθην.

Ιερ. 15,17                  Δεν παρεκάθησα εγώ εις τας συγκεντρώσεις των, όταν αυτοί διεσκέδαζαν, διότι εσεβόμην σε και εφοβούμην την τιμωρόν χείρα σου. Μονος εκαθήμην· εγέμισεν η ψυχή μου από πικρίαν.

Ιερ. 15,18          ἵνα τί οἱ λυποῦντές με κατισχύουσί μου; ἡ πληγή μου στερεά, πόθεν ἰαθήσομαι; γινομένη ἐγενήθη μοι ὡς ὕδωρ ψευδὲς οὐκ ἔχον πίστιν.

Ιερ. 15,18                  Διατί αυτοί, οι οποίοι με θλίβουν, υπερισχύουν εναντίον μου; Η πληγή μου είναι μόνιμος και μεγάλη. Ποτε θα θεραπευθώ από αυτήν; Εγινεν εις εμέ ωσάν μολυσμένον επιβλαβές νερό, στο οποίον δεν έχει εμπιστοσυνην κανείς.

Ιερ. 15,19          διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος· ἐὰν ἐπιστρέψῃς, καὶ ἀποκαταστήσω σε, καὶ πρὸ προσώπου μου στήσῃ· καὶ ἐὰν ἐξαγάγῃς τίμιον ἀπὸ ἀναξίου, ὡς τὸ στόμα μου ἔσῃ· καὶ ἀναστρέψουσιν αὐτοὶ πρὸς σέ, καὶ σὺ οὐκ ἀναστρέψεις πρός αὐτούς.

Ιερ. 15,19                  Δια τούτο αυτά λέγει ο Κυριος προς τον προφήτην· Εάν επιοτρεψης προς εμέ με πίστιν και ειλικρίνειαν, θα σε αποκαταστήσω εις την προτέραν σου θέσιν και θα σου δώσω το δικαίωμα μετά θάρρους να ίστασαι ενώπιόν μου. Εάν ξεχωρίσης τον αληθινόν και τίμιον λόγον μου από τον ανάξιον και ψευδή, θα είσαι συ ωσάν το ιδικόν μου στόμα, και τότε θα επιστρέψουν οι άλλοι προς σέ, συ δε δεν θα επιστρέψης προς αυτούς.

Ιερ. 15,20          καὶ δώσω σε τῷ λαῷ τούτῳ ὡς τεῖχος ὀχυρὸν χαλκοῦν, καὶ πολεμήσουσι πρὸς σὲ καὶ οὐ μὴ δύνωνται πρὸς σέ, διότι μετὰ σοῦ εἰμι τοῦ σῴζειν σε

Ιερ. 15,20                 Θα σε καταστήσω απέναντι του λαού αυτού ως ένα οχυρόν εκ χαλκού τείχος. Αυτοί θα πολεμήσουν εναντίον σου, αλλά δεν θα δυνηθούν να σε καταβάλουν, διότι εγώ θα είμαι μαζή σου, να σε σώζω

Ιερ. 15,21          καὶ τοῦ ἐξαιρεῖσθαί σε ἐκ χειρὸς πονηρῶν καὶ λυτρώσομαί σε ἐκ χειρὸς λοιμῶν.

Ιερ. 15,21                  και να σε γλυτώνω από τα χέρια των πονηρών ανθρώπων· και θα σε γλυτώσω από ανθρώπους διεφθαρμένους.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 16

 

Ιερ. 16,1            Καὶ σὺ μὴ λάβῃς γυναῖκα, λέγει Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ,

Ιερ. 16,1                    Και συ, λέγει ο Θεός του Ισραήλ προς τον προφήτην, μη παρής γυναίκα ως σύζυγόν σου,

Ιερ. 16,2            καὶ οὐ γεννηθήσεταί σοι υἱὸς οὐδὲ θυγάτηρ ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ.

Ιερ. 16,2                    δια να μη γεννηθή εις σε υιός, ούτε θυγάτηρ στον τόπον τούτον.

Ιερ. 16,3            ὅτι τάδε λέγει Κύριος περὶ τῶν υἱῶν καὶ περὶ τῶν θυγατέρων τῶν γεννωμένων ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ καὶ περὶ τῶν μητέρων αὐτῶν τῶν τετοκυιῶν αὐτοὺς καὶ περὶ τῶν πατέρων αὐτῶν τῶν γεγεννηκότων αὐτοὺς ἐν τῇ γῇ ταύτῃ·

Ιερ. 16,3                    Διότι αυτά λέγει ο Κυριος δια τους υιούς και τας θυγατέρας, που θα γεννηθούν στον τόπον τούτον, δια τας μητέρας και τους πατέρας, οι οποίοι θα γεννήσουν τα παιδία αυτά εις την χώραν αυτήν·

Ιερ. 16,4            ἐν θανάτῳ νοσερῷ ἀποθανοῦνται, οὐ κοπήσονται καὶ οὐ ταφήσονται· εἰς παράδειγμα ἐπὶ προσώπου τῆς γῆς ἔσονται καὶ τοῖς θηρίοις τῆς γῆς καὶ τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ· ἐν μαχαίρᾳ πεσοῦνται καὶ ἐν λιμῷ συντελεσθήσονται.

Ιερ. 16,4                    Με θανατηφόρον ασθένειαν θα αποθάνουν, δεν θα ευρεθούν άνθρωποι να θρηνήσουν με κοπετούς δι' αυτούς, ούτε και δια να τους θάψουν. Θα είναι άταφοι και εκτεθειμένοι ως παράδειγμα επάνω εις την γην, τροφή εις τα θηρία της περιοχής και εις τα πετεινά του ουρανού. Θα φονευθούν με εχθρικήν μάχαιραν, ενώ άλλοι θα εξολοθρευθούν δια του λιμού.

Ιερ. 16,5            τάδε λέγει Κύριος· μὴ εἰσέλθῃς εἰς θίασον αὐτῶν καὶ μὴ πορευθῇς τοῦ κόψασθαι καὶ μὴ πενθήσῃς αὐτούς, ὅτι ἀφέστακα τὴν εἰρήνην μου ἀπὸ τοῦ λαοῦ τούτου.

Ιερ. 16,5                    Αυτά λέγει ο Κυριος στον προφήτην Ιερεμίαν· Μη εισέλθης εις τας συγκεντρώσεις των αμαρτωλών ανθρώπων. Μη πορευθής εις τας κηδείας των νεκρών, δια να θρηνήσης με κοπετούς και να πενθήσης δι' αυτούς, διότι εγώ έχω αποσύρει την ειρήνήν μου από τον λαόν τούτον.

Ιερ. 16,6            οὐ μὴ κόψονται αὐτοὺς οὐδὲ ἐντομίδας οὐ μὴ ποιήσουσι καὶ οὐ ξυρηθήσονται,

Ιερ. 16,6                    Δεν θα ευρεθούν άνθρωποι να θρηνήσουν με κοπετούς και θρήνους αυτούς, ούτε να ξεσχίσουν τας σάρκας των από λύπην, ούτε και να ξυρισθούν οι πενθούντες.

Ιερ. 16,7            καὶ οὐ μὴ κλασθῇ ἄρτος ἐν πένθει αὐτῶν εἰς παράκλησιν ἐπὶ τεθνηκότι, οὐ ποτιοῦσιν αὐτὸν ποτήριον εἰς παράκλησιν ἐπὶ πατρὶ καὶ μητρὶ αὐτοῦ.

Ιερ. 16,7                    Δεν θα κοπή και δεν θα διανεμηθή άρτος εις έκφρασιν του πένθους, όπως συνηθίζεται, εις παρηγορίαν των οικείων του νεκρού, ούτε θα πίουν ποτήριον οίνου εις παρηγορίαν του πατρός και της μητρός αυτών.

Ιερ. 16,8            εἰς οἰκίαν πότου οὐκ εἰσελεύσῃ συγκαθίσαι μετ᾿ αὐτῶν τοῦ φαγεῖν καὶ πιεῖν.

Ιερ. 16,8                    Εις οικίαν συμποσίου δεν θα εισέλθης να παρακαθήσης με τους συνδαιτυμόνας, να φάγης και να πίης με αυτούς.

Ιερ. 16,9            διότι τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· ἰδοὺ ἐγὼ καταλύω ἐκ τοῦ τόπου τούτου ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν ὑμῶν καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις ὑμῶν φωνὴν χαρᾶς καὶ φωνὴν εὐφροσύνης, φωνὴν νυμφίου καὶ φωνὴν νύμφης.

Ιερ. 16,9                    Διότι αυτά λέγει ο Κυριος ο Θεός του Ισραήλ· Ιδού, εγώ καταπαύω και καταργώ από τον τόπον αυτόν, ενώπιον των οφθαλμών σας και επί των ημερών σας, φωνήν χαράς και φωνήν ευφροσύνης, φωνήν γαμβρού και φωνήν νύμφης.

Ιερ. 16,10          καὶ ἔσται ὅταν ἀναγγείλῃς τῷ λαῷ τούτῳ ἅπαντα τὰ ῥήματα ταῦτα καὶ εἴπωσι πρὸς σέ· διατί ἐλάλησε Κύριος ἐφ᾿ ἡμᾶς πάντα τὰ κακὰ ταῦτα; τίς ἡ ἀδικία ἡμῶν; καὶ τίς ἡ ἁμαρτία ἡμῶν, ἣν ἡμάρτομεν ἔναντι Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν;

Ιερ. 16,10                  Οταν δε αναγγείλης στον λαόν αυτόν όλα τα λόγια αυτά και σε ερωτήσουν, διατί ο Κυριος είπε και απεφάσισε να επιφέρη εναντίον ημών όλας αυτάς τας συμφοράς; Ποία είναι η αδικία μας; Ποία η αμαρτία, την οποίαν διεπράξαμεν ενώπιον Κυρίου του Θεού μας;

Ιερ. 16,11          καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς· ἀνθ᾿ ὧν ἐγκατέλιπόν με οἱ πατέρες ὑμῶν, λέγει Κύριος, καὶ ᾤχοντο ὀπίσω θεῶν ἀλλοτρίων, καὶ ἐδούλευσαν αὐτοῖς καὶ προσεκύνησαν αὐτοῖς καὶ ἐμὲ ἐγκατέλιπον καὶ τὸν νόμον μου οὐκ ἐφυλάξαντο·

Ιερ. 16,11                   Συ θα απαντήσης προς αυτούς· Επειδή οι πατέρες σας με εγκατέλειψαν, λέγει ο Κυριος, και έτρεξαν οπίσω από ξένους θεούς και υπετάγησαν και υπήκουσαν εις αυτούς και τους προσεκύνησαν, εμέ δέ με εγκατέλειψαν και τον Νομον μου δεν ετήρησαν,

Ιερ. 16,12          καὶ ὑμεῖς ἐπονηρεύσασθε ὑπὲρ τοὺς πατέρας ὑμῶν καὶ ἰδοὺ ὑμεῖς πορεύεσθε ἕκαστος ὀπίσω τῶν ἀρεστῶν τῆς καρδίας ὑμῶν τῆς πονηρᾶς τοῦ μὴ ὑπακούειν μου.

Ιερ. 16,12                  αλλά και σεις εφανήκατε πονηρότεροι από τους πατέρας σας, διότι ιδού, καθένας από σας ακολουθείτε τας αμαρτωλάς επιθυμίας της διεφθαρμένης σας καρδίας, ώστε να μη υπακούετε εις εμέ·

Ιερ. 16,13          καὶ ἀποῤῥίψω ὑμᾶς ἀπὸ τῆς γῆς ταύτης εἰς τὴν γῆν, ἣν οὐκ ᾔδειτε ὑμεῖς καὶ οἱ πατέρες ὑμῶν, καὶ δουλεύσετε ἐκεῖ θεοῖς ἑτέροις, οἳ οὐ δώσουσιν ὑμῖν ἔλεος.

Ιερ. 16,13                  δι' αυτό εγώ θα σας απορρίψω από την χώραν αυτήν και θα σας οδηγήσω εις άλλην χώραν, την οποίαν δεν εγνωρίζατε προηγουμένως, ούτε σεις ούτε οι πρόγονοί σας. Και θα δουλεύσετε εκεί εις ξένους θεούς, οι οποίοι δεν είναι εις θέσιν να σας λυπηθούν και να σας δώσουν έλεος.

Ιερ. 16,14          Διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἡμέραι ἔρχονται, λέγει Κύριος, καὶ οὐκ ἐροῦσιν ἔτι· ζῇ Κύριος ὁ ἀναγαγὼν τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου,

Ιερ. 16,14                  Δια τούτο ιδού, έρχονται ημέραι, λέγει ο Κυριος, και δεν θα λέγουν ορκιζόμενοι άνθρωποι “ζη Κυριος”, ο οποίος έβγαλε ελευθέρους τους Ισραηλίτας από την χώραν της Αιγύπτου·

Ιερ. 16,15          ἀλλὰ ζῇ Κύριος, ὃς ἀνήγαγε τὸν οἶκον Ἰσραὴλ ἀπὸ γῆς βοῤῥᾶ καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν χωρῶν, οὗ ἐξώσθησαν ἐκεῖ· καί ἀποκαταστήσω αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν αὐτῶν, ἣν ἔδωκα τοῖς πατράσιν αὐτῶν.

Ιερ. 16,15                  αλλά θα λέγουν “ζη Κυριος, ο οποίος εδγαλε τους Ισραηλίτας οπό την χώραν του βορρά και από όλας τας άλλας χώρας, εις τας οποίας είχαν εξορισθή. Και θα αποκαταστήσω τους εξορίστους Ισραηλίτας εις την χώραν των εκείνην, την οποίαν εγώ έδωκα κληρονομίαν στους προγόνους των.

Ιερ. 16,16          ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τοὺς ἁλιεῖς τοὺς πολλούς, λέγει Κύριος, καὶ ἁλιεύσουσιν αὐτούς· καὶ μετὰ ταῦτα ἀποστελῶ τοὺς πολλοὺς θηρευτάς, καὶ θηρεύσουσιν αὐτοὺς ἐπάνω παντὸς ὄρους καὶ ἐπάνω παντὸς βουνοῦ καὶ ἐκ τῶν τρυμαλιῶν τῶν πετρῶν.

Ιερ. 16,16                  Ιδού, εγώ αποστέλλω, λέγει ο Κυριος, πολλούς αλιείς, εναντίον των, οι οποίοι και θα τους αλιεύσουν. Μετά ταύτα θα αποστείλω πολλούς κυνηγούς, οι οποίοι και θα τους κυνηγήσουν επάνω εις κάθε όρος και εις κάθε βουνόν και εις αυτάς ακόμη τας σχισμάς των βράχων, όπου θα έχουν κρυφθή.

Ιερ. 16,17          ὅτι οἱ ὀφθαλμοί μου ἐπὶ πάσας τὰς ὁδοὺς αὐτῶν, καὶ οὐκ ἐκρύβη τὰ ἀδικήματα αὐτῶν ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν μου.

Ιερ. 16,17                  Τους εξώρισα, διότι οι οφθαλμοί μου είδον όλους τους αμαρτωλούς δρόμους της ζωής των και δεν απεκρύβησαν, αλλά είναι φανεραί αι αδικίαι των ενώπιον των οφθαλμών μου.

Ιερ. 16,18          καὶ ἀνταποδώσω διπλᾶς τὰς κακίας αὐτῶν καὶ τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν, ἐφ᾿ αἷς ἐβεβήλωσαν τὴν γῆν μου ἐν τοῖς θνησιμαίοις τῶν βδελυγμάτων αὐτῶν καὶ ἐν ταῖς ἀνομίαις αὐτῶν, ἐν αἷς ἐπλημμέλησαν τὴν κληρονομίαν μου.

Ιερ. 16,18                  Θα ανταποδώσω διπλασίας τιμωρίας δια τας κακίας των και τας αμαρτίας των, με τας οποίας εβεβήλωσαν την χώραν μου με τα θνησιμαία των βδελυρών ειδώλων των και με τας παρανομίας των, τας οποίας έπταισαν εις την χώραν μου.

Ιερ. 16,19          Κύριε, σὺ ἰσχύς μου καὶ βοήθειά μου καὶ καταφυγή μου ἐν ἡμέρᾳ κακῶν· πρὸς σὲ ἔθνη ἥξουσιν ἀπ᾿ ἐσχάτου τῆς γῆς καὶ ἐροῦσιν· ὡς ψευδῆ ἐκτήσαντο οἱ πατέρες ἡμῶν εἴδωλα, καὶ οὐκ ἔστιν ἐν αὐτοῖς ὠφέλημα.

Ιερ. 16,19                  Κυριε, λέγει ο προφήτης, συ είσαι η δύναμίς μου και η βοήθειά μου και το καταφύγιόν μου εις ημέρας θλίψεων και συμφορών. Προς σε θα έλθουν έθνη από τα άκρα της γης και θα πουν· Ποσον όντως ψευδή και ανύπαρκτα ήσαν τα είδωλα, τα οποία ηγόρασαν οι πατέρες μας! Καμμία απολύτως ωφέλεια δεν είναι δυνατόν να προέλθη από αυτά.

Ιερ. 16,20          εἰ ποιήσει ἑαυτῷ ἄνθρωπος θεούς; καὶ οὗτοι οὐκ εἰσὶ θεοί.

Ιερ. 16,20                 Είναι δυνατόν να κατασκευάση ο άνθρωπος θεούς δια τον εαυτόν του; Και αν κατασκευάση, αυτοί δεν είναι θεοί.

Ιερ. 16,21          διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ δηλώσω αὐτοῖς ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ τὴν χεῖρά μου καὶ γνωριῶ αὐτοῖς τὴν δύναμίν μου, καὶ γνώσονται ὅτι ὄνομά μοι Κύριος.

Ιερ. 16,21                  Δια τούτο, ιδού, εγώ, λέγει ο Θεός, θα καταστήσω φανεράν εις αυτούς κατά τον καιρόν τούτον την παντοδύναμον δεξιάν μου και θα κάμω γνωστήν εις αυτούς την δύναμίν μου. Και τότε θα μάθουν ότι το Ονομά μου είναι Κυριος.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 17

 

Ιερ. 17,5            Ἐπικατάρατος ὁ ἄνθρωπος, ὃς τὴν ἐλπίδα ἔχει ἐπ᾿ ἄνθρωπον καὶ στηρίζει σάρκα βραχίονος αὐτοῦ ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ ἀπὸ Κυρίου ἀποστῇ ἡ καρδία αὐτοῦ·

Ιερ. 17,5                    Επικατάρατος είναι ο άνθρωπος εκείνος, που έχει τας ελπίδας του εις άλλον άνθρωπον και στηρίζει την αδυναμίαν του εις αυτόν, η δε καρδία του έχει απομακρυνθή από τον Κυριον.

Ιερ. 17,6            καὶ ἔσται ὡς ἡ ἀγριομυρίκη ἡ ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὐκ ὄψεται ὅταν ἔλθῃ τὰ ἀγαθά, καὶ κατασκηνώσει ἐν ἁλίμοις καὶ ἐν ἐρήμῳ, ἐν γῇ ἁλμυρᾷ, ἥτις οὐ κατοικεῖται.

Ιερ. 17,6                    Αυτός θα είναι ωσάν το αρμυρίκι εις την έρημον και όταν άκομα έλθουν τα αγαθά, δεν θα τα απολαύση. Θα κατοικήση εις παραθαλασσίους αγόνους περιοχάς, εις την έρημον, εις χώραν αλμυράν, η οποία δεν κατοικείται από ανθρώπους.

Ιερ. 17,7            καὶ εὐλογημένος ὁ ἄνθρωπος, ὃς πέποιθεν ἐπὶ τῷ Κυρίῳ καὶ ἔσται Κύριος ἐλπὶς αὐτοῦ·

Ιερ. 17,7                    Εξ αντιθέτου ευλογημένος είναι ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος έχει στηρίζει την πεποίθησίν του στον Κυριον και η έλπις αυτού είναι ο Κυριος.

Ιερ. 17,8            καὶ ἔσται ὡς ξύλον εὐθηνοῦν παρ᾿ ὕδατα, καὶ ἐπὶ ἰκμάδα βαλεῖ ῥίζαν αὐτοῦ καὶ οὐ φοβηθήσεται ὅταν ἔλθῃ καῦμα, καὶ ἔσται ἐπ᾿ αὐτῷ στελέχη ἀλσώδη, ἐν ἐνιαυτῷ ἀβροχίας οὐ φοβηθήσεται καὶ οὐ διαλείψει ποιῶν καρπόν.

Ιερ. 17,8                    Αυτός θα ομοιάζη ωσσν το δένδρον, το οποίον ευδοκιμεί, μεγαλώνει και καρποφορεί πλησίον των υδάτων, διότι ρίπτει τας ρίζας του εις υγρόν έδαφος και δεν έχει να φοβηθή τίποτε, όταν επέλθουν καύματα. Πυκνοί θα είναι οι κλάδοι του, και εις περίοδον ακόμη ανομβρίας δεν θα φοβηθή τίποτε και δεν θα παύση ποτέ να δίδη καρπούς.

Ιερ. 17,9            βαθεῖα ἡ καρδία παρά πάντα, καὶ ἄνθρωπός ἐστι· καὶ τίς γνώσεται αὐτόν;

Ιερ. 17,9                    Η καρδία του ανθρώπου είναι βαθεία και ανεξερεύνητος, περισσότερον από όλα τα άλλα πράγματα. Αυτός είναι ο άνθρωπος· και ποιός ημπορεί να γνωρίση εις βάθος και πλάτος αυτόν;

Ιερ. 17,10          ἐγὼ Κύριος ἐτάζων καρδίας καὶ δοκιμάζων νεφροὺς τοῦ δοῦναι ἑκάστῳ κατὰ τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ καὶ κατὰ τοὺς καρποὺς τῶν ἐπιτηδευμάτων αὐτοῦ.

Ιερ. 17,10                  Εγώ μόνον είμαι ο Κυριος και Θεός, ο οποίος εξετάζω τας καρδίας των ανθρώπων και ερευνώ τους νεφρούς, δια να δίδω στον καθένα σύμφωνα με τους δρόμους και τους τρόπους της ζωής του και με τους καρπούς των έργων του.

Ιερ. 17,11          ἐφώνησε πέρδιξ, συνήγαγεν ἃ οὐκ ἔτεκε· ποιῶν πλοῦτον αὐτοῦ οὐ μετὰ κρίσεως, ἐν ἡμίσει ἡμερῶν αὐτοῦ ἐγκαταλείψουσιν αὐτόν, καὶ ἐπ᾿ ἐσχάτων αὐτοῦ ἔσται ἄφρων.

Ιερ. 17,11                   Ελάλησεν η πέρδικα και συνεκέντρωσε γύρω της παιδιά, τα οποία δεν εγέννησε. Ετσι και εκείνος, που θησαυρίζει πλουτη αδίκως, θα τον εγκαταλείψουν στο ήμισυ της ζωής του και αυτός εν τέλει θα αποδειχθή ασύνετος και αμυαλος.

Ιερ. 17,12          θρόνος δόξης ὑψωμένος, ἁγίασμα ἡμῶν,

Ιερ. 17,12                  Ενδοξος θρόνος, στημένος υψηλά είναι ο άγιος ναός μας.

Ιερ. 17,13          ὑπομονὴ Ἰσραήλ, Κύριε, πάντες οἱ καταλιπόντες σε καταισχυνθήτωσαν, ἀφεστηκότες ἐπὶ τῆς γῆς γραφήτωσαν, ὅτι ἐγκατέλιπον πηγὴν ζωῆς, τὸν Κύριον.

Ιερ. 17,13                  Συ, δέ, Κυριε, είσαι ελπίδα και η υπομονή του ισραηλιτικού λαού. Ολοι εκείνοι, οι οποίοι σε εγκατέλειψαν, θα καταισχυνθούν. Ωσάν γραμμένο στο χώμα όνομα, που σβήνεται και χάνεται, έτσι είναι οι νεκροί, αυτοί που απεμακρύνθησαν από σέ, διότι εγκατέλειψαν σέ, την πηγήν της ζωής, τον Κυριον.

Ιερ. 17,14          ἴασαί με, Κύριε, καὶ ἰαθήσομαι· σῶσόν με, καὶ σωθήσομαι· ὅτι καύχημά μου σὺ εἶ.

Ιερ. 17,14                  Θεράπευσέ με, Κυριε, από τας σωματικάς και ψυχικάς ασθενείας και θα θεραπευθώ, σώσον με και θα σωθώ, διότι συ είσαι το καύχημά μου.

Ιερ. 17,15          ἰδοὺ αὐτοὶ λέγουσι πρός με· ποῦ ἐστιν ὁ λόγος Κυρίου; ἐλθέτω.

Ιερ. 17,15                  Ιδού, αυτοί ειρωνικώς μου λέγουν· Που είναι αι υποσχέσεις και αι απειλαί του Κυρίου; Ας πραγματοποιηθούν!

Ιερ. 17,16          ἐγὼ δὲ οὐκ ἐκοπίασα κατακολουθῶν ὀπίσω σου καὶ ἡμέραν ἀνθρώπου οὐκ ἐπεθύμησα, σὺ ἐπίστῃ· τὰ ἐκπορευόμενα διὰ τῶν χειλέων μου πρὸ προσώπου σού ἐστι.

Ιερ. 17,16                  Εγώ δεν εθεώρησα κόπον και δεν εκουράσθην να ακολουθώ όπισθέν σου, τηρών τας εντολάς σου, και ημέρας των ανθρώπων δεν επεθύμησα. Συ τα γνωρίζεις όλα αυτά. Οσα δε εξέρχονται από τα χείλη μου, είναι ενώπιόν σου φανερά.

Ιερ. 17,17          μὴ γενηθῇς μοι εἰς ἀλλοτρίωσιν φειδόμενός μου ἐν ἡμέρᾳ πονηρᾷ.

Ιερ. 17,17                  Εις ημέραν συμφορών και θλίψεων μη φανής απέναντί μου, Κυριε, ξένος και αδιάφορος, αλλά δείξε προς εμέ το έλεός σου.

Ιερ. 17,18          καταισχυνθήτωσαν οἱ διώκοντές με, καὶ μὴ καταισχυνθείην ἐγώ· πτοηθείησαν αὐτοί, καὶ μὴ πτοηθείην ἐγώ· ἐπάγαγε ἐπ᾿ αὐτοὺς ἡμέραν πονηράν, δισσὸν σύντριμμα σύντριψον αὐτούς.

Ιερ. 17,18                  Ας κατεντροπιασθούν οι καταδιώκοντές με και ας μη καταισχυνθώ εγώ. Αυτοί ας καταληφθούν από τρόμον και δέος και οχι εγώ. Εξαπόστειλε έναντίον των ημέραν τιμωρίας και θλίψεως, σύντριψέ τους εξ ολοκλήρου και κατάστρεψε τους.

Ιερ. 17,19          Τάδε λέγει Κύριος· βάδισον καὶ στῆθι ἐν ταῖς πύλαις υἱῶν λαοῦ σου, ἐν αἷς εἰσπορεύονται ἐν αὐταῖς βασιλεῖς Ἰούδα καὶ ἐν αἷς ἐκπορεύονται ἐν αὐταῖς, καὶ ἐν πάσαις ταῖς πύλαις Ἱερουσαλὴμ

Ιερ. 17,19                  Αυτά λέγει ο Κυριος· Πηγαινε και στάσου εις τας πύλας των ανθρώπων του λαού σου, δια των οποίων εισέρχονται οι βασιλείς του Ιούδα και δια των οποίων εξέρχονται, και εις όλας τας άλλας πύλας της Ιερουσαλήμ

Ιερ. 17,20          καὶ ἐρεῖς αὐτοῖς· ἀκούσατε τὸν λόγον Κυρίου, βασιλεῖς Ἰούδα, καὶ πᾶσα Ἰουδαία καὶ πᾶσα Ἱερουσαλήμ, οἱ εἰσπορευόμενοι ἐν ταῖς πύλαις ταύταις·

Ιερ. 17,20                 και θα πης εις αυτούς· Βασιλείς του Ιουδαϊκού βασιλείου, όλη η χώρα της Ιουδαίας και όλοι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, οι εισερχόμενοι δια των πυλών αυτών της πόλεως, ακούσατε τον λόγον του Κυρίου.

Ιερ. 17,21          τάδε λέγει Κύριος· φυλάσσεσθε τὰς ψυχὰς ὑμῶν καὶ μὴ αἴρετε βαστάγματα ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων καὶ μὴ ἐκπορεύεσθε ταῖς πύλαις Ἱερουσαλὴμ

Ιερ. 17,21                  Αυτά λέγει ο Κυριος· προσέχετε τον εαυτόν σας και την ζωήν σας. Μη μεταφέρετε βάρη κατά την ημέραν των Σαββάτων, μη εξέρχεσθε από τας πύλας της Ιερουσαλήμ κατά την ημέραν αυτήν.

Ιερ. 17,22          καὶ μὴ ἐκφέρετε βαστάγματα ἐξ οἰκιῶν ὑμῶν ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων καὶ πᾶν ἔργον οὐ ποιήσετε· ἁγιάσατε τὴν ἡμέραν τῶν σαββάτων, καθὼς ἐνετειλάμην τοῖς πατράσιν ὑμῶν, καὶ οὐκ ἤκουσαν καὶ οὐκ ἔκλιναν τὸ οὖς αὐτῶν

Ιερ. 17,22                 Μη βγάλετε και μεταφέρετε φορτία από τας οικίας σας κατά την ημέραν των Σαββάτων και κανένα έργον δεν πρέπει να κάμνετε κατ' αυτήν. Αφιερώσατε τας ημέρας αυτάς του Σαββάτου στον Θεόν, όπως εγώ έδωσα εντολήν στους προγόνους σας, οι οποίοι όμως δεν ήκουσαν και δεν έκλιναν το αυτί των εις τα λόγιά μου.

Ιερ. 17,23          καὶ ἐσκλήρυναν τὸν τράχηλον αὐτῶν ὑπὲρ τοὺς πατέρας αὐτῶν τοῦ μὴ ἀκοῦσαί μου καὶ τοῦ μὴ δέξασθαι παιδείαν.

Ιερ. 17,23                  Αυτοί εσκλήρυναν τον τράχηλόν των περισσότερον από τους πατέρας των, ώστε να μη υπακούσουν εις εμέ και να μη δεχθούν την σωτήριον δι' αυτούς παιδαγωγίαν.

Ιερ. 17,24          καὶ ἔσται ἐὰν ἀκοῇ ἀκούσητέ μου, λέγει Κύριος, τοῦ μὴ εἰσφέρειν βαστάγματα διὰ τῶν πυλῶν τῆς πόλεως ταύτης ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων καὶ ἁγιάζειν τὴν ἡμέραν τῶν σαββάτων τοῦ μὴ ποιεῖν πᾶν ἔργον,

Ιερ. 17,24                 Εάν προσέξετε και ακούσετε τα λόγια μου και τα δεχθήτε, λέγει ο Κυριος, ώστε να μη μεταφέρετε φορτία δια μέσου των πυλών της πόλεως κατά τας ημέρας των Σαββάτων, εάν αγιάζετε την ημέραν του Σαββάτου ώστε να μη κάνετε έργον,

Ιερ. 17,25          καὶ εἰσελεύσονται διὰ τῶν πυλῶν τῆς πόλεως ταύτης βασιλεῖς καὶ ἄρχοντες καθήμενοι ἐπὶ θρόνου Δαυὶδ καὶ ἐπιβεβηκότες ἐφ᾿ ἅρμασι καὶ ἵπποις αὐτῶν, αὐτοὶ καὶ οἱ ἄρχοντες αὐτῶν, ἄνδρες Ἰούδα καὶ οἱ κατοικοῦντες ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ κατοικισθήσεται ἡ πόλις αὕτη εἰς τὸν αἰῶνα.

Ιερ. 17,25                  τότε θα εισέλθουν δια των πυλών της πόλεως αυτής βασιλείς και άρχοντες, οι οποίοι θα καθίσουν επάνω στον θρόνον Δαδίδ επιβαίνοντες επάνω εις πολεμικά άρματα και στους ίππους των· οι βασιλείς αυτοί και όλοι οι αυλικοί των, άνδρες Ιουδαίοι και όσοι κατοικούν την Ιερουσαλήμ η δε πόλις αυτή θα κατοικήται στον αιώνα.

Ιερ. 17,26          καὶ ἥξουσιν ἐκ τῶν πόλεων Ἰούδα καὶ κυκλόθεν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐκ γῆς Βενιαμὶν καὶ ἐκ γῆς πεδινῆς καὶ ἐκ τοῦ ὄρους καὶ ἐκ τῆς πρὸς νότον φέροντες ὁλοκαυτώματα καὶ θυσίας καὶ θυμιάματα καὶ μαναὰ καὶ λίβανον, φέροντες αἴνεσιν εἰς οἶκον Κυρίου.

Ιερ. 17,26                 Και θα έρχωνται εις την Ιερουσαλήμ από τας άλλας πόλεις της περιοχής Ιούδα και όσοι κατοικούν γύρω από την Ιερουσαλήμ, άνθρωποι από την φυλην Βενιαμίν, από την πεδινήν περιοχήν, από τα όρη, από την χώραν που εκτείνεται προς νότον, φέροντες ολοκαυτώματα και άλλας θυσίας και θυμιάματα, δώρα και λιβάνι. Θα τα προσκομίζουν ως ευχαριστίαν και δοξολογίαν στον ναόν του Κυρίου.

Ιερ. 17,27          καὶ ἔσται ἐὰν μὴ ἀκούσητέ μου τοῦ ἁγιάζειν τὴν ἡμέραν τῶν σαββάτων, τοῦ μὴ αἴρειν βαστάγματα καὶ μὴ εἰσπορεύεσθαι ταῖς πύλαις Ἱερουσαλὴμ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων, καὶ ἀνάψω πῦρ ἐν ταῖς πύλαις αὐτῆς, καὶ καταφάγεται ἄμφοδα Ἱερουσαλὴμ καὶ οὐ σβεσθήσεται.

Ιερ. 17,27                  Εάν όμως δεν με υπακούσετε, ώστε να σέβεσθε και να αγιάζετε την ημέραν του Σαββάτου, να μη σηκώνετε βάρη, να μη εισέρχεσθε και εξέρχεσθε από τας πύλας της Ιερουσαλήμ κατά την ημέραν των Σαββάτων, εγώ θα ανάψω φωτιάν εις τας πύλας της πόλεως αυτής, η οποία θα καταφάγη τας οδούς της Ιερουσαλήμ και δεν θα σβήση.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 18

 

Ιερ. 18,1            Ὁ λόγος ὁ γενόμενος παρὰ Κυρίου πρὸς Ἱερεμίαν λέγων·

Ιερ. 18,1                    Ο λόγος, τον οποίον απηύθυνεν ο Κυριος προς τον Ιερεμίαν λέγων·

Ιερ. 18,2            ἀνάστηθι, καὶ κατάβηθι εἰς οἶκον τοῦ κεραμέως, καὶ ἐκεῖ ἀκούσῃ τοὺς λόγους μου.

Ιερ. 18,2                    Σηκω και κατέβα στο εργαστήριον του αγγειοπλάστου και εκεί θα ακούσης τους λόγους μου.

Ιερ. 18,3            καὶ κατέβην εἰς τὸν οἶκον τοῦ κεραμέως, καὶ ἰδοὺ αὐτὸς ἐποίει ἔργον ἐπὶ τῶν λίθων·

Ιερ. 18,3                    Κατέβηκα στο εργαστήριον του αγγειοπλάστου και ιδού, αυτός έκαμνε την εργασίαν του μέ τους λιθίνους τροχούς.

Ιερ. 18,4            καὶ ἔπεσε τὸ ἀγγεῖον, ὃ αὐτὸς ἐποίει ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ, καὶ πάλιν αὐτὸς ἐποίησεν αὐτὸ ἀγγεῖον ἕτερον, καθὼς ἤρεσεν ἐνώπιον αὐτοῦ τοῦ ποιῆσαι.

Ιερ. 18,4                    Επεσε δε το πήλινον αγγείον, το οποίον αυτός κατεσκεύαζε με τα χέρια του. Ο κεραμοποιός και πάλιν έκαμε άλλο αγγείον· το έκαμεν, όπως ήρεσεν εις αυτόν.

Ιερ. 18,5            καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με λέγων·

Ιερ. 18,5                    Τοτε ο Κυριος απηύθυνε λόγον προς εμέ και μου είπε·

Ιερ. 18,6            εἰ καθὼς ὁ κεραμεὺς οὗτος οὐ δυνήσομαι τοῦ ποιῆσαι ὑμᾶς, οἶκος Ἰσραήλ; ἰδοὺ ὡς ὁ πηλὸς τοῦ κεραμέως ὑμεῖς ἐστε ἐν ταῖς χερσί μου.

Ιερ. 18,6                    Μηπως και εγώ δεν ημπορώ να κάμω σας τους Ισραηλίτας, όπως έκαμεν ο κεραμεύς αυτός; Διότι, ιδού, εις τα χέρια μου σεις είσθε ώσαν τον πηλόν του κεραμέως.

Ιερ. 18,7            πέρας λαλήσω ἐπὶ ἔθνος ἢ ἐπὶ βασιλείαν τοῦ ἐξᾶραι αὐτοὺς καὶ τοῦ ἀπολλύειν,

Ιερ. 18,7                    Εάν προαναγγείλω και αποφασίσω το τέλος ενός έθνους η ότι θα εξολοθρεύσω και θα εξαφανίσω μίαν βασιλείαν και τους πολίτας της,

Ιερ. 18,8            καὶ ἐπιστραφῇ τὸ ἔθνος ἐκεῖνο ἀπὸ πάντων τῶν κακῶν αὐτῶν, καὶ μετανοήσω περὶ τῶν κακῶν, ὧν ἐλογισάμην τοῦ ποιῆσαι αὐτοῖς.

Ιερ. 18,8                    εάν εκείνο το έθνος επιστρέψη προς εμέ εν μετανοία, απαρνηθή δε και απομακρυνθή από όλας τας κακίας, εγώ θα αλλάξω γνώμην σχετικώς με τας θλίψεις και τιμωρίας, τας οποίας είχα σκεφθή να επιφέρω εναντίον των ανθρώπων του λαού αυτού.

Ιερ. 18,9            καὶ πέρας λαλήσω ἐπὶ ἔθνος καὶ βασιλείαν τοῦ ἀνοικοδομεῖσθαι καὶ τοῦ καταφυτεύεσθαι,

Ιερ. 18,9                    Εάν εξ αντιθέτου ομιλήσω και αποφασίσω περί ενός έθνους και ενός βασιλείου, ότι θα ανοικοδομηθή, θα φυτευθή και θα προοδεύσ·η,

Ιερ. 18,10          καὶ ποιήσωσι τὰ πονηρὰ ἐναντίον μου τοῦ μὴ ἀκούειν τῆς φωνῆς μου, καὶ μετανοήσω περὶ τῶν ἀγαθῶν, ὧν ἐλάλησα τοῦ ποιῆσαι αὐτοῖς.

Ιερ. 18,10                  οι δε άνθρωποι του έθνους αυτού πράξουν πονηρά ενώπιόν μου και δεν θέλουν να ακούσουν και να υπακούσουν εις την φωνήν μου, τότε θα αλλάξω γνώμην σχετικώς με τα αγαθά, που είχα προαναγγείλει, ότι θα αποστείλω εις αυτούς.

Ιερ. 18,11          καὶ νῦν εἰπὸν πρὸς ἄνδρας Ἰούδα καὶ πρὸς τοὺς κατοικοῦντας Ἱερουσαλήμ· ἰδοὺ ἐγὼ πλάσσω ἐφ᾿ ὑμᾶς κακὰ καὶ λογίζομαι ἐφ᾿ ὑμᾶς λογισμόν· ἀποστραφήτω δὴ ἕκαστος ἀπὸ ὁδοῦ αὐτοῦ τῆς πονηρᾶς, καὶ καλλίονα ποιήσατε τά ἐπιτηδεύματα ὑμῶν.

Ιερ. 18,11                   Και τώρα ειπέ στους ανθρώπους του βασιλείου Ιούδα και προς τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ. Ιδού, εγώ παρασκευάζω εναντίον σας θλίψεις και τιμωρίας, μελετών σχέδια εις βάρος σας. Ας απομακρυνθή, λοιπόν, ο καθένας σας από τον δρόμον των πονηριών του και πράξατε έργα καλύτερα.

Ιερ. 18,12          καὶ εἶπαν· ἀνδριούμεθα, ὅτι ὀπίσω τῶν ἀποστροφῶν ἡμῶν πορευσόμεθα καὶ ἕκαστος τὰ ἀρεστά τῆς καρδίας αὐτοῦ τῆς πονηρᾶς ποιήσομεν.

Ιερ. 18,12                  Εκείνοι όμως απήντησαν· Ημείς είμεθα ανδρείοι, δι' αύτό και θα προχωρήσωμεν εις τας παραβάσεις μας, και ο καθένας από ημάς θα πράξη ο,τι ευχαριστεί την πονηράν αυτού καρδίαν.

Ιερ. 18,13          διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος· ἐρωτήσατε δὴ ἐν ἔθνεσι· τίς ἤκουσε τοιαῦτα φρικτά, ἃ ἐποίησε σφόδρα παρθένος Ἰσραήλ;

Ιερ. 18,13                  Δια τούτο αυτά λέγει ο Κυριος· Ερωτήσατε τα ειδωλολατρικά έθνη· ποιό από αυτά ήκουσε τέτοια φρικτά πράγματα, τα οποία τόσον πολύ διέπραξεν η θυγάτηρ μου αυτή, το έθνος Ισραήλ;

Ιερ. 18,14          μὴ ἐκλείψουσιν ἀπὸ πέτρας μαστοὶ ἢ χιὼν ἀπὸ τοῦ Λιβάνου; μὴ ἐκκλινῇ ὕδωρ βιαίως ἀνέμῳ φερόμενον;

Ιερ. 18,14                  Μηπως θα λείψουν ποτέ αι πηγαί ύδατος από τους βράχους η τα χιόνια από το όρος Λιβανον; Μηπως και θα παρεκκλίνη το ύδωρ του ποταμού από την φυσικήν πορείαν του, έστώ και αν βίαιος άνεμος εκσπάση εις αυτό;

Ιερ. 18,15          ὅτι ἐπελάθοντό μου ὁ λαός μου, εἰς κενὸν ἐθυμίασαν· καὶ ἀσθενήσουσιν ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν σχοίνους αἰωνίους τοῦ ἐπιβῆναι τρίβους οὐκ ἔχοντας ὁδὸν εἰς πορείαν

Ιερ. 18,15                  Ο Ισραηλιτικός όμώς λαός με ελησμόνησε, προσέφερε θυσίαν θυμιάματος εις τα κούφια και ψευδή είδωλα. Αυτοί πυ παρεκκλίνουν εις την ειδωλολατρείαν, θα αποκάμουν και θα παραλύσουν στους δρόμους των, διότι αφήκαν τας αιωνίους οδούς, δια να τραπούν εις μονοπάτια, που δεν είναι καν δρόμος και δεν διέρχονται από αυτά άνθρωποι.

Ιερ. 18,16          τοῦ τάξαι τὴν γῆν αὐτῶν εἰς ἀφανισμὸν καὶ σύριγμα αἰώνιον· πάντες οἱ διαπορευόμενοι δι᾿ αὐτῆς ἐκστήσονται καὶ κινήσουσι τὴν κεφαλὴν αὐτῶν.

Ιερ. 18,16                  Και το αποτέλεσμα είναι να καταντήση η χώρα αυτών εις όλεθρον, αιώνιον σφύριγμα καταπλήξεως και ειρωνείας εκ μέρους των ανθρώπων. Ολοι όσοι διέρχονται πλησίον αυτής θα μείνουν έκπληκτοι, θα κινούν με θλίψιν την κεφαλήν των

Ιερ. 18,17          ὡς ἄνεμον καύσωνα διασπερῶ αὐτοὺς κατὰ πρόσωπον ἐχθρῶν αὐτῶν, δείξω αὐτοῖς ἡμέραν ἀπωλείας αὐτῶν.

Ιερ. 18,17                  Ωσάν τον καυστικόν άνεμον θα τους διασκορπίσω ενώπιον των εχθρών των. θα παρουσιάσω ενώπιόν των την ημέραν της καταστροφής των.

Ιερ. 18,18          Καὶ εἶπαν· δεῦτε καὶ λογισώμεθα ἐπὶ Ἱερεμίαν λογισμόν, ὅτι οὐκ ἀπολεῖται νόμος ἀπὸ ἱερέως καὶ βουλὴ ἀπὸ συνετοῦ καὶ λόγος ἀπὸ προφήτου· δεῦτε καὶ πατάξωμεν αὐτὸν ἐν γλώσσῃ καὶ ἀκουσόμεθα πάντας τοὺς λόγους αὐτοῦ.

Ιερ. 18,18                  Οι εν Ιερουσαλήμ εχθροί του προφήτου είπαν· Ελάτε και ας σκεφθώμεν, τι πρέπει να κάμωμεν εναντίον του Ιερεμίου, διότι επί τέλους δεν εχάθη από ανάμεσα μας νόμος διδασκόμενος από ιερείς και σοφή συμβουλή από συνετόν άνθρωπον και λόγος προερχόμενος από προφήτην. Ας τον κτυπήσωμεν με τα ίδια του τα λόγια, ας ακούμε με προσοχήν όλους τους λόγους του και ας επισημαίνωμεν τους επιληψίμους.

Ιερ. 18,19          εἰσάκουσόν μου, Κύριε, καὶ εἰσάκουσον τῆς φωνῆς τοῦ δικαιώματός μου.

Ιερ. 18,19                  Και ο προφήτης λέγει· Ακουσέ με, Κυριε, πρόσεξε την φωνήν μου, δια της οποίας ζητώ το δίκαιόν μου.

Ιερ. 18,20          εἰ ἀνταποδίδοται ἀντὶ ἀγαθῶν κακά; ὅτι συνελάλησαν ῥήματα κακὰ τῆς ψυχῆς μου καὶ τὴν κόλασιν αὐτῶν ἔκρυψάν μοι· μνήσθητι ἑστηκότος μου κατὰ πρόσωπόν σου τοῦ λαλῆσαι ὑπὲρ αὐτῶν ἀγαθά, τοῦ ἀποστρέψαι τὸν θυμόν σου ἀπ᾿ αὐτῶν.

Ιερ. 18,20                 Πρέπει, λοιπόν, να ανταποδίδωνται αντί των αγαθών κακά; Διότι αυτοί συνεφώνησαν και απεφάσισαν κακά εναντίον της ζωής μου. Και το κακόν, που σκέπτονται εναντίον μου, μου το απέκρυψαν. Ενθυμήσου, Κυριε, ότι εγώ όρθιος ενώπιόν σου σε παρεκάλεσα δι' αυτούς, να τους στείλης αγαθά, να αποτρέψης από αυτούς την δικαίαν σου οργήν.

Ιερ. 18,21          διὰ τοῦτο δὸς τοὺς υἱοὺς αὐτῶν εἰς λιμὸν καὶ ἄθροισον αὐτοὺς εἰς χεῖρας μαχαίρας· γενέσθωσαν αἱ γυναῖκες αὐτῶν ἄτεκνοι καὶ χῆραι, καὶ οἱ ἄνδρες αὐτῶν γενέσθωσαν ἀνῃρημένοι θανάτῳ καὶ οἱ νεανίσκοι αὐτῶν πεπτωκότες μαχαίρᾳ ἐν πολέμῳ.

Ιερ. 18,21                  Δια την αχαριστίαν των αυτήν και δια τα εγκληματικά των σχέδια παράδωσε τα παιδιά των εις λιμόν, συνάθροισέ τους προς σφαγήν από εχθρικάς μαχαίρας. Ας γίνουν και ας μείνουν αι γυναίκες των άτεκνοι και χήραι, οι άνδρες αυτών ας εξολοθρευθούν με θανατηφόρον ασθένειαν και οι νέοι αυτών άνδρες ας σφαγούν δια μαχαίρας κατά τον πόλεμον.

Ιερ. 18,22          γενηθήτω κραυγὴ ἐν ταῖς οἰκίαις αὐτῶν, ἐπάξεις ἐπ᾿ αὐτοὺς ληστὰς ἄφνω, ὅτι ἐνεχείρησαν λόγον εἰς σύλληψίν μου, καὶ παγίδας ἔκρυψαν ἐπ᾿ ἐμέ.

Ιερ. 18,22                 Ας ακουσθούν κραυγαί πόνου και απελπισίας μέσα εις τα σπίτια των. Φέρε αιφνιδίως εναντίον αυτών ληστάς, διότι συνεφώνησαν και απεφάσισαν μεταξύ των να με συλλάβουν και έστησαν παγίδας εναντίον μου.

Ιερ. 18,23          καὶ σύ, Κύριε, ἔγνως ἅπασαν τὴν βουλὴν αὐτῶν ἐπ᾿ ἐμὲ εἰς θάνατον· μὴ ἀθῳώσῃς τὰς ἀδικίας αὐτῶν, καὶ τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν ἀπὸ προσώπου σου μὴ ἐξαλείψῃς· γενέσθω ἡ ἀσθένεια αὐτῶν ἐναντίον σου, ἐν καιρῷ θυμοῦ σου ποίησον ἐν αὐτοῖς.

Ιερ. 18,23                 Και συ, Κυριε, εγνώρισες όλην την εναντίον μου πονηράν σκέψιν και απόφασίν των, δια να με θανατώσουν. Μη αμνηστεύσης και μη άφησης ατιμωρήτους τας κακίας των. Μη σβήσης από εμπρός σου και εξαλείψης τας αμαρτίας των. Ασθενείς και αδύνατοι ας πέσουν ενώπιόν σου. Εις τον καιρόν του δικαίου σου θυμού πράξε τούτο εναντίον των.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 19

 

Ιερ. 19,1            Τότε εἶπε Κύριος πρός με· βάδισον καὶ κτῆσαι βῖκον πεπλασμένον ὀστράκινον καὶ ἄξεις ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων τοῦ λαοῦ καὶ ἀπὸ τῶν ἱερέων,

Ιερ. 19,1                    Τοτε μου είπεν ο Κυριος· Πηγαινε και αγόρασε λαγήνι φτιασμένο από πηλόν, πάρε μαζή σου μερικούς από τους πρεσβυτέρους του λαού και από τους Ιερείς

Ιερ. 19,2            καὶ ἐξελεύσῃ εἰς τὸ πολυάνδριον υἱῶν τῶν τέκνων αὐτῶν, ὅ ἐστιν ἐπὶ τῶν προθύρων πύλης τῆς Χαρσείθ, καὶ ἀνάγνωθι ἐκεῖ πάντας τοὺς λόγους τούτους, οὓς ἂν λαλήσω πρὸς σέ,

Ιερ. 19,2                    και να εξέλθης στο Πολυάνδριον, στο νεκροταφείον όπου έθαπτον τα θυσιαζόμενα στον Βααλ τέκνα των, αυτό που ευρίσκεται εις τα πρόθυρα της πύλης Χαρσείθ. Εκεί κάμε γνωστούς εις όλους αυτούς τους λόγους, τους οποίους εγώ θα αποκαλύψω εις σέ.

Ιερ. 19,3            καὶ ἐρεῖς αὐτοῖς· ἀκούσατε τὸν λόγον Κυρίου, βασιλεῖς Ἰούδα καὶ ἄνδρες Ἰούδα καὶ οἱ κατοικοῦντες ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ οἱ εἰσπορευόμενοι ἐν ταῖς πύλαις ταύταις· τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· ἰδοὺ ἐγὼ ἐπάγω ἐπὶ τὸν τόπον τοῦτον κακά, ὥστε παντὸς ἀκούοντος αὐτὰ ἠχήσει τὰ ὦτα αὐτοῦ,

Ιερ. 19,3                    Και θα πης εις αυτούς· ακούσατε τον λόγον του Κυρίου βασιλείς του βασιλείου Ιούδα, άνδρες Ιουδαίοι, οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, όλοι όσοι εισέρχεσθε από τας πύλας αυτάς· αυτά λέγει ο Κυριος ο Θεός του Ισραήλ· ιδού, εγώ θα επιφέρω εναντίον του τόπου αυτού θλίψεις και συμφοράς, τόσον πολλάς και μεγάλας, ώστε καθένας που θα τας ακούση, θα αισθανθή να βουΐζουν τα αυτιά του.

Ιερ. 19,4            ἀνθ᾿ ὧν ἐγκατέλιπόν με καὶ ἀπηλλοτρίωσαν τὸν τόπον τοῦτον καὶ ἐθυμίασαν ἐν αὐτῷ θεοῖς ἀλλοτρίοις, οἷς οὐκ ᾔδεισαν αὐτοὶ καὶ οἱ πατέρες αὐτῶν, καὶ οἱ βασιλεῖς Ἰούδα ἔπλησαν τὸν τόπον τοῦτον αἱμάτων ἀθῴων

Ιερ. 19,4                    Αυτά θα γίνουν, διότι αυτοί με εγκατέλειψαν, εμόλυναν και αφιέρωσαν τον τόπον τούτον εις ξένους θεούς, εθυσίασαν εις αυτόν θυσίας προς θεούς ξένους, τους οποίους δεν εγνώριζαν ούτε αυτοί ούτε οι πρόγονοί των. Οι δε βασιλείς του Ιούδα εγέμισαν τον τόπον αυτόν από αίματα αθώων ανθρώπων, τους οποίους έσφαξαν.

Ιερ. 19,5            καὶ ᾠκοδόμησαν ὑψηλὰ τῇ Βάαλ τοῦ κατακαίειν τοὺς υἱοὺς αὐτῶν ἐν πυρί, ἃ οὐκ ἐνετειλάμην οὐδὲ διενοήθην ἐν τῇ καρδίᾳ μου.

Ιερ. 19,5                    Εκτισαν εις υψηλούς τόπους θυσιαστήρια του ειδώλου Βααλ, δια να κατακαίουν τα παιδιά των στο πυρ, έκαμαν πράγματα, τα οποία ουδέποτε εγώ διέταξα, ούτε καν ήλθαν ποτέ εις την διάνοιάν μου.

Ιερ. 19,6            διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἡμέραι ἔρχονται, λέγει Κύριος, καὶ οὐ κληθήσεται τῷ τόπῳ τούτῳ ἔτι Διάπτωσις καὶ Πολυάνδριον υἱοῦ Ἐννόμ, ἀλλ᾿ ἢ Πολυάνδριον τῆς σφαγῆς.

Ιερ. 19,6                    Δια τούτο ιδού, έρχονται ημέραι, λέγει ο Κυριος, κατά τας οποίας δεν θα ονομασθή πλέον ο τόπος αυτός απλώς Διάπτωσις και Πολυάνδριον του υιού του Εννόμ, άλλα Πολυάνδριον της σφαγής.

Ιερ. 19,7            καὶ σφάξω τὴν βουλὴν Ἰούδα καὶ τὴν βουλὴν Ἱερουσαλὴμ ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ καὶ καταβαλῶ αὐτοὺς ἐν μαχαίρᾳ ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν αὐτῶν καὶ ἐν χερσὶ τῶν ζητούντων τὰς ψυχὰς αὐτῶν, καὶ δώσω τοὺς νεκροὺς αὐτῶν εἰς βρῶσιν τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοῖς θηρίοις τῆς γῆς.

Ιερ. 19,7                    Διότι στον τόπον αυτόν θα σφάξω και θα ματαιώσω την πονηράν σκέψιν και απόφασιν του βασιλείου Ιούδα και της Ιερουσαλήμ, θα παραδώσω και θα καταβάλω αυτούς εις σφαγήν μαχαίρας ενώπιον των εχθρών των, εις τα χέρια ανθρώπων οι οποίοι ζητούν να τους αφαιρέσουν την ζωήν. Θα παραδώσω τους νεκρούς των τροφήν εις τα όρνια του ουρανού και εις τα θηρία της γης.

Ιερ. 19,8            καὶ τάξω τὴν πόλιν ταύτην εἰς ἀφανισμὸν καὶ εἰς συριγμόν· πᾶς ὁ παραπορευόμενος ἐπ᾿ αὐτῆς σκυθρωπάσει καὶ συριεῖ ὑπὲρ πάσης τῆς πληγῆς αὐτῆς.

Ιερ. 19,8                    Θα προορίσω και θα παραδώσω αυτήν την πόλιν εις όλεθρον και αφανισμόν, ελεεινόν θέαμα δια συριγμόν θλίψεως και ειρωνείας. Καθε άνθρωπος, ο οποίος θα διέρχεται κοντά της, θα σκυθρωπάζη βλέπων την μεγάλην καταστροφήν της και θα εκβάλλη συριγμόν δέους και ειρωνείας δια την μεγάλην αυτής πληγήν.

Ιερ. 19,9            καὶ ἔδονται τὰς σάρκας τῶν υἱῶν αὐτῶν καὶ τὰς σάρκας τῶν θυγατέρων αὐτῶν, καὶ ἕκαστος τὰς σάρκας τοῦ πλησίον αὐτοῦ ἔδονται ἐν τῇ περιοχῇ καὶ ἐν τῇ πολιορκίᾳ, ᾗ πολιορκήσουσιν αὐτοὺς οἱ ἐχθροὶ αὐτῶν.

Ιερ. 19,9                    Οι κάτοικοί της λόγω του λιμού, που θα επικρατήση, θα φάγουν τας σάρκας των υιών των και τας σάρκας των θυγατέρων των, άλλα και κάθε άνθρωπος θα φάγη τας σάρκας του πλησίον αυτού, εξ αιτίας της στενής και καταπιεστικής πολιορκίας, με την οποίαν θα τους πολιορκήσουν οι εχθροί των.

Ιερ. 19,10          καὶ συντρίψεις τὸν βῖκον κατ᾿ ὀφθαλμοὺς τῶν ἀνδρῶν τῶν ἐκπορευομένων μετά σοῦ

Ιερ. 19,10                  Θα συντρίψης το λαγήνι εμπρός εις τα μάτια των ανδρών, οι οποίοι θα έλθουν μαζή σου,

Ιερ. 19,11          καὶ ἐρεῖς· τάδε λέγει Κύριος· οὕτως συντρίψω τὸν λαὸν τοῦτον, καὶ τὴν πόλιν ταύτην, καθὼς συντρίβεται ἄγγος ὀστράκινον, ὃ οὐ δυνήσεται ἰαθῆναι ἔτι.

Ιερ. 19,11                   και θα πης· Αυτά λέγει ο Κυριος έτσι εγώ θα συντρίψω τον λαόν αυτόν και την πόλιν αυτήν, όπως συντρίβεται το πήλινον τούτο δοχείον, το οποίον δεν είναι δυνατόν πλέον να συγκολληθή και αποκατασταθή.

Ιερ. 19,12          οὕτως ποιήσω, λέγει Κύριος, τῷ τόπῳ τούτῳ καὶ τοῖς κατοικοῦσιν ἐν αὐτῷ τοῦ δοθῆναι τὴν πόλιν ταύτην ὡς τὴν διαπίπτουσαν.

Ιερ. 19,12                  Ετσι θα κάμω στον τόπον τούτον, λέγει ο Κυριος, και στους κατοίκους του τόπου αυτού, ώστε να γίνη η πόλις αυτή ως άλλο μεγάλο νεκροταφείον, όπως η “Διαπίπτουσα”.

Ιερ. 19,13          καὶ οἶκοι Ἱερουσαλὴμ καὶ οἶκοι βασιλέων Ἰούδα ἔσονται καθὼς ὁ τόπος ὁ διαπίπτων ἀπὸ τῶν ἀκαθαρσιῶν αὐτῶν ἐν πάσαις ταῖς οἰκίαις, ἐν αἷς ἐθυμίασαν ἐπὶ τῶν δωμάτων αὐτῶν πάσῃ τῇ στρατιᾷ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἔσπεισαν σπονδὰς θεοῖς ἀλλοτρίοις. -

Ιερ. 19,13                  Και τα σπίτια της Ιερουσαλήμ και οι οίκοι των βασιλέων Ιούδα, θα γίνουν όπως ο τόπος ο Διαπίπτων, ο Ταφέθ, το νεκροταφείον, εξ αιτίας των βδελυγμάτων, τα οποία ετελούντο εις όλας τας οικίας. Από τα δώματα των οικιών αυτών, επάνω εις τα ηλιακωτά, προσέφεραν θυσίαν θυμιάματος εις την στρατιάν των αστέρων του ουρανού και έχυσαν σπονδάς εις θεούς ξένους!

Ιερ. 19,14          Καὶ ἦλθεν Ἱερεμίας ἀπὸ τῆς διαπτώσεως, οὗ ἀπέστειλεν αὐτὸν Κύριος ἐκεῖ τοῦ προφητεῦσαι, καὶ ἔστη ἐν τῇ αὐλῇ οἴκου Κυρίου καὶ εἶπε πρὸς πάντα τὸν λαόν·

Ιερ. 19,14                  Επέστρεψεν ο Ιερεμίας από τον τόπον αυτόν της Διαπτώσεως, όπου τον είχεν αποστείλει ο Κυριος, δια να προφητεύση, και εστάθη όρθιος εις την αυλήν του Κυρίου και είπε προς όλον τον λαόν.

Ιερ. 19,15          τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ ἐπάγω ἐπὶ τὴν πόλιν ταύτην καὶ ἐπὶ πάσας τὰς πόλεις αὐτῆς καὶ ἐπὶ τὰς κώμας αὐτῆς ἅπαντα τὰ κακά, ἃ ἐλάλησα ἐπ᾿ αὐτήν, ὅτι ἐσκλήρυναν τὸν τράχηλον αὐτῶν τοῦ μὴ εἰσακούειν τῶν ἐντολῶν μου.

Ιερ. 19,15                  Αυτά λέγει ο Κυριος· Ιδού, εγώ επιφέρω εις την πόλιν αυτήν και εις όλας τας πόλεις της χώρας αυτής και εις τας κώμας αυτής όλα τα κακά, τα οποία ελάλησα εναντίον αυτής, διότι οι Ισραηλίται εσκλήρυναν τον τράχηλον των, ώστε να αρνηθούν να υπακούσουν εις τας εντολάς μου.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 20

 

Ιερ. 20,1            Καὶ ἤκουσε Πασχὼρ ὁ υἱὸς Ἐμμὴρ ὁ ἱερεύς - καὶ οὗτος ἦν καθεσταμένος ἡγούμενος οἴκου Κυρίου - τοῦ Ἱερεμίου προφητεύοντος τοὺς λόγους τούτους.

Ιερ. 20,1                    ο Πασχώρ, υιός του Εμμήρ, ο Ιερεύς, αυτός πο Υ είχε διορισθ αρχηγός και επόπτης του ναού του Κυρίου, ήκουσε τον Ιερεμίαν να προφητεύη τους απειλητικούς αυτούς λόγους.

Ιερ. 20,2            καὶ ἐπάταξεν αὐτὸν καὶ ἐνέβαλεν αὐτὸν εἰς τὸν καταῤῥάκτην, ὃς ἦν ἐν πύλῃ οἴκου ἀποτεταγμένου τοῦ ὑπερῴου, ὃς ἦν ἐν οἴκῳ Κυρίου.

Ιερ. 20,2                   Τον εμαστίγωσε και έβαλε τους πόδας και τας χείρας, αυτού στο βασανιστικόν ξύλον, που υπήρχε μέσα εις δωμάτιον μεμονωμένον υπεράνω από την αυλήν του ναού του Κυρίου.

Ιερ. 20,3            καὶ ἐξήγαγε Πασχὼρ τὸν Ἱερεμίαν ἐκ τοῦ καταῤῥάκτου, καὶ εἶπεν αὐτῷ Ἱερεμίας· οὐχὶ Πασχὼρ ἐκάλεσε Κύριος τὸ ὄνομά σου, ἀλλ᾿ ἢ Μέτοικον.

Ιερ. 20,3                   Κατόπιν ο Πασχώρ έβγαλε τον Ιερεμίαν από το βασανιστικόν αυτό ξύλον και είπε προς αυτόν ο Ιερεμίας· Ο Κυριος δεν σου έδωσε το όνομα Πασχώρ, αλλά το όνομα Μέτοικος,

Ιερ. 20,4            διότι τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ δίδωμί σε εἰς μετοικίαν σὺν πᾶσι τοῖς φίλοις σου, καὶ πεσοῦνται ἐν μαχαίρᾳ ἐχθρῶν αὐτῶν, καὶ οἱ ὀφθαλμοί σου ὄψονται, καὶ σὲ καὶ πάντα Ἰούδαν δώσω εἰς χεῖρας βασιλέως Βαβυλῶνος, καὶ μετοικιοῦσιν αὐτοὺς καὶ κατακόψουσιν ἐν μαχαίραις.

Ιερ. 20,4                   διότι αυτά λέγει ο Κυριος· ιδού, εγώ θα σε παραδώσω εις μετοικεσίαν μαζή με τους φίλους σου, οι οποίοι φίλοι σου θα πέσουν εν στόματι μαχαίρας των εχθρών των. Αυτά θα τα ίδουν οι οφθαλμοί σου. Σε τον ίδιον και όλους τους Ιουδαίους θα παραδώσω αιχμαλώτους εις τα χέρια του βασιλέως της Βαβυλώνος, οι άνδρες του οποίου θα απαγάγουν εις μετοικεσίαν και σε και αυτούς· πολλούς δε θα κατακόψουν με τας μαχαίρας.

Ιερ. 20,5            καὶ δώσω τὴν πᾶσαν ἰσχὺν τῆς πόλεως ταύτης καὶ πάντας τοὺς πόνους αὐτῆς καὶ πάντας τοὺς θησαυροὺς τοῦ βασιλέως Ἰούδα εἰς χεῖρας ἐχθρῶν αὐτοῦ, καὶ ἄξουσιν αὐτοὺς εἰς Βαβυλῶνα.

Ιερ. 20,5                   Θα παραδώσω δε όλην την δύναμιν της πόλεως αυτής, όλους τους κόπους της, όλους τους θησαυρούς του βασιλέως Ιούδα, εις τα χέρια των εχθρών του, οι οποίοι εχθροί του θα οδηγήσουν αυτούς αιχμαλώτους εις την Βαβυλώνα.

Ιερ. 20,6            καὶ σὺ καὶ πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν τῷ οἴκῳ σου πορεύσεσθε ἐν αἰχμαλωσίᾳ, καὶ ἐν Βαβυλῶνι ἀποθανῇ καὶ ἐκεῖ ταφήσῃ, σὺ καὶ πάντες οἱ φίλοι σου, οἷς ἐπροφήτευσας αὐτοῖς ψευδῆ.

Ιερ. 20,6                   Και συ και όλοι, όσοι κατοικούν στο σπίτι σου, θα πορευθήτε εις αιχμαλωσίαν, εις την Βαβυλώνα εκεί θα αποθάνης, εκεί και θα ταφής συ και όλοι οι φίλοι σου, στους οποίους είπες ψευδείς προφητείας.

Ιερ. 20,7            Ἠπάτησάς με, Κύριε, καὶ ἠπατήθην, ἐκράτησας καὶ ἠδυνάσθης· ἐγενόμην εἰς γέλωτα, πᾶσαν ἡμέραν διετέλεσα μυκτηριζόμενος·

Ιερ. 20,7                   Παραπονούμενος ο προφήτης απευθύνεται προς τον Κυριον και λέγει· Κυριε, με εξηπάτησες σχετικώς με το προφητικον έργον και ηπατήθην. Επέμεινες να αναλάβω το έργον του προφήτου και επεκράτησεν η γνώμη σου. Ιδού όμως, ότι εγώ έγινα αντικείμενον γέλωτος· όλην την την μέραν ύπήρξα αντικείμενον εξευτελισμού και χλευασμού.

Ιερ. 20,8            ὅτι πικρῷ λόγῳ μου γελάσομαι, ἀθεσίαν καὶ ταλαιπωρίαν ἐπικαλέσομαι, ὅτι ἐγενήθη λόγος Κυρίου εἰς ὀνειδισμὸν ἐμοὶ καὶ εἰς χλευασμὸν πᾶσαν ἡμέραν μου.

Ιερ. 20,8                   Με πικρούς και δηκτικούς λόγους θα με χλευάσουν, θα γίνω περίγελως, διότι εγώ ήλεγχα την παρανομίαν και την καταδυνάστευσιν. Αλλ' ιδού ότι ο λόγος, τον οποίον έθεσεν στο στόμα μου ο Κυριος, εγινε δι' εμέ αιτία ονειδισμού. Ολας τας ημέρας της ζωής μου θα με χλευάζουν.

Ιερ. 20,9            καὶ εἶπα· οὐ μὴ ὀνομάσω τὸ ὄνομα Κυρίου καὶ οὐ μὴ λαλήσω ἔτι ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ. καὶ ἐγένετο ὡς πῦρ καιόμενον φλέγον ἐν τοῖς ὀστέοις μου, καὶ παρεῖμαι πάντοθεν καὶ οὐ δύναμαι φέρειν.

Ιερ. 20,9                   Και είπα τότε από μέσα μου· Δεν θα αναφέρω άλλην φοράν το όνομα του Κυρίου και δεν θα λαλήσω πλέον εν τω Ονόματι αυτού. Αλλά η σκέψις μου αυτή έγινεν ώσαν πυρκαϊά καιομένη, φλέγουσα, μέσα εις τα οστά μου. Παρέλυσα από παντού και δεν ημπορώ να υποφέρω αυτήν την φλόγα.

Ιερ. 20,10          ὅτι ἤκουσα ψόγον πολλῶν συναθροιζομένων κυκλόθεν· ἐπισύστητε καὶ ἐπισυστῶμεν αὐτῷ, πάντες ἄνδρες φίλοι αὐτοῦ· τηρήσατε τὴν ἐπίνοιαν αὐτοῦ, εἰ ἀπατηθήσεται καὶ δυνησόμεθα αὐτῷ καὶ ληψόμεθα τὴν ἐκδίκησιν ἡμῶν ἐξ αὐτοῦ.

Ιερ. 20,10                 Διότι ήκουσα ψευδείς κατηγορίας και αυστηράς επιτιμήσεις πολλών, οι οποίοι είχον συγκεντρωθή ολόγυρά μου. Επιτεθήτε εναντίον του, έλεγαν, και ημείς επίσης θα ριφθώμεν εναντίον του, όλοι οι άνδρες οι φίλοι του. Παρακολουθήσατε και κατασκοπεύσατε τας σκέψστου, μήπως τυχόν και παρασυρθή εις πλάνην και ψεύδος, οπότε θα κατακυριαρχήσωμεν εις αυτόν και θα πάρωμεν την εκδίκησίν μας εναντίον του.

Ιερ. 20,11          ὁ δὲ Κύριος μετ᾿ ἐμοῦ καθὼς μαχητὴς ἰσχύων· διὰ τοῦτο ἐδίωξαν καὶ νοῆσαι οὐκ ἠδύναντο· ᾐσχύνθησαν σφόδρα, ὅτι οὐκ ἐνόησαν ἀτιμίας αὐτῶν, αἳ δι᾿ αἰῶνος οὐκ ἐπιλησθήσονται.

Ιερ. 20,11                  Αλλα ο Κυριος ήτο μαζή μου ισχυρός υπερασπιστής. Δια τούτο αυτοί με κατεδίωξαν, χωρίς να με καταβάλουν. Δεν ημπόρεσαν να εννοήσουν ότι ο Κυριος ήτο μαζή μου. Κατησχύνθησαν πάρα πολύ, διότι δεν συνησθάνθησαν τας ατιμίας των, αι οποίαι εν τούτοις δεν θα λησμονηθούν δια μέσου των αιώνων.

Ιερ. 20,12          Κύριε, δοκιμάζων δίκαια, συνίων νεφροὺς καὶ καρδίας, ἴδοιμι τὴν παρὰ σοῦ ἐκδίκησιν ἐν αὐτοῖς, ὅτι πρὸς σὲ ἀπεκάλυψα τὰ ἀπολογήματά μου. -

Ιερ. 20,12                 Κυριε, συ είσαι εκείνος, ο οποίος εξετάζεις με δικαιοσύνην και αποδίδστο δίκαιον. Γνωρίζεις και τα απόκρυφα των ανθρώπων, τους νεφρούς και τας καρδίας. Ας ίδω λοιπόν στελλομένην από σε τιμωρίαν εναντίον αυτών των ανθρώπων, διότι εγώ προς σε εφανέρωσα τας θλίψεις μου, τους διωγμούς μου, όπως και τας απολογίας μου.

Ιερ. 20,13          ᾌσατε τῷ Κυρίῳ, αἰνέσατε αὐτῷ, ὅτι ἐξείλατο ψυχὴν πένητος ἐκ χειρὸς πονηρευομένων. -

Ιερ. 20,13                 Δοξολογήσατε τον Κυριον, δοξολογήσατέ τον, διότι έσωσε την ζωήν εμού, του πτωχού και αδυνάτου, από τα χέρια πονηρών και κακών ανθρώπων.

Ιερ. 20,14          Ἐπικατάρατος ἡ ἡμέρα, ἐν ᾗ ἐτέχθην ἐν αὐτῇ· ἡ ἡμέρα, ἐν ᾗ ἔτεκέ με ἡ μήτηρ μου, μὴ ἔστω ἐπευκτή.

Ιερ. 20,14                 Κατηραμένη ας είναι η ημέρα κατά την οποίαν εγεννήθην. Η ημέρα κατά την οποίαν με εγέννησεν η μήτηρ μου ας μη είναι ευλογημένη.

Ιερ. 20,15          ἐπικατάρατος ὁ ἄνθρωπος ὁ εὐαγγελισάμενος τῷ πατρί μου λέγων· ἐτέχθη σοι ἄρσην, εὐφραινόμενος.

Ιερ. 20,15                 Κατηραμένος ας είναι ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος έφερεν στον πατέρα μου την χαρμόσυνον είδησιν και του είπε χαίρων· απέκτησες αρσενικόν παιδί.

Ιερ. 20,16          ἔστω ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ὡς αἱ πόλεις, ἃς κατέστρεψε Κύριος ἐν θυμῷ καὶ οὐ μετεμελήθη· ἀκουσάτω κραυγῆς τῷ πρωΐ καὶ ἀλαλαγμοῦ μεσημβρίας,

Ιερ. 20,16                 Ας είναι ο άνθρωπος εκείνος, όπως αι πόλεις, τας οποίας ο Κυριος εν τη δικαία του οργή κατέστρεψε και δεν μετενόησε δια την καταστροφήν των. Ας ακούση ο άνθρωπος αυτός το πρωί κραυγάς συναγερμού και την μεσημβρίαν αλαλαγμούς πολέμου.

Ιερ. 20,17          ὅτι οὐκ ἀπέκτεινέ με ἐν μήτρᾳ μητρὸς καὶ ἐγένετό μοι ἡ μήτηρ μου τάφος μου καὶ ἡ μήτρα συλλήψεως αἰωνίας.

Ιερ. 20,17                 Διότι δεν με εθανάτωσε μέσα εις την μήτραν της μητρός μου, ώστε να γίνη η μητέρα μου τάφος μου και η μήτρα της παντοτεινή φυλακή μου.

Ιερ. 20,18          ἱνατί τοῦτο ἐξῆλθον ἐκ μήτρας τοῦ βλέπειν κόπους καὶ πόνους, καὶ διετέλεσαν ἐν αἰσχύνῃ αἱ ἡμέραι μου;

Ιερ. 20,18                 Διατί εγεννήθην, διατί εβγήκα από την μητράν; Δια να βλέπω κόπους και να διέρχωμαι τας ημέρας της ζωής μου με καταισχύνην και εξευτελισμόν;

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 21

 

Ιερ. 21,1            Ὁ λόγος ὁ γενόμενος παρὰ Κυρίου πρὸς Ἱερεμίαν, ὅτε ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν ὁ βασιλεὺς Σεδεκίας τὸν Πασχὼρ υἱὸν Μελχίου καὶ Σοφονίαν υἱὸν Μαασαίου τὸν ἱερέα λέγων·

Ιερ. 21,1                    Λογος τον οποίον απηύθυνεν ο Κυριος προς τον Ιερεμίαν, όταν ο βασιλεύς Σεδεκίας απέστειλε προς αυτόν τον Πασχώρ υιόν του Μελχίου, και τον Σοφονίαν υιόν του Μαασαίου τον ιερέα, οι οποίοι τον παρεκάλεσαν λέγοντες·

Ιερ. 21,2            ἐπερώτησον περὶ ἡμῶν τὸν Κύριον, ὅτι βασιλεὺς Βαβυλῶνος ἐφέστηκεν ἐφ᾿ ἡμᾶς, εἰ ποιήσει Κύριος κατὰ πάντα τὰ θαυμάσια αὐτοῦ, καὶ ἀπελεύσεται ἀφ᾿ ἡμῶν.

Ιερ. 21,2                    Ερώτησε δι' ημάς τον Κυριον, διότι ο βασιλεύς της Βαβυλώνος επήλθεν εναντίον μας και έφθασεν, εάν ο Κυριος θα ενεργήση υπέρ ημών σύμφωνα με όλα τα θαυμαστά έργα, τα οποία άλλοτε έκαμε, και αν αναχωρήση έτσι ο βασιλεύς αυτός από ημάς.

Ιερ. 21,3            καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς Ἱερεμίας· οὕτως ἐρεῖτε πρὸς Σεδεκίαν βασιλέα Ἰούδα·

Ιερ. 21,3                    Είπε προς αυτούς ο Ιερεμίας. Αυτά θα είπετε προς τον Σεδεκίαν, τον βασιλέα της χώρας Ιούδα·

Ιερ. 21,4            τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ μεταστρέψω τὰ ὅπλα τὰ πολεμικά, ἐν οἷς ὑμεῖς πολεμεῖτε ἐν αὐτοῖς πρὸς τοὺς Χαλδαίους τοὺς συγκεκλεικότας ὑμᾶς ἔξωθεν τοῦ τείχους, καὶ συνάξω αὐτοὺς εἰς τὸ μέσον τῆς πόλεως ταύτης

Ιερ. 21,4                    αυτά λέγει ο Κυριος· Ιδού εγώ θα στρέψω εις τα οπίσω άχρηστα τα πολεμικά σας όπλα, με τα οποία σεις θέλετε να πολεμήσετε εναντίον των Χαλδαίων, οι οποίοι έξω από το τείχος σας έχουν περικλείσει. Και θα συγκεντρώσω αυτούς στο μέσον αυτής της πόλεως.

Ιερ. 21,5            καὶ πολεμήσω ἐγὼ ὑμᾶς ἐν χειρὶ ἐκτεταμένῃ καὶ ἐν βραχίονι κραταιῷ μετὰ θυμοῦ καὶ ὀργῆς μεγάλης

Ιερ. 21,5                    Εγώ θα πολεμήσω εναντίον σας με το χέρι μου απλωμένον και με τον παντοδύναμον βραχίονά μου, με θυμόν και μεγάλην οργήν.

Ιερ. 21,6            καὶ πατάξω πάντας τοὺς κατοικοῦντας ἐν τῇ πόλει ταύτῃ, τοὺς ἀνθρώπους καί τὰ κτήνη, ἐν θανάτῳ μεγάλῳ, καὶ ἀποθανοῦνται.

Ιερ. 21,6                    Θα κτυπήσω όλους τους κατοίκους εις την πόλιν αυτήν, τους ανθρώπους και τα κτήνη, με μεγάλο θανατικό και θα αποθάνουν.

Ιερ. 21,7            καὶ μετὰ ταῦτα -οὕτως λέγει Κύριος- δώσω τὸν Σεδεκίαν βασιλέα Ἰούδα καὶ τοὺς παῖδας αὐτοῦ καὶ τὸν λαὸν τὸν καταλειφθέντα ἐν τῇ πόλει ταύτῃ ἀπὸ τοῦ θανάτου καὶ ἀπὸ τοῦ λιμοῦ καὶ ἀπὸ τῆς μαχαίρας εἰς χεῖρας ἐχθρῶν αὐτῶν τῶν ζητούντων τὰς ψυχὰς αὐτῶν, καὶ κατακόψουσιν αὐτοὺς ἐν στόματι μαχαίρας· οὐ φείσομαι ἐπ᾿ αὐτοῖς καὶ οὐ μὴ οἰκτειρήσω αὐτούς.

Ιερ. 21,7                    Μετά ταύτα, έτσι λέγει ο Κυριος, θα παραδώσω τον Σεδεκίαν τον βασιλέα του βασιλείου Ιούδα και τους αυλικούς του και τον λαόν του, όλους όσοι απέμειναν εις την πόλιν αυτήν ζώντες από την θανατηφόρον ασθένειαν, από τον λιμόν και από την εχθρικήν μάχαιραν, θα τους παραδώσω εις τα χέρια των εχθρών των, οι οποίοι ζητούν να αφαιρέσουν την ζωήν των, και θα τους κατακόψουν εν στόματι μαχαίρας. Εγώ δεν θα λυπηθώ δι' αυτούς ούτε θα τους σπλαγχνισθώ.

Ιερ. 21,8            καὶ πρὸς τὸν λαὸν τοῦτον ἐρεῖς· τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ δέδωκα πρὸ προσώπου ὑμῶν τὴν ὁδὸν τῆς ζωῆς καὶ τὴν ὁδὸν τοῦ θανάτου·

Ιερ. 21,8                    Και προς τον λαόν τούτον θα είπης· αυτά λέγει ο Κυριος· Ιδού, εγώ έχω θέσει ενώπιόν σας την οδόν της ζωής και την οδόν, που οδηγεί στον θάνατον.

Ιερ. 21,9            ὁ καθήμενος ἐν τῇ πόλει ταύτῃ ἀποθανεῖται ἐν μαχαίρᾳ καὶ ἐν λιμῷ, καὶ ὁ ἐκπορευόμενος προσχωρῆσαι πρὸς τοὺς Χαλδαίους τοὺς συγκεκλεικότας ὑμᾶς ζήσεται, καὶ ἔσται ἡ ψυχὴ αὐτοῦ εἰς σκῦλα, καὶ ζήσεται.

Ιερ. 21,9                    Εκείνος, ο οποίος θα καθίση εις την πόλιν αυτήν, θα αποθάνη φονευόμενος από εχθρικήν μάχαιραν η από λιμόν. Εκείνος, ο οποίος θα εξέλθη από την πόλιν αυτήν, δια να παραδοθή στους Χαλδαίους, που σας έχουν αποκλείσει, θα ζήση, αλλά η ζωή του θα είναι ωσάν τα λάφυρα, που περιπίπτουν εις χείρας των εχθρών. Οπωσδήποτε όμως θα ζήση.

Ιερ. 21,10          διότι ἐστήρικα τὸ πρόσωπόν μου ἐπὶ τὴν πόλιν ταύτην εἰς κακὰ καὶ οὐκ εἰς ἀγαθά· εἰς χεῖρας βασιλέως Βαβυλῶνος παραδοθήσεται, καὶ κατακαύσει αὐτήν ἐν πυρί.

Ιερ. 21,10                  Αυτά θα γίνουν, διότι εγώ έχω στρέψει και στηρίξει το πρόσωπόν μου εναντίον της πόλεως αυτής, δια να αποστείλω συμφοράς και οχι ευεργεσίας. Θα πέση η πόλις εις τα χέρια του βασιλέως της Βαβυλώνος, ο οποίος και θα την παραδώση στο πυρ και θα την κατακαύση.

Ιερ. 21,11          ὁ οἶκος βασιλέως Ἰούδα, ἀκούσατε λόγον Κυρίου·

Ιερ. 21,11                   Ολος ο βασιλικός οίκος του βασιλέως του Ιούδα, όπως και ο βασιλικός οίκος του Δαβίδ, ακούσατε τον λόγον του Κυρίου.

Ιερ. 21,12          οἶκος Δαυίδ, τάδε λέγει Κύριος· κρίνατε πρωΐ κρίμα καὶ κατευθύνατε καὶ ἐξέλεσθε διηρπασμένον ἐκ χειρὸς ἀδικοῦντος αὐτόν, ὅπως μὴ ἀναφθῇ ὡς πῦρ ἡ ὀργή μου καὶ καυθήσεται, καὶ οὐκ ἔσται ὁ σβέσων.

Ιερ. 21,12                  Αυτά λέγει ο Κυριος· Αποδώσατε εκάστην πρωΐαν το δίκαιον, ευθύνατε τους δρόμους της ζωής σας προς τας εντολάς του Κυρίου, αποσπάσατε αθώον από τα χέρια εκείνου, ο οποίος τον αδικεί και τον καταπιέζει, δια να μη ανάψη ωσάν φωτιά η οργή μου και γίνη πυρκαϊά μεγάλη και δεν θα υπάρχη κανείς, που θα ημπορέση να την σβήση.

Ιερ. 21,13          ἰδοὺ ἐγὼ πρός σε τὸν κατοικοῦντα τὴν κοιλάδα Σόρ, τὴν πεδεινήν, τοὺς λέγοντας· τίς πτοήσει ἡμᾶς; ἢ τίς εἰσελεύσεται πρὸς τὸ κατοικητήριον ἡμῶν;

Ιερ. 21,13                  Ιδού, εγώ έρχομαι εναντίον σου, ο οποίος κατοικείς την κοιλάδα Σορ και εις την πεδινήν, προς όλους σας, οι οποίοι πιστεύοντες εις τα απόρθητα της περιοχής σας λέγετε· ποιός θα μας καταπτοήαη; Ποιός είναι δυνατόν να εισέλθη στο καταφύγιόν μας;

Ιερ. 21,14          καὶ ἀνάψω πῦρ ἐν τῷ δρυμῷ αὐτῆς, καὶ ἔδεται πάντα τὰ κύκλῳ αὐτῆς.

Ιερ. 21,14                  Εγώ θα ανάψω φωτιά καταστροφής εις τα δάση της περιοχής, η οποία και θα καταφάγη όλα τα γύρω από αυτήν μέρη.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 22

 

Ιερ. 22,1            Τάδε λέγει Κύριος· πορεύου καὶ κατάβηθι εἰς τὸν οἶκον τοῦ βασιλέως Ἰούδα καὶ λαλήσεις ἐκεῖ τὸν λόγον τοῦτον

Ιερ. 22,1                    Αυτά λέγει ο Κυριος προς τον προφήτην· πήγαινε, κατέβα στον οίκον του βασιλέως Ιούδα και εκεί θα είπης αυτόν τον λόγον·

Ιερ. 22,2            καὶ ἐρεῖς· ἄκουε λόγον Κυρίου, βασιλεῦ Ἰούδα ὁ καθήμενος ἐπὶ θρόνου Δαυίδ, σὺ καὶ ὁ οἶκός σου καὶ ὁ λαός σου καὶ οἱ εἰσπορευόμενοι ταῖς πύλαις ταύταις·

Ιερ. 22,2                   θα πης άκουε λόγον Κυρίου, βασιλεύ Ιούδα, ο οποίος κάθεσαι στον θρόνον Δαβίδ, συ και ο οίκός σου και ο λαός σου και όλοι, όσοι εισέρχονται δια των πυλών τούτων εις την πόλιν.

Ιερ. 22,3            τάδε λέγει Κύριος· ποιεῖτε κρίσιν καὶ δικαιοσύνην καὶ ἐξαιρεῖσθε διηρπασμένον ἐκ χειρὸς ἀδικοῦντος αὐτὸν καὶ προσήλυτον καὶ ὀρφανὸν καὶ χήραν μὴ καταδυναστεύετε καὶ μὴ ἀσεβῆτε καὶ αἷμα ἀθῷον μὴ ἐκχέητε ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ.

Ιερ. 22,3                   Αυτά λέγει ο Κυριος· κρίνατε με δικαιοσύνην, βγάλτε από τα χέρια του αδικούντος τον καταπιεζόμενον και αδικούμενον· προσήλυτον και ορφανόν και χήραν μη καταδυναστεύετε, μη ασεβήτε προς τον Θεόν και μη χύνετε αίμα αθώον στον τόπον τούτον.

Ιερ. 22,4            διότι ἐὰν ποιοῦντες ποιήσητε τὸν λόγον τοῦτον, καὶ εἰσελεύσονται ἐν ταῖς πύλαις τοῦ οἴκου τούτου βασιλεῖς καθήμενοι ἐπὶ θρόνου Δαυὶδ καὶ ἐπιβεβηκότες ἐφ᾿ ἁρμάτων καὶ ἵππων, αὐτοὶ καὶ οἱ παῖδες αὐτῶν, καὶ ὁ λαὸς αὐτῶν·

Ιερ. 22,4                   Διότι, εάν τηρήσετε πιστώς την εντολήν αυτήν, τότε ασφαλείς και ένδοξοι θα εισέλθουν από τας πύλας του ανακτόρου αυτού βασιλείς, καθήμενοι επί του θρόνου Δαβίδ, οι οποίοι θα επιβαίνουν επάνω εις πολεμικά άρματα και ίππους, αυτοί και οι αυλυκοί των και ο λαός των.

Ιερ. 22,5            ἐὰν δὲ μὴ ποιήσητε τοὺς λόγους τούτους, κατ᾿ ἐμαυτοῦ ὤμοσα, λέγει Κύριος, ὅτι εἰς ἐρήμωσιν ἔσται ὁ οἶκος οὗτος.

Ιερ. 22,5                   Εάν όμως δεν τηρήσετε τους λόγους αυτούς, ωρκίσθηκα στον εαυτόν μου, λέγει ο Κυριος, ότι θα παραδοθή εις ερήμωσιν ο οίκος αυτός και ο λαός αυτός.

Ιερ. 22,6            ὅτι τάδε λέγει Κύριος κατὰ τοῦ οἴκου βασιλέως Ἰούδα· Γαλαὰδ σύ μοι, ἀρχὴ τοῦ Λιβάνου, ἐὰν μὴ θῶ σε εἰς ἔρημον, πόλεις μὴ κατοικηθησομένας·

Ιερ. 22,6                   Διότι αυτά λέγει ο Κυριος εναντίον του οίκου βασιλέως Ιούδα. Συ είσαι δι' εμέ, όπως η περιοχή Γαλαάδ, η κορυφή του Λιβάνου, και όμως θα σε παραδώσω εις ερήμωσιν και θα μείνης ώσάν τας πόλεις εκείνας, αι οποίαι δεν έχουν κατοίκους,

Ιερ. 22,7            καὶ ἐπάξω ἐπὶ σὲ ὀλοθρεύοντα ἄνδρα καὶ τὸν πέλεκυν αὐτοῦ, καὶ ἐκκόψουσι τὰς ἐκλεκτὰς κέδρους σου καὶ ἐμβαλοῦσιν εἰς τὸ πῦρ.

Ιερ. 22,7                   θα εξεγείρω και θα επιφέρω εναντίον σου εξολοθρευτάς άνδρας με τους πελέκεις των, οι οποίοι θα κατακόψουν τας κλεκτάς κέδρους σου και θα τας ρίψουν στο πυρ.

Ιερ. 22,8            καὶ διελεύσονται ἔθνη διὰ τῆς πόλεως ταύτης καὶ ἐρεῖ ἕκαστος πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ· διατί ἐποίησε Κύριος οὕτως τῇ πόλει ταύτῃ τῇ μεγάλῃ;

Ιερ. 22,8                   Διάφορα έθνη θα περάσουν δια μέσου της πόλεως αυτής και ο καθένας από τους ανθρώπους αυτούς θα λέγη προς τον πλησίον του· διατί ο Κυριος επέφερε τοιαύτην καταοτροφήν εις την μεγάλην αυτήν πόλιν;

Ιερ. 22,9            καὶ ἐροῦσιν· ἀνθ᾿ ὧν ἐγκατέλιπον τὴν διαθήκην Κυρίου Θεοῦ αὐτῶν καὶ προσεκύνησαν θεοῖς ἀλλοτρίοις καὶ ἐδούλευσαν αὐτοῖς.

Ιερ. 22,9                   Και θα λάβουν ως απάντησιν· Διότι οι άνθρωποι της πόλεως αυτής εγκατέλειψαν την διαθήκην Κυρίου του Θεού των, προσεκύνησαν ξένους θεούς και έγιναν δούλοι εις τα είδωλα.

Ιερ. 22,10          Μὴ κλαίετε τὸν τεθνηκότα μηδὲ θρηνεῖτε αὐτόν· κλαύσατε κλαυμῷ τὸν ἐκπορευόμενον, ὅτι οὐκ ἐπιστρέψει ἔτι, οὐδὲ ὄψεται τὴν γῆν πατρίδος αὐτοῦ.

Ιερ. 22,10                 Μη κλαίετε εκείνον, που απέθανε· μη θρηνείτε δι' αυτόν. Κλαύσατε με μεγάλον κλαυθμόν αυτόν, ο οποίος πορεύεται εις εξορίαν και ο οποίος δεν θα επιστρέψη πλέον, ούτε και θα ίδη ποτέ την γην της πατρίδος του.

Ιερ. 22,11          διότι τάδε λέγει Κύριος ἐπὶ Σελλὴμ υἱὸν Ἰωσία τὸν βασιλεύοντα ἀντὶ Ἰωσίου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ὃς ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ τόπου τούτου· οὐκ ἀναστρέψει ἐκεῖ ἔτι,

Ιερ. 22,11                  Αυτά ακόμη, λέγει ο Κυριος, δια τον Σελλήμ, τον υιόν του Ιωσίου, που βασιλεύει αντί του Ιωσίου του πατρός του και ο οποίος ωδηγήθη αιχμάλωτος εις την εξοριαν. Δεν θα επιστρέψη πλέον εις την πατρίδα του,

Ιερ. 22,12          ἀλλ᾿ ἢ ἐν τῷ τόπῳ, οὗ μετῴκισα αὐτόν, ἐκεῖ ἀποθανεῖται καὶ τὴν γῆν ταύτην οὐκ ὄψεται ἔτι. -

Ιερ. 22,12                 αλλά στον τόπον, όπου εγώ τον μετώκησα, εκεί θα αποθάνη και δεν θα ίδη πλέον την χώραν αυτήν.

Ιερ. 22,13          Ὦ ὁ οἰκοδομῶν οἰκίαν αὐτοῦ οὐ μετὰ δικαιοσύνης καὶ τὰ ὑπερῷα αὐτοῦ οὐκ ἐν κρίματι, παρὰ τῷ πλησίον αὐτοῦ ἐργᾶται δωρεὰν καὶ τὸν μισθὸν αὐτοῦ οὐ μὴ ἀποδώσει αὐτῷ.

Ιερ. 22,13                 Ω συ Ιωακείμ, βασιλεύ των Ιουδαίων, ο οποίος κτίζεις τα ανάκτορά σου με αδικίας και καταδυναστεύσεις, συ ο οποίος εξαναγκάζστον πλησίον σου δωρεάν να εργάζεται δια σε και δεν του δίδστον δίκαιον μισθόν του !

Ιερ. 22,14          ᾠκοδόμησας σεαυτῷ οἶκον σύμμετρον, ὑπερῷα ῥιπιστὰ διεσταλμένα θυρίσι καὶ ἐξυλωμένα ἐν κέδρῳ καὶ κεχρισμένα ἐν μίλτῳ.

Ιερ. 22,14                 Εκτισες δια τον εαυτόν σου επιβλητικόν ανάκτορον, ευάερα υπερώα με ευρέα ανοίγματα παραθύρων, των οποίων η ξυλεία είναι από κέδρους και έχουν χρισθή με σμάλτον.

Ιερ. 22,15          μὴ βασιλεύσῃς, ὅτι σὺ παροξύνῃ ἐν Ἄχαζ τῷ πατρί σου; οὐ φάγονται καὶ οὐ πίονται· βέλτιον ἦν σὲ ποιεῖν κρίμα καὶ δικαιοσύνην.

Ιερ. 22,15                 Μηπως νομίζεις, ότι θα βασιλεύσης επί πολύ; Εφ' όσον και συ παροργίζστον θεόν, όπως και ο πατέρας σου ο Αχαζ, συ και οι άνθρωποί σου δεν θα χαρούν τα ανάκτορά σου και τα καλά σου· δεν θα φάγουν και δεν θα πίουν ευφραινόμενοι. Ητο καλύτερον δια σε να ήσο δίκαιος εις τας κρίσεις σου και να τηρής δικαιοσύνην.

Ιερ. 22,16          οὐκ ἔγνωσαν, οὐκ ἔκριναν κρίσιν ταπεινῷ οὐδὲ κρίσιν πένητος· οὐ τοῦτό ἐστι τὸ μὴ γνῶναί σε ἐμέ, λέγει Κύριος;

Ιερ. 22,16                 Οι άνθρωποι όμώς παρ' όλα τα δείνα αυτά δεν ήλθαν εις συναίσθησιν, δεν απέδωσαν δικαιοσύνην στον ταπεινόν, ούτε δικαίαν κρίσιν στον πτωχόν. Και αυτό έγινε, διότι συ δεν ηθέλησες να γνωρίσης εμέ τον Θεόν σου, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 22,17          ἰδοὺ οὐκ εἰσὶν οἱ ὀφθαλμοί σου οὐδὲ ἡ καρδία σου καλή, ἀλλὰ εἰς τὴν πλεονεξίαν σου καὶ εἰς τὸ αἷμα τὸ ἀθῷον τοῦ ἐκχέειν αὐτὸ καὶ εἰς ἀδικήματα καὶ εἰς φόνον τοῦ ποιεῖν αὐτά.

Ιερ. 22,17                 Ιδού, δεν είναι ευθείς και ειλικρινείς οι οφθαλμοί σου, δεν είναι καλή η καρδία σου, αλλά έχει στραφή και επιδοθή εις την πλεονεξίαν και στο να χύνης αίμα αθώον, στο να διαπράττης αδιικήματα και να κάμνης φόνους.

Ιερ. 22,18          διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος ἐπὶ Ἰωακεὶμ υἱὸν Ἰωσία βασιλέα Ἰούδα· οὐαὶ ἐπὶ τὸν ἄνδρα τοῦτον· οὐ μὴ κόψονται αὐτόν· ὦ ἀδελφέ, οὐδὲ μὴ κλαύσονται αὐτόν· οἴμοι Κύριε.

Ιερ. 22,18                 Δια τούτο αυτά λέγει ο Κυριος εναντίον του Ιωακείμ, υιού του Ιωσίου, ο οποίος είναι βασιλεύς των Ιουδαίων· Αλλοίμονον στον άνδρα, αυτόν ! Δεν θα τον θρηνήσουν με κοπετούς λέγοντες, ω αδελφέ ! Ούτε θα κλαύσουν δι' αυτόν λέγοντες, αλλοίμονον Κυριε !

Ιερ. 22,19          ταφὴν ὄνου ταφήσεται, συμψηθεὶς ῥιφήσεται ἐπέκεινα τῆς πύλης Ἱερουσαλήμ. -

Ιερ. 22,19                 Θα ενταφιασθή όπως ο όνος. Θα συρθή και θα ριφθή πέραν από την πύλην της Ιερουσαλήμ.

Ιερ. 22,20          Ἀνάβηθι εἰς τὸν Λίβανον καὶ κράξον καὶ εἰς τὴν Βασὰν δὸς τὴν φωνήν σου καὶ βόησον εἰς τὸ πέραν τῆς θαλάσσης, ὅτι συνετρίβησαν πάντες οἱ ἐρασταί σου.

Ιερ. 22,20                Ανέβα, ω Ιερουσαλήμ, στο όρος Λιβανον και κράξε, βγάλε φωνήν εκ Βασάν, βόησε ώστε να σε ακούσουν πέραν από την Νεκράν Θαλασσαν, διότι όλοι οι άνθρωποι, τους οποίους περιέβαλες με αμαρτωλήν αγάπην, έχουν συντριβή.

Ιερ. 22,21          ἐλάλησα πρὸς σὲ ἐν τῇ παραπτώσει σου, καὶ εἶπας· οὐκ ἀκούσομαι· αὕτη ἡ ὁδός σου ἐκ νεότητός σου, οὐκ ἤκουσας τῆς φωνῆς μου.

Ιερ. 22,21                 Ωμίλησα προς σέ, όταν παρεσύρεσο εις τας αμαρτωλάς πτώσεις σου, και είπες· δεν θα υπακούσω εις την φωνήν του Θεού. Αυτός ήτο ο δρόμος της ζωής σου από την νεότητα σου, δεν υπήκουσες εις την φωνήν εμού του Θεού σου.

Ιερ. 22,22          πάντας τοὺς ποιμένας σου ποιμανεῖ ἄνεμος, καὶ οἱ ἐρασταί σου ἐν αἰχμαλωσίᾳ ἐξελεύσονται· ὅτι τότε αἰσχυνθήσῃ καὶ ἀτιμωθήσῃ ἀπὸ πάντων τῶν φιλούντων σε.

Ιερ. 22,22                Δια τούτο όλους τους άρχοντάς σου θα διασκορπίση ο άνεμος· και όλοι εκείνοι, τους οποίους αγαπούσες περιπαθώς, θα βγουν αιχμάλωτοι πορευόμενοι εις την εξοριαν. Τοτε θα κατεντροπιασθής, θα περιπέσης εις μεγάλην ατιμίαν ένεκα του ολέθρου όλων εκείνων, οι οποίοι σε αγαπούσαν.

Ιερ. 22,23          κατοικοῦσα ἐν τῷ Λιβάνῳ, ἐννοσσεύουσα ἐν ταῖς κέδροις, καταστενάξεις ἐν τῷ ἐλθεῖν σοι ὀδύνας ὡς τικτούσης.

Ιερ. 22,23                 Συ η φυλή Ιούδα, η οποία υπερήφανος και ασφαλής κατοικούσες ωσάν επάνω στο όρος Λιβανον, συ η οποία έθετες την φωλεάν σου επάνω εις τας κέδρους, θα αναστενάξης, όταν έλθουν εναντίον σου ωδίνες, που θα ομοιάζουν ωσάν εκείνας, που δοκιμάζει η ετοιμόγεννος.

Ιερ. 22,24          ζῶ ἐγώ, λέγει Κύριος, ἐὰν γενόμενος γένηται Ἰεχονίας υἱὸς Ἰωακεὶμ βασιλεὺς Ἰούδα ἀποσφράγισμα ἐπὶ τῆς χειρὸς τῆς δεξιᾶς μου, ἐκεῖθεν ἐκσπάσω σε

Ιερ. 22,24                Ορκίζομαι, λέγει ο Κυριος, ότι και εάν ακόμη ο Ιεχονίας, ο υιός του Ιωακείμ, γίνη βασιλεύς του Ιούδα, εγώ σέ, που ήσο ως πολύτιμον δακτυλίδιον στο δεξί μου χέρι, θα σε αποσπάσω από εκεί.

Ιερ. 22,25          καὶ παραδώσω σε εἰς χεῖρας τῶν ζητούντων τὴν ψυχήν σου, ὧν σὺ εὐλαβῇ ἀπὸ προσώπου αὐτῶν, εἰς χεῖρας τῶν Χαλδαίων·

Ιερ. 22,25                 Θα σε παραδώσω εις χέρια ανθρώπων, οι οποίοι ζητούν την ζωήν σου, και εις εκείνους τους οποίους συ φοβείσαι, εις τα χέρια δηλαδή των Χαλδαίων.

Ιερ. 22,26          καὶ ἀποῤῥίψω σε καὶ τὴν μητέρα σου τὴν τεκοῦσάν σε εἰς γῆν, οὗ οὐκ ἐτέχθης ἐκεῖ, καὶ ἐκεῖ ἀποθανεῖσθε.

Ιερ. 22,26                Θα απορρίψω σε και την μητέρα σου, η οποία σε εγέννησε, εις χώραν, όπου δεν έχεις γεννηθή και εκεί θα αποθάνετε.

Ιερ. 22,27          εἰς δὲ τὴν γῆν, ἣν αὐτοὶ εὔχονται ταῖς ψυχαῖς αὐτῶν, οὐ μὴ ἀποστρέψωσιν.

Ιερ. 22,27                 Δεν θα επιστρέψουν δε εις την χώραν, εις την οποίαν με όλην των την ψυχήν εύχονται να επανέλθουν.

Ιερ. 22,28          ἠτιμώθη Ἰεχονίας ὡς σκεῦος, οὗ οὐκ ἔστι χρεία αὐτοῦ, ὅτι ἐξεῤῥίφη καὶ ἐξεβλήθη εἰς γῆν, ἣν οὐκ ᾔδει.

Ιερ. 22,28                Πράγματι, ο Ιεχονίας κατεφρονήθη και κατηξευτελίσθη ωσάν σκεύος, του οποίου δεν έχούν πλέον καμμίαν ανάγκην. Διότι αυτός ερρίφθη και εξεβληθη εις χώραν, την οποίαν προηγουμένως δεν εγνώριζε.

Ιερ. 22,29          γῆ γῆ ἄκουε λόγον Κυρίου·

Ιερ. 22,29                Γη, ολόκληρος η γη, άκουε τον λόγον του Κυρίου.

Ιερ. 22,30          γράψον τὸν ἄνδρα τοῦτον ἐκκήρυκτον ἄνθρωπον, ὅτι οὐ μὴ αὐξηθῇ ἐκ τοῦ σπέρματος αὐτοῦ ἀνὴρ καθήμενος ἐπὶ θρόνου Δαυὶδ ἄρχων ἔτι ἐν τῷ Ἰούδᾳ.

Ιερ. 22,30                 Γράψε, ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αποκηρυγμένος από τον Θεόν, δεν θα γεννηθή πλέον από αυτόν και δεν θα αναπτυχθή ανήρ, δια να καθίση επάνω στον θρόνον του Δαβίδ, βασιλεύς στο βασίλειον του Ιούδα.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 23

 

Ιερ. 23,1            Ὦ οἱ ποιμένες οἱ διασκορπίζοντες καὶ ἀπολλύοντες τὰ πρόβατα τῆς νομῆς μου.

Ιερ. 23,1                    Αλλοίμονον εις σας τους ποιμένας, οι οποίοι διασκορπίζετε και καταστρέφετε τα πρόβατα της ποίμνης μου !

Ιερ. 23,2            διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος ἐπὶ τοὺς ποιμαίνοντας τὸν λαόν μου· ὑμεῖς διεσκορπίσατε τά πρόβατά μου καὶ ἐξώσατε αὐτὰ καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθε αὐτά, ἰδοὺ ἐγὼ ἐκδικῶ ἐφ᾿ ὑμᾶς κατὰ τὰ πονηρὰ ἐπιτηδεύματα ὑμῶν·

Ιερ. 23,2                   Δια τούτο αυτά λέγει ο Κυριος εναντίον εις σας, που ποιμαίνετε τον λαόν μου· Σεις διεσκορπίσατε τα πρόβατά μου, τα εξεδιώξατε, δεν εφροντίσατε με στοργήν δι' αυτά. Δια τούτο ιδού εγώ, θα αποστείλω εναντίον σας δικαίας τιμωρίας, σύμφωνα με τα πονηρά σας έργα.

Ιερ. 23,3            καὶ ἐγὼ εἰσδέξομαι τοὺς καταλοίπους τοῦ λαοῦ μου ἐπὶ πάσης τῆς γῆς, οὗ ἔξωσα αὐτοὺς ἐκεῖ, καὶ καταστήσω αὐτοὺς εἰς τὴν νομὴν αὐτῶν, καὶ αὐξηθήσονται καὶ πληθυνθήσονται·

Ιερ. 23,3                   Θα δεχθώ όμως κατόπιν τους απομείναντας από τον λαόν μου από όλην την γην. Θα τους επαναφέρω από εκεί, όπου τους είχα εξορίσει και θα εγκαταστήσω αυτούς εις την περιοχήν, την οποίαν προηγουμένως ασφαλείς ενέμοντο. Και θα αυξηθούν και θα πληθυνθούν.

Ιερ. 23,4            καὶ ἀναστήσω αὐτοῖς ποιμένας, οἳ ποιμανοῦσιν αὐτούς, καὶ οὐ φοβηθήσονται ἔτι οὐδὲ πτοηθήσονται, λέγει Κύριος.

Ιερ. 23,4                   Θα αναδείξω και θα φέρω εις αυτούς ποιμένας, οι οποίοι θα τους ποιμάνουν με στοργήν και έτσι αυτοί ούτε θα φοβηθούν, ούτε θα πτοηθούν, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 23,5            ἰδοὺ ἡμέραι ἔρχονται, λέγει Κύριος, καὶ ἀναστήσω τῷ Δαυὶδ ἀνατολὴν δικαίαν, καὶ βασιλεύσει βασιλεὺς καὶ συνήσει καὶ ποιήσει κρίμα καὶ δικαιοσύνην ἐπὶ τῆς γῆς.

Ιερ. 23,5                   Ιδού, έρχονται ημέραι, λέγει ο Κυριος, κατά τας οποίας εγώ θα φέρω και θα αναδείξω εις τη οικογενειάν του Δαδίδ βλαστόν δίκαιον και αυτός θα βασιλεύση ως πραγματικός βασιλεύς. Θα γνωρίση και θα πραγματοποίηση ευθυκρισίαν και δικαιοσύνην εις όλην την γην.

Ιερ. 23,6            ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ σωθήσεται Ἰούδας, καὶ Ἰσραὴλ κατασκηνώσει πεποιθώς, καὶ τοῦτο τὸ ὄνομα αὐτοῦ, ὃ καλέσει αὐτὸν Κύριος Ἰωσεδέκ.

Ιερ. 23,6                   Κατά τας ημέρας του βασιλέως αυτού θα σωθούν οι Ιουδαίοι· και ο Ισραηλιτικός λαός θα κατασκήνωση ασφαλής και ήσυχος. Τούτο δε είναι το όνομα, το οποίον ο Κυριος θα δώση εις αυτόν· Ιωσεδέκ, δηλαδή “Θεός δικαιοσύνης”.

Ιερ. 23,7            Διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἡμέραι ἔρχονται, λέγει Κύριος, καὶ οὐκ ἐροῦσιν ἔτι· ζῇ Κύριος, ὃς ἀνήγαγε τὸν οἶκον Ἰσραὴλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου,

Ιερ. 23,7                   Δια τούτο ιδού, έρχονται ημέραι, λέγει ο Κυριος, και δεν θα πουν πλέον οι Ισραηλίται “ζη Κυριος”, ο οποίος έβγαλε ελεύθερον τον ισραηλιτικον λαόν από την γην της Αιγύπτου,

Ιερ. 23,8            ἀλλά· ζῇ Κύριος, ὃς συνήγαγε πᾶν τὸ σπέρμα Ἰσραὴλ ἀπὸ γῆς βοῤῥᾶ καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν χωρῶν, οὗ ἔξωσεν αὐτοὺς ἐκεῖ. καὶ ἀποκατέστησεν αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν αὐτῶν.

Ιερ. 23,8                   άλλα “ζη Κυριος”, ο οποίος συνεκέντρωσεν όλους τους απογόνους του Ισραήλ από την χώραν του βορρά και από όλας τας άλλας χώρας, όπου τους είχεν εξορίσει εκεί, τους επανέφερε και τους αποκατέστησεν εις την χώραν των.

Ιερ. 23,9            Ἐν τοῖς προφήταις συνετρίβη ἡ καρδία μου, ἐν ἐμοὶ ἐσαλεύθη πάντα τὰ ὀστᾶ μου, ἐγενήθην ὡς ἀνὴρ συντετριμμένος καὶ ὡς ἄνθρωπος συνεχόμενος ἀπὸ οἴνου ἀπὸ προσώπου Κυρίου καὶ ἀπὸ προσώπου εὐπρεπείας δόξης αὐτοῦ.

Ιερ. 23,9                   Εξ αιτίας των ψευδοπροφητών συνετρίβη η καρδία μου, λέγει ο Ιερεμίας, εσαλευθησαν και έφυγαν από την θέσιν των όλα τα οστά μου, έγινα ως άνθρωπος συντετριμμένος, ως άνθρωπος, ο οποίος διατελεί υπό την επήρειαν του οίνου ενώπιον του Κυρίου, ενώπιον της μεγαλοπρεπούς δόξης του προσώπου του.

Ιερ. 23,10          ὅτι ἀπὸ προσώπου τούτων ἐπένθησεν ἡ γῆ, ἐξηράνθησαν αἱ νομαὶ τῆς ἐρήμου, καὶ ἐγένετο ὁ δρόμος αὐτῶν πονηρὸς καὶ ἡ ἰσχὺς αὐτῶν οὐχ οὕτως.

Ιερ. 23,10                 Διότι εξ αιτίας των ψευδοπροφητών αυτών επενθησεν η χώρα μας, εξηράνθησαν αι βοσκαί των ακατοίκητων περιοχών. Ο δρόμος αυτών έγινε πονηρός, οδηγεί προς το κακόν, η δε δύναμις των δεν χρησιμοποιείται, όπως θέλει ο Θεός.

Ιερ. 23,11          ὅτι ἱερεὺς καὶ προφήτης ἐμολύνθησαν καὶ ἐν τῷ οἴκῳ μου εἶδον πονηρίας αὐτῶν.

Ιερ. 23,11                  Οι ιερείς και οι προφήται εμολύνθησαν και είδον εγώ έντος του ναού μου τας πονηράς αυτών πράξεις.

Ιερ. 23,12          διὰ τοῦτο γενέσθω ἡ ὁδὸς αὐτῶν αὐτοῖς εἰς ὀλίσθημα ἐν γνόφῳ, καὶ ὑποσκελισθήσονται καὶ πεσοῦνται ἐν αὐτῇ· διότι ἐπάξω ἐπ᾿ αὐτοὺς κακὰ ἐν ἐνιαυτῷ ἐπισκέψεως αὐτῶν, φησὶ Κύριος.

Ιερ. 23,12                 Δια τούτο ας γίνη ο δρόμος των γλύστρημα μέσα στο σκοτάδι. Θα περιπλεχθούν και θα πέσουν στον δρόμον των, διότι εγώ θα επιφέρω εναντίον των συμφοράς κατά το έτος, κατά το οποίον θα τους επισκεφθώ, δια να τους τιμωρήσω, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 23,13          καὶ ἐν τοῖς προφήταις Σαμαρείας εἶδον ἀνομήματα· ἐπροφήτευσαν διὰ τῆς Βάαλ καὶ ἐπλάνησαν τὸν λαόν μου Ἰσραήλ.

Ιερ. 23,13                  Και μεταξύ των προφητών της Σαμαρείας είδα παρανομίας. Επροφήτευσαν αυτοί εν ονόματι και εις δόξαν του Βααλ και παρεπλάνησαν τον Ισραηλιτικον λαόν μου εις οδούς ειιδωλολατρείας και παρανομίας.

Ιερ. 23,14          καὶ ἐν τοῖς προφήταις Ἱερουσαλὴμ ἑώρακα φρικτά, μοιχωμένους καὶ πορευομένους ἐν ψεύδεσι καὶ ἀντιλαμβανομένους χειρῶν πονηρῶν τοῦ μὴ ἀποστραφῆναι ἕκαστον ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτοῦ τῆς πονηρᾶς· ἐγενήθησάν μοι πάντες ὡς Σόδομα καὶ οἱ κατοικοῦντες αὐτὴν ὥσπερ Γόμοῤῥα.

Ιερ. 23,14                 Και μεταξύ των προφητών της Ιερουσαλήμ είδα φρικτάς αμαρτίας, είδα ανθρώπους να εκτρέπωνται εις την μοιχείαν, να πορεύωνται στο ψεύδος και στους ψευδείς θεούς, να ενισχύουν και να υποστηρίζουν τα πονηρά χέρια, ώστε να μη μετανοήση και επιστρέψη ο καθένας από τον δρόμον των πονηριών του. Ολοι αυτοί έγιναν δι' εμέ ώσαν τα Σοδομα, ώσαν κύτους οι οποίοι κατοικούσαν τα Γομορρα.

Ιερ. 23,15          διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ ψωμιῶ αὐτοὺς ὀδύνην καὶ ποτιῶ αὐτοὺς ὕδωρ πικρόν, ὅτι ἀπὸ τῶν προφητῶν Ἱερουσαλὴμ ἐξῆλθε μολυσμὸς πάσῃ τῇ γῇ.

Ιερ. 23,15                  Δια τούτο αυτά λέγει ο Κυριος· Ιδού, εγώ θα δώσω εις αυτούς ως άρτον οδύνην και πόνον. Θα τους ποτίσω αντί ύδατος με πικρίαν, διότι άπό τους προφήτας της Ιερουσαλήμ εξεχύθη εις όλην την χώραν ο μολυσμός της ασεβείας !

Ιερ. 23,16          οὕτως λέγει Κύριος παντοκράτωρ· μὴ ἀκούετε τοὺς λόγους τῶν προφητῶν, ὅτι ματαιοῦσιν ἑαυτοῖς ὅρασιν, ἀπὸ καρδίας αὐτῶν λαλοῦσι καὶ οὐκ ἀπὸ στόματος Κυρίου.

Ιερ. 23,16                 Ετσι ομιλεί και λέγει Κυριος ο παντοκράτωρ· Μη ακούετε τους λόγους των ψευδοπροφητών, διότι παραπλανούν τον εαυτόν των με ψευδή οράματα, ομιλούν σύμφωνσα με τας υπαγορεύσεις της πονηράς καρδίας των και όχι από το στόμα εμού του Κυρίου.

Ιερ. 23,17          λέγουσι τοῖς ἀπωθουμένοις τὸν λόγον Κυρίου· εἰρήνη ἔσται ὑμῖν· καὶ πᾶσι τοῖς πορευομένοις τοῖς θελήμασιν αὐτῶν, παντὶ τῷ πορευομένῳ πλάνῃ καρδίας αὐτοῦ εἶπαν· οὐχ ἥξει ἐπὶ σὲ κακά.

Ιερ. 23,17                  Λέγουν εις εκείνους, οι οποίοι απωθούν και αρνούνται να ακούσουν τον λόγον Κυρίου· “ειρήνη θα είναι εις σας”. Και εις όλους εκείνους, οι οποίοι βαδίζουν σύμφωνα με τα πονηρά των θελήματα, εις κάθε ένα που πορεύεται σύμφωνα με την πλάνην της καρδίας αυτού είπαν· “δεν θα συμβούν συμφοραί”.

Ιερ. 23,18          ὅτι τίς ἔστη ἐν ὑποστήματι Κυρίου καὶ εἶδε τὸν λόγον αὐτοῦ; τίς ἠνωτίσατο καὶ ἤκουσεν;

Ιερ. 23,18                 Διότι ποιός από αυτούς εστάθη κοντά στο υποπόδιον του Κυρίου και εγνώρισε τον λόγον του Θεού; Ποιός από αυτούς έβαλεν εις τα αυτιά του και ήκουσε την διδασκαλίαν του; Κανείς.

Ιερ. 23,19          ἰδοὺ σεισμὸς παρὰ Κυρίου καὶ ὀργὴ ἐκπορεύεται εἰς συσσεισμόν, συστρεφομένη ἐπὶ τοὺς ἀσεβεῖς ἥξει.

Ιερ. 23,19                 Ιδού, λοιπόν, ότι σεισμός έρχεται εκ μέρους του Κυρίου, οργή εκπορεύεται να συγκλονίση την γην. Ανεμοστρόβιλος εναντίον των ασεβών θα επέλθη.

Ιερ. 23,20          καὶ οὐκ ἔτι ἀποστρέψει ὁ θυμὸς Κυρίου, ἕως ἂν ποιήσῃ αὐτὸ καὶ ἕως ἂν στήσῃ αὐτὸ ἀπὸ ἐγχειρήματος καρδίας αὐτοῦ· ἐπ᾿ ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν νοήσουσιν αὐτά.

Ιερ. 23,20                 Και ο θυμός αυτός του Κυρίου δεν θα σταματήση και δεν θα φύγη, μέχρις ότου κάμη το έργον του, μέχρις ότου ολοκλήρωση τα σχέδια της καρδίας του. Εκείνοι θα εννοήσουν αυτά κατά το τέλος των ημέρων των.

Ιερ. 23,21          οὐκ ἀπέστελλον τοὺς προφήτας, καὶ αὐτοὶ ἔτρεχον· οὐδὲ ἐλάλησα πρὸς αὐτούς, καὶ αὐτοὶ ἐπροφήτευον.

Ιερ. 23,21                 Δεν έστειλα εγώ τους ψευδοπροφήτας· και όμως αυτοί έτρεχαν προς εκείνους. Δεν ωμίλησα εγώ προς αύτους· και όμως αυτοί εδίδασκον εξ ονόματός μου.

Ιερ. 23,22          καὶ εἰ ἔστησαν ἐν τῇ ὑποστάσει μου καὶ εἰ ἤκουσαν τῶν λόγων μου, καὶ τὸν λαόν μου ἂν ἀπέστρεφον αὐτοὺς ἀπὸ τῶν πονηρῶν ἐπιτηδευμάτων αὐτῶν.

Ιερ. 23,22                 Εάν αυτοί είχαν σταθή και υποταχθή εις την ιδικήν μου βουλήν, εάν είχαν ακούσει τους λόγους μου, θα απεμάκρυναν τον λαόν μου από τα κακά αυτού έργα.

Ιερ. 23,23          Θεὸς ἐγγίζων ἐγώ εἰμι, λέγει Κύριος, καὶ οὐχὶ Θεὸς πόῤῥωθεν.

Ιερ. 23,23                 Εγώ είμαι ο Θεός, που πλησιάζω τους ανθρώπους, στέκομαι κοντά των, λέγει ο Κυριος. Δεν είμαι Θεός, ο οποίος ευρίσκομαι μακράν και παρακολουθώ με αδιαφοριαν.

Ιερ. 23,24          εἰ κρυβήσεταί τις ἐν κρυφαίοις, καὶ ἐγὼ οὐκ ὄψομαι αὐτόν; μὴ οὐχὶ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν ἐγὼ πληρῶ; λέγει Κύριος.

Ιερ. 23,24                 Είναι, λοιπόν, δυνατόν να κρυφθή κανείς εις απόκρυφον μέρος και εγώ να μη τον ίδω; Μηπως εγώ με την άπειρον παρουσίαν μου δεν πληρώ τον ουρανόν και την γην; Λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 23,25          ἤκουσα ἃ λαλοῦσιν οἱ προφῆται, ἃ προφητεύουσιν ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου ψευδῆ λέγοντες· ἠνυπνιασάμην ἐνύπνιον.

Ιερ. 23,25                 Ηκουσα αυτά, τα οποία διδάσκουν οι ψευδοπροφήται, αυτά τα ψεύδη τα οποία προφητεύουν εν τω ονόματί μου λέγοντες· Είδον αποκαλυπτικόν όνειρον !

Ιερ. 23,26          ἕως πότε ἔσται ἐν καρδίᾳ τῶν προφητῶν τῶν προφητευόντων ψευδῆ καὶ ἐν τῷ προφητεύειν αὐτοὺς τὰ θελήματα τῆς καρδίας αὐτῶν;

Ιερ. 23,26                 Εως πότε θα υπάρχη η πονηρία εις την καρδίαν των ψευδοπροφήτων, οι οποίοι διδάσκουν το ψεύδος και κηρύττουν στους ανθρώπους, όχι το ιδικόν μου θέλημα, αλλά τα πονηρά θελήματα της διεστραμμένης καρδίας των;

Ιερ. 23,27          τῶν λογιζομένων τοῦ ἐπιλαθέσθαι τοῦ νόμου μου ἐν τοῖς ἐνυπνίοις αὐτῶν, ἃ διηγοῦντο ἕκαστος τῷ πλησίον αὐτοῦ, καθάπερ ἐπελάθοντο οἱ πατέρες αὐτῶν τοῦ ὀνόματός μου ἐν τῇ Βάαλ;

Ιερ. 23,27                 Αυτοί σκέπτονται και επιθυμούν να κάμουν τους ανθρώπους, να λησμονήσουν τον Μομον μου με τα ψευδή ενύπνιά των, τα οποία διηγούνται ο καθένας στον πλησίον του. Να τους κάμουν να λησμονήσουν εμέ, όπως ακριβώς και οι πατέρες των με ελησμόνησαν, ακολουθήσαντες την λατρείαν του Βααλ.

Ιερ. 23,28          ὁ προφήτης, ἐν ᾧ τὸ ἐνύπνιόν ἐστι, διηγησάσθω τὸ ἐνύπνιον αὐτοῦ, καὶ ἐν ᾧ ὁ λόγος μου πρὸς αὐτόν, διηγησάσθω τὸν λόγον μου ἐπ᾿ ἀληθείας. τί τὸ ἄχυρον πρὸς τὸν σῖτον; οὕτως οἱ λόγοι μου, λέγει Κύριος.

Ιερ. 23,28                 Ο ψευδοπροφήτης, ο οποίος είδε το όνειρον, ας διηγηθή το ενύπνιόν του· και ο αληθής προφήτης, στον οποίον υπάρχει ο ιδικός μου λόγος, ας διηγηθή με πλήρη αλήθειαν τον λόγον μου. Και τότε θα ίδουν οι άνθρωποι, ποία διαφορά υπάρχει μεταξύ του αχύρου και του σίτου. Ετσι είναι και οι λόγοι μου, λέγει ο Κυριος, απέναντι των λόγων των ψευδοπροφητών.

Ιερ. 23,29          οὐκ ἰδοὺ οἱ λόγοι μου ὥσπερ πῦρ φλέγον, λέγει Κύριος, καὶ ὡς πέλυξ κόπτων πέτραν;

Ιερ. 23,29                 Ιδού, οι λόγοι μου δεν είναι ωσάν το πυρ, λέγει ο Κυριος, ωσάν πέλεκυς, ο οποίος κόπτει και αυτόν ακόμη τον βράχον;

Ιερ. 23,30          ἰδοὺ ἐγὼ διὰ τοῦτο πρὸς τοὺς προφήτας, λέγει Κύριος ὁ Θεός, τοὺς κλέπτοντας τοὺς λόγους μου ἕκαστον παρὰ τοῦ πλησίον αὐτοῦ.

Ιερ. 23,30                 Δια τούτο, ιδού εγώ, λέγει ο Κυριος, εξεγείρομαι εναντίον των προφητών, οι οποίοι κλέπτουν τους λόγους μου ο καθένας από τον άλλον.

Ιερ. 23,31          ἰδοὺ ἐγὼ πρὸς τοὺς προφήτας τοὺς ἐκβάλλοντας προφητείας γλώσσης καὶ νυστάζοντας νυσταγμὸν ἑαυτῶν.

Ιερ. 23,31                  Ιδού εγώ επέρχομαι εναντίον των ψευδοπροφητών, οι οποίοι εκβάλλουν δια της γλώσσης των ψευδείς διδασκαλίας και κοιμώνται τον ύπνον των, δια να ίδουν ενύπνια σύμφωνα με τας επιθυμίας της πονηράς αυτών καρδίας.

Ιερ. 23,32          ἰδοὺ ἐγὼ πρὸς τοὺς προφήτας τοὺς προφητεύοντας ἐνύπνια ψευδῆ καὶ διηγοῦντο αὐτὰ καὶ ἐπλάνησαν τὸν λαόν μου ἐν τοῖς ψεύδεσιν αὐτῶν καὶ ἐν τοῖς πλάνοις αὐτῶν καὶ ἐγὼ οὐκ ἀπέστειλα αὐτοὺς καὶ οὐκ ἐνετειλάμην αὐτοῖς καὶ ὠφέλειαν οὐκ ὠφελήσουσι τὸν λαὸν τοῦτον.

Ιερ. 23,32                 Ιδού εγώ, εναντίον των ψευδοπροφητών, οι οποίοι διδάσκουν ψευδή ενύπνια και διηγούνται αυτά, δια των οποίων παραπλανούν τον λαόν μου εις τας ψευδολογίας των και εις τας πλάνας των, ενώ εγώ δεν τους έχω αποστείλει ως προφήτας και δεν έδωσα εις αυτούς καμμίαν εντολήν. Αυτοί καμμίαν ωφέλειαν δεν πρόκειται να προσφέρουν στούτον τον λαόν.

Ιερ. 23,33          καὶ ἐὰν ἐρωτήσωσί σε ὁ λαὸς οὗτος ἢ ἱερεὺς ἢ προφήτης λέγων· τί τὸ λῆμμα Κυρίου; καὶ ἐρεῖς αὐτοῖς· ὑμεῖς ἐστε τὸ λῆμμα καὶ ῥάξω ὑμᾶς, λέγει Κύριος.

Ιερ. 23,33                 Εάν σε ερωτήση ο λαός αυτός η κανένας ιερεύς, η κανένας ψευδοπροφήτης λέγων ειρωνικώς· Ποία είναι σήμερα η απειλητική απόφασις και προφητεία του Κυρίου; Θα απαντήσης· σεις είσθε το αντικείμενον της απειλητικης εκ μέρους του Κυρίου προφητείας θα σας συντρίψω, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 23,34          ὁ προφήτης καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ ὁ λαός, οἳ ἂν εἴπωσι· λῆμμα Κυρίου, καὶ ἐκδικήσω τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον καὶ τὸν οἶκον αὐτοῦ.

Ιερ. 23,34                 Τον ψευδοπροφήτην εκείνον και τους ιερείς και τον λαόν, οι οποίοι ειρωνικώς θα ομιλήσουν δια την απειλητικήν προφητείαν του Κυρίου, εγώ θα τιμωρήσω τον άνθρωπον εκείνον και την οικογενειάν του.

Ιερ. 23,35          ὅτι οὕτως ἐρεῖτε ἕκαστος πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ καὶ ἕκαστος πρὸς τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ· τί ἀπεκρίθη Κύριος, καὶ τί ἐλάλησε Κύριος;

Ιερ. 23,35                 Σεις, που πιστεύετε εις εμέ, έτσι θα λέγετε ο ενας προς τον πλησίον του, ο αδελφός προς τον αδελφόν του· Τι απήντησεν ο Κυριος; Τι ελάλησε σήμερον;

Ιερ. 23,36          καὶ λῆμμα Κυρίου μὴ ὀνομάζετε ἔτι, ὅτι τὸ λῆμμα τῷ ἀνθρώπῳ ἔσται ὁ λόγος αὐτοῦ·

Ιερ. 23,36                 Ποτέ δε μη ομιλήτε ανευλαβώς δια τας προφητείας και τους λόγους του Κυρίου, διότι ανευλαβής λόγος εκ μέρους του ανθρώπου, θα επιφέρη δι' αυτόν τιμωρίαν από τον Θεόν. Ετσι θα ερωτήσης τον Προφήτην·

Ιερ. 23,37          καὶ διατί ἐλάλησε Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν;

Ιερ. 23,37                 Και περί τίνος ωμίλησε Κυριος ο Θεός μας;

Ιερ. 23,38          διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν· ἀνθ᾿ ὧν εἴπατε τὸν λόγον τοῦτον· λῆμμα Κυρίου, καὶ ἀπέστειλα πρὸς ὑμᾶς λέγων· οὐκ ἐρεῖτε· λῆμμα Κυρίου,

Ιερ. 23,38                 Δια τούτο αυτά λέγει Κυριος ο Θεός σας· Επειδή ειρωνικώς είπατε τον λόγον αυτόν, λήμμα Κυρίου, προφητεία και απόφασις του Κυρίου, εγώ δε έστειλα προς σας προφήτην λέγων· δεν θα πήτε ειρωνικώς λήμμα Κυρίου, φορτίου δηλαδή και βάρος Κυρίου.

Ιερ. 23,39          διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ λαμβάνω καὶ ῥάσσω ὑμᾶς καὶ τὴν πόλιν, ἣν ἔδωκα ὑμῖν καὶ τοῖς πατράσιν ὑμῶν,

Ιερ. 23,39                 Δια τούτο εγώ θα σας πάρω και θα σας συντρίψω, σας και την πόλιν, την οποίαν έδωσα εις σας και τους προγόνους σας.

Ιερ. 23,40          καὶ δώσω ἐφ᾿ ὑμᾶς ὀνειδισμὸν αἰώνιον καὶ ἀτιμίαν αἰώνιον, ἥτις οὐκ ἐπιλησθήσεται. -

Ιερ. 23,40                 Θα επιφέρω εναντίον σας αιώνιον ονειδισμόν και καταισχύνην αιωνίαν, η οποία ποτέ δεν θα λησμονηθή.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 24

 

Ιερ. 24,1            Ἔδειξέ μοι Κύριος δύο καλάθους σύκων κειμένους κατὰ πρόσωπον ναοῦ Κυρίου μετὰ τὸ ἀποικίσαι Ναβουχοδονόσορ βασιλέα Βαβυλῶνος τὸν Ἰεχονίαν υἱὸν Ἰωακεὶμ βασιλέα Ἰούδα καὶ τοὺς ἄρχοντας καὶ τοὺς τεχνίτας καὶ τοὺς δεσμώτας καὶ τοὺς πλουσίους ἐξ Ἱερουσαλὴμ καὶ ἤγαγεν αὐτοὺς εἰς Βαβυλῶνα·

Ιερ. 24,1                    Μετά την υπό του Ναβουχοδονόσορος, βασιλέως της Βαβυλώνος, απαγωγήν του Ιεχονίου υιού του Ιωακείμ, βασιλέως του Ιούδα, των άλλων αρχόντων, των τεχνιτών και κλειθροποιών και των πλουσίων, ο Κυριος έδειξεν εις εμέ δύο καλάθια γεμάτα σύκα, που ευρίσκοντο ενώπιον του ναού του Κυρίου.

Ιερ. 24,2            ὁ κάλαθος ὁ εἷς σύκων χρηστῶν σφόδρα, ὡς τὰ σύκα τὰ πρώϊμα, καὶ ὁ κάλαθος ὁ ἕτερος σύκων πονηρῶν σφόδρα, ἃ οὐ βρωθήσεται ἀπὸ πονηρίας αὐτῶν.

Ιερ. 24,2                   Το ένα καλάθι ήτο γεμάτο σύκα καλά, πολύ καλά, ούτως τα πρώϊμα σύκα, το δε άλλο καλάθι ήτο γεμάτο από χαλασμένα, πολύ χαλασμένα σύκα, τα οποία δεν ήτο δυνατόν εξ αιτίας της σήψεώς των να φαγωθούν.

Ιερ. 24,3            καὶ εἶπε Κύριος πρός με· τί σὺ ὁρᾷς, Ἱερεμία; καὶ εἶπα· σύκα· τὰ χρηστὰ χρηστὰ λίαν, καὶ τὰ πονηρὰ πονηρὰ λίαν, ἃ οὐ βρωθήσεται ἀπὸ πονηρίας αὐτῶν.

Ιερ. 24,3                   Είπεν ο Κυριος προς εμέ· Τι βλέπεις συ, Ιερεμία; Και είπα· Βλέπω σύκα. Τα μεν καλά είναι πολύ καλά και τα χαλασμένα είναι πολύ χαλασμένα, τα οποία εξ αιτίας της σήψεώς των δεν είναι δυνατόν να φαγωθοών.

Ιερ. 24,4            καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με λέγων·

Ιερ. 24,4                   Απηυθύνθη τότε ο Κυριος προς εμέ, και μου είπεν·

Ιερ. 24,5            τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· ὡς τὰ σύκα τὰ χρηστὰ ταῦτα, οὕτως ἐπιγνώσομαι τοὺς ἀποικισθέντας Ἰούδα, οὓς ἐξαπέσταλκα ἐκ τοῦ τόπου τούτου εἰς γῆν Χαλδαίων εἰς ἀγαθά.

Ιερ. 24,5                   Αυτά λέγει Κυριος ο Θεός του Ισραηλιτικού λαού· όπως είναι τα εξαίρετα αυτά σύκα, έτσι εγώ θα ενδιαφερθώ δια τους Ιουδαίους, οι οποίοι εξεπατρίσθησαν και τους οποίους εγώ απεμάκρυνα από τον τόπον τούτον εις την χώραν των Χαλδαίων δια το καλόν των.

Ιερ. 24,6            καὶ στηριῶ τοὺς ὀφθαλμούς μου ἐπ᾿ αὐτοὺς εἰς ἀγαθὰ καὶ ἀποκαταστήσω αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν ταύτην εἰς ἀγαθὰ καὶ ἀνοικοδομήσω αὐτοὺς καὶ οὐ μὴ καθελῶ καὶ καταφυτεύσω αὐτοὺς καὶ οὐ μὴ ἐκτίλω.

Ιερ. 24,6                   Θα στηρίξω με ευμένειαν εις αυτούς τους οφθαλμούς μου δια το καλόν των και θα τους αποκαταστήσω πάλιν εις την χώραν αυτήν την καλήν και θα ανοικοδομήσω δι' αυτούς και δεν θα κατακρημνίσω πλέον τας πόλεις των, αλλά θα τους καταφυτεύσω οριστικώς και μονίμως εις αυτάς, και δεν θα τους ξερριζώσω πλέον.

Ιερ. 24,7            καὶ δώσω αὐτοῖς καρδίαν τοῦ εἰδέναι αὐτοὺς ἐμέ, ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος, καὶ ἔσονταί μοι εἰς λαόν, καὶ ἐγὼ ἔσομαι αὐτοῖς εἰς Θεόν, ὅτι ἐπιστραφήσονται ἐπ᾿ ἐμὲ ἐξ ὅλης τῆς καρδίας αὐτῶν.

Ιερ. 24,7                   Θα δώσω εις αυτούς αγαθήν καρδίαν, δια να γνωρίζουν αυτοί εμέ, ότι δηλαδή εγώ είμαι ο Κυριος και Θεός των. Αυτοί θα είναι εις εμέ λαός, εγώ θα είμαι εις αυτούς ο Θεός, διότι θα επιστρέψουν προς εμέ εν μετανοία εξ όλης αυτών της καρδίας.

Ιερ. 24,8            καὶ ὡς τὰ σύκα τὰ πονηρά, ἃ οὐ βρωθήσονται ἀπὸ πονηρίας αὐτῶν, τάδε λέγει Κύριος, οὕτως παραδώσω τὸν Σεδεκίαν βασιλέα Ἰούδα καὶ τοὺς μεγιστᾶνας αὐτοῦ καὶ τὸ κατάλοιπον Ἱερουσαλὴμ τοὺς ὑπολελειμμένους ἐν τῇ γῇ ταύτῃ καὶ τοὺς κατοικοῦντας ἐν Αἰγύπτῳ.

Ιερ. 24,8                   Οπως όμως είναι τα σύκα τα χαλασμένα, τα οποία εξ αιτίας της φθοράς των δεν είναι δυνατόν να φαγωθούν, αυτά λέγει ο Κυριος, έτσι θα παραδώσω εις αιχμαλωσίαν τον Σεδεκίαν βασιλέα των Ιουδαίων, τους άρχοντας αυτού, τους υπολειφθέντας εις την Ιερουσαλήμ και τους απομείναντας εις την χώραν αυτήν και εκείνους, οι οποίοι κατοικούν εις την Αίγυπτον.

Ιερ. 24,9            καὶ δώσω αὐτοὺς εἰς διασκορπισμὸν εἰς πάσας τὰς βασιλείας τῆς γῆς, καὶ ἔσονται εἰς ὀνειδισμὸν καὶ εἰς παραβολὴν καὶ εἰς μῖσος καὶ εἰς κατάραν ἐν παντὶ τόπῳ, οὗ ἔξωσα αὐτοὺς ἐκεῖ.

Ιερ. 24,9                   Θα τους διασκορπίσω εις όλα τα βασίλεια της γης, θα γίνουν αντικείμενον εμπαιγμού και εξευτελισμού, παροιμιώδες παράδειγμα τιμωρίας εκ μέρους του Θεού, αντικείμενα μίσους και κατάρας εκ μέρους των ανθρώπων εις κάθε περιοχήν, όπου εγώ τους εξώρισα.

Ιερ. 24,10          καὶ ἀποστελῶ εἰς αὐτοὺς τὸν λιμὸν καὶ τὸν θάνατον καὶ τὴν μάχαιραν, ἕως ἂν ἐκλείπωσιν ἀπὸ τῆς γῆς, ἧς ἔδωκα αὐτοῖς.

Ιερ. 24,10                 Θα αποστείλω εναντίον αυτών πείναν, θανατηφόρον νόσον, μάχαιραν εχθρών, μέχρις ότου λείψουν τελείως από την γην, την οποίαν εγώ είχα δώσει εις αυτούς.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 25

 

Ιερ. 25,1            Ὁ λόγος ὁ γενόμενος πρὸς Ἱερεμίαν ἐπὶ πάντα τὸν λαὸν Ἰούδα ἐν τῷ ἔτει τῷ τετάρτῳ τοῦ Ἰωακεὶμ υἱοῦ Ἰωσία βασιλέως Ἰούδα,

Ιερ. 25,1                    Αυτός είναι, ο λόγος, ο οποίος απηυθύνθη προς τον Ιερεμίαν δι' όλον τον ιουδαϊκόν λαόν κατά το τέταρτον έτος της βασιλείας του Ιωακείμ, υιού του Ιωσίου, βασιλέως Ιούδα.

Ιερ. 25,2            ὃν ἐλάλησε πρὸς πάντα τὸν λαὸν Ἰούδα καὶ πρὸς τοὺς κατοικοῦντας Ἱερουσαλὴμ λέγων·

Ιερ. 25,2                   Αυτόν τον λόγον ωμίλησε και ανεκοίνωσεν ο Ιερεμίας προς όλον τον ιουδαϊκόν λαόν και ειδικότερα προς όλους τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ λέγων·

Ιερ. 25,3            ἐν τῷ τρισκαιδεκάτῳ ἔτει Ἰωσία υἱοῦ Ἀμὼς βασιλέως Ἰούδα καὶ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης εἴκοσι καὶ τρία ἔτη καὶ ἐλάλησα πρὸς ὑμᾶς ὀρθρίζων καὶ λέγων

Ιερ. 25,3                   Από το δέκατον τρίτον έτος της βασιλείας του Ιωσίου, υιού του Αμώς, βασιλέως των Ιουδαίων και μέχρι της ημέρας αυτής επί εικόσι τρία κατά συνέχειαν έτη, κάθε ημέραν από πρωΐας ωμιλούσα προς σας και σας συνεβούλευα.

Ιερ. 25,4            καὶ ἀπέστελλον πρὸς ὑμᾶς τοὺς δούλους μου τοὺς προφήτας, ὄρθρου ἀποστέλλων, καὶ οὐκ εἰσηκούσατε καὶ οὐ προσέσχετε τοῖς ὠσὶν ὑμῶν,

Ιερ. 25,4                   Απέστελλα προς σας τους δούλους μου τους προφήτας, τους απέστελλα λίαν ενωρίς, αλλά σεις δεν υπηκούσατε εις αυτούς, δεν ανοίξατε τα αυτιά σας και δεν εδώσατε προσοχήν στους λόγους των.

Ιερ. 25,5            λέγων· ἀποστράφητε ἕκαστος ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτοῦ τῆς πονηρᾶς καὶ ἀπὸ τῶν πονηρῶν ἐπιτηδευμάτων ὑμῶν, καὶ κατοικήσετε ἐπὶ τῆς γῆς, ἧς ἔδωκα ὑμῖν καὶ τοῖς πατράσιν ὑμῶν, ἀπ᾿ αἰῶνος καὶ ἕως αἰῶνος.

Ιερ. 25,5                   Καθένας από τους προφήτας μου σας έλεγεν· Απομακρυνθήτε ο καθένας από τον πονηρόν αυτού δρόμον, από τα κακά και παράνομα έργα σας και τότε θα κατοικήτε εις την χώραν αυτήν, την οποίαν εγώ από αιώνων έδωκα στους προγόνους σας και εις σας δια να μένη ιδική σας μέχρις τέλους των αιώνων.

Ιερ. 25,6            μὴ πορεύεσθε ὀπίσω θεῶν ἀλλοτρίων τοῦ δουλεύειν αὐτοῖς, καὶ τοῦ προσκυνεῖν αὐτοῖς, ὅπως μὴ παροργίζητέ με ἐν τοῖς ἔργοις τῶν χειρῶν ὑμῶν τοῦ κακῶσαι ὑμᾶς·

Ιερ. 25,6                   Μη ακολουθείτε ξένους θεούς, τα είδωλα, μη γίνεσθε δούλοι εις αυτά και μη τα προσκυνείτε, δια να μη προκαλήτε την οργήν του Θεού με τα πονηρά έργα των χειρών σας, ώστε να με αναγκάζετε να σας τιμωρώ.

Ιερ. 25,7            καὶ οὐκ ἠκούσατέ μου.

Ιερ. 25,7                   Και δεν με υπηκούσατε.

Ιερ. 25,8            διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος· ἐπειδὴ οὐκ ἐπιστεύσατε τοῖς λόγοις μου,

Ιερ. 25,8                   Δια τούτο αυτά λέγει ο Κυριος· επειδή δεν εδωσατε σημασίαν και δεν επιστεύσατε εις τα λόγια μου,

Ιερ. 25,9            ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω καὶ λήψομαι τὴν πατριὰν ἀπὸ βοῤῥᾶ καὶ ἄξω αὐτοὺς ἐπὶ τὴν γῆν ταύτην καὶ ἐπὶ τοὺς κατοικοῦντας αὐτὴν καὶ ἐπὶ πάντα τὰ ἔθνη τὰ κύκλῳ αὐτῆς καὶ ἐξερημώσω αὐτοὺς καὶ δώσω αὐτοὺς εἰς ἀφανισμὸν καὶ εἰς συριγμὸν καὶ εἰς ὀνειδισμὸν αἰώνιον·

Ιερ. 25,9                   Ιδού, εγώ θα πάρω όλας τας φυλάς του βορρά, τους Χαλδαίους, θα τους αποστείλω και θα τους οδηγήσω εις την χώραν αυτήν και εναντίον των κατοίκων αυτής και εναντίον όλων των εθνών, που υπάρχουν περί αυτήν, και θα ερημώσω τους κατοίκους της χώρας, θα τους παραδώσω εις όλεθρον και εξαφανισμοόν, εις ειρωνικόν σφύριγμα και αιώνιον ονειδισμόν.

Ιερ. 25,10          καὶ ἀπολῶ ἀπ᾿ αὐτῶν φωνὴν χαρᾶς καὶ φωνὴν εὐφροσύνης, φωνὴν νυμφίου καὶ φωνὴν νύμφης, ὀσμὴν μύρου καὶ φῶς λύχνου.

Ιερ. 25,10                 Θα εξαφανίσω εκ μέσου αυτών κάθε φωνήν χαράς, φωνήν ευφροσύνης, φωνήν νυμφίου και φωνήν νύμφης, άρωμα μύρου και φως λύχνου.

Ιερ. 25,11          καὶ ἔσται πᾶσα ἡ γῆ εἰς ἀφανισμόν, καὶ δουλεύσουσιν ἐν τοῖς ἔθνεσιν ἑβδομήκοντα ἔτη.

Ιερ. 25,11                  Ολη αυτή η χώρα θα παραδοθή εις ερήμωσιν και αφανισμόν, οι κάτοικοι της θα γίνουν δούλοι και ως δούλοι θα εργάζωνται εις τα έθνη επί εβδομήκοντα έτη.

Ιερ. 25,12          καὶ ἐν τῷ πληρωθῆναι τὰ ἑβδομήκοντα ἔτη, ἐκδικήσω τὸ ἔθνος ἐκεῖνο, φησὶ Κύριος, καὶ θήσομαι αὐτοὺς εἰς ἀφανισμὸν αἰώνιον·

Ιερ. 25,12                 Οταν δε συμπληρωθούν τα εβδομήκοντα έτη, εγώ θα τιμωρήσω, λέγει ο Κυριος, εκείνο το έθνος, που υποδούλωσεν αυτούς, και θα το παραδώσω εις αιώνιον όλεθρον και εξαφανισμόν.

Ιερ. 25,13          καὶ ἐπάξω ἐπὶ τὴν γῆν ἐκείνην πάντας τοὺς λόγους μου, οὓς ἐλάλησα κατ᾿ αὐτῆς, πάντα τὰ γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ. Ἃ ἐπροφήτευσεν Ἱερεμίας ἐπὶ τὰ ἔθνη. (Μασ. 49,34)

Ιερ. 25,13                  Θα επιφέρω και θα πραγματοποιήσω εναντίον της χώρας εκείνης όλας τας απειλάς, τας οποίας προηγουμένως είχα είπει εναντίον της, και όλα όσα είναι γραμμένα στο βιβλίον αυτό. Αυτά είναι εκείνα, τα οποία προεφήτευσεν ο Ιερεμίας εναντίον των εθνών. (Μασσοριτικόν Μθ' 34)

Ιερ. 25,14          Τὰ Αἰλάμ. - Τάδε λέγει Κύριος· συνετρίβη τὸ τόξον Αἰλάμ, ἀρχὴ δυναστείας αὐτῶν.

Ιερ. 25,14                 Εναντίον δε της χώρας Αιλάμ, Σούσων και περιοχής, αυτά λέγει ο Κυριος· Τα τόξα των Αιλαμιτών θα συντριβούν, το κύριον στήριγμα της δυνάμεώς των.

Ιερ. 25,15          καὶ ἐπάξω ἐπὶ Αἰλὰμ τέσσαρας ἀνέμους ἐκ τῶν τεσσάρων ἄκρων τοῦ οὐρανοῦ καὶ διασπερῶ αὐτοὺς ἐν πᾶσι τοῖς ἀνέμοις τούτοις, καὶ οὐκ ἔσται ἔθνος, ὃ οὐχ ἥξει ἐκεῖ, οἱ ἐξωσμένοι Αἰλάμ.

Ιερ. 25,15                  Θα επιφέρω εναντίον των Αιλαμιτών τεσσάρας ανέμους από τα τέσσερα άκρα του ουρανού και θα τους διασκορπίσω εις όλους αυτούς τους ανέμους και δεν θα υπάρξη έθνος, στον οποίον εξόριστοι και απάτριδες δεν θα μεταβούν οι φυγάδες αυτοί Αιλαμίται.

Ιερ. 25,16          καὶ πτοήσω αὐτοὺς ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν αὐτῶν τῶν ζητούντων τὴν ψυχὴν αὐτῶν καὶ ἐπάξω ἐπ᾿ αὐτοὺς κακὰ κατά τὴν ὀργὴν τοῦ θυμοῦ μου καὶ ἐπαποστελῶ ὀπίσω αὐτῶν τὴν μάχαιράν μου ἕως τοῦ ἐξαναλῶσαι αὐτούς.

Ιερ. 25,16                 Θα τους κάμω να κυριευθούν από πανικόν και τρόμον ενώπιον των εχθρών των, οι οποίοι θα ζητούν να τους θανατώσουν. Θα επιφέρω εναντίον των ολεθρίας συμφοράς, αναλόγως προς την έξαψιν του δικαίου θυμού μου. Θα αποστείλω όπισθεν των εχθρικήν μάχαιραν, μέχρις ότου τους εξολοθρεύσω τελείως.

Ιερ. 25,17          καὶ θήσω τὸν θρόνον μου ἐν Αἰλὰμ καὶ ἐξαποστελῶ ἐκεῖθεν βασιλέα καὶ μεγιστᾶνας.

Ιερ. 25,17                  Θα εγκαταστήσω τον θρόνον μου εις την χώραν Αιλάμ και θα εκδιώξω από εκεί τον βασιλέα και τους άρχοντας της χώρας αυτής.

Ιερ. 25,18          καὶ ἔσται ἐπ᾿ ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν καὶ ἀποστρέψω τὴν αἰχμαλωσίαν Αἰλάμ, λέγει Κύριος. - Ἐν ἀρχῇ βασιλεύοντος Σεδεκίου βασιλέως ἐγένετο ὁ λόγος οὗτος περὶ Αἰλάμ.

Ιερ. 25,18                 'Αλλα ικατά τας εσχάτας ημέρας θα επαναφέρω τους αιχμαλώτους Αιλάμ εις την πατρίδα των, λέγει ο Κυριος.- Η προφητεία αυτή του Ιερεμίου δια τους Αιλαμίτας έγινε κατά την αρχήν της βασιλείας Σεδεκίου βασιλέως των Ιουδαίων.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 26 (Μασ. 46)

 

Ιερ. 26,2            Τῇ Αἰγύπτῳ ἐπὶ δύναμιν Φαραὼ Νεχαὼ βασιλέως Αἰγύπτου, ὃς ἦν ἐπὶ τῷ ποταμῷ Εὐφράτῃ ἐν Χαρχαμείς, ὃν ἐπάταξε Ναβουχοδονόσορ βασιλεὺς Βαβυλῶνος, ἐν τῷ ἔτει τῷ τετάρτῳ Ἰωακεὶμ βασιλέως Ἰούδα.

Ιερ. 26,2                   Προφητικός λόγος εναντίον της Αιγύπτου, εναντίον της στρατιωτικής δυνάμεως του Φαραώ Νεχαώ βασιλέως της Αιγύπτου, ο οποίος είχε στρατοπεδεύσει παρά τον ποταμόν Ευφράτην, εις Χαρχαμείς. Αυτόν ενίκησε και εφόνευσεν ο Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς της Βαδυλώνος, κατά το τέταρτον έτος της βασιλείας του Ιωακείμ, βασιλέως των Ιουδαίων.

Ιερ. 26,3            Ἀναλάβετε ὅπλα καὶ ἀσπίδας καὶ προσαγάγετε εἰς πόλεμον·

Ιερ. 26,3                   Αναλάβετε, λοιπόν, όπλα και ασπίδας, λέγει ειρωνικώς ο προφήτης προς τους Αιγυπτίους, και προχωρήσατε εις πόλεμον.

Ιερ. 26,4            ἐπισάξατε τοὺς ἵππους, ἐπίβητε, οἱ ἱππεῖς, καὶ κατάστητε ἐν ταῖς περικεφαλαίαις ὑμῶν· προβάλετε τά δόρατα καὶ ἐνδύσασθε τοὺς θώρακας ὑμῶν.

Ιερ. 26,4                   Σελλώσατε τους ίππους σας. Οι ιππείς ας ανεβούν επάνω εις αυτούς· Φορέσατε εις τας κεφαλάς τα κράνη σας· προτείνατε τα δόρατά σας, ενδυθήτε τους θώρακάς σας.

Ιερ. 26,5            τί ὅτι αὐτοὶ πτοοῦνται καὶ ἀποχωροῦσιν εἰς τὰ ὀπίσω; διότι οἱ ἰσχυροὶ αὐτῶν κοπήσονται. φυγῇ ἔφυγον καὶ οὐκ ἀνέστρεψαν περιεχόμενοι κυκλόθεν, λέγει Κύριος.

Ιερ. 26,5                   Διατί όμως αυτοί έχουν πτοηθή και πανικόβλητοι οπισθοχωρούν; Διότι οι ισχυρότεροι μεταξύ αυτών έχουν ηττηθή. Ετράπησαν αυτοί εις φυγήν και δεν στρέφουν προς τα οπίσω δια να πολεμήσουν. Φρίκη από όλα τα σημεία τους έχει περικλείσει, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 26,6            μὴ φευγέτω ὁ κοῦφος, καὶ μὴ ἀνασωζέσθω ὁ ἰσχυρός· ἐπὶ βοῤῥᾶν τὰ παρὰ τὸν Εὐφράτην ἠσθένησαν, πεπτώκασι.

Ιερ. 26,6                   Ας μη ματαιοπονή φεύγων με ταχύτητα και ο πλέον ταχύς άνθρωπος, ούτε ο ισχυρός ημπορεί να επιτύχη την διάσωσίν του. Οι ευρισκόμενοι προς βορράν, εις τας όχθας του Ευφράτου ποταμού, έχουν εξασθενήσει και έχουν πέσει.

Ιερ. 26,7            τίς οὗτος ὡς ποταμὸς ἀναβήσεται καὶ ὡς ποταμοὶ κυμαίνουσιν ὕδωρ;

Ιερ. 26,7                   Ποιός είναι αυτός, ο οποίος ανεβαίνει ωσάν ποτάμι και του οποίου τα στρατεύματα ομοιάζουν με κυλιόμενα άφθονα ύδατα ποταμών;

Ιερ. 26,8            ὕδατα Αἰγύπτου ὡσεὶ ποταμὸς ἀναβήσεται καὶ εἶπεν· ἀναβήσομαι καὶ κατακαλύψω τὴν γῆν καὶ ἀπολῶ τοὺς κατοικοῦντας ἐν αὐτῇ.

Ιερ. 26,8                   Αυτά είναι τα στρατεύματα της Αιγύπτου, ομοιάζουν με ύδατα ποταμών, που ανεβαίνουν. Και ο βασιλεύς της Αιγύπτου στηριζόμενος εις την δύναμιν του στρατού του έλεγεν αλαζονικώ·' “θα ανεβώ ωσάν ποτάμι, θα σκεπάσω ολόκληρον την γην, θα εξολοθρεύσω τους κατοικούντας εις αυτήν”!

Ιερ. 26,9            ἐπίβητε ἐπὶ τοὺς ἵππους, παρασκευάσατε τὰ ἅρματα, ἐξέλθατε, οἱ μαχηταὶ Αἰθιόπων καὶ Λίβυες καθωπλισμένοι ὅπλοις· καὶ Λυδοί, ἀνάβητε, ἐντείνατε τόξον.

Ιερ. 26,9                   Ο Κυριος λέγει· Ανεβήτε, λοιπόν, στους ίππους σας, ετοιμάσατε τα πολεμικά σας άρματα, εξέλθετε εις πόλεμον, σεις οι πολεμισταί των Αιθιόπων, οι Λιβυες, οι οποίοι είσθε πλήρως εξωπλισμένοι με τα όπλα σας και οι Λυδοί προχωρήσατε στον πόλεμον, τεντώσατε τα τόξα σας.

Ιερ. 26,10          καὶ ἡ ἡμέρα ἐκείνη Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν ἡμέρα ἐκδικήσεως τοῦ ἐκδικῆσαι τοὺς ἐχθροὺς αὐτοῦ, καὶ καταφάγεται ἡ μάχαιρα Κυρίου καὶ ἐμπλησθήσεται καὶ μεθυσθήσεται ἀπὸ τοῦ αἵματος αὐτῶν, ὅτι θυσία τῷ Κυρίῳ σαβαὼθ ἀπὸ γῆς βοῤῥᾶ ἐπὶ ποταμῷ Εὐφράτῃ.

Ιερ. 26,10                 Αλλά η ημέρα εκείνη θα είναι δια τον Κυριον και Θεόν ημών ημέρα τιμωρίας, δια να τιμωρήση τους εχθρούς του. Η μάχαιρα του Κυρίου θα τους καταφάγη, θα πλυμμυρίση και θα μεθύση από το αίμα των εχθρών, διότι μεγάλη θυσία προς τον Κυριον των δυνάμεων θα γίνη εις την βόρειον αυτήν χώραν, πλησίον του Ευφράτου ποταμού.

Ιερ. 26,11          ἀνάβηθι Γαλαὰδ καὶ λάβε ῥητίνην τῇ παρθένῳ θυγατρὶ Αἰγύπτου· εἰς κενὸν ἐπλήθυνας ἰάματά σου, ὠφέλεια οὐκ ἔστιν ἐν σοί.

Ιερ. 26,11                  Ανέβα εις την χώραν Γαλαάδ, πάρε το θεραπευτικόν βάλσαμον δια τους Αιγυπτίους. Ματαίως όμως πληθύνεις τα φάρμακά σου, καμμία ωφέλεια δεν επέρχεται εις σέ.

Ιερ. 26,12          ἤκουσαν ἔθνη φωνήν σου, καὶ τῆς κραυγῆς σου ἐπλήσθη ἡ γῆ, ὅτι μαχητὴς πρὸς μαχητὴν ἠσθένησαν, ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἔπεσαν ἀμφότεροι.

Ιερ. 26,12                 Τα γύρω έθνη ήκουσαν τας φωνάς και τους αλαλαγμούς σου, από την κραυγήν του πόνου σου εγέμισεν η γη, διότι ο ενας μαχητής σου θα επιτεθή εναντίον άλλου μαχητού, αμφότεροι θα εξασθενήσουν, θα πέσουν και οι δύο στο αυτό μέρος.

Ιερ. 26,13          Ἃ ἐλάλησε Κύριος ἐν χειρὶ Ἱερεμίου τοῦ ἐλθεῖν Ναβουχοδονόσορ τὸν βασιλέα Βαβυλῶνος τοῦ κόψαι γῆν Αἰγύπτου.

Ιερ. 26,13                 Αυτά είναι εκείνα, που ο Κυριος δια του Ιερεμίου είπε σχετικώς με την επιδρομήν του Ναβουχοδονόσορος, βασιλέως των Βαβυλωνίων, δια να καταστρέψη την χώραν της Αιγύπτου.

Ιερ. 26,14          Ἀναγγείλατε εἰς Μάγδωλον καὶ παραγγείλατε εἰς Μέμφιν, εἴπατε· ἐπίστηθι καὶ ἑτοίμασον, ὅτι κατέφαγε μάχαιρα τὴν σμίλακά σου.

Ιερ. 26,14                 Αναγγείλατε εις την Μαγδωλον, αιγυπτιακήν πόλιν, δώσατε εντολήν και παρεγγελίαν εις την Μέμφιν. Είπατε· σήκω και ετοιμάσου, διότι η εχθρική μάχαιρα κατέφαγε και ηρήμωσε την βλάστησιν της Αιγύπτου.

Ιερ. 26,15          διατί ἔφυγεν ἀπὸ σοῦ ὁ Ἆπις; ὁ μόσχος ὁ ἐκλεκτός σου οὐκ ἔμεινεν, ὅτι Κύριος παρέλυσεν αὐτόν.

Ιερ. 26,15                 Διατί έφυγεν από σένα και σε εγκατέλειψεν ο ειδωλικος θεός Απις, ο υπό μορφήν μόσχου λατρευόμενος; Ο εκλεκτός σου αυτός θεός μόσχος δεν έμεινε, διότι ο Κυριος τον παρέλυσε.

Ιερ. 26,16          καὶ τὸ πλῆθός σου ἠσθένησε καὶ ἔπεσε, καὶ ἕκαστος πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ ἐλάλει· ἀναστῶμεν καὶ ἀναστρέψωμεν πρὸς τὸν λαὸν ἡμῶν εἰς τὴν πατρίδα ἡμῶν ἀπὸ προσώπου μαχαίρας Ἑλληνικῆς.

Ιερ. 26,16                 Ο πολυάριθμος στρατός σου ησθένησεν, ηττήθη και έπεσεν. Ο καθένας ωμίλει προς τον πλησίον του και έλεγεν· “ας εγερθώμεν και ας επιστρέψωμεν στον λαόν μας, την πατρίδα μας· ας φύγωμεν μακρυά από την φονικήν αυτήν ελληνικήν μάχαιραν».

Ιερ. 26,17          καλέσατε τὸ ὄνομα Φαραὼ Νεχαὼ βασιλέως Αἰγύπτου, Σαών- Ἐσβί- Ἐμωήδ.

Ιερ. 26,17                 Αλλάξατε το όνομα του Φαραώ Νεχαώ, βασιλέως της Αιγύπτου. Ονομάσατε τον Σαών- Εσβί- Εμωήδ, που σημαίνει εχάθη, αφήκε να του διαφύγη ο κατάλληλος καιρός.

Ιερ. 26,18          ζῶ ἐγώ, λέγει Κύριος ὁ Θεός, ὅτι ὡς τὸ Ἰταβύριον ἐν τοῖς ὄρεσι καὶ ὡς ὁ Κάρμηλος ἐν τῇ θαλάσσῃ ἥξει.

Ιερ. 26,18                 Ζω εγώ, λέγει Κυριος ο Θεός, και ορκίζομαι ότι ο εχθρός θα επέλθη ισχυρός και ακατανίκητος, όπως υψώνεται το όρος Θαβώρ μεταξύ των άλλων ορέων, όπως υψώνεται ο Καρμηλος παρά την Μεσόγειον Θαλασσαν.

Ιερ. 26,19          σκεύη ἀποικισμοῦ ποίησον σεαυτῇ, κατοικοῦσα θύγατερ Αἰγύπτου, ὅτι Μέμφις εἰς ἀφανισμὸν ἔσται καὶ κληθήσεται οὐαὶ διὰ τὸ μὴ ὑπάρχειν κατοικοῦντας ἐν αὐτῇ.

Ιερ. 26,19                 Ετοιμάσατε, λοιπόν, τα σκεύη της εξορίας σας, συ κόρη της Αιγύπτου. Η Μέμφις θα παραδοθή εις όλεθρον και αφανισμόν, θα ακουσθή δι' αυτήν το “ουαί”, διότι δεν θα υπάρχουν πλέον κάτοικοι εις αυτήν.

Ιερ. 26,20          δάμαλις κεκαλλωπισμένη Αἴγυπτος, ἀπόσπασμα ἀπὸ βοῤῥᾶ ἦλθεν ἐπ᾿ αὐτήν.

Ιερ. 26,20                Με δάμαλιν στολισμένην ομοιάζεις, ω Αίγυπτε, αλλά εναντίον σου θα επέλθη στρατός από τας βορείους περιοχάς.

Ιερ. 26,21          καὶ οἱ μισθωτοὶ αὐτῆς ἐν αὐτῇ ὥσπερ μόσχοι σιτευτοὶ τρεφόμενοι ἐν αὐτῇ, διότι καὶ αὐτοὶ ἀπεστράφησαν καὶ ἔφυγον ὁμοθυμαδόν, οὐκ ἔστησαν, ὅτι ἡμέρα ἀπωλείας ἦλθεν ἐπ᾿ αὐτοὺς καὶ καιρὸς ἐκδικήσεως αὐτῶν.

Ιερ. 26,21                 Οι μισθοφόροι στρατιώται της Αιγύπτου ζουν εις αυτήν και ομοιάζουν με καλοθρεμμένα μοσχάρια, αλλά και αυτοί θα οπισθοχωρήσουν ενώπιον του εχθρού, θα φύγουν όλοι μαζή, δεν θα ημπορέσουν να κρατηθούν, διότι έφθασεν η ημέρα της καταστροφής των, ήλθεν εναντίον των ο καιρός της τιμωρίας.

Ιερ. 26,22          φωνὴ ὡς ὄφεως συρίζοντος, ὅτι ἐν ἄμμῳ πορεύονται· ἐν ἀξίναις ἥξουσιν ἐπ᾿ αὐτὴν ὡς κόπτοντες ξύλα.

Ιερ. 26,22                Η φωνή του εχθρικού στρατεύματος ομοιάζει με συριγμόν όφεως, καθώς πορεύεται εις την αμμώδη περιοχήν. Με αξίνας θα επέλθουν οι εχθροί αυτοί εναντίον της Αιγύπτου ώσαν τους ανθρώπους, που κόπτουν ξύλα.

Ιερ. 26,23          ἐκκόψουσι τὸν δρυμὸν αὐτῆς, λέγει Κύριος ὁ Θεός, ὅτι οὐ μὴ εἰκασθῇ, ὅτι πληθύνει ὑπὲρ ἀκρίδα καὶ οὐκ ἔστιν αὐτοῖς ἀριθμός.

Ιερ. 26,23                 Θα κατακόψουν τα δάση της, λέγει ο Κυριος, τα στρατεύματα των εχθρών, δεν είναι δυνατόν να υπολογισθούν, διότι ο στρατός είναι πλήθος πολύ, περισσότερον από τα σμήνη των ακρίδων, που είναι αδύνατον να αριθμηθούν.

Ιερ. 26,24          κατῃσχύνθη ἡ θυγάτηρ Αἰγύπτου, παρεδόθη εἰς χεῖρας λαοῦ ἀπὸ βοῤῥᾶ.

Ιερ. 26,24                Ο λαός της Αιγύπτου θα καταισχυνθή, διότι θα παραδοθή δούλος εις τα χέρια λαού, ερχομένου από βορρά.

Ιερ. 26,25          ἰδοὺ ἐγὼ ἐκδικῶ τὸν Ἀμμὼν τὸν υἱὸν αὐτῆς ἐπὶ Φαραώ καὶ ἐπὶ τοὺς πεποιθότας ἐπ᾿ αὐτῷ.

Ιερ. 26,25                 Ιδού, εγώ θα τιμωρήσω τον θεόν Αμών, τον υιόν αυτόν της Αιγύπτου· θα τιμωρήσω τον Φαραώ και όλους εκείνους, οι οποίοι είχαν στηρίξει την πεποίθησίν των εις αυτόν.

Ιερ. 26,27          σὺ δὲ μὴ φοβηθῇς, δοῦλός μου Ἰακώβ, μηδὲ πτοηθῇς, Ἰσραήλ· διότι ἐγὼ ἰδοὺ σῴζων σε μακρόθεν καὶ τὸ σπέρμα σου ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας αὐτῶν, καὶ ἀναστρέψει Ἰακὼβ καὶ ἡσυχάσει καὶ ὑπνώσει, καὶ οὐκ ἔσται ὁ παρενοχλῶν αὐτόν.

Ιερ. 26,27                 Συ όμως, ο δούλος μου Ιακώβ, οι απόγονοι του Ισραήλ, μη φοβηθήτε και μη πτοηθήτε, διότι εγώ έρχομαι, δια να σε σώσω από την μακρυνήν εξοριαν, εις την οποίαν ευρίσκεσαι και θα επαναφέρω τους απογόνούς του Ισραήλ εις την χώραν των. Ο Ιακώβ θα επιστρέψη και θα ησυχάση, θα κοιμηθή ήσυχος πλέον και δεν θα υπάρχη κανείς να τον παρενοχλή.

Ιερ. 26,28          μὴ φοβοῦ, παῖς μου Ἰακώβ, λέγει Κύριος, ὅτι μετὰ σοῦ ἐγώ εἰμι· ἡ ἀπτόητος καὶ τρυφερὰ παρεδόθη· ὅτι ποιήσω ἔθνει συντέλειαν ἐν παντὶ ἔθνει, εἰς οὓς ἔξωσά σε ἐκεῖ, σὲ δὲ οὐ μὴ ποιήσω ἐκλιπεῖν· καὶ παιδεύσω σε εἰς κρίμα καὶ ἀθῷον οὐκ ἀθῳώσω σε.

Ιερ. 26,28                Μη φοβείσαι συ, παιδί μου Ιακώβ, Ισραηλιτικέ λαέ, λέγει ο Κυριος, διότι εγώ είμαι μαζή σου. Η πριν απτόητος και φιλήδονος Βαβυλών θα παραδοθή εις τιμωρίαν, διότι εγώ θα τιμωρήσω κάθε έθνος, στο οποίον επέτρεψα να φύγετε εκεί ως εξόριστοι και αιχμάλωτοι. Δεν θα παραχωρήσω όμως ποτέ να εξαφανισθήτε σεις εξ ολοκλήρου. Εν τη δικαιοσύνη μου θα σας διαπαιδαγωγήσω δια τιμωριών, δεν θα σας αθωώσω, διότι δεν είσθε αθώοι.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 27 (Μασ. 50)

 

Ιερ. 27,1            Λόγος Κυρίου ὃν ἐλάλησεν ἐπὶ Βαβυλῶνα.

Ιερ. 27,1                    Λογος Κυρίου, τον οποίον μίλησε ο προφήτης Ιερεμίας εναντίον της Βαβυλώνος.

Ιερ. 27,2            Ἀναγγείλατε ἐν τοῖς ἔθνεσι καὶ ἀκουστὰ ποιήσατε καὶ μὴ κρύψητε, εἴπατε· ἑάλωκε Βαβυλών, κατῃσχύνθη Βῆλος ἡ ἀπτόητος, ἡ τρυφερὰ παρεδόθη Μαρωδάχ.

Ιερ. 27,2                   Αναγγείλατέ τα εις τα έθνη, καταστήσατε αυτά ακουστά και γνωστά και μη κρύψετε τίποτε. Είπατε· η Βαβυλών εκυριεύθη, κατησχύνθη ο πριν απτόητος, ο φιλήδονος ειδωλικός Θεός Βααλ, παρεδόθη ο Μαρωδάχ.

Ιερ. 27,3            ὅτι ἀνέβη ἐπ᾿ αὐτὴν ἔθνος ἀπὸ βοῤῥᾶ· οὗτος θήσει τὴν γῆν αὐτῆς εἰς ἀφανισμόν, καὶ οὐκ ἔσται ὁ κατοικῶν ἐν αὐτῇ ἀπὸ ἀνθρώπου καὶ ἕως κτήνους.

Ιερ. 27,3                   Διότι επήλθεν εναντίον τις Βαβυλώνος έθνος από την περιοχήν του βορρά. Αυτό θα εξαφανίση και θα ερημώση την χώραν αυτήν. Δεν θα υπάρχη πλέον κανείς να κατοική εις αυτήν από ανθρώπου μέχρι κτήνους

Ιερ. 27,4            ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἥξουσιν οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ, αὐτοὶ καὶ οἱ υἱοὶ Ἰούδα ἐπὶ τὸ αὐτό· βαδίζοντες καὶ κλαίοντες πορεύσονται τὸν Κύριον Θεὸν αὐτῶν ζητοῦντες.

Ιερ. 27,4                   Κατά δε τας ημέρας εκείνας, κατά την εποχήν εκείνην, θα επιστρέψουν οι Ισραηλίται και οι Ιουδαίοι όλοι μαζή. Θα βαδίζουν κλαίοντες από την χαράν, θα πορεύωνται αναζητούντες Κυριον τον Θεόν των.

Ιερ. 27,5            ἕως Σιὼν ἐρωτήσουσι τὴν ὁδόν, ὧδε γὰρ τὸ πρόσωπον αὐτῶν δώσουσι· καὶ ἥξουσι καὶ καταφεύξονται πρὸς Κύριον τὸν Θεόν, διαθήκη γὰρ αἰώνιος οὐκ ἐπιλησθήσεται.

Ιερ. 27,5                   Θα ερωτούν να μάθουν τον δρόμον μέχρι την Σιών, διότι θα έχουν στρέψει το πρόσωπόν των με κατεύθυνσιν προς αυτήν. Θα έλθουν, θα καταφύγουν προς τον Κυριον και Θεόν, διότι η διαθήκη, την οποίαν από αιώνων συνήψεν ο Θεός με τους προγόνους των, δεν θα λησμονηθή.

Ιερ. 27,6            πρόβατα ἀπολωλότα ἐγενήθη ὁ λαός μου, οἱ ποιμένες αὐτῶν ἔξωσαν αὐτούς, ἐπὶ τὰ ὄρη ἀπεπλάνησαν αὐτούς, ἐξ ὄρους ἐπὶ βουνὸν ᾤχοντο, ἐπελάθοντο κοίτης αὐτῶν.

Ιερ. 27,6                   Διότι ο λαός μου έγινεν ωσάν πρόβατα απολωλότα. Οι αρχηγοί των τους εδίωξαν, τους παρεπλάνησαν επάνω εις τα όρη, από τα όρη εις τα βουνά έφευγαν, ελησμόνησαν την μάνδραν των.

Ιερ. 27,7            πάντες οἱ εὑρίσκοντες αὐτοὺς ἀνήλισκον αὐτούς, οἱ ἐχθροὶ αὐτῶν εἶπαν· μὴ ἀνῶμεν αὐτούς· ἀνθ᾿ ὧν ἥμαρτον τῷ Κυρίῳ νομὴ δικαιοσύνης τῷ συναγαγόντι τοὺς πατέρας αὐτῶν.

Ιερ. 27,7                   Ολοι όσοι τους εύρισκαν πλανωμένους και απροστάτευτους, τους εξώντωναν. Είπαν οι εχθροί των· ας μη τους αφήσωμεν πλέον να ζήσουν, διότι αυτοί ημάρτησαν ενώπιον του Κυρίου, ο οποίος αποδίδει πάντοτε δικαιοσύνην και ο οποίος είχε προσκαλέσει και συγκεντρώσει τους προγόνους των.

Ιερ. 27,8            ἀπαλλοτριώθητε ἐκ μέσου Βαβυλῶνος καὶ ἀπὸ γῆς Χαλδαίων καὶ ἐξέλθατε καὶ γένεσθε ὥσπερ δράκοντες κατὰ πρόσωπον προβάτων.

Ιερ. 27,8                   Αποξενωθήτε και φύγετε εκ μέσου της Βαβυλώνος, από την χώραν των Χαλδαίων. Εξέλθετε και φανήτε απέναντι αυτών ωσάν δράκοντες εναντίον προβάτων,

Ιερ. 27,9            ὅτι ἰδοὺ ἐγὼ ἐγείρω ἐπὶ Βαβυλῶνα συναγωγὰς ἐθνῶν ἐκ γῆς βοῤῥᾶ, καὶ παρατάξονται αὐτῇ· ἐκεῖθεν ἁλώσεται, ὡς βολὶς μαχητοῦ συνετοῦ οὐκ ἐπιστρέψει κενή.

Ιερ. 27,9                   διότι ιδού, εγώ εξεγείρω και επιφέρω εναντίον της Βαβυλώνος πολυάριθμα έθνη από την γην του βορρά και θα πολεμήσουν εναντίον αυτής και θα την κυριεύσουν. Τα βέλη των εναντίον αυτής θα είναι ωσάν το βέλος του επιτηδείου πολεμιοτού, το οποίον ποτέ δεν ρίπτεται επί ματαίω.

Ιερ. 27,10          καὶ ἔσται ἡ Χαλδαία εἰς προνομήν, πάντες οἱ προνομεύοντες αὐτὴν ἐμπλησθήσονται,

Ιερ. 27,10                 Η Χαλδαία θα παραδοθή εις λαφυραγωγίαν και όλοι όσοι την λεηλατήσουν, θα χορτάσουν από τα λάφυρά της.

Ιερ. 27,11          ὅτι ηὐφραίνεσθε καὶ κατεκαυχᾶσθε διαρπάζοντες τὴν κληρονομίαν μου, διότι ἐσκιρτᾶτε ὡς βοΐδια ἐν βοτάνῃ καὶ ἐκερατίζετε ὡς ταῦροι.

Ιερ. 27,11                  Διότι, λέγει ο Κυριος προς τους Βαβυλωνίους, εδοκιμάζετε χαράν και αγαλλίασιν σεις και εκαυχησιολογείτε, όταν διηρπάζετε την κληρονομίαν μου, τον λαόν μου· διότι από την χαράν σας επηδούσατε ωσάν τα μοσχάρια εις την χλόην, εκτυπούσατε τους Ισραηλίτας όπως κτυπούν με τα κέρατα των οι μαινόμενοι ταύροι.

Ιερ. 27,12          ᾐσχύνθη ἡ μήτηρ ὑμῶν σφόδρα, ἐνετράπη ἡ τεκοῦσα ὑμᾶς μήτηρ ἐπ᾿ ἀγαθὰ ἐσχάτη ἐθνῶν ἔρημος.

Ιερ. 27,12                 Η μητέρα σας, η πατρίδα σας η Βαβυλών, κατησχύνθη παρά πολύ. Η μητέρα, που σας εγέννησε, κατεντροπιάσθηκε δια την στέρησιν των αγαθών. Κατήντησεν έρημος και τελευταία μεταξύ όλων των εθνών.

Ιερ. 27,13          ἀπὸ ὀργῆς Κυρίου οὐ κατοικηθήσεται. καὶ ἔσται εἰς ἀφανισμὸν πᾶσα, καὶ πᾶς ὁ διοδεύων διὰ Βαβυλῶνος σκυθρωπάσει καὶ συριοῦσιν ἐπὶ πᾶσαν τὴν πληγὴν αὐτῆς.

Ιερ. 27,13                  Εξ αιτίας της δικαίας οργής του Κυρίου δεν θα κατοικηθή πλέον. Θα παραδοθή ολόκληρος εις αφανισμόν και ερήμωσιν. Και κάθε διαβάτης, που θα διέρχεται δια μέσου της Βαβυλώνος, θα σκυθρωπάζη και θα σφυρίζη με κατάπληξιν δια το μεγάλο αυτό κτύπημα του αφανισμού και της καταστροφής της.

Ιερ. 27,14          παρατάξασθε ἐπὶ Βαβυλῶνα κύκλῳ, πάντες τείνοντες τόξον· τοξεύσατε ἐπ᾿ αὐτήν, μὴ φείσησθε ἐπὶ τοῖς τοξεύμασιν ὑμῶν.

Ιερ. 27,14                 Παραταχθήτε εις μάχην εναντίον της Βαβυλώνας, κύκλω από αυτήν όλοι σεις, οι οποίοι χειρίζεσθε με επιτηδειότητα το τοξον. Κτυπήσατέ την με τα τόξα, μη λυπηθήτε τα βέλη σας.

Ιερ. 27,15          κατακρατήσατε αὐτήν· παρελύθησαν αἱ χεῖρες αὐτῆς, ἔπεσαν αἱ ἐπάλξεις αὐτῆς καὶ κατεσκάφη τὸ τεῖχος αὐτῆς, ὅτι ἐκδίκησις παρὰ Θεοῦ ἐστιν· ἐκδικεῖτε ἐπ᾿ αὐτήν· καθὼς ἐποίησε, ποιήσατε αὐτῇ.

Ιερ. 27,15                  Επικρατήσατε εναντίον αυτής, κυριεύσατέ την. Παρέλυσαν πλέον τα χέρια των κατοίκων της, εκρημνίσθησαν αι οχυραί επάλξεις της, κατεστράφησαν εκ θεμελίων τα τείχη της, διότι ήλθεν εναντίον αυτής η παρά Θεού δικαία τιμωρία. Τιμωρήσατέ την και σεις, όπως έκαμεν αυτή εναντίον λαών, που δεν της είχαν πταίσει εις τίποτε, έτσι πράξετε και σεις εναντίον της.

Ιερ. 27,16          ἐξολοθρεύσασθε σπέρμα ἐκ Βαβυλῶνος, κατέχοντα δρέπανον ἐν καιρῷ θερισμοῦ· ἀπὸ προσώπου μαχαίρας Ἑλληνικῆς ἕκαστος εἰς τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀποστρέψουσι καὶ ἕκαστος εἰς τὴν γῆν αὐτοῦ φεύξεται.

Ιερ. 27,16                 Εξολοθρεύσατε κάθε απόγονον και βλαστόν της Βαβυλώνος μέχρις αυτού ακόμη, ο οποίος κρατεί το δρέπανόν του εν καιρώ θερισμού. Καθένας από τους μισθοφόρους πολεμιστάς της Βαβυλώνος, καθώς θα αντικρύζη την ελληνικήν μάχαιραν, θα επιστρέφη πανικόβλητος στον λαόν του. Ο καθένας από αυτούς θα φύγη δια την χώραν του.

Ιερ. 27,17          Πρόβατον πλανώμενον Ἰσραήλ, λέοντες ἔξωσαν αὐτόν· ὁ πρῶτος ἔφαγεν αὐτὸν βασιλεὺς Ἀσσοὺρ καὶ οὗτος ὕστερον τὰ ὀστᾶ αὐτοῦ βασιλεὺς Βαβυλῶνος.

Ιερ. 27,17                  Ωσάν πλανώμενον πρόβατον κατήντησεν ο λαός του Ισραήλ. Οι εχθροί του ωσάν λέοντες τον εξεδίωξαν από την χώραν του. Πρώτος ο βασιλεύς των Ασσυρίων κατέφαγεν αυτόν και έπειτα από αυτόν ο βασιλεύς της Βαβυλώνος κατέφαγε και αυτά ακόμη τα κόκκαλά του.

Ιερ. 27,18          διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ ἐκδικῶ ἐπὶ τὸν βασιλέα Βαβυλῶνος καὶ ἐπὶ τὴν γῆν αὐτοῦ, καθὼς ἐξεδίκησα ἐπὶ τὸν βασιλέα Ἀσσούρ.

Ιερ. 27,18                 Δια τούτο αυτά λέγει ο Κυριος· Ιδού, εγώ θα τιμωρήσω τον βασιλέα της Βαβυλώνος και όλην αυτού την χώραν, όπως ετιμώρησα τον βασιλέα των Ασσυρίων.

Ιερ. 27,19          καὶ ἀποκαταστήσω τὸν Ἰσραὴλ εἰς τὴν νομὴν αὐτοῦ, καὶ νεμήσεται ἐν τῷ Καρμήλῳ καὶ ἐν ὄρει Ἐφραὶμ καὶ ἐν τῷ Γαλαὰδ καὶ πλησθήσεται ἡ ψυχὴ αὐτοῦ.

Ιερ. 27,19                 Επειτα θα επαναφέρω ελεύθερον και θα εγκαταστήσω εις την χώραν του τον Ισραήλ, εις την περιοχήν της βοσκής του. Αυτός θα απολαύση τους καρπούς του Καρμήλου και του όρους Εφραίμ και της περιοχής Γαλαάδ. Θα χορτάση από αγαθά, με το παραπάνω η ψυχή του.

Ιερ. 27,20          ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ζητήσουσι τὴν ἀδικίαν Ἰσραήλ, καὶ οὐχ ὑπάρξει, καὶ τὰς ἁμαρτίας Ἰούδα, καὶ οὐ μὴ εὑρεθῶσιν, ὅτι ἵλεως ἔσομαι τοῖς ὑπολελειμμένοις ἐπὶ τῆς γῆς, λέγει Κύριος. -

Ιερ. 27,20                 Κατά τας ημέρας εκείνας, κατά τον ευτυχή εκείνον καιρόν, θα αναζητούν οι άνθρωποι αμαρτίας του Ισραηλιτικού λαού και δεν θα υπάρχουν. Θα ζητούν παρανομίας του λαού του Ιούδα και δεν θα ευρίσκωνται. Διότι εγώ, λέγει Κυριος ο Θεός, θα είμαι ίλεως και σπλαγχνικός στους απομείναντας ανθρώπους του λαού μου επί της χώρας Ισραήλ.

Ιερ. 27,21          Πικρῶς ἐπίβηθι ἐπ᾿ αὐτὴν καὶ ἐπὶ τοὺς κατοικοῦντας ἐπ᾿ αὐτήν· ἐκδίκησον, μάχαιρα, καὶ ἀφάνισον, λέγει Κύριος, καὶ ποίει κατὰ πάντα, ὅσα ἐντέλλομαί σοι.

Ιερ. 27,21                 Μαχαιρα εχθρική, ανέβα γεμάτη πικράν οργήν εναντίον των κατοίκων της Βαβυλώνος. Τιμώρησε αυτούς, ω μάχαιρα, εξαφάνισέ τους, λέγει ο Κυριος. Πράξε σύμφωνά με όλα εκείνα, τα οποία εγώ σε έχω διατάξει.

Ιερ. 27,22          φωνὴ πολέμου καὶ συντριβὴ μεγάλη ἐν γῇ Χαλδαίων.

Ιερ. 27,22                 Φωνή πολέμου θα ακουσθή, συντριβή μεγάλη θα πραγματοποιηθή εις την χώραν των Χαλδαίων.

Ιερ. 27,23          πῶς ἐκλάσθη καὶ συνετρίβη ἡ σφῦρα πάσης τῆς γῆς; πῶς ἐγενήθη εἰς ἀφανισμὸν Βαβυλὼν ἐν ἔθνεσιν;

Ιερ. 27,23                 Πως έσπασεν, ετεμαχίσθη και συνετρίβη αυτή η σφύρα, που εκτυπούσεν ανελέητα όλην την γην; Πως περιήλθεν εις όλεθρον και αφανισμόν η Βαβυλών εκ μέσου όλων των άλλων εθνών;

Ιερ. 27,24          ἐπιθήσονταί σοι, καὶ ἁλώσῃ, ὦ Βαβυλών, καὶ οὐ γνώσῃ· εὑρέθης καὶ ἐλήφθης, ὅτι τῷ Κυρίῳ ἀντέστης.

Ιερ. 27,24                 Θα επιτεθούν εναντίον σου οι εχθροί και θα σε κυριεύσουν, ω Βαβυλών, χωρίς και συ να εννοήσης καλά-καλά ότι έφθασεν ο καιρός του εξαφανισμού σου. Ευρέθης από τους εχθρούς σου αδύνατος πλέον, εκυριεύθης από αυτούς· και τούτο, διότι συ πεισμόνως αντεστάθηκες στον Κυριον.

Ιερ. 27,25          ἤνοιξε Κύριος τὸν θησαυρὸν αὐτοῦ καὶ ἐξήνεγκε τὰ σκεύη ὀργῆς αὐτοῦ, ὅτι ἔργον τῷ Κυρίῳ Θεῷ ἐν γῇ Χαλδαίων,

Ιερ. 27,25                 Ηνοιξεν ο Κυριος τον θησαυρόν του δικαίου θυμού του και έβγαλε τα καταστρεπτικά σκεύη της οργής του, διότι έργον καταστροφής θα πραγματοποίηση Κυριος ο Θεός εις την γην των Χαλδαίων.

Ιερ. 27,26          ὅτι ἐληλύθασιν οἱ καιροὶ αὐτῆς. ἀνοίξατε τὰς ἀποθήκας αὐτῆς, ἐρευνήσατε αὐτὴν ὡς σπήλαιον καὶ ἐξολοθρεύσατε αὐτήν, μὴ γενέσθω αὐτῆς κατάλειμμα.

Ιερ. 27,26                 Εφθασαν πλέον οι καιροί του ολέθρου της. Ανοίξατε τας αποθήκας της, ερευνήσατέ τας, όπως ερευνάτε ένα σπήλαιον. Εξολοθρεύσατέ την, ας μη μείνη κανένα υπόλειμμα εις αυτήν.

Ιερ. 27,27          ἀναξηράνατε αὐτῆς πάντας τοὺς καρπούς, καὶ καταβήτωσαν εἰς σφαγήν· οὐαὶ αὐτοῖς, ὅτι ἥκει ἡ ἡμέρα αὐτῶν καὶ καιρὸς ἐκδικήσεως αὐτῶν.

Ιερ. 27,27                 Ξηράνατε όλας τας καρποφόρους περιοχάς της, ας οδηγηθούν εις σφαγήν οι άνδρες και τα κτήνη της. Αλλοίμονον εις αυτούς, διότι έχει φθάσει πλέον η ημέρα των, ο καιρύς της τιμωρίας των εκ μέρους του Θεού.

Ιερ. 27,28          φωνὴ φευγόντων καὶ ἀνασῳζομένων ἐκ γῆς Βαβυλῶνος τοῦ ἀναγγεῖλαι εἰς Σιὼν τὴν ἐκδίκησιν παρὰ Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν.

Ιερ. 27,28                 Φωνή φόβου και φρίκης ακούεται από εκείνους, οι οποίοι πανικόβλητοι φεύγουν και προσπαθούν να σωθούν μακράν από την χώραν της Βαβυλώνος. Αυτή όμως η φωνή αναγγέλλει εις την Σιών την τιμωρίαν της Βαβυλώνος, που ήλθεν εκ μέρους Κυρίου του Θεού μας.

Ιερ. 27,29          παραγγείλατε ἐπὶ Βαβυλῶνα πολλοῖς, παντὶ ἐντείνοντι τόξον· παρεμβάλλετε ἐπ᾿ αὐτὴν κυκλόθεν, μὴ ἔστω αὐτοῖς ἀνασῳζόμενος· ἀνταπόδοτε αὐτῇ κατὰ τὰ ἔργα αὐτῆς, κατὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε, ποιήσατε αὐτῇ, ὅτι πρὸς Κύριον ἀντέστη Θεὸν ἅγιον τοῦ Ἰσραήλ.

Ιερ. 27,29                 Παραγγείλατε στους πολλούς εχθρούς της Βαβυλώνος να επέλθουν εναντίον της. Είπατε ιδιαιτέρως εις εκείνους, οι οποίοι χρησιμοποιούν με επιτυχίαν το τόξον· στρατοπεδεύσατε ολόγυρα από αυτήν, κανείς από τους κατοίκους της ας μη διασωθή. Ανταποδώσατε εις αυτήν κατά τα έργα της. Συμφωνα με όσας καταστροφάς επέφερε, πράξατε και σεις εις αυτήν, διότι αντεστάθηκε προς τον Κυριον τον Θεόν, τον άγιον του Ισραήλ.

Ιερ. 27,30          διὰ τοῦτο πεσοῦνται οἱ νεανίσκοι αὐτῆς ἐν ταῖς πλατείαις αὐτῆς, καὶ πάντες οἱ ἄνδρες οἱ πολεμισταὶ αὐτῆς ῥιφήσονται, εἶπε Κύριος.

Ιερ. 27,30                 Δια την ασέβειάν της αυτήν όλοι οι νέοι της θα πέσουν νεκροί εις τας πλατείας της. Ολοι οι άνδρες αυτής, οι πολεμισταί θα ριφθούν σφαγμένα πτώματα εις την γην. Ετσι διέταξεν ο Κυριος.

Ιερ. 27,31          ἰδοὺ ἐγὼ ἐπὶ σὲ τὴν ὑβρίστριαν, λέγει Κύριος, ὅτι ἥκει ἡ ἡμέρα σου καὶ ὁ καιρὸς ἐκδικήσεώς σου·

Ιερ. 27,31                  Ιδού, εγώ επέρχομαι εναντίον σου, της αλαζονικής πόλεως, λέγει ο Κυριος, διότι έφθασε πλέον η ημέρα σου, ο καιρός της δικαίας εκ μέρους μου τιμωρίας σου.

Ιερ. 27,32          καὶ ἀσθενήσει ἡ ὕβρις σου καὶ πεσεῖται, καὶ οὐδεὶς ἔσται ὁ ἀνιστῶν αὐτήν· καὶ ἀνάψω πῦρ ἐν τῷ δρυμῷ αὐτῆς, καὶ καταφάγεται πάντα τὰ κύκλῳ αὐτῆς.

Ιερ. 27,32                 Η αλαζονεία και η υπερηφάνειά σου θα ταπεινωθή και θα πέση και κανείς δεν θα υπάρξη, που θα έχη την δύναμιν να την ανορθώση. Θα ανάψω πυρκαϊάν εις τα δάση της, η οποία και θα καταφάγη όλα τα γύρω από αυτήν.

Ιερ. 27,33          Τάδε λέγει Κύριος· καταδεδυνάστευνται οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ καὶ οἱ υἱοὶ Ἰούδα ἅμα, πάντες οἱ αἰχμαλωτεύσαντες αὐτοὺς κατεδυνάστευσαν αὐτούς, ὅτι οὐκ ἠθέλησαν ἐξαποστεῖλαι αὐτούς.

Ιερ. 27,33                 Αυτά λέγει ο Κυριος· Εχουν καταδυναστευθή και ταλαιπωρηθή οι Ισραηλίται, και οι Ιουδαίοι μαζή με αυτούς. Ολοι εκείνοι οι οποίοι τους ενίκησαν και τους επήραν αιχμαλώτους, τους κατεδυνάστευαν, διότι δεν ήθελαν να τους στείλουν ελευθέρους εις την πατρίδα των.

Ιερ. 27,34          καὶ ὁ λυτρούμενος αὐτοὺς ἰσχυρός, Κύριος παντοκράτωρ ὄνομα αὐτῷ· κρίσιν κρινεῖ πρὸς τοὺς ἀντιδίκους αὐτοῦ, ὅπως ἐξάρῃ τὴν γῆν, καὶ παροξυνεῖ τοῖς κατοικοῦσι Βαβυλῶνα.

Ιερ. 27,34                 Αλλα ο λυτρωτής των είναι ισχυρός. Κυριος παντοκράτωρ είναι το Ονομά του. Αυτός κρίνει την δίκαιον κρίσιν και καταδικάζει τους αντιτιθεμένους εις αυτόν, δια να ξεκαθαρίση την γην από τους τυράννους και τους δυνάστας, δια να συγκλονίση δε και ανατάραξη τους κατοίκους της Βαβυλώνος.

Ιερ. 27,35          μάχαιραν ἐπὶ τοὺς Χαλδαίους καὶ ἐπὶ τοὺς κατοικοῦντας Βαβυλῶνα καὶ ἐπὶ τοὺς μεγιστᾶνας αὐτῆς καὶ ἐπὶ τοὺς συνετοὺς αὐτῆς·

Ιερ. 27,35                 Θα αποστείλη μάχαιραν ολέθρου εναντίον των Χαλδαίων και εναντίον όλων όσοι κατοικούν την Βαβυλώνα, εναντίον των αρχόντων αυτής και των σοφών της·

Ιερ. 27,36          μάχαιραν ἐπὶ τοὺς μαχητὰς αὐτῆς, καὶ παραλυθήσονται· μάχαιραν ἐπὶ τοὺς ἵππους αὐτῶν καὶ ἐπὶ τὰ ἅρματα αὐτῶν·

Ιερ. 27,36                 μάχαιραν σφαγής και ολέθρου εναντίον των υπερασπιστών της και αυτοί θα παραλύσουν από τον φόβον· μάχαιραν εξοντώσεως εναντίον του ιππικού αυτών και των πολεμικών αρμάτων των.

Ιερ. 27,37          μάχαιραν ἐπὶ τοὺς μαχητὰς αὐτῶν καὶ ἐπὶ τὸν σύμμεικτον τὸν ἐν μέσῳ αὐτῆς, καὶ ἔσονται ὡσεὶ γυναῖκες· μάχαιραν ἐπὶ τοὺς θησαυροὺς αὐτῆς, καὶ διασκορπισθήσονται.

Ιερ. 27,37                 Μαχαιραν θα στείλη ο Κυριος εναντίον όλων των μαχίμων ανδρών της και εναντίον του αναμίκτου λαού, που ευρίσκεται εν μέσω αυτής. Ολοι θα καταληφθούν από δειλίαν, θα γίνουν δειλοί, όπως αι γυναίκες. Μαχαιραν θα αποστείλη ο Κυριος εναντίον των θησαυροφυλακείων της και θα διασκορπισθούν οι εις αυτά κατάκλειστοι θησαυροί της.

Ιερ. 27,38          ἐπὶ τῷ ὕδατι αὐτῆς ἐπεποίθει καὶ καταισχυνθήσονται, ὅτι γῆ τῶν γλυπτῶν ἐστι, καὶ ἐν ταῖς νήσοις, οὗ κατεκαυχῶντο.

Ιερ. 27,38                 Είχε πεποίθησιν εις τα ύδατα των ποταμών της και των πηγών, αλλά θα κατεντροπιασθή, διότι είναι χώρα και πατρίς των γλυπτών ειδώλων Θα κατεντροπιασθή και δια τας νήσους, δια τας οποίας εκαυχάτο.

Ιερ. 27,39          διὰ τοῦτο κατοικήσουσιν ἰνδάλματα ἐν ταῖς νήσοις, καὶ κατοικήσουσιν ἐν αὐτῇ θυγατέρες σειρήνων· οὐ μὴ κατοικηθῇ οὐκέτι εἰς τὸν αἰῶνα.

Ιερ. 27,39                 Δια την αλαζονείαν της αυτήν θα τιμωρηθή. Φαντάσματα θα κατοικήσουν εις τας νήσους αυτάς. Γενεαί δαιμόνων της ερήμου θα κατοικήσουν εις την πρωτεύουσαν. Ανθρωποι δεν θα κατοικήσουν πλέον αυτήν στον αιώνα.

Ιερ. 27,40          καθὼς κατέστρεψεν ὁ Θεὸς Σόδομα καὶ Γόμοῤῥα καὶ τὰς ὁμορούσας αὐταῖς, εἶπε Κύριος, οὐ μὴ κατοικήσει ἐκεῖ ἄνθρωπος, καὶ οὐ μὴ παροικήσει ἐκεῖ υἱὸς ἀνθρώπου.

Ιερ. 27,40                 Οπως κατέστρεψεν ο Θεός και ερήμωσε τα Σοδομα και τα Γομορρα και τας συνορεύουσας με αυτάς πόλεις, είπεν ο Κυριος, έτσι θα καταστρέψη και την Βαβυλώνα και δεν θα κατοικήση πλέον εις αυτήν, άνθρωπος, ούτε και κανένας προσωρινός κάτοικος θα εγκατασταθή εις αυτήν.

Ιερ. 27,41          ἰδοὺ λαὸς ἔρχεται ἀπὸ βοῤῥᾶ, καὶ ἔθνος μέγα καὶ βασιλεῖς πολλοὶ ἐξεγερθήσονται ἀπ᾿ ἐσχάτου τῆς γῆς,

Ιερ. 27,41                 Ιδού, έρχεται λαός πολύς από τον Βορράν, έθνος μέγα και βασιλείς πολλοί, θα εγερθούν από τα άκρα της γης εναντίον αυτής.

Ιερ. 27,42          τόξον καὶ ἐγχειρίδιον ἔχοντες· ἰταμός ἐστι καὶ οὐ μὴ ἐλεήσῃ· ἡ φωνὴ αὐτῶν ὡς θάλασσα ἠχήσει, ἐφ᾿ ἵπποις ἱππάσονται παρεσκευασμένοι, ὥσπερ πῦρ, εἰς πόλεμον πρὸς σέ, θύγατερ Βαβυλῶνος.

Ιερ. 27,42                 Αυτοί θα κρατούν τόξον και εγχειρίδιον. Σκληρός θα είναι ο λαός αυτός, δεν θα δείξη έλεος και ευσπλαγχνίαν δια κανένα. Η φωνή των πολεμιστών θα αντηχήση ως τρικυμισμένη θάλασσα, θα είναι έφιπποι με πλήρη εξοπλισμον. Ωσάν φωτιά θα επέλθουν εις πόλεμον εναντίον σου, Βαβυλών.

Ιερ. 27,43          ἤκουσε βασιλεὺς Βαβυλῶνος τὴν ἀκοὴν αὐτῶν, καὶ παρελύθησαν αἱ χεῖρες αὐτοῦ· θλῖψις κατεκράτησεν αὐτοῦ, ὠδῖνες ὡς τικτούσης.

Ιερ. 27,43                 Επληροφορήθη ο βασιλεύς της Βαβυλώνος την φήμην αυτήν και παρέλυσαν τα χέρια του· τον εκυρίευσε θλίψις μεγάλη, ωδίνες ωσάν εκείνας, που δοκιμάζει η ετοιμόγεννη γυναίκα.

Ιερ. 27,44          ἰδοὺ ὥσπερ λέων ἀναβήσεται ἀπὸ τοῦ Ἰορδάνου εἰς τόπον Αἰθάμ, ὅτι ταχέως ἐκδιώξω αὐτοὺς ἀπ᾿ αὐτῆς καὶ πάντα νεανίσκον ἐπ᾿ αὐτὴν ἐπιστήσω. ὅτι τίς ὥσπερ ἐγώ; καὶ τίς ἀντιστήσεταί μοι; καὶ τίς οὗτος ποιμήν, ὃς στήσεται κατὰ πρόσωπόν μου;

Ιερ. 27,44                 Ιδού, όπως αναβαίνει ο άγριος λέων από τον Ιορδάνην στον τόπον της Αιθάμ, έτσι επέρχονται οι εχθροί κατά της Βαβυλώνος, διότι ταχέως θα εκδιώξω πανικόβλητους τους Βαβυλωνίους από την πατρίδα των και θα εξεγείρω εναντίον αυτής νεαρούς πολεμιστάς. Διότι ποιός είναι τόσον ισχυρός, όπως είμαι εγώ; Ποιός ημπορεί ποτέ να αντισταθή εις την δύναμίν μου; Ποιός είναι αυτός ο άρχων λαών, ο οποίος θα τολμήση να σταθή ενώπιόν μου;

Ιερ. 27,45          διὰ τοῦτο ἀκούσατε τὴν βουλὴν Κυρίου, ἣν βεβούλευται ἐπὶ Βαβυλῶνα, καὶ λογισμοὺς αὐτοῦ, οὓς ἐλογίσατο ἐπὶ τοὺς κατοικοῦντας Χαλδαίους· ἐὰν μὴ διαφθαρῇ τὰ ἀρνία τῶν προβάτων αὐτῶν, ἐὰν μὴ ἀφανισθῇ νομὴ ἀπ᾿ αὐτῶν.

Ιερ. 27,45                 Δια τούτο ακούσατε την απόφασιν του Κυρίου, την οποίαν εσκέφθη και έλαβεν εναντίον της Βαβυλώνος, και τα σχέδια αυτού, τα οποία εσκέφθη εναντίον αυτών που κατοικούν την Χαλδαίαν. Ασφαλώς και βεβαίως και αυτά τα αρνία των Χαλδαίων θα εξολοθρευθούν. Οι βοσκότοποί των θα αφανισθούν.

Ιερ. 27,46          ὅτι ἀπὸ φωνῆς ἁλώσεως Βαβυλῶνος σεισθήσεται ἡ γῆ, καὶ κραυγὴ ἐν ἔθνεσιν ἀκουσθήσεται.

Ιερ. 27,46                 Από την οχλοβοήν της πτώσεως της Βαβυλώνος θα σεισθή η γη, εις όλα τα έθνη θα ακουσθή η κραυγή.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 28 (Μασ. 51)

 

Ιερ. 28,1            Τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ ἐξεγείρω ἐπὶ Βαβυλῶνα καὶ ἐπὶ τοὺς κατοικοῦντας Χαλδαίους ἄνεμον καύσωνα διαφθείροντα.

Ιερ. 28,1                    Αυτά λέγει ο Κυριος· Ιδού εγώ εξαπολύω εναντίον της Βαβυλώνος και όλων των κατοίκων της χώρας Χαλδαίων καυστικόν καταστρεπτικόν άνεμον.

Ιερ. 28,2            καὶ ἐξαποστελῶ εἰς Βαβυλῶνα ὑβριστάς, καὶ καθυβρίσουσιν αὐτὴν καὶ λυμανοῦνται τὴν γῆν αὐτῆς· οὐαὶ ἐπὶ Βαβυλῶνα κυκλόθεν ἐν ἡμέρᾳ κακώσεως αὐτῆς.

Ιερ. 28,2                   Θα εξαπολύσω δηλαδή εναντίον της Βαβυλώνος ανθρώπους αλαζονικούς και αναιδείς, οι οποίοι θα την εξευτελίσουν και θα λεηλατήσουν και θα καταστρέψουν την χώραν αυτής. Αλλοίμονον εις την Βαβυλώνα κατά την ημέραν των συμφορών της, όταν οι εχθροί της την περικυκλώσουν!

Ιερ. 28,3            τεινέτω ὁ τείνων τὸ τόξον αὐτοῦ καὶ περιθέσθω ᾧ ἐστιν ὅπλα αὐτῷ, καὶ μὴ φείσησθε ἐπὶ τοὺς νεανίσκους αὐτῆς καὶ ἀφανίσατε πᾶσαν τὴν δύναμιν αὐτῆς·

Ιερ. 28,3                   Ο χειριστής του τόξου ας το εντείνη εναντίον αυτής, εκείνος που έχει όπλα ας τα περιβληθή. Μη λυπηθήτε ούτε τα νέα βλαστάρια της, εξολοθρεύσατε όλην την εις άνδρας δύναμίν της.

Ιερ. 28,4            καὶ πεσοῦνται τραυματίαι ἐν γῇ Χαλδαίων καὶ κατακεκεντημένοι ἔξωθεν αὐτῆς.

Ιερ. 28,4                   Θα πέσουν νεκροί εις την χώραν των Χαλδαίων και κατατρυπημένοι από τας μαχαίρας έξω από τα τείχη της,

Ιερ. 28,5            διότι οὐκ ἐχήρευσεν Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδας ἀπὸ Θεοῦ αὐτῶν, ἀπὸ Κυρίου παντοκράτορος, ὅτι ἡ γῆ αὐτῶν ἐπλήσθη ἀδικίας ἀπὸ τῶν ἁγίων Ἰσραήλ.

Ιερ. 28,5                   Και θα επέλθη αύτη η δικαία τιμωρία, διότι ο ισραηλιτικός και ο Ιουδαϊκός λαός δεν απωρφανίσθησαν και δεν εγκατελείφθησαν από τον Θεόν των, από τον Κυριον και παντοκράτορα. Η δε γη των Χαλδαίων εγέμισεν από αδικίας εναντίον των αγίων προσώπων και τόπων του Ισραηλιτικού λαού.

Ιερ. 28,6            φεύγετε ἐκ μέσου Βαβυλῶνος καὶ ἀνασῴζετε ἕκαστος τὴν ψυχὴν αὐτοῦ, καὶ μὴ ἀποῤῥιφῆτε ἐν τῇ ἀδικίᾳ αὐτῆς, ὅτι καιρὸς ἐκδικήσεως αὐτῆς ἐστι παρὰ Κυρίου, ἀνταπόδομα αὐτὸς ἀνταποδίδωσιν αὐτῇ.

Ιερ. 28,6                   Ισραηλίται, φύγετε εκ μέσου της Βαβυλώνος. Ο καθένας σας ας σώση την ζωήν του, δια να μη απορριφθήτε και εξαφανισθήτε και σεις μαζή με τας αδικίας και τους αδίκους της πόλεως αυτής, διότι έφθασε πλέον ο καιρός της εκ μέρους του Κυρίου τιμωρίας της. Αυτός θα ανταποδώση εις αυτήν την δικαίαν ανταπόδοσιν, την πρέπουσαν τιμωρίαν.

Ιερ. 28,7            ποτήριον χρυσοῦν Βαβυλὼν ἐν χειρὶ Κυρίου μεθύσκον πᾶσαν τὴν γῆν· ἀπὸ τοῦ οἴνου αὐτῆς ἐπίοσαν ἔθνη, διὰ τοῦτο ἐσαλεύθησαν.

Ιερ. 28,7                   Εις τα χέρια του Κυρίου ήτο η Βαβυλών χρυσό ποτήρι, που εμέθυεν όλην την οικουμένην. Από τον οίνον αυτής έπιαν όλα τα έθνη. Δια τούτο εμέθυσαν και εκλονίσθησαν και ετρίκλιζαν.

Ιερ. 28,8            καὶ ἄφνω ἔπεσε Βαβυλὼν καὶ συνετρίβη· θρηνεῖτε αὐτήν, λάβετε ῥητίνην τῇ διαφθορᾷ αὐτῆς, εἴ πως ἰαθήσεται.

Ιερ. 28,8                   Και αιφνιδίως η Βαβυλών έπεσε και συνετρίβη. Θρηνήσατε δι' αυτήν, πάρετε βάλσαμον ιαματικόν δια τας πληγάς της, μήπως τυχόν και θεραπευθή.

Ιερ. 28,9            ἰατρεύσαμεν τὴν Βαβυλῶνα, καὶ οὐκ ἰάθη· ἐγκαταλίπωμεν αὐτὴν καὶ ἀπέλθωμεν ἕκαστος εἰς τὴν γῆν αὐτοῦ, ὅτι ἤγγικεν εἰς οὐρανὸν τὸ κρίμα αὐτῆς, ἐξῇρεν ἕως τῶν ἄστρων.

Ιερ. 28,9                   Οι άνθρωποί της θα πουν· “εχρησιμοποιήσαμεν δια την Βαβυλώνα ιατρικά βότανα και δεν εθεραπεύθη. Λοιπόν, ας την εγκαταλείψωμεν και ο καθένας από ημάς ας απέλθη εις την χώραν του. Διότι αι αδικίαι της ανέβησαν μέχρις στον ουρανόν, έφθασαν έως εις τα άστρα”.

Ιερ. 28,10          ἐξήνεγκε Κύριος τὸ κρίμα αὐτοῦ· δεῦτε καὶ ἀναγγείλωμεν ἐν Σιὼν τὰ ἔργα Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.

Ιερ. 28,10                 Ο δε Κυριος εξέδωκε την δικαίαν του απόφασιν, καταστροφής της Βαβυλώνος, απελευθερώσεως δε ημών των Ισραηλιτών. Εμπρός, λέγουν οι Ιουδαίοι, να αναγγείλωμεν εις την Σιών τα έργα του Κυρίου και Θεού ημών.

Ιερ. 28,11          παρασκευάζετε τὰ τοξεύματα, πληροῦτε τὰς φαρέτρας. ἤγειρε Κύριος τὸ πνεῦμα βασιλέως Μήδων, ὅτι εἰς Βαβυλῶνα ἡ ὀργὴ αὐτοῦ τοῦ ἐξολοθρεῦσαι αὐτήν, ὅτι ἐκδίκησις Κυρίου ἐστίν, ἐκδίκησις λαοῦ αὐτοῦ ἐστιν.

Ιερ. 28,11                  Ετοιμάσατε τα τόξα σας, λέγει ο Θεός, προς τούς εχθρούς της Βαβυλώνος, γεμίσατε τας θήκας με βέλη. Ο Κυριος εξήγειρε το πνεύμα του βασιλέως των Μηδων, διότι η οργή του στρέφεται εναντίον της Βαβυλώνος, δια να την εξολοθρεύση. Αυτή είναι η παρά Κυρίου τιμωρία· είναι εκδίκησις εναντίον των εχθρών του λαού του.

Ιερ. 28,12          ἐπὶ τειχέων Βαβυλῶνος ἄρατε σημεῖον, ἐπιστήσατε φαρέτρας, ἐγείρατε φυλακάς, ἑτοιμάσατε ὅπλα, ὅτι ἐνεχείρησε καὶ ποιήσει Κύριος ἃ ἐλάλησεν ἐπὶ τοὺς κατοικοῦντας Βαβυλῶνα,

Ιερ. 28,12                 Σεις οι Βαβυλώνιοι, λέγει ο Κυριος, ετοιμασθήτε προς πόλεμον, υψώσατε σημαίαν επάνω εις τα τείχη της Βαβυλώνος, ετοιμάσατε τας φαρέτρας, εγκαταστήσατε φρουράς, ετοιμάσατε τα όπλα, διότι ο Κυριος κατήρτισε το σχέδιόν του και απεφάσισε να κάμη εκείνα, τα οποία είχεν είπει εναντίον των κατοίκων της Βαβυλώνος·

Ιερ. 28,13          κατασκηνοῦντας ἐφ᾿ ὕδασι πολλοῖς καὶ ἐπὶ πλήθει θησαυρῶν αὐτῆς· ἥκει τὸ πέρας σου ἀληθῶς εἰς τὰ σπλάγχνα σου.

Ιερ. 28,13                 εναντίον αυτών, που κατοικούν κοντά εις τα πολλά ύδατα του ποταμού Ευφράτου, και στο πλήθος των θησαυρών της. Εχει φθάσει πλέον το τέλος σου, ω Βαβυλών, έως εις αυτά τα σπλάγχνα σου !

Ιερ. 28,14          ὅτι ὤμοσε Κύριος κατὰ τοῦ βραχίονος αὐτοῦ· διότι πληρώσω σε ἀνθρώπων ὡσεὶ ἀκρίδων, καὶ φθέγξονται ἐπὶ σὲ οἱ καταβαίνοντες. -

Ιερ. 28,14                 Διότι ωρκίσθη ο Κυριος στον παντοδύναμον βραχίονά του και είπε· “Θα σε γεμίσω από ανθρώπους εχθρούς σου, οι οποίοι θα είναι τόσοι πολλοί, όπως τα σμήνη των ακρίδων. Θα κραυγάζουν εναντίον σου όλοι εκείνοι, οι οποίοι θα επέλθουν κατά σου”.

Ιερ. 28,15          Κύριος ποιῶν γῆν ἐν τῇ ἰσχύϊ αὐτοῦ, ἑτοιμάζων οἰκουμένην ἐν τῇ σοφίᾳ αὐτοῦ, ἐν τῇ συνέσει αὐτοῦ ἐξέτεινε τὸν οὐρανόν,

Ιερ. 28,15                 Ο Κυριος είναι αυτός, που εδημιούργησε την γην εν τη παντοδυναμία του. Αυτός ετοιμάζει και στερεώνει την οικουμένην εν τη πανσοφία του. Αυτός έχει απλώσει τον έναστρον ουρανόν εν τη συνέσει του.

Ιερ. 28,16          εἰς φωνὴν ἔθετο ἦχος ὕδατος ἐν οὐρανῷ καὶ ἀνήγαγε νεφέλας ἀπ᾿ ἐσχάτου τῆς γῆς, ἀστραπὰς εἰς ὑετὸν ἐποίησε καὶ ἐξήγαγε φῶς ἐκ θησαυρῶν αὐτοῦ.

Ιερ. 28,16                 Βροντά αυτός με την παντοδύναμον φωνήν του και ήχός υδάτων ακούεται στον ουρανόν· υψώνει νέφη αυτό τα άκρα της γης, έκαμε τας αστραπάς προδρόμους της βροχής, έβγαλε φως από τους απεράντους θησαυρούς του.

Ιερ. 28,17          ἐματαιώθη πᾶς ἄνθρωπος ἀπὸ γνώσεως, κατῃσχύνθη πᾶς χρυσοχόος ἀπὸ τῶν γλυπτῶν αὐτοῦ, ὅτι ψευδῆ ἐχώνευσαν, οὐκ ἔστι πνεῦμα ἐν αὐτοῖς·

Ιερ. 28,17                 Κενή και ματαία είναι κάθε σοφία και γνώσις του ανθρώπου ενώπιόν του. Κατεντροπιασμένος μένει κάθε χρυσοχόος από τα γλυπτά αυτού έργα. Διότι ψεύτικα πράγματα έκαμαν οι χρυσοχόοι, αφού δεν υπάρχει εις αυτά πνεύμα.

Ιερ. 28,18          μάταιά ἐστιν, ἔργα μεμωκημένα, ἐν καιρῷ ἐπισκέψεως αὐτῶν ἀπολοῦνται.

Ιερ. 28,18                 Ματαια, κενά και άχρηστα είναι τα είδωλα, αξία εμπαιγμού και θα καταστραφούν, όταν ο Θεός τα επισκεφθή εν τη δικαία οργή του.

Ιερ. 28,19          οὐ τοιαύτη μερὶς τῷ Ἰακώβ, ὅτι ὁ πλάσας τὰ πάντα αὐτός ἐστι κληρονομία αὐτοῦ, Κύριος ὄνομα αὐτῷ.-

Ιερ. 28,19                 Οι Ισραηλίται όμως δεν θα έχουν την ιδίαν τύχην, διότι ο ποιητής των πάντων Κυριος είναι η κληρονομία των. Κυριος είναι το Ονομα του.

Ιερ. 28,20          Διασκορπίζεις σύ μοι σκεύη πολέμου, καὶ διασκορπιῶ ἐν σοὶ ἔθνη καὶ ἐξαρῶ ἐκ σοῦ βασιλεῖς

Ιερ. 28,20                Ο εχθρός της Βαβυλώνος λέγει· “συ, Κυριε, έδωκες εις εμέ όπλα δια τον πόλεμον, και εγώ δια σου και προς χάριν σου θα διασκορπίσω τα εχθρικά έθνη, θα καταστρέψω με την δύναμίν σου βασιλείς,

Ιερ. 28,21          καὶ διασκορπιῶ ἐν σοὶ ἵππον καὶ ἐπιβάτην αὐτοῦ καὶ διασκορπιῶ ἐν σοὶ ἅρματα καὶ ἀναβάτας αὐτῶν

Ιερ. 28,21                 θα διασκορπίσω προς χάριν σου ίππον και, αναβάτην, θα διασκορπίσω με την δύναμίν σου τα πολεμικά άρματα και εκείνους που επιβαίνουν εις αυτά.

Ιερ. 28,22          καὶ διασκορπιῶ ἐν σοὶ νεανίσκον καὶ παρθένον καὶ διασκορπιῶ ἐν σοὶ ἄνδρα καὶ γυναῖκα

Ιερ. 28,22                Με την δύναμίν σου θα διασκορπίσω νεαρούς άνδρας και παρθένους, ωρίμους άνδρας και γυναίκας.

Ιερ. 28,23          καὶ διασκορπιῶ ἐν σοὶ ποιμένα καὶ τὸ ποίμνιον αὐτοῦ καὶ διασκορπιῶ ἐν σοὶ γεωργὸν καὶ τὸ γεώργιον αὐτοῦ καὶ διασκορπιῶ ἐν σοὶ ἡγεμόνας καὶ στρατηγούς σου.

Ιερ. 28,23                 Δια σου διασκορπίζω ποιμένας και τα ποίμνια αυτών, γεωργούς και τα γεωργούμενα εδάφη. Με την δύναμίν σου διασκορπίζω ηγεμόνας και τους στρατηγούς αυτών”.

Ιερ. 28,24          καὶ ἀνταποδώσω τῇ Βαβυλῶνι καὶ πᾶσι τοῖς κατοικοῦσι Χαλδαίοις πάσας τὰς κακίας αὐτῶν, ἃς ἐποίησαν ἐπὶ Σιὼν κατ᾿ ὀφθαλμοὺς ὑμῶν, λέγει Κύριος.

Ιερ. 28,24                Θα ανταποδώσω, λέγει ο Κυριος την δικαίαν τιμωρίαν εναντίον της Βαβυλώνος και εναντίον όλων εκείνων, οι οποίοι κατοικούν την Χαλδαίαν δια τας κακίας αυτών, τας οποίας διέπραξαν εναντίον της Σιών, ενώπιον των οφθαλμών σας.

Ιερ. 28,25          ἰδοὺ ἐγὼ πρός σε, τὸ ὄρος τὸ διεφθαρμένον, τὸ διαφθεῖρον πᾶσαν τὴν γῆν, καὶ ἐκτενῶ τὴν χεῖρά μου ἐπὶ σὲ καὶ κατακυλιῶ σε ἐπὶ τῶν πετρῶν καὶ δώσω σε ὡς ὄρος ἐμπεπυρισμένον·

Ιερ. 28,25                 Ιδού εγώ είμαι εναντίον σου, Βαβυλών, όρος διεφθαρμένον, που διέφθειρες όλην την οικοαμένην. Θα απλώσω τιμωρόν την χείρα μου εναντίον σου, θα σε κυλίσω επάνω στους βράχους, θα σε μεταβάλω εις όρος κατεστραμμένον από πυρκαϊάν.

Ιερ. 28,26          καὶ οὐ μὴ λάβωσιν ἀπὸ σοῦ λίθον εἰς γωνίαν καὶ λίθον εἰς θεμέλιον, ὅτι εἰς ἀφανισμὸν ἔσῃ εἰς τὸν αἰῶνα, λέγει Κύριος.

Ιερ. 28,26                Τοσον μεγάλη θα είναι η καταστροφή σου, ώστε οι άνθρωποι δεν θα μπορέσουν να πάρουν από σε ούτε λίθον, δια να τον χρησιμοποιήσουν ως ακρογωνιαίον εις θεμελίωσιν οικοδομήματος, διότι θα έχης παραδοθή ειίς αιώνιον αφανισμόν, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 28,27          Ἄρατε σημεῖον ἐπὶ τῆς γῆς, σαλπίσατε ἐν ἔθνεσι σάλπιγγι, ἁγιάσατε ἐπ᾿ αὐτὴν ἔθνη, παραγγείλατε ἐπ᾿ αὐτὴν βασιλείαις Ἀραρὰτ παρ᾿ ἐμοῦ καὶ τοῖς Ἀσχαναζαίοις, ἐπιστήσατε ἐπ᾿ αὐτὴν βελοστάσεις, ἀναβιβάσατε ἐπ᾿ αὐτὴν ἵππον ὡς ἀκρίδων πλῆθος.

Ιερ. 28,27                 Υψώσατε σημαίαν επάνω εις την γην, σαλπίσατε με σάλπιγγα προς όλα τα έθνη, προπαρασκευάσατε εξ ονόματός μου όλα τα έθνη, παραγγείλατε εξ ονόματός μου να έλθουν εναντίον της αι βασιλείαι του Αραράτ, και οι Ασχαναζαίοι. Στήσατε εναντίον αυτής πολεμικάς μηχανάς, που ρίπτουν βέλη, οδηγήσατε και εξαπολύσατε εναντίον αυτής ιππικόν, όπως αι ακρίδες κατά το πλήθος.

Ιερ. 28,28          ἀναβιβάσατε ἐπ᾿ αὐτὴν ἔθνη, τὸν βασιλέα τῶν Μήδων καὶ πάσης τῆς γῆς, τοὺς ἡγουμένους αὐτοῦ καὶ πάντας τοὺς στρατηγοὺς αὐτοῦ.

Ιερ. 28,28                Οδηγήσατε εναντίον αυτής έθνη, τον βασιλέα των Μηδων και όλης της οικουμένης, τους άρχοντας αυτού και όλους τους στρατηγούς του.

Ιερ. 28,29          ἐσείσθη ἡ γῆ καὶ ἐπόνεσε, διότι ἐξανέστη ἐπὶ Βαβυλῶνα λογισμὸς Κυρίου τοῦ θεῖναι τὴν γῆν Βαβυλῶνος εἰς ἀφανισμὸν καὶ μὴ κατοικεῖσθαι αὐτήν.

Ιερ. 28,29                Εσείσθη και συνεστράφη από πόνον όλη η γη, διότι ο Κυριος εξηγέρθη εναντίον της Βαβυλώνος. Απεφάσισε την καταστροφήν της και τον αφανισμόν της, ώστε να μη κατοικηθή πλέον.

Ιερ. 28,30          ἐξέλιπε μαχητὴς Βαβυλῶνος τοῦ πολεμεῖν, καθήσονται ἐκεῖ ἐν περιοχῇ, ἐθραύσθη ἡ δυναστεία αὐτῶν, ἐγενήθησαν ὡσεὶ γυναῖκες, ἐνεπυρίσθη τὰ σκηνώματα αὐτῆς, συνετρίβησαν οἱ μοχλοὶ αὐτῆς.

Ιερ. 28,30                 Ελειψαν πλέον μαχηταί της Βαβυλώνος, δια να συνεχίσουν τον πόλεμον. Καθονται εκεί περικυκλωμένοι, συνετρίβη η δύναμις των, έγιναν δειλοί ώσαν γυναίκες, επυρπολήθησαν και εκάησαν αι οικίαι αυτής, συνετρίβησαν οι μοχλοί των πυλών της πόλεως.

Ιερ. 28,31          διώκων εἰς ἀπάντησιν διώκοντος διώξεται καὶ ἀναγγέλλων εἰς ἀπάντησιν ἀναγγέλλοντος τοῦ ἀναγγεῖλαι τῷ βασιλεῖ Βαβυλῶνος, ὅτι ἑάλωκεν ἡ πόλις αὐτοῦ,

Ιερ. 28,31                 Ο ένας αγγελιοφόρος τρέχει κατόπιν του άλλου έρχεται δρομέως κατόπιν του άλλου, δια να αναγγείλουν στον βασιλέα της Βαβυλώνος, ότι η πόλις αυτού εκυριεύθη.

Ιερ. 28,32          ἀπ᾿ ἐσχάτου τῶν διαβάσεων αὐτοῦ ἐλήφθησαν, καὶ τὰ συστήματα αὐτῶν ἐνέπρησαν ἐν πυρί, καὶ ἄνδρες αὐτοῦ οἱ πολεμισταὶ ἐξέρχονται.

Ιερ. 28,32                 Ολαι και αι τελευταίαι δίοδοι εις διάσωσιν αυτού έχουν καταληφθή από τον εχθρόν. Τα οχυρωματικά έργα παρεδόθησαν στο πυρ και οι πολεμισταί αυτού εξέρχονται από τα οχυρώματα, δια να παραδοθούν.

Ιερ. 28,33          διότι τάδε λέγει Κύριος· οἶκοι βασιλέως Βαβυλῶνος ὡς ἅλων ὥριμος ἁλοηθήσονται· ἔτι μικρὸν καὶ ἥξει ὁ ἄμητος αὐτῆς.

Ιερ. 28,33                 Αυτά έγιναν, διότι αυτά λέγει ο Κυριος· Τα ανάκτορα του βασιλέως της Βαβυλώνος θα αλωνισθούν στο αλώνι ωσάν το ώριμο σιτάρι. Ολίγος χρόνος ακόμη, και θα έλθη ο καιρός του θερισμού και του αλωνισμού της.

Ιερ. 28,34          κατέφαγέ με, ἐμερίσατό με, κατέλαβέ με σκεῦος λεπτόν, Ναβουχοδονόσορ βασιλεὺς Βαβυλῶνος· κατέπιέ με ὡς δράκων, ἔπλησε τὴν κοιλίαν αὐτοῦ, ἀπὸ τῆς τρυφῆς μου ἔξωσέ με·

Ιερ. 28,34                 “Ο Ναβουχοδονόσορ, ο βασιλεύς της Βαδυλώνος, λέγει η Ιερουσαλήμ, με κατέφαγε, με διεμέλισε ωσάν σκεύος λεπτόν και αδύνατον, με κατέπιεν ως δρακών, εγέμισε την κοιλίαν, με έδιωξε και με έβγαλε μακρυά από τον τόπον της τρυφής και της ησυχίας μου.

Ιερ. 28,35          οἱ μόχθοι μου καὶ αἱ ταλαιπωρίαι μου εἰς Βαβυλῶνα. ἐρεῖ κατοικοῦσα Σιών· καὶ τὸ αἷμά μου ἐπὶ τοὺς κατοικοῦντας Χαλδαίους, ἐρεῖ Ἱερουσαλήμ·

Ιερ. 28,35                 Οι μόχθοι και οι κόποι μου έχουν μεταφερθή εις Βαβυλώνα. Θα είπουν οι κάτοικοι της Σιών· Το αίμά μου θα πέση επάνω στους κατοίκους της Χαλδαίας και θα τους καταστρέψη, θα πη η Ιερουσαλήμ”.

Ιερ. 28,36          διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ κρινῶ τὴν ἀντίδικόν σου καὶ ἐκδικήσω τὴν ἐκδίκησίν σου καὶ ἐρημώσω τὴν θάλασσαν αὐτῆς καὶ ξηρανῶ τὴν πηγὴν αὐτῆς.

Ιερ. 28,36                 Δια τούτο αυτά λέγει ο Κυριος· Ιδού, εγώ θα κρίνω και θα καταδικάσω την αντιδικόν σου Βαβυλώνα, θα εκδικάσω την δικαίαν σου υποθεσιν και θα ερημώσω την θάλασσαν της Βαβυλώνος. Θα ξηράνω τας πηγάς αυτής.

Ιερ. 28,37          καὶ ἔσται Βαβυλὼν εἰς ἀφανισμόν, καὶ οὐ κατοικηθήσεται.

Ιερ. 28,37                 Και η Βαβυλών θα παραδοθή εις όλεθρον και εξαφανισμόν και δεν θα κατοικηθή πλέον.

Ιερ. 28,38          ὅτι ἅμα ὡς λέοντες ἐξηγέρθησαν καὶ ὡς σκύμνοι λεόντων.

Ιερ. 28,38                 Διότι οι Βαβυλώνιοι εξηγέρθησαν ωσάν λέοντες, ως νεαροί σκύμνοι λεόντων.

Ιερ. 28,39          ἐν τῇ θερμασίᾳ αὐτῶν δώσω πότημα αὐτοῖς καὶ μεθύσω αὐτούς, ὅπως καρωθῶσι καὶ ὑπνώσωσιν ὕπνον αἰώνιον καὶ οὐ μὴ ἐξεγερθῶσι, λέγει Κύριος·

Ιερ. 28,39                 Επάνω στον πυρετον της πολεμικής των δράσεως και ορμής, εγώ θα δώσω εις αυτούς ποτόν μεθυστικόν, θα τους μεθύσω, δια να ναρκωθούν, να κοιμηθούν τον αιώνιον ύπνον, τον ύπνον του θανάτου και να μη εξυπνήσουν πλέον, λέγει ο Κυριος

Ιερ. 28,40          καταβιβάσω αὐτοὺς ὡς ἄρνας εἰς σφαγὴν καὶ ὡς κριοὺς μετ᾿ ἐρίφων.

Ιερ. 28,40                Θα τους οδηγήσω εις την σφαγήν, όπως οδηγούνται στο σφαγείον τα αρνία και τα κριάρια μαζή με τα ερίφια.

Ιερ. 28,41          πῶς ἑάλω καὶ ἐθηρεύθη τὸ καύχημα πάσης τῆς γῆς; πῶς ἐγένετο Βαβυλὼν εἰς ἀφανισμὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν;

Ιερ. 28,41                 Οι άνθρωποι θα είπουν· “πωςς εκυριεύθη και συνελήφθη ως θήραμα το καύχημα όλης της οικουμένης; Πως παρεδόθη η ένδοξος Βαβυλών εις αφανισμόν μεταξύ των εθνών;

Ιερ. 28,42          ἀνέβη ἐπὶ Βαβυλῶνα ἡ θάλασσα ἐν ἤχῳ κυμάτων αὐτῆς, καὶ κατεκαλύφθη.

Ιερ. 28,42                Η θάλασσα με την βοήν των κυμάτων της ανέβηκεν επάνω εις την Βαβυλώνα και την κατεκάλυψε.

Ιερ. 28,43          ἐγενήθησαν αἱ πόλεις αὐτῆς ὡς γῆ ἄνυδρος καὶ ἄβατος, οὐ κατοικήσει ἐν αὐτῇ οὐδὲ εἷς, οὐδὲ μὴ καταλύσει ἐν αὐτῇ υἱὸς ἀνθρώπου.

Ιερ. 28,43                 Αι πόλεις της έγιναν ωσάν τόπος άνυδρος και αβατος. Ούτε ένας πλέον δεν θα κατοικήση εις αυτήν. Κανείς υιός ανθρώπου δεν θα στήση, έστω και προσωρινόν, το κατάλυμα του εις αυτήν !

Ιερ. 28,44          καὶ ἐκδικήσω ἐπὶ Βαβυλῶνα καὶ ἐξοίσω ἃ κατέπιεν ἐκ τοῦ στόματος αὐτῆς, καὶ οὐ μὴ συναχθῶσι πρὸς αὐτὴν ἔτι τὰ ἔθνη·

Ιερ. 28,44                Θα τιμωρήσω την Βαβυλώνα και θα βγάλω από το στόμα της εκείνα, τα οποία είχε καταπίει, και τα έθνη δεν θα συγκεντρωθούν πλέον προς αυτήν

Ιερ. 28,49          καὶ ἐν Βαβυλῶνι πεσοῦνται τραυματίαι πάσης τῆς γῆς.

Ιερ. 28,49                Εις την Βαβυλώνα θα πέσουν νεκροί άνθρωποι από όλην την οικουμένην.

Ιερ. 28,50          ἀνασῳζόμενοι ἐκ γῆς πορεύεσθε καὶ μὴ ἵστασθε· οἱ μακρόθεν, μνήσθητε τοῦ Κυρίου, καὶ Ἱερουσαλὴμ ἀναβήτω ἐπὶ τὴν καρδίαν ὑμῶν.

Ιερ. 28,50                 Οσοι διασωθήτε, φύγετε από την χώραν αυτήν, μη στέκεσθε ούτε στιγμήν. Οσοι ευρίσκεσθε μακράν ενθυμηθήτε τον Κυριον. Η Ιερουσαλήμ ας ανεβή εις την διάνοιαν και την καρδίαν σας.

Ιερ. 28,51          ᾐσχύνθημεν, ὅτι ἠκούσαμεν ὀνειδισμὸν ἡμῶν, κατεκάλυψεν ἀτιμία τὸ πρόσωπον ἡμῶν, εἰσῆλθον ἀλλογενεῖς εἰς τὰ ἅγια ἡμῶν, εἰς οἶκον Κυρίου.

Ιερ. 28,51                 Και οι Ισραηλίται απαντούν· “ησχύνθημεν, διότι ηκούσαμεν εξευτελισμούς και ύβρεις εκ μέρους των εχθρών μας. Το πρόσωπόν μας το εσκέπασεν η καταφρόνησις και η εντροπή. Αλλοεθνείς εισήλθον εις τα άγια ημών, στον ναόν του Κυρίου”.

Ιερ. 28,52          διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἡμέραι ἔρχονται, λέγει Κύριος, καὶ ἐκδικήσω ἐπὶ τὰ γλυπτὰ αὐτῆς, καὶ ἐν πάσῃ τῇ γῇ αὐτῆς πεσοῦνται τραυματίαι.

Ιερ. 28,52                 Δια τούτο ιδού, έρχονται ημέραι, λέγει ο Κυριος, και θα τιμωρήσω εγώ τα γλυπτά είδωλα της Βαβυλώνος, και εις όλην την χώραν της θα πέσουν νεκροί.

Ιερ. 28,53          ὅτι ἐὰν ἀναβῇ Βαβυλὼν ὡς ὁ οὐρανὸς καὶ ὅτι ἐὰν ὀχυρώσῃ τὰ τείχῃ ἰσχύϊ αὐτῆς, παρ᾿ ἐμοῦ ἥξουσιν ἐξολοθρεύοντες αὐτήν, λέγει Κύριος.

Ιερ. 28,53                 Διότι, έστω και αν η Βαβυλών ανυψωθή έως στον ουρανόν, έστω και εάν εις μεγάλην δύναμιν και αντοχήν οχυρώση τα τείχη της θα έλθουν άνθρωποι αποστελλόμενοι παρ' εμού εναντίον της, οι οποίοι θα εξολοθρεύσουν αυτήν, λέγει Κυριος.

Ιερ. 28,54          φωνὴ κραυγῆς ἐν Βαβυλῶνι, καὶ συντριβὴ μεγάλη ἐν γῇ Χαλδαίων,

Ιερ. 28,54                 Μεγάλη κραυγή ηκούσθη εις την Βαβυλώνα, μεγάλη καταστροφή και αφανισμός ηπλώθη εις την γην των Χαλδαίων!

Ιερ. 28,55          ὅτι ἐξωλόθρευσε Κύριος τὴν Βαβυλῶνα καὶ ἀπώλεσεν ἀπ᾿ αὐτῆς φωνὴν μεγάλην ἠχοῦσαν ὡς ὕδατα πολλά, ἔδωκεν εἰς ὄλεθρον φωνὴν αὐτῆς.

Ιερ. 28,55                 Διότι εξολόθρευσε Κυριος την Βαβυλώνα, κατέστρεψε τον μεγάλον θόρυβον της πολυκοσμίας της, που αντηχούσεν, όπως βουίζουν πολλά ύδατα. Παρέδωκεν εις καταστροφήν τον πολυάνθρωπον θόρυβον της.

Ιερ. 28,56          ὅτι ἦλθεν ἐπὶ Βαβυλῶνα ταλαιπωρία, ἑάλωσαν οἱ μαχηταὶ αὐτῆς, ἐπτόηται τὸ τόξον αὐτῶν, ὅτι ὁ Θεὸς ἀνταποδίδωσιν αὐτοῖς.

Ιερ. 28,56                 Εξέσπασεν εναντίον της Βαβυλώνας συμφορά. Οι πολεμισταί άνδρες της συνελήφθησαν αιχμάλωτοι, οι τοξόται της κατελήφθησαν από πανικόν, διότι ο Θεός ανταπέδωσεν εις αυτούς κατά τας πράξεις αυτών.

Ιερ. 28,57          Κύριος ἀνταποδίδωσιν αὐτῷ τὴν ἀνταπόδοσιν· καὶ μεθύσει μέθῃ τοὺς ἡγεμόνας αὐτῆς καὶ τοὺς σοφοὺς αὐτῆς καὶ τοὺς στρατηγοὺς αὐτῆς, λέγει ὁ βασιλεύς, Κύριος παντοκράτωρ ὄνομα αὐτῷ.

Ιερ. 28,57                 Ο Κυριος απέδωκεν εις αυτούς την δικαίαν ανταπόδοσιν, με μέθην μεγάλην εμέθυσε τους ηγεμόνας της και τους σοφούς της και τους στρατηγούς της, λέγει ο βασιλεύς του οποίου το όνομα είναι Κυριος παντοκράτωρ.

Ιερ. 28,58          τάδε λέγει Κύριος· τεῖχος Βαβυλῶνος ἐπλατύνθη, κατασκαπτόμενον κατασκαφήσεται, καὶ αἱ πύλαι αὐτῆς αἱ ὑψηλαὶ ἐμπυρισθήσονται, καὶ οὐ κοπιάσουσι λαοὶ εἰς κενόν, καὶ ἔθνη ἐν ἀρχῇ ἐκλείψουσιν.

Ιερ. 28,58                 Αυτά λέγει ο Κυριος· Το τείχος της Βαβυλώνος έγινε μέγα και πλατύ, αλλά θα καταστραφή, θα κρημνισθή εκ θεμελίων. Αι πύλαι της πόλεως αυτής, που ήσαν υψηλαί, θα παραδοθούν στο πυρ. Οι λαοί, που θα επιτεθούν εναντίον της, δεν θα κοπιάσουν επί ματαίω. Ομως μαζή με αυτήν και άλλα έθνη ισχυρά επίσης θα σβήσουν.

Ιερ. 28,59          Ὁ λόγος, ὃν ἐνετείλατο Κύριος Ἱερεμίᾳ τῷ προφήτῃ εἰπεῖν τῷ Σαραίᾳ υἱῷ Νηρίου, υἱοῦ Μαασαίου, ὅτε ἐπορεύετο παρὰ Σεδεκίου βασιλέως Ἰούδα εἰς Βαβυλῶνα, ἐν τῷ ἔτει τῷ τετάρτῳ τῆς βασιλείας αὐτοῦ, καὶ Σαραίας ἄρχων δώρων.

Ιερ. 28,59                 Αυτός είναι ο λόγος, τον οποίον ο Κυριος εδωσεν ως εντολήν στον Ιερεμίαν τον προφήτην, να είπη στον Σαραίαν, υιόν Νηρίου, υιού Μαασαίου, όταν αυτός επορεύετο εις την Βαβυλώνα εκ μέρους του Σεδεκίου βασιλέως του Ιούδα, κατά το τέταρτον έτος της βασιλείας αυτού, δια να μεταφέρη και προσφέρη δώρα.

Ιερ. 28,60          καὶ ἔγραψεν Ἱερεμίας πάντα τὰ κακά, ἃ ἥξει ἐπὶ Βαβυλῶνα, ἐν βιβλίῳ ἑνί, πάντας τοὺς λόγους τούτους τοὺς γεγραμμένους ἐπὶ Βαβυλῶνα.

Ιερ. 28,60                Ο Ιερεμίας έγραψεν εις ένα βιβλίον όλας τας συμφοράς, αι οποίαι θα επήρχοντο εναντίον της Βαβυλώνος, όλους αυτούς τους λόγους, οι οποίοι είχαν γραφή εναντίον της Βαβυλώνος.

Ιερ. 28,61          καὶ εἶπεν Ἱερεμίας πρὸς Σαραίαν· ὅταν ἔλθῃς εἰς Βαβυλῶνα, καὶ ὄψῃ καὶ ἀναγνώσῃ πάντας τοὺς λόγους τούτους

Ιερ. 28,61                 Ο Ιερεμίας είπε προς τον Σαραίαν· “όταν φθάσης εις την Βαβυλώνα, θα φροντίσης να αναγνώσης όλους αυτούς τους λόγους

Ιερ. 28,62          καὶ ἐρεῖς· Κύριε Κύριε, σὺ ἐλάλησας ἐπὶ τὸν τόπον τοῦτον τοῦ ἐξολοθρεῦσαι αὐτὸν καὶ τοῦ μὴ εἶναι ἐν αὐτῷ κατοικοῦντας ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους, ὅτι ἀφανισμὸς εἰς τὸν αἰῶνα ἔσται.

Ιερ. 28,62                και θα είπης· Κυριε, Κυριε, συ ελάλησες εναντίον του τόπου αυτού, ότι δηλαδή θα τον εξολοθρεύσης, ώστε να μη απομείνουν εις αυτόν κάτοικοι, από ανθρώπου έως κτήνους. Και ότι ο όλεθρος και ο εξαφανισμός του θα είναι παντοτεινός.

Ιερ. 28,63          καὶ ἔσται ὅταν παύσῃ τοῦ ἀναγινώσκειν τὸ βιβλίον τοῦτο, καὶ ἐπιδήσεις ἐπ᾿ αὐτὸ λίθον καὶ ῥίψεις αὐτὸ εἰς μέσον τοῦ Εὐφράτου

Ιερ. 28,63                 Οταν δε τελείωσης και παύσης την ανάγνωσιν του βιβλίου αυτού, θα δέσης επάνω εις αυτό λίθον και θα το ρίψης στο μέσον του ποταμού Ευφράτου

Ιερ. 28,64          καὶ ἐρεῖς· οὕτως καταδύσεται Βαβυλὼν καὶ οὐ μὴ ἀναστῇ ἀπὸ προσώπου τῶν κακῶν, ὧν ἐγὼ ἐπάγω ἐπ᾿ αὐτήν.

Ιερ. 28,64                και θα πης· Ετσι θα καταβυθισθή και η Βαβυλών εις συμφοράς και όλεθρον και δεν θα αναλάβη ποτέ από όλας τας συμφοράς της, τας οποίας εγώ επιφέρω εναντίον της.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 29 (Μασ. 47,1-7)

 

Ἐπὶ τοὺς ἀλλοφύλους.

Κατά των Φιλισταίων

Ιερ. 29,1            Τάδε λέγει Κύριος·

Ιερ. 29,1                    Αυτά λέγει ο Κυριος·

Ιερ. 29,2            ἰδοὺ ὕδατα ἀναβαίνει ἀπὸ βοῤῥᾶ καὶ ἔσται εἰς χειμάῤῥουν κατακλύζοντα καὶ κατακλύσει γῆν καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς, πόλιν καὶ τοὺς κατοικοῦντας ἐν αὐτῇ· καὶ κεκράξονται οἱ ἄνθρωποι, καὶ ἀλαλάξουσιν ἅπαντες οἱ κατοικοῦντες τὴν γῆν.

Ιερ. 29,2                   Ιδού, αναβαίνουν από τον βορράν ύδατα, ωσάν χείμαρροι κατακλύζοντες τα πάντα. Θα πλημμυρίσουν την γην και ο,τι υπάρχει επάνω εις αυτήν, τας πόλεις και τους κατοίκους αυτών. Οι άνθρωποι θα εκβάλουν κραυγάς, θα αλαλάξουν θρηνολογούντες όλοι, όσοι κατοικούν εις την γην.

Ιερ. 29,3            ἀπὸ φωνῆς ὁρμῆς αὐτοῦ, ἀπὸ τῶν ὁπλῶν τῶν ποδῶν αὐτοῦ καὶ ἀπὸ σεισμοῦ τῶν ἁρμάτων αὐτοῦ, ἤχου τροχῶν αὐτοῦ οὐκ ἐπέστρεψαν πατέρες ἐφ᾿ υἱοὺς αὐτῶν ἀπὸ ἐκλύσεως χειρῶν αὐτῶν

Ιερ. 29,3                   Από τας κραυγάς των επερχομένων με ορμήν εχθρών, από τας οπλάς των ποδών του ιππικού του και από τον μεγάλον πάταγον των πολεμικών αρμάτων του, από τον θόρυβον των τροχοφόρων οχημάτων, κατετρόμαξαν τόσον πολύ και οι γονείς, ώστε δεν εγύρισαν πίσω εις αναζήτησιν των παιδιών των, διότι παρέλυσαν τα χέρια των.

Ιερ. 29,4            ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἐπερχομένῃ τοῦ ἀπολέσαι πάντας τοὺς ἀλλοφύλους. καὶ ἀφανιῶ τὴν Τύρον καὶ τὴν Σιδῶνα καὶ πάντας τοὺς καταλοίπους τῆς βοηθείας αὐτῶν, ὅτι ἐξολοθρεύσει Κύριος τοὺς καταλοίπους τῶν νήσων.

Ιερ. 29,4                   Αυτά θα γίνουν κατά την ημέραν, που έρχεται, δια να καταστρέψη ο Κυριος όλους τους Φιλισταίους. Τοτε θα εξαφανίσω, λέγει ο Κυριος, την Τυρον και την Σιδώνα και όλους τους βοηθούς των, που έχουν απομείνει. Ο Κυριος θα εξολοθρεύση επίσης και τους εναπομείναντος εις τας νήσους.

Ιερ. 29,5            ἥκει φαλάκρωμα ἐπὶ Γάζαν, ἀπεῤῥίφη Ἀσκάλων καὶ οἱ κατάλοιποι Ἐνακίμ.

Ιερ. 29,5                   Η Γαζα θα αποψιλωθή, θα ομοιάζη προς φαλακράν κεφαλήν· θα απορριφθή η Ασκάλων, όπως επίσης και οι απομείναντες γίγαντες Ενακίμ.

Ιερ. 29,6            ἕως τίνος κόψεις, ἡ μάχαιρα τοῦ Κυρίου; ἕως τίνος οὐχ ἡσυχάσεις; ἀποκατάστηθι εἰς τὸν κολεόν σου, ἀνάπαυσαι καὶ ἐπάρθητι.

Ιερ. 29,6                   Συ, μάχαιρα του Κυρίου, έως πότε θα κατακόπτης; Εως πότε δεν θα ησυχασης; Εμπα εις την θήκην σου, στάσου και αναπαύσου!

Ιερ. 29,7            πῶς ἡσυχάσει; καὶ Κύριος ἐνετείλατο αὐτῇ ἐπὶ τὴν Ἀσκάλωνα καὶ ἐπὶ τὰς παραθαλασσίους, ἐπὶ τὰς καταλοίπους, ἐπεγερθῆναι. Τῇ Ἰδουμαίᾳ (Μασ. 49,7-2) Τάδε λέγει Κύριος· οὐκ ἔστιν ἔτι σοφία ἐν Θαιμάν, ἀπώλετο βουλὴ ἐκ συνετῶν, ᾤχετο σοφία αὐτῶν,

Ιερ. 29,7                   Πως όμως θα ησυχάση; Διότι ο Κυριος την διέταξε, να επέλθη εναντίον της Ασκάλωνος, όλων των παραλίων μερών και των πόλεων, που απέμειναν. Εναντίον της Ιδουμαίας (Μασ. Μθ', 7-22). Αυτά λέγει ο Κυριος· Δεν υπάρχει πλέον σοφία εις την Θαιμάν. Εχάθη η σοφή συμβουλή των συνετών ανθρώπων, έφυγε πλέον η σοφία των.

Ιερ. 29,8            ἠπατήθη ὁ τόπος αὐτῶν. βαθύνατε εἰς κάθισιν οἱ κατοικοῦντες ἐν Δαιδάν, ὅτι δύσκολα ἐποίησεν· ἤγαγον ἐπ᾿ αὐτὸν ἐν χρόνῳ, ᾧ ἐπεσκεψάμην ἐπ᾿ αὐτόν.

Ιερ. 29,8                   Εις την απάτην και την πλάνην εβυθίσθη ο τόπος. Οι κάτοικοι της Δαιδάν, κατεβήτε προς ασφάλειάν σας εις βάθη κρυπτών, μείνατε εκεί, διότι εις δύσκολον θέσιν προμηνύουσαν όλεθρον σας έφερεν ο Θεός. Επέφερα εναντίον της Ιδουμαίας καταστροφήν εις χρόνον, κατά τον οποίον την επεσκέφθην, δια να αποδώσω εις αυτήν την δικαίαν τιμωρίαν.

Ιερ. 29,9            ὅτι τρυγηταὶ ἦλθόν σοι, οἳ οὐ καταλείψουσί σοι κατάλειμμα· ὡς κλέπται ἐν νυκτὶ ἐπιθήσουσι χεῖρα αὐτῶν.

Ιερ. 29,9                   Ιδού, ήλθαν οι τρυγηταί, οι εχθροί σου, οι οποίοι θα περισυλλέξουν και θα καταστρέψουν τα πάντα και δεν θα αφήσουν τίποτε δια σέ. Οπως αιφνιδίως έρχονται οι κλέπται κατά τον καιρόν της νυκτός, έτσι θα επέλθουν και θα επιβάλουν τας χείρας των εναντίον σου οι εχθροί σου.

Ιερ. 29,10          ὅτι ἐγὼ κατέσυρα τὸν Ἡσαῦ, ἀνεκάλυψα τά κρυπτὰ αὐτῶν, κρυβῆναι οὐ μὴ δύνωνται· ὤλοντο διά χεῖρα ἀδελφοῦ αὐτοῦ καὶ γείτονος αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἔστιν

Ιερ. 29,10                 Εγώ έσυρα προς τα κάτω και εταπείνωσα τον Ησαύ, απεκάλυψα τα κρησφύγετα των Ιδουμαίων, ώστε να μη ημπορούν να αποκρυβούν. Εξωλοθρεύθησαν με τα χέρια των αδελφών των και των γειτόνων των,

Ιερ. 29,11          ὑπολείπεσθαι ὀρφανόν σου, ἵνα ζήσητε· καὶ ἐγὼ ζήσομαι, καὶ αἱ χῆραι ἐπ᾿ ἐμὲ πεποίθασιν.

Ιερ. 29,11                  και δεν απέμεινεν ούτε ένα ορφανόν ιδικόν σου, ώστε να το αναζήσετε. Εγώ όμως θα είμαι ο αιωνίως ζων, και αι χήραι, αι οποίαι έχουν στηρίξει εις εμέ την πεποίθησίν των, θα ζουν εν ασφαλεία.

Ιερ. 29,12          ὅτι τάδε εἶπε Κύριος· οἷς οὐκ ἦν νόμος πιεῖν τὸ ποτήριον, ἔπιον· καὶ σὺ ἀθῳωμένη οὐ μὴ ἀθῳωθῇς, ὅτι πίνων πίεσαι·

Ιερ. 29,12                 Αυτά είπεν ο Κυριος· Εκείνοι οι Ιουδαίοι, στους οποίους ο Νομος της θείας δικαιοσύνης δεν επέβαλε να πιουν το ποτήριον του ολέθρου, το έπιαν. Συ, λοιπόν, η Ιδουμαία κατ' ουδένα λόγον δεν θα απαλλαγής από το ποτήριον αυτό. Οπωσδήποτε θα το πίης δια τας αμαρτίας σου.

Ιερ. 29,13          ὅτι κατ᾿ ἐμαυτοῦ ὤμοσα, λέγει Κύριος, ὅτι εἰς ἄβατον καὶ εἰς ὀνειδισμὸν καὶ εἰς κατάρασιν ἔσῃ ἐν μέσῳ αὐτῆς, καὶ πᾶσαι αἱ πόλεις αὐτῆς ἔσονται ἔρημοι εἰς αἰῶνα.

Ιερ. 29,13                 Ωρκίσθηκα στον εαυτόν μου, λέγει ο Κυριος, ότι θα είσαι εν ίμέσω των άλλων χωρών αντικείμενον χλευασμού και κατάρας και όλαι αι πόλεις σου θα μείνουν έρημοι δια παντός.

Ιερ. 29,14          ἀκοὴν ἤκουσα παρὰ Κυρίου, καὶ ἀγγέλους εἰς ἔθνη ἀπέστειλε· συνάχθητε καὶ παραγένεσθε εἰς αὐτήν, ἀνάστητε εἰς πόλεμον.

Ιερ. 29,14                 Ηκουσα από τον Κυριον πληροφορίαν, λέγει ο Ιερεμίας, ότι απέστειλεν αγγελιαφόρους εις τα έθνη να είπουν· Συγκεντρωθήτε, ελάτε εναντίον της Ιδουμαίας, εξεγερθήτε εις πόλεμον κατ' αυτής.

Ιερ. 29,15          μικρὸν ἔδωκά σε ἐν ἔθνεσιν, εὐκαταφρόνητον ἐν ἀνθρώποις.

Ιερ. 29,15                 Μικρόν έθνος σε κατέστησα μεταξύ των άλλων εθνών, ω Ιδουμαία, άξιον καταφροήσεως εν μέσω των ανθρώπων.

Ιερ. 29,16          ἡ παιγνία σου ἐνεχείρησέ σοι, ἰταμία καρδίας σου κατέλυσε τρυμαλιὰς πετρῶν, συνέλαβεν ἰσχὺν βουνοῦ ὑψηλοῦ· ὅτι ὕψωσεν ὥσπερ ἀετὸς νοσσιὰν αὐτοῦ, ἐκεῖθεν καθελῶ σε·

Ιερ. 29,16                 Η ασύνετος και παιγνιώδης ζωη σου σε παρέδωσεν, η εγωϊστική καρδία σου σε έκαμε να αναζητής καταλύματα εις τας οπάς των βράχων. Κατέλαβες απρόσιτον υψηλόν ορος· επάνω εις τα υψώματα εθεμελίωσες κατοικίας, όπως ο αετός την φωλεάν του. Αλλα και από εκεί εγώ θα σε κρημνίσω.

Ιερ. 29,17          καὶ ἔσται ἡ Ἰδουμαία εἰς ἄβατον, πᾶς ὁ παραπορευόμενος ἐπ᾿ αὐτὴν συριεῖ.

Ιερ. 29,17                 Η Ιδουμαία θα γίνη χώρα έρημος και άβατος, καθένας, που θα διέρχεται δια μέσου αυτής, θα συρίζη από έκπληξιν εις βάρος της.

Ιερ. 29,18          ὥσπερ κατεστράφη Σόδομα καὶ Γόμοῤῥα καὶ αἱ πάροικοι αὐτῆς, εἶπε Κύριος παντοκράτωρ, οὐ μὴ καθίσει ἐκεῖ ἄνθρωπος, καὶ οὐ μὴ κατοικήσει ἐκεῖ υἱὸς ἀνθρώπου.

Ιερ. 29,18                 Οπως κατεστράφησαν τα Σοδομα και τα Γομμορα και αι πλησίον αυτών πόλεις, είπεν ο Κυριος, ο παντοκράτωρ, έτσι θα καταστραφή και θα ερημωθή η Ιδουμαία. Δεν θα έγκατασταθή εκεί άνθρωπος, δεν θα κατοικήσουν πλέον εκεί υιοί ανθρώπων.

Ιερ. 29,19          ἰδοὺ ὥσπερ λέων ἀναβήσεται ἐκ μέσου τοῦ Ἰορδάνου εἰς τόπον Αἰθάμ, ὅτι ταχὺ ἐκδιώξω αὐτοὺς ἀπ᾿ αὐτῆς· καὶ τοὺς νεανίσκους ἐπ᾿ αὐτὴν ἐπιστήσατε, ὅτι τίς ὥσπερ ἐγώ; καὶ τίς ἀντιστήσεταί μοι; καὶ τίς οὗτος ποιμήν, ὃς στήσεται κατὰ πρόσωπόν μου;

Ιερ. 29,19                 Ιδού, όπως ανεβαίνει ορμητικός και άγριος ο λέων ανάμεσα από την κοιλάδα του Ιορδάνου στον τόπον Αιθάμ, κατά παρόμοιον τρόπον θα επέλθη και ο εχθρός εναντίον της. Διότι εγώ δια των εχθρών θα εκδιώξω τους Ιδουμαίους από την χώραν αυτήν. Ετοιμάσατε και εξαπολύσατε εναντίον αυτής τους νεαρούς πολεμιστάς σας, εχθροί της Ιδουμαίας. Ποιός άλλος είναι όπως εγώ, λέγει ο Κυριος; Ποιός ημπορεί να αντισταθή εις εμέ; Ποιός είναι ο ποιμήν και άρχων εκείνος, ο οποίος ημπορεί να σταθή όρθιος ενώπιόν μου;

Ιερ. 29,20          διὰ τοῦτο ἀκούσατε βουλὴν Κυρίου, ἣν ἐβουλεύσατο ἐπὶ τὴν Ἰδουμαίαν, καὶ λογισμὸν αὐτοῦ, ὃν ἐλογίσατο ἐπὶ τοὺς κατοικοῦντας Θαιμάν· ἐὰν μὴ συμψηθῶσι τὰ ἐλάχιστα τῶν προβάτων, ἐὰν μὴ ἀβατωθῇ ἐπ᾿ αὐτοὺς κατάλυσις αὐτῶν·

Ιερ. 29,20                Δια τούτο ακούσατε την απόφασίν του Κυρίου, την όποίαν έλαβεν εναντίον της Ιδουμαίας και το σχέδιόν του, το οποίον κατήρτισεν εναντίον των κατοίκων της Θαιμάν. Ασφαλώς και βεβαίως και τα ελάχιστα από τα απομείναντα πρόβατά της θα ψηθούν και θα φαγωθούν από τους εχθρούς. Εξάπαντος θα γίνη άβατον και ακατοίκητον το κατάλυμά των από τους κατοίκους του.

Ιερ. 29,21          ὅτι ἀπὸ φωνῆς πτώσεως αὐτῶν ἐφοβήθη ἡ γῆ, καὶ κραυγή σου ἐν θαλάσσῃ ἠκούσθη.

Ιερ. 29,21                 Από τον κρότον της πτώσεως και συντριβής των Ιδουμαίων ετρόμαξεν η γη. Η θρηνώδης κραυγή σου έφθασε μέχρι της θαλάσσης.

Ιερ. 29,22          ἰδοὺ ὥσπερ ἀετὸς ὄψεται καὶ ἐκτενεῖ τὰς πτέρυγας ἐπ᾿ ὀχυρώματα αὐτῆς· καὶ ἔσται ἡ καρδία τῶν ἰσχυρῶν τῆς Ἰδουμαίας ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ὡς καρδία γυναικὸς ὠδινούσης.

Ιερ. 29,22                Ιδού, όπως ο αετός από τα ύψη επιβλέπει με ακρίβειαν το θήραμά του, εκτείνει τας πτέρυγας του και επιπίπτει κατ' αυτού, ετσι θα επιπέσουν όρμητικοί εναντίον των οχυρωμάτων της Ιδουμαίας οι εχθροί της. Και τότε, κατά την ημέραν εκείνην της επιδρομής, η καρδία των ισχυρών ανθρώπων της Ιδουμαίας θα είναι όπως η δειλή και πανικόβλητος καρδία γυναικός, που ευρίσκεται εις τας ωδίνας του τοκετού

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 30 (Μασ. 49,1-5)

 

Τοῖς υἱοῖς Ἀμμὼν

Εναντίον των Αμμωνιτων

Ιερ. 30,1            Οὕτως εἶπε Κύριος· μὴ υἱοὶ οὐκ εἰσὶν ἐν Ἰσραήλ, ἢ παραληψόμενος οὐκ ἔστιν αὐτοῖς; διατί παρέλαβε Μελχὸλ τὴν Γαλαάδ, καὶ ὁ λαὸς αὐτῶν ἐν πόλεσιν αὐτῶν ἐνοικήσει;

Ιερ. 30,1                    Ετσι ωμίλησε και είπεν ο Κυριος· Μηπως έλειψαν και δεν υπάρχουν απόγονοι του Ισραήλ εις την χώραν; Μηπως δεν υπάρχει μεταξύ αυτών ούτε ένας κληρονόμος Ισραηλίτης; Διατί τότε ο Μελχόλ, θεός ψευδής των Αμμωνιτών, κατέλαβε την χώραν Γαλαάδ, και ο λαός αυτών των Αμμωνιτών κατοικεί εις τας πόλεις των Ισραηλιτών;

Ιερ. 30,2            διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἡμέραι ἔρχονται, φησὶ Κύριος, καὶ ἀκουτιῶ ἐπὶ Ῥαββὰθ θόρυβον πολέμων, καὶ ἔσονται εἰς ἄβατον καὶ εἰς ἀπώλειαν, καὶ βωμοὶ αὐτῆς ἐν πυρὶ κατακαυθήσονται, καὶ παραλήψεται Ἰσραὴλ τὴν ἀρχὴν αὐτοῦ.

Ιερ. 30,2                   Δια τούτο ιδού, έρχονται ημέραι, λέγει ο Κυριος, και θα κάμω να ακουσθή πολεμικός θόρυβος εναντίον της Ραββάθ, της πρωτευούσης των Αμμωνιτών. Η χώρα θα παραδοθή εις την καταστροφήν, θα γίνη έρημος και άβατος. Οι βωμοί της θα παραδοθούν στο πυρ και θα κατακαούν, ο δε ισραηλιτικός λαός θα παραλάβη την αρχικήν του κληρονομίαν.

Ιερ. 30,3            ἀλάλαξον Ἐσεβών, ὅτι ὤλετο Γαΐ· κεκράξατε θυγατέρες Ῥαββάθ, περιζώσασθε σάκκους καὶ κόψασθε, ὅτι Μελχὸλ βαδιεῖται ἐν ἀποικίᾳ, οἱ ἱερεῖς αὐτοῦ καὶ οἱ ἄρχοντες αὐτοῦ ἅμα.

Ιερ. 30,3                   Κραύγασε και θρήνησε, Εσεβών, πόλις των Μωαβιτών, διότι κατεστράφη η Γαϊ! Κράξατε και ολολύξατε θυγατέρες Ραββάθ, φορέσατε και ζωσθήτε σάκκινα ενδύματα πένθους. Αρχίσατε κοπετούς και θρήνους, διότι ο ψευδοθεός Μελχόλ θα μεταφερθή εις εξορίαν, όπως επίσης και οι ιερείς αυτού και οι άρχοντες των Αμμωνιτών μαζή

Ιερ. 30,4            τί ἀγαλλιᾶσθε ἐν τοῖς πεδίοις Ἐνακείμ, θύγατερ ἰταμίας, ἡ πεποιθυῖα ἐπὶ θησαυροῖς αὐτῆς, ἡ λέγουσα· τίς εἰσελεύσεται ἐπ᾿ ἐμέ;

Ιερ. 30,4                   Διατί χαίρετε και ευφραίνεσθε εις τας πεδιάδας των γιγάντων, σκληροί και εγωπαθείς κάτοικοι της περιοχής; Σεις, οι οποίοι έχετε στηρίξει την πεποίθησίν σας στους θησαυρούς της ισχύος σας και του πλούτου σας και οι οποίοι λέγετε· Ποιός θα τολμήση να έλθη εναντίον μας και να εισελθη εις την χώραν μας;

Ιερ. 30,5            ἰδοὺ ἐγὼ φέρω φόβον ἐπὶ σέ, εἶπε Κύριος, ἀπὸ πάσης τῆς περιοίκου σου, καὶ διασπαρήσεσθε ἕκαστος εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἔσται ὁ συνάγων.

Ιερ. 30,5                   Ιδού, εγώ θα επιφέρω εναντίον σας φόβον, είπεν ο Κυριος, και θα φοβηθήτε εκ μέρους όλων των γειτονικών σας περιοχών. Τρομαγμένοι θα διασκορπισθήτε ο καθένας προς ιδικήν του κατεύθυνσιν και δεν θα υπάρχη άνθρωπος, ο οποίος να σας συγκρατήση και να σας συγκεντρώση.

Ιερ. 30,6            Τῇ Κηδὰρ τῇ βασιλίσσῃ τῆς αὐλῆς, ἣν ἐπάταξε Ναβουχοδονόσορ βασιλεὺς Βαβυλῶνος. (Μασ. 49,28-33) Οὕτως εἶπε Κύριος· ἀνάστητε καὶ ἀνάβητε ἐπὶ Κηδὰρ καὶ πλήσατε τοὺς υἱοὺς Κεδέμ·

Ιερ. 30,6                   Εις την φυλήν των σκηνιτών της Κηδάρ, η οποία εβασιλευε και εκυριαρχούσεν εις την περιοχήν εκείνην, την οποίαν εκτύπησεν ο Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς της Βαβυλώνος, απευθύνονται οι κατωτέρω λόγοι· (Μασ. Μθ', 28-33). Ετσι είπεν ο Κυριος· Σηκωθήτε και επέλθετε εναντίον της Κηδάρ, κτυπήσατε και καταστρέψατε τους υιούς της Κεδέμ.

Ιερ. 30,7            σκηνὰς αὐτῶν καὶ τὰ πρόβατα αὐτῶν λήψονται, ἱμάτια αὐτῶν καὶ πάντα τὰ σκεύη αὐτῶν καὶ καμήλους αὐτῶν λήψονται ἑαυτοῖς· καὶ καλέσατε ἐπ᾿ αὐτοὺς ἀπώλειαν κυκλόθεν.

Ιερ. 30,7                   Οι εχθροί των θα πάρουν τας σκηνάς και τα πρόβατα των και τα ενδύματά των και όλα τα σκεύη των και τας καμήλους αυτών. Ολα θα τα πάρουν δια τον εαυτόν των. Προσκαλέσατε εναντίον των εχθρών σας τους κύκλω λαούς προς καταστροφήν των.

Ιερ. 30,8            φεύγετε λίαν, βαθύνατε εἰς κάθισιν, καθήμενοι ἐν τῇ αὐλῇ, ὅτι ἐβουλεύσατο ἐφ᾿ ὑμᾶς βασιλεὺς Βαβυλῶνος βουλὴν καὶ ἐλογίσατο ἐφ᾿ ὑμᾶς λογισμόν.

Ιερ. 30,8                   Φυγετε ταχέως και μακράν. Αναζητήσατε καταφύγιον και ασφάλειαν εις βαθείς λάκκους σεις, οι οποίοι κατοικείτε την περιοχήν αυτήν. Διότι ο βασιλεύς της Βαβυλώνος εσκέφθη και έλαβεν εναντίον σας αποφασιν· κατέστρωσε σχέδιον καταστροφής σας.

Ιερ. 30,9            ἀνάστηθι καὶ ἀνάβηθι ἐπ᾿ ἔθνος εὐσταθοῦν, καθήμενον εἰς ἀναψυχήν, οἷς οὐκ εἰσὶ θύραι, οὐ βάλανοι, οὐ μοχλοί, μόνοι καταλύουσι.

Ιερ. 30,9                   Εθνος εχθρικόν ας εξεγερθή και ας επέλθη εναντίον άλλου έθνους, εναντίον των νομάδων, που ζουν ήσυχοι και αμέριμνοι εις τας περιοχάς των, στους οποίους δεν υπάρχουν θύραι, ούτε δοκάρια από σκληράν δρυν και μοχλοί ασφαλείας των πυλών. Μονοι των και άνευ συμμάχων κατοικούν.

Ιερ. 30,10          καὶ ἔσονται κάμηλοι αὐτῶν εἰς προνομὴν καὶ πλῆθος κτηνῶν αὐτῶν εἰς ἀπώλειαν· καὶ λικμήσω αὐτοὺς παντὶ πνεύματι κεκαρμένους πρὸ προσώπου αὐτῶν, ἐκ παντὸς πέραν αὐτῶν οἴσω τὴν τροπὴν αὐτῶν, εἶπε Κύριος.

Ιερ. 30,10                 Τας καμήλους αυτών θα τας αρπάσουν και θα τας πάρουν λείαν οι εχθροί των. Υό πλήθος των κατουκιδίων ζωών των θα παραδοθή εις όλεθρον. Θα λιχνίσω προς κάθε άνεμον και θα διασκορπίσω αυτούς, που έχουν κουρευμένα τα πρόσωπα των. Από όλα τα όριά των θα φέρω εναντίον των εχθρούς, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 30,11          καὶ ἔσται ἡ αὐλὴ διατριβὴ στρουθῶν καὶ ἄβατος ἕως αἰῶνος, οὐ μὴ καθίσῃ ἐκεῖ ἄνθρωπος, καὶ οὐ μὴ κατοικήσῃ ἐκεῖ υἱὸς ἀνθρώπου.

Ιερ. 30,11                  Θα γίνη δε η βασιλική αυλή και η περιοχή των τόπος διαμονής στρουθίων, άβατος από ανθρώπους δια παντός. Δεν θα καθίση εκεί ανθρώπους! Δεν θα εγκατασταθή εκεί υιός ανθρώπου!

Ιερ. 30,12          Τῇ Δαμασκῷ. (Μασ. 49,23-27). Κατῃσχύνθη Ἠμὰθ καὶ Ἀρφάδ, ὅτι ἤκουσαν ἀκοὴν πονηράν· ἐξέστησαν, ἐθυμώθησαν, ἀναπαύσασθαι οὐ μὴ δύνωνται.

Ιερ. 30,12                 Εναντίον της Δαμασκού (Μασ. Μθ', 23-27). Η Ημάθ και η Αρφάδ έχουν καταισχυνθή, διότι ήκουσαν μίαν τρομεράν είδησιν. Εξεπλάγησαν, ανεστατώθησαν, δεν ημπορούν να ευρουν ησυχίαν.

Ιερ. 30,13          ἐξελύθη Δαμασκός, ἀπεστράφη εἰς φυγήν, τρόμος ἐπελάβετο αὐτῆς.

Ιερ. 30,13                  Παρέλυσεν η Δαμασκός. Οι κάτοικοί της ετράπησαν πανικόβλητοι εις φυγήν. Τρόμος κατέλαβεν αυτούς.

Ιερ. 30,14          πῶς οὐχὶ ἐγκατέλιπε πόλιν ἐμήν; κώμην ἠγάπησαν·

Ιερ. 30,14                 Διατί όμως οι κάτοικοι της Δαμασκού, καίτοι προειδοποιήθησαν, δεν εγκατέλειψαν την πόλιν μου; Διότι ηγάπησαν την πόλιν αυτήν.

Ιερ. 30,15          διὰ τοῦτο πεσοῦνται νεανίσκοι ἐν πλατείαις σου, καὶ πάντες οἱ ἄνδρες οἱ πολεμισταί σου πεσοῦνται, φησὶ Κύριος·

Ιερ. 30,15                  Δια τούτο, ω Δαμασκός, οι νεαροί άνδρες σου θα πέσουν νεκροί και τραυματίαι εις τας πλατείας σου, όπως επίσης και όλοι οι άνδρες σου οι πολεμισταί θα πέσουν νεκροί κατά τας μάχας, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 30,16          καὶ καύσω πῦρ ἐν τείχει Δαμασκοῦ, καὶ καταφάγεται ἄμφοδα υἱοῦ Ἄδερ.

Ιερ. 30,16                 Φωτιά θα ανάψω επάνω εις τα τείχη της Δαμασκού, η οποία θα καταφάγη τας οδούς της χώρας και τα ανάκτορα των βασιλέων της.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 31 (Μασ. 48)

 

Τῇ Μωάβ.

Εναντίον της χώρας Μωάβ.

Ιερ. 31,1            Οὕτως εἶπε Κύριος· οὐαὶ ἐπὶ Ναβαῦ, ὅτι ὤλετο· ἐλήφθη Καριαθαίμ, ᾐσχύνθη Ἀμὰθ καὶ ἡττήθη.

Ιερ. 31,1                     Ετσι είπεν ο Κυριος· Αλλοίμονον εις την Ναβαύ, διότι θα παραδοθή εις όλεθρον. Εκυριεύθη η Καριαθέμ, ενικήθη και κατεντροπιάσθη η Αμάθ.

Ιερ. 31,2            οὐκ ἔστιν ἔτι ἰατρεία Μωάβ, γαυρίαμα ἐν Ἐσεβών· ἐλογίσαντο ἐπ᾿ αὐτὴν κακά· ἐκόψαμεν αὐτὴν ἀπὸ ἔθνους, καὶ παῦσιν παύσεται, ὄπισθέν σου βαδιεῖται μάχαιρα.

Ιερ. 31,2                    Καμμία θεραπεία δεν υπάρχει πλέον δια την Μωάβ, Εσβησεν η δόξα και το καύχημα της Εσεβών. Οι εχθροί της εσχεδίασαν και απεφάσισαν εναντίον της κακά. Ειπαν· “θα κατακόψωμεν αυτήν, ώστε να μη υπάρχη πλέον μεταξύ των εθνών”. Ασφαλώς και βεβαίως θα τερματισθή η ύπαρξίς της. Η μάχαιρα η καταστρεπτική θα σε ακολουθή, χώρα Μωάβ, κατά πόδας.

Ιερ. 31,3            ὅτι φωνὴ κεκραγότων ἐξ Ὠρωναίμ, ὄλεθρος καὶ σύντριμμα μέγα·

Ιερ. 31,3                    Ακούονται θρηνώδεις κραυγαί ανθρώπων, οι οποίοι κραυγάζουν εις Ωρωναίμ· “μεγάλος ο όλεθρος και μεγάλη η συντριβή σου”!

Ιερ. 31,4            συνετρίβη Μωάβ, ἀναγγείλατε εἰς Ζογόρα,

Ιερ. 31,4                    “Η Μωάδ κατεστράφη, αναγγείλατε αυτό εις Ζογόρα”.

Ιερ. 31,5            ὅτι ἐπλήσθη Ἀλὼθ ἐν κλαυθμῷ, ἀναβήσεται κλαίων ἐν ὁδῷ Ὠρωναίμ, κραυγὴν συντρίμματος ἠκούσατε·

Ιερ. 31,5                    Η Αλώθ εγέμισεν από θρήνους και κλαυθμούς. Ενώπιον της μεγάλης καταστροφής κάθε άνθρωπος θα ανεβή κλαίων την οδόν προς Ωρωναίμ. Ηκούσατε την κραυγήν της συντριβής της.

Ιερ. 31,6            φεύγετε καὶ σώσατε τὰς ψυχὰς ὑμῶν καὶ ἔσεσθε ὥσπερ ὄνος ἄγριος ἐν ἐρήμῳ.

Ιερ. 31,6                    Φεύγετε και σώσατε την ζωήν σας· γενήτε ωσάν οι άγριοι όνοι εις την έρημον.

Ιερ. 31,7            ἐπειδὴ ἐπεποίθεις ἐν ὀχυρώμασί σου, καὶ σὺ συλληφθήσῃ· καὶ ἐξελεύσεται Χαμὼς ἐν ἀποικίᾳ καὶ οἱ ἱερεῖς αὐτοῦ καὶ οἱ ἄρχοντες αὐτοῦ ἅμα.

Ιερ. 31,7                    Θα κυριευθής και συ, επειδή είχες στηρίξει την πεποίθησίν σου εις τα οχυρώματά σου και οχι εις εμέ. Ο ειδωλικός θεός σου Χαμώς θα απαχθή εις αιχμαλωσίαν και οι ιερείς του μαζή με τους άρχοντάς του.

Ιερ. 31,8            καὶ ἥξει ὄλεθρος ἐπὶ πᾶσαν πόλιν, καὶ πόλις οὐ μὴ σωθῇ, καὶ ἀπολεῖται ὁ αὐλών, καὶ ἐξολοθρευθήσεται ἡ πεδινή, καθὼς εἶπε Κύριος.

Ιερ. 31,8                    Ολεθρος θα επέλθη εις κάθε πόλιν. Καμμία πόλις δεν θα διασωθή από την καταστροφήν. Θα καταστραφή ο αυλών, η κοιλάς αυτή του Ιορδάνου· θα εξολοθρευθή η απέραντος πεδινή περιοχή της Μωάβ, όπως είπεν ο Κυριος.

Ιερ. 31,9            δότε σημεῖα τῇ Μωάβ, ὅτι ἁφῇ ἀναφθήσεται, καὶ πᾶσαι αἱ πόλεις αὐτῆς εἰς ἄβατον ἔσονται· πόθεν ἔνοικος αὐτῇ;

Ιερ. 31,9                    Δωσατε πειστικά σημεία εις την Μωάβ, ότι εξαπαντος θα παραδοθή στο καταστρεπτικός πυρ. Ολαι αι πόλεις της θα γίνουν άβατοι από τους ανθρώπους και έρημοι. Από που θα έλθη κάτοικος εις αυτήν;

Ιερ. 31,10          ἐπικατάρατος ὁ ποιῶν τὰ ἔργα Κυρίου ἀμελῶς, ἐξαίρων μάχαιραν αὐτοῦ ἀφ᾿ αἵματος.

Ιερ. 31,10                  Επικατάρατος είναι εκείνος, ο οποίος πράττει τα έργα του Κυρίου αμελώς. Επικατάρατος εκείνος, ο οποίος, παρά την διαταγήν του Κυρίου, αναστέλλει την μάχαιράν του από την σφαγήν των εχθρών.

Ιερ. 31,11          ἀνεπαύσατο Μωὰβ ἐκ παιδαρίου καὶ πεποιθὼς ἦν ἐπὶ τῇ δόξῃ αὐτοῦ, οὐκ ἐνέχεεν ἐξ ἀγγείου εἰς ἀγγεῖον καὶ εἰς ἀποικισμὸν οὐκ ᾤχετο· διὰ τοῦτο ἔστη γεῦμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ, καὶ ὀσμὴ αὐτοῦ οὐκ ἐξέλιπε.

Ιερ. 31,11                   Απ' αρχής της υπάρξεώς της η Μωάβ, έζη εν ησυχία και ειρήνη. Είχε πεποίθησιν εις την δόξαν και την δύναμίν της. Δεν εξεκενώθη από ένα δοχείον εις άλλο ο λαός της δεν ωδηγήθη αιχμάλωτος εις την εξορίαν. Εμεινεν ώσαν οίνος αμετακίνητος, που διετήρησε την ευχάριστον γεύσιν του και δεν έχασε την ευωδίαν του!

Ιερ. 31,12          διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἡμέραι αὐτοῦ ἔρχονται, φησὶ Κύριος, καὶ ἀποστελῶ αὐτῷ κλίνοντας, καὶ κλινοῦσιν αὐτὸν καὶ τὰ σκεύη αὐτοῦ λεπτυνοῦσι καὶ τὰ κέρατα αὐτοῦ συγκόψουσι.

Ιερ. 31,12                  Δια τούτο ιδού, λέγει ο Κυριος, έρχονται ημέραι, κατά τας οποίας εγώ θα αποστείλω μεταγγιστάς, οι οποίοι θα μεταγγίσουν τον οίνον· τα δε πήλινα σκεύη, εις τα οποία εφυλάσσετο, θα τα συντρίψουν. Οι εχθροί θα κατακόψουν όλην την δύναμιν της Μωάβ.

Ιερ. 31,13          καὶ καταισχυνθήσεται Μωὰβ ἀπὸ Χαμώς, ὥσπερ κατῃσχύνθη οἶκος Ἰσραὴλ ἀπὸ Βαιθὴλ ἐλπίδος αὐτῶν πεποιθότες ἐπ᾿ αὐτοῖς.

Ιερ. 31,13                  Οι Μωαβίται θα κατεντροπιασθούν δια το άψυχον και ανίκανον να τους σώση είδωλον του Χαμώς, όπως κατεντροπιάσθησαν οι Ισραηλίται από την Βαιθήλ, όπου είχαν στηρίξει την ελπίδα των αυτοί, που επίστευαν εις τα είδωλα.

Ιερ. 31,14          πῶς ἐρεῖτε· ἰσχυροί ἐσμεν καὶ ἄνθρωπος ἰσχύων εἰς τὰ πολεμικά;

Ιερ. 31,14                  Και λοιπόν, σεις οι Μωαβίται πως θα πήτε· “είμεθα ισχυροί και κάθε άνδρας από μας είναι δυνατός εις τα πολεμικά όπλα”;

Ιερ. 31,15          ὤλετο Μωὰβ πόλις αὐτοῦ, καὶ ἐκλεκτοὶ νεανίσκοι αὐτοῦ κατέβησαν εἰς σφαγήν·

Ιερ. 31,15                  Ιδού, ότι όλαι αι πόλεις της χώρας Μωάβ παρεδόθησαν στον όλεθρον. Οι εκλεκτοί δε νέοι άνδρες της ωδηγήθησαν εις σφαγήν.

Ιερ. 31,16          ἐγγὺς ἡμέρα Μωὰβ ἐλθεῖν, καὶ πονηρία αὐτοῦ ταχεῖα σφόδρα.

Ιερ. 31,16                  Η ημέρα καταδίκης της Μωάβ πλησιάζει να έλθη και η σύμφορά της έρχεται πολύ ταχέως.

Ιερ. 31,17          κινήσατε αὐτῷ, πάντες κυκλόθεν αὐτοῦ, πάντες εἰδότες ὄνομα αὐτοῦ· εἴπατε· πῶς συνετρίβη βακτηρία εὐκλεής, ῥάβδος μεγαλώματος;

Ιερ. 31,17                  Συγκλονισθήτε και κλαύσατε δια τον όλεθρον της Μωάβ όλοι οι γύρω από αυτήν λαοί. Ολοι όσοι την εγνωρίζατε, είπατε· “πως συνετρίβη η ένδοξος βακτηρία, η ισχυρά αυτή ράβδος;”

Ιερ. 31,18          κατάβηθι ἀπὸ δόξης καὶ κάθισον ἐν ὑγρασίᾳ, καθημένη Δαιβών· ἐκτριβήσεται, ὅτι ὤλετο Μωάβ, ἀνέβη εἰς σὲ λυμαινόμενος ὀχύρωμά σου.

Ιερ. 31,18                  Σεις, οι κάτοικοι της Δαιβών, κατεβήτε από την δόξαν σας, καθίσατε κάτω στο υγρόν έδαφος. Η Δαιβών θα καταστραφή, αφού εχάθη ολόκληρος η περιοχή Μωάβ. Επήλθεν εναντίον σου εκείνος, ο οποίος θα καταστρέψη και θα συλήση τα οχυρωματά σου.

Ιερ. 31,19          ἐφ᾿ ὁδοῦ στῆθι καὶ ἔπιδε, καθημένη ἐν Ἀροήρ, καὶ ἐρώτησον φεύγοντα καὶ σῳζόμενον καὶ εἰπόν· τί ἐγένετο;

Ιερ. 31,19                  Σεις, που κατοικείτε εις την Αροήρ,. σταθήτε στον δρόμον σας και ερωτήσατε αυτούς, που πανικόβλητοι φεύγουν και προσπαθούν να σωθούν, και ειπέτε τους· “τι συνέβη”;

Ιερ. 31,20          κατῃσχύνθη Μωάβ, ὅτι συνετρίβη· ὀλόλυξον καὶ κέκραξον, ἀνάγγειλον ἐν Ἀρνών, ὅτι ὤλετο Μωάβ·

Ιερ. 31,20                 Θα σας απαντήσουν· “η Μωάβ κατεντροπιάσθη, διότι συνετρίβη και κατεστράφη”. Θρηνήσατε, κραυγάσατε, αναγγείλατε εις την Αρνών, ότι εξωλοθρεύθη η Μωάβ...

Ιερ. 31,21          καὶ κρίσις ἔρχεται εἰς τὴν γῆν Μεισὼρ ἐπὶ Χελὼν καὶ Ῥεφὰς καὶ Μωφὰθ

Ιερ. 31,21                  Δικαία κρίσις και τιμωρία επέρχεται εναντίον της χώρας Μεισώρ και των, πόλεών της Χελών, Ρεφάς, Μωφάθ,

Ιερ. 31,22          καὶ ἐπὶ Δαιβὼν καὶ ἐπὶ Ναβαῦ καὶ ἐπ᾿ οἶκον Δαιβλαθαὶμ

Ιερ. 31,22                 εναντίον της Δαίδων και της Ναβαύ, εναντίον των απογόνων Δαιβλαθαίμ.

Ιερ. 31,23          καὶ ἐπὶ Καριαθαὶμ καὶ ἐπ᾿ οἶκον Γαιμὼλ καὶ ἐπ᾿ οἶκον Μαὼν

Ιερ. 31,23                  Εναντίον της Καριαθαίμ και των απογόνων Γαιμώλ, εναντίον του οίκου Μαών,

Ιερ. 31,24          καὶ ἐπὶ Καριὼθ καὶ ἐπὶ Βοσὸρ καὶ ἐπὶ πάσας τὰς πόλεις Μωὰβ τὰς πόῤῥω καὶ τὰς ἐγγύς.

Ιερ. 31,24                 εναντίον της Καριώθ και της Βοσόρ και εναντίον όλων των πόλεων της χώρας Μωάβ, αι οποίαι ευρίσκονται μακράν και πλησίον.

Ιερ. 31,25          κατεάχθη κέρας Μωάβ, καὶ τὸ ἐπίχειρον αὐτοῦ συνετρίβη.

Ιερ. 31,25                  Εσπασεν η δύναμις της Μωάβ, συνετρίβησαν τα πολεμικά όπλα εις τα χέρια του λαού της.

Ιερ. 31,26          μεθύσατε αὐτόν, ὅτι ἐπὶ Κύριον ἐμεγαλύνθη· καὶ ἐπικρούσει Μωὰβ ἐν χειρὶ αὐτοῦ καὶ ἔσται εἰς γέλωτα καὶ αὐτός.

Ιερ. 31,26                 Σεις, οι επιδρομείς, οι Χαλδαίοι, μεθύσατε τον λαόν της Μωάβ με τον οίνον του θυμού του Κυρίου, διότι ο λαός αυτός υψώθη και αυθαδίασεν εναντίον του Κυρίου του. Οι Μωαβίται εχειροκροτούσαν με χαράν δια τον όλεθρον του Ιούδα, αλλά και οι ίδιοι θα γίνουν αντικείμενον γέλωτος και εμπαιγμού.

Ιερ. 31,27          καὶ εἰ μὴ εἰς γελοιασμὸν ἦν σοι Ἰσραήλ; ἢ ἐν κλοπαῖς σου εὑρέθη, ὅτι ἐπολέμεις αὐτόν;

Ιερ. 31,27                  Μηπως ο ισραηλιτικός λαός δεν έγινε δια σε αντικείμενον χλευασμού και γέλωτος; Διατί αυτό; Μηπως και τον συνέλαβες ως κλέπτην της περιουσίας σου και δια τούτο επολεμούσες εναντίον του;

Ιερ. 31,28          κατέλιπον τὰς πόλεις καὶ ᾤκησαν ἐν πέτραις οἱ κατοικοῦντες Μωάβ, ἐγενήθησαν ὥσπερ περιστεραί νοσσεύουσαι ἐν πέτραις στόματι βοθύνου.

Ιερ. 31,28                 Ετιμωρήθησαν οι Μωαβίται, δια τούτο και εγκατέλειψαν τας πόλεις των και κατώκησαν στους βράχους. Εγιναν ωσάν περιστεραί, αι οποίαι έχουν κατασκευάσει τας φωλεάς των εις τας οπάς αποτόμων βράχων.

Ιερ. 31,29          ἤκουσα ὕβριν Μωάβ, ὕβρισε λίαν ὕβριν αὐτοῦ καὶ ὑπερηφανίαν αὐτοῦ, καὶ ὑψώθη ἡ καρδία αὐτοῦ.

Ιερ. 31,29                 Ηκουσα την αλαζονείαν των Μωαβιτών. Κατελήφθη από πολλήν υπερηφάνειαν και αναίδειαν. Υψώθη εγωϊστικώς η καρδία του λαού αυτού.

Ιερ. 31,30          ἐγὼ δὲ ἔγνων ἔργα αὐτοῦ· οὐχὶ τὸ ἱκανὸν αὐτοῦ, οὐχ οὕτως ἐποίησε.

Ιερ. 31,30                  Εγώ γνωρίζω τα έργα της αλαζονείας και επιδείξεώς του. Ο εγωισμός του και αι φιλοδοξίαι του ήσαν ανώτερα από την άξίαν και τα έργα του.

Ιερ. 31,31          διὰ τοῦτο ἐπὶ Μωὰβ ὀλολύζετε πάντοθεν, βοήσατε ἐπ᾿ ἄνδρας κειράδας αὐχμοῦ·

Ιερ. 31,31                  Δια τούτο θρηνείτε από παντού δια τον όλεθρον της Μωάβ. Κραυγάσατε με πόνον δια τους αιχμαλώτους, των οποίων εις ένδειξιν καταφρονήσεως εξύρισαν την κεφαλήν και τον πώγωνα και τους εγκατέλειψαν εις στέρησιν.

Ιερ. 31,32          ὡς κλαυθμὸν Ἰαζὴρ ἀποκλαύσομαί σοι, ἄμπελος Σεβημά, κλήματά σου διῆλθε θάλασσαν, Ἰαζὴρ ἥψαντο· ἐπὶ ὀπώραν σου, ἐπὶ τρυγηταῖς σου ὄλεθρος ἐπέπεσε.

Ιερ. 31,32                  Οπως κλαίει η Ιαζήρ την καταστροφήν της, θα κλαύσω και εγώ δια σε αμπελοφόρε Σεβημά. Τα κλήματά σου επεξετάθησαν έως την Νεκράν Θαλασσαν, έφθασαν εις την Ιαζήρ. Εις τας οπώρας των δένδρων σου και στον τρυγητόν των αμπέλων σου επέπεσεν όλεθρος.

Ιερ. 31,33          συνεψήθη χαρμοσύνη καὶ εὐφροσύνη ἐκ τῆς Μωαβίτιδος καὶ οἶνος ἦν ἐπὶ ληνοῖς σου· πρωΐ οὐκ ἐπάτησαν οὐδὲ δείλης, οὐκ ἐποίησαν αἰδάδ.

Ιερ. 31,33                  Εκάησαν και εξηφανίσθησαν χαρά και ευφροσύνη από την χώραν Μωάβ. Ο οίνος ευρίσκετο ακόμα στους ληνούς, όταν επέδραμον οι εχθροί. Αλλα ούτε το πρωί ούτε το απόγευμα επάτησαν πλέον τας σταφυλάς οι Μωαβίται. Δεν έβγαλαν τας συνήθεις χαρμοσύνους κραυγάς δια τον τρυγητόν και το πάτημα των σταφυλών.

Ιερ. 31,34          ἀπὸ κραυγῆς Ἐσεβὼν ἕως Ἐλεαλὴ αἱ πόλεις αὐτῶν ἔδωκαν φωνὴν αὐτῶν, ἀπὸ Ζογὸρ ἕως Ὠρωναὶμ καὶ Ἀγλάθ-Σαλισία, ὅτι καὶ τὸ ὕδωρ Νεβρεὶν εἰς κατάκαυμα ἔσται.

Ιερ. 31,34                  Από την κραυγήν της Εσεβών έως την Ελεαλή, όλαι αι πόλεις αφήκαν κραυγάς οδύνης και πόνου. Από Ζογόρ έως Ωρωναίμ και από Αγλαθ-Σαλισία, διότι και αυτά τα πηγαία ύδατα της Νεβρείν παρεδόθησαν εις πυρκαϊάν, εις καταστροφήν, και η χώρα έμεινε άνυδρος και ξηρά.

Ιερ. 31,35          καὶ ἀπολῶ τὸν Μωάβ, φησὶ Κύριος, ἀναβαίνοντα ἐπὶ τὸν βωμὸν καὶ θυμιῶντα θεοῖς αὐτοῦ.

Ιερ. 31,35                  Θα εξολοθρεύσω τους Μωαβίτας, λέγει ο Κυριος, κάθε άνθρωπον, ο οποίος ανεβαίνει προς τους βωμούς και προσφέρει θυμίαμα στους ειδωλικους θεούς του.

Ιερ. 31,36          διὰ τοῦτο καρδία μου, Μωάβ, ὥσπερ αὐλοὶ βομβήσουσι, καρδία μου ἐπ᾿ ἀνθρώπους κειράδας ὥσπερ αὐλὸς βομβήσει· διὰ τοῦτο ἃ περιεποιήσατο, ἀπώλετο ἀπὸ ἀνθρώπου.

Ιερ. 31,36                  Δια τούτο η καρδία μου, ω χώρα Μωάβ, βομβεί, ως εάν πολλοί αυλοί αναδίδουν ήχον. Η καρδία μου θα αποδώση βόμβον ωσάν αυλός, δι' ανθρώπους αιχμαλώτους, τους οποίους εις καταφρόνησιν έχουν κουρεύσει και ξυρίσει. Εκείνα τα οποία επί τόσον χρόνον η χώρα Μωάβ είχεν αποκτήσει και περιποιηθή, κατεστράφησαν από τους εχθρούς.

Ιερ. 31,37          πᾶσαν κεφαλὴν ἐν παντὶ τόπῳ ξυρηθήσονται, καὶ πᾶς πώγων ξυρηθήσεται, καὶ πᾶσαι χεῖρες κόψονται, καὶ ἐπὶ πάσης ὀσφύος σάκκος.

Ιερ. 31,37                  Εις κάθε τόπον θα ξυρίσουν την κεφαλήν των ανθρώπων της Μωάβ· θα ξυρισθή και το γένειάν των· θα κατακοπούν τα χέρια των και όλαι αι οσφύες των θα περιζωσθούν πένθιμον σάκκινον ένδυμα.

Ιερ. 31,38          καὶ ἐπὶ πάντων τῶν δωμάτων Μωὰβ καὶ ἐπὶ ταῖς πλατείαις αὐτῆς, ὅτι συνέτριψα τὸν Μωάβ, φησὶ Κύριος, ὡς ἀγγεῖον, οὗ οὐκ ἔστι χρεία αὐτοῦ.

Ιερ. 31,38                  Ολολυγμός και θρήνος θα ακούεται επάνω εις όλα τα δώματα της Μωάβ και εις τας πλατείας αυτής, διότι εγώ συνέτριψα την χώραν Μωάβ, λέγει Κυριος, όττως συντρίβει κανείς ένα πήλινον αγγείον, που δεν το χρειάζεται πλέον.

Ιερ. 31,39          πῶς κατήλλαξε; πῶς ἔστρεψε νῶτον Μωάβ; ᾐσχύνθη καὶ ἐγένετο Μωὰβ εἰς γέλωτα καὶ ἐγκότημα πᾶσι τοῖς κύκλῳ αὐτῆς.

Ιερ. 31,39                  Πως κατετροπώθη η Μωάβ; Πως οι άνδρες της έστρεψαν πανικόβλητοι τα νώτα των στους εχθρούς; Κατεντροπιάσθη, έγινεν η χώρα Μωάβ περίγελως, αντικείμενον της οργής όλων των κύκλω αυτής.

Ιερ. 31,40          ὅτι οὕτως εἶπε Κύριος·

Ιερ. 31,40                 Διότι έτσι είπεν ο Κυριος·

Ιερ. 31,41          ἐλήφθη Ἀκκαριώθ, καὶ τὰ ὀχυρώματα συνελήφθη·

Ιερ. 31,41                  εκυριεύθη η Ακκαριώθ και τα οχυρώματα αυτής κατελήφθησαν.

Ιερ. 31,42          καὶ ἀπολεῖται Μωὰβ ἀπὸ ὄχλου, ὅτι ἐπὶ τὸν Κύριον ἐμεγαλύνθη.

Ιερ. 31,42                 Η Μωάβ θα καταστροφή ανάμεσα από τους λαούς, διότι υπερηφανεύθη εναντίον του Κυρίου.

Ιερ. 31,43          παγὶς καὶ φόβος καὶ βόθυνος ἐπὶ σοί, καθήμενος Μωάβ·

Ιερ. 31,43                  Παγίδες και φόβοι και λάκκοι υπάρχουν δια σας, που κατοικείτε την χώραν Μωάβ.

Ιερ. 31,44          ὁ φεύγων ἀπὸ προσώπου τοῦ φόβου ἐμπεσεῖται εἰς τὸν βόθυνον, καὶ ὁ ἀναβαίνων ἐκ τοῦ βοθύνου συλληφθήσεται ἐν τῇ παγίδι, ὅτι ἐπάξω ταῦτα ἐπὶ Μωὰβ ἐν ἐνιαυτῷ ἐπισκέψεως αὐτῆς.

Ιερ. 31,44                 Εκείνος, ο οποίος θα διαφύγη τον φόβον και τον κίνδυνον εκ μέρους των ανθρώπων, θα πέση στον λάκκον· και εκείνος ο οποιος ανεβαίνει από τον λάκκον, θα συλληφθή εις την παγίδα αιχμάλωτος. Αυτά θα επιφέρω εναντίον της Μωάβ κατά τον χρόνον, που θα την επισκεφθώ προς δικαίαν τιμωρίαν της.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 32 (Μασ. 25,15­­-38)

 

Ὅσα ἐπροφήτευσεν Ἱερεμίας ἐπὶ πάντα τὰ ἔθνη.

Οσα προεφήτευσεν ο Ιερεμίας εναντίον όλων των εθνών (Μασ. ΚΕ', 15-38).

Ιερ. 32,1            Οὕτως εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· λαβὲ τὸ ποτήριον τοῦ οἴνου τοῦ ἀκράτου τούτου ἐκ χειρός μου καὶ ποτιεῖς πάντα τὰ ἔθνη, πρὸς ἃ ἐγὼ ἀποστέλλω σε πρὸς αὐτούς,

Ιερ. 32,1                    Κατ' αυτόν τον τρόπον ο Κυριος, ο Θεός του Ισραηλιτικού λαού, ωμίλησε προς τον Ιερεμίαν. Παρε από το χέρι μου το ποτήριον τούτο, που περιέχει άκρατον οίνον, και θα ποτίσης όλα τα έθνη, προς τα οποία εγώ θα σε αποστείλω.

Ιερ. 32,2            καὶ πίονται καὶ ἐξεμοῦνται καὶ ἐκμανήσονται ἀπὸ προσώπου τῆς μαχαίρας, ἧς ἐγὼ ἀποστέλλω ἀνὰ μέσον αὐτῶν.

Ιερ. 32,2                   Θα πιουν από αυτόν, θα κάμουν εμετόν, θα περιέλθουν εις κατάστασιν αλλοφροσύνης, όταν αντικρύσουν την μάχαιραν την εχθρικήν, την οποίαν εγώ θα αποστείλω εναντίον των.

Ιερ. 32,3            καὶ ἔλαβον τὸ ποτήριον ἐκ χειρὸς Κυρίου καὶ ἐπότισα τὰ ἔθνη, πρὸς ἃ ἀπέστειλέ με Κύριος ἐπ᾿ αὐτά,

Ιερ. 32,3                   Ελαβον, λέγει ο Ιερεμίας, το ποτήριον από τα χέρια του Κυρίου και επότισα τα έθνη, προς τα οποία ο Κυριος με απέστειλε·

Ιερ. 32,4            τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὰς πόλεις Ἰούδα καὶ βασιλεῖς Ἰούδα καὶ ἄρχοντας αὐτοῦ τοῦ θεῖναι αὐτὰς εἰς ἐρήμωσιν καὶ εἰς ἄβατον καὶ εἰς συριγμὸν

Ιερ. 32,4                   την Ιερουσαλήμ και τας πόλεις της περιοχής Ιούδα, τους βασιλείς και τους άρχοντας του βασιλείου του ιουδαϊκού, δια να γίνουν όλα αυτά έρημα, αδιάβατα, αντικείμενα εμπαικτικού συριγμού.

Ιερ. 32,5            καὶ τὸν Φαραὼ βασιλέα Αἰγύπτου καὶ τοὺς παῖδας αὐτοῦ καὶ τοὺς μεγιστᾶνας αὐτοῦ

Ιερ. 32,5                   Επότισα επίσης τον Φαραώ, βασιλέα της Αιγύπτου, και τους μεγιστάνας αυτού,

Ιερ. 32,6            καὶ πάντα τὸν λαὸν αὐτοῦ καὶ πάντας τοὺς συμμείκτους καὶ πάντας τοὺς βασιλεῖς ἀλλοφύλων, τὴν Ἀσκάλωνα καὶ τὴν Γάζαν καὶ τὴν Ἀκκάρων καὶ τὸ ἐπίλοιπον Ἀζώτου

Ιερ. 32,6                   όλον τον λαόν του, όλον τον σύμμικτον πληθυσμόν και όλους τους βασιλείς των Φιλισταίων, όπως επίσης την Ασκάλωνα, την Γαζαν, την Ακκαρών και τους λοιπούς κατοίκους της Αζώτου.

Ιερ. 32,7            καὶ τὴν Ἰδουμαίαν καὶ τὴν Μωαβῖτιν καὶ τοὺς υἱοὺς Ἀμμὼν

Ιερ. 32,7                   Επότισα ακόμη την Ιδουμαίαν, την χώραν Μωάβ, τους Αμμωνίτας,

Ιερ. 32,8            καὶ βασιλεῖς Τύρου καὶ βασιλεῖς Σιδῶνος καὶ βασιλεῖς τοὺς ἐν τῷ πέραν τῆς θαλάσσης

Ιερ. 32,8                   τους βασιλείς της Τυρου, τους βασιλείς της Σιδώνος, τους βασιλείς, οι οποίοι ευρίσκονται πέραν από την Μεσόγειον Θαλασσαν.

Ιερ. 32,9            καὶ τὴν Δαιδὰν καὶ τὴν Θαιμὰν καὶ τὴν Ῥῶς καὶ πᾶν περικεκαρμένον κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ

Ιερ. 32,9                   Επότισα την Δαιδάν και την Θαιμάν και την Ρως και όλους εκείνους, οι οποίοι έχουν περικόψει το γένειον του προσώπου των εις τιμήν ειδωλικών θεών·

Ιερ. 32,10          καὶ πάντας τοὺς συμμείκτους τοὺς καταλύοντας ἐν τῇ ἐρήμῳ

Ιερ. 32,10                 όλους τους αναμίκτους λαούς, οι οποίοι έχουν τα καταλύματά των εις την έρημον,

Ιερ. 32,11          καὶ πάντας βασιλεῖς Αἰλὰμ καὶ πάντας βασιλεῖς Περσῶν

Ιερ. 32,11                  όλους τους βασιλείς Αιλάμ και όλους τους βασιλείς των Περσών,

Ιερ. 32,12          καὶ πάντας βασιλεῖς ἀπὸ ἀπηλιώτου τοὺς πόῤῥω καὶ τοὺς ἐγγύς, ἕκαστον πρὸς τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, καὶ πάσας βασιλείας τὰς ἐπὶ προσώπου τῆς γῆς.

Ιερ. 32,12                 όλους τους βασιλείς προς τας ανατολικάς περιοχάς τους μακράν και τους πλησίον, τον ένα και τον άλλον, και όλας τας βασιλείας, που υπάρχουν στο πρόσωπον της γης.

Ιερ. 32,13          καὶ ἐρεῖς αὐτοῖς· οὕτως εἶπε Κύριος παντοκράτωρ· πίετε καὶ μεθύσθητε καὶ ἐξεμέσετε καὶ πεσεῖσθε καὶ οὐ μὴ ἀναστῆτε ἀπὸ προσώπου τῆς μαχαίρας, ἧς ἐγὼ ἀποστέλλω ἀνὰ μέσον ὑμῶν.

Ιερ. 32,13                  Εις όλους αυτούς, του λέγει ο Θεός, θα είπης, έτσι ωμίλησεν ο Κυριος, ο παντοκράτωρ· Πιετε, μεθύσετε, κάμετε εμετόν, θα πέσετε εις την γην και δεν θα ημπορέσετε να εγερθήτε ενώπιον της εχθρικής μαχαίρας, την οποίαν εγώ αποστέλλω ανάμεσά σας.

Ιερ. 32,14          καὶ ἔσται ὅταν μὴ βούλωνται δέξασθαι τὸ ποτήριον ἐκ τῆς χειρός σου ὥστε πιεῖν, καὶ ἐρεῖς· οὕτως εἶπε Κύριος· πιόντες πίεσθε·

Ιερ. 32,14                 Εάν τυχόν δεν θελήσουν να δεχθούν το ποτήριον αυτό από τα χέρια σου, ώστε να πίουν το περιεχόμενόν του, θα πης προς αυτούς· Ετσι είπεν ο Κυριος θέλοντες και μη θα πίετε από αυτό.

Ιερ. 32,15          ὅτι ἐν πόλει, ἐν ᾗ ὠνομάσθη τὸ ὄνομά μου ἐπ᾿ αὐτήν, ἐγὼ ἄρχομαι κακῶσαι, καὶ ὑμεῖς καθάρσει οὐ μὴ καθαρισθῆτε, ὅτι μάχαιραν ἐγὼ καλῶ ἐπὶ πάντας τοὺς καθημένους ἐπὶ τῆς γῆς.

Ιερ. 32,15                  Εφ' όσον εγώ έχω αρχίσει να στέλλω τιμωρίας και συμφοράς εναντίον πόλεως, η οποία φέρει το όνομά μου, εναντίον της Ιερουσαλήμ, σεις δεν θα υποστήτε την καθαρτήριον αυτήν τιμωρίαν; Θα τιμωρήσω και σας, διότι εγώ προσκαλώ την εχθρικήν μάχαιραν εναντίον όλων των αμαρτωλών κατοίκων της γης.

Ιερ. 32,16          καὶ σὺ προφητεύσεις ἐπ᾿ αὐτοὺς τοὺς λόγους τούτους καὶ ἐρεῖς· Κύριος ἀφ᾿ ὑψηλοῦ χρηματιεῖ, ἀπὸ τοῦ ἁγίου αὐτοῦ δώσει φωνὴν αὐτοῦ, λόγον χρηματιεῖ ἐπὶ τοῦ τόπου αὐτοῦ, καὶ αἰδὰδ ὥσπερ τρυγῶντες ἀποκριθήσονται· καὶ ἐπὶ καθημένους τὴν γῆν ἥκει ὄλεθρος

Ιερ. 32,16                 Θα προφητεύσης δε προς αυτούς ακόμη και τούτους τους λόγους· ο Κυριος από του ύψους του θρόνου του διαλαλεί τας αποφάσστου. Από τον ιερόν του οίκον, τον ναόν. θα δώση την φωνήν του, θα εκφράση τας αποφάσστου από τον Ιερόν τόπον· και ζωηραί κραυγαί ωσάν τας κραυγάς των τρυγώντων τας αμπέλους θα αποκριθούν. Εις τους κατοίκους της γης έρχεται πλέον ο όλεθρος.

Ιερ. 32,17          ἐπὶ μέρος τῆς γῆς, ὅτι κρίσις τῷ Κυρίῳ ἐν τοῖς ἔθνεσι, κρίνεται αὐτὸς πρὸς πᾶσαν σάρκα, οἱ δὲ ἀσεβεῖς ἐδόθησαν εἰς μάχαιραν, λέγει Κύριος.

Ιερ. 32,17                  Εις τα πέρατα της γης θα φθάση η κραυγή της δικαίας αποφάσεώς του, διότι ο Κυριος καταδικάζει τα έθνη, στήνει κρίσιν και παίρνει καταδικαστικήν απόφασιν αυτός εναντίον κάθε ανθρώπου. Οι ασεβείς παρεδόθησαν και θα παραδοθούν εις την μάχαιραν του ολέθρου, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 32,18          οὕτως εἶπε Κύριος· ἰδοὺ κακὰ ἔρχεται ἀπὸ ἔθνους ἐπὶ ἔθνος, καὶ λαῖλαψ μεγάλη ἐκπορεύεται ἀπ᾿ ἐσχάτου τῆς γῆς.

Ιερ. 32,18                 Ούτως είπεν ο Κυριος· Ιδού, έρχονται σύμφοραί από ένα έθνος εις άλλο έθνος, θύελλα μεγάλη επέρχεται από τα άκρα της γης.

Ιερ. 32,19          καὶ ἔσονται τραυματίαι ὑπὸ Κυρίου ἐν ἡμέρᾳ Κυρίου, ἐκ μέρους τῆς γῆς, καὶ ἕως εἰς μέρος τῆς γῆς· οὐ μὴ κατορυγῶσιν, εἰς κόπρια ἐπὶ προσώπου τῆς γῆς ἔσονται.

Ιερ. 32,19                 Θα θανατωθούν οι άνθρωποι από τον Κυριον κατά την ημέραν της δικαίας αποφάσεώς και τιμωρίας εκ μέρους του Κυρίου. Από το ένα άκρον της γης έως το άλλο άκρον τα πτώματά των δεν θα ταφούν. θα μείνουν, ως κόπρος εις λίπανσιν της γης.

Ιερ. 32,20          ἀλαλάξατε, ποιμένες, καὶ κεκράξατε· καὶ κόπτεσθε οἱ κριοὶ τῶν προβάτων, ὅτι ἐπληρώθησαν αἱ ἡμέραι ὑμῶν εἰς σφαγήν, καὶ πεσεῖσθε ὥσπερ οἱ κριοὶ οἱ ἐκλεκτοί·

Ιερ. 32,20                 Ξεσπάσατε εις θρηνώδεις αλαλαγμούς άρχοντες του λαού, κραυγάσατε, θρηνήσατε με κοπετούς σεις, οι οποίοι, όπως οι κριοι δια τα πρόβατα, είσθε αρχηγοί των λαών, διότι συνεπληρώθησαν πλέον αι ημέραι σας δια την σφαγήν και θα πέσετε σφαζόμενοι, όπως οι εκλεκτοί, κριοι.

Ιερ. 32,21          καὶ ἀπολεῖται φυγὴ ἀπὸ τῶν ποιμένων καὶ σωτηρία ἀπὸ τῶν κριῶν τῶν προβάτων.

Ιερ. 32,21                 Δεν θα υπάρξη κανείς τρόπος διαφυγής δια τους ποιμένας αυτούς, καμμία σωτηρία δια τους πνευματικούς αυτούς ηγέτας των λογικών προβάτων.

Ιερ. 32,22          φωνὴ κραυγῆς τῶν ποιμένων καὶ ἀλαλαγμὸς τῶν προβάτων καὶ τῶν κριῶν, ὅτι ὠλόθρευσε Κύριος τὰ βοσκήματα αὐτῶν,

Ιερ. 32,22                 Θα ακουσθή θρηνώδης κραυγή των αρχόντων αυτών, αλαλαγμός φοβερός των προβάτων και των κριών, διότι ο Κυριος κατέστρεψε τας βοσκάς των, τας πόλεις εις τας οποίας έμεναν.

Ιερ. 32,23          καὶ παύσεται τὰ κατάλοιπα τῆς εἰρήνης ἀπὸ προσώπου ὀργῆς θυμοῦ μου.

Ιερ. 32,23                 Και όση, τυχόν, ειρήνη είχε κάπου απομείνει εις την γην, θα παύση πλέον εξ αιτίας του ωργισμένου προσώπου του Κυρίου.

Ιερ. 32,24          ἐγκατέλιπεν ὥσπερ λέων κατάλειμμα αὐτοῦ, ὅτι ἐγενήθη ἡ γῆ αὐτῶν εἰς ἄβατον ἀπὸ προσώπου τῆς μαχαίρας τῆς μεγάλης.

Ιερ. 32,24                 Ωσάν λέων αφήκε το κατάλοιπον της θήρας του. Ολη η χώρα των αμαρτωλών ανθρώπων έγινεν έρημος και άβατος εξ αιτίας της φοβεράς μαχαίρας του ολέθρου και της καταστροφής.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 33 (Μασ. 26)

 

Ιερ. 33,1            Ἐν ἀρχῇ βασιλέως Ἰωακεὶμ υἱοῦ Ἰωσία ἐγενήθη ὁ λόγος οὗτος παρὰ Κυρίου·

Ιερ. 33,1                    Ο κατωτέρω λόγος απηυθύνθη από το Κυριον προς τον Ιερεμίαν κατά αρχήν της βασιλείας του βασιλέως Ιωκείμ, υιού του Ιωσίου.

Ιερ. 33,2            οὕτως εἶπε Κύριος· στῆθι ἐν αὐλῇ οἴκου Κυρίου καὶ χρηματιεῖς ἅπασι τοῖς Ἰουδαίοις καὶ πᾶσι τοῖς ἐρχομένοις προσκυνεῖν ἐν οἴκῳ Κυρίου ἅπαντας τοὺς λόγους, οὓς συνέταξά σοι χρηματίσαι αὐτοῖς, μὴ ἀφέλῃς ῥῆμα·

Ιερ. 33,2                   Ετσι ωμίλησε και είπεν ο Κυριος· Στάσου εις την αυλήν του ναού του Κυρίου και θα αναγγείλης εις όλους ανεξαιρέτως τους Ιουδαίους και εις όλους όσοι έρχονται προσκυνήσουν στον οίκον του Κυρίου όλους τους λόγους, τους οποίους σε διέταξα να ανακοινώσης. Δεν θα αφαιρέσης ούτε μίαν λέξιν.

Ιερ. 33,3            ἴσως ἀκούσονται καὶ ἀποστραφήσονται ἕκαστος ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτοῦ τῆς πονηρᾶς, καὶ παύσομαι ἀπὸ τῶν κακῶν, ὧν ἐγὼ λογίζομαι τοῦ ποιῆσαι αὐτοῖς ἕνεκεν τῶν πονηρῶν ἐπιτηδευμάτων αὐτῶν.

Ιερ. 33,3                    Ισως ακούσουν και δεχθούν τους λόγους μου και ο καθένας από αυτούς απομακρυνθή από την οδον του την πονηράν και εγώ θα σταματήσω τας συμφοράς, τας οποίας σκέπτομαι να εξαπαστείλω εναντίον αυτών, εξ αιτίας των πονηρών έργων των.

Ιερ. 33,4            καὶ ἐρεῖς· οὕτως εἶπε Κύριος· ἐὰν μὴ ἀκούσητέ μου τοῦ πορεύεσθαι ἐν τοῖς νομίμοις μου, οἷς ἔδωκα κατὰ πρόσωπον ὑμῶν,

Ιερ. 33,4                   Θα πης. λοιπόν, προς αυτούς· ''Ετσι είπεν ο Κυριος· εάν δεν υπακούσετε εις εμέ, ώστε να πορεύεσθε και να ζήτε σύμφωνα με τους Νομους, τους οποίους εγώ έχω δώσει ενώπιον σας.

Ιερ. 33,5            εἰσακούειν τῶν λόγων τῶν παίδων μου τῶν προφητῶν, οὓς ἐγὼ ἀποστέλλω πρὸς ὑμᾶς ὄρθρου, καὶ ἀπέστειλα καὶ οὐκ ἠκούσατέ μου,

Ιερ. 33,5                    Να υπακούσετε στους λόγους των δούλων μου, των προφητών τους οποίους εγώ στέλλω προς σας λίαν ενωρίς, όπως και τους απέστειλα, αλλά δεν ηθελήσατε να υπακούσετε εις την φωνήν μου,

Ιερ. 33,6            καὶ δώσω τὸν οἶκον τοῦτον ὥσπερ Σηλὼ καὶ τὴν πόλιν δώσω εἰς κατάραν πᾶσι τοῖς ἔθνεσι πάσης τῆς γῆς.

Ιερ. 33,6                   θα παραδώσω τον ναόν τούτον εις καταστροφήν, όπως και την Σηλώ, και την πόλιν αυτήν θα παραδώσως στους εχθρούς ως κατάραν εις όλα τα έθνη ολοκλήρου της οικουμένης.

Ιερ. 33,7            καὶ ἤκουσαν οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ψευδοπροφῆται καὶ πᾶς ὁ λαὸς τοῦ Ἱερεμίου λαλοῦντος τοὺς λόγους τούτους ἐν οἴκῳ Κυρίου.

Ιερ. 33,7                    Ηκουσαν οι ιερείς, οι ψευδοπροφήται και όλος ο λαός τον Ιερεμίαν να αναγγέλη τους λόγους αυτούς στον οίκον του Κυρίου.

Ιερ. 33,8            καὶ ἐγένετο Ἱερεμίου παυσαμένου λαλοῦντος πάντα, ἃ συνέταξε Κύριος αὐτῷ λαλῆσαι παντὶ τῷ λαῷ, καὶ συνελάβοσαν αὐτὸν οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ψευδοπροφῆται καὶ πᾶς ὁ λαὸς λέγων· θανάτῳ ἀποθανῇ,

Ιερ. 33,8                   Οταν δε ο Ιερεμίας έπαυσε να λέγη όλα αυτά τα λόγια, τα οποία τον διέταξεν ο Κυριος να είπη εις όλον τον λαόν, συνέλαβαν τον Ιερεμίαν οι ιερείς και οι ψευδοπροφήται και όλος ο λαός, και ειπαν· “οπωσδήποτε θα καταδικασθής εις θάνατον

Ιερ. 33,9            ὅτι ἐπροφήτευσας τῷ ὀνόματι Κυρίου λέγων· ὥσπερ Σηλὼ ἔσται ὁ οἶκος οὗτος καὶ ἡ πόλις αὕτη ἐρημωθήσεται ἀπὸ κατοικούντων· καὶ ἐξεκκλησιάσθη πᾶς ὁ λαὸς ἐπὶ Ἱερεμίαν ἐν οἴκῳ Κυρίου. -

Ιερ. 33,9                   διότι ωμιλησες εν ονόματι του Κυρίου και είπες· ο οίκος ούτος, ο ναός, θα γίνη όπως η Σηλώ· και η πόλις αυτή, η Ιερουσαλήμ, θα μείνη έρημος από κατοίκους”. Συγκεντρώθη δε όλος ο Ισραηλιτικός λαός εις την αυλήν του ναού του Κυρίου εναντίον του Ιερεμίου.

Ιερ. 33,10          Καὶ ἤκουσαν οἱ ἄρχοντες Ἰούδα τὸν λόγον τοῦτον καὶ ἀνέβησαν ἐξ οἴκου τοῦ βασιλέως εἰς οἶκον Κυρίου καὶ ἐκάθισαν ἐν προθύροις πύλης Κυρίου τῆς καινῆς.

Ιερ. 33,10                  Ηκουσαν οι άρχοντες του Ιουδαϊκού βασιλείου το γεγονός αυτό και ανέβησαν από τον βασιλικόν οίκον στον ναόν του Κυρίου, εκάθισαν ως δικασταί εις την είσοδον της νέας πύλης της αυλής του ναού του Κυρίου.

Ιερ. 33,11          καὶ εἶπαν οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ψευδοπροφῆται πρὸς τοὺς ἄρχοντας καὶ παντὶ τῷ λαῷ· κρίσις θανάτου τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ, ὅτι ἐπροφήτευσε κατὰ τῆς πόλεως ταύτης, καθὼς ἠκούσατε ἐν τοῖς ὠσὶν ὑμῶν.

Ιερ. 33,11                  Οι ιερείς δε και οι ψευδοπροφήται είπαν προς τους άρχοντας και εις όλον τον λαόν· “καταδικαστική απόφασις θανάτου πρέπει να εκδοθή εναντίον του ανθρώπου αυτού, διότι επροφήτευσεν εναντίον της πόλεως αυτής, όπως άλλως τε και σεις οι ίδιοι ηκούσατε με τα αυτιά σας”.

Ιερ. 33,12          καὶ εἶπεν Ἱερεμίας πρὸς τοὺς ἄρχοντας καὶ παντὶ τῷ λαῷ λέγων· Κύριος ἀπέστειλέ με προφητεῦσαι ἐπὶ τὸν οἶκον τοῦτον καὶ ἐπὶ τὴν πόλιν ταύτην πάντας τοὺς λόγους, οὓς ἠκούσατε.

Ιερ. 33,12                  Ο Ιερεμίας είπε τότε προς τους άρχοντας και προς όλον τον λαόν· “ο Κυριος με έστειλε να προφητεύσω εναντίον του ναού τούτου και εναντίον της πόλεως αυτής, της Ιερουσαλήμ, όλους τους λόγους τους οποίους σεις ηκούσατε.

Ιερ. 33,13          καὶ νῦν βελτίους ποιήσατε τὰς ὁδοὺς ὑμῶν καὶ τὰ ἔργα ὑμῶν καὶ ἀκούσατε τῆς φωνῆς Κυρίου, καὶ παύσεται Κύριος ἀπὸ τῶν κακῶν, ὧν ἐλάλησεν ἐφ᾿ ὑμᾶς.

Ιερ. 33,13                  Και τώρα, εάν θέλετε να σωθήτε, κάμετε καλυτέρους και συμφώνους με το θέλημα του Θεού τους δρόμους της ζωής σας και τα έργα σας. Ακούσατε την φωνήν του Κυρίου, και τότε ο Κυριος δεν θα αποστείλη εναντίον σας τας συμφοράς περί των οποίων εγώ σας ωμίλησα.

Ιερ. 33,14          καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἐν χερσὶν ὑμῶν· ποιήσατέ μοι ὡς συμφέρει καὶ ὡς βέλτιον ὑμῖν.

Ιερ. 33,14                  Ιδού εγώ είμαι εις τα χέρια σας, πράξατε δι' εμέ όπως σας συμφέρει και όπως σεις νομίζετε δια τους εαυτούς σας καλύτερον.

Ιερ. 33,15          ἀλλ᾿ ἢ γνόντες γνώσεσθε ὅτι, εἰ ἀναιρεῖτέ με, αἷμα ἀθῷον δίδοτε ἐφ᾿ ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τὴν πόλιν ταύτην καὶ ἐπὶ τοὺς κατοικοῦντας ἐν αὐτῇ· ὅτι ἐν ἀληθείᾳ ἀπέσταλκέ με Κύριος πρὸς ὑμᾶς λαλῆσαι εἰς τὰ ὦτα ὑμῶν πάντας τοὺς λόγους τούτους.

Ιερ. 33,15                  Μαθετε όμώς και κατανοήσατε καλά τούτο· ότι εάν με θανατώσετε, θα πέση επάνω εις σας και εις την πόλιν αυτήν και στους κατοίκους αυτής το αθώον αίμα, που θα χύσετε. Διότι όντως ο Κυριος με απέστειλε προς σας να είπω εις τα αυτιά όλων όλους αυτούς τους λόγους”.

Ιερ. 33,16          καὶ εἶπον οἱ ἄρχοντες καὶ πᾶς ὁ λαὸς πρὸς τοὺς ἱερεῖς καὶ πρὸς τοὺς ψευδοπροφήτας· οὐκ ἔστι τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ κρίσις θανάτου, ὅτι ἐπὶ τῷ ὀνόματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἐλάλησε πρὸς ἡμᾶς.

Ιερ. 33,16                  Οι άρχοντες και όλος ο λαός είπαν προς τους ιερείς και προς τους ψευδοπροφήτας· “δεν πρέπει ο άνθρωπος αυτός να καταδικασθή εις θάνατον, διότι εξ ονόματος του Κυρίου του Θεού μας ελάλησε προς ημάς”.

Ιερ. 33,17          καὶ ἀνέστησαν ἄνδρες τῶν πρεσβυτέρων τῆς γῆς καὶ εἶπαν πάσῃ τῇ συναγωγῇ τοῦ λαοῦ·

Ιερ. 33,17                  Τοτε εσηκώθησαν μερικοί άνδρες από τους πρεσβυτέρους της χώρας και είπαν εις όλην την συγκέντρωσιν του λαού·

Ιερ. 33,18          Μιχαίας ὁ Μωραθίτης ἦν ἐν ταῖς ἡμέραις Ἐζεκίου βασιλέως Ἰούδα καὶ εἶπε παντὶ τῷ λαῷ Ἰούδα· οὕτως εἶπε Κύριος· Σιὼν ὡς ἀγρὸς ἀροτριαθήσεται, καὶ Ἱερουσαλὴμ εἰς ἄβατον ἔσται καὶ τὸ ὄρος τοῦ οἴκου εἰς ἄλσος δρυμοῦ.

Ιερ. 33,18                  “Ο Μιχαίας ο Μωραθίτης εζούσεν επί της εποχής Εζεκίου, του βασιλέως Ιούδα, και είπεν εις όλον τον ιουδαϊκόν λαόν· Ετσι είπεν ο Κυριος η Σιών θα οργωθή ώσαν χωράφι και η Ιερουσαλήμ θα γίνη άβατος και ακατοίκητος και το όρος τούτο, επί του οποίου υπάρχει ο ναός του Κυρίου, θα γίνη πυκνόν δάσος.

Ιερ. 33,19          μὴ ἀνελὼν ἀνεῖλεν αὐτὸν Ἐζεκίας καὶ πᾶς Ἰούδα; οὐχ ὅτι ἐφοβήθησαν τὸν Κύριον καὶ ὅτι ἐδεήθησαν τοῦ προσώπου Κυρίου, καὶ ἐπαύσατο Κύριος ἀπὸ τῶν κακῶν, ὧν ἐλάλησεν ἐπ᾿ αὐτούς; καὶ ἡμεῖς ἐποιήσαμεν κακὰ μεγάλα ἐπὶ ψυχὰς ἡμῶν.

Ιερ. 33,19                  Μηπως δια τούτο τον εφόνευσεν ο Εζεκίας και όλος ο Ιουδαϊκός λαός; Δεν διέπραξαν το αδίκημα τούτο, διότι εφοβήθησαν τον Κυριον και παρεκάλεσαν τον Κυριον και ο Κυριος απεμάκρυνεν από αυτούς τας συμφοράς, περί των οποίων είχεν ομιλήσει ο προφήτης εναντίον των. Και ημείς διεπράξαμεν μεγάλα κακά εις βάρος των ψυχών μας.

Ιερ. 33,20          Καὶ ἄνθρωπος ἦν προφητεύων τῷ ὀνόματι Κυρίου, Οὐρίας υἱὸς Σαμαίου ἐκ Καριαθιαρίμ, καὶ ἐπροφήτευσε περὶ τῆς γῆς ταύτης κατὰ πάντας τοὺς λόγους Ἱερεμίου.

Ιερ. 33,20                 Επίσης και κάποιος άλλος άνθρωπος υπήρχεν, ο οποίος προεφήτευεν εξ ονόματος του Κυρίου, ο Ουρίας υιός του Σαμαίου από την Καριαθιαρίμ, και επροφήτευσε δια την χώραν αυτήν όμοια προς τους λόγους, τους οποίους σήμερα λέγει ο Ιερεμίας.

Ιερ. 33,21          καὶ ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς Ἰωακεὶμ καὶ πάντες οἱ ἄρχοντες πάντας τοὺς λόγους αὐτοῦ καὶ ἐζήτουν ἀποκτεῖναι αὐτόν· καὶ ἤκουσεν Οὐρίας καὶ εἰσῆλθεν εἰς Αἴγυπτον.

Ιερ. 33,21                  Αυτού, λοιπόν, του προφήτου τους λόγους επληροφορήθη ο βασιλεύς Ιωακείμ και όλοι οι άρχοντες και εζήτουν να εύρουν αυτόν, δια να τον θανατώσουν. Ο Ουρίας επληροφορήθη τούτο και κατέφυγεν εις την Αίγυπτον.

Ιερ. 33,22          καὶ ἐξαπέστειλεν ὁ βασιλεὺς ἄνδρας εἰς Αἴγυπτον,

Ιερ. 33,22                 Ο βασιλεύς Ιωακείμ έστειλεν άνδρας εις την Αίγυπτον,

Ιερ. 33,23          καὶ ἐξηγάγοσαν αὐτὸν ἐκεῖθεν καὶ εἰσηγάγοσαν αὐτὸν πρὸς τὸν βασιλέα, καὶ ἐπάταξεν αὐτὸν ἐν μαχαίρᾳ καὶ ἔῤῥιψεν αὐτὸν εἰς τὸ μνῆμα υἱῶν λαοῦ αὐτοῦ.

Ιερ. 33,23                 οι οποίοι έβγαλαν τον προφήτην από εκεί και τον ωδήγησαν προς τον βασιλέα. Αυτός τον εθανάτωσε δια μαχαίρας και το νεκρόν του σώμα το έρριψεν στο νεκροταφείον του λαού”.

Ιερ. 33,24          πλὴν χεὶρ Ἀχεικὰμ υἱοῦ Σαφὰν ἦν μετὰ Ἱερεμίου τοῦ μὴ παραδοῦναι αὐτὸν εἰς χεῖρας τοῦ λαοῦ τοῦ μὴ ἀνελεῖν αὐτόν.

Ιερ. 33,24                 Ο Ιερεμίας όμως διέφυγε την καταδίκην εις θάνατον χάρις εις την επέμβασιν Αχεικάμ υιού του Σαφάν αξιωματούχου εις την αυλήν του Ιωακείμ. Αυτός επενέβη, δια να μη παραδοθή ο Ιερεμίας εις τας χείρας του λαού και τον θανατώσουν.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 34 (Μασ. 27,2-22)

 

Ιερ. 34,2            Οὕτως εἶπε Κύριος· ποίησον σεαυτῷ δεσμοὺς καὶ κλοιοὺς καὶ περίθου περὶ τὸν τράχηλόν σου·

Ιερ. 34,2                   Ετσι ωμίλησεν ο Κυριος προς τον Ιερεμίαν· “Καμε δια τον εαυτόν σου δεσμά και κλοιούς και βάλε τα γύρω από τον λαιμόν σου.

Ιερ. 34,3            καὶ ἀποστελεῖς αὐτοὺς πρὸς βασιλέα Ἰδουμαίας καὶ πρὸς βασιλέα Μωὰβ καὶ πρὸς βασιλέα υἱῶν Ἀμμὼν καὶ πρὸς τὸν βασιλέα Τύρου καὶ πρὸς βασιλέα Σιδῶνος ἐν χερσὶν ἀγγέλων αὐτῶν τῶν ἐρχομένων εἰς ἀπάντησιν αὐτῶν εἰς Ἱερουσαλὴμ πρὸς Σεδεκίαν βασιλέα Ἰούδα.

Ιερ. 34,3                   Επειτα θα αποστείλης αυτούς προς τον βασιλέα της Ιδουμαίας, προς τον βασιλέα των Μωαβιτών, προς τον βασιλέα των Αμμωνιτων, προς τον βασιλέα Τυρου και προς τον βασιλέα της Σιδώνος, δια μέσου των απεσταλμένων αυτών, οι οποίοι έρχονται εις την Ιερουσαλήμ προς συνάντησιν του Σεδεκίου βασιλέως των Ιουδαίων.

Ιερ. 34,4            καὶ συντάξεις αὐτοῖς πρὸς τοὺς κυρίους αὐτῶν εἰπεῖν· οὕτως εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· οὕτως ἐρεῖτε πρὸς τοὺς κυρίους ὑμῶν·

Ιερ. 34,4                   Θα δώσης εντολήν εις αυτούς να είπουν προς τους κυρίους των· “κατ' αυτόν τον τρόπον ωμίλησεν ο Κυριος, ο Θεός του Ισραηλιτικού λαού· αυτά θα πήτε προς τους κυρίους σας.

Ιερ. 34,5            ὅτι ἐγὼ ἐποίησα τὴν γῆν ἐν τῇ ἰσχύϊ μου τῇ μεγάλῃ καὶ ἐν τῷ ἐπιχείρῳ μου τῷ ὑψηλῷ καὶ δώσω αὐτὴν ᾧ ἐὰν δόξῃ ἐν ὀφθαλμοῖς μου.

Ιερ. 34,5                   Εγώ εδημιούργησα την γην με την άπειρόν μου δύναμιν και με την παντοδύναμον δεξιάν μου και δίδω αυτήν εις εκείνον, ο οποίος θα φανή αρεστός στα μάτια μου.

Ιερ. 34,6            ἔδωκα τὴν γῆν τῷ Ναβουχοδονόσορ βασιλεῖ Βαβυλῶνος δουλεύειν αὐτῷ καὶ τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ ἐργάζεσθαι αὐτῷ.

Ιερ. 34,6                   Παρέδωκα, λοιπόν, την χώραν στον Ναβουχοδονόσορα, βασιλέα των Βαβυλωνίων, δια να υπηρετούν αυτόν οι άνθρωποι· και τα θηρία ακόμη του αγρού να εργάζωνται προς χάριν αυτού.

Ιερ. 34,8            καὶ τὸ ἔθνος καὶ ἡ βασιλεία, ὅσοι ἐὰν μὴ ἐμβάλωσι τὸν τράχηλον αὐτῶν ὑπὸ τὸν ζυγὸν βασιλέως Βαβυλῶνος, ἐν μαχαίρᾳ καὶ ἐν λιμῷ ἐπισκέψομαι αὐτούς, εἶπε Κύριος, ἕως ἐκλίπωσιν ἐν χειρὶ αὐτοῦ.

Ιερ. 34,8                   Καθε δε έθνος και κάθε βασιλείαν, όσαι δεν θα υποβάλουν τον τράχηλόν των κάτω από τον ζυγόν του βασιλέως της Βαβυλώνος, εγώ θα τους επισκεφθώ, δια να τους τιμωρήσω με την μάχαιραν και με τον λιμόν, είπεν ο Κυριος, μέχρις ότου εξαφανισθούν δια της χειρός του Ναδουχοδονόσορος.

Ιερ. 34,9            καὶ ὑμεῖς μὴ ἀκούετε τῶν ψευδοπροφητῶν ὑμῶν καὶ τῶν μαντευομένων ὑμῖν καὶ τῶν ἐνυπνιαζομένων ὑμῖν καὶ τῶν οἰωνισμάτων ὑμῶν καὶ τῶν φαρμακῶν ὑμῶν τῶν λεγόντων· οὐ μὴ ἐργάσησθε τῷ βασιλεῖ Βαβυλῶνος,

Ιερ. 34,9                   Και σεις μη ακούετε τους ψευδοπροφήτας σας και εκείνους, οι οποίοι σας λέγουν ψευδομαντείας, και αυτούς που βλέπουν και εξηγούν όνειρα. Μη πιστεύετε στους οιωνούς σας και στους μάγους σας, αυτούς οι οποίοι σας λέγουν· Δεν θα εργασθήτε ως δούλοι στον βασιλέα της Βαβυλώνας.

Ιερ. 34,10          ὅτι ψευδῆ αὐτοὶ προφητεύουσιν ὑμῖν πρὸς τὸ μακρῦναι ὑμᾶς ἀπὸ τῆς γῆς ὑμῶν.

Ιερ. 34,10                 Διότι όλοι αυτοί προφητεύουν ψευδή πράγματα, δια να γίνουν αφορμή να απομακρυνθήτε αιχμάλωτοι και εξόριστοι από την χώραν σας.

Ιερ. 34,11          καὶ τὸ ἔθνος, ὃ ἐὰν εἰσαγάγῃ τὸν τράχηλον αὐτοῦ ὑπὸ τὸν ζυγὸν βασιλέως Βαβυλῶνος καὶ ἐργάσηται αὐτῷ, καὶ καταλείψω αὐτὸν ἐπὶ τῆς γῆς αὐτοῦ, καὶ ἐργᾶται αὐτῷ καὶ ἐνοικήσει ἐν αὐτῇ. -

Ιερ. 34,11                  Το έθνος όμως το οποίον θα υποταχθή υπό τον ζυγόν του βασιλέως ης Βαδυλώνος και θα εργασθή προς χάριν αυτού, αυτό το έθνος εγώ θα το αφήσω ήσυχον εις την χώραν του και θα εργάζεται εις την περιοχήν του και θα κατοικήση ήσυχον εις αυτήν”.

Ιερ. 34,12          Καὶ πρὸς Σεδεκίαν βασιλέα Ἰούδα ἐλάλησα κατὰ πάντας τοὺς λόγους τούτους λέγων· εἰσαγάγετε τὸν τράχηλον ὑμῶν

Ιερ. 34,12                 Και προς τον Σεδεκίαν, βασιλέα του ιουδαϊκού βασιλείου, ωμίλησα όλους τους λόγους αυτούς, λέγει ο προφήτης Ιερεμίας και είπα· Θέσατε τον τράχηλον σας υπό τον ζυγόν των Βαβυλωνίων

Ιερ. 34,14          καὶ ἐργάσασθε τῷ βασιλεῖ Βαβυλῶνος, ὅτι ἄδικα αὐτοὶ προφητεύουσιν ὑμῖν·

Ιερ. 34,14                 και εργασθήτε δια τον βσιλέα της Βαβυλώνος, διότι ψευδείς προφητείας λέγουν εις σας οι ψευδοπροφήται.

Ιερ. 34,15          ὅτι οὐκ ἀπέστειλα αὐτούς, φησὶ Κύριος, καὶ προφητεύουσι τῷ ὀνόματί μου ἐπ᾿ ἀδίκῳ πρὸς τὸ ἀπολέσαι ὑμᾶς, καὶ ἀπολεῖσθε ὑμεῖς καὶ οἱ προφῆται ὑμῶν οἱ προφητεύοντες ὑμῖν ἐπ᾿ ἀδίκῳ ψευδῆ.

Ιερ. 34,15                  Δεν απέστειλα εγώ αυτούς, λέγει ο Κυριος· ψευδώς προφητεύουν εξ Ονόματός μου, δια να σας οδηγήσουν έτσι εις την καταστροφήν. Και σεις, εάν δώσετε εμπιστοσύνην εις αυτούς, θα καταστραφήτε, όπως επίσης και οι ψευδοπροφήται σας, οι οποίοι προφητεύουν εις σας αδικίας και ψεύδη.

Ιερ. 34,16          ὑμῖν καὶ παντὶ τῷ λαῷ τούτῳ καὶ τοῖς ἱερεῦσιν ἐλάλησα λέγων· οὕτως εἶπε Κύριος· μὴ ἀκούετε τῶν λόγων τῶν προφητῶν τῶν προφητευόντων ὑμῖν λεγόντων· ἰδοὺ σκεύη οἴκου Κυρίου ἐπιστρέψει ἐκ Βαβυλῶνος, ὅτι ἄδικα αὐτοὶ προφητεύουσιν ὑμῖν,

Ιερ. 34,16                 Προς σας και εις όλον τον λαόν και στους ιερείς ελάλησα και είπα· Οτως ωμίλησεν ο Κυριος· μη ακούετε τα λόγια των ψευδοπροφητών, οι οποίοι προφητεύουν εις σας και λέγουν· “ιδού, τα ιερά σκεύη του ναού του Κυρίου, θα επαναστραφούν από την Βαβυλώνα. Μη δίδετε καμμίαν εις αυτούς εμπιστοσυνην, διότι ψευδώς και αδίκως αυτοί προφητεύουν εις σας,

Ιερ. 34,17          οὐκ ἀπέστειλα αὐτούς.

Ιερ. 34,17                  δεν τους απέστειλα εγώ.

Ιερ. 34,18          εἰ προφῆταί εἰσι καὶ εἰ ἔστι λόγος Κυρίου ἐν αὐτοῖς, ἀπαντησάτωσάν μοι·

Ιερ. 34,18                 Εάν πράγματι είναι αληθινοί προφήται, εάν λόγοι και προφητείαι εκ μέρους του Κυρίου υπάρχουν εις αυτούς, ας παρουσιασθούν ενώπιόν μου και ας απαντήσουν εις τας κατηγορίας μου.

Ιερ. 34,19          ὅτι οὕτως εἶπε Κύριος· καὶ τῶν ἐπιλοίπων σκευῶν,

Ιερ. 34,19                 Ετσι άκομα είπεν ο Κυριος· Και τα απομείναντα ιερά σκεύη,

Ιερ. 34,20          ὧν οὐκ ἔλαβε βασιλεὺς Βαβυλῶνος, ὅτε ἀπῴκισε τὸν Ἰεχονίαν ἐξ Ἱερουσαλήμ,

Ιερ. 34,20                 τα οποία ο βασιλεύς της Βαδυλώνος δεν παρέλαβε μαζή του, όταν ωδηγούσεν από την Ιερουσαλήμ εις αιχμαλωσίαν και εξορίαν, τον Ιεχονίαν,

Ιερ. 34,22          εἰς Βαβυλῶνα εἰσελεύσεται, λέγει Κύριος.

Ιερ. 34,22                 θα ελθουν και αυτά εις την Βαβυλώνα, λέγει ο Κυριος.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 35 (Μασ. 28)

 

Ιερ. 35,1            Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ τετάρτῳ ἔτει Σεδεκία βασιλέως Ἰούδα ἐν μηνὶ τῷ πέμπτῳ εἶπέ μοι Ἀνανίας υἱὸς Ἀζὼρ ὁ ψευδοπροφήτης ἀπὸ Γαβαὼν ἐν οἴκῳ Κυρίου κατ᾿ ὀφθαλμοὺς τῶν ἱερέων καὶ παντὸς τοῦ λαοῦ λέγων·

Ιερ. 35,1                    Συνέβη κατά το τέταρτον έτος της βασιλείας Σεδεκίου, βασιλέως του ιουδαϊκού βασιλείου, και κατά τον πέμπτον μήνα, ο Ανανίας, ο υιός του Αζώρ, ο ψευδοπροφήτης ο καταγόμενος από την Γαβαών, μου είπεν εις την αυλήν του ναού του Κυριοι ενώπιον των ιερέων και όλου του λαού λέγων·

Ιερ. 35,2            οὕτως εἶπε Κύριος· συνέτριψα τὸν ζυγὸν τοῦ βασιλέως Βαβυλῶνος·

Ιερ. 35,2                   “Ούτως είτεν ο Κυριος· συνέτριψα εγώ τον ζυγόν του βασιλέως της Βαβυλώνος.

Ιερ. 35,3            ἔτι δύο ἔτη ἡμερῶν καὶ ἐγὼ ἀποστρέψω εἰς τὸν τόπον τοῦτον τὰ σκεύη οἴκου Κυρίου

Ιερ. 35,3                    Δυο ακόμη έτη και εγώ θα επαναφέρω στον τόπον τούτον τα ιερά σκεύη του ναού του Κυρίου.

Ιερ. 35,4            καὶ Ἰεχονίαν καὶ τὴν ἀποικίαν Ἰούδα, ὅτι συντρίψω τὸν ζυγὸν βασιλέως Βαβυλῶνος.

Ιερ. 35,4                   Θα επαναφέρω επίσης τον Ιεχονίαν και τους αιχμαλωτισθέντας και εξορισθέντας εκεί Ιουδαίους, διότι εγώ θα συντριψω τον ζυγόν του βασιλέως της Βαβυλώνος”.

Ιερ. 35,5            καὶ εἶπεν Ἱερεμίας πρὸς Ἀνανίαν κατ᾿ ὀφθαλμοὺς παντὸς τοῦ λαοῦ καὶ κατ᾿ ὀφθαλμοὺς τῶν ἱερέων τῶν ἑστηκότων ἐν οἴκῳ Κυρίου.

Ιερ. 35,5                    Ο Ιερεμίας απαντών προς τον Ανανίαν, ενώπιον όλου του λαού και ενώπιον των ιερέων, οι οποίοι ευρίσκοντο όρθιοι στον ναόν του Κυρίου, είπε·

Ιερ. 35,6            καὶ εἶπεν Ἱερεμίας· ἀληθῶς, οὕτως ποιήσαι Κύριος, στήσαι τὸν λόγον σου, ὃν σὺ προφητεύεις, τοῦ ἐπιστρέψαι τὰ σκεύη οἴκου Κυρίου καὶ πᾶσαν τὴν ἀποικίαν ἐκ Βαβυλῶνος εἰς τὸν τόπον τοῦτον.

Ιερ. 35,6                   πράγματι, εύχομα, και εγώ έτσι να πράξη ο Κυριος και να αποδείξη ορθόν τον λόγον σου, τον οποίον συ προφητεύεις· να επαναφερη, δηλαδή, τα ιερά σκεύη του ναού του Κυρίου και όλους τους αιχμαλωτισθέντας και εξορισθεντας από τον τόπον τούτο εις την Βαβυλώνα Ιουδαίους.

Ιερ. 35,7            πλὴν ἀκούσατε τὸν λόγον Κυρίου, ὃν ἐγὼ λέγω εἰς τὰ ὦτα ὑμῶν καὶ εἰς τὰ ὦτα παντὸς τοῦ λαοῦ·

Ιερ. 35,7                    Αλλά ακούσατε τον αληθινόν τούτον λόγον του Κυρίου, τον οποίο εγώ λέγω εις τα αυτιά σας και εις τα αυτιά όλου του λαού, ώστε να γίνη από όλους ακουστός.

Ιερ. 35,8            οἱ προφῆται οἱ γεγονότες πρότεροί μου καὶ πρότεροι ὑμῶν ἀπὸ τοῦ αἰῶνος καὶ ἐπροφήτευσαν ἐπὶ γῆς πολλῆς καὶ ἐπὶ βασιλείας μεγάλας εἰς πόλεμον·

Ιερ. 35,8                   Οι προφήται οι οποίοι υπήρξαν προ εμού, και οι προφήται οι οποίοι υπήρξαν προ όλων ημών από αρχαιοτάτων χρόνων, ττροεφήτευσαν εις πολυάριθμους χώρας και εις μεγάλα βασίλεια πολέμους.

Ιερ. 35,9            ὁ προφήτης ὁ προφητεύσας εἰς εἰρήνην, ἐλθόντος τοῦ λόγου γνώσονται τὸν προφήτην, ὃν ἀπέστειλεν αὐτοῖς Κύριος ἐν πίστει.

Ιερ. 35,9                   Ο προφήτης όμως αυτός, ο Ανανίας, ο οποίος προφητεύει αποκατάστασιν ειρήνης, θα σποδειχθή αληθινός, εάν πρπγματοποιηθή ο λόγος του· τότε οι άνθρωποι θα μάθουν αυτόν, αν πράγματι και αληθεία τον απέστειλε προς αυτούς ο Θεός”.

Ιερ. 35,10          καὶ ἔλαβεν Ἀνανίας ἐν ὀφθαλμοῖς παντὸς τοῦ λαοῦ τοὺς κλοιοὺς ἀπὸ τοῦ τραχήλου Ἱερεμίου καὶ συνέτριψεν αὐτούς·

Ιερ. 35,10                  Ο Ανανίας ενώπιον όλου του λαού επήρε τους κλοιούς από τον τράχηλον του Ιερεμίου και τους συνέτριψε.

Ιερ. 35,11          καὶ εἶπεν Ἀνανίας κατ᾿ ὀφθαλμοὺς παντὸς τοῦ λαοῦ λέγων· οὕτως εἶπε Κύριος· οὕτως συντρίψω τὸν ζυγὸν βασιλέως Βαβυλῶνος ἀπὸ τραχήλων πάντων τῶν ἐθνῶν. καὶ ᾤχετο Ἱερεμίας εἰς τὴν ὁδὸν αὐτοῦ. -

Ιερ. 35,11                  Και είπεν ο Ανανίας ενώπιον όλου του λαού τα εξής· “έτσι ωμίλησεν ο Κυριος· κατ' αυτόν τον τρόπον θα συντρίψω τον ζυγόν του βασιλέως της Βαβυλώνος από τον τράχηλον όλων των εθνών”. Ο Ιερεμίας έφυγε και επορεύθη στον δρόμον του.

Ιερ. 35,12          Καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρὸς Ἱερεμίαν μετὰ τὸ συντρίψαι Ἀνανίαν τοὺς κλοιοὺς ἀπὸ τοῦ τραχήλου αὐτοῦ λέγων·

Ιερ. 35,12                  Μετά την υπό του Ανανίου συντριβήν των κλοιών από τον τράχηλον του Ιερεμίου, ωμίλησε πάλιν ο Κυριος προς τον Ιερεμίαν και είπε·

Ιερ. 35,13          βάδιζε καὶ εἶπον πρὸς Ἀνανίαν λέγων· οὕτως εἶπε Κύριος· κλοιοὺς ξυλίνους συνέτριψας, καὶ ποιήσω ἀντ᾿ αὐτῶν κλοιοὺς σιδηροῦς,

Ιερ. 35,13                  Πηγαινε και είπε στον Ανανίαν τα εξής· έτσι μίλησε ο Κυριος. Συ συνέτριψες κλοιούς ξυλίνους, εγώ θα κατασκευάσω αντί αυτών κλοιούς σιδερένιους.

Ιερ. 35,14          ὅτι οὕτως εἶπε Κύριος· ζυγὸν σιδηροῦν ἔθηκα ἐπὶ τὸν τράχηλον πάντων τῶν ἐθνῶν ἐργάζεσθαι τῷ βασιλεῖ Βαβυλῶνος.

Ιερ. 35,14                  Ετσι ακόμη ωμίλησεν ο Κυριος· Ζυγόν σιδερένιον έθεσα στον τράχηλον όλων των εθνών, δια να εργάζωνται ως δούλοι προς χάριν του βασιλέως της Βαβυλώνος.

Ιερ. 35,15          καὶ εἶπεν Ἱερεμίας τῷ Ἀνανίᾳ· οὐκ ἀπέσταλκέ σε Κύριος, καὶ πεποιθέναι ἐποίησας τὸν λαὸν τοῦτον ἐπ᾿ ἀδίκῳ.

Ιερ. 35,15                  Ο Ιερεμίας είπε τότε στον Ανανίαν· “δεν σε έχει αποστείλει ο Κυριος, και συ έκαμες τον λαόν τούτον να δώση πίστιν εις ψευδείς προφητείας.

Ιερ. 35,16          διὰ τοῦτο οὕτως εἶπε Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ ἐξαποστέλλω σε ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς, τούτῳ τῷ ἐνιαυτῷ ἀποθανῇ.

Ιερ. 35,16                  Δια τούτο έτσι ακόμη είπεν ο Κυριος· Ιδού, εγώ θα σε εξαφανίσω από το πρόσωπον της γης· κατά τούτο το έτος θα αποθάνης”.

Ιερ. 35,17          καὶ ἀπέθανεν ἐν τῷ μηνὶ τῷ ἑβδόμῳ.

Ιερ. 35,17                  Και πράγματι απέθανε κατά τον έβδομον μήνα.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 36 (Μασ. 29)

 

Ιερ. 36,1            Καὶ οὗτοι οἱ λόγοι τῆς βίβλου, οὓς ἀπέστειλεν Ἱερεμίας ἐξ Ἱερουσαλὴμ πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἀποικίας καὶ πρὸς τοὺς ἱερεῖς καὶ πρὸς τοὺς ψευδοπροφήτας, ἐπιστολὴν εἰς Βαβυλῶνα τῇ ἀποικίᾳ καὶ πρὸς ἅπαντα τὸν λαόν,

Ιερ. 36,1                    Αυτό είναι το περιεχόμενον της επιστολής, την οποίαν ο Ιερεμίας απέστειλεν από την Ιερουσαλήμ προς τους πρεσβυτέρους της εν Βαβυλώνι παροικίας των αιχμαλώτων Ιουδαίων, προς τους ιερείς και προς τους ψευδοπροφήτας· επιστολήν, την οποίαν έστειλεν εις την εν Βαβυλώνι παροικίαν των αιχμαλώτων και προς όλον ανεξαιρέτως τον λαόν.

Ιερ. 36,2            ὕστερον ἐξελθόντος Ἰεχονίου τοῦ βασιλέως καὶ τῆς βασιλίσσης καὶ τῶν εὐνούχων καὶ παντὸς ἐλευθέρου καὶ δεσμώτου καὶ τεχνίτου ἐξ Ἱερουσαλήμ,

Ιερ. 36,2                   Την ειτιστολην αυτήν έστειλεν, όταν απήχθησαν αιχμάλωτοι εις Βαβυλώνα ο 'Ιεχονιας ο βασιλεύς, η βασιλομήτωρ, οι αυλικοί του, όλοι οι άλλοι ελεύθεροι και δούλοι, όπως επίσης και οι τεχνίται της Ιερουσαλήμ.

Ιερ. 36,3            ἐν χειρὶ Ἐλεασὰ υἱοῦ Σαφὰν καὶ Γαμαρίου υἱοῦ Χελκίου, ὃν ἀπέστειλε Σεδεκίας βασιλεὺς Ἰούδα πρὸς βασιλέα Βαβυλῶνος εἰς Βαβυλῶνα λέγων·

Ιερ. 36,3                   Την έστειλε δια του Ελεασά, υιού του Σαφάν, και του Γαμαρίου υιού του Χελκίου, τυν οποίον ο βασιλεύς του Ιούδα, ο Σεδεκίας, είχεν αποστείλει προς τον βασιλέα της Βαβυλώνος εις Βαβυλώνα. Εις αυτήν, λοιπόν, έγραφε·

Ιερ. 36,4            οὕτως εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραὴλ ἐπὶ τὴν ἀποικίαν, ἣν ἀπῴκισα ἀπὸ Ἱερουσαλήμ·

Ιερ. 36,4                   “Ετσι ωμίλησε Κυριος ο Θεός του ισραηλιτικού λαού προς την αιχμαλωτισμένην αποικίαν, την οποίαν εγώ μετώκισα από την Ιερουσαλήμ εις την Βαβυλώνα.

Ιερ. 36,5            οἰκοδομήσατε οἴκους καὶ κατοικήσατε καὶ φυτεύσατε παραδείσους καὶ φάγετε τοὺς καρποὺς αὐτῶν

Ιερ. 36,5                   Οικοδομήσατε τα σπίτια σας, κατοικήσατε εις αυτά, φυτεύσατε κήπους και φάγετε τους καρπούς αυτών.

Ιερ. 36,6            καὶ λάβετε γυναῖκας καὶ τεκνοποιήσατε υἱοὺς καὶ θυγατέρας καὶ λάβετε τοῖς υἱοῖς ὑμῶν γυναῖκας καὶ τὰς θυγατέρας ὑμῶν δότε ἀνδράσι καὶ πληθύνεσθε καὶ μὴ σμικρυνθῆτε·

Ιερ. 36,6                   Λαβετε συζύγους, αποκτήσατε υιούς και θυγατέρας, δώσατε στους υιούς σας συζύγους και εις τας θυγατέρας σας δώσατε άνδρας· πληθύνθητε και μη ολιγοστεύετε.

Ιερ. 36,7            καὶ ζητήσατε εἰς εἰρήνην τῆς γῆς, εἰς ἣν ἀπῴκισα ὑμᾶς ἐκεῖ, καὶ προσεύξασθε περὶ αὐτῶν πρὸς Κύριον, ὅτι ἐν εἰρήνῃ αὐτῆς ἔσται εἰρήνη ὑμῖν.

Ιερ. 36,7                   Επιζητήσατε την ειρήνην και την ευημερίαν της χώρας, εις την οποίαν εγώ σας μετώκισα εκεί και προσευχηθήτε περι των κατοίκων της χώρας αυτής προς τον Κυριον, διότι εις την ειρήνην της χώρας αυτής έγκειται και η ιδική σας ειρήνη.

Ιερ. 36,8            ὅτι οὕτως εἶπε Κύριος· μὴ ἀναπειθέτωσαν ὑμᾶς οἱ ψευδοπροφῆται οἱ ἐν ὑμῖν, καὶ μὴ ἀναπειθέτωσαν ὑμᾶς οἱ μάντεις ὑμῶν, καὶ μὴ ἀκούετε εἰς τὰ ἐνύπνια ὑμῶν, ἃ ὑμεῖς ἐνυπνιάζεσθε,

Ιερ. 36,8                   Ακόμη έτσι είπεν ο Κυριος· Μη σας παραπλανούν οι ψευδοπροφήται και μη παρασύρεσθε από αυτούς, οι οποίοι ευρίσκονται μεταξύ σας· μην εξαπατάσθε από τους ψευδομάντεις, μη δίδετε προσοχήν και σημασίαν εις τα όνειρα, τα οποία βλέπετε κατά τον ύπνον σας.

Ιερ. 36,9            ὅτι ἄδικα αὐτοὶ προφητεύουσιν ὑμῖν ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου, καὶ οὐκ ἀπέστειλα αὐτούς.

Ιερ. 36,9                   Διότι οι ψευδοπροφήται αυτοί ψευδή πράγματα προαναγγέλλουν εις σας, δήθεν εξ ονόματός μου. Δεν τους έχω αποστείλει εγώ.

Ιερ. 36,10          ὅτι οὕτως εἶπε Κύριος· ὅταν μέλλῃ πληροῦσθαι Βαβυλῶνι ἑβδομήκοντα ἔτη, ἐπισκέψομαι ὑμᾶς καὶ ἐπιστήσω τοὺς λόγους μου ἐφ᾿ ὑμᾶς τοῦ ἀποστρέψαι τὸν λαὸν ὑμῶν εἰς τὸν τόπον τοῦτον.

Ιερ. 36,10                 Ετσι ωμίλησεν ο Κυριος· όταν πρόκειται να συμπληρωθούν εβδομήκοντα έτη εξορίας σας εις την Βαβυλώνα, τότε θα σας επισκεφθώ με ευμένειαν και θα εκπληρώσω τους λόγους και τας υποιχέσεις μου προς σας, να επαναφέρω, δηλαδη, τον λαόν σας στον τόπον τούτον,

Ιερ. 36,11          καὶ λογιοῦμαι ἐφ᾿ ὑμᾶς λογισμὸν εἰρήνης καὶ οὐ κακὰ τοῦ δοῦναι ὑμῖν ταῦτα.

Ιερ. 36,11                  Τοτε θα αποφασίσω και θα αποδώσω εις σας αγαθά και ειρηνικά δώρα, όχι δε συμφοράς και τιμωρίας.

Ιερ. 36,12          καὶ προσεύξασθε πρός με, καὶ εἰσακούσομαι ὑμῶν·

Ιερ. 36,12                 Σεις προσευχηθήτε προς εμέ και εγώ θα κάμω δεκτάς τας προσευχάς σας·

Ιερ. 36,13          καὶ ἐκζητήσατέ με, καὶ εὑρήσετέ με, ὅτι ζητήσετέ με ἐν ὅλῃ καρδίᾳ ὑμῶν,

Ιερ. 36,13                  αναζητήσατέ με με επιμέλειαν και επιμονήν και θα με εύρετε, διότι, θα με έχετε αναζητήσει με όλην σας την καρδίαν,

Ιερ. 36,14          καὶ ἐπιφανοῦμαι ὑμῖν.

Ιερ. 36,14                 εγώ δε θα εμφανισθώ προς σας.

Ιερ. 36,15          ὅτι εἴπατε· κατέστησεν ἡμῖν Κύριος προφήτας ἐν Βαβυλῶνι,

Ιερ. 36,15                  Διότι είπατε· “ο Κυριος εγκατέστησε μεταξύ ημών και προς χάριν ημών προφήτας εις την Βαβυλώνα”.

Ιερ. 36,21          οὕτως εἶπε Κύριος ἐπὶ Ἀχιὰβ καὶ ἐπὶ Σεδεκίαν· ἰδοὺ ἐγὼ δίδωμι αὐτοὺς εἰς χεῖρας βασιλέως Βαβυλῶνος, καὶ πατάξει αὐτοὺς κατ᾿ ὀφθαλμοὺς ὑμῶν.

Ιερ. 36,21                 Ετσι όμως ωμίλησεν ο Κυριος σχετικώς με τους ψευδοπροφήτας τον 'Αχιαδ και τον Σεδεκίαν εγώ θα παραδώσω αυτούς εις τα χέρια του βασιλέως της Βαβυλώνος, ο οποίος και θα τους θανατώση εμπρός εις τα μάτια σας.

Ιερ. 36,22          καὶ λήψονται ἀπ᾿ αὐτῶν κατάραν ἐν πάσῃ τῇ ἀποικίᾳ Ἰούδα ἐν Βαβυλῶνι λέγοντες· ποιήσαι σε Κύριος, ὡς Σεδεκίαν ἐποίησε καὶ ὡς Ἀχιάβ, οὓς ἀπετηγάνισε βασιλεὺς Βαβυλῶνος ἐν πυρί,

Ιερ. 36,22                 Από το γεγονός αυτό, της θανατικής εκτελέσεως των δύο ψευδοπροφητών, οι Ιουδαίοι θα πάρουν ένα τύπον κατάρας μεταξύ όλων των Ιουδαίων αιχμαλώτων εις Βαβυλώνα και θα λέγουν· “είθε ο Κυριος να σε κάμη, όπως έκαμε τον Σεδεκίαν και τον Αχιάβ τους οποίους ο βασιλεύς της Βαβυλώνος ετηγάνισεν επάνω στο πυρ”.

Ιερ. 36,23          δι᾿ ἣν ἐποίησαν ἀνομίαν ἐν Ἰσραὴλ καὶ ἐμοιχῶντο τὰς γυναῖκας τῶν πολιτῶν αὐτῶν καὶ λόγον ἐχρημάτισαν ἐν τῷ ὀνόματί μου, ὃν οὐ συνέταξα αὐτοῖς, καὶ ἐγὼ μάρτυς, φησὶ Κύριος.

Ιερ. 36,23                 Τούτο δέ, ένεκα τω παρανομιών, τας οποίας διέπραξαν αυτοί ανάμεσα στον Ισραηλιτικόν λαόν. Εμοιχώντο αυτοί με τας γυναίκας των συμπολιτών των και εδίδασκον δήθεν εξ Ονόματός μου προφητικούς λόγους και διδασκαλίας, που εγώ δεν είχα δώσει εις αυτούς. Εγώ είμαι μάρτυς τούτων, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 36,24          καὶ πρὸς Σαμαίαν τὸν Νελαμίτην ἐρεῖς·

Ιερ. 36,24                 Και προς τον Σαμαίαν, τον Νελαμίτην, θα πης·

Ιερ. 36,25          οὐκ ἀπέστειλά σε τῷ ὀνόματί μου. καὶ πρὸς Σοφονίαν υἱὸν Μαασαίου τὸν ἱερέα εἰπέ·

Ιερ. 36,25                 Δεν σε απέστειλα εγώ να διδάσκης εν τω Ονόματί μου. Και προς τον Σοφονίαν, τον υιόν του Μαασαίου, τον ιερέα, ειπέ·

Ιερ. 36,26          Κύριος ἔδωκέ σε ἱερέα ἀντὶ Ἰωδαὲ τοῦ ἱερέως γενέσθαι ἐπιστάτην ἐν τῷ οἴκῳ Κυρίου παντὶ ἀνθρώπῳ προφητεύοντι καὶ παντὶ ἀνθρώπῳ μαινομένῳ, καὶ δώσεις αὐτὸν εἰς τὸ ἀπόκλεισμα καὶ εἰς τὸν καταράκτην.

Ιερ. 36,26                 ο Κυριος σε κατέστησεν ιερέα αντί του ιερέως Ιωδαέ, δια να εποπτεύης στον ναόν του Κυρίου και προφυλάσσης αυτόν από κάθε έξαλλον, ο οποίος υποκρίνεται, τον προφήτην, και να παραδώσης τον άνθρωπον αυτόν εις την φυλακήν και στο βασανιστικόν ξύλον.

Ιερ. 36,27          καὶ νῦν διατί συνελοιδορήσατε Ἱερεμίαν τὸν ἐξ Ἀναθὼθ τὸν προφητεύσαντα ὑμῖν;

Ιερ. 36,27                 Και τώρα σας ερωτώ· Διατί συ και ο Σαμαίας ενεπαίξατε και εξηυτελίσατε τον Ιερεμίαν, τον καταγόμενον από την Αναθώθ, ο οποίος κατά το ίδικόν μου θέλημα επροφήτευσεν εις σας;

Ιερ. 36,28          οὐ διὰ τοῦτο ἀπέστειλε πρὸς ὑμᾶς εἰς Βαβυλῶνα λέγων· μακράν ἐστιν, οἰκοδομήσατε οἰκίας καὶ κατοικήσατε καὶ φυτεύσατε κήπους καὶ φάγεσθε τὸν καρπὸν αὐτῶν; -

Ιερ. 36,28                 Αυτός, κατόπιν ιδικής μου εντολής, δεν απέστειλεν εις Βαβυλώνα, δια να είπουν προς σας και προς όλους τους εκεί ευρισκομένους, ότι είναι μακράν ο χρόνος της επιστροφής σας εις την πατρίδα σας; Δια τούτο οικοδομήσατε οικίας, κατοικήσατε εις αυτάς, φυτεύσατε κήπους και φάγετε εν ησυχία τους καρπούς αυτών;”

Ιερ. 36,29          Καὶ ἀνέγνω Σοφονίας τὸ βιβλίον εἰς τὰ ὦτα Ἱερεμίου.

Ιερ. 36,29                 Οταν ο Σοφονίας ανέγνωσε την επιστολήν αυτήν, ώστε να την ακούση ο Ιερεμίας,

Ιερ. 36,30          καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρὸς Ἱερεμίαν λέγων·

Ιερ. 36,30                 ο Κυριος απηύθυνε πάλιν τον λόγον προς τον Ιερεμίαν και είπε·

Ιερ. 36,31          ἀπόστειλον πρὸς τὴν ἀποικίαν λέγων· οὕτως εἶπε Κύριος ἐπὶ Σαμαίαν τὸν Νελαμίτην· ἐπειδὴ ἐπροφήτευσεν ὑμῖν Σαμαίας, καὶ ἐγὼ οὐκ ἀπέστειλα αὐτόν, καὶ πεποιθέναι ἐποίησεν ὑμᾶς ἐπ᾿ ἀδίκοις,

Ιερ. 36,31                  “Στείλε προς την παροικίαν των αιχμαλώτων Ιουδαίων εις Βαβυλώνα και είπε προς αυτούς· έτσι ωμίλησεν ο Κυριος δια τον Σαμαίαν τον Νελαμίτην· επειδή αυτός ο Σαμαίας επροφήτευσεν εις σας, ενώ εγώ δεν τον απέστειλα, και σας έκαμε να δώσετε πίστιν και πεποίθησιν εις τας ψευδολογίας του,

Ιερ. 36,32          διὰ τοῦτο οὕτως εἶπε Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ ἐπισκέψομαι ἐπὶ Σαμαίαν καὶ ἐπὶ τὸ γένος αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἔσται αὐτῶν ἄνθρωπος ἐν μέσῳ ὑμῶν τοῦ ἰδεῖν τὰ ἀγαθά, ἃ ἐγὼ ποιήσω ὑμῖν, οὐκ ὄψονται.

Ιερ. 36,32                 δια τούτο έτσι λέγει ο Κυριος· Ιδού εγώ θα επισκεφθώ εν τη δικαιοσύνη μου τον Σαμαίαν και θα τιμωρήσω αυτόν και τους απογόνους του. Κανείς από τους ιδικούς του ανθρώπους δεν θα απομείνη ανάμεσά σας, δια να ίδη τα αγαθά, τα οποία εγώ θα κάμω προς σας. Κανείς από αυτούς δεν θα τα ίδη”.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 37 (Μασ. 30)

 

Ιερ. 37,1            Ὁ λόγος ὁ γενόμενος πρὸς Ἱερεμίαν παρὰ Κυρίου εἰπεῖν·

Ιερ. 37,1                    Αυτός είναι ο λόγος, ο οποίος εκ μέρους του Κυρίου ελέχθη προς τον Ιερεμιαν·

Ιερ. 37,2            οὕτως εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραὴλ λέγων· γράψον πάντας τοὺς λόγους, οὓς ἐχρημάτισα πρός σε, ἐπὶ βιβλίου.

Ιερ. 37,2                   Ετσι ομίλησε Κυριος ο Θεός του ισραηλιτικού λαού και είπε· Γράψε εις βιβλίον όλους αυτούς τους λόγους, τους οποίους εγώ εφανέρωσα και παρέδωσα εις σέ.

Ιερ. 37,3            ὅτι ἰδοὺ ἡμέραι ἔρχονται, φησὶ Κύριος, καὶ ἀποστρέψω τὴν ἀποικίαν λαοῦ μου Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδα, εἶπε Κύριος, καὶ ἀποστρέψω αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν, ἣν ἔδωκα τοῖς πατράσιν αὐτῶν, καὶ κυριεύσουσιν αὐτῆς. -

Ιερ. 37,3                    Διότι ιδού, έρχονται ημέραι, λέγει ο Κυριος, κατά τας οποίας επαναφέρω ελευθέρους από την παροικίαν της εξορίας των τους αιχμαλώτους του ισραηλιτικού και ιουδαϊκού λαού μου, λέγει ο Κυριος. Θα τους επαναφέρω εις την πατρίδα των, εις την χώραν, την οποίαν εγώ έδωκα στους προγόνους των, και αυτοί θα γίνουν κάτοχοι της.

Ιερ. 37,4            Καὶ οὗτοι οἱ λόγοι, οὓς ἐλάλησε Κύριος ἐπὶ Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδα.

Ιερ. 37,4                   Αυτοί είναι ακόμη οι λόγοι, τους οποίους ο Κυριος είπε προς τους Ισραηλίτας και Ιουδαίους·

Ιερ. 37,5            οὕτως εἶπε Κύριος· φωνὴν φόβου ἀκούσεσθε· φόβος, καὶ οὐκ ἔστιν είρήνη.

Ιερ. 37,5                    έτσι ωμίλησεν ο Κυριος· Θα ακούσετε προηγουμένως φωνήν, η οποία θα σας προκαλέση φόβον· φόβος θα έλθη εις σας και ειρήνη δεν θα υπάρχη.

Ιερ. 37,6            ἐρωτήσατε καὶ ἴδετε εἰ ἔτεκεν ἄρσεν, καὶ περὶ φόβου, ἐν ᾧ καθέξουσιν ὀσφὺν καὶ σωτηρίαν· διότι ἑώρακα πάντα ἄνθρωπον καὶ αἱ χεῖρες αὐτοῦ ἐπὶ τῆς ὀσφύος αὐτοῦ, ἐστράφησαν πρόσωπα, εἰς ἴκτερον ἐγενήθη.

Ιερ. 37,6                   Ερωτήσατε και μάθετε, εάν από τας μεγάλας αυτάς ωδίνας των συμφορών εγεννήθη αρσενικό παιδί· ερωτήσατε δια το φοβερόν γεγονός, εξ αιτίας του οποίου οι άνθρωποι θα πιάνουν πονούντες την μέσην των και απορούντες πως να σωθούν. Διότι εγώ είδα όλους τους ανθρώπους, οι οποίοι πιάνουν με τα χέρια των την μέσην των εξ αιτίας του συγκλονισμού, που δοκιμάζουν. Τα πρόσωπα των ηλλοιώθησαν, έγιναν κίτρινα από τον φόβον, σαν από ίκτερον.

Ιερ. 37,7            ὅτι μεγάλη ἡ ἡμέρα ἐκείνη καὶ οὐκ ἔστιν τοιαύτη, καὶ χρόνος στενός ἐστι τῷ Ἰακώβ, καὶ ἀπὸ τούτου σωθήσεται.

Ιερ. 37,7                    Και ταύτα, διότι ήτο τρομερά η ημέρα εκείνη. Ομοία προς αυτήν δεν θα υπάρξη άλλη. Ο χρόνος στενόχωρος και κρίσιμος δια τους Ισραηλίτας, αλλά και από αυτόν θα σωθούν.

Ιερ. 37,8            ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, εἶπε Κύριος, συντρίψω τὸν ζυγὸν ἀπὸ τοῦ τραχήλου αὐτῶν καὶ τοὺς δεσμοὺς αὐτῶν διαῤῥήξω, καὶ οὐκ ἐργῶνται αὐτοὶ ἔτι ἀλλοτρίοις·

Ιερ. 37,8                   Κατά την ημέραν όμως εκείνην, είπεν ο Κυριος, θα συντρίψω εγώ τον ζυγόν από τον τράχηλόν των και θα διαρρήξω τα δεσμά της αιχμαλωσίας των και δεν θα δουλεύουν πλέον αυτοί δια τους ξένους λαούς.

Ιερ. 37,9            καὶ ἐργῶνται τῷ Κυρίῳ Θεῷ αὐτῶν, καὶ τὸν Δαυὶδ βασιλέα αὐτῶν ἀναστήσω αὐτοῖς. -

Ιερ. 37,9                   Θα δουλεύουν εις Κυριον τον Θεόν των και εγώ θα ανορθώσω και θα εγκαταστήσω μεταξύ αυτών βασιλέα, απόγονόν του οίκου Δαδίδ.

Ιερ. 37,12          Οὕτως εἶπε Κύριος· ἀνέστησα σύντριμμα, ἀλγηρὰ ἡ πληγή σου·

Ιερ. 37,12                  Ετσι είπεν ο Κυριος· Ανώρθωσα τα συντρίμματά σου, πολύ οδυνηρά υπήρξεν η πληγή σου, ω Ισραηλιτικέ λαέ !

Ιερ. 37,13          οὐκ ἔστι κρίνων κρίσιν σου, εἰς ἀλγηρὸν ἰατρεύθης, ὠφέλειά σοι οὐκ ἔστι.

Ιερ. 37,13                  Δεν υπήρχε μεταξύ σας άνθρωπος, να κρίνη δικαίως και να υπερασπίζη τας υποθέσεις σας. Καθε προσπάθεια θεραπείας έκαμνεν οξύτερον τον πόνον σου. Καμμία ωφέλεια δεν προήλθεν εις σέ.

Ιερ. 37,14          πάντες οἱ φίλοι σου ἐπελάθοντό σου, οὐ μὴ ἐπερωτήσωσιν· ὅτι πληγὴν ἐχθροῦ ἔπαισά σε, παιδείαν στερεάν· ἐπὶ πᾶσαν ἀδικίαν σου ἐπλήθυναν αἱ ἁμαρτίαι σου.

Ιερ. 37,14                  Ολοι οι φίλοι σου σε ελησμονησαν. Δεν θα ερωτήσουν, δια να μάθουν το κατάντημά σου. Και τούτο, διότι εγώ σου κατέφερα κτυπήματά με τα χέρια των εχθρών, σε επαίδευσά με σκληράν τιμωρίαν, επειδή με τας πολυαρίθμους παραβάσστου Νομου μου επληθύνθησαν αι αμαρτίαι σου.

Ιερ. 37,16          διὰ τοῦτο πάντες οἱ ἔσθοντές σε βρωθήσονται, καὶ πάντες οἱ ἐχθροί σου κρέας αὐτῶν πᾶν ἔδονται· ἐπὶ πλῆθος ἀδικιῶν σου ἐπληθύνθησαν αἱ ἁμαρτίαι σου, ἐποίησαν ταῦτά σοι· καὶ ἔσονται οἱ διαφοροῦντές σε εἰς διαφόρημα, καὶ πάντας τοὺς προνομεύσαντάς σε δώσω εἰς προνομήν.

Ιερ. 37,16                  Αλλά όλοι εκείνοι, οι οποίοι σε κατέφαγον, θα καταφαγωθούν· και όλοι οι εχθροί σου θα φάγουν τας σάρκας των. Εξ αιτίας των πολυαρίθμων παρανομιών σου επληθύνθησαν αι αμαρτίαι σου. Δια τούτο δε και οι εχθροί σου επέφεραν εναντίον σου αυτάς τας συμφοράς. Εκείνοι όμως, οι οποίοι σε διεσκόρπισαν εις διαφόρους περιοχάς, θα διασκορπισθούν, και όλους εκείνους οι οποίοι σε ελεηλάτησαν, θα παραδώσω εις λεηλασίαν.

Ιερ. 37,17          ὅτι ἀνάξω τὸ ἴαμά σου, ἀπὸ πληγῆς ὀδυνηρᾶς ἰατρεύσω σε, φησὶ Κύριος, ὅτι Ἐσπαρμένη ἐκλήθης· θήρευμα ὑμῶν ἐστιν, ὅτι ζητῶν οὐκ ἔστιν αὐτήν.

Ιερ. 37,17                  Εγώ θα επιφέρω την θεραπείαν σου, θα σε θεραπεύσω από την όδυνηράν πληγήν σου, λέγει ο Κυριος. Διότι ωνομάσθης “Διεσπαρμένη”, Διασπορά. Τα έθνη λέγουν· “η Ιουδαία είναι θήραμα του καθενός από ημάς, διότι δεν υπάρχει πλέον κανείς να ενδιαφέρεται δι' αυτήν”.

Ιερ. 37,18          οὕτως εἶπε Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστρέψω τὴν ἀποικίαν Ἰακὼβ καὶ τὴν αἰχμαλωσίαν αὐτοῦ ἐλεήσω· καὶ οἰκοδομηθήσεται πόλις ἐπὶ τὸ ὕψος αὐτῆς, καὶ ὁ ναὸς κατὰ τὸ κρίμα αὐτοῦ καθεδεῖται.

Ιερ. 37,18                  Ο Κυριος όμως έτσι λέγει· Ιδού εγώ θα επαναφέρω ελευθέρους εις την πατρίδα των τους αιχμαλωτισθέντας και παροικούντας εις την Βαβυλώνα Ιουδαίους. Θα εύσπλαγχνισθώ και θα ελεήσω τους αιχμαλώτους αυτούς. Τοτε κάθε πόλις της Ιουδαίας θα ανοικοδομηθή μεγαλοπρεπής, και ο ναός θα αποκατασταθή, όπως έχει ορισθή δι' αυτόν.

Ιερ. 37,19          καὶ ἐξελεύσονται ἀπ᾿ αὐτῶν ᾄδοντες καὶ φωνὴ παιζόντων· καὶ πλεονάσω αὐτούς, καὶ οὐ μὴ ἐλαττωθῶσι.

Ιερ. 37,19                  Και θα εξέρχωνται οι λυτρωμένοι Ισραηλίται από τας οικίας των και τας αυλάς του ναού άδοντες και παίζον χαρμόσυνα μουσικά όργανα. Θα πληθύνω αυτούς και δεν θα ολιγοστεύσουν πλέον.

Ιερ. 37,20          καὶ εἰσελεύσονται οἱ υἱοὶ αὐτῶν ὡς τὸ πρότερον, καὶ τὰ μαρτύρια αὐτῶν κατὰ πρόσωπόν μου ὀρθωθήσεται· καὶ ἐπισκέψομαι τοὺς θλίβοντας αὐτούς.

Ιερ. 37,20                 Τα τέκνα των θα εισέρχονται εις την πόλιν και εις τας αυλάς του ναού, όπως και προηγουμένως, ασφαλή και χαίροντα και η πιστοποίησις, ότι αυτά είναι τα χαρούμενα τέκνα των λυτρωμένων πατέρων των, θα είναι ορθή ενώπιόν μου. Θα τους επισκεφθώ με ευμένειαν και θα συντρίψω εκείνους, οι οποίοι θα θελήσουν να τους θλίψουν.

Ιερ. 37,21          καὶ ἔσονται ἰσχυρότεροι αὐτοῦ ἐπ᾿ αὐτούς, καὶ ὁ ἄρχων αὐτοῦ ἐξ αὐτοῦ ἐξελεύσεται· καὶ συνάξω αὐτούς, καὶ ἀποστρέψουσι πρός με, ὅτι τίς ἐστιν οὗτος, ὃς ἔδωκε τὴν καρδίαν αὐτοῦ ἀποστρέψαι πρός με; φησὶ Κύριος.

Ιερ. 37,21                  Και θα αναδειχθούν άνδρες ισχυροί και ικανοί μεταξύ των Ισραηλιτών άρχοντες αυτών. Και ο ένας άρχων ο πλέον επίσημος θα εξέλθη από τον λαόν αυτόν. Θα τους συγκεντρώσω και θα επιστρέψουν αυτοί προς εμέ, διότι ποίος είναι εκείνος, ο οποίος έχει παραδώσει την καρδίαν του επιστρέφων εις εμέ; Λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 37,23          ὅτι ὀργὴ Κυρίου ἐξῆλθε θυμώδης, ἐξῆλθεν ὀργὴ στρεφομένη, ἐπ᾿ ἀσεβεῖς ἥξει.

Ιερ. 37,23                 Μεγάλη οργή Κυρίου εξέσπασεν, εξήλθεν οργή Κυρίου στρεφομένη προς όλας τας κατευθύνσεις. Εναντίον των ασεβών θα επέλθη.

Ιερ. 37,24          οὐ μὴ ἀποστραφῇ ὀργὴ θυμοῦ Κυρίου, ἕως ποιήσῃ καὶ ἕως καταστήσῃ ἐγχείρημα καρδίας αὐτοῦ· ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν γνώσεσθε αὐτά.

Ιερ. 37,24                 Η οργή και ο θυμός του Κυρίου δεν θα καταπαύσουν, έως ότου πραγματοποιήσουν και φέρουν εις πέρας την απόφασιν της καρδίας αυτού. Θα ίδετε κατά τας τελευταίας ημέρας με τα μάτια σας και θα γνωρίσετε τα προφητευόμενα αυτά.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 38 (Μασ. 31)

 

Ιερ. 38,1            Ἐν τῷ χρόνῳ ἐκείνῳ, εἶπε Κύριος, ἔσομαι εἰς Θεὸν τῷ γένει Ἰσραήλ, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι εἰς λαόν.

Ιερ. 38,1                    Κατά την ευτυχή εκείνην έποχην, είπεν ο Κυριος, εγώ θα είμαι ο Θεός του Ισραηλιτικού γένους και αυτοί θα είναι εις εμέ λαός μου.

Ιερ. 38,2            οὕτως εἶπε Κύριος· εὗρον θερμὸν ἐν ἐρήμῳ μετὰ ὀλωλότων ἐν μαχαίρᾳ· βαδίσατε καὶ μὴ ὀλέσητε τὸν Ἰσραήλ.

Ιερ. 38,2                   Ετσι είπεν ο Κυριος· Συνήντησα καύσωνα εις την έρημον με πτώματα διασκορπισμένα φονευθέντων υπό μαχαίρας. Φυγετε σεις οι φονείς, μη τολμήσετε και καταστρέψετε τον επανερχόμενον ισραηλιτικόν λαόν.

Ιερ. 38,3            Κύριος πόῤῥωθεν ὤφθη αὐτῷ· ἀγάπησιν αἰώνιον ἠγάπησά σε, διὰ τοῦτο εἵλκυσά σε εἰς οἰκτείρημα.

Ιερ. 38,3                   Ο Κυριος εφανερωθη στους Ισραηλίτας εις χώραν μακρυνήν. Με αιωνίαν αγάπην σε έχω αγαπήσει, ισραηλιτικέ λαέ. Δια τούτο σε είλκυσα προς εμέ δια του ελέους και της ευσπλαγχνίας μου.

Ιερ. 38,4            ἔτι οἰκοδομήσω σε, καὶ οἰκοδομηθήσῃ, παρθένος Ἰσραήλ· ἔτι λήψῃ τύμπανόν σου καὶ ἐξελεύσῃ μετὰ συναγωγῆς παιζόντων.

Ιερ. 38,4                   Δια μίαν ακόμη φοράν θα σε ανοικοδομήσω και θα ανοικοδομηθής συ, ω παρθένος, πόλις Ιερουσαλήμ! Θα πάρης και πάλιν το τύμπανον της χαράς, θα εξέλθης με πλήθος ανθρώπων, που θα παίζουν με χαράν τα μουσικά των όργανα.

Ιερ. 38,5            ἔτι φυτεύσατε ἀμπελῶνας ἐν ὄρεσι Σαμαρείας, φυτεύσατε καὶ αἰνέσατε.

Ιερ. 38,5                   Φυτεύσατε και πάλιν αμπελώνας εις τα όρη της Σαμαρείας· φυτεύσατε και δοξολογήσατε τον Κυριον,

Ιερ. 38,6            ὅτι ἐστὶν ἡμέρα κλήσεως ἀπολογουμένων ἐν ὄρεσιν Ἐφραίμ· ἀνάστητε καὶ ἀνάβητε εἰς Σιὼν πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν.

Ιερ. 38,6                   διότι αυτή είναι η ημέρα της προσκλήσεως όλων εκείνων, οι οποίοι απαντούν με προθυμίαν από τα όρη της Εφραίμ. Σηκωθήτε και ανεβήτε στο όρος Σιών προς τον Κυριον τον Θεόν μας.

Ιερ. 38,7            ὅτι οὕτως εἶπε Κύριος τῷ Ἰακώβ· εὐφράνθητε καὶ χρεμετίσατε ἐπὶ κεφαλὴν ἐθνῶν· ἀκουστὰ ποιήσατε καὶ αἰνέσατε· εἴπατε· ἔσωσε Κύριος τὸν λαὸν αὐτοῦ, τὸ κατάλοιπον τοῦ Ἰσραήλ.

Ιερ. 38,7                   Διότι έτσι είπεν ο Κυριος στον ισραηλιτικόν λαόν· Ευφρανθήτε όλοι σας, χρεμετίσατε με χαράν, διότι θα γίνετε αρχηγοί εθνών. Καμετε να ακουσθούν αυτά εις πάντας, δοξολογήσετε τον Κυριον, είπατε· “έσωσεν ο Κυριος τον λαόν του, τους απομείναντας από τον Ισραηλιτικόν λαόν”!

Ιερ. 38,8            ἰδοὺ ἐγὼ ἄγω αὐτοὺς ἀπὸ βοῤῥᾶ καὶ συνάξω αὐτοὺς ἀπ᾿ ἐσχάτου τῆς γῆς ἐν ἑορτῇ φασέκ· καὶ τεκνοποιήσει ὄχλον πολύν, καὶ ἀποστρέψουσιν ὧδε.

Ιερ. 38,8                   Ιδού εγώ, οδηγώ αυτούς εις την πατρίδα των από τας περιοχάς του βορρά, θα τους συγκεντρώσω από τα άκρα της γης εις χαρμόσυνον εορτήν Πασχα. Ο λαός ο ισραηλιτικός θα αποκτήση τέκνα πολλά. Ολοι θα επανέλθουν με χαράν εδώ.

Ιερ. 38,9            ἐν κλαυθμῷ ἐξῆλθον, καὶ ἐν παρακλήσει ἀνάξω αὐτοὺς αὐλίζων ἐπὶ διώρυγας ὑδάτων ἐν ὁδῷ ὀρθῇ, καὶ οὐ μὴ πλανηθῶσιν ἐν αὐτῇ· ὅτι ἐγενόμην τῷ Ἰσραὴλ εἰς πατέρα, καὶ Ἐφραὶμ πρωτότοκός μού ἐστιν.

Ιερ. 38,9                   Με κλαυθμούς εξήλθον δια τον τόπον της εξορίας των, με χαράν μεγάλην θα τους επαναφέρω καταυλίζων αυτούς εις αύλακας υδάτων και οδηγών αυτούς δια της ορθής και ευθείας οδού, ώστε να μη παραπλανηθούν. Και αυτά, διότι εγώ έγινα πατήρ του ισραηλιτικού λαού. Ο δε Εφραίμ μου είναι αγαπητός, ώσαν πρωτότοκός μου υιός.

Ιερ. 38,10          Ἀκούσατε λόγους Κυρίου, ἔθνη, καὶ ἀναγγείλατε εἰς νήσους τὰς μακρόθεν· εἴπατε· ὁ λικμήσας τὸν Ἰσραὴλ καὶ συνάξει αὐτὸν καὶ φυλάξει αὐτὸν ὡς ὁ βόσκων ποίμνιον αὐτοῦ.

Ιερ. 38,10                 Ακούσατε τους λόγους του Κυρίου όλα τα έθνη, αναγγείλατε αυτούς εις τας πλέον μακρυνάς νήσους. Είπατε ότι ο Κυριος, ο οποίος ελίχνισε και διεσκόρπισε τον ισραηλητικόν λαόν, θα συνάξη και πάλιν αυτόν, θα τον φυλάξη και θα τον περιφρουρήση, όπως ο καλός ποιμήν, που βόσκει το ποίμνιόν του.

Ιερ. 38,11          ὅτι ἐλυτρώσατο Κύριος τὸν Ἰακώβ, ἐξείλατο αὐτὸν ἐκ χειρὸς στερεωτέρων αὐτοῦ.

Ιερ. 38,11                  Διότι ο Κυριος ελύτρωσε πράγματι τους απογόνους του Ιακώβ. Τους έβγαλεν ελευθέρους από τα χέρια ισχυροτέρων εχθρών των.

Ιερ. 38,12          καὶ ἥξουσι καὶ εὐφρανθήσονται ἐν τῷ ὄρει Σιών· καὶ ἥξουσιν ἐπ᾿ ἀγαθὰ Κυρίου, ἐπὶ γῆν σίτου καὶ οἴνου καὶ καρπῶν καὶ κτηνῶν καὶ προβάτων, καὶ ἔσται ἡ ψυχὴ αὐτῶν ὥσπερ ξύλον ἔγκαρπον. καὶ οὐ πεινάσουσιν ἔτι.

Ιερ. 38,12                 Ούτοι θα επανέλθουν και θα ευφρανθούν στο όρος Σιών. Θα επανέλθουν εις τα αγαθά του Κυρίου· εις την χώραν του αφθόνου σίτου και του οίνου και των καρπών και των κτηνών και των προβάτων. Η ζωή αυτών θα είναι ωσάν το δένδρον το πλουσιόκαρπον. Ποτέ πλέον δεν θα πεινάσουν.

Ιερ. 38,13          τότε χαρήσονται παρθένοι ἐν συναγωγῇ νεανίσκων, καὶ πρεσβύται χαρήσονται, καὶ στρέψω τὸ πένθος αὐτῶν εἰς χαρμονὴν καὶ ποιήσω αὐτοὺς εὐφραινομένους.

Ιερ. 38,13                  Τοτε θα χαρούν αι παρθένοι αυτών εις συγκέντρωσιν νέων ανδρών και οι πρεσβύτεροι θα χαρούν. Δι' όλους μεταβάλλω το έως τότε πένθος των από τα δεινά της εξορίας και δουλείας εις χαράν. Θα κάμω αυτούς χαίροντας και αγαλλομένους.

Ιερ. 38,14          μεγαλυνῶ καὶ μεθύσω τὴν ψυχὴν τῶν ἱερέων υἱῶν Λευί, καὶ ὁ λαός μου τῶν ἀγαθῶν μου ἐμπλησθήσεται.

Ιερ. 38,14                 Θα δοξάσω και θα εξυψώσω και θα μεθύσω με χαράν την ζωήν των ιερέων, των απογόνων του Λευϊ. Ο δε λαός μου θα χορτάση από τα αγαθά μου.

Ιερ. 38,15          οὕτως εἶπε Κύριος· φωνὴ ἐν Ῥαμᾷ ἠκούσθη θρήνου καὶ κλαυθμοῦ καὶ ὀδυρμοῦ· Ῥαχὴλ ἀποκλαιομένη οὐκ ἤθελε παύσασθαι ἐπὶ τοῖς υἱοῖς αὐτῆς, ὅτι οὐκ εἰσίν.

Ιερ. 38,15                  Ετσι είπεν ο Κυριος· Εις την περιοχήν Ραμά ηκούσθη φωνή θρήνου και κλαυθμού και οδυρμού. Η Ραχήλ έκλαιε και δεν ήθελε να παρηγορηθή και να παύση τον θρόνον της δια τα τέκνα της, διότι αυτά δεν υπάρχουν πλέον.

Ιερ. 38,16          οὕτως εἶπε Κύριος· διαλειπέτω ἡ φωνή σου ἀπὸ κλαυθμοῦ καὶ οἱ ὀφθαλμοί σου ἀπὸ δακρύων σου, ὅτι ἔστι μισθὸς τοῖς σοῖς ἔργοις, καὶ ἐπιστρέψουσιν ἐκ γῆς ἐχθρῶν,

Ιερ. 38,16                 Ο Κυριος όμως έτσι είπε προς αυτήν· θα σταματήση πλέον η φωνή του κλαυθμού σου και τα δάκρυα από τα μάτια σου, διότι υπάρχει αμοιβή των κόπων σου, τα δε τέκνα σου θα επανέλθουν από την χώραν των εχθρών των, δια να εγκατασταθούν εις την πατρίδα των.

Ιερ. 38,17          μόνιμον τοῖς σοῖς τέκνοις.

Ιερ. 38,17                  Αυτή δε η εγκατάστασις των τέκνων σου θα είναι μόνιμος.

Ιερ. 38,18          ἀκοὴν ἤκουσα Ἐφραὶμ ὀδυρομένου· ἐπαίδευσάς με καὶ ἐπαιδεύθην ἐγώ· ὥσπερ μόσχος οὐκ ἐδιδάχθην· ἐπίστρεψόν με, καὶ ἐπιστρέψω, ὅτι σὺ Κύριος ὁ Θεός μου.

Ιερ. 38,18                 Ηκουσα πολύ καλά τον λαόν της φυλής Εφραίμ να οδύρεται και να λέγη· “με ετιμώρησες με την παιδαγωγικήν σου ράβδον και ετιμωρήθην· αλλά εγώ ασύνετος, όπως το μοσχάρι, δεν επαιδαγωγήθην και δεν εδιδάχθην από την τιμωρίαν. Οδηγησόν με, Κυριε, εις επιστροφήν και μετάνοιαν και εγώ θα επιστρέψω εν μετάνοια προς σέ, διότι συ είσαι ο Κυριος και ο Θεός μου.

Ιερ. 38,19          ὅτι ὕστερον αἰχμαλωσίας μου μετενόησα καὶ ὕστερον τοῦ γνῶναί με ἐστέναξα ἐφ᾿ ἡμέρας αἰσχύνης καὶ ὑπέδειξά σοι, ὅτι ἔλαβον ὀνειδισμὸν ἐκ νεότητός μου.

Ιερ. 38,19                 Επειτα από την πικρίαν της αιχμαλωσίας και εξορίας μου εγώ μετενόησα και, αφού ελαβα γνώσιν και πείραν των σφαλμάτων μου και της παιδαγωγίας σου, εστέναξα δια τας ημέρας της παρακοής μου και της αισχύνης μου. Ανεκοίνωσα και απεκάλυψα εις σέ, ότι από τα χρόνια της νεότητάς μου εξ αιτίας των αμαρτιών μου ελαβα ονειδισμόν, εβυθίσθην εις εξευτελισμόν.

Ιερ. 38,20          υἱὸς ἀγαπητὸς Ἐφραὶμ ἐμοί, παιδίον ἐντρυφῶν, ὅτι ἀνθ᾿ ὧν οἱ λόγοι μου ἐν αὐτῷ, μνείᾳ μνησθήσομαι αὐτοῦ· διὰ τοῦτο ἔσπευσα ἐπ᾿ αὐτῷ, ἐλεῶν ἐλεήσω αὐτόν, φησὶ Κύριος.

Ιερ. 38,20                 Ο Θεός, δεχόμενος την μετάνοιαν του λαού του, απαντά· Ο Εφραίμ είναι αγαπητός εις εμέ, χαριτωμένον και προσφιλές τέκνον μου. Επειδή τώρα πλέον οι λόγοι μου παραμένουν εις αυτόν προς καθοδήγησίν του εγώ θα τον ενθυμηθώ. Δια τούτο έσπευσά με αγάπην προς αυτόν. Πλουσίως θα ελεήσω και θα βοηθήσω αυτόν, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 38,21          Στῆσον σεαυτὴν Σιών, ποίησον τιμωρίαν, δὸς καρδίαν σου εἰς τοὺς ὤμους· ὁδὸν ᾗ ἐπορεύθης ἀποστράφηθι, παρθένος Ἰσραήλ, ἀποστράφηθι εἰς τὰς πόλεις σου πενθοῦσα.

Ιερ. 38,21                 Πολις Σιών, σήκω από την δουλείαν, στάσου όρθια, ελαβες και εξεπλήρωσες την τιμωρίαν σου. Βαλε καρδιά, θάρρος στο στήθος σου, εγκατάλειψε πλέον την οδόν της εξορίας, εις την οποίαν εβαδισες και επάνελθε, συ πενθούσα κι πολυπικραμμένη κόρη μου Ιερουσαλήμ, ξαναγύρισε εις τας πόλεις σου.

Ιερ. 38,22          ἕως πότε ἀποστρέψεις, θυγάτηρ ἠτιμωμένη; ὅτι ἔκτισε Κύριος σωτηρίαν εἰς καταφύτευσιν καινήν, ἐν σωτηρίᾳ περιελεύσονται ἄνθρωποι.

Ιερ. 38,22                 Εως πότε θα βραδύνης να επανέλθης εις την πατρίδα σου, καταφρονημένη και κατεντροπιασμένη θυγάτηρ; Ο Κυριος επραγματοποίησε σωτηρίαν δια σέ, ώστε να καταφυτευθής και να εγκατασταθής, νέα και καθαρά, εις την ώραν σου. Οι άνθρωποι όλοι θα περιπατούν σωσμένοι και ελεύθεροι.

Ιερ. 38,23          ὅτι οὕτως εἶπε Κύριος· ἔτι ἐροῦσι τὸν λόγον τοῦτον ἐν γῇ Ἰούδα καὶ ἐν πόλεσιν αὐτοῦ, ὅταν ἀποστρέψω τὴν αἰχμαλωσίαν αὐτοῦ· εὐλογημένος Κύριος ἐπὶ δίκαιον ὄρος τὸ ἅγιον αὐτοῦ

Ιερ. 38,23                 Διότι ετσι είπεν ο Κυριος· Αλλην μίαν φοράν εις την περιοχήν του Ιούδα και εις τας πόλεις αυτού, όταν εγώ θα επαναφέρω ελευθέρους και λυτρωμένους τους αιχμαλώτους του, εκεί θα πουν αυτόν τον λόγον· Ας δοξολογήται και ας υμνολογήται ο Κυριος επάνω εις το δίκαιον και άγιον όρος του, εις την Σιών.

Ιερ. 38,24          καὶ ἐνοικοῦντες ἐν ταῖς πόλεσιν Ἰούδα καὶ ἐν πάσῃ τῇ γῇ αὐτοῦ ἅμα γεωργῷ, καὶ ἀρθήσεται ἐν ποιμνίῳ.

Ιερ. 38,24                 Θα γεμίσουν από κατοίκους παντός επαγγέλματος αι πόλστου Ιούδα. Εις όλην δε την υπαιθρον περιοχήν της Ιουδαίας μαζή και εκ παραλλήλου με τους πολυάριθμους γεωργούς θα υπάρχουν και αναρίθμητα ποίμνια.

Ιερ. 38,25          ὅτι ἐμέθυσα πᾶσαν ψυχὴν διψῶσαν καὶ πᾶσαν ψυχὴν πεινῶσαν ἐνέπλησα.

Ιερ. 38,25                 Διότι εγώ έδωσα πλούσια τα δώρά μου εις όλους. Εμέθυσα με χαράν κάθε ψυχήν, η οποία έως τώρα ήτο διψασμένη. Και κάθε πεινώσαν ψυχήν θα την χορτάσω με το παραπάνω.

Ιερ. 38,26          διὰ τοῦτο ἐξηγέρθην καὶ εἶδον, καὶ ὁ ὕπνος μου ἡδύς μοι ἐγενήθη.

Ιερ. 38,26                 Ο δε προφήτης Ιερεμίας λέγει· Εσηκώθηκα από τον ύπνον μου, είδα και κατενόησα τα αποκαλυπτικά αυτά ενύπνια, που μου εχαρισεν ο Κυριος, και ησθάνθην ότι ο ύπνος μου ήτο κατ' εξοχήν γλυκύς και ευχάριστος.

Ιερ. 38,27          διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἡμέραι ἔρχονται, φησὶ Κύριος, καὶ σπερῶ τὸν Ἰσραὴλ καὶ τὸν Ἰούδαν σπέρμα ἀνθρώπου καὶ σπέρμα κτήνους.

Ιερ. 38,27                 Δια τούτο, λέγει ο Κυριος, ιδού έρχονται ημέραι, κατά τας οποίας εγώ θα πληθύνω τον Ισραηλιτικόν λαόν και την φυλήν του Ιούδα εις ανθρώπους και εις κτήνη.

Ιερ. 38,28          καὶ ἔσται ὥσπερ ἐγρηγόρουν ἐπ᾿ αὐτοὺς καθαιρεῖν καὶ κακοῦν, οὕτως γρηγορήσω ἐπ᾿ αὐτοὺς τοῦ οἰκοδομεῖν καὶ καταφυτεύειν, φησὶ Κύριος.

Ιερ. 38,28                 Οπως δε άλλοτε εγρηγορούσα εναντίον αυτών, δια να τους κρημνίσω από τα αγαθά και την δόξαν των και να τους αποστείλω συμφοράς, ετσι θα αγρυπνώ τώρα δι' αυτούς, δια να τους ανοικοδομήσω και τους καταφυτεύσω και τους εγκαταστήσω μονίμως εις την χώραν των, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 38,29          ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις οὐ μὴ εἴπωσιν· οἱ πατέρες ἔφαγον ὄμφακα, καὶ οἱ ὀδόντες τῶν τέκνων ᾑμωδίασαν.

Ιερ. 38,29                 Κατά τας ευτυχείς εκείνας ημέρας της επανόδου της ελευθερίας και της ανέσεως, δεν θα είπουν πλέον οι άνθρωποι την παροιμίαν· “οι πατέρες έφαγαν το άγουρο σταφύλι και εμούδιασαν τα δόντια των τέκνων”.

Ιερ. 38,30          ἀλλ᾿ ἢ ἕκαστος ἐν τῇ ἑαυτοῦ ἁμαρτίᾳ ἀποθανεῖται, καὶ τοῦ φαγόντος τὸν ὄμφακα αἱμωδιάσουσιν οἱ ὀδόντες αὐτοῦ.

Ιερ. 38,30                 Αλλα ο καθένας θα τιμωρηθή δια θανάτου δια την ιδικήν του αμαρτίαν. Θα μουδιάσουν τα δόντια εκείνου, ο οποίος θα φάγη τα άγουρα σταφύλια.

Ιερ. 38,31          ἰδοὺ ἡμέραι ἔρχονται, φησὶ Κύριος, καὶ διαθήσομαι τῷ οἴκῳ Ἰσραὴλ καὶ τῷ οἴκῳ Ἰούδα διαθήκην καινήν,

Ιερ. 38,31                  Ιδού, έρχονται ευτυχείς ημέραι, λέγει ο Κυριος, και θα συνάψω με τους Ισραηλίτας και τους Ιουδαίους νέαν Διαθήκην.

Ιερ. 38,32          οὐ κατὰ τὴν διαθήκην, ἣν διεθέμην τοῖς πατράσιν αὐτῶν ἐν ἡμέρᾳ ἐπιλαβομένου μου τῆς χειρὸς αὐτῶν ἐξαγαγεῖν αὐτοὺς ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ὅτι αὐτοὶ οὐκ ἐνέμειναν ἐν τῇ διαθήκῃ μου, καὶ ἐγὼ ἠμέλησα αὐτῶν, φησὶ Κύριος.

Ιερ. 38,32                 Αυτή δεν θα είναι όμοία με την Διαθήκην, την οποίαν συνήψα με τους προγόνους των κατά την εποχήν εκείνην, που εν τη στοργή μου και τη παντοδυναμία μου τους επήρα από τα χέρια και τους εβγαλα ελευθέρους από την Αίγυπτον, διότι εκείνοι δεν έμειναν πιστοί και δεν ετήρησαν την Διαθήκην μου, και εγώ τους παρημέλησα εξ αιτίας των παρανομιών των, λέγει ο Κυριος.

Ιερ. 38,33          ὅτι αὕτη ἡ διαθήκη μου, ἣν διαθήσομαι τῷ οἴκῳ Ἰσραὴλ μετὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας, φησὶ Κύριος· διδοὺς δώσω νόμους εἰς τὴν διάνοιαν αὐτῶν καὶ ἐπὶ καρδίας αὐτῶν γράψω αὐτούς· καὶ ἔσομαι αὐτοῖς εἰς Θεόν, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι εἰς λαόν.

Ιερ. 38,33                 Αυτή είναι η Διαθήκη μου, την οποίαν εγώ θα συνάψω με τον ισραηλιτικόν λαόν έπειτα από τας ημέρας εκείνας, λέγει ο Κυριος. Θα δώσω ασφαλώς και βεβαίως Νομους κατανοητούς και δεκτούς εις την διάνοιάν των· θα γράψω αυτούς εις την καρδίαν των. Θα είμαι δι' αυτούς ο Θεός των και αυτοί θα είναι δι' εμέ ο λαός μου.

Ιερ. 38,34          καὶ οὐ μὴ διδάξωσιν ἕκαστος τὸν πολίτην αὐτοῦ καὶ ἕκαστος τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ λέγων· γνῶθι τὸν Κύριον· ὅτι πάντες εἰδήσουσί με ἀπὸ μικροῦ αὐτῶν ἕως μεγάλου αὐτῶν, ὅτι ἵλεως ἔσομαι ταῖς ἀδικίαις αὐτῶν καὶ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν οὐ μὴ μνησθῶ ἔτι. -

Ιερ. 38,34                 Δεν θα διδάξουν πλέον ο καθένας τον συμποπολίτην του και ο αδελφός τον αδελφόν του λέγων· “μάθε από εμέ και γνώρισε τον Κυριον”, διότι πάντες θα με γνωρίσουν από τον μικρόν έως τον μεγάλον, επειδή εγώ θα είμαι γεμάτος έλεος και συγγνώμην δια τας αμαρτίας των. Και δεν θα ενθυμηθώ πλέον τας αμαρτίας των.

Ιερ. 38,35          Ἐὰν ὑψωθῇ ὁ οὐρανὸς εἰς τὸ μετέωρον, φησὶ Κύριος, καὶ ἐὰν ταπεινωθῇ τὸ ἔδαφος τῆς γῆς κάτω, καὶ ἐγὼ οὐκ ἀποδοκιμῶ τὸ γένος Ἰσραήλ, φησὶ Κύριος, περὶ πάντων, ὧν ἐποίησαν.

Ιερ. 38,35                 Και εάν, έστω, υψωθή ο ουρανός στο χάος του διαστήματος, λέγει ο Κυριος, και εάν η επιφάνεια της γης βυθισθή κάτω, εγώ δεν θα αποδοκιμάσω πλέον το ισραηλιτικόν γένος, λέγει ο Κυριος, δι' όλας εκείνας τας παρανομίας, τας οποίας διέπραξαν.

Ιερ. 38,36          οὕτως εἶπε Κύριος ὁ δοὺς τὸν ἥλιον εἰς φῶς τῆς ἡμέρας, σελήνην καὶ ἀστέρας εἰς φῶς τῆς νυκτός, καὶ κραυγὴν ἐν θαλάσσῃ καὶ ἐβόμβησε τὰ κύματα αὐτῆς, Κύριος παντοκράτωρ ὄνομα αὐτῷ·

Ιερ. 38,36                 Ετσι είπεν ο Κυριος, ο οποίος δίδει τον ήλιον, ώστε να φωτίζεται η ημέρα, την σελήνην και τους αστέρας εις φως της νυκτός, την βοήν της θαλάσσης, όταν συνταράση τα κύματα της ο Κυριος, του οποίου το Ονομα είναι ο Παντοκράτωρ.

Ιερ. 38,37          ἐὰν παύσωνται οἱ νόμοι οὗτοι ἀπὸ προσώπου μου, φησὶ Κύριος, καὶ τὸ γένος Ἰσραὴλ παύσεται γενέσθαι ἔθνος κατὰ πρόσωπόν μου πάσας τὰς ἡμέρας.

Ιερ. 38,37                 Και εάν ατονήσουν και παύσουν οι νόμοι, που διέπουν τον ουρανόν και την γην, λέγει ο Κυριος, τότε και το ισραηλιτικόν γένος θα παύση πλέον να είναι έθνος ενώπιόν μου όλας τας ημέρας.

Ιερ. 38,38          ἰδοὺ ἡμέραι ἔρχονται, φησὶ Κύριος, καὶ οἰκοδομηθήσεται πόλις τῷ Κυρίῳ ἀπὸ πύργου Ἀναμεὴλ ἕως πύλης τῆς γωνίας·

Ιερ. 38,38                 Ιδού, έρχονται ημέραι, λέγει ο Κυριος, κατά τας οποίας η πόλις Σιών θα ανοικοδομηθή εις δόξαν του Κυρίου από τον πύργον του Αναμεήλ μέχρι και της πύλης της γωνίας.

Ιερ. 38,39          καὶ ἐξελεύσεται ἡ διαμέτρησις αὐτῆς ἀπέναντι αὐτῶν ἕως βουνῶν Γαρὴβ καὶ περικυκλωθήσεται κύκλῳ ἐξ ἐκλεκτῶν λίθων·

Ιερ. 38,39                 Και θα επεκταθούν τα όρια αυτής έως τα υψώματα Γαρήβ, η δε πόλις θα κλεισθή όλόγυρα με τείχος από πολυτίμους λίθους.

Ιερ. 38,40          καὶ πάντες Ἀσαρημὼθ ἕως Ναχὰλ Κέδρων, ἕως γωνίας πύλης ἵππων ἀνατολῆς ἁγίασμα τῷ Κυρίῳ, καὶ οὐκέτι οὐ μὴ ἐκλίπῃ καὶ οὐ μὴ καθαιρεθῇ ἕως τοῦ αἰῶνος.

Ιερ. 38,40                 Ολη η αγροτική περιοχή έως εις την κοιλάδα των Κέδρων και μέχρι της γωνίας της πύλης των ίππων προς ανατολάς, θα είναι αφιερωμένη στον Κυριον. Ποτέ πλέον δεν θα παύση υπάρχουσα η νέα Σιών και δεν θα κρημνισθή στον αιώνα του αιώνος.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 39 (Μασ. 32)

 

Ιερ. 39,1            Ὁ λόγος ὁ γενόμενος παρὰ Κυρίου πρὸς Ἱερεμίαν ἐν τῷ ἐνιαυτῷ δεκάτῳ βασιλεῖ Σεδεκίᾳ, οὗτος ἐνιαυτὸς ὀκτωκαιδέκατος τῷ βασιλεῖ Ναβουχοδονόσορ βασιλεῖ Βαβυλῶνος·

Ιερ. 39,1                    Ο λόγος, ο οποίος ήλθεν εκ μέρους του Κυρίου προς τον Ιερεμίαν κατά το δέκατον έτος της βασιλείας του Σεδεκίου. Αυτό το έτος ήτο το δέκατον όγδοον έτος της βασιλείας του Ναβουχοδονόρος, του βασιλέως της Βαβυλώνος.

Ιερ. 39,2            καὶ δύναμις βασιλέως Βαβυλῶνος ἐχαράκωσεν ἐπὶ Ἱερουσαλήμ, καὶ Ἱερεμίας ἐφυλάσσετο ἐν αὐλῇ τῆς φυλακῆς, ἥ ἐστιν ἐν οἴκῳ βασιλέως,

Ιερ. 39,2                   Τοτε η στρατιωτική δύναμις του βασιλέως της Βαβυλώνος επολιόρκει την Ιερουσαλήμ, ο δε Ιερεμίας εφυλάσσετο κλεισμένος εις την αυλήν της φυλακής, η οποία ευρίσκετο εις τα βασιλικά ανάκτορα.

Ιερ. 39,3            ἐν ᾗ κατέκλεισεν αὐτὸν ὁ βασιλεὺς Σεδεκίας λέγων· διατί σὺ προφητεύεις λέγων; οὕτως εἶπε Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ δίδωμι τὴν πόλιν ταύτην ἐν χερσὶ βασιλέως Βαβυλῶνος, καὶ λήψεται αὐτήν,

Ιερ. 39,3                   Εις αυτήν τον κατέκλεισεν ο βασιλεύς Σεδεκίας λέγων· “διατί συ προφητεύεις έτσι και λέγεις· ιδού, εγώ παραδίδω την πόλιν αυτήν εις τα χέρια του βασιλέως της Βαβυλώνος και αυτός θα την καταλάβη;

Ιερ. 39,4            καὶ Σεδεκίας οὐ μὴ σωθῇ ἐκ χειρὸς τῶν Χαλδαίων, ὅτι παραδόσει παραδοθήσεται εἰς χεῖρας βασιλέως Βαβυλῶνος, καὶ λαλήσει στόμα αὐτοῦ πρὸς στόμα αὐτοῦ, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ὄψονται,

Ιερ. 39,4                   Ο δε Σεδεκίας δεν θα διασωθή από τα χέρια των Χαλδαίων, αλλ' οπωσδήποτε θα παραδοθή εις τα χέρια του βασιλέως της Βαβυλώνος. Θα επικοινωνήση με αυτόν προσωπικώς, θα ομιλήση στόμα προς στόμα, τα μάτια του θα ίδουν τα μάτια εκείνου.

Ιερ. 39,5            καὶ εἰσελεύσεται Σεδεκίας εἰς Βαβυλῶνα καὶ ἐκεῖ καθιεῖται.

Ιερ. 39,5                   Ο βασιλεύς Σεδεκίας θα οδηγηθή αιχμάλωτος εις την Βαβυλώνα και θα ύποχρεωθή να εγκατασταθή εκεί”.

Ιερ. 39,6            καὶ λόγος Κυρίου ἐγενήθη πρὸς Ἱερεμίαν λέγων·

Ιερ. 39,6                   Και άλλος λόγος απηυθύνθη εκ μέρους του Κυρίου προς τον Ιερεμίαν ο εξής·

Ιερ. 39,7            ἰδοὺ Ἀναμεὴλ υἱὸς Σαλὼμ ἀδελφοῦ πατρός σου ἔρχεται πρὸς σὲ λέγων· κτῆσαι σεαυτῷ τὸν ἀγρόν μου τὸν ἐν Ἀναθώθ, ὅτι σοὶ κρίσις παραλαβεῖν εἰς κτῆσιν.

Ιερ. 39,7                   Ιδού, έρχεται προς σε ο Αναμεήλ,ο υιός του Σαλώμ, αδελφού του πατρός σου, δια να είπη προς σέ· αγόρασε και πάρε ιδικόν σου αυτόν τον αγρόν, ο οποίος ευρίσκεται εις Αναθώθ, διότι εις σε ανήκει το δικαίωμα να τον εξαγόρασης και τον απόκτήσης.

Ιερ. 39,8            καὶ ἦλθε πρός με Ἀναμεὴλ υἱὸς Σαλώμ, ἀδελφοῦ πατρός μου, εἰς τὴν αὐλὴν τῆς φυλακῆς καὶ εἶπε· κτῆσαι σεαυτῷ τὸν ἀγρόν μου τὸν ἐν γῇ Βενιαμὶν τὸν ἐν Ἀναθώθ, ὅτι σοὶ κρίμα κτήσασθαι αὐτόν, καὶ σὺ πρεσβύτερος. καὶ ἔγνων ὅτι λόγος Κυρίου ἐστί,

Ιερ. 39,8                   Τοτε, λέγει ο προφήτης, ήλθε προς εμέ ο Αναμεήλ, ο υιός του Σαλώμ, αδελφού του πατρός μου, εις την αυλήν, όπου υπήρχεν η φυλακή, και μου είπεν· “αγόρασε ως ιδιοκτησίαν σου τον αγρόν μου, που υπάρχει εις την χώραν Βενιαμίν, εις την περιοχήν Αναθώθ. Διότι σύμφωνα με τον Νομον συ δικαιούσαί να εξαγοράσης και απόκτησης αυτόν, διότι είσαι ο μεγαλύτερος μεταξύ των συγγενών”. Εγώ αντελήφθην ότι αυτό ήτο λόγος του Κυρίου προς εμέ.

Ιερ. 39,9            καὶ ἐκτησάμην τὸν ἀγρὸν Ἀναμεὴλ υἱοῦ ἀδελφοῦ πατρός μου καὶ ἔστησα αὐτῷ ἑπτὰ σίκλους καὶ δέκα ἀργυρίου·

Ιερ. 39,9                   Δια τούτο ηγόρασα τυν αγρόν του Αναμεήλ, υιού του Σαλώμ, του αδελφού του πατρός μου και εζύγισα και εμέτρησα εις αυτόν δέκα επτά σίκλους αργυρούς.

Ιερ. 39,10          καὶ ἔγραψα εἰς βιβλίον καὶ ἐσφραγισάμην καὶ διεμαρτυράμην μάρτυρας καὶ ἔστησα τὸ ἀργύριον ἐν ζυγῷ.

Ιερ. 39,10                 Εγραψα το συμβόλαιον σχετικώς με την αγοραπωλησίαν του αγρού, το εσφράγισα, το επεβεβαίωσα δια μαρτύρων και εζύγισα το αργύριον εις ζυγόν.

Ιερ. 39,11          καὶ ἔλαβον τὸ βιβλίον τῆς κτήσεως τὸ ἐσφραγισμένον καὶ τὸ ἀνεγνωσμένον

Ιερ. 39,11                  Επήρα το συμβόλαιον τούτο της αποκτήσεως του αγρού, το κεκυρωμένον με σφραγίδας, αλλά ανοικτόν εις κοινήν θεάν.

Ιερ. 39,12          καὶ ἔδωκα αὐτὸ τῷ Βαροὺχ υἱῷ Νηρίου υἱῷ Μαασαίου κατ᾿ ὀφθαλμοὺς Ἀναμεὴλ υἱοῦ ἀδελφοῦ πατρός μου καὶ κατ᾿ ὀφθαλμοὺς τῶν ἀνδρῶν τῶν παρεστηκότων καὶ γραφόντων ἐν τῷ βιβλίῳ τῆς κτήσεως καὶ κατ᾿ ὀφθαλμοὺς τῶν Ἰουδαίων τῶν ἐν τῇ αὐλῇ τῆς φυλακῆς.

Ιερ. 39,12                 Εδωκα το συμφωνητικόν αυτό της αγοράς στον Βαρούχ, υιόν του Νηρίου, υιού του Μαασαίου, επί παρουσία του Αναμεήλ, υιού του αδελφού του πατρός μου, και επί παρουσία των ανδρών, οι οποίοι παρευρέθησαν ως μάρτυρες και οι οποίοι είχαν υπογράψει το συμβόλαιον της αγοραπωλησίας και ενώπιον των άλλων Ιουδαίων, οι οποίοι ευρίσκοντο εις την αυλήν της φυλακής.

Ιερ. 39,13          καὶ συνέταξα τῷ Βαροὺχ κατ᾿ ὀφθαλμοὺς αὐτῶν λέγων·

Ιερ. 39,13                  Εδωσα δε εντολήν στον Βαρούχ ενώπιον όλων αυτών λέγων·

Ιερ. 39,14          οὕτως εἶπε Κύριος παντοκράτωρ· λάβε τὸ βιβλίον τῆς κτήσεως τοῦτο καὶ τὸ βιβλίον τὸ ἀνεγνωσμένον καὶ θήσεις αὐτὸ εἰς ἀγγεῖον ὀστράκινον, ἵνα διαμείνῃ ἡμέρας πλείους.

Ιερ. 39,14                 Ετσι μου είπε Κυριος ο παντοκράτωρ· πάρε το σαμβόλαιον αυτό τη αγοραπωλησίας, αυτό το συμβόλαιον, το οποίον ανεγνώσθη και υπεγράφη και ποθετήσατέ το μέσα εις ένα πήλινον δοχείον, δια να μένη επί πολύν χρόνον εκεί ασφαλές.

Ιερ. 39,15          ὅτι οὕτως εἶπε Κύριος· ἔτι κτηθήσονται ἀγροὶ καὶ οἰκίαι καὶ ἀμπελῶνες ἐν τῇ γῇ ταύτῃ. -

Ιερ. 39,15                  Διότι έτσι είπεν ο Κυριος· Θα αγορασθούν δια συμβολαίων αγροί και οικίαι και αμπελώνες εις την χώραν αυτήν.

Ιερ. 39,16          Καὶ προσευξάμην πρὸς Κύριον μετὰ τὸ δοῦναί με τὸ βιβλίον τῆς κτήσεως πρὸς Βαροὺχ υἱὸν Νηρίου λέγων·

Ιερ. 39,16                 Αφού παρέδωσα το συμβόλαιον τούτο της αγοράς στον Βαρούχ, τον υιόν του Νηρίου, προσηυχήθην προς τον Κυριον και είπα·

Ιερ. 39,17          ᾦ Κύριε, σὺ ἐποίησας τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν τῇ ἰσχύϊ σου τῇ μεγάλῃ καὶ τῷ βραχίονί σου τῷ ὑψηλῷ καὶ τῷ μετεώρῳ, οὐ μὴ ἀποκρυβῇ ἀπὸ σοῦ οὐθέν,

Ιερ. 39,17                  “Ω Κυριε, συ εν τη απείρω σου δυνάμει και δια της παντοδυνάμου δεξιάς σου, εδημιούργησες τον ουρανόν και την γην και τίποτε δεν είναι δυνατόν να αποκρυβή από σέ.

Ιερ. 39,18          ποιῶν ἔλεος εἰς χιλιάδας καὶ ἀποδιδοὺς ἁμαρτίας πατέρων εἰς κόλπους τέκνων αὐτῶν μετ᾿ αὐτούς, ὁ Θεὸς ὁ μέγας καὶ ἰσχυρός,

Ιερ. 39,18                 Συ είσαι εκείνος, ο οποίος κάμνεις μεν έλεος εις χιλιάδας ανθρώπων, άλλα και πληρώνεις τας αδικίας των πατέρων στους κόλπους των παιδιώνν των, έπειτα από αυτούς. Συ είσαι ο μέγας και παντοδύναμος Θεός.

Ιερ. 39,19          Κύριος μεγάλης βουλῆς καὶ δυνατὸς τοῖς ἔργοις, ὁ Θεὸς ὁ μέγας, ὁ παντοκράτωρ καὶ μεγαλώνυμος Κύριος· οἱ ὀφθαλμοί σου εἰς τὰς ὁδοὺς τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων δοῦναι ἑκάστῳ κατὰ τὴν ὁδὸν αὐτοῦ·

Ιερ. 39,19                 Είσαι ο Κυριος και ο Θεός των μεγάλων σχεδίων και αποφάσεων, παντοδύναμος εις τα έργα, Θεός ο μέγας, ο παντοκράτωρ, ο μεγαλώνυμος Κυριος. Οι οφθαλμοί σου είναι εστραμμένοι και παρακολουθούν τους τρόπους και τους δρόμους της ζωής των ανθρώπων, δια να αποδωσης στον καθένα σύμφωνά με την πορείαν του.

Ιερ. 39,20          ὃς ἐποίησας σημεῖα καὶ τέρατα ἐν γῇ Αἰγύπτῳ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης καὶ ἐν Ἰσραὴλ καὶ ἐν τοῖς γηγενέσι· καὶ ἐποίησας σεαυτῷ ὄνομα, ὡς ἡμέρα αὕτη

Ιερ. 39,20                 Συ είσαι εκείνος, ο οποίος έκαμες σημεία και τέρατα εις την χώραν της Αιγύπτου μέχρι της ημέρας αυτής και στον Ισραηλιτικόν λαόν και στους εντοπίους. Και έτσι έκαμες γνωστόν και ένδοξον το Ονομά σου μέχρι και της ημέρας αυτής.

Ιερ. 39,21          καὶ ἐξήγαγες τὸν λαόν σου Ἰσραὴλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου ἐν σημείοις καὶ ἐν τέρασιν, ἐν χειρὶ κραταιᾷ καὶ ἐν βραχίονι ὑψηλῷ

Ιερ. 39,21                 Συ έβγαλες ελεύθερον τον λαόν σου τον ισραηλιτικόν από την χώραν της Αιγύπτου με σημεία και τέρατα, τα οποία επραγμοτοποίησες με την παντοδύναμον δεξιάν σου και με τον πανίσχυρον βραχίονά σου,

Ιερ. 39,22          καὶ ἐν ὁράμασι μεγάλοις· καὶ ἔδωκας αὐτοῖς τὴν γῆν ταύτην, ἣν ὤμοσας τοῖς πατράσιν αὐτῶν, γῆν ῥέουσαν γάλα καὶ μέλι.

Ιερ. 39,22                 και δια μέσου μεγάλων και θαυμαστών οραμάτων· και έδωκες εις αυτούς την χώραν αυτήν, δια την οποίαν είχες ορκισθή στους προγόνους των, χώραν όπου ρέει γάλα και μέλι.

Ιερ. 39,23          καὶ εἰσήλθοσαν καὶ ἐλάβοσαν αὐτὴν καὶ οὐκ ἤκουσαν τῆς φωνῆς σου καὶ ἐν τοῖς προστάγμασί σου οὐκ ἐπορεύθησαν· ἅπαντα, ἃ ἐνετείλω αὐτοῖς οὐκ ἐποίησαν· καὶ ἐποίησας συμβῆναι αὐτοῖς πάντα τὰ κακὰ ταῦτα.

Ιερ. 39,23                 Εκείνοι εισήλθον ελεύθεροι και κατέλαβαν ως κύριοι αυτήν, αλλά δεν υπήκουσαν εις την φωνήν σου και δεν επορεύθησαν σύμφωνά με τας εντολάς σου. Δεν ετήρησαν και δεν έπραξαν όλα εκείνα, τα οποία τους είχες διατάξει. Δια τούτο και επέτρεψας να συμβούν εις αυτούς όλαι αυταί αι συμφοραί.

Ιερ. 39,24          ἰδοὺ ὄχλος ἥκει εἰς τὴν πόλιν ταύτην συλλαβεῖν αὐτήν, καὶ ἡ πόλις ἐδόθη εἰς χεῖρας Χαλδαίων τῶν πολεμούντων αὐτὴν ἀπὸ προσώπου μαχαίρας καὶ τοῦ λιμοῦ· ὡς ἐλάλησας, οὕτως ἐγένετο.

Ιερ. 39,24                 Ιδού, λοιπόν, τώρα ότι πολύς στρατός έχει επέλθει εναντίον της πόλεως αυτής, δια να την καταλάβη. Η πόλις θα παραδοθή εις τα χέρια των Χαλδαίων, οι οποίοι πολεμούν εναντίον της. Θα παραδοθή με την δύναμιν της μαχαίρας των πολιορκούντων αυτήν και του λιμού, ο οποίος επικρατεί έντος αυτής. Οπως είπες, έτσι ασφαλώς και θα γίνη· είναι σαν να έγινε.

Ιερ. 39,25          καὶ σὺ λέγεις πρός με· κτῆσαι σεαυτῷ τὸν ἀγρὸν ἀργυρίου· καὶ ἔγραψα βιβλίον καὶ ἐσφραγισάμην καὶ ἐπεμαρτυράμην μάρτυρας· καὶ ἡ πόλις ἐδόθη εἰς χεῖρας Χαλδαίων.

Ιερ. 39,25                 Συ όμως, παρά ταύτα, λέγεις προς εμέ· αγόρασε και απόκτησε δια τον εαυτόν σου τον αγρόν αυτόν με καταβολήν αργυρίου. Εγώ ηγόρασα, συνέταξα το συμβόλαιον, το εσφράγισα, το επεβεβίιωσα δια μαρτύρων. Η πόλις παρά ταύτα θα παραδοθή ασφαλώς εις τα χέρια των Χαλδρίων”.

Ιερ. 39,26          Καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με λέγων·

Ιερ. 39,26                 Ηλθε προς εμέ και άλλος λόγος Κυρίου, ο οποίος μου είπεν·

Ιερ. 39,27          ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς πάσης σαρκός, μὴ ἀπ᾿ ἐμοῦ κρυβήσεταί τι;

Ιερ. 39,27                 Εγώ είμαι ο Κυριος και Θεός πάσης σαρκός, μήπως και είναι ποτέ δυνατόν να αποκρυβή κάτι από εμέ;

Ιερ. 39,28          διὰ τοῦτο οὕτως εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· δοθεῖσα παραδοθήσεται ἡ πόλις αὕτη εἰς χεῖρας βασιλέως Βαβυλῶνος, καὶ λήψεται αὐτήν,

Ιερ. 39,28                 Δια τούτο έτσι είπεν ο Κυριος ο Θεός του Ισραήλ· Ασφαλώς και βεβαίως θα παραδοθή η πόλις αυτή εις τα χέρια του βασιλέως της Βαβυλώνος, ο οποίος και θα την καταλάβη.

Ιερ. 39,29          καὶ ἥξουσιν οἱ Χαλδαῖοι πολεμοῦντες ἐπὶ τὴν πόλιν ταύτην καὶ καύσουσι τὴν πόλιν ταύτην ἐν πυρὶ καὶ κατακαύσουσι τὰς οἰκίας, ἐν αἷς ἐθυμιῶσαν ἐπὶ τῶν δωμάτων αὐτῶν τῇ Βάαλ καὶ ἔσπευδον σπονδὰς θεοῖς ἑτέροις πρὸς τὸ παραπικράναι με.

Ιερ. 39,29                 Οι Χαλδαίοι, οι οποίοι τώρα πολεμούν την πόλιν αυτήν, θα εισέλθουν έντος αυτής, θα καύσουν αυτήν την πόλιν, θα παραδώσουν στο πυρ όλας τας οικίας, εις τα δωμάτια των οποίων οι Ιουδαίοι προσέφεραν θυμιάματα λατρείας στον Βααλ και έκαναν σπονδάς εις θεούς ξένους, ειδωλολατρικούς, δια να με παροργίσουν και παραπικράνουν.

Ιερ. 39,30          ὅτι ἦσαν οἱ υἰοὶ Ἰσραὴλ καὶ οἱ υἱοὶ Ἰούδα μόνοι ποιοῦντες τὸ πονηρὸν κατ᾿ ὀφθαλμούς μου ἐκ νεότητος αὐτῶν.

Ιερ. 39,30                 Διότι υπέρ πάντα άλλον, τα τέκνα του Ισραήλ και τα τέκνα του Ιούδα, αυτοί διέπρατταν το πονηρόν ενώπιόν μου από αρχής της υπάρξεως των.

Ιερ. 39,31          ὅτι ἐπὶ τὴν ὀργήν μου καὶ ἐπὶ τὸν θυμόν μου ἦν ἡ πόλις αὕτη, ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας ᾠκοδόμησαν αὐτὴν καὶ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης ἀπαλλάξαι αὐτὴν ἀπὸ προσώπου μου,

Ιερ. 39,31                  Δια τούτο η πόλις αυτή είναι αντικείμενον της οργής μου και του δικαίου θυμού μου, από της ημέρας κατά την οποίαν την ανοικοδόμησαν μέχρι της ημέρας αυτής, δια να την εξαφανίσω από τα μάτια μου.

Ιερ. 39,32          διὰ πάσας τὰς πονηρίας τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδα, ὧν ἐποίησαν πικράναι με αὐτοὶ καὶ οἱ βασιλεῖς αὐτῶν καὶ οἱ ἄρχοντες αὐτῶν καὶ οἱ ἱερεῖς αὐτῶν καὶ οἱ προφῆται αὐτῶν, ἄνδρες Ἰούδα καὶ οἱ κατοικοῦντες ἐν Ἱερουσαλήμ,

Ιερ. 39,32                 Και τούτο εξ αιτίας όλων των πονηριών των υιών Ισραήλ και Ιούδα, τας οποίας αυτοί διέπραξαν, δια να με πικράνουν και παροργίσουν· αυτοί και οι βασιλείς των και οι άρχοντές των και οι ιερείς των και οι ψευδοπροφήται των, οι άνδρες της φυλής Ιούδα οι οποίοι κατοικούν εις την Ιερουσαλήμ.

Ιερ. 39,33          καὶ ἀπέστρεψαν πρός με νῶτον καὶ οὐ πρόσωπον· καὶ ἐδίδαξα αὐτοὺς ὄρθρου, καὶ ἐδίδαξα, καὶ οὐκ ἤκουσαν ἔτι λαβεῖν παιδείαν.

Ιερ. 39,33                 Ολοι αυτοί εγύρισαν προς εμέ τα νώτα των, και όχι το πρόσωπόν των. Καθε πρωΐαν τους εδίδασκα το θέλημά μου, τους εδίδασκα και αυτοί δεν υπήκουσαν, δια να συμμορφωθούν και λάβουν την πατρικήν μου παιδαγωγίαν.

Ιερ. 39,34          καὶ ἔθηκαν τὰ μιάσματα αὐτῶν ἐν τῷ οἴκῳ, οὗ ἐπεκλήθη τὸ ὄνομά μου ἐπ᾿ αὐτῷ, ἐν ἀκαθαρσίαις αὐτῶν,

Ιερ. 39,34                 Ετοποθέτησαν τα μιαρά είδωλά των μαζή με τας βρωμερότητάς των έντος του ναού, οπού εγίνετο επίκλησίς του Ονόματός μου.

Ιερ. 39,35          καὶ ᾠκοδόμησαν τοὺς βωμοὺς τῇ Βάαλ τοὺς ἐν φάραγγι υἱοῦ Ἐννὸμ τοῦ ἀναφέρειν τοὺς υἱοὺς αὐτῶν καὶ τὰς θυγατέρας αὐτῶν τῷ Μολὸχ βασιλεῖ, ἃ οὐ συνέταξα αὐτοῖς καὶ οὐκ ἀνέβη ἐπὶ καρδίαν μου, τοῦ ποιῆσαι τὸ βδέλυγμα τοῦτο πρὸς τὸ ἐφαμαρτεῖν τὸν Ἰούδαν. -

Ιερ. 39,35                 Ανοικοδόμησαν βωμούς προς τιμήν του Βααλ εις την κοιλάδα υιού Εννόμ, δια να προσφέρουν εκεί ως θυσίας τους υιούς των και τας θυγατέρας των στο ειδωλον Μολόχ, τον βασιλέα και κύριον, όπως τον εθεωρούσαν. Εγώ όμως ποτέ δεν τους είχα διατάξει να κάμουν αυτά και ποτέ δεν διεννοήθην να παρακινήσω τον 'Ισραηλ να λατρεύση τα βδελυρά είδωλα και να αμαρτήση έτσι ο ιουδαϊκός λαός.

Ιερ. 39,36          Καὶ νῦν οὕτως εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραὴλ ἐπὶ τὴν πόλιν, ἣν σὺ λέγεις· παραδοθήσεται εἰς χεῖρας βασιλέως Βαβυλῶνος ἐν μαχαίρᾳ καὶ ἐν λιμῷ καὶ ἐν ἀποστολῇ.

Ιερ. 39,36                 Και τώρα έτσι είπεν ο Κυριος, ο Θεός του ισραηλιτικού λαού, εναντίον της πόλεως, περί της οποίας συ ομιλείς· θα παραδοθή αυτή εις τα χέρια του βασιλέως της Βαβυλώνος με την δυναμιν της μαχαίρας εκείνου και του λιμού που θα επικρατή εις αυτήν· οι δε κάτοικοί της θα οδηγηθούν αιχμάλωτοι εις εξορίαν.

Ιερ. 39,37          ἰδοὺ ἐγὼ συνάγω αὐτοὺς ἐκ πάσης τῆς γῆς, οὗ διέσπειρα αὐτοὺς ἐκεῖ ἐν ὀργῇ μου καὶ τῷ θυμῷ μου καὶ ἐν παροξυσμῷ μεγάλῳ, καὶ ἐπιστρέψω αὐτούς εἰς τὸν τόπον τοῦτον καὶ καθιῶ αὐτοὺς πεποιθότας,

Ιερ. 39,37                 Αλλα, ιδού εγώ θα συγκεντρώσω πάλιν αυτούς από όλην την γην, όπου εγώ τους διεσκόρπισα εξ αιτίας της δικαίας οργής μου και του θυμού μου και στον παροξυσμόν της δικαίας αγανακτήσεώς μου, και θα τους επαναφέρω στον τόπον τούτόν και θα τους εγκαταστήσω σταθερούς και ασφαλείς εις αυτόν.

Ιερ. 39,38          καὶ ἔσονταί μοι εἰς λαόν, καὶ ἐγὼ ἔσομαι αὐτοῖς εἰς Θεόν.

Ιερ. 39,38                 Θα είναι τότε αυτοί δι' εμέ λαός και θα είμαι εγώ εις αυτούς ο Θεός.

Ιερ. 39,39          καὶ δώσω αὐτοῖς ὁδὸν ἑτέραν καὶ καρδίαν ἑτέραν φοβηθῆναί με πάσας τὰς ἡμέρας καὶ εἰς ἀγαθὸν αὐτοῖς καὶ τοῖς τέκνοις αὐτῶν μετ᾿ αὐτούς.

Ιερ. 39,39                 Θα δώσω εις αυτούς νέαν οδόν των εντολών μου, δια να την ακολουθήσουν. Αλλην δε καρδίαν θα θέσω εντός αυτών, δια να με φοβούνται και να με σέβωνται όλας τας ημέρας της ζωής των προς το καλόν αυτών των ιδίων και των τέκνων των, τα οποία θα έλθουν υστέρα από αυτούς.

Ιερ. 39,40          καὶ διαθήσομαι αὐτοῖς διαθήκην αἰωνίαν, ἣν οὐ μὴ ἀποστρέψω ὄπισθεν αὐτῶν· καὶ τὸν φόβον μου δώσω εἰς τὴν καρδίαν αὐτῶν πρὸς τὸ μὴ ἀποστῆναι αὐτοὺς ἀπ᾿ ἐμοῦ.

Ιερ. 39,40                 Θα συνάψω με αυτούς αιωνίαν Διαθήκην, την οποίαν δεν θα ακυρώσω και δεν θα απομακρύνω από αυτούς. Θα θέσω εντός της καρδίας των τον φόβον μου, δια να μη απομακρυνθούν πλέον από εμέ.

Ιερ. 39,41          καὶ ἐπισκέψομαι τοῦ ἀγαθῶσαι αὐτοὺς καὶ φυτεύσω αὐτοὺς ἐν τῇ γῇ ταύτῃ ἐν πίστει καὶ ἐν πάσῃ καρδίᾳ καὶ ἐν πάσῃ ψυχῇ.

Ιερ. 39,41                 Τοτε εγώ, με όλην μου την καρδίαν και με όλην μου την ψυχήν, θα τους επισκεφθώ εν τη αγαθότητί μου, δια να τους αναδείξω αγαθούς. Θα τους καταφυτεύσω εις την χώραν αυτήν ασφαλείς και σταθερούς.

Ιερ. 39,42          ὅτι οὕτως εἶπε Κύριος· καθὰ ἐπήγαγον ἐπὶ τὸν λαὸν τοῦτον πάντα τὰ κακὰ τὰ μεγάλα ταῦτα, οὕτως ἐγὼ ἐπάξω ἐπ᾿ αὐτοὺς πάντα τὰ ἀγαθά, ἃ ἐλάλησα ἐπ᾿ αὐτούς.

Ιερ. 39,42                 Ετσι είπεν ο Κυριος· Οπως επέφερα εναντίον του λαού αυτών όλας τας μεγάλας αυτάς τιμωρίας και συμφοράς, έτσι θα αποστείλω προς αυτούς όλα τα αγαθά, όπως είχα υποσχεθή δι' αυτούς.

Ιερ. 39,43          καὶ κτηθήσονται ἔτι ἀγροὶ ἐν τῇ γῇ, ᾗ σὺ λέγεις· ἄβατός ἐστιν ἀπὸ ἀνθρώπων καὶ κτήνους καὶ παρεδόθησαν εἰς χεῖρας Χαλδαίων.

Ιερ. 39,43                 Και πάλιν θα αγοράζωνται από αυτούς αγροί εις την χώραν αυτήν, δια την οποίαν συ προφητεύεις και λέγεις· Ερημος και άβατος θα γίνη αυτή από ανθρώπους και κτήνη, διότι θα παραδοθή εις τα χέρια των Χαλδαίων.

Ιερ. 39,44          καὶ κτήσονται ἀγροὺς ἐν ἀργυρίῳ, καὶ γράψεις βιβλίον καὶ σφραγιῇ καὶ διαμαρτυρῇ μάρτυρας ἐν γῇ Βενιαμὶν καὶ κύκλῳ τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐν πόλεσιν Ἰούδα καὶ ἐν πόλεσι τοῦ ὄρους καὶ ἐν πόλεσι τῆς Σεφηλὰ καὶ ἐν πόλεσι τῆς Ναγέβ, ὅτι ἀποστρέψω τὰς ἀποικίας αὐτῶν.

Ιερ. 39,44                 Οι Ιουδαίοι θα αγοράσουν με τα χρήματα των αγρούς και πάλιν, θα συντάσσωνται προς τούτοις συμβόλαια αγοραπωλησίας, θα σφραγίζωνται αυτά και θα επιβεβαιώνονται με μάρτυρας εις την χώραν Βενιαμίν, εις τα περίχωρα της Ιερουσαλήμ, εις τας πόλστου Ιούδα, εις τας πόλεις της ορεινής περιοχής, τας πόλεις της Σεφηλά και εις τας πόλεις Ναγέβ. Αυτά θα πραγματοποιηθούν, διότι εγώ θα επαναφέρω ελευθέρους τους αιχμαλώτους Ιουδαίους εις την πατρίδα των.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 40 (Μασ. 33)

 

Ιερ. 40,1            Καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρὸς Ἱερεμίαν δεύτερον, καὶ αὐτὸς ἦν ἔτι δεδεμένος ἐν τῇ αὐλῇ τῆς φυλακῆς λέγων·

Ιερ. 40,1                    Ηλθε λόγος παρά Κυρίου προς τον Ιερεμίαν δια δευτέραν φοράν, όταν αυτός ήτο ακόμη δεμένος εις την αυλήν της φυλακής λέγων·

Ιερ. 40,2            οὕτως εἶπε Κύριος ποιῶν γῆν καὶ πλάσσων αὐτὴν τοῦ ἀνορθῶσαι αὐτήν, Κύριος ὄνομα αὐτῷ·

Ιερ. 40,2                   Ετσι είπεν ο Κυριος οποίος εδημιούργησε την γην, διαμόρφωσεν αυτήν και την εστήριξε, και του οποίου το όνομα είναι Κυριος.

Ιερ. 40,3            κέκραξον πρός με, καὶ ἀποκριθήσομαί σοι καὶ ἀπαγγελῶ σοι μεγάλα καὶ ἰσχυρά, ἃ οὐκ ἔγνως αὐτά.

Ιερ. 40,3                   Κράξε με πίστιν και επιμονήν προς εμέ και εγώ θα σου αποκριθώ, θα σου αποκαλύψω μεγάλα και ισχυρά, τα οποία δεν έχεις γνωρίσει έως τώρα.

Ιερ. 40,4            ὅτι οὕτως εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραὴλ περὶ οἴκων τῆς πόλεως ταύτης καὶ περὶ οἴκων βασιλέως Ἰούδα τῶν καθῃρημένων εἰς χάρακας καὶ προμαχῶνας

Ιερ. 40,4                   Διότι έτσι ωμίλησεν ο Κυριος ο Θεός του ισραηλιτικού λαού δια τους οίκους της πόλεως αυτής, δια τα ανάκτορα του βασιλέως Ιούδα, τα οποία θα κατεδαφισθούν, δια να γίνουν χαρακώματα και προμαχώνες,

Ιερ. 40,5            τοῦ μάχεσθαι πρὸς τοὺς Χαλδαίους καὶ πληρῶσαι αὐτὴν τῶν νεκρῶν τῶν ἀνθρώπων, οὓς ἐπάταξα ἐν ὀργῇ μου καὶ ἐν θυμῷ μου, καὶ ἀπέστρεψα τὸ πρόσωπόν μου ἀπ᾿ αὐτῶν περὶ πασῶν τῶν πονηριῶν αὐτῶν·

Ιερ. 40,5                   ώστε να μάχωνται εκεί οι Ιουδαίοι εναντίον των Χαλδαίων και να γεμίσουν την πόλιν αυτήν από πτώματα ανθρώπων, τους οποίους εγώ, εν τη δικαία μου οργή και τω θυμώ, εκτύπησα και εγύρισα αλλού το πρόσωπόν μου από αυτούς εξ αιτίας όλων των αμαρτιών και των ανομιών, που είχαν διαπράξει.

Ιερ. 40,6            ἰδοὺ ἐγὼ ἀνάγω αὐτῇ συνούλωσιν καὶ ἴαμα καὶ φανερώσω αὐτοῖς εἰσακούειν καὶ ἰατρεύσω αὐτὴν καὶ ποιήσω αὐτοῖς εἰρήνην καὶ πίστιν.

Ιερ. 40,6                   Αλλ' ιδού ότι εγώ θα επιφέρω κατόπιν εις αυτήν, εις την Ιερουσαλήμ, θεραπείαν και επούλωσιν των πληγών της. Θα καθοδηγήσω και θα διδάξω αυτούς, να με υπακούουν. Θα την θεραπεύσω και θα την ιατρεύσω εξ ολοκλήρου. Θα συνάψω με αυτούς ειρήνην και θα τους εμπνεύσω αξιοπιστίαν προς εμέ και τους λόγους μου.

Ιερ. 40,7            καὶ ἀποστρέψω τὴν ἀποικίαν Ἰούδα καὶ τὴν ἀποικίαν Ἰσραὴλ καὶ οἰκοδομήσω αὐτοὺς καθὼς τὸ πρότερον.

Ιερ. 40,7                   Θα επαναφέρω ελευθέρους τους εις την εξορίαν αιχμαλώτους της φυλής Ιούδα και τους εις την εξορίαν αιχμαλώτους του ισραηλιτικού λαού και θα αποκαταστήσω αυτούς, όπως και προηγουμένως, εις την χώραν των.

Ιερ. 40,8            καὶ καθαριῶ αὐτοὺς ἀπὸ πασῶν τῶν ἀδικιῶν αὐτῶν, ὧν ἡμάρτοσάν μοι, καὶ οὐ μὴ μνησθήσομαι ἁμαρτιῶν αὐτῶν, ὧν ἥμαρτόν μοι καὶ ἀπέστησαν ἀπ᾿ ἐμοῦ.

Ιερ. 40,8                   Θα απαλλάξω και θα καθαρίσω αυτούς από όλας τας αδικίας, δια των οποίων είχαν αμαρτήσει ενώπιόν μου, και δεν θα ενθυμηθώ πλέον τας αμαρτίας, τας οποίας αυτοί διέπραξαν με την παρακοήν και την απομάκρυνσίν των από εμέ.

Ιερ. 40,9            καὶ ἔσται εἰς εὐφροσύνην καὶ αἴνεσιν καὶ εἰς μεγαλειότητα παντὶ τῷ λαῷ τῆς γῆς, οἵτινες ἀκούσονται πάντα τὰ ἀγαθά, ἃ ἐγὼ ποιήσω, καὶ φοβηθήσονται καὶ πικρανθήσονται περὶ πάντων τῶν ἀγαθῶν καὶ περὶ πάσης τῆς εἰρήνης, ἧς ἐγὼ ποιήσω αὐτοῖς. -

Ιερ. 40,9                   Και θα είναι και θα μείνη η Ιερουσαλήμ τότε εις κατάστασιν ευφροσύνης και δόξης και μεγαλείου ανάμεσα εις όλους τους λαούς της γης, οι οποίοι θα πληροφορηθούν όλα αυτά τα αγαθά, που θα προσφέρω και θα πραγματοποιήσω εις αυτήν, και θα φοβηθούν και θα πικρανθούν από την ζήλειαν των δι' όλας αυτάς τας δωρεάς μου προς αυτήν και δια την πλήρη ειρήνην, την οποίαν εγώ θα αττοκαταστήσω μεταξύ του λαού της.

Ιερ. 40,10          Οὕτως εἶπε Κύριος· ἔτι ἀκουσθήσεται ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ, ᾧ ὑμεῖς λέγετε· ἔρημός ἐστιν ἀπὸ ἀνθρώπων καὶ κτηνῶν, ἐν πόλεσιν Ἰούδα καὶ ἔξωθεν Ἱερουσαλήμ, ταῖς ἠρημωμέναις παρὰ τὸ μὴ εἶναι ἄνθρωπον καὶ κτήνη,

Ιερ. 40,10                 Ετσι είπεν ο Κυριος· Δια την πόλιν, δια την οποίαν σεις λέγετε ότι είναι έρημος από ανθρώπους και από ζώα, δια τας πόλεις της περιοχής του βασιλείου Ιούδα και τας έξωθεν και τας γύρω από την Ιερουσαλήμ ερημωμένας αυτάς περιοχάς, που δεν θα υπάρχουν άνθρωποι και κτήνη,

Ιερ. 40,11          φωνὴ εὐφροσύνης καὶ φωνὴ χαρμοσύνης, φωνὴ νυμφίου καὶ φωνὴ νύμφης, φωνὴ λεγόντων· ἐξομολογεῖσθε Κυρίῳ παντοκράτορι, ὅτι χρηστὸς Κύριος, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ· καὶ εἰσοίσουσι δῶρα εἰς οἶκον Κυρίου, ὅτι ἀποστρέψω πᾶσαν τὴν ἀποικίαν τῆς γῆς ἐκείνης κατὰ τὸ πρότερον, εἶπε Κύριος·

Ιερ. 40,11                  στον τόπον, λοιπόν, αυτόν θα ακουσθή φωνή αγαλλιάσεως και φωνή χαράς, φωνή χαρμόσυνος νυμφίου και φωνή νύμφης, φωνή ανθρώπων, οι οποίοι θα ψάλλουν και θα λέγουν· “δοξολογήστε τον Κυριον, τον παντοκράτορα, διότι είναι αγαθός και διότι το έλεός του μένει στον αιώνα”. Θα προσφέρουν τότε με πίστιν και χαράν δώρα στον ναόν του Κυρίου. Διότι εγώ θα επαναφέρω όλους τους αιχμαλώτους εξορίστους της γης εκείνης και θα τους αποκαταστήσω ελευθέρους, όπως και προηγουμένως, είπεν ο Κυριος.

Ιερ. 40,12          οὕτως εἶπε Κύριος τῶν δυνάμεων· ἔτι ἔσται ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ τῷ ἐρήμῳ παρὰ τὸ μὴ εἶναι ἄνθρωπον καὶ κτῆνος καὶ ἐν πάσαις ταῖς πόλεσιν αὐτοῦ καταλύματα ποιμένων κοιταζόντων πρόβατα·

Ιερ. 40,12                 Τοιουτοτρόπως είπεν ο Κυριος των δυνάμεων· Θα έλθη εποχή, κατά την οποίαν στον έρημον τούτον τόπον, που δεν υπάρχουν σήμερον άνθρωποι και κτήνη, θα υπάρξουν εις όλας τας πόλεις της περιοχής αυτής ποιμένες, οι οποίοι θα βόσκουν και θα ασφαλίζουν εις τας μάνδρας των πρόβατα·

Ιερ. 40,13          ἐν πόλεσι τῆς ὀρεινῆς καὶ ἐν πόλεσι τῆς Σεφηλὰ καὶ ἐν πόλεσι τῆς Ναγὲβ καὶ ἐν γῇ Βενιαμὶν καὶ ἐν ταῖς κύκλῳ Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐν πόλεσιν Ἰούδα ἔτι παρελεύσεται πρόβατα ἐπὶ χεῖρα ἀριθμοῦντος, εἶπε Κύριος.

Ιερ. 40,13                 εις τας πόλεις της ορεινής περιοχής, εις τας πόλεις της Σεφηλά, εις τας πόλεις Ναγέβ, εις την περιοχήν Βενιαμίν και εις τας κύκλω από την Ιερουσαλήμ περιοχάς. Εις τας πόλεις της Ιουδαίας γενικώς, θα περάσουν πάλιν πρόβατα κάτω οπό το χέρι του ποιμένας, που θα τα μετρά, λέγει ο Κυριος.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 41 (Μασ. 34)

 

Ιερ. 41,1            Ὁ λόγος ὁ γενόμενος πρὸς Ἱερεμίαν παρὰ Κυρίου (καὶ Ναβουχοδονόσορ βασιλεὺς Βαβυλῶνος καὶ πᾶν τὸ στρατόπεδον αὐτοῦ καὶ πᾶσα ἡ γῆ ἀρχῆς αὐτοῦ ἐπολέμουν ἐπὶ Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐπὶ πάσας τὰς πόλεις Ἰούδα) λέγων·

Ιερ. 41,1                    Λογος, ο οποίος απηυθύνθη εκ μέρους του Κυρίου προς τον Ιερεμίαν κατά την εποχήν, κατά την οποίαν ο Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς και όλος ο στρατός του και όλα τα βασίλεια του κόσμου, που είχαν υποταχθή εις αυτόν, επολεμούσαν κατά της Ιερουσαλήμ και εναντίον όλων των άλλων πόλεων του Ιουδα· και ο λόγος αυτός είπεν·

Ιερ. 41,2            οὕτως εἶπε Κύριος· βάδισον πρὸς Σεδεκίαν βασιλέα Ἰούδα καὶ ἐρεῖς αὐτῷ· οὕτως εἶπε Κύριος· παραδόσει παραδοθήσεται ἡ πόλις αὕτη εἰς χεῖρας βασιλέως Βαβυλῶνος, καὶ συλλήψεται αὐτὴν καὶ καύσει αὐτὴν ἐν πυρί·

Ιερ. 41,2                    Ετσι είπεν ο Κυριος· πήγαινε προς τον Σεδεκίαν τον βασιλέα του ιουδαϊκού βασιλείου και είπε προς αύτον· αυτά λέγει ο Κυριος· ασφαλώς και βεβαίως θα παραδοθή η πόλις αυτή εις τας χείρας του βασιλέως της Βαβυλώνος, ο οποίος και θα την κατολάβη και θα την παραδώση στο πυρ.

Ιερ. 41,3            καὶ σὺ οὐ μὴ σωθῇς ἐκ χειρὸς αὐτοῦ καὶ συλλήψει συλληφθήσῃ καὶ εἰς χεῖρας αὐτοῦ δοθήσῃ, καὶ ὀφθαλμοί σου τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ὄψονται καὶ τὸ στόμα αὐτοῦ μετὰ τοῦ στόματός σου λαλήσει, καὶ εἰς Βαβυλῶνα εἰσελεύσῃ.

Ιερ. 41,3                    Και συ ο ίδιος δεν θα διασωθής από το χέρι του βασιλέως της Βαβυλώνος. Ασφαλώς και βεβαίως θα συλληφθής και θα παραθοθής εις τα χέρια αυτού. Οι οφθαλμοί σου θα ίδουν τους οφθαλμούς του, και το στόμα εκείνου θα ομιλήση με σέ, και το στόμα σου προς εκείνον· και έπειτα θα οδηγηθής εις την Βαβυλώνα αιχμάλωτος.

Ιερ. 41,4            ἀλλὰ ἄκουσον τὸν λόγον Κυρίου, Σεδεκία βασιλεῦ Ἰούδα· οὕτως λέγει Κύριος·

Ιερ. 41,4                    Αλλά άκουσε τον, λόγον του Κυρίου, Σεδεκία, βασιλεύ του Ιουδαϊκού βασιλείου. Ετσι λέγει ο Κυριος·

Ιερ. 41,5            ἐν εἰρήνῃ ἀποθανῇ, καὶ ὡς ἔκλαυσαν τοὺς πατέρας σου τοὺς βασιλεύσαντας πρότερόν σου, κλαύσονται καὶ σέ, οὐαὶ Κύριε, καὶ ἕως ᾅδου κόψονταί σε· ὅτι λόγον ἐγὼ ἐλάλησα, εἶπε Κύριος.

Ιερ. 41,5                    Εν τέλει θα απόθανης ειρηνικόν θάνατον και όπως έκλαυσαν τους πατέρας σου, οι οποίοι εβασίλευσαν προηγουμένως από σέ, έτσι θα κλαύσουν και δια σέ. Και θα αναφωνούν· “αλλοίμονον Κυριε ! εχάσαμεν τον βασιλέα”! Οι κοπετοί και οι θρήνοι θα φθάσουν έως εις αυτόν τον άδην. Θα γίνουν αυτά, διότι εγώ ωμίλησα και είπα, λέγει Κυριος.

Ιερ. 41,6            καὶ ἐλάλησεν Ἱερεμίας πρὸς τὸν βασιλέα Σεδεκίαν πάντας τοὺς λόγους τούτους ἐν Ἱερουσαλήμ.

Ιερ. 41,6                    Ο Ιερεμίας πράγματι είπε προς τον Σεδεκίαν εις την Ιερουσαλήμ όλους αυτούς τους λόγους.

Ιερ. 41,7            καὶ ἡ δύναμις βασιλέως Βαβυλῶνος ἐπολέμει ἐπὶ Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐπὶ τὰς πόλεις Ἰούδα, ἐπὶ Λαχὶς καὶ ἐπὶ Ἀζηκά, ὅτι αὗται κατελείφθησαν ἐν πόλεσιν Ἰούδα πόλεις ὀχυραί.

Ιερ. 41,7                    Η στρατιωτική δύναμις του βαοιλέως της Βαβυλώνος, επολεμούσεν εναντίον της Ιερουσαλήμ και εναντίον των πόλεων του ιουδαϊκού βασιλείου, εναντίον της Λαχίς και της Αζηκά, διότι μεταξύ όλων των άλλων πόλεων του ιουδαϊκού βασιλείου αυταί, καθ' ο οχυραί πόλεις, απέμεναν ελεύθεραι και δεν είχαν καταληφθή ακόμη από τον Ναβουχοοονόσορα.

Ιερ. 41,8            Ὁ λόγος ὁ γενόμενος πρὸς Ἰερεμίαν παρὰ Κυρίου μετὰ τὸ συντελέσαι τὸν βασιλέα Σεδεκίαν διαθήκην πρὸς τὸν λαὸν τοῦ καλέσαι ἄφεσιν,

Ιερ. 41,8                    Λογος, ο οποίος εκ μέρους του Κυρίου ήλθε προς τον Ιερεμίαν έπειτα από την συμφωνίαν, την οποίαν συνήψεν ο βασιλεύς Σεδεκίας προς τον λαόν τον ισραηλιτικόν, δια να κηρύξη και δώση ελευθερίαν εις όλους τους δούλους.

Ιερ. 41,9            τοῦ ἐξαποστεῖλαι ἕκαστον τὸν παῖδα αὐτοῦ καὶ ἕκαστον τὴν παιδίσκην αὐτοῦ, τὸν Ἑβραῖον καὶ τὴν Ἑβραίαν ἐλευθέρους, πρὸς τὸ μὴ δουλεύειν ἄνδρα ἐξ Ἰούδα·

Ιερ. 41,9                    Δηλαδή κάθε Ιουδαίος να αφήση ελεύθερον τον δούλον του και καθένας να αφήση ελευθέραν την δούλην του, τον Εβραίον και την Εβραίαν, όλους ελευθέρους, ώστε να μη υπάρχη κανείς πλέον δούλος από τους Ιουδαίους.

Ιερ. 41,10          καὶ ἐπεστράφησαν πάντες οἱ μεγιστᾶνες καὶ πᾶς ὁ λαὸς οἱ εἰσελθόντες ἐν τῇ διαθήκῃ τοῦ ἀποστεῖλαι ἕκαστον τὸν παῖδα αὐτοῦ καὶ ἕκαστον τὴν παιδίσκην αὐτοῦ καὶ ἐῶσαν

Ιερ. 41,10                  Επειτα όμως ήλλαξαν γνώμην όλοι οι άρχοντες και όλος ο λαός, οι οποίοι έλαβον μέρος και εδέχθησαν την συμφωνίαν αυτήν, δια να αφήσουν ο καθένας ελεύθερον τον δούλον του, ο καθένας ελευθέραν την δούλην του,

Ιερ. 41,11          αὐτοὺς εἰς παῖδας καὶ παιδίσκας.

Ιερ. 41,11                   και εκράτησαν αυτούς ως δούλους και ως δούλας.

Ιερ. 41,12          καὶ ἐγενήθη λόγος Κυρίου πρὸς Ἱερεμίαν λέγων·

Ιερ. 41,12                  Τοτε εγινε πάλιν λόγος Κυρίου προς τον Ιερεμίαν λέγων·

Ιερ. 41,13          οὕτως εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· ἐγὼ διεθέμην διαθήκην πρὸς τοὺς πατέρας ὑμῶν ἐν τῇ ἡμέρᾳ, ᾗ ἐξειλάμην αὐτοὺς ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ἐξ οἴκου δουλείας, λέγων·

Ιερ. 41,13                  Ετσι είπε Κυριος ο Θεός του ισραηλιτικού λαού· εγώ συνήψα διαθήκην προς τους προγόνους σας κατά την ημέραν εκείνην, κατά την οποίαν έβγαλα αυτούς ελευθέρους από την χώραν της Αιγύπτου, από τον οίκον αυτόν της δουλείας λέγων·

Ιερ. 41,14          ὅταν πληρωθῇ ἓξ ἔτη, ἀποστελεῖς τὸν ἀδελφόν σου τὸν Ἑβραῖον, ὃς παραθήσεταί σοι· καὶ ἐργᾶταί σοι ἓξ ἔτη, καὶ ἐξαποστελεῖς αὐτὸν ἐλεύθερον. καὶ οὐκ ἤκουσάν μου καὶ οὐκ ἔκλιναν τὸ οὖς αὐτῶν.

Ιερ. 41,14                  όταν συμπληρωθούν εξ έτη δουλείας, θα αφήσης ελεύθερον τον αδελφόν σου τον Εβραίον, ο οποίος θα έχη πωληθή εις σε ως δούλος. Αυτός θα εργασθή επί εξ έτη ως δούλος σου και έπειτα θα τον αφήσης ελεύθερον. Αλλά δεν ήκουσαν την εντολήν μου αυτήν, δεν έκλιναν το αυτί των, δια να την ακούσουν.

Ιερ. 41,15          καὶ ἐπέστρεψαν σήμερον ποιῆσαι τὸ εὐθὲς πρὸ ὀφθαλμῶν μου τοῦ καλέσαι ἄφεσιν ἕκαστον τοῦ πλησίον αὐτοῦ καὶ συνετέλεσαν διαθήκην κατὰ πρόσωπόν μου ἐν τῷ οἴκῳ, οὗ ἐπεκλήθη τὸ ὄνομά μου ἐπ᾿ αὐτῷ.

Ιερ. 41,15                  Και Ιδού, ότι σήμερον επανήλθαν και συνήλθαν οι Ιουδαίοι, δια να εφαρμόσουν το ορθόν τούτο ενώπιόν μου· να κηρύξη ο καθένας ελευθερίαν στον πλησίον του και μάλιστα έκλεισαν συμφωνίαν ενώπιόν μου στον ναόν, όπου επικαλείσθε το Ονομά μου.

Ιερ. 41,16          καὶ ἐπεστρέψατε καὶ ἐβεβηλώσατε τὸ ὄνομά μου τοῦ ἐπιστρέψαι ἕκαστον τὸν παῖδα αὐτοῦ καὶ ἕκαστον τὴν παιδίσκην αὐτοῦ, οὓς ἐξαπεστείλατε ἐλευθέρους τῇ ψυχῇ αὐτῶν, τοῦ εἶναι ὑμῖν εἰς παῖδας καὶ παιδίσκας.

Ιερ. 41,16                  Αλλά αλλάξατε γνώμην και εβεβηλώσατε τοιουτοτρόπως το Ονομά μου και διετάξατε ο καθένας σας να επιστρέψη ο δούλος του, και ο καθένας να επιστρέψη εις αυτόν η δούλη του. Αυτούς, τους οποίους σεις εστείλατε ελευθέρους σύμφωνα με την επιθυμίαν και την θέλησιν της καρδίας των, απεφασίσατε να είναι και πάλιν δούλοι και δούλαι σας.

Ιερ. 41,17          διὰ τοῦτο οὕτως εἶπε Κύριος· ὑμεῖς οὐκ ἠκούσατέ μου τοῦ καλέσαι ἄφεσιν ἕκαστος πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ· ἰδοὺ ἐγὼ καλῶ ἄφεσιν ὑμῖν εἰς μάχαιραν καὶ εἰς τὸν θάνατον καὶ εἰς τὸν λιμὸν καὶ δώσω ὑμᾶς εἰς διασπορὰν πάσαις ταῖς βασιλείαις τῆς γῆς.

Ιερ. 41,17                  Δια τούτο έτσι εΐπεν ο Κυριος· Σεις δεν υπηκούσατε εις εμέ, ώστε να κηρύξετε ελευθερίαν ο καθένας προς τον πλησίον αυτού. Δια τούτο ιδού, εγώ κηρύττω εις σας ελευθερίαν από την εξουσίαν μου και σας παραδίδω εις την μάχαιραν και εις την θανατηφόρον επιδημίαν, εις την φοβεράν πείναν. Θα σας αφήσω να διασπαρήτε και διασκορπισθήτε εις όλας τας βασιλείας της οικουμένης.

Ιερ. 41,18          καὶ δώσω τοὺς ἄνδρας τοὺς παρεληλυθότας τὴν διαθήκην μου, τοὺς μὴ στήσαντας τὴν διαθήκην μου, ἣν ἐποίησαν κατὰ πρόσωπόν μου, τὸν μόσχον, ὃν ἐποίησαν ἐργάζεσθαι αὐτῷ,

Ιερ. 41,18                  Θα παραδώσω εις σφαγήν όλους τους άνδρας εκείνους, οι οποίοι παρέβησαν και κατεπάτησαν την διαθήκην μου, οι οποίοι δεν ετήρησαν την συμφωνίαν μου, που έκαμαν ενώπιόν μου και εις κύρωσιν της οποίας διεμέλισαν εις δύο τμήματα τον μόσχον και διήλθον δια μέσου αυτών.

Ιερ. 41,19          τοὺς ἄρχοντας Ἰούδα καὶ τοὺς δυνάστας καὶ τοὺς ἱερεῖς καὶ τὸν λαόν,

Ιερ. 41,19                  Δια τούτο τους άρχοντας της Ιουδαίας, τους κατέχοντας εξουσίας, τους ιερείς και τον λαυν τον παραβάτην,

Ιερ. 41,20          καὶ δώσω αὐτοὺς τοῖς ἐχθροῖς αὐτῶν καὶ ἔσται τὰ θνησιμαῖα αὐτῶν βρῶσις τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοῖς θηρίοις τῆς γῆς.

Ιερ. 41,20                 θα παραδώσω αυτούς στους εχθρούς των και τα πτώματά των θα γίνουν τροφή των ορνέων του ουρανού και των θηρίων της γης.

Ιερ. 41,21          καὶ τὸν Σεδεκίαν βασιλέα τῆς Ἰουδαίας καὶ τοὺς ἄρχοντας αὐτῶν δώσω εἰς χεῖρας ἐχθρῶν αὐτῶν, καὶ δύναμις βασιλέως Βαβυλῶνος τοῖς ἀποτρέχουσιν ἀπ᾿ αὐτῶν.

Ιερ. 41,21                  Τον δε Σεδεκίαν, τον βασιλέα του ιουδαϊκού βασιλείου, και τους άρχοντας των Ιουδαίων, θα παραδώσω εις τα χέρια των εχθρών των και στον στρατόν του βασιλέως της Βαβυλώνος, ο οποίος κατά τον καιρόν τούτον έχει απομακρυνθή από την Ιουδαίαν, δια να ασχοληθή με άλλους εχθρούς του.

Ιερ. 41,22          ἰδοὺ ἐγὼ συντάσσω, φησὶ Κύριος, καὶ ἐπιστρέψω αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν ταύτην, καὶ πολεμήσουσιν ἐπ᾿ αὐτὴν καὶ λήψονται αὐτὴν καὶ κατακαύσουσιν αὐτὴν ἐν πυρὶ καὶ τὰς πόλεις Ἰούδα, καὶ δώσω αὐτὰς ἐρήμους ἀπὸ τῶν κατοικούντων.

Ιερ. 41,22                 Ιδού εγώ είμαι εκείνος, ο οποίος διατάσσω, λέγει ο Κυριος, και θα επαναφέρω τους Βαβυλωνίους αυτούς εις την χώραν αυτήν, οι οποίοι και θα πολεμήσουν εναντίον της και θα την καταλάβουν και θα την κατακαύσουν στο πυρ και τας πόλστου Ιούδα θα τας καταστήσω ερήμους από κατοίκους.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 42 (Μασ. 35)

 

Ιερ. 42,1            Ὁ λόγος ὁ γενόμενος πρὸς Ἱερεμίαν παρὰ Κυρίου ἐν ἡμέραις Ἰωακεὶμ βασιλέως Ἰούδα λέγων·

Ιερ. 42,1                    Ο λόγος, ο οποίος έγινεν εκ μέρους του Κυρίου προς τον Ιερεμίαν κατά τας ημέρας του Ιωακείμ, βασιλέως των Ιουδαίων, και ο οποίος λέγει·

Ιερ. 42,2            βάδισον εἰς οἶκον Ἀρχαβεὶν καὶ ἄξεις αὐτοὺς εἰς οἶκον Κυρίου, εἰς μίαν τῶν αὐλῶν, καὶ ποτιεῖς αὐτοὺς οἶνον.

Ιερ. 42,2                   Πηγαινε εις την οικογένειαν του Αρχαβείν και θα οδηγήσης αυτούς στον ναόν του Κυρίου, εις μίαν από τας αυλάς, και θα δώσης εις αυτούς, να πίουν οίνον.

Ιερ. 42,3            καὶ ἐξήγαγον τὸν Ἰεζονίαν υἱὸν Ἱερεμίου υἱοῦ Χαβασὶν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ καὶ πᾶσαν τὴν οἰκίαν Ἀρχαβεὶν

Ιερ. 42,3                   Κατόπιν της εντολής αυτής του Κυρίου, επήρα και ωδήγησα δια μέσου της πόλεως τον Ιεζονίαν, υιόν του Ιερεμίου, υιού του Χαβασίν, και τους αδελφούς αυτού και τους υιούς του και όλην την γενεάν Αρχαβείν,

Ιερ. 42,4            καὶ εἰσήγαγον αὐτοὺς εἰς οἶκον Κυρίου εἰς τὸ παστοφόριον υἱῶν Ἀνανίου, υἱοῦ Γοδολίου ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ, ὅ ἐστιν ἐγγὺς τοῦ οἴκου τῶν ἀρχόντων τῶν ἐπάνω τοῦ οἴκου Μαασαίου υἱοῦ Σελώμ, τοῦ φυλάσσοντος τὴν αὐλήν,

Ιερ. 42,4                   και τους ωδήγησα στον ναόν του Κυρίου, εις διαμέρισμα των υιών του Ανανίου, υιού του Γοδολίου, του ανθρώπου αυτού του Θεού. Αυτό το διαμέρισμα ήτο πλησίον στον οίκον των αρχόντων, ο οποίος ευρίσκετο επάνω από τον οίκον του Μαασαίου, υιού του Σελώμ, ο οποίος ήτο ο φύλαξ της αυλής.

Ιερ. 42,5            καὶ ἔδωκα κατὰ πρόσωπον αὐτῶν κεράμιον οἴνου καὶ ποτήρια καὶ εἶπα· πίετε οἶνον.

Ιερ. 42,5                   Εκεί έδωκα ενώπιον όλων αυτών ένα πήλινον δοχείον, που περιείχεν οίνον, και ένα ποτήριον και ειπα· “πίετε οίνον”.

Ιερ. 42,6            καὶ εἶπαν· οὐ μὴ πίωμεν οἶνον, ὅτι Ἰωναδὰβ υἱὸς Ῥηχὰβ ὁ πατὴρ ἡμῶν ἐνετείλατο ἡμῖν λέγων· οὐ μὴ πίετε οἶνον, ὑμεῖς καὶ οἱ υἱοὶ ὑμῶν ἕως αἰῶνος.

Ιερ. 42,6                   Εκείνοι όμως απήντησαν· “δεν θα πίωμεν οίνον, διότι ο Ιωναδάβ, υιός του Ρηχάβ, ένας από τους προγόνους μας, μας εδωσεν εντολήν λέγων· ποτέ στον αιώνα τον άπαντα δεν θα πίετε οίνον ούτε σεις ούτε οι υιοί σας.

Ιερ. 42,7            καὶ οἰκίας οὐ μὴ οἰκοδομήσητε καὶ σπέρμα οὐ μὴ σπείρητε, καὶ ἀμπελὼν οὐκ ἔσται ὑμῖν, ὅτι ἐν σκηναῖς οἰκήσετε πάσας τὰς ἡμέρας ὑμῶν, ὅπως ἂν ζήσητε ἡμέρας πολλὰς ἐπὶ τῆς γῆς, ἐφ᾿ ἧς διατρίβετε ὑμεῖς ἐπ᾿ αὐτῆς.

Ιερ. 42,7                   Ούτε και οικίας θα ανοικοδομήσετε, ούτε σπόρους θα σπείρετε στους αγρούς. Δεν θα αποκτήσετε αμπέλους, αλλά θα κατοικήσετε εις τας σκηνάς όλας τας ημέρας της ζωής σας, δια να ζήσετε έτσι επί πολλούς χρόνους επάνω εις την χώραν αυτήν, επί της οποίας σεις τώρα ευρίσκεσθε.

Ιερ. 42,8            καὶ ἠκούσαμεν τῆς φωνῆς Ἰωναδὰβ τοῦ πατρὸς ἡμῶν πρὸς τὸ μὴ πιεῖν οἶνον πάσας τὰς ἡμέρας ἡμῶν, ἡμεῖς καὶ αἱ γυναῖκες ἡμῶν καὶ οἱ υἱοὶ ἡμῶν καὶ αἱ θυγατέρες ἡμῶν,

Ιερ. 42,8                   Ημείς υπηκούσαμεν εις την εντολήν αυτήν του Ιωναδάβ, του προγόνου μας, να μη πίωμεν οίνον όλας τας ημέρας της ζωής μας, ημείς και αι γυναίκες μας και οι υιοί μας και αι θυγατέρες μας·

Ιερ. 42,9            καὶ πρὸς τὸ μὴ οἰκοδομεῖν οἰκίας τοῦ κατοικεῖν ἐκεῖ, καὶ ἀμπελὼν καὶ ἀγρὸς καὶ σπέρμα οὐκ ἐγένετο ἡμῖν,

Ιερ. 42,9                   να μη οικοδομούμεν οικίας, δια να κατοικούμεν έντος αυτών. Ποτέ δε δε είχαμεν ούτε αμπέλους, ούτε αγρούς, ούτε σποράν.

Ιερ. 42,10          καὶ ᾠκήσαμεν ἐν σκηναῖς καὶ ἠκούσαμεν καὶ ἐποιήσαμεν κατὰ πάντα, ἃ ἐνετείλατο ἡμῖν Ἰωναδὰβ ὁ πατὴρ ἡμῶν.

Ιερ. 42,10                 Κατοικήσαμεν εις σκηνάς και έτσι υπηκούσαμεν και επράξαμεν όλα εκείνα, τα οποία μας διέταξεν ο πρόγονός μας ο Ιωναδάβ.

Ιερ. 42,11          καὶ ἐγενήθη ὅτε ἀνέβη Ναβουχοδονόσορ ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ εἴπαμεν· εἰσέλθατε καὶ εἰσέλθωμεν εἰς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ προσώπου τῆς δυνάμεως τῶν Χαλδαίων καὶ ἀπὸ προσώπου τῆς δυνάμεως τῶν Ἀσσυρίων, καὶ ᾠκοῦμεν ἐκεῖ.

Ιερ. 42,11                  Οταν δε ο Ναδουχοδονόσωρ επήλθεν εναντίον αυτής της χώρας, είπαμεν ημείς αναμεταξύ μας· Ελάτε να εισέλθωμεν εις την Ιερουσαλήμ, δια να σωθώμεν από την στρατιωτικήν δύναμιν των Χαλδαίων και από την στρατιωτικήν δύναμιν των Ασσυρίων. Και τώρα κατοικούμεν πλέον εις την Ιερουσαλήμ”.

Ιερ. 42,12          καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με λέγων·

Ιερ. 42,12                 Ηλθε τότε παρά Κυρίου λόγος προς εμέ λέγων ·

Ιερ. 42,13          οὕτως λέγει Κύριος· πορεύου καὶ εἰπὸν ἀνθρώπῳ Ἰούδα καὶ τοῖς κατοικοῦσιν Ἱερουσαλήμ· οὐ μὴ λάβητε παιδείαν τοῦ ἀκούειν τοὺς λόγους μου;

Ιερ. 42,13                 έτσι λέγει ο Κυριος· πήγαινε και ειπέ εις όλους τους Ιουδαίους και εις όλους όσοι κατοικούν εις την Ιερουσαλήμ· Λοιπόν, δεν θα παιδαγωγηθήτε και δεν θα μάθετε να υπακούετε στους λόγους μου;

Ιερ. 42,14          ἔστησαν ῥῆμα υἱοὶ Ἰωναδάβ, υἱοῦ Ῥηχάβ, ὃ ἐνετείλατο τοῖς τέκνοις αὐτοῦ πρὸς τὸ μὴ πιεῖν οἴνον, καὶ οὐκ ἐπίοσαν· καὶ ἐγὼ ἐλάλησα πρὸς ὑμᾶς ὄρθρου, καὶ οὐκ ἠκούσατε.

Ιερ. 42,14                 Ιδού, οι απόγονοι του Ιωναδάβ, υιού του Ρηχάδ, συνεμορφώθησαν προς την εντολήν, την οποίαν αυτός είχε δώσει εις τα τέκνα του, να μη πίουν ποτέ οίνον και δεν έπιαν. Εγώ ωμίλησα και έδωσα εις σας εντολάς από την πρωΐαν κάθε ημέρας, άλλα σεις δεν υπηκούσατε.

Ιερ. 42,15          καὶ ἀπέστειλα πρὸς ὑμᾶς τοὺς παῖδάς μου τοὺς προφήτας λέγων· ἀποστράφητε ἕκαστος ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτοῦ τῆς πονηρᾶς καὶ βελτίω ποιήσατε τὰ ἐπιτηδεύματα ὑμῶν καὶ οὐ πορεύσεσθε ὀπίσω θεῶν ἑτέρων τοῦ δουλεύειν αὐτοῖς, καὶ οἰκήσετε ἐπὶ τῆς γῆς, ἧς ἔδωκα ὑμῖν καὶ τοῖς πατράσιν ὑμῶν· καὶ οὐκ ἐκλίνατε τὰ ὦτα ὑμῶν καὶ οὐκ εἰσηκούσατε.

Ιερ. 42,15                 Εστειλα προς σας τους δούλους μου, τους προφήτας, και σας έλεγα· απομακρυνθήτε ο καθένας από την πονηράν αυτού οδόν, κάμετε καλύτερα τα έργα σας και μη πορεύεσθε οπίσω από άλλους θεούς, ώστε να υπακούετε και να λατρεύετε αυτούς. Εάν αυτά τηρήσετε, θα κατοικήσετε εις την χώραν, την οποίον εγώ έδωσα εις σας και στους προγόνους σας. Σεις όμως δεν εδώσατε προσοχήν εις τα λόγια μου, δεν ανοίξατε τα αυτιά σας και δεν υπηκούσατε.

Ιερ. 42,16          καὶ ἔστησαν υἱοὶ Ἰωναδὰβ υἱοῦ Ῥηχὰβ τὴν ἐντολὴν τοῦ πατρὸς αὐτῶν, ὁ δὲ λαὸς οὗτος οὐκ ἤκουσέ μου.

Ιερ. 42,16                 Οι απόγονοι του Ιωναδάβ, υιού του Ρηχάβ, ετήρησαν την εντολήν του προγόνου των. Ο λαός μου όμως αυτός δεν υπήκουσεν εις εμέ.

Ιερ. 42,17          διὰ τοῦτο οὕτως εἶπε Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ φέρω ἐπὶ Ἰούδαν καὶ ἐπὶ τοὺς κατοικοῦντας Ἱερουσαλὴμ πάντα τὰ κακά, ἃ ἐλάλησα ἐπ᾿ αὐτούς.

Ιερ. 42,17                 Δια τούτο έτσι είπεν ο Κυριος· Ιδού εγώ θα επιφέρω εναντίον του βασιλείου του Ιούδα και εναντίον των κατοίκων της Ιερουσαλήμ όλας τας συμφοράς και τας θλίψεις, τας οποίας έχω πλέον αποφασίσει δι' αυτούς.

Ιερ. 42,18          διὰ τοῦτο οὕτως εἶπε Κύριος· ἐπειδὴ ἤκουσαν υἱοὶ Ἰωναδὰβ υἱοῦ Ῥηχὰβ τὴν ἐντολὴν τοῦ πατρὸς αὐτῶν ποιεῖν καθότι ἐνετείλατο αὐτοῖς ὁ πατὴρ αὐτῶν,

Ιερ. 42,18                 Δια τούτο έτσι είπεν ο Κυριος· Επειδή οι απόγονοι του Ιωναδάβ, του υιού του Ρηχάβ, υπήκουσαν και συνεμορφώθησαν προς την εντολήν του προγόνου των και έπραξαν ο,τι ο πρόγονός των τους είχε διατάξει,

Ιερ. 42,19          οὐ μὴ ἐκλίπῃ ἀνὴρ τῶν υἱῶν Ἰωναδὰβ υἱοῦ Ῥηχὰβ παρεστηκὼς κατὰ πρόσωπόν μου πάσας τὰς ἡμέρας τῆς γῆς.

Ιερ. 42,19                 δια τούτο δεν θα λείψη ποτέ άνθρωπος από τους απογόνους του Ιωναδάβ, υιού του Ρηχάβ, ο οποίος θα παρίσταται ενώπιόν μου καθ' όλας τας ημέρας της γης.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 43 (Μασ. 36)

 

Ιερ. 43,1            Ἐν τῷ ἐνιαυτῷ τῷ τετάρτῳ Ἰωακεὶμ υἱοῦ Ἰωσία βασιλέως Ἰούδα ἐγενήθη λόγος Κυρίου πρός με λέγων·

Ιερ. 43,1                    Κατά το τέταρτον έτος της βασιλείας του Ιωακείμ, υιού του Ιωσία, βασιλέως του Ιούδα, ωμίλησεν ο Κυριος προς εμέ και είπε·

Ιερ. 43,2            λάβε σεαυτῷ χαρτίον βιβλίου καὶ γράψον ἐπ᾿ αὐτοῦ πάντας τοὺς λόγους, οὓς ἐλάλησα πρὸς σὲ ἐπὶ Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐπὶ Ἰούδα καὶ ἐπὶ πάντα τὰ ἔθνη, ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας λαλήσαντός μου πρὸς σέ, ἀφ᾿ ἡμερῶν Ἰωσία βασιλέως Ἰούδα καὶ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης·

Ιερ. 43,2                   Παρε ειλητήν περγαμηνήν και γράψε επάνω εις αυτήν όλους τους λόγους, τους οποίους εγώ είπα προς σέ, εναντίον της Ιερουσαλήμ, εναντίον της Ιουδαίας χώρας και εναντίον όλων των εθνών, από την ημέραν κατά την οποίαν ήρχισα να ομιλώ προς σέ, από την εποχήν του Ιωσίου, βασιλέως των Ιουδαίων, και μέχρι της ημέρας αυτής.

Ιερ. 43,3            ἴσως ἀκούσεται ὁ οἶκος Ἰούδα πάντα τὰ κακά, ἃ ἐγὼ λογίζομαι ποιῆσαι αὐτοῖς, ἵνα ἀποστρέψωσιν ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτῶν τῆς πονηρᾶς, καὶ ἵλεως ἔσομαι ταῖς ἀδικίαις αὐτῶν καὶ ταῖς ἁμαρτίαις αὐτῶν.

Ιερ. 43,3                   Ισως ακούσουν, κατανυγούν και συναισθανθούν οι Ιουδαίοι όλας τας τιμωρίας, τας οποίας εγώ σκέπτομαι να εξαποστείλω εναντίον των, και εν μετανοία επιστρέψουν από την κακίαν αυτών, οπότε εγώ θα φανώ ίλεως εις τας αδικίας και τας αμαρτίας των.

Ιερ. 43,4            καὶ ἐκάλεσεν Ἱερεμίας τὸν Βαροὺχ υἱὸν Νηρίου, καὶ ἔγραψεν ἀπὸ στόματος Ἱερεμίου πάντας τοὺς λόγους Κυρίου, οὓς ἐχρημάτισε πρὸς αὐτόν, εἰς χαρτίον βιβλίου.

Ιερ. 43,4                   Εκάλεσεν ο Ιερεμίας τον Βαρούχ, υιόν του Νηρίου, και εκείνος καθ' υπαγόρευσιν του Ιερεμίου έγραψεν όλους τους λόγους του Κυρίου, τους οποίους ο Κυριος είπε προς αυτόν. Τους έγραψεν εις την ειλητήν περγαμηνήν.

Ιερ. 43,5            καὶ ἐνετείλατο Ἱερεμίας τῷ Βαροὺχ λέγων· ἐγὼ φυλάσσομαι, οὐ μὴ δύνωμαι εἰσελθεῖν εἰς οἶκον Κυρίου.

Ιερ. 43,5                   Επειτα ο Ιερεμίας εδωσεν εντολήν και οδηγίαν στον Βαρούχ λέγων· “εγώ ευρίσκομαι από φρούρησιν και δεν ημπορώ να εισέλθω στον ναόν του Κυρίου.

Ιερ. 43,6            καὶ ἀναγνώσῃ ἐν τῷ χαρτίῳ τούτῳ εἰς τὰ ὦτα τοῦ λαοῦ ἐν οἴκῳ Κυρίου ἐν ἡμέρᾳ νηστείας, καὶ ἐν ὠσὶ παντὸς Ἰούδα τῶν ἐρχομένων ἐκ πόλεων αὐτῶν ἀναγνώσῃ αὐτοῖς·

Ιερ. 43,6                   Συ, λοιπόν, θα αναγνώσης την περγαμηνήν αυτήν εις επήκοον όλου του λαού, εν τω ναώ του Κυρίου κατά την ημέραν της νηστείας. Θα αναγνώσης να ακούσουν όλοι οι Ιουδαίοι, οι οποίοι έρχονται από τας πόλεις αυτών στον ναόν του Κυρίου.

Ιερ. 43,7            ἴσως πεσεῖται ἔλεος αὐτῶν κατὰ πρόσωπον Κυρίου, καὶ ἀποστρέψουσιν ἐκ τῆς ὁδοῦ αὐτῶν τῆς πονηρᾶς, ὅτι μέγας ὁ θυμὸς καὶ ἡ ὀργὴ Κυρίου, ἣν ἐλάλησεν ἐπὶ τὸν λαὸν τοῦτον.

Ιερ. 43,7                   Ισως μετανοήσουν και ζητήσουν παρά του Κυρίου συγχώρησιν και ελεηθούν από αυτόν, εάν ο καθένας επιστρέψη από την οδόν αυτού την πονηράν. Διότι είναι μέγας ο θυμός και η οργή του Κυρίου, την οποίαν εξεδήλωσεν εναντίον του λαού αυτού”.

Ιερ. 43,8            καὶ ἐποίησε Βαροὺχ κατὰ πάντα, ἃ ἐνετείλατο αὐτῷ Ἱερεμίας, τοῦ ἀναγνῶναι ἐν τῷ βιβλίῳ τοὺς λόγους Κυρίου ἐν οἴκῳ Κυρίου.

Ιερ. 43,8                   Ο Βαρούχ έπραξε σύμφωνα με όλα εκείνα, που τον είχε διατάξει ο Ιερεμιας· να αναγνώση, δηλαδή, στον ναόν του Κυρίου τους λόγους, οι οποίοι ήσαν γραμμένοι εις την περγαμηνήν.

Ιερ. 43,9            καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ ἔτει τῷ ὀγδόῳ τῷ βασιλεῖ Ἰωακεὶμ ἐν τῷ μηνὶ τῷ ἐνάτῳ, ἐξεκκλησίασαν νηστείαν κατὰ πρόσωπον Κυρίου πᾶς ὁ λαὸς ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ οἶκος Ἰούδα.

Ιερ. 43,9                   Κατά το όγδοον, λοιπόν, εκείνο έτος της βασιλείας του βασιλέως Ιωακείμ, κατά τον ένατον μήνα, όλοι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ και όλος ο Ιουδαϊκός λαός συνεκεντρώθησαν ενώπιον του ναού του Κυρίου, αφού εκήρυξαν ημέραν γενικής νηστείας.

Ιερ. 43,10          καὶ ἀνεγίνωσκε Βαροὺχ ἐν τῷ βιβλίῳ τοὺς λόγους Ἱερεμίου ἐν οἴκῳ Κυρίου, ἐν οἴκῳ Γαμαρίου, υἱοῦ Σαφὰν τοῦ γραμματέως, ἐν τῇ αὐλῇ τῇ ἐπάνω ἐν προθύροις πύλης τοῦ οἴκου Κυρίου τῆς καινῆς καὶ ἐν ὠσὶ παντὸς τοῦ λαοῦ.

Ιερ. 43,10                 Τοτε ο Βαρούχ ήρχισε να αναγινώσκη από το βιβλίον τους λόγους του Ιερεμίου στον ναόν του Κυρίου, στο διαμέρισμα του Γαμαρίου, υιού του Σαφάν του γραμματέως, εις την επάνω αυλήν του ναού, εις την εισοδον της νέας πύλης του οίκου του Κυρίου. Ανεγινωσκεν αυτά εις επηήκοον όλου του λαού.

Ιερ. 43,11          καὶ ἤκουσε Μιχαίας υἱὸς Γαμαρίου υἱοῦ Σαφὰν ἅπαντας τοὺς λόγους Κυρίου ἐκ τοῦ βιβλίου·

Ιερ. 43,11                  Ο Μιχαίας, ο υιός του Γαμαρίου, υιού του Σαφάν, ήκουσεν όλους αυτούς τους λόγους του Κυρίου από το βιβλίον του Ιερεμίου.

Ιερ. 43,12          καὶ κατέβη εἰς οἰκίαν τοῦ βασιλέως, εἰς τὸν οἶκον τοῦ γραμματέως, καὶ ἰδοὺ ἐκεῖ πάντες οἱ ἄρχοντες ἐκάθηντο, Ἐλισαμὰ ὁ γραμματεὺς καὶ Δαλαίας υἱὸς Σελεμίου καὶ Ἐλνάθαν υἱὸς Ἀκχοβὼρ καὶ Γαμαρίας υἱὸς Σαφὰν καὶ Σεδεκίας υἱὸς Ἀνανίου καὶ πάντες οἱ ἄρχοντες,

Ιερ. 43,12                 Αυτός κατέβηκεν εις τυ ανάκτορον του βασιλέως στο δωμάτιον του γραμματέως και ιδού εκεί παρεκάθηντο όλοι οι άρχοντες· ο Ελισαμά ο γραμματεύς, και ο Δαλαίας υιός του Σελεμίου, ο Ελνάθαν υιός του Ακχοβώρ, ο Γαμαρίας υιός του Σαφάν και Σεδεκίας υιός του Ανανίου και όλοι οι άρχοντες.

Ιερ. 43,13          καὶ ἀνήγγειλεν αὐτοῖς Μιχαίας πάντας τοὺς λόγους, οὓς ἤκουσεν ἀναγινώσκοντος Βαροὺχ εἰς τὰ ὦτα τοῦ λαοῦ.

Ιερ. 43,13                  Ο Μιχαίας ανήγγειλεν εις αυτούς όλους τους λόγους, τους οποίους ήκουσε τον Βαρούχ να αναγινώσκη εις επήκοον του λαού.

Ιερ. 43,14          καὶ ἀπέστειλαν πάντες οἱ ἄρχοντες πρὸς Βαροὺχ υἱὸν Νηρίου τὸν Ἰουδὶν υἱὸν Ναθανίου, υἱοῦ Σελεμίου, υἱοῦ Χουσί, λέγοντες· τὸ χαρτίον, ἐν ᾧ σὺ ἀναγινώσκεις ἐν αὐτῷ ἐν ὠσὶ τοῦ λαοῦ, λάβε αὐτὸ εἰς τὴν χεῖρά σου καὶ ἧκε· καὶ ἔλαβε Βαροὺχ τὸ χαρτίον καὶ κατέβη πρὸς αὐτούς.

Ιερ. 43,14                 Ολοι τότε οι άρχοντες από συμφώνου απέστειλαν προς τον Βαρούχ, υιόν του Νηρίου, τον Ιουδίν, υιόν Ναθανίου, υιού Σελεμίου, πατρός Χουσί, λέγοντες προς αυτόν· “την περγαμηνήν αυτήν από την οποίαν συ διαβάζεις όσα είναι γραμμένα εις επήκοον του λαού, πάρε την εις τα χέρια σου και έλα εδώ”. Ο Βαρούχ επήρε την περγαμηνήν αυτήν και κατέβηκε προς τους άρχοντας.

Ιερ. 43,15          καὶ εἶπαν αὐτῷ· πάλιν ἀνάγνωθι εἰς τὰ ὦτα ἡμῶν· καὶ ἀνέγνω Βαρούχ.

Ιερ. 43,15                  Εκείνοι είπαν προς αυτόν· “ανάγνωσε πάλιν να ακούσωμεν και ημείς αυτά”. Ο Βαρούχ ανεγνωσεν.

Ιερ. 43,16          καὶ ἐγενήθη ὡς ἤκουσαν πάντας τοὺς λόγους, συνεβουλεύσαντο ἕκαστος πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ καὶ εἶπον· ἀναγγέλλοντες ἀναγγείλωμεν τῷ βασιλεῖ ἅπαντας τοὺς λόγους τούτους.

Ιερ. 43,16                 Οι άρχοντες, όταν ήκουσαν όλους αυτούς τους λόγους, συνεσκέφθησαν μεταξύ των, συνεφώνησαν και είπαν· “πρέπει αμέσως να αναγγείλωμεν στον βασιλέα όλους αυτούς τους λόγους”.

Ιερ. 43,17          καὶ τὸν Βαροὺχ ἠρώτησαν λέγοντες· πόθεν ἔγραψας πάντας τοὺς λόγους τούτους;

Ιερ. 43,17                  Τον δε Βαρούχ ηρώτησαν και του είπαν· “από που Εγραψες συ όλους αυτούς τους λόγους;”

Ιερ. 43,18          καὶ εἶπε Βαρούχ· ἀπὸ στόματος αὐτοῦ ἀνήγγειλέ μοι Ἱερεμίας πάντας τοὺς λόγους τούτους, καὶ ἔγραφον ἐν βιβλίῳ.

Ιερ. 43,18                 Ο Βαρούχ απήντησεν· “ο Ιερεμίας υπηγόρευσε και εγώ από το στόμα του έγραψα όλους αυτούς τους λόγους, που υπάρχουν εις την περγαμηνήν”.

Ιερ. 43,19          καὶ εἶπον τῷ Βαρούχ· βάδισον καὶ κατακρύβηθι σὺ καὶ Ἱερεμίας· ἄνθρωπος μὴ γνώτω ποῦ ὑμεῖς.

Ιερ. 43,19                 Οι άρχοντες είπαν εις τυν Βαρούχ· “πήγαινε και κρύψου, συ και ο Ιερεμίας, και κανείς ας μη μάθη που ευρίσκεσθε”.

Ιερ. 43,20          καὶ εἰσῆλθον πρὸς τὸν βασιλέα εἰς τὴν αὐλήν, καὶ τὸ χαρτίον ἔδωκαν φυλάσσειν ἐν οἴκῳ Ἐλισαμά, καὶ ἀνήγγειλαν τῷ βασιλεῖ πάντας τοὺς λόγους τούτους.

Ιερ. 43,20                 Οι άρχοντες εισήλθαν στον βασιλέα, ο οποίος κατά την ώραν εκείνην ευρίσκετο εις την αυλήν, και έδωκαν την περγαμηνήν, δια να φυλαχθή στον οίκον του Ελισαμά. Ανήγγειλαν όμως στον βασιλέα όλους αυτούς τους λόγους.

Ιερ. 43,21          καὶ ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς τὸν Ἰουδὶν λαβεῖν τὸ χαρτίον, καὶ ἔλαβεν αὐτὸ ἐξ οἴκου Ἐλισαμά· καὶ ἀνέγνω Ἰουδὶν εἰς τὰ ὦτα τοῦ βασιλέως καὶ εἰς τὰ ὦτα πάντων τῶν ἀρχόντων τῶν ἑστηκότων περὶ τὸν βασιλέα.

Ιερ. 43,21                 Ο βασιλεύς απέστειλε τον Ιουδίν να πάρη την περγαμηνήν, ο οποίος και πράγματι την επήρεν από τον οίκον του Ελισαμά. Ανέγνωσε δε ο Ιουδίν εις επήκοον του βασιλέως και εις επήκοον όλων των αρχόντων, οι οποίοι ίσταντο περί τον βασιλέα, τα γραμμένα εις την περγαμηνήν.

Ιερ. 43,22          καὶ ὁ βασιλεὺς ἐκάθητο ἐν οἴκῳ χειμερινῷ καὶ ἐσχάρα πυρὸς κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ.

Ιερ. 43,22                 Ο βασιλεύς εκάθητο στο χειμερινόν διαιμέρισμά του και η εστία του πυρός έκαιεν ενώπιόν του.

Ιερ. 43,23          καὶ ἐγενήθη ἀναγινώσκοντος Ἰουδὶν τρεῖς σελίδας καὶ τέσσαρας, ἀπέτεμεν αὐτὰς τῷ ξυρῷ τοῦ γραμματέως καὶ ἔῤῥιπτεν εἰς τὸ πῦρ τὸ ἐπὶ τῆς ἐσχάρας, ἕως ἐξέλιπε πᾶς ὁ χάρτης εἰς τὸ πῦρ τὸ ἐπὶ τῆς ἐσχάρας.

Ιερ. 43,23                 Καθ' ον χρόνον όμώς ο Ιουδίν ανεγίνωσκε τρεις και τέσσαρες σελίδας, ο βασιλεύς με το μαχαιρίδιον του γραμματέως τας απέκοπτε και τας έρριπτεν στο πυρ, που ευρίσκετο εις την εσχάραν, στο πύραυνον. Ετσι δε παρέδωσεν στο πυρ όλην την περγαμηνήν.

Ιερ. 43,24          καὶ οὐκ ἐζήτησαν καὶ οὐ διέῤῥηξαν τὰ ἱμάτια αὐτῶν ὁ βασιλεὺς καὶ οἱ παῖδες αὐτοῦ οἱ ἀκούοντες πάντας τοὺς λόγους τούτους.

Ιερ. 43,24                 Ο βασιλεύς και οι περί αυτόν αυλικοί δεν συνεκλονίσθησαν, από όσα ήσαν γραμμένα εις την περγαμηνήν, δεν διέρρηξαν εις ένδειξιν λύπης, και μετανοίας τα ενδύματά των, ακούοντες αυτούς τους λόγους,

Ιερ. 43,25          καὶ Ἐλνάθαν καὶ Γοθολίας καὶ Γαμαρίας ὑπέθεντο τῷ βασιλεῖ πρὸς τὸ μὴ κατακαῦσαι τὸ χαρτίον.

Ιερ. 43,25                 αν και ο Ελνάθαν, ο Γοθολίας και ο Γαμαρίας υπέβαλεν στον βασιλέα την πρότασιν να μη παραδώση στο πυρ την περγαμηνήν αυτήν.

Ιερ. 43,26          καὶ ἐνετείλατο ὁ βασιλεὺς τῷ Ἱερεμεὴλ υἱῷ τοῦ βασιλέως καὶ τῷ Σαραίᾳ υἱῷ Ἐσριὴλ συλλαβεῖν τὸν Βαροὺχ καὶ τὸν Ἱερεμίαν· καὶ κατεκρύβησαν.

Ιερ. 43,26                 Εξοργισμένος και αμετανόητος ο βασιλεύς διέταξε τον Ιερεμεήλ, υιόν του βασιλέως, και τον Σαραίαν, υιόν του Εσριήλ, να συλλάβουν τον Βαρούχ και τον Ιερεμίαν, άλλα οι δύο αυτοί εν τω μεταξύ είχαν κρυβή.

Ιερ. 43,27          Καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρὸς Ἱερεμίαν μετὰ τὸ κατακαῦσαι τὸν βασιλέα τὸ χαρτίον, πάντας τοὺς λόγους, οὓς ἔγραψε Βαροὺχ ἀπὸ στόματος Ἱερεμίου λέγων·

Ιερ. 43,27                 Επειτα, αφού ο βασιλεύς παρέδωσεν στο πυρ την περγαμηνήν, που περιείχεν όλους τους λόγους, τους οποίους έγραψεν ο Βαρούχ καθ' υπαγόρευσιν του Ιερεμίου, έγινε λόγος Κυρίου προς τον Ιερεμίαν και είπε·

Ιερ. 43,28          πάλιν λάβε σὺ χαρτίον ἕτερον καὶ γράψον πάντας τοὺς λόγους τοὺς ὄντας ἐπὶ τοῦ χαρτίου, οὓς κατέκαυσεν ὁ βασιλεὺς Ἰωακείμ.

Ιερ. 43,28                 Παρε πάλιν συ άλλην περγαμηνήν και γράψε όλους τους λόγους, που ήσαν γραμμένοι εις την προηγουμένην περγαμηνήν, την οποίαν παρέδωσεν ο βασιλεύς Ιωακείμ στο πυρ.

Ιερ. 43,29          καὶ ἐρεῖς· οὕτως εἶπε Κύριος· σὺ κατέκαυσας τὸ χαρτίον τοῦτο λέγων· διατί ἔγραψας ἐπ᾿ αὐτῷ λέγων· εἰσπορευόμενος εἰσπορεύσεται βασιλεὺς Βαβυλῶνος καὶ ἐξολοθρεύσει τὴν γῆν ταύτην, καὶ ἐκλείψει ἐπ᾿ αὐτῆς ἄνθρωπος καὶ κτήνη;

Ιερ. 43,29                 Και θα πης· Ετσι είπεν Ο Κυριος· συ κατέκαυσες την περγαμηνήν αυτήν ειπών· διατί έγραψες εις αυτήν τούτο; Οτι δηλαδή εξάπαντος ο βασιλεύς της Βαβυλώνος θα εισελθη εις την πόλιν αυτήν, θα καταστρέψη την χώραν και θα λείψουν από αυτήν άνθρωποι και κτήνη;

Ιερ. 43,30          διὰ τοῦτο οὕτως εἶπε Κύριος ἐπὶ Ἰωακεὶμ βασιλέα Ἰούδα· οὐκ ἔσται αὐτῷ καθήμενος ἐπὶ θρόνου Δαυίδ, καὶ τὸ θνησιμαῖον αὐτοῦ ἔσται ἐῤῥιμμένον ἐν τῷ καύματι τῆς ἡμέρας καὶ ἐν τῷ παγετῷ τῆς νυκτός·

Ιερ. 43,30                 Δια τούτο έτσι είπεν ο Κυριος εναντίον του Ιωακείμ, βασιλέως του βασιλείου Ιούδα· δεν θα υπάρξη πλέον κανείς από την οικογενειάν του, δια να καθίση επί του θρόνου του Δαβίδ, το δε πτώμα αυτού του ιδίου θα ριφθή έξω στο καύμα της ημέρας και στο ψύχος της νυκτός.

Ιερ. 43,31          καὶ ἐπισκέψομαι ἐπ᾿ αὐτὸν καὶ ἐπὶ τὸ γένος αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τοὺς παῖδας αὐτοῦ καὶ ἐπάξω ἐπ᾿ αὐτοὺς καὶ ἐπὶ τοὺς κατοικοῦντας Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐπὶ τὴν γῆν Ἰούδα πάντα τὰ κακά, ἃ ἐλάλησα πρὸς αὐτούς, καὶ οὐκ ἤκουσαν.

Ιερ. 43,31                  Θα επισκεθππω, εν τη δικαιοσύνη μου, δια να τιμωρήσω αυτόν, το γένος του, τους δούλους του και να επιφέρω εναντίον αυτών και εναντίον των κατοίκων της Ιερουσαλήμ και εναντίον ολοκλήρου της χώρας του βασιλείου Ιούδα όλας τας τιμωρίας, τας οποίας είπα προς αυτούς και τας οποίας αυτοί δεν ήκουσαν ούτε επρόσεξαν.

Ιερ. 43,32          καὶ ἔλαβε Βαροὺχ χαρτίον ἕτερον καὶ ἔγραψεν ἐπ᾿ αὐτῷ ἀπὸ στόματος Ἱερεμίου ἅπαντας τοὺς λόγους τοῦ βιβλίου, οὓς κατέκαυσεν Ἰωακείμ· καὶ ἔτι προσετέθησαν αὐτῷ λόγοι πλείονες ὡς οὗτοι.

Ιερ. 43,32                 Ο Βαρούχ επήρεν άλλην περγαμηνήν και έγραψεν επάνω εις αυτήν καθ' υπαγόρευσιν του Ιερεμίου όλους τους λόγους του βιβλίου, τους οποίους είχε παραδώσει στο πυρ ο Ιωακείμ. Εις αυτήν δε την περγαμηνήν προσετέθησαν και άλλοι λόγοι περισσότεροι από εκείνους, που υπήρχαν εις την πρώτην.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 44 (Μασ. 37)

 

Ιερ. 44,1            Καὶ ἐβασίλευσε Σεδεκίας υἱὸς Ἰωσία ἀντὶ Ἰωακείμ, ὃν ἐβασίλευσε Ναβουχοδονόσορ βασιλεύειν τοῦ Ἰούδα·

Ιερ. 44,1                    Αντί του Ιωακείμ, εβασίλευσεν ο Σεδεκίας, υιός του Ιωσίου, τον οποίον ο Ναδουχοδονόσορ κατέστησεν ως βασιλέα, δια να βασιλεύη στο βασίλειον του Ιούδα.

Ιερ. 44,2            καὶ οὐκ ἤκουσαν αὐτὸς καὶ οἱ παῖδες αὐτοῦ καὶ ὁ λαὸς τῆς γῆς τοὺς λόγους Κυρίου, οὓς ἐλάλησεν ἐν χειρὶ Ἱερεμίου.

Ιερ. 44,2                   Αλλά ούτε αυτός ούτε οι άρχοντες και το περιβάλον του ούτε ο λαός της χώρας ήκουσαν τους λόγους του Κυρίου, τους οποίους ο Θεός είχε λαλήσει δια του Ιερεμίου.

Ιερ. 44,3            καὶ ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς Σεδεκίας τὸν Ἰωάχαλ υἱὸν Σελεμίου καὶ τὸν Σοφονίαν υἱὸν Μαασαίου τὸν ἱερέα πρὸς Ἱερεμίαν λέγων· πρόσευξαι δὴ περὶ ἡμῶν πρὸς Κύριον.

Ιερ. 44,3                   Ο βασιλεύς Σεδεκίας απέστειλε τον Ιωάχαλ, υιόν του Σελεμίου, και τον Σοφονίαν υιόν του Μασαίου τον ιερέα, προς τον Ιερεμίαν, δια να του είπουν εκ μέρους του· Καμε προσευχήν, δεήθητι, υπέρ ημών προς τον Κυριον.

Ιερ. 44,4            καὶ Ἱερεμίας ἦλθε καὶ διῆλθε διὰ μέσου τῆς πόλεως, καὶ οὐκ ἔδωκαν αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τῆς φυλακῆς.

Ιερ. 44,4                   Ο Ιερεμίας ήλθεν εις την πόλιν, εκυκλοφόρει ελευθέρως δια μέσου της πόλεως, διότι δεν τον είχαν κλείσει ακόμη εις την φυλακήν.

Ιερ. 44,5            καὶ δύναμις Φαραὼ ἐξῆλθεν ἐξ Αἰγύπτου, καὶ ἤκουσαν οἱ Χαλδαῖοι τὴν ἀκοὴν αὐτῶν καὶ ἀνέβησαν ἀπὸ Ἱερουσαλήμ.

Ιερ. 44,5                   Τοτε στρατιωτική δύναμις του Φαραώ αβγήκεν από την Αίγυπτον. Οι Χαλδαίοι, οι οποίοι τότε επολιορκούσαν την Ιερουσαλήμ, επληροφορήθησαν το γεγονός και έφυγαν από την Ιερουσαλήμ, δια να αντεπεξέλθουν κατά των Αιγυπτίων.

Ιερ. 44,6            καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρὸς Ἱερεμίαν λέγων·

Ιερ. 44,6                   Λογος Κυρίου τότε ήλθε προς τον Ιερεμίαν ο εξής·

Ιερ. 44,7            οὕτως εἶπε Κύριος· οὕτως ἐρεῖς πρὸς βασιλέα Ἰούδα τὸν ἀποστείλαντα πρὸς σὲ τοῦ ἐκζητῆσαί με· ἰδοὺ δύναμις Φαραὼ ἡ ἐξελθοῦσα ὑμῖν εἰς βοήθειαν ἀποστρέψουσιν εἰς γῆν Αἰγύπτου,

Ιερ. 44,7                   έτσι είπεν ο Κυριος· Θα είπης προς τον βασιλέα των Ιουδαίων, ο οποίος απέστειλε προς σε ανθρώπους, δια να με παρακαλέσης υπέρ αυτού. Ιδού, η στρατιωτική δύναμις του Φαραώ, η οποία εξήλθεν από την Αίγυπτον, δια να σας βοηθήση, θα επιστρέψη και πάλιν εις την Αίγυπτον.

Ιερ. 44,8            καὶ ἀναστρέψουσιν αὐτοὶ οἱ Χαλδαῖοι, καὶ πολεμήσουσιν ἐπὶ τὴν πόλιν ταύτην καὶ συλλήψονται αὐτὴν καὶ καύσουσιν αὐτὴν ἐν πυρί.

Ιερ. 44,8                   Οι δε Χαλδαίοι θα επανέλθουν και θα πολεμήσουν εναντίον της πόλεως αυτής. Θα την καταλάβουν και θα την παραδώσουν στο πυρ.

Ιερ. 44,9            ὅτι οὕτως εἶπε Κύριος· μὴ ὑπολάβητε ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν λέγοντες· ἀποτρέχοντες ἀπελεύσονται ἀφ᾿ ἡμῶν οἱ Χαλδαῖοι, ὅτι οὐ μὴ ἀπέλθωσι·

Ιερ. 44,9                   Διότι έτσι είπεν ο Κυριος· μη αυταπατάσθε λέγοντες, ότι εξάπαντος θα φύγουν από ημάς οι Χαλδαίοι· ότι, δεν θα απέλθουν.

Ιερ. 44,10          καὶ ἐὰν πατάξητε πᾶσαν δύναμιν τῶν Χαλδαίων τοὺς πολεμοῦντας ὑμᾶς, καὶ καταλειφθῶσί τινες ἐκκεκεντημένοι ἕκαστος ἐν τῷ τόπῳ αὐτοῦ, οὗτοι ἀναστήσονται καὶ καύσουσι τὴν πόλιν ταύτην ἐν πυρί.

Ιερ. 44,10                 Και εάν ακόμη σεις φονεύσετε και εξοντώσετε όλην την δύναμιν των Χαλδαίων, αυτούς, οι οποίοι πολεμούν εναντίον σας, απομείνουν δε μόνον μερικοί τραυματίαι στους διαφόρους τόπους, αυτοί θα σηκωθούν και θα παραδώσουν την πόλιν αυτήν στο πυρ.

Ιερ. 44,11          Καὶ ἐγένετο ὅτε ἀνέβη ἡ δύναμις τῶν Χαλδαίων ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ προσώπου τῆς δυνάμεως Φαραώ,

Ιερ. 44,11                  Οταν δε η στρατιωτική δύναμις των Χαλδαίων ανεχώρησεν από την Ιερουοαλήμ εξ αιτίας των στρατιωτικών δυνάμεων του Φαραώ,

Ιερ. 44,12          ἐξῆλθεν Ἱερεμίας ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ τοῦ πορευθῆναι εἰς γῆν Βενιαμὶν τοῦ ἀγοράσαι ἐκεῖθεν ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ.

Ιερ. 44,12                 ο Ιερεμίας εβγήκεν από την Ιερουσαλήμ, δια να μεταβή εις την χώραν της φυλής του Βενιαμίν και να πάρη υπό την κατοχήν του τον αγρόν, τον οποίον επί παρουσία του λαού είχεν αγοράσει.

Ιερ. 44,13          καὶ ἐγένετο αὐτὸς ἐν πύλῃ Βενιαμίν, καὶ ἐκεῖ ἄνθρωπος, παρ᾿ ᾧ κατέλυε, Σαρουΐα υἱὸς Σελεμίου, υἱοῦ Ἀνανίου, καὶ συνέλαβε τὸν Ἱερεμίαν λέγων· πρὸς τοὺς Χαλδαίους σὺ φεύγεις;

Ιερ. 44,13                 Εφθασεν εις την πύλην Βενιαμίν. Εκεί ήτο ο άνθρωπος, πλησίον του οποίου κατέλυεν ο Σαρουιΐα, υιός του Σελεμίου, υιού του Ανανίου. Αυτός, λοιπόν, συνέλαβε τον Ιερεμίαν λέγων προς αυτόν· “λοιπόν, συ πηγαίνεις προς τους Χαλδαίους;”

Ιερ. 44,14          καὶ εἶπε· ψεῦδος, οὐκ εἰς τοὺς Χαλδαίους ἐγὼ φεύγω. καὶ οὐκ εἰσήκουσεν αὐτοῦ καὶ συνέλαβε Σαρουΐα τὸν Ἱερεμίαν καὶ εἰσήγαγεν αὐτὸν πρὸς τοὺς ἄρχοντας.

Ιερ. 44,14                 Ο Ιερεμίας του απήντησεν· “αυτό είναι ψευδος· δεν πηγαίνω εγώ στους Χαλδαίους”. Ο Σαρουΐα όμως δεν ήκουσεν αυτά, που του είπεν ο Ιερεμίας, τον συνέλαβε και τον ωδήγησεν στους άρχοντας.

Ιερ. 44,15          καὶ ἐπικράνθησαν οἱ ἄρχοντες ἐπὶ Ἱερεμίαν καὶ ἐπάταξαν αὐτὸν καὶ ἀπέστειλαν αὐτὸν εἰς τὴν οἰκίαν Ἰωνάθαν τοῦ γραμματέως, ὅτι ταύτην ἐποίησαν εἰς οἰκίαν φυλακῆς.

Ιερ. 44,15                 Οι άρχοντες επικράνθησαν και εξηρεθίσθησαν εναντίον του Ιερεμίου, τον εκτύπησαν και τον απέστειλαν εις την οικίαν του Ιωνάθαν του γραμματέως, διότι την οικίαν αυτού είχαν μεταβάλει εις φυλακήν.

Ιερ. 44,16          καὶ ἦλθεν Ἱερεμίας εἰς οἰκίαν τοῦ λάκκου καὶ εἰς τὴν χερὲθ καὶ ἐκάθισεν ἐκεῖ ἡμέρας πολλάς·

Ιερ. 44,16                 Ο Ιερεμίας ωδηγήγη στο υπόγειον της οικίας εκείνης, εις την κρύπτην, και εκεί έμεινεν επί πολλάς ημέρας.

Ιερ. 44,17          καὶ ἀπέστειλε Σεδεκίας καὶ ἐκάλεσεν αὐτόν, καὶ ἠρώτα αὐτὸν ὁ βασιλεὺς κρυφαίως εἰπεῖν, εἰ ἔστιν ὁ λόγος παρὰ Κυρίου, καὶ εἶπεν· ἔστιν· εἰς χεῖρας βασιλέως Βαβυλῶνος παραδοθήσῃ.

Ιερ. 44,17                 Τοτε ο Σεδεκίας απέστειλεν ένα άνθρωπον και τον εκάλεσε. Τον ηρώτα ο βασιλεύς, δια να του είπη κρυφίως, εάν υπάρχη κανένας λόγος εκ μέρους του Κυρίου. Ο Ιερεμίας απήντησε· “μάλιστα, υπάρχει. Θα παραδοθής εις τα χέρια του βασιλέως της Βαβυλώνος”.

Ιερ. 44,18          καὶ εἶπεν Ἱερεμίας τῷ βασιλεῖ· τί ἠδίκησά σε καὶ τοὺς παῖδάς σου καὶ τὸν λαὸν τοῦτον, ὅτι σὺ δίδως με εἰς οἰκίαν φυλακῆς;

Ιερ. 44,18                 Ο Ιερεμίας παραπονούμενος είπεν ακόμη στον βασιλέα· “εις τι εγώ έχω αδικήσει σε και τους αυλικούς σου και τον λαόν αυτόν, ώστε συ να με παραδώσης εις την φυλακήν, εις την οικίαν του γραμματέως;

Ιερ. 44,19          καὶ ποῦ εἰσιν οἱ προφῆται ὑμῶν οἱ προφητεύσαντες ὑμῖν λέγοντες· ὅτι οὐ μὴ ἔλθῃ βασιλεὺς Βαβυλῶνος ἐπὶ τὴν γῆν ταύτην;

Ιερ. 44,19                 Και που είναι τώρα οι ψευδοπροφήται σας, οι οποίοι προεφήτευσαν ενώπιόν σας λέγοντες, ότι δεν θα έλθη ο βασιλεύς της Βαβυλώνος εναντίον της χώρας αυτής;

Ιερ. 44,20          καὶ νῦν, κύριε βασιλεῦ, πεσέτω τὸ ἔλεός μου κατὰ πρόσωπόν σου, καὶ τί ἀποστρέφεις με εἰς οἰκίαν Ἰωνάθαν τοῦ γραμματέως καὶ οὐ μὴ ἀποθάνω ἐκεῖ;

Ιερ. 44,20                Και τώρα, κύριε βασιλεύ, ας ακουσθή η ικεσία μου προς σέ. Διατί θέλεις να με αποστείλης πάλιν εις την φυλακήν της οικίας Ιωνάθαν του γραμματέως, δια να αποθάνω εκεί;”

Ιερ. 44,21          καὶ συνέταξεν ὁ βασιλεὺς καὶ ἐνεβάλοσαν αὐτὸν εἰς οἰκίαν τῆς φυλακῆς καὶ ἐδίδοσαν αὐτῷ ἄρτον ἕνα τῆς ἡμέρας ἔξωθεν οὗ πέσσουσιν, ἕως ἐξέλιπον οἱ ἄρτοι ἐκ τῆς πόλεως. καὶ ἐκάθισεν Ἱερεμίας ἐν τῇ αὐλῇ τῆς φυλακῆς.

Ιερ. 44,21                 Ο βασιλεύς έδωσε διαταγήν και έβαλαν αυτόν εις την αυλήν της φυλακής και του έδιδαν ένα άρτον κάβε ημέραν από τα εις την πόλιν αρτοποιεία, έως ότου έλλειψαν οι άρτοι από την πόλιν. Ετσι εκάθισεν ο Ιερεμίας εις την αυλήν της φυλακής.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 45 (Μασ. 38)

 

Ιερ. 45,1            Καὶ ἤκουσε Σαφατίας υἱὸς Μάθαν καὶ Γοδολίας υἱὸς Πασχὼρ καὶ Ἰωάχαλ υἱὸς Σελεμίου τοὺς λόγους, οὓς Ἱερεμίας ἐλάλει ἐπὶ τὸν λαὸν λέγων·

Ιερ. 45,1                    Ο Σαφατίας, υιός του Μαθαν, ο Γοδολίας υιός του Πασχώρ, και ο Ιωάχαλ υιός του Σελεμίου, ήκουσαν τους λόγους, τους οποίους ο Ιερεμίας απευθυνόμενος προς τον λαόν είπεν·

Ιερ. 45,2            οὕτως εἶπε Κύριος· ὁ κατοικῶν ἐν τῇ πόλει ταύτῃ ἀποθανεῖται ἐν ῥομφαίᾳ καὶ ἐν λιμῷ, καὶ ὁ ἐκπορευόμενος πρὸς τοὺς Χαλδαίους ζήσεται, καὶ ἔσται ἡ ψυχὴ αὐτοῦ εἰς εὕρημα, καὶ ζήσεται.

Ιερ. 45,2                   Ετσι είπεν ο Κυριος· Οποιος θα παραμείνη εις την πόλιν αυτήν, θα αποθάνη με εχθρικήν ρομφαίαν η από την πείναν. Εκείνος όμως, ο οποίος θα εξέλθη από την πόλιν αυτήν και θα παραδοθή στους Χαλδαίους, θα ζήση. Θα σωθή η ζωή του από βέβαιον θάνατον θα ζήση.

Ιερ. 45,3            ὅτι οὕτως εἶπε Κύριος· παραδιδομένη παραδοθήσεται ἡ πόλις αὕτη εἰς χεῖρας δυνάμεως βασιλέως Βαβυλῶνος, καὶ συλλήψεται αὐτήν.

Ιερ. 45,3                   Διότι έτσι είπεν ο Κυριος· οπωσδήποτε η πόλις αυτή θα παραδοθή εις τα χέρια της στρατιωτικής δυνάμεως του βασιλέως της Βαδυλώνος, ο οποίος και θα την καταλάβη.

Ιερ. 45,4            καὶ εἶπαν τῷ βασιλεῖ· ἀναιρεθήτω δὴ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ὅτι αὐτὸς ἐκλύει τὰς χεῖρας τῶν ἀνθρώπων τῶν πολεμούντων τῶν καταλειπομένων ἐν τῇ πόλει καὶ τὰς χεῖρας παντὸς τοῦ λαοῦ λαλῶν πρὸς αὐτοὺς κατὰ τοὺς λόγους τούτους· ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος οὐ χρησμολογεῖ εἰρήνην τῷ λαῷ τούτῳ, ἀλλ᾿ ἢ πονηρά.

Ιερ. 45,4                   Οι ανωτέρω τρεις είπαν προς τον βασιλέα· “ας θανατωθή, λοιπόν, ο άνθρωπος αυτός, διότι με όσα λέγει παραλύει τα χέρια των απομεινάντων Ιουδαίων, οι οποίοι μάχονται εις την πόλιν αυτήν, όπως επίσης και τα χέρια όλου του άλλου αμάχου πληθυσμού λέγων προς αυτούς τους λόγους τούτους. Ο άνθρωπος αυτός δεν αποφθέγγεται προς τον λαόν τούτον τα προς ειρήνην και ευημερίαν, άλλα κακά και ολέθρια πράγματα».

Ιερ. 45,5            καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· ἰδοὺ αὐτὸς ἐν χερσὶν ὑμῶν· ὅτι οὐκ ἠδύνατο ὁ βασιλεὺς πρὸς αὐτούς.

Ιερ. 45,5                   Ο βασιλεύς είπεν εις αυτούς· “ιδού, αυτός ευρίσκεται εις την διάθεσίν σας”. Αυτά είπεν ο βασιλεύς Σεδεκίας, διότι δεν είχε την δυνατότητα να αντισταθή προς αυτούς.

Ιερ. 45,6            καὶ ἔῤῥιψαν αὐτὸν εἰς λάκκον Μελχίου υἱοῦ τοῦ βασιλέως, ὃς ἦν ἐν τῇ αὐλῇ τῆς φυλακῆς, καὶ ἐχάλασαν αὐτὸν εἰς τὸν λάκκον, καὶ ἐν τῷ λάκκῳ οὐκ ἦν ὕδωρ ἀλλ᾿ ἢ βόρβορος, καὶ ἦν ἐν τῷ βορβόρῳ. -

Ιερ. 45,6                   Εκείνοι έρριψαν τον Ιερεμίαν στον λάκκον του Μελχίου, υιού του βασιλέως. Ο λάκκος αυτός ευρίσκετο εις την αυλήν της φυλακής. Εις αυτόν τον λάκκον κατεβίβασαν τον Ιερεμίαν, οπου και δεν υπήρχεν ύδωρ, αλλά μόνον βόρδορος. Ο Ιερεμίας έμενε μέσα στον βόρβορον.

Ιερ. 45,7            Καὶ ἤκουσεν Ἀβδεμέλεχ ὁ Αἰθίοψ, καὶ αὐτὸς ἐν οἰκίᾳ τοῦ βασιλέως, ὅτι ἔδωκαν Ἱερεμίαν εἰς τὸν λάκκον· καὶ ὁ βασιλεὺς ἦν ἐν τῇ πύλῃ Βενιαμίν,

Ιερ. 45,7                   Επληροφορήθη το γεγονός αυτό ο Αβδεμέλεχ, ο Αιθίοψ. Αυτός ευρίσκετο εις τα ανάκτορα του βασιλέως και επληροφορήθη, ότι ωδήγησαν τον Ιερεμίαν και τον έρριψαν στον λάκκον. Ο δε βασιλεύς ευρίσκετο πλησίον εις την πύλην Βενιαμίν.

Ιερ. 45,8            καὶ ἐξῆλθε πρὸς αὐτὸν καὶ ἐλάλησε πρὸς τὸν βασιλέα, καὶ εἶπεν·

Ιερ. 45,8                   Ο Αδδεμέλεχ εβγήκεν εις συνάντησιν του βασιλέως, ωμίλησε προς αυτόν και του είπεν·

Ιερ. 45,9            ἐπονηρεύσω ἃ ἐποίησας τοῦ ἀποκτεῖναι τὸν ἄνθρωπον τοῦτον ἀπὸ προσώπου τοῦ λιμοῦ, ὅτι οὐκ εἰσὶν ἔτι ἄρτοι ἐν τῇ πόλει.

Ιερ. 45,9                   “Αδικον και κακόν έργον έπραξες εναντίον του Ιερεμίου, επιτρέψας να ριφθή αυτός στον λάκκον, ώστε να αποθάνη εξ αιτίας της πείνης, διότι δεν υπάρχουν πλέον άρτοι εις την πόλιν”.

Ιερ. 45,10          καὶ ἐνετείλατο ὁ βασιλεὺς τῷ Ἀβδεμέλεχ λέγων· λάβε εἰς τὰς χεῖράς σου ἐντεῦθεν τριάκοντα ἀνθρώπους καὶ ἀνάγαγε αὐτὸν ἐκ τοῦ λάκκου, ἵνα μὴ ἀποθάνῃ.

Ιερ. 45,10                 Ο δε βασιλεύς έδωσεν εντολήν στον Αβδεμέλεχ λέγων προς αυτόν· “πάρε από εδώ υπό την εξουσίαν σου τριάκοντα άνδρας και βγάλε τον 'Ιερεμιαν από τον λάκκον, δια να μη αποθάνη”.

Ιερ. 45,11          καὶ ἔλαβεν Ἀβδεμέλεχ τοὺς ἀνθρώπους καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ βασιλέως τὴν ὑπόγαιον καὶ ἔλαβεν ἐκεῖθεν παλαιὰ ῥάκη καὶ παλαιὰ σχοινία καὶ ἔῤῥιψεν αὐτὰ πρὸς Ἱερεμίαν εἰς τὸν λάκκον

Ιερ. 45,11                  Ο Αβδεμέλεχ επήρεν αμέσως τους ανθρώπους, εισήλθεν στον οίκον του βασιλέως και στο υπόγειον αυτού, επήρεν από εκεί ράκη παληά και σχοινία παληά και τα έρριψε προς τον Ιερεμίαν στον λάκκον,

Ιερ. 45,12          καὶ εἶπε· ταῦτα θὲς ὑποκάτω τῶν σχοινίων, καὶ ἐποίησεν Ἱερεμίας οὕτως.

Ιερ. 45,12                 λέγων προς αυτόν· “αυτά τα ράκη βάλε τα κάτω από την μασχάλην σου και επάνω από τα σχοινία”. Ο Ιερεμίας έπραξεν, όπως του είπαν.

Ιερ. 45,13          καὶ εἵλκυσαν αὐτὸν τοῖς σχοινίοις καὶ ἀνήγαγον αὐτὸν ἐκ τοῦ λάκκου· καὶ ἐκάθισεν Ἱερεμίας ἐν τῇ αὐλῇ τῆς φυλακῆς. -

Ιερ. 45,13                  Οι άνδρες ανέσυραν αυτόν με τα σχοινία και τον έβγαλαν από τον λάκκον. Ο Ιερεμίας παρέμεινεν εις την αυλήν της φυλακής.

Ιερ. 45,14          Καὶ ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς καὶ ἐκάλεσεν αὐτὸν πρὸς ἑαυτὸν εἰς οἰκίαν Ἀσελεισὴ τὴν ἐν οἴκῳ Κυρίου· καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ βασιλεύς· ἐρωτήσω σε λόγον, καὶ μὴ δὴ κρύψῃς ἀπ᾿ ἐμοῦ ῥῆμα.

Ιερ. 45,14                 Επειτα ο βασιλεύς έστειλεν ένα άνθρωπον και εκάλεσε τον Ιερεμίαν, να έλθη εις αυτόν, στο διαμέρισμα Ασελεισή, πλησίον στον ναόν του Κυρίου. Ο βασιλεύς του είπε· “θα σου απευθύνω μίαν ερωτησιν και σε παρακαλώ, να μη αποκρύψης από εμέ κανένα πράγμα”.

Ιερ. 45,15          καὶ εἶπεν Ἱερεμίας τῷ βασιλεῖ· ἐὰν ἀναγγείλω σοι, οὐχὶ θανάτῳ με θανατώσεις; καὶ ἐὰν συμβουλεύσω σοι, οὐ μὴ ἀκούσῃς μου.

Ιερ. 45,15                  Ο Ιερεμίας απήντησε προς τον βασιλέα Σεδεκίαν· “εάν σου είπω την αλήθειαν, είναι βέβαιον ότι δεν θα με θανατώσης; Και εάν σε συμβουλεύσω, δέν, θα με ακούσης”.

Ιερ. 45,16          καὶ ὤμοσεν αὐτῷ ὁ βασιλεὺς λέγων· ζῇ Κύριος, ὃς ἐποίησεν ἡμῖν τὴν ψυχὴν ταύτην, εἰ ἀποκτενῶ σε καὶ εἰ δώσω σε εἰς χεῖρας τῶν ἀνθρώπων τούτων.

Ιερ. 45,16                 Ο βασιλεύς ωρκίσθη λέγων· “ζη Κυριος, ο οποίος μας έδωσε την ζωήν αυτήν, ότι δεν θα σε φονεύσω, ούτε θα σε παραδώσω εις τα χέρια των πονηρών αυτών ανθρώπων”.

Ιερ. 45,17          καὶ εἶπεν αὐτῷ Ἱερεμίας· οὕτως εἶπε Κύριος· ἐὰν ἐξελθὼν ἐξέλθῃς πρὸς ἡγεμόνας βασιλέως Βαβυλῶνος, καὶ ζήσεται ἡ ψυχή σου, καὶ ἡ πόλις αὕτη οὐ μὴ κατακαυθῇ ἐν πυρί, καὶ ζήσῃ σὺ καὶ ἡ οἰκία σου.

Ιερ. 45,17                  Είπε τότε εις αυτόν ο Ιερεμίας. “Ετσι ωμίλησεν ο Κυριος· εάν σπεύσης να εξέλθης από την πόλιν αυτήν και μεταβής προς τους άρχοντας του βασιλέως της Βαβυλώνος, θα διαφύλαξης την ζωήν σου και η πόλις αυτή δεν θα παραδοθή στο πυρ της καταστροφής, θα ζήσης συ και η οικογένειά σου.

Ιερ. 45,18          καὶ ἐὰν μὴ ἐξέλθῃς, δοθήσεται ἡ πόλις αὕτη εἰς χεῖρας τῶν Χαλδαίων, καὶ καύσουσιν αὐτὴν ἐν πυρί, καὶ σὺ οὐ μὴ σωθῇς.

Ιερ. 45,18                 Εάν όμως δεν εξέλθης από την πόλιν και δεν παραδοθής εκουσίως στον βασιλέα της Βαβυλώνος, η πόλις θα παραδοθή εις τα χέρια των Χαλδαίων, οι οποίοι και θα την κατακαύσουν δια του πυρός και συ δεν θα σωθής”.

Ιερ. 45,19          καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς τῷ Ἱερεμίᾳ· ἐγὼ λόγον ἔχω τῶν Ἰουδαίων τῶν πεφευγότων πρὸς τοὺς Χαλδαίους, μὴ δώσειν με εἰς χεῖρας αὐτῶν, καὶ καταμωκήσονταί μου.

Ιερ. 45,19                 Ο βασιλεύς είπε προς τον Ιερεμίαν· “εγώ έχω λόγον να φοβούμαι τους Ιουδαίους, οι οποίοι ήδη έχουν καταφύγει στους Χαλδαίους, μήπως και οι Χαλδαίοι με παραδώσουν εις τα χέρια αυτών και εκείνοι με περιπαίξουν”.

Ιερ. 45,20          καὶ εἶπεν Ἱερεμίας· οὐ μὴ παραδῶσί σε· ἄκουσον τὸν λόγον Κυρίου, ὃν ἐγὼ λέγω πρός σε, καὶ βέλτιον ἔσται σοι, καὶ ζήσεται ἡ ψυχή σου.

Ιερ. 45,20                 Ο Ιερεμίας απήντησε· “δεν θα σε παραδώσουν. Ακουσε τον λόγον του Κυρίου, τον οποίον εγώ αυτήν την στιγμήν αναγγέλλω προς σέ. Εάν πράξης, όπως σου είπα, θα είναι πολύ καλύτερον δια σε και θα διαφύλαξης την ζωήν σου.

Ιερ. 45,21          καὶ εἰ μὴ θέλεις σὺ ἐξελθεῖν, οὗτος ὁ λόγος, ὃν ἔδειξέ μοι Κύριος·

Ιερ. 45,21                 Εάν όμως δεν θέλης να εξέλθης συ και να παραδοθής εκουσίως στους Χαλδαίους, αυτός είναι ο λόγος τον οποίον μου απεκάλυ-ψεν ο Κυριος.

Ιερ. 45,22          καὶ ἰδοὺ πᾶσαι αἱ γυναῖκες αἱ καταλειφθεῖσαι ἐν οἰκίᾳ βασιλέως Ἰούδα ἐξήγοντο πρὸς ἄρχοντας βασιλέως Βαβυλῶνος, καὶ αὗται ἔλεγον· ἠπάτησάν σε καὶ δυνήσονταί σοι ἄνδρες εἰρηνικοί σου καὶ καταλύσουσιν ἐν ὀλισθήμασι πόδα σου, ἀπέστρεψαν ἀπὸ σοῦ.

Ιερ. 45,22                 Ιδού, όλαι αι γυναίκες, αι οποϊαι έχουν απομείνει στο ανάκτορον του βασιλέως του Ιούδα, θα οδηγηθούν προς τους άρχοντας του βασιλέως της Βαβυλώνος και θα λέγουν αυταί προς σέ· Οι αγαπητοί σου φίλοι σέ εξηπάτησαν, υπερίσχυσαν εναντίον σου. Ωδήγησαν εις ολισθηρόν έδαφος τα πόδια σου και έπειτα σε εγκατέλειψαν και απεμακρυνθησαν από σέ !

Ιερ. 45,23          καὶ τὰς γυναῖκάς σου καὶ τὰ τέκνα σου ἐξάξουσι πρὸς τοὺς Χαλδαίους, καὶ σὺ οὐ μὴ σωθῇς, ὅτι ἐν χειρὶ βασιλέως Βαβυλῶνος συλληφθήσῃ, καὶ ἡ πόλις αὕτη κατακαυθήσεται.

Ιερ. 45,23                 Τας γυναίκας σου και τα παιδιά σου θα τα οδηγήσουν προς τους Χαλδαίους και συ δεν θα σωθής. Διότι η πόλις θα παραδοθή εις την εξουσιάν του βασιλέως της Βαβυλώνος και η πόλις αυτή θα παραδοθή στο πυρ”.

Ιερ. 45,24          καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ βασιλεύς· ἄνθρωπος μὴ γνώτω ἐκ τῶν λόγων τούτων, καὶ σὺ οὐ μὴ ἀποθάνῃς.

Ιερ. 45,24                 Ο βασιλεύς είπεν στον Ιερεμίαν· “Ας μη μάθη κανείς τίποτε από τα λόγια αυτά και συ δεν θα θανατωθής.

Ιερ. 45,25          καὶ ἐὰν οἱ ἄρχοντες ἀκούσωσιν ὅτι ἐλάλησά σοι καὶ ἔλθωσι πρὸς σὲ καὶ εἴπωσί σοι· ἀνάγγειλον ἡμῖν, τί ἐλάλησέ σοι ὁ βασιλεύς, μὴ κρύψῃς ἀφ᾿ ἡμῶν, καὶ οὐ μὴ ἀνέλωμέν σε, καὶ τί ἐλάλησε πρός σε ὁ βασιλεύς;

Ιερ. 45,25                 Εάν δε οι άρχοντες πληροψορηθούν ότι εγώ συνεζήτησα μαζή σου και έλθουν προς σε και σε ερωτήσουν· Πές μας τι συνεζήτησε με σε ο βασιλεύς, μη απόκρύψης τίποτε από ημάς και δεν θα σε θανατώσωμεν. Τι λοιπόν είπεν ο βασιλεύς προς σέ;

Ιερ. 45,26          καὶ ἐρεῖς αὐτοῖς· ῥίπτω ἐγὼ τὸ ἔλεός μου κατ᾿ ὀφθαλμοὺς τοῦ βασιλέως πρὸς τὸ μὴ ἀποστρέψαι με εἰς οἰκίαν Ἰωνάθαν ἀποθανεῖν με ἐκεῖ.

Ιερ. 45,26                 Θα απταντήσης προς αυτούς· εγώ υπέβαλα θερμήν παράκλησιν ενώπιον του βασιλέως να μη με επαναφέρη πάλιν εις την φυλακήν του Ιωνάθαν, όπου ασφαλώς και θα αποθάνω”.

Ιερ. 45,27          καὶ ἤλθοσαν πάντες οἱ ἄρχοντες πρὸς Ἱερεμίαν καὶ ἠρώτησαν αὐτόν, καὶ ἀνήγγειλεν αὐτοῖς κατὰ πάντας τοὺς λόγους τούτους, οὓς ἐνετείλατο αὐτῷ ὁ βασιλεύς· καὶ ἀπεσιώπησαν, ὅτι οὐκ ἠκούσθη ὁ λόγος Κυρίου.

Ιερ. 45,27                 Ηλθαν πράγματι προς τον Ιερεμίαν όλοι οι άρχοντες και τον ηρώτησαν και ανέφερεν εις αυτούς όλους εκείνους τους λόγους, τους οποίους ο βασιλεύς τον διέταζε να είπη. Οι άρχοντες εσιώπησαν και δεν επίεσαν τον Ιερεμίαν, διότι δεν επληροφορήθησαν τον απειλητικόν λόγον του Κυρίου εναντίον αυτών και της πόλεως.

Ιερ. 45,28          καὶ ἐκάθισεν Ἱερεμίας ἐν τῇ αὐλῇ τῆς φυλακῆς ἕως χρόνου οὗ συνελήφθη Ἱερουσαλήμ.

Ιερ. 45,28                 Ο Ιερεμίας παρέμεινεν ετσι εις την αυλήν της φυλακής μέχρι του χρόνου, κατά τον οποίον έκυριεύθη η Ιερουσαλήμ.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 46 (Μασ. 39)

 

Ιερ. 46,1            Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἔτει τῷ ἐνάτῳ τοῦ Σεδεκία βασιλέως Ἰούδα ἐν τῷ μηνὶ τῷ δεκάτῳ παρεγένετο Ναβουχοδονόσορ βασιλεὺς Βαβυλῶνος καὶ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτοῦ ἐπὶ Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐπολιόρκουν αὐτήν.

Ιερ. 46,1                    Κατά το ένατον έτος της βασιλείας του Σεδεκία, βασιλέως του ιουδαϊκού βασιλείου, κατά τον δέκατον μήνα, ήλθεν ο Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς της Βαβυλώνος και όλη η στρατιωτική αυτού δύναμις εναντίον της Ιερουσαλήμ και επολιόρκουν αυτήν.

Ιερ. 46,2            καὶ ἐν τῷ ἑνδεκάτῳ ἔτει τοῦ Σεδεκία, ἐν τῷ μηνὶ τῷ τετάρτῳ, ἐνάτῃ τοῦ μηνός, ἐῤῥάγη ἡ πόλις.

Ιερ. 46,2                   Κατά δε το ενδέκατον έτος της βασιλείας του Σεδεκία, κατά τον τέταρτον μήνα την ενάτην του μηνός αυτού, έσπασεν η άμυνα της πόλεως.

Ιερ. 46,3            καὶ εἰσῆλθον πάντες οἱ ἡγούμενοι βασιλέως Βαβυλῶνος καὶ ἐκάθισαν ἐν πύλῃ τῇ μέσῃ Ναργαλασὰρ καὶ Σαμαγὼθ καὶ Ναβουσαχὰρ καὶ Ναβουσαρεῖς καὶ Ναγαργασνασὲρ Ῥαβαμὰγ καὶ οἱ κατάλοιποι ἡγεμόνες βασιλέως Βαβυλῶνος·

Ιερ. 46,3                   Τοτε όλοι οι άρχοντες του βασιλέως της Βαβυλώνος εισήλθον και εγχατεστάθησαν εις την μεσαίαν πύλην της πόλεως, ο Ναργαλασάρ, ο Σαμαγώθ, ο Ναβουσαχάρ, ο Ναβουσαρείς, ο Ναγαργασνασέρ, ο Ραβαμάγ, και οι όιλλοι άρχοντες του βασιλέως της Βαβυλώνος.

Ιερ. 46,14          καὶ ἀπέστειλαν καὶ ἔλαβον τὸν Ἱερεμίαν ἐξ αὐλῆς τῆς φυλακῆς καὶ ἔδωκαν αὐτὸν πρὸς τὸν Γοδολίαν υἱὸν Ἀχεικὰμ υἱοῦ Σαφάν· καὶ ἐξήγαγον αὐτόν, καὶ ἐκάθισεν ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ. -

Ιερ. 46,14                 Αυτοί εστειλαν ανθρώπους και παρέλαβαν τον Ιερεμίαν από την αυλήν της φυλακής και παρέδωκαν αυτόν στον Γοδολίαν, τον υιόν του Αχεικάμ, υιού του Σαφάν. Αυτοί τον έβγαλαν από την φυλακήν, δια να παραμείνη ελεύθερος στον οίκον του. Και αυτός έμενεν εν μέσω του ιουδαϊκού λαού.

Ιερ. 46,15          Καὶ πρὸς Ἱερεμίαν ἐγένετο λόγος Κυρίου ἐν τῇ αὐλῇ τῆς φυλακῆς λέγων·

Ιερ. 46,15                 Και πάλιν ήλθε παρά Κυρίου λόγος προς τον Ιερεμίαν, ότε ακόμη αυτός ευρίσκετο εις την αυλήν της φυλακής λέγων·

Ιερ. 46,16          πορεύου καὶ εἰπὲ πρὸς Ἀβδεμέλεχ τὸν Αἰθίοπα· οὕτως εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· ἰδοὺ ἐγὼ φέρω τοὺς λόγους μου ἐπὶ τὴν πόλιν ταύτην εἰς κακὰ καὶ οὐκ εἰς ἀγαθά,

Ιερ. 46,16                 Πηγαινε και ειπέ στον Αβδεμέλεχ, τον Αιθίοπα· ετσι ωμίλησεν ο Κυριος, ο Θεός του ισραηλιτικού λαού· ιδού εγώ θα εκπληρώσω τους λόγους μου, που είπα εναντίον της πόλεως αυτής εις τιμωρίαν και καταστροφήν της και οχι εις ευεργεσίαν της.

Ιερ. 46,17          καὶ σώσω σε ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καὶ οὐ μὴ δώσω σε εἰς χεῖρας τῶν ἀνθρώπων, ὧν σὺ φοβῇ ἀπὸ προσώπου αὐτῶν,

Ιερ. 46,17                 Σε όμως κατά την φοβεράν εκείνην ημέραν του ολέθρου θα σε σώσω και δεν θα σε παραδώσω εις τα χέρια των ανθρώπων αυτών, που φοβείσαι.

Ιερ. 46,18          ὅτι σώζων σώσω σε, καὶ ἐν ῥομφαίᾳ οὐ μὴ πέσῃς. καὶ ἔσται ἡ ψυχή σου εἰς εὕρημα, ὅτι ἐπεποίθεις ἐπ᾿ ἐμοί, φησὶ Κύριος.

Ιερ. 46,18                 Ασφαλώς και βεβαίως θα σε σώσω και δεν θα πέσης εν στόματι εχθρικής μαχαίρας. Η ζωη σου θα διατηρηθή ασφαλής, διότι συ είχες πεποίθησιν εις εμέ, είπεν ο Κυριος.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 47 (Μασ. 40)

 

Ιερ. 47,1            Ὁ λόγος ὁ γενόμενος παρὰ Κυρίου πρὸς Ἱερεμίαν ὕστερον μετὰ τὸ ἀποστεῖλαι αὐτὸν Ναβουζαρδὰν τὸν ἀρχιμάγειρον τὸν ἐκ Δαμὰν ἐν τῷ λαβεῖν αὐτὸν ἐν χειροπέδαις, ἐν μέσῳ ἀποικίας Ἰούδα τῶν ἠγμένων εἰς Βαβυλῶνα.

Ιερ. 47,1                    Ο λόγος, ο οποίος απηυθύνθη στον Ιερεμίαν από τον Κυριον, μετά την απόλυσίν του από την Ραμά υπό του Ναβουζαρδάν, του αρχιμαγείρου, ο οποίος τον είχεν εύρει δεμένον με αλυσίδας εις τα χέρια, μεταξύ όλων των εξορίστων της Ιερουσαλήμ και του Ιούδα, οι οποίοι ωδηγούντο αιχμάλωτοι εις την Βαβυλώνα.

Ιερ. 47,2            καὶ ἔλαβεν αὐτὸν ὁ ἀρχιμάγειρος καὶ εἶπεν αὐτῷ· Κύριος ὁ Θεός σου ἐλάλησε τὰ κακὰ ταῦτα ἐπὶ τὸν τόπον τοῦτον,

Ιερ. 47,2                   Ο Ναβουζαρδάν επήρεν αυτόν ανάμεσα από τους άλλους αιχμαλώτους και του είπέ· “Κυριος ο Θεός σου απεφάσισε και ώρισε τας τιμωρίας αυτάς εναντίον του τόπου αύτού,

Ιερ. 47,3            καὶ ἐποίησε Κύριος, ὅτι ἡμάρτετε αὐτῷ, καὶ οὐκ ἠκούσατε τῆς φωνῆς αὐτοῦ.

Ιερ. 47,3                   και τας επέφερε, διότι διεπράξατε αμαρτίας εις αυτόν και δεν υπηκούσατε εις την φωνήν του.

Ιερ. 47,4            ἰδοὺ ἔλυσά σε ἀπὸ τῶν χειροπέδων τῶν ἐπὶ τὰς χεῖράς σου· εἰ καλὸν ἐναντίον σου ἐλθεῖν μετ᾿ ἐμοῦ εἰς Βαβυλῶνα, ἧκε, καὶ θήσω τοὺς ὀφθαλμούς μου ἐπὶ σέ·

Ιερ. 47,4                   Ιδού εγώ σε έλυσα από τα δεσμά των χειρών σου. Εάν σου φαίνεται καλόν και επιθυμής να έλθης μαζή μου εις την Βαβυλώνα, έλα και θα σε έχω πάντοτε υπό την προστασίαν μου.

Ιερ. 47,5            εἰ δὲ μή, ἀπότρεχε καὶ ἀνάστρεψον πρὸς τὸν Γοδολίαν υἱὸν Ἀχεικάμ, υἱοῦ Σαφάν, ὃν κατέστησε βασιλεὺς Βαβυλῶνος ἐν γῇ Ἰούδα, καὶ οἴκησον μετ᾿ αὐτοῦ ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ ἐν γῇ Ἰούδα· εἰς ἅπαντα τὰ ἀγαθὰ ἐν ὀφθαλμοῖς σου τοῦ πορευθῆναι ἐκεῖ, καὶ πορεύου. καὶ ἔδωκεν αὐτῷ ὁ ἀρχιμάγειρος δῶρα καὶ ἀπέστειλεν αὐτόν.

Ιερ. 47,5                   Εάν όμως δεν θέλης, γύρισε πίσω και πήγαινε προς τον Γοδολίαν, τον υιόν του Αχεικάμ, υιού του Σαφάν, τον οποίον ο βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ εγκατέστησεν ως βασιλέα εις την χώραν Ιούδα. Μείνε μαζή με αυτόν ανάμεσα στον λαάν της ιουδαϊκής γης. Η πήγαινε εις οποιανδήποτε άλλην περιοχήν, που θα σου φανή καλή και αγαθή. Πηγαινε και μένε εκεί”. Ο αρχιμάγειρος έδωκεν εις αυτόν δώρα και τον αφήκεν ελεύθερον.

Ιερ. 47,6            καὶ ἦλθε πρὸς Γοδολίαν εἰς Μασσηφὰ καὶ ἐκάθισεν ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ τοῦ καταλειφθέντος ἐν τῇ γῇ.

Ιερ. 47,6                   Ο Ιερεμίας ήλθε προς τον Γοδολίαν εις Μασσηφά και έμεινεν εν μέσω του λαού εκείνου, ο οποίος είχεν απομείνει εις την Ιουδαίαν.

Ιερ. 47,7            Καὶ ἤκουσαν πάντες οἱ ἡγεμόνες τῆς δυνάμεως τῆς ἐν ἀγρῷ αὐτοὶ καὶ οἱ ἄνδρες αὐτῶν, ὅτι κατέστησε βασιλεὺς Βαβυλῶνος τὸν Γοδολίαν ἐν τῇ γῇ καὶ παρακατέθετο αὐτῷ ἄνδρας καὶ γυναῖκας αὐτῶν, οὓς οὐκ ἀπῴκισεν εἰς Βαβυλῶνα.

Ιερ. 47,7                   Ολοι οι αρχηγοί του Ιουδαϊκού στρατού, ο οποίος εστρατωνίζετο εις την ύπαιθρον, έμαθαν αυτοί και οι άνδρες των, ότι ο βασιλεύς της Βαβυλώνας εγκατέστησε τον Γοδολίαν ως βασιλέα εις την ιουδαϊκήν γην και εις αυτόν ενεπιστεύθη τους άνδρας και τας γυναίκας των, τους οποίους αυτός δεν μετέφερεν εις την Βαβυλώνα.

Ιερ. 47,8            καὶ ἦλθε πρὸς Γοδολίαν εἰς Μασσηφὰ Ἰσμαὴλ υἱὸς Ναθανίου καὶ Ἰωνὰν υἱὸς Καρηὲ καὶ Σαραίας υἱὸς Θαναεμὲθ καὶ υἱοὶ Ἰωφὲ τοῦ Νετωφαθὶ καὶ Ἐζονίας υἱὸς τοῦ Μωχαθί, αὐτοὶ καὶ οἱ ἄνδρες αὐτῶν.

Ιερ. 47,8                   Προς τον Γοδολίαν εις Μασσηφά ήλθε και ο Ισμαήλ, υιός του Ναθανίου, και ο Ιωανάν υιός του Καρηέ, ο Σαραίας υιός του Θαναεμέθ και οι υιοί Ιωφέ του Νετωφαθί και Εζονίας ο υιός του Μωχαθί, αυτοί και οι άνδρες των.

Ιερ. 47,9            καὶ ὤμοσεν αὐτοῖς Γοδολίας καὶ τοῖς ἀνδράσιν αὐτῶν λέγων· μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ προσώπου τῶν παίδων τῶν Χαλδαίων· κατοικήσατε ἐν τῇ γῇ καὶ ἐργάσασθε τῷ βασιλεῖ Βαβυλῶνος, καὶ βέλτιον ἔσται ὑμῖν.

Ιερ. 47,9                   Ο Γοδολίας ωρκίσθη ενώπιον των ανδρών αυτών λέγων· “μη φοβείσθε τους Χαλδαίους, που ευρίσκονται εις την περιοχήν αυτήν. Παραμείνατε εις την χώραν και υποταχθήτε στον βασιλέα της Βαβυλώνος· εργασθήτε και αυτό θα αποβή προς το καλόν σας.

Ιερ. 47,10          καὶ ἰδοὺ ἐγὼ κάθημαι ἐναντίον ὑμῶν εἰς Μασσηφὰ στῆναι κατὰ πρόσωπον τῶν Χαλδαίων, οἳ ἂν ἔλθωσιν ἐφ᾿ ὑμᾶς, καὶ ὑμεῖς συνάγετε οἶνον καὶ ὀπώραν καὶ ἔλαιον καὶ βάλετε εἰς τὰ ἀγγεῖα ὑμῶν καὶ οἰκήσατε ἐν ταῖς πόλεσιν, αἷς κατεκρατήσατε.

Ιερ. 47,10                 Ιδού, εγώ παραμένω εις Μασσηφά ενώπιόν σας, δια να παρουσιάζομαι στους Χαλδαίους, οι οποίοι ενδεχομένως πρόκειται να έλθουν προς σας. Σεις κάμετε την συγκομιδήν του οίνου, των καρπών και του ελαίου, βάλετε αυτά εις τα δοχεία σας, κατοι-κησατε εις τας πόλεις, τας οποίας έχετε υπό την κατοχήν σας”.

Ιερ. 47,11          καὶ πάντες οἱ Ἰουδαῖοι οἱ ἐν γῇ Μωὰβ καὶ ἐν υἱοῖς Ἀμμὼν καὶ οἱ ἐν τῇ Ἰδουμαίᾳ καὶ οἱ ἐν πάσῃ τῇ γῇ ἤκουσαν ὅτι ἔδωκε βασιλεὺς Βαβυλῶνος κατάλειμμα τῷ Ἰούδᾳ, καὶ ὅτι κατέστησεν ἐπ᾿ αὐτοὺς τὸν Γοδολίαν υἱὸν Ἀχεικάμ.

Ιερ. 47,11                  Ολοι οι Ιουδαίοι, οι οποίοι ευρίσκοντο εις την περιοχήν Μωάβ, όπως και μεταξύ των Αμμωνιτών, και όσοι ευρίσκοντο εις την Ιδουμαίαν και εις όλην την άλλην χώραν, ήκουσαν ότι ο βασιλεύς της Βαβυλώνας δεν απήγαγεν όλους τους Ιουδαίους αιχμαλώτους εις την Βαβυλώνα, αλλά αφήκεν και Ιουδαίους εις την χώραν Ιούδα και ότι εγκατέστησε και διώρισεν εις αυτούς ως κυβερνήτην τον Γοδολίαν, υιόν του Αχεικάμ.

Ιερ. 47,12          καὶ ἦλθον πρὸς Γοδολίαν εἰς γῆν Ἰούδα εἰς Μασσηφὰ καὶ συνήγαγον οἶνον καὶ ὀπώραν πολλὴν σφόδρα καὶ ἔλαιον. -

Ιερ. 47,12                 Ενθαρρυνθέντες αυτοί ήλθαν προς τον Γοδολίαν εις την χώραν Ιούδα εις Μασσηφά, έκαμαν την συγκομιδήν του οίνου, πολλών καρπών και του ελαίου.

Ιερ. 47,13          Καὶ Ἰωανὰν υἱὸς Καρηὲ καὶ πάντες οἱ ἡγεμόνες τῆς δυνάμεως, οἱ ἐν τοῖς ἀγροῖς, ἦλθον πρὸς τὸν Γοδολίαν εἰς Μασσηφὰ

Ιερ. 47,13                  Ο Ιωανάν, υιός του Καρηέ, και όλοι οι αρχηγοί του στρατού, ο οποίος στρατός ευρίσκετο εις την ύπαιθρον, ήλθον προς τον Γοδολίαν εις Μασσηφά

Ιερ. 47,14          καὶ εἶπαν αὐτῷ· εἰ γνώσει γινώσκεις ὅτι Βελεισσὰ βασιλεὺς υἱὸς υἱῶν Ἀμμὼν ἀπέστειλε πρὸς σὲ τὸν Ἰσμαὴλ πατάξαι σου ψυχήν; καὶ οὐκ ἐπίστευσεν αὐτοῖς Γοδολίας.

Ιερ. 47,14                 και του είπαν· “περιήλθεν εις γνώσιν σου ότι ο Βελεισσά, βασιλεύς των Αμμωνιτών, έχει αποστείλει εις σε τον Ισμαήλ με τον σκοπόν να σε φονεύση;” Ο Γοδολίας δεν επίστευσεν εις αυτούς.

Ιερ. 47,15          καὶ εἶπεν Ἰωανὰν τῷ Γοδολίᾳ κρυφαίως ἐν Μασσηφᾷ· πορεύσομαι δὴ καὶ πατάξω τὸν Ἰσμαὴλ καὶ μηθεὶς γνώτω, μὴ πατάξῃ σου ψυχὴν καὶ διασπαρῇ πᾶς Ἰούδα οἱ συνηγμένοι πρὸς σὲ καὶ ἀπολοῦνται οἱ κατάλοιποι Ἰούδα.

Ιερ. 47,15                  Εκεί, εις την Μασσηφά, ο Ιωανάν είπε κρυφίως προς τον Γοδολίαν· “εγώ θα μεταβώ και θα θανατώσω τον Ισμαήλ και κανείς ας μη μάθη το γεγονός. Θα πράξω δε τούτο, διότι φοβούμαι, μήπως εκείνος σε θανατώση και έπειτα διασκορπισθούν όλοι οι Ιουδαίοι, που ευρίσκονται πλησίον σου, και καταστραφούν όσοι έχουν απομείνει εις την χώραν Ιούδα”.

Ιερ. 47,16          καὶ εἶπε Γοδολίας πρὸς Ἰωανάν· μὴ ποιήσῃς τὸ πρᾶγμα τοῦτο, ὅτι ψευδῆ σὺ λέγεις περὶ Ἰσμαήλ.

Ιερ. 47,16                 Ο Γοδολίας απήντησε προς τον Ιωανάν· “μη διαπράξης το έργον αυτό, διότι ψευδή και ανυπόστατα είναι όσα συ λέγεις δια τον Ισμαήλ”.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 48 (Μασ. 41)

 

Ιερ. 48,1            Καὶ ἐγένετο τῷ μηνὶ τῷ ἑβδόμῳ ἦλθεν Ἰσμαὴλ υἰὸς Ναθανίου υἱοῦ Ἐλεασὰ ἀπὸ γένους τοῦ βασιλέως καὶ δέκα ἄνδρες μετ᾿ αὐτοῦ πρὸς Γοδολίαν εἰς Μασσηφά, καὶ ἔφαγον ἐκεῖ ἄρτον ἅμα.

Ιερ. 48,1                    Κατά τον έβδομον μήνα ο Ισμαήλ, ο υιός του Ναθανίου, υιού του Ελεασά, καταγόμενος από την βασιλικήν οικογένειαν, ήλθεν αυτός και δέκα άνδρες μαζή του, προς τον Γοδολίαν εις Μασσηφά και συνέφαγον εκεί όλοι μαζή.

Ιερ. 48,2            καὶ ἀνέστη Ἰσμαὴλ καὶ οἱ δέκα ἄνδρες, οἳ ἦσαν μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἐπάταξαν τὸν Γοδολίαν, ὃν κατέστησε βασιλεὺς Βαβυλῶνος ἐπὶ τῆς γῆς,

Ιερ. 48,2                   Ηγέρθη ο Ισμαήλ και οι δέκα άνδρες, που ήσαν μαζή του, και εθανάτωσαν τον Γοδολίαν, τον οποίον ο βασιλεύς της Βαβυλώνος είχε καταστήσει κυβερνήτην της Ιουδαίας.

Ιερ. 48,3            καὶ πάντας τοὺς Ἰουδαίους τοὺς ὄντας μετ᾿ αὐτοῦ ἐν Μασσηφᾷ καὶ πάντας τοὺς Χαλδαίους τοὺς εὑρεθέντας ἐκεῖ. -

Ιερ. 48,3                   Εφόνευσεν επίσης και όλους τους Ιουδαίους, οι οποίοι ήσαν μαζή με τον Γοδολίαν εις την Μασσηφά, όπως και όλους τους Χαλδαίους, που έτυχε να ευρίσκωνται εκεί.

Ιερ. 48,4            Καὶ ἐγένετο τῇ ἡμέρᾳ τῇ δευτέρᾳ πατάξαντος αὐτοῦ τὸν Γοδολίαν, καὶ ἄνθρωπος οὐκ ἔγνω,

Ιερ. 48,4                   Κατά την δευτέραν ημέραν, αφού εθανάτωσεν ο Ισμαήλ τον Γοδολίαν, κανείς άνθρωπος δεν επληροφορήθη το γεγονός.

Ιερ. 48,5            καὶ ἤλθοσαν ἄνδρες ἀπὸ Συχὲμ καὶ ἀπὸ Σαλὴμ καὶ ἀπὸ Σαμαρείας, ὀγδοήκοντα ἄνδρες, ἐξυρημένοι πώγωνας καὶ διεῤῥηγμένοι τὰ ἱμάτια καὶ κοπτόμενοι, καὶ μαναὰ καὶ λίβανος ἐν χερσὶν αὐτῶν τοῦ εἰσενεγκεῖν εἰς οἶκον Κυρίου.

Ιερ. 48,5                   Τοτε ήλθον από την Συχέμ, από την Σαλήμ και την Σαμάρειαν, ογδοήκοντα άνδρες που είχαν εξυρισμένον το γένειόν των, σχισμένα τα ενδύματα των και εντομάς στο σώμα των, κατά την συνήθειαν των ειδωλολατρών, εις δε τας χείρας των είχαν δώρα και λίβανον, δια να προσφέρουν αυτά αναίμακτον θυσίαν στον ναόν του Κυρίου.

Ιερ. 48,6            καὶ ἐξῆλθεν εἰς ἀπάντησιν αὐτοῖς Ἰσμαήλ· αὐτοὶ ἐπορεύοντο καὶ ἔκλαιον, καὶ εἶπεν αὐτοῖς· εἰσέλθετε πρὸς Γοδολίαν.

Ιερ. 48,6                   Ο Ισμαήλ εξήλθεν εις απάντησιν αυτών. Εκείνοι καθώς εβαδιζαν έχλαιον. Ο Ισμαήλ είπε προς αυτούς· “εισέλθετε προς τον Γοδολίαν”.

Ιερ. 48,7            καὶ ἐγένετο εἰσελθόντων αὐτῶν εἰς τὸ μέσον τῆς πόλεως, ἔσφαξεν αὐτοὺς εἰς τὸ φρέαρ.

Ιερ. 48,7                   Εν εκείνοι ειήλθον και ευρίσκοντο στο μέσον της πόλεως, αυτός τους έσφαξε και έρριξε τα πτώματά των στο φρέαρ.

Ιερ. 48,8            καὶ δέκα ἄνδρες εὑρέθησαν ἐκεῖ καὶ εἶπαν τῷ Ἰσμαήλ· μὴ ἀνέλῃς ἡμᾶς, ὅτι εἰσὶν ἡμῖν θησαυροὶ ἐν ἀγρῷ, πυροὶ καὶ κριθαί, μέλι καὶ ἔλαιον· καὶ παρῆλθε καὶ οὐκ ἀνεῖλεν αὐτοὺς ἐν μέσῳ τῶν ἀδελφῶν αὐτῶν.

Ιερ. 48,8                   Δέκα άνδρες όμως από αυτούς, που ευρέθησαν εκεί, είπαν εις τν Ισμαήλ· “μη μας θανατώσης, διότι ημείς έχομεν μεγάλας προμηθείας εκεί στους αγρούς, προμηθείας σίτου, κριθής, μέλιτος και ελαίου”, Τους αντιπαρήλθεν ο Ισμαήλ, τους αφήκε και δεν τους εφόνευσε μαζή με τους άλλους αδελφούς των, τους Ιουδαίους.

Ιερ. 48,9            καὶ τὸ φρέαρ, εἰς ὃ ἔῤῥιψεν ἐκεῖ Ἰσμαὴλ πάντας, οὓς ἐπάταξε, φρέαρ μέγα τοῦτό ἐστιν, ὃ ἐποίησεν ὁ βασιλεὺς Ἀσὰ ἀπὸ προσώπου Βαασὰ βασιλέως Ἰσραήλ· τοῦτο ἐνέπλησεν Ἰσμαὴλ τραυματιῶν.

Ιερ. 48,9                   Το φρέαρ δε εκείνο, όπου ο Ισμαήλ έρριψεν όλους εκείνους τους οποίους εθανάτωσεν, είναι πολύ μεγάλο φρέαρ. Το είχε κατασκευάσει ο βασιλεύς Ασά ως ένα μέσον αμύνης κατά του βασιλέως του Ισραήλ Βαασά. Αυτό, λοιπόν, ο Ισμαήλ το εγέμισεν από πτώματα εκτελεσθέντων.

Ιερ. 48,10          καὶ ἀπέστρεψεν Ἰσμαὴλ πάντα τὸν λαὸν τὸν καταλειφθέντα εἰς Μασσηφὰ καὶ τὰς θυγατέρας τοῦ βασιλέως, ἃς παρακατέθετο ὁ ἀρχιμάγειρος τῷ Γοδολίᾳ υἱῷ Ἀχεικάμ, καὶ ᾤχετο εἰς τὸ πέραν υἱῶν Ἀμμών. -

Ιερ. 48,10                 Ο Ισμαήλ συνέλαβε και μετέφερεν αιχμάλωτον όλον τον λαόν, ο οποίος είχεν απομείνει εις Μασσηφά και τας θυγατέρας του βασιλέως, τας οποίας είχεν εμπιστευθή ο αρχιμάγειρας στον Γοδολίαν, υιόν του Αχεικάμ, και ανεχώρησε δια την πέραν του Ιορδάνου χώραν, που ανήκεν στους Αμμωνίτας.

Ιερ. 48,11          Καὶ ἤκουσεν Ἰωανὰν υἱὸς Καρηὲ καὶ πάντες οἱ ἡγεμόνες τῆς δυνάμεως οἱ μετ᾿ αὐτοῦ πάντα τὰ κακά, ἃ ἐποίησεν Ἰσμαήλ,

Ιερ. 48,11                  Ο Ιωανάν, υιός του Καρηέ, και όλοι οι αρχηγοί του στρατού, οι οποίοι ευρίσκοντο μαζή του, επληροφορήθησαν αυτά τα κακά, τα οποία διέπραξεν ο Ισμαήλ.

Ιερ. 48,12          καὶ ἤγαγον ἅπαν τὸ στρατόπεδον αὐτῶν καὶ ᾤχοντο πολεμεῖν αὐτὸν καὶ εὗρον αὐτὸν ἐπὶ ὕδατος πολλοῦ ἐν Γαβαών.

Ιερ. 48,12                 Και, λοιπόν, ωδήγησαν όλον τον στρατόν των και εβάδισαν, δια να πολεμήσουν τον Ισμαήλ. Τον εύρον δε πλησίον των πολλών υδάτων εις την Γαβαών.

Ιερ. 48,13          καὶ ἐγένετο ὅτε εἶδε πᾶς ὁ λαὸς ὁ μετὰ Ἰσμαὴλ τὸν Ἰωανὰν καὶ τοὺς ἡγεμόνας τῆς δυνάμεως τῆς μετ᾿ αὐτοῦ,

Ιερ. 48,13                 Τοτε όλος ο λαός, ο οποίος ευρίσκετο με τον Ισμαήλ, όταν είδε τον Ιωανάν και τους αρχηγούς της στρατιωτικής δυνάμεως, που ήτο μαζή του,

Ιερ. 48,14          καὶ ἀνέστρεψαν πρὸς Ἰωανάν.

Ιερ. 48,14                 επέστρεψαν προς το μέρος του Ιωανάν.

Ιερ. 48,15          καὶ Ἰσμαὴλ ἐσώθη σὺν ὀκτὼ ἀνθρώποις καὶ ᾤχετο πρὸς τοὺς υἱοὺς Ἀμμών. -

Ιερ. 48,15                 Ο δε Ισμαήλ διεσώθη με οκτώ μόνον άνδρας και κατέφυγε προς τους Αμμωνίτας.

Ιερ. 48,16          Καὶ ἔλαβεν Ἰωανὰν καὶ πάντες οἱ ἡγεμόνες τῆς δυνάμεως οἱ μετ᾿ αὐτοῦ πάντας τοὺς καταλοίπους τοῦ λαοῦ, οὓς ἀπέστρεψεν ἀπὸ Ἰσμαήλ, δυνατοὺς ἄνδρας ἐν πολέμῳ καὶ τὰς γυναῖκας καὶ τὰ λοιπὰ καὶ τοὺς εὐνούχους, οὓς ἀπέστρεψαν ἀπὸ Γαβαών,

Ιερ. 48,16                 Ο Ιωανάν και όλοι οι αρχηγοί της στρατιωτικής δυνάμεως, που ήσαν μαζή του, επήραν όλους τους απολειφθέντας από τον λαόν, αυτούς τους οποίους είχεν απαγάγει ο Ισμαήλ από την Μασσηφά, άνδρας δυνατούς στον πόλεμον, τας γυναίκας και τα υπόλοιπα παιδιά και τους ευνούχους, τους οποίους παρέλαβον από την Γαβαών.

Ιερ. 48,17          καὶ ᾤχοντο καὶ ἐκάθισαν ἐν Γαβηρώθ - Χαμαὰμ τῇ πρὸς Βηθλεὲμ τοῦ πορευθῆναι εἰς Αἴγυπτον

Ιερ. 48,17                 Επειτα ανεχώρησαν και εγκατεστάθησαν εις την Γαβηρώθ- Χαμαάμ πλησίον εις την Βηθλεέμ, δια να φύγουν από εκεί και μεταβούν εις την Αίγυπτον,

Ιερ. 48,18          ἀπὸ προσώπου τῶν Χαλδαίων, ὅτι ἐφοβήθησαν ἀπὸ προσώπου αὐτῶν, ὅτι ἐπάταξεν Ἰσμαὴλ τὸν Γοδολίαν, ὃν κατέστησεν ὁ βασιλεὺς Βαβυλῶνος ἐν τῇ γῇ.

Ιερ. 48,18                 μακράν από τους Χαλδαίους, διότι τους εφοβήθησαν, επειδή ο Ισμαήλ εφόνευσε τον Γοδολίαν, αυτόν τον οποίον ο βασιλεύς της Βαδυλώνος είχεν εγκαταστήσει κυβερνήτην της Ιουδαίας.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 49 (Μασ. 42)

 

Ιερ. 49,1            Καὶ προσῆλθον πάντες οἱ ἡγεμόνες τῆς δυνάμεως καὶ Ἰωανὰν καὶ Ἀζαρίας υἱὸς Μαασαίου καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου

Ιερ. 49,1                    Τοτε όλοι οι αρχηγοί του στρατο και μαζή με αυτούς ο Ιωανάν και ο Αζαρίας, υιός του Μαασαίου, και όλος ο λαός από τον μικρότερον έως τον μεγαλύτερον,

Ιερ. 49,2            πρὸς Ἱερεμίαν τὸν προφήτην καὶ εἶπαν αὐτῷ· πεσέτω δὴ τὸ ἔλεος ἡμῶν κατὰ πρόσωπόν σου καὶ πρόσευξαι πρὸς Κύριον τὸν Θεόν σου περὶ τῶν καταλοίπων τούτων, ὅτι κατελείφθημεν ὀλίγοι ἀπὸ πολλῶν, καθὼς οἱ ὀφθαλμοί σου βλέπουσι·

Ιερ. 49,2                   προσήλθαν προς τον προφήτην Ιερεμίαν και του ειπαν· “υποβάλλομεν ενώπιόν σου θερμήν την παράκλησιν να προσευχηθής εις Κυριον τον Θεόν σου δια τους απομείναντας αυτούς Ιουδαίους. Διότι από τους τόσους πολλούς, που άλλοτε είμεθα, τώρα ολίγοι έχομεν απομείνει, όπως βλέπεις και με τα ίδια σου τα μάτια.

Ιερ. 49,3            καὶ ἀναγγειλάτω ἡμῖν Κύριος ὁ Θεός σου τὴν ὁδόν, ᾗ πορευσόμεθα ἐν αὐτῇ, καὶ λόγον ὃν ποιήσομεν.

Ιερ. 49,3                   Ας καταστήση εις ημάς γνωστήν ο Κυριος ο Θεός σου, την οδόν, την οποίαν πρέπει να πορευθώμεν και το τι πρέπει να πράξωμεν”.

Ιερ. 49,4            καὶ εἶπεν αὐτοῖς Ἱερεμίας· ἤκουσα, ἰδοὺ ἐγὼ προσεύξομαι ὑπὲρ ὑμῶν πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν κατὰ τοὺς λόγους ὑμῶν· καὶ ἔσται, ὁ λόγος, ὃν ἂν ἀποκριθήσεται Κύριος ὁ Θεός, ἀναγγελῶ ὑμῖν, οὐ μὴ κρύψω ἀφ᾿ ὑμῶν ῥῆμα.

Ιερ. 49,4                   Ο Ιερεμίας είπεν εις αυτούς·“ήκουσα την παράκλησίν σας και ιδού εγώ θα κάμω προσευχήν δια σας προς τον Κυριον τον Θεόν μας, σύμφωνα με την παράκλησίν σας. Ο,τι δε Κυριος ο Θεός μου αποκριθή, θα το καταστήσω εις σας γνωστόν. Τιποτε δεν θα αποκρύψω από σας”.

Ιερ. 49,5            καὶ αὐτοὶ εἶπαν τῷ Ἱερεμίᾳ· ἔστω Κύριος ἐν ἡμῖν εἰς μάρτυρα δίκαιον καὶ πιστόν, εἰ μὴ κατὰ πάντα τὸν λόγον, ὃν ἐὰν ἀποστείλῃ Κύριος πρὸς ἡμᾶς, οὕτως ποιήσωμεν·

Ιερ. 49,5                   Εκείνοι απήντησαν στον Ιερεμίαν· “ας είναι ο Κυριος δι' ημάς μάρτυς δίκαιος και αξιόπιστος και ας μας ανταποδώση κατά την δικαιοσύνην του, εάν ημείς δεν συμμορφωθώμεν κατά πάντα προς τον λόγον, τον οποίον δια μέσου σου θα στείλη προς ημάς ο Κυριος. Ημείς θα πράξωμεν ο,τι ο Κυριος θα διατάξη.

Ιερ. 49,6            καὶ ἐὰν ἀγαθὸν καὶ ἐὰν κακόν, τὴν φωνὴν Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, οὗ ἡμεῖς ἀποστέλλομέν σε πρὸς αὐτόν, ἀκουσόμεθα, ἵνα βέλτιον ἡμῖν γένηται, ὅτι ἀκουσόμεθα τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. -

Ιερ. 49,6                   Είτε ευχάριστος είτε δυσάρεστος είναι η εντολή του Κυρίου του Θεού μας, δια την οποίαν ημείς στέλλομεν σε ως μεσίτην μας προς αυτόν. Θα υπακούσωμεν, δια να γίνη έτσι καλύτερα και ωραιότερα η ζωή μας. Θα υπακούσωμεν εις την φωνήν Κυρίου του Θεού μας”.

Ιερ. 49,7            Καὶ ἐγενήθη μεθ᾿ ἡμέρας δέκα ἐγενήθη λόγος Κυρίου πρὸς Ἱερεμίαν.

Ιερ. 49,7                   Επειτα από δέκα ημέρας ήλθε λόγος παρά Κυρίου προς τον Ιερεμίαν,

Ιερ. 49,8            καὶ ἐκάλεσε τὸν Ἰωανὰν καὶ τοὺς ἡγεμόνας τῆς δυνάμεως καὶ πάντα τὸν λαὸν ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου

Ιερ. 49,8                   οπότε ο Ιερεμίας προσεκάλεσε ταν Ιωανάν, τους αρχηγούς του στρατού και όλον τον λαόν από μικρόν έως μεγάλον

Ιερ. 49,9            καὶ εἶπεν αὐτοῖς· οὕτως εἶπε Κύριος·

Ιερ. 49,9                   και είπεν εις αυτούς· “έτσι ωμίλησεν ο Κυριος·

Ιερ. 49,10          ἐὰν καθίσαντες καθίσητε ἐν τῇ γῇ ταύτῃ, οἰκοδομήσω ὑμᾶς καὶ οὐ μὴ καθελῶ καὶ φυτεύσω ὑμᾶς καὶ οὐ μὴ ἐκτίλω, ὅτι ἀναπέπαυμαι ἐπὶ τοῖς κακοῖς, οἷς ἐποίησα ὑμῖν.

Ιερ. 49,10                 Εάν παραμείνετε εις την χώραν αυτήν, θα σας ανοικοδομήσω και δεν θα σας καταστρέψω. Θα σας φυτεύσω και δεν θα σας εκριζώσω, διότι έχει ικανοποιηθή πλέον η δικαιοσύνη μου με τας τιμωρίας, τας οποίας έχω αποστείλει εναντίον σας.

Ιερ. 49,11          μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ προσώπου βασιλέως Βαβυλῶνος, οὗ ὑμεῖς φοβεῖσθε ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ, μὴ φοβηθῆτε, φησὶ Κύριος, ὅτι μεθ᾿ ὑμῶν ἐγώ εἰμι τοῦ ἐξαιρεῖσθαι ὑμᾶς καὶ σῴζειν ὑμᾶς ἐκ χειρὸς αὐτοῦ·

Ιερ. 49,11                  Μη φοβείσθε τον βασιλέα της Βαβυλώνος, τον οποίον σεις τώρα φοβείσθε. Μη φοβείσθε, λέγει ο Κυριος, διότι εγώ είμαι μαζή σας, ώστε να σας γλυτώνω και να σας σώζω από τα χέρια αυτού.

Ιερ. 49,12          καὶ δώσω ὑμῖν ἔλεος καὶ ἐλεήσω ὑμᾶς καὶ ἐπιστρέψω ὑμᾶς εἰς τὴν γῆν ὑμῶν.

Ιερ. 49,12                 Θα δώσω προς σας το έλεός μου, θα σας ελεήσω και θα σας επαναφέρω εις την χώραν σας.

Ιερ. 49,13          καὶ εἰ λέγετε ὑμεῖς· οὐ μὴ καθίσωμεν ἐν τῇ γῇ ταύτῃ πρὸς τὸ μὴ ἀκοῦσαι φωνῆς Κυρίου,

Ιερ. 49,13                 Εάν όμως σεις πήτε, δεν θα παραμείνωμεν εις την χώραν αυτήν και δεν θα υπακούσωμεν εις την εντολήν αυτού του Κυρίου,

Ιερ. 49,14          ὅτι εἰς γῆν Αἰγύπτου εἰσελευσόμεθα καὶ οὐ μὴ ἴδωμεν πόλεμον καὶ φωνὴν σάλπιγγος οὐ μὴ ἀκούσωμεν καὶ ἐν ἄρτοις οὐ μὴ πεινάσωμεν καὶ ἐκεῖ οἰκήσομεν,

Ιερ. 49,14                 αλλά θα μεταβώμεν εις την χώραν της Αιγύπτου και θα κατοικήσωμεν εκεί, δια να μη ίδωμεν πλέον πόλεμον, να μη ακούσωμεν πολεμικά σαλπίσματα, να μη στερηθώμεν από το ψωμί και να μη πεινάσωμεν,

Ιερ. 49,15          διὰ τοῦτο ἀκούσατε λόγον Κυρίου· οὕτως εἶπε Κύριος· ἐὰν ὑμεῖς δῶτε τὸ πρόσωπον ὑμῶν εἰς Αἴγυπτον καὶ εἰσέλθητε ἐκεῖ κατοικεῖν,

Ιερ. 49,15                 δια τούτο ακούσατε τυν λόγον του Κυρίου· έτσι είπεν ο Κυριος· εάν σεις κατευθυνθήτε εις την Αιγυπτον και εισέλθετε και κατοικήσετε εκεί,

Ιερ. 49,16          καὶ ἔσται, ἡ ῥομφαία, ἣν ὑμεῖς φοβεῖσθε ἀπὸ προσώπου αὐτῆς, εὑρήσει ὑμᾶς ἐν γῇ Αἰγύπτου, καὶ ὁ λιμός, οὗ ὑμεῖς λόγον ἔχετε ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ, καταλήψεται ὑμᾶς ὀπίσω ὑμῶν ἐν Αἰγύπτῳ, καὶ ἐκεῖ ἀποθανεῖσθε.

Ιερ. 49,16                 η ρομφαία, την οποίαν σεις φοβείσθε, θα σας εύρη εις την χώραν της Αιγύπτου και η πείνα, την οποίαν τώρα τρέμετε, θα σας ακολουθήση εις την Αιγυπτον. Εκεί δε και θα αποθάνετε.

Ιερ. 49,17          καὶ ἔσονται πάντες οἱ ἄνθρωποι καὶ πάντες οἱ ἀλλογενεῖς, οἱ θέντες τὸ πρόσωπον αὐτῶν εἰς γῆν Αἰγύπτου ἐνοικεῖν ἐκεῖ, ἐκλείψουσιν ἐν τῇ ῥομφαίᾳ καὶ ἐν τῷ λιμῷ, καὶ οὐκ ἔσται αὐτῶν οὐθεὶς σῳζόμενος ἀπὸ τῶν κακῶν, ὧν ἐγὼ ἐπάγω ἐπ᾿ αὐτούς.

Ιερ. 49,17                 Ολοι οι Ιουδαίοι και όλοι εκείνοι, οι οποίοι έχουν έλθει από άλλα έθνη και οι οποίοι θα έχουν στρέψει το πρόσωπόν των, δια να μεταβούν εις την χώραν της Αιγύπτου, δια να εγκατασταθούν εκεί, θα αποθάνουν εν στόματι ρομφαίας η από τον λιμόν, και κανείς από αυτούς δεν θα διασωθή από τας τιμωρίας και συμφοράς, τας οποίας εγώ θα εξαποστείλω εναντίον των.

Ιερ. 49,18          ὅτι οὕτως εἶπε Κύριος· καθὼς ἔσταξεν ὁ θυμός μου ἐπὶ τοὺς κατοικοῦντας Ἱερουσαλήμ, οὕτως στάξει ὁ θυμός μου ἐφ᾿ ὑμᾶς εἰσελθόντων ὑμῶν εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἔσεσθε εἰς ἄβατον καὶ ὑποχείριοι καὶ εἰς ἀρὰν καὶ εἰς ὀνειδισμὸν καὶ οὐ μὴ ἴδητε οὐκέτι τὸν τόπον τοῦτον,

Ιερ. 49,18                 Διότι έτσι είπεν ο Κυριος· όπως ωσάν βροχή έπεσεν ο θυμός μου εναντίον των κατοίκων της Ιερουσαλήμ, έτσι θα εκσπάση ο θυμός μου και εναντίον υμών, οι οποίοι θα εισέλθετε εις την Αίγυπτον. Θα είσθε εγκαταλελειμμένοι ωσάν εις την έρημον και άβατον γην, υποχείριοι στους άλλους, αντικείμενα κατάρας και εμπαιγμού και δεν θα επανίδετε πλέον ποτέ τον τόπον τούτον”.

Ιερ. 49,19          ἃ ἐλάλησε Κύριος ἐφ᾿ ὑμᾶς τοὺς καταλοίπους Ἰούδα· μὴ εἰσέλθητε εἰς Αἴγυπτον. καὶ νῦν γνόντες γνώσεσθε

Ιερ. 49,19                 Αυτά είναι εκείνα, τα οποία είπεν ο Κυριος προς σας τους απολειφθέντας εις την γην Ιούδα. Μη μεταβήτε εις την Αίγυπτον. Και τώρα μάθετε καλά τούτο.

Ιερ. 49,20          ὅτι ἐπονηρεύσασθε ἐν ψυχαῖς ὑμῶν ἀποστείλαντές με λέγοντες· πρόσευξαι περὶ ἡμῶν πρὸς Κύριον, καὶ κατὰ πάντα, ἃ ἐὰν λαλήσῃ σοι Κύριος, ποιήσομεν.

Ιερ. 49,20                Εσκεφθήκατε πονηρά και ολέθρια εναντίον της ζωής σας, όταν με απεστείλατε προς τον Κυριον, ειπόντες· Καμε προσευχήν δι' ημάς προς τον Κυριον και όλα όσα ο Κυριος θα αποκάλυψη εις σέ, ημείς θα τα πράξωμεν.

Ιερ. 49,21          καὶ οὐκ ἠκούσατε τῆς φωνῆς Κυρίου, ἧς ἀπέστειλέ με πρὸς ὑμᾶς.

Ιερ. 49,21                 Σεις όμως δεν υπηκούσατε εις την εντολήν του Κυρίου, την οποίαν δια μέσου εμού σας έστειλεν ο Κυριος.

Ιερ. 49,22          καὶ νῦν ἐν ῥομφαίᾳ καὶ ἐν λιμῷ ἐκλείψετε ἐν τῷ τόπῳ, ᾧ ὑμεῖς βούλεσθε εἰσελθεῖν κατοικεῖν ἐκεῖ.

Ιερ. 49,22                Και τώρα εν στόματι ρομφαίας και δια της πείνης θα σβήσετε και θα εξαφανισθήτε στον τόπον, οπού σεις θέλετε να εισέλθετε και να εγκατασταθήτε.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 50 (Μασ. 43)

 

Ιερ. 50,1            Καὶ ἐγενήθη ὡς ἐπαύσατο Ἱερεμίας λέγων πρὸς τὸν λαὸν πάντας τοὺς λόγους Κυρίου, οὓς ἀπέστειλεν αὐτὸν Κύριος πρὸς αὐτούς, πάντας τοὺς λόγους τούτους,

Ιερ. 50,1                    Οταν ο Ιερεμίας έπαυσεν αναγγέλλων προς τον λαόν όλους τους λόγους του Κυρίου, τους οποίους λόγους αυτός ο Κυριος τον έστειλε να είπη προς όλους,

Ιερ. 50,2            καὶ εἶπεν Ἀζαρίας υἱὸς Μαασαίου καὶ Ἰωανὰν υἱὸς Καρηὲ καὶ πάντες οἱ ἄνδρες οἱ εἴπαντες τῷ Ἱερεμίᾳ λέγοντες· ψεύδη, οὐκ ἀπέστειλέ σε Κύριος πρὸς ἡμᾶς λέγων· μὴ εἰσέλθητε εἰς Αἴγυπτον οἰκεῖν ἐκεῖ,

Ιερ. 50,2                   είπεν ο Αζαριας, ο υιός του Μαασαίου, και Ιωανάν ο υιός του Καρηέ και όλοι οι άνδρες, οι οποίοι προηγουμένως είχαν είπει στον Ιερεμίαν, να παρακαλέση τον Κυριον, τώρα του είπαν· “ψεύδεσαι. Δεν σε απέστειλεν ο Κυριος προς ημάς να μας είπης εκ μέρους του· Μη εισέλθετε εις την Αίγυπτον και να μη κατοικήσετε εκεί.

Ιερ. 50,3            ἀλλ᾿ ἢ Βαροὺχ υἱὸς Νηρίου συμβάλλει σε πρὸς ἡμᾶς, ἵνα δῷς ἡμᾶς εἰς χεῖρας τῶν Χαλδαίων τοῦ θανατῶσαι ἡμᾶς καὶ ἀποικισθῆναι ἡμᾶς εἰς Βαβυλῶνα.

Ιερ. 50,3                   Αλλα ο Βαρούχ, ο υιός του Νηρίου, σε παρακινεί εναντίον μας, δια να μας παραδώση εις τα χέρια των Χαλδαίων, ώστε εκείνοι άλλους μεν από ημάς να θανατώσουν και άλλους να μεταφέρουν δούλους εις την Βαβυλώνα”.

Ιερ. 50,4            καὶ οὐκ ἤκουσεν Ἰωανὰν καὶ πάντες ἡγεμόνες τῆς δυνάμεως καὶ πᾶς ὁ λαὸς τῆς φωνῆς Κυρίου κατοικῆσαι ἐν γῇ Ἰούδα.

Ιερ. 50,4                   Ετσι δε ο Ιωανάν και όλοι οι αρχηγοί του στρατού και όλος ο άλλος λαός δεν υπήκουσαν εις την εντολήν του Κυρίου, να παραμείνουν εις την γην της Ιουδαίας.

Ιερ. 50,5            καὶ ἔλαβεν Ἰωανὰν καὶ πάντες οἱ ἡγεμόνες τῆς δυνάμεως πάντας τοὺς καταλοίπους Ἰούδα, τοὺς ἀποστρέψαντας κατοικεῖν ἐν τῇ γῇ,

Ιερ. 50,5                   Ο Ιωανάν και όλοι οι στρατιωτικοί διοικηταί παρέλαβαν όλους τους υπολειφθέντας εις την Ιουδαίαν γην, όπως επίσης και εκείνους που είχαν έλθει από άλλας περιοχάς, δια να παραμείνουν εις την χώραν της Ιουδαίας,

Ιερ. 50,6            τοὺς δυνατοὺς ἄνδρας καὶ τὰς γυναῖκας καὶ τὰ νήπια, καὶ τὰς θυγατέρας τοῦ βασιλέως καὶ τὰς ψυχάς, ἃς κατέλιπε Ναβουζαρδὰν μετὰ Γοδολίου υἱοῦ Ἀχεικάμ, καὶ Ἱερεμίαν τὸν προφήτην καὶ Βαροὺχ υἱὸν Νηρίου

Ιερ. 50,6                   τους ισχυούς άνδρας και τας γυναίκας και τα νήπια και τας θυγατέρας του βασιλέως και όλους όσους είχεν αφήσει ο Ναβουζαρδάν να μένουν με τον Γοδολίαν, τον υιόν του Αχεικάμ, τον Ιερεμίαν τον προφήτην και τον Βαρούχ τον υιόν του Νηρίου,

Ιερ. 50,7            καὶ εἰσῆλθον εἰς Αἴγυπτον, ὅτι οὐκ ἤκουσαν τῆς φωνῆς Κυρίου· καὶ εἰσῆλθον εἰς Τάφνας.

Ιερ. 50,7                   και εισήλθον εις την Αίγυπτον. Ετσι δεν υπήκουσαν εις την εντολήν του Κυρίου. Εισήλθον και έμειναν εις Ταφνας.

Ιερ. 50,8            καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρὸς Ἱερεμίαν ἐν Τάφνας λέγων·

Ιερ. 50,8                   Εκεί, εις Ταφνας, ήλθε παρά Κυρίου λόγος προς τον Ιερεμίαν ο εξής·

Ιερ. 50,9            λαβὲ σεαυτῷ λίθους μεγάλους καὶ κατάκρυψον αὐτοὺς ἐν προθύροις, ἐν πύλῃ τῆς οἰκίας Φαραὼ ἐν Τάφνας, κατ᾿ ὀφθαλμοὺς ἀνδρῶν Ἰούδα

Ιερ. 50,9                   Παρε μαζή σου μεγάλους λίθους και κρύψε καλά αυτούς εις την είσοδον της πύλης του ανακτόρου του Φαραώ εις Ταφνας, εμπρός εις τα μάτια των Ιουδαίων,

Ιερ. 50,10          καὶ ἐρεῖς· οὕτως εἶπε Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω καὶ ἄξω Ναβουχοδονόσορ βασιλέα Βαβυλῶνος, καὶ θήσει αὐτοῦ τὸν θρόνον ἐπάνω τῶν λίθων τούτων, ὧν κατέκρυψας, καὶ ἀρεῖ τὰ ὅπλα αὐτοῦ ἐπ᾿ αὐτοὺς

Ιερ. 50,10                 και θα πης· έτσι είπεν ο Κυριος· Ιδού εγώ στέλλω, προσκαλώ και οδηγώ τον Ναβουχοδονόσορα, βασιλέα της Βαβυλώνας, και αυτός θα στήση τον θρόνον του επάνω στους λίθους τούτους, τους οποίους έκρυψες, και τα όπλα του θα υψώση σύμβολον θριάμβου επάνω εις αυτούς τους λίθους.

Ιερ. 50,11          καὶ εἰσελεύσεται καὶ πατάξει γῆν Αἰγύπτου, οὓς εἰς θάνατον, εἰς θάνατον, καὶ οὓς εἰς ἀποικισμόν, εἰς ἀποικισμόν, καὶ οὓς εἰς ῥομφαίαν, εἰς ῥομφαίαν.

Ιερ. 50,11                  Θα εισελθη έπειτα και θα κτυπήση την γην Αιγύπτου και θα παραδώση τους δια λοιμόν στον λοιμόν, τους δια την εξορίαν εις εξορίαν, τους δια το στόμα της ρομφαίας εις ρομφαίαν.

Ιερ. 50,12          καὶ καύσει πῦρ ἐν οἰκίαις τῶν θεῶν αὐτῶν καὶ ἐμπυριεῖ αὐτὰς καὶ ἀποικιεῖ αὐτοὺς καὶ φθειριεῖ γῆν Αἰγύπτου, ὥσπερ φθειρίζει ποιμὴν τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ, καὶ ἐξελεύσεται ἐν εἰρήνῃ,

Ιερ. 50,12                 Καταστρεπτικόν πυρ θα άναψη στους ναούς των θεών της Αιγύπτου και θα κατακαύση πλήρως αυτούς, τους δε θεούς θα τους μεταφέρη ωσάν αιχμαλώτους εις ξένην γην. Οπως δε ο ποιμήν καθαρίζει το ιμάτιόν του από τας φθείρας, έτσι και αυτός θα καθαρίση και θα ερημώση την γην της Αιγύπτου, και έπειτα θα απέλθη ειρηνικώς στον τόπον του.

Ιερ. 50,13          καὶ συντρίψει τοὺς στύλους Ἡλιουπόλεως, τοὺς ἐν Ὤν, καὶ τὰς οἰκίας αὐτῶν κατακαύσει ἐν πυρί.

Ιερ. 50,13                  Θα συντρίψη τους στύλους του ναού της Ηλιουπόλεως, που ευρίσκονται εις την Ων, και τας οικίας θα παραδώση στο πυρ.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 51 (Μασ. 44, 45)

 

Ιερ. 51,1            Ὁ λόγος ὁ γενόμενος πρὸς Ἱερεμίαν ἅπασι τοῖς Ἰουδαίοις τοῖς κατοικοῦσιν ἐν γῇ Αἰγύπτου καὶ τοῖς καθημένοις ἐν Μαγδώλῳ καὶ ἐν Τάφνας καὶ ἐν γῇ Παθούρης λέγων·

Ιερ. 51,1                     Ο λόγος του Κυρίου, ο οποίος έγινε προς τον Ιερεμίαν, δια να ανακοινωθή προς όλους τους Ιουδαίους, που κατοικούν εις την χώραν της Αιγύπτου, στους εγκατεστημένους εις Μαγδωλον, εις Ταφνας και εις την περιοχήν της Παθούρης. Ο λόγος αυτός ήτο ο εξής·

Ιερ. 51,2            οὕτως εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· ὑμεῖς ἑωράκατε πάντα τὰ κακά, ἃ ἐπήγαγον ἐπὶ Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐπὶ τὰς πόλεις Ἰούδα, καὶ ἰδού εἰσιν ἔρημοι ἀπὸ ἐνοίκων

Ιερ. 51,2                    Ετσι είπεν ο Κυριος ο Θεός του Ισραήλ· Σεις είδατε όλας τας τιμωρίας και τας συμφοράς, τας οποίας εξαπέστειλα εναντίον της Ιερουσαλήμ και εναντίον των πόλεων του ιουδαϊκού βασιλείου· και ιδού, όλαι αύται είναι έρημοι πλέον από κατοίκους.

Ιερ. 51,3            ἀπὸ προσώπου πονηρίας αὐτῶν, ἧς ἐποίησαν παραπικρᾶναί με πορευθέντες θυμιᾶν θεοῖς ἑτέροις, οἷς οὐκ ἔγνωτε.

Ιερ. 51,3                    Τούτο δε εξ αιτίας της κακίας των ανθρώπων, την οποίαν αυτοί διέπραξαν, ώστε να με παραπικράνουν και να με εξερεθίσουν, διότι επορεύθησαν να λατρεύσουν και να προσφέρουν θυμίαμα εις θεούς ξένους, ειδωλολατρικούς, τους οποίους προηγουμένως δεν εγνωρίζατε.

Ιερ. 51,4            καὶ ἀπέστειλα πρὸς ὑμᾶς τοὺς παῖδάς μου τοὺς προφήτας ὄρθρου καὶ ἀπέστειλα λέγων· μὴ ποιήσητε τὸ πρᾶγμα τῆς μολύνσεως ταύτης, ἧς ἐμίσησα.

Ιερ. 51,4                    Εγώ απέστειλα προς σας τους δούλους μου, τους προφήτας, πολύ ενωρίς. Τους απέστειλα, δια να σας είπω· Μη διαπράξετε το βδελυρόν τούτο αμάρτημα της ειδωλολατρείας, που εγώ έχω μισήσει.

Ιερ. 51,5            καὶ οὐκ ἤκουσάν μου, καὶ οὐκ ἔκλιναν τὸ οὖς αὐτῶν ἀποστρέψαι ἀπὸ τῶν κακῶν αὐτῶν πρὸς τὸ μὴ θυμιᾶν θεοῖς ἑτέροις.

Ιερ. 51,5                    Εκείνοι όμως δεν με ήκουσαν. Δεν έδωσαν προσοχήν εις τα λόγιά μου, ώστε να απομακρυνθούν από τας αμαρτίας των και να μη προσφέρουν θυσίας θυμιάματος εις ξένους θεούς.

Ιερ. 51,6            καὶ ἔσταξεν ἡ ὀργή μου καὶ ὁ θυμός μου καὶ ἐξεκαύθη ἐν πόλεσιν Ἰούδα καὶ ἔξωθεν Ἱερουσαλήμ, καὶ ἐγενήθησαν εἰς ἐρήμωσιν καὶ εἰς ἄβατον ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη.

Ιερ. 51,6                    Η Οργ μου εξεσπασε τότε και ο θυμός μου εξεκαύθη εναντίον των πόλεων της Ιουδαίας, εντός και εκτός από την Ιερουσαλήμ, και έγιναν αυταί έρημοι και άβατοι, όπως μαρτυρεί και η σημερινή ημέρα.

Ιερ. 51,7            καὶ νῦν οὕτως εἶπε Κύριος παντοκράτωρ· ἱνατί ὑμεῖς ποιεῖτε κακὰ μεγάλα ἐπὶ ψυχαῖς ὑμῶν ἐκκόψαι ὑμῶν ἄνθρωπον καὶ γυναῖκα, νήπιον καὶ θηλάζοντα ἐκ μέσου Ἰούδα πρὸς τὸ μὴ καταλειφθῆναι ὑμῶν μηδένα,

Ιερ. 51,7                    Και τώρα αυτά είπε Κυριος ο παντοκράτωρ·διατί σεις διαπράττετε αυτά τα μεγάλα κακά εναντίον της ζωής σας, ώστε να ξεκόψετε και να ξερριζώσετε όλους τους άνδρας και τα βρέφη, τα οποία θηλάζουν, από την Ιοδαίαν γην, δια να μη μείνη κανείς από σας εκεί;

Ιερ. 51,8            παραπικρᾶναί με ἐν τοῖς ἔργοις τῶν χειρῶν ὑμῶν θυμιᾶν θεοῖς ἑτέροις ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, εἰς ἣν ἤλθατε κατοικεῖν ἐκεῖ, ἵνα ἐκκοπῆτε καὶ ἵνα γένησθε εἰς κατάραν καὶ εἰς ὀνειδισμὸν ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσι τῆς γῆς;

Ιερ. 51,8                    Διατί με παρεπικράνατε και με εξεριθίσατε με τα έργα των χειρών σας, με το ότι προσεφέρατε θυσίαν θυμιάματος εις ξένους θεούς, ειδωλολατρικούς, εις την χώραν της Αιγύπτου, εις την οποίαν εισήλθατε, δια να εγκατασταθήτε εκεί; Και ταύτα δια να εξολοθρευθήτε και να γίνετε αντικείμενον κατάρας και εμπαιγμού εις όλα τα έθνη της γης.

Ιερ. 51,9            μὴ ἐπιλέλησθε ὑμεῖς τῶν κακῶν τῶν πατέρων ὑμῶν καὶ τῶν κακῶν τῶν βασιλέων Ἰούδα καὶ τῶν κακῶν τῶν ἀρχόντων ὑμῶν καὶ τῶν κακῶν τῶν γυναικῶν ὑμῶν, ὧν ἐποίησαν ἐν γῇ Ἰούδα καὶ ἔξωθεν Ἱερουσαλήμ;

Ιερ. 51,9                    Μηπως έχετε λησμονήσει τας πονηρίας των προγόνων σας και των κακών βασιλέων της Ιουδαίας και των κακών αρχόντων σας και των πονηρών γυναικών σας, αυτά τα κακά, τα οποία διέπραξαν εις την ιουδαϊκήν γην εντός και εκτός από την Ιερουσαλήμ;

Ιερ. 51,10          καὶ οὐκ ἐπαύσαντο ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης καὶ οὐκ ἀντείχοντο τῶν προσταγμάτων μου, ὣν ἔδωκα κατὰ πρόσωπον τῶν πατέρων αὐτῶν.

Ιερ. 51,10                  Και μέχρι της ημέρας αυτής δεν έπαυσαν να αμαρτάνουν, και δεν εκράτησαν ούτε ετήρησαν τα προστάγματα μου· αυτά τα οποία εγώ έδωκα ενώπιον των προγόνων των.

Ιερ. 51,11          διὰ τοῦτο οὕτως εἶπε Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ ἐφίστημι τὸ πρόσωπόν μου

Ιερ. 51,11                   Δια τούτο έτσι είπεν ο Κυριος· Ιδού εγώ στρέφω και στηρίζω το πρόσωπόν μου εναντίον σας.

Ιερ. 51,12          τοῦ ἀπολέσαι πάντας τοὺς καταλοίπους τοὺς ἐν Αἰγύπτῳ, καὶ πεσοῦνται ἐν ῥομφαίᾳ καὶ ἐν λιμῷ ἐκλείψουσιν ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου καὶ ἔσονται εἰς ὀνειδισμὸν καὶ εἰς ἀπώλειαν καὶ εἰς κατάραν.

Ιερ. 51,12                  Και αυτό, δια να καταστρέψω όλους τους απομείναντας Ιουδαίους εις την Αίγυπτον, οι οποίοι και θα πέσουν εν στόματι μαχαίρας, θα εξολοθρευθούν από την πειναν, από μικρόν έως μεγάλον. Θα γίνουν αντικείμενον εμπαιγμού και ολέθρου και κατάρας.

Ιερ. 51,13          καὶ ἐπισκέψομαι ἐπὶ τοὺς καθημένους ἐν γῇ Αἰγύπτῳ ὡς ἐπεσκεψάμην ἐπὶ Ἱερουσαλὴμ ἐν ῥομφαίᾳ καὶ ἐν λιμῷ καὶ ἐν θανάτῳ,

Ιερ. 51,13                  Θα επισκεφθώ εν τη δικαιοσύνη μου και θα τιμωρήσω αυτούς, που είναι εγκατεστημένοι εις την Αίγυπτον, όπως επεσκέφθην και ετιμώρησα την Ιερουσαλήμ με ρομφαίαν και με λιμόν και με θανατηφόρον νόσον.

Ιερ. 51,14          καὶ οὐκ ἔσται σεσωσμένος οὐθεὶς τῶν ἐπιλοίπων Ἰούδα τῶν παροικούντων ἐν γῇ Αἰγύπτῳ τοῦ ἐπιστρέψαι εἰς γῆν Ἰούδα, ἐφ᾿ ἣν αὐτοὶ ἐλπίζουσι ταῖς ψυχαῖς αὐτῶν τοῦ ἐπιστρέψαι ἐκεῖ· οὐ μὴ ἐπιστρέψωσιν ἀλλ᾿ ἢ ἀνασεσωσμένοι.

Ιερ. 51,14                  Κανείς από τους απομείνατας Ιουδαίους, που κατοικούν εις την χώραν της Αιγύπτου, δεν θα διασωθή, ώστε να επανέλθη εις την χώραν της Ιουδαίας, εις την οποίαν ποθούν και ελπίζουν με όλην των την ψυχήν να επανέλθουν. Δεν θα επανέλθουν, παρά μόνον ελάχιστοι, που θα διασωθούν από την κα-ταστροφήν.

Ιερ. 51,15          καὶ ἀπεκρίθησαν τῷ Ἱερεμίᾳ πάντες οἱ ἄνδρες οἱ γνόντες ὅτι θυμιῶσιν αἱ γυναῖκες αὐτῶν θεοῖς ἑτέροις καὶ πᾶσαι αἱ γυναῖκες, συναγωγὴ μεγάλη, καὶ πᾶς ὁ λαὸς οἱ καθήμενοι ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, ἐν Παθουρῇ, λέγοντες·

Ιερ. 51,15                  Τοτε όλοι οι άνδρες, οι οποίοι επληροφορήθησαν ότι αι γυναίκες των προσέφεραν θυσίαν θυμιάματος εις ξένους θεούς και όλαι αι γυναίκες, μεγάλη συγκέντρωσις λαού, όλος ο λαός, ο οποίος είχεν εγχατασταθή εις την χώραν της Αιγύπτου εις Παθουρήν, απήντησαν προς τον Ιερεμίαν και είπαν·

Ιερ. 51,16          ὁ λόγος, ὃν ἐλάλησας πρὸς ἡμᾶς τῷ ὀνόματι Κυρίου, οὐκ ἀκούσομέν σου,

Ιερ. 51,16                  “Δεν θα ακούσωμεν σε και δεν θα υπακούσωμεν στον λόγον, τον οποίον εξ ονόματος του Κυρίου είπες προς ημάς,

Ιερ. 51,17          ὅτι ποιοῦντες ποιήσομεν πάντα τὸν λόγον, ὃς ἐξελεύσεται ἐκ τοῦ στόματος ἡμῶν, θυμιᾶν τῇ βασιλίσσῃ τοῦ οὐρανοῦ καὶ σπένδειν αὐτῇ σπονδάς, καθὰ ἐποιήσαμεν ἡμεῖς καὶ οἱ πατέρες ἡμῶν καὶ οἱ βασιλεῖς ἡμῶν καὶ οἱ ἄρχοντες ἡμῶν ἐν πόλεσιν Ἰούδα καὶ ἔξωθεν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐπλήσθημεν ἄρτων καὶ ἐγενόμεθα χρηστοὶ καὶ κακὰ οὐκ εἴδομεν·

Ιερ. 51,17                  αλλά οπωσδήποτε θα πράξωμεν αυτό, το οποίον βγαίνει από το στόμα μας και από την καρδίαν μας. Θα προσφέρωμεν θυμίαμα εις την βασίλισσαν του ουρανού, την Σελήνην, θα προσφέρωμεν σπονδάς εις αυτήν, όπως επράξαμεν ημείς προηγουμένως και οι πρόγονοί μας και οι βασιλείς μας και οι άρχοντες μας, εις τας πόλστου Ιούδα, στους δρόμους της Ιερουσαλήμ και είχαμεν χορτάσει από άρτους, εζήσαμεν ευτυχείς, και κανένα κακόν δεν είδαμεν.

Ιερ. 51,18          καὶ ὡς διελίπομεν θυμιῶντες τῇ βασιλίσσῃ τοῦ οὐρανοῦ, ἠλαττώθημεν πάντες καὶ ἐν ῥομαίᾳ καὶ ἐν λιμῷ ἐξελίπομεν.

Ιερ. 51,18                  Οταν όμως επαύσαμεν να προσφέρωμεν θυμίαμα εις σελήνην, την βασίλισσαν του ουρανού, εστερήθημεν όλοι από όλα και εξωλοθρεύθημεν με εχθριικην ρομφαίαν και με τον λιμόν.

Ιερ. 51,19          καὶ ὅτι ἡμεῖς θυμιῶμεν τῇ βασιλίσσῃ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἐσπείσαμεν αὐτῇ σπονδάς, μὴ ἄνευ τῶν ἀνδρῶν ἡμῶν ἐποιήσαμεν αὐτῇ χαυῶνας καὶ ἐσπείσαμεν αὐτῇ σπονδάς;-

Ιερ. 51,19                  Αλλά και ημείς αι γυναίκες, όταν προσεφέραμεν θυσίαν θυμιάματος εις την βασίλισσαν του ουρανού, και εκάμαμεν εις αυτήν σπονδάς, μήπως εν αγνοία των συζύγων μας προσεφέραμεν εις αυτήν πλακούντια με την εικόνα της και εκάναμεν προς αυτήν σπονδάς;”

Ιερ. 51,20          Καὶ εἶπεν Ἱερεμίας ἀντὶ τῷ λαῷ, τοῖς δυνατοῖς καὶ ταῖς γυναιξὶ καὶ παντὶ τῷ λαῷ, τοῖς ἀποκριθεῖσιν αὐτῷ λόγους, λέγων·

Ιερ. 51,20                 Ο Ιερεμίας απήντησε τότε εις όλον τον λαόν, στους επισήμους άνδρας και εις τας γυναίκας και εις όλους εκείνους, οι οποίοι του είπαν τους ανωτέρω λόγους, και είπεν·

Ιερ. 51,21          οὐχὶ τοῦ θυμιάματος, οὗ ἐθυμιάσατε ἐν ταῖς πόλεσιν Ἰούδα καὶ ἔξωθεν Ἱερουσαλὴμ ὑμεῖς καὶ οἱ πατέρες ὑμῶν καὶ οἱ βασιλεῖς ὑμῶν καὶ οἱ ἄρχοντες ὑμῶν καὶ ὁ λαὸς τῆς γῆς, ἐμνήσθη Κύριος, καὶ ἀνέβη ἐπὶ τὴν καρδίαν αὐτοῦ;

Ιερ. 51,21                  “Ακριβώς αυτή η θυσία του θυμιάματος, που προσεφέρατε σεις εις τας πόλεις της Ιουδαίας, εις τας οδούς της Ιερουσαλήμ, σεις και οι πρόγονοί σας και οι βασιλείς σας και οι άρχοντές σας και ο λαός της χώρας, ακριβώς αυτά δεν ενεθυμήθη ο Θεός και αι κακαί σας αυταί πράξεις δεν ανέβησαν εις την καρδίου του;

Ιερ. 51,22          καὶ οὐκ ἠδύνατο Κύριος ἔτι φέρειν ἀπὸ προσώπου πονηρίας πραγμάτων ὑμῶν καὶ ἀπὸ τῶν βδελυγμάτων ὑμῶν, ὧν ἐποιήσατε· καὶ ἐγενήθη ἡ γῆ ὑμῶν εἰς ἐρήμωσιν καὶ εἰς ἄβατον καὶ εἰς ἀρὰν ὡς ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ,

Ιερ. 51,22                 Ο Κυριος δεν ημπορούσε πλέον να βαστάση τα πονηρά σας έργα και τα βδελυρά είδωλα, τα οποία σεις κατεσκευάσατε. Δια τούτο και κατήντησεν η χώρα σας έρημος και άβατος και κατηραμένη, όπως μαρτυρεί η σημερινή ημέρα.

Ιερ. 51,23          ἀπὸ προσώπου, ὧν ἐθυμιᾶτε καὶ ὧν ἡμάρτετε τῷ Κυρίῳ καὶ οὐκ ἠκούσατε τῆς φωνῆς Κυρίου καὶ ἐν τοῖς προστάγμασιν αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ νόμῳ καὶ ἐν τοῖς μαρτυρίοις αὐτοῦ οὐκ ἐπορεύθητε, καὶ ἐπελάβετο ὑμῶν τὰ κακὰ ταῦτα.

Ιερ. 51,23                  Αυτά δε εξ αιτίας του θυμιάματος, το οποίον προσεφέρατε εις τα είδωλα και δια του οποίου διεπράξατε αμαρτήματα ενώπιον του Κυρίου· δεν υπηκούσατε εις την εντολήν του Κυρίου και εις τα προστάγματά του, στον Νομμον του και εις τα μαρτύριά του δεν επορεύθητε. Δια τα αμαρτήματά σας αυτά σας κατέλαβαν αι συμφοραί”.

Ιερ. 51,24          καὶ εἶπεν Ἱερεμίας τῷ λαῷ καὶ ταῖς γυναιξίν· ἀκούσατε λόγον Κυρίου·

Ιερ. 51,24                 Είπεν ακόμη ο Ιερεμίας στον λαόν και τας γυναίκας· “ακούσατε τον λόγον του Κυρίου·

Ιερ. 51,25          οὕτως εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· ὑμεῖς γυναῖκες τῷ στόματι ὑμῶν ἐλαλήσατε καὶ ταῖς χερσὶν ὑμῶν ἐπληρώσατε λέγουσαι· ποιοῦσαι ποιήσομεν τὰς ὁμολογίας ἡμῶν, ἃς ὡμολογήσαμεν, θυμιᾶν τῇ βασιλίσσῃ τοῦ οὐρανοῦ καὶ σπένδειν αὐτῇ σπονδάς· ἐμμείνασαι ἐνεμείνατε ταῖς ὁμολογίαις ὑμῶν καὶ ποιοῦσαι ἐποιήσατε.

Ιερ. 51,25                  έτσι είπεν ο Κυριος ο Θεός του ισραηλιτυκου λαού· σεις, αι γυναίκες με το στάμα σας είπατε και με τα χέρια σας διεπράξατε το αμάρτημα της ειδώλολατρείας λέγουσαι· ημείς εξαπαντος θα εκπληρώσωμεν τα τάματα, τα οποία ετάξαμεν να ποοσφέρωμεν, δηλαδή θυσίαν θυμιάματος εις την βασίλισσαν του ουρανού, και να προσφέρωμεν εις αυτήν σπονδάς. Με μεγάλην επιμονήν επεμείνατε εις την εκπλήρωσιν των ομολογιών σας αυτών και με πείσμα επράξατε αυτά, που είχατε τάξει.

Ιερ. 51,26          διὰ τοῦτο ἀκούσατε λόγον Κυρίου, πᾶς Ἰούδα οἱ καθήμενοι ἐν γῇ Αἰγύπτῳ· ἰδοὺ ὤμοσα τῷ ὀνόματί μου τῷ μεγάλῳ, εἶπε Κύριος, ἐὰν γένηται ἔτι ὄνομά μου ἐν τῷ στόματι παντὸς Ἰούδα εἰπεῖν· ζῇ Κύριος Κύριος, ἐν πάσῃ γῇ Αἰγύπτῳ.

Ιερ. 51,26                 Δια τούτο ακούσατε τον λόγον Κυρίου όλοι οι Ιουδαίοι, οι οποίοι παραμένουν εις την χώραν της Αιγύπτου· ιδού, είπεν ο Κυριος, ωρκίσθην στο Ονομά μου το μεγάλο, ότι κανείς πλέον Ιουδαίος, από εκείνους που έχουν εγκατασταθή εις όλην την χώραν της Αιγύπτου, δεν θα προφέρη πλέον το Ονομα μου ορκιζομενος και λέγων· “ζη Κυριος Κυριος”.

Ιερ. 51,27          ὅτι ἐγὼ ἐγρήγορα ἐπ᾿ αὐτοὺς τοῦ κακῶσαι αὐτοὺς καὶ οὐκ ἀγαθῶσαι, καὶ ἐκλείψουσι πᾶς Ἰούδα, οἱ κατοικοῦντες ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, ἐν ῥομφαίᾳ καὶ ἐν λιμῷ, ἕως ἂν ἐκλίπωσι.

Ιερ. 51,27                  Διότι εγώ είμαι πάντοτε άγρυπνος εναντίον αυτών, δια να αποστείλω τιμωρίας και όχι ευλογίας. Ολοι οι Ιουδαίοι, οι οποίοι κατοικούν εις την Αίγυπτον, θα εξολοθρευθούν, θα πέσουν εν ρομφαία θα αποθάνουν από την πείναν, έως ότου εκλείψουν τελείως.

Ιερ. 51,28          καὶ οἱ σεσωσμένοι ἀπὸ ῥομφαίας ἐπιστρέψουσιν εἰς γῆν Ἰούδα ὀλίγοι ἀριθμῷ, καὶ γνώσονται οἱ κατάλοιποι Ἰούδα οἱ καταστάντες ἐν γῇ Αἰγύπτῳ κατοικῆσαι ἐκεῖ, λόγος τίνος ἐμμενεῖ.

Ιερ. 51,28                 Ολίγαριθμοι θα είναι εκείνοι, οι οποίοι θα διασωθούν από την έχθρικην ρομφαίαν και θα επανέλθουν εις την Ιουδαίαν. Οι υπόλοιποι Ιουδαίοι, οι οποίοι έχουν εγκατασταθή εις την Αίγυπτον δια να παραμείνουν μονίμως εκεί, θα μάθουν τίνος ο λόγος είναι οριστικός και αμετάκλητος, ο ιδικός των η ο ιίδικός μου.

Ιερ. 51,29          καὶ τοῦτο τὸ σημεῖον ὑμῖν ὅτι ἐπισκέψομαι ἐγὼ ἐφ᾿ ὑμᾶς εἰς πονηρά·

Ιερ. 51,29                 Αυτό δε είναι το σημείον, που σας δίδω, ότι εγώ θα σας επισκεφθώ εν τη δικαιοσύνη μου, δια να σας τιμωρήσω δια τα πονηρά σας έργα.

Ιερ. 51,30          οὕτως εἶπε Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ δίδωμι τὸν Οὐαφρῆ βασιλέα Αἰγύπτου εἰς χεῖρας ἐχθροῦ αὐτοῦ καὶ εἰς χεῖρας ζητούντων τὴν ψυχὴν αὐτοῦ, καθὰ ἔδωκα τὸν Σεδεκίαν βασιλέα Ἰούδα εἰς χεῖρας Ναβουχοδονόσορ βασιλέως Βαβυλῶνος ἐχθροῦ αὐτοῦ καὶ ζητοῦντος τὴν ψυχὴν αὐτοῦ.

Ιερ. 51,30                  Ετσι είπεν ο Κυριος· Ιδού εγώ παραδίδω τον Ουαφρή, βασιλέα της Αιγύπτου, εις τα χέρια των εχθρών του, εις τα χέρια εκείνων οι όποίοι ζητούν να τον θανατώσουν, όπως παρέδωκα τον Σεδεκίαν, βασιλέα της Ιουδαίος, εις τα χέρια του Ναβουχοδονόσορος, βασιλέως της Βαβυλώνος, εχθρού του, ο ποίος εζητούσε να τον θανατώση.

Ιερ. 51,31          (Μασ. 45,1-5 ). Ὁ λόγος ὃν ἐλάλησεν Ἱερεμίας ὁ προφήτης πρὸς Βαροὺχ υἱὸν Νηρίου, ὅτε ἔγραφε τοὺς λόγους τούτους ἐν τῷ βιβλίῳ ἀπὸ στόματος Ἱερεμίου ἐν τῷ ἐνιαυτῷ τῷ τετάρτῳ Ἰωακεὶμ υἱῷ Ἰωσία, βασιλέως Ἰούδα.

Ιερ. 51,31                  Αυτός είναι ο λόγος, τον οποίον ο προφήτης Ιερεμίας είπε προς τον Βαρούχ, υιόν του Νηρίου, όταν εκείνος κατέγραφε τους λόγους τούτους εις περγαμηνήν, καθ' υπαγόρευσιν του Ιερεμίου, κατά το τέταρτον έτος του Ιωακείμ, υιού του Ιωσίου, βασιλέως της Ιουδαίας.

Ιερ. 51,32          οὕτως εἶπε Κύριος ἐπὶ σοί, Βαρούχ·

Ιερ. 51,32                  Ετσι είπεν ο Κυριος προς σε Βαρούχ·

Ιερ. 51,33          ὅτι εἶπας· οἴμοι οἴμοι, ὅτι προσέθηκε Κύριος κόπον ἐπὶ πόνον μοι, ἐκοιμήθην ἐν στεναγμοῖς, ἀνάπαυσιν οὐχ εὗρον,

Ιερ. 51,33                  Επειδή συ είπες αλλοίμόνον αλλοίμονον εις εμέ, διότι ο Κυριος προσέθεσε θλίψιν επάνω εις την άλλην θλίψιν, εκοιμήθην εις συνεχείς αναστεναγμούς, δεν ευρήκα ανάπαυσιν,

Ιερ. 51,34          εἰπὸν αὐτῷ· οὕτως εἶπε Κύριος· ἰδοὺ οὓς ἐγὼ ᾠκοδόμησα, ἐγὼ καθαιρῷ, καὶ οὓς ἐγὼ ἐφύτευσα, ἐγὼ ἐκτίλλω.

Ιερ. 51,34                  ο Κυριος μου εδωσεν εντολήν να σου είπω· ειπέ εις αυτόν, έτσι είπεν ο Κυριος· ιδού, εγώ θα κρημνίσω εκείνους, τους οποίους οικοδόμησα, και θα ξεριζώσω εκείνους, τους οποίους εγώ εφύτευσα.

Ιερ. 51,35          καὶ σὺ ζητήσεις σεαυτῷ μεγάλα; μὴ ζητήσῃς, ὅτι ἰδοὺ ἐγὼ ἐπάγω κακὰ ἐπὶ πᾶσαν σάρκα, λέγει Κύριος. καὶ δώσω τὴν ψυχήν σου εἰς εὕρημα ἐν παντὶ τόπῳ, οὗ ἐὰν βαδίσῃς ἐκεῖ.

Ιερ. 51,35                  Και συ έπειτα από τας συμφοράς αυτάς, θα ζητήσης δια τον εαυτόν σου μεγάλας ευεργεσίας; Μη ζητήσης, διότι ιδού εγώ θα επιφέρω συμφοράς και τιιμωρίας εναντίον παντός ανθρώπου, λέγει ο Κυριος. Την ζωήν σου όμως εγώ θα την προφυλάξω εις οιονδήποτε τόπον και αν πορευθης.

 

 

ΙΕΡΕΜΙΑΣ 52

 

Ιερ. 52,1            Ὄντος εἰκοστοῦ καὶ ἑνὸς ἔτους Σεδεκίου ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτόν, καὶ ἕνδεκα ἔτη ἐβασίλευσεν ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῇ μητρὶ αὐτοῦ Ἀμειτάαλ, θυγάτηρ Ἱερεμίου, ἐκ Λοβενά.

Ιερ. 52,1                    Ο Σεδεκίας εις ηλικίαν είκοσι και ενός ετών έγινε βασιλεύς. Εβασίλευσεν επί ένδεκα έτη εις την Ιερουσαλήμ. Η μητέρα του ωνομάζετο Αμειτάαλ και ήτο θυγάτηρ του Ιερεμίου, του καταγόμενου από την Λοβενά.

Ιερ. 52,4            καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἔτει τῷ ἐνάτῳ τῆς βασιλείας αὐτοῦ, ἐν μηνὶ τῷ δεκάτῳ, δεκάτῃ τοῦ μηνός, ἦλθε Ναβουχοδονόσορ βασιλεὺς Βαβυλῶνος καὶ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτοῦ ἐπὶ Ἱερουσαλὴμ καὶ περιεχαράκωσαν αὐτὴν καὶ περιῳκοδόμησαν αὐτὴν τετραπέδοις λίθοις κύκλῳ.

Ιερ. 52,4                   Κατά το ένατον έτος της βασιλείας του, τον δέκατον μήνα, την δεκάτην του μηνός αυτού, επήλθεν ο Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς της Βαβυλώνος, και όλη η στρατιωτική αυτού δύναμις, εναντίον της Ιερουσαλήμ. Την επολιόρκησεν, ανήγειρε χαρακώματα και οικοδόμησε γύρω από αυτήν τείχη με λίθους τετραπλεύρους πελεκητούς.

Ιερ. 52,5            καὶ ἦλθεν ἡ πόλις εἰς συνοχὴν ἕως ἑνδεκάτου ἔτους τῷ βασιλεῖ Σεδεκίᾳ·

Ιερ. 52,5                   Η πόλις επολιορκείτο μέχρι του ενδεκάτου έτους της βασιλείας του Σεδεκίου.

Ιερ. 52,6            ἐν τῇ ἐνάτῃ τοῦ μηνὸς καὶ ἐστερεώθη ὁ λιμὸς ἐν τῇ πόλει, καὶ οὐκ ἦσαν ἄρτοι τῷ λαῷ τῆς γῆς.

Ιερ. 52,6                   Κατά την ενάτην του τετάρτου μηνός του έτους αυτού η πείνα ενετάθη παρά πολύ εις την Ιερουσαλήμ. Αρτοι δεν υπήρχον πλέον δια τον λαόν της πόλεως.

Ιερ. 52,7            καὶ διεκόπη ἡ πόλις, καὶ πάντες οἱ ἄνδρες οἱ πολεμισταὶ ἐξῆλθον νυκτὸς κατὰ τὴν ὁδὸν τῆς πύλης ἀναμέσον τοῦ τείχους καὶ τοῦ προτειχίσματος, ὃ ἦν κατὰ τὸν κῆπον τοῦ βασιλέως, καὶ οἱ Χαλδαῖοι ἐπὶ τῆς πόλεως κύκλῳ. καὶ ἐπορεύθησαν ὁδὸν τὴν εἰς Ἄραβα,

Ιερ. 52,7                   Τοτε έγινεν ένα ρήγμα στο τείχος της πόλεως και όλοι οι πολεμισταί άνδρες εξήλθαν από την πόλιν κατά το διάστημα της νυκτός δια της οδού, που ωδηγούσεν εις την πύλην την ευρισκομένην μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού τείχους πλησίον στους κήπους του βασιλέως. Οι Χαλδαίοι εξηκολούθουν να πολιορκούν την Ιερουσαλήμ. Οι φυγάδες εξήλθον και εβάδισαν την οδόν, η οποία ωδηγούσε εις την κοιλάδα του Ιορδάνου.

Ιερ. 52,8            καὶ κατεδίωξεν ἡ δύναμις τῶν Χαλδαίων ὀπίσω τοῦ βασιλέως καὶ κατέλαβον αὐτὸν ἐν τῷ πέραν Ἱεριχώ, καὶ πάντες οἱ παῖδες αὐτοῦ διεσπάρησαν ἀπ᾿ αὐτοῦ.

Ιερ. 52,8                   Ο στρατός όμως των Χαλδαίων, αντιληφθείς αυτούς, τους κατεδίωξεν οπίσω του βασιλέως, τον οποίον και συνέλαβαν πέραν από την Ιεριχώ. Ολοι οι δούλοι του βασιλέως διεσκορπίσθησαν και απεμακρύνθησαν από αυτόν.

Ιερ. 52,9            καὶ συνέλαβον τὸν βασιλέα καὶ ἤγαγον αὐτὸν πρὸς τὸν βασιλέα Βαβυλῶνος εἰς Δεβλαθά, καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ μετὰ κρίσεως.

Ιερ. 52,9                   Οι Χαλδαίοι συνέλαβαν τον βασιλέα και τον ωδήγησαν προς τον βασιλέα της Βαβυλώνος εις Δεβλαθά, ο οποίος και εξέφερε καταδικαστικήν απόφασιν εναντίον αυτού.

Ιερ. 52,10          καὶ ἔσφαξε βασιλεὺς Βαβυλῶνος τοὺς υἱοὺς Σεδεκίου κατ᾿ ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, καὶ πάντας τοὺς ἄρχοντας Ἰούδα ἔσφαξεν ἐν Δεβλαθά.

Ιερ. 52,10                 Ο βασιλεύς της Βαβυλώνος έσφαξε τους υιούς του Σεδεκίου εμπρός εις τα μάτια του, όπως επίσης έσφαξε και όλους τους άρχοντας της Ιουδαίας εις Δεβλαθά.

Ιερ. 52,11          καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς Σεδεκίου ἐξετύφλωσε καὶ ἔδησεν αὐτὸν ἐν πέδαις, καὶ ἤγαγεν αὐτὸν βασιλεὺς Βαβυλῶνος εἰς Βαβυλῶνα καὶ ἔδωκεν αὐτὸν εἰς οἰκίαν μύλωνος ἕως ἡμέρας ἧς ἀπέθανε.

Ιερ. 52,11                  Εβγαλε τα μάτια του Σεδεκίου και τον ετυφλωσε, τον έδεσε με χειροπέδας και τον ωδήγησεν ο βασιλεύς της Βαβυλώνος εις την Βαβυλώνα αιχμάλωτον. Τον παρέδωκεν εις την οικίαν ενός μυλωνά, όπου και παρέμεινε μέχρι του θανάτου του.

Ιερ. 52,12          καὶ ἐν μηνὶ πέμπτῳ, δεκάτῃ τοῦ μηνός, ἦλθε Ναβουζαρδὰν ὁ ἀρχιμάγειρος ὁ ἑστηκὼς κατὰ πρόσωπον τοῦ βασιλέως Βαβυλῶνος εἰς Ἱερουσαλήμ,

Ιερ. 52,12                 Κατά την δεκάτην ημέραν του πέμπτου μηνός ήλθεν ο Ναβουζαρδάν ο αρχιμάγειρας, ο έμπιστος του βασιλέως της Βαβυλώνος, εις την Ιερουσαλήμ

Ιερ. 52,13          καὶ ἐνέπρησε τὸν οἶκον Κυρίου καὶ τὸν οἶκον τοῦ βασιλέως καὶ πάσας τὰς οἰκίας τῆς πόλεως, καὶ πᾶσαν οἰκίαν μεγάλην ἐνέπρησεν ἐν πυρί.

Ιερ. 52,13                  και επυρπόλησε τον ναόν του Κυρίου, τα ανάκτορα του βασιλέως, όλας τας οικίας της πόλεως, και κάθε μεγάλην οικίαν την παρέδωκεν στο πυρ.

Ιερ. 52,14          καὶ πᾶν τεῖχος Ἱερουσαλὴμ κύκλῳ καθεῖλεν ἡ δύναμις τῶν Χαλδαίων, ἡ μετὰ τοῦ ἀρχιμαγείρου.

Ιερ. 52,14                 Ο στρατος των Χαλδαίων μαζή με τον αρχιμάγειρον και υπό την διοίκησιν αυτού εκρήμνισαν ολο το γύρω τείχος της πόλεως.

Ιερ. 52,16          καὶ τοὺς καταλοίπους τοῦ λαοῦ κατέλιπεν ὁ ἀρχιμάγειρος εἰς ἀμπελουργοὺς καὶ εἰς γεωργούς.

Ιερ. 52,16                 Ο αρχιμάγειρος αφήκεν εις την περιοχήν της Ιουδαίας μερικούς πτωχούς κατοίκους, αμπελουργούς και γεωργούς.

Ιερ. 52,17          καὶ τοὺς στύλους τοὺς χαλκοῦς τοὺς ἐν οἴκῳ Κυρίου καὶ τὰς βάσεις καὶ τὴν θάλασσαν τὴν χαλκῆν τὴν ἐν οἴκῳ Κυρίου συνέτριψαν οἱ Χαλδαῖοι καὶ ἔλαβον τὸν χαλκὸν αὐτῶν καὶ ἀπήνεγκαν εἰς Βαβυλῶνα.

Ιερ. 52,17                  Οι Χαλδαίοι συνέτριψαν τους χάλκινους στύλους, που υπήρχον στον ναόν του Κυρίου, τας βάσεις και την χαλκίνην δεξαμένην, που υπήρχαν εις την αυλήν του ναού του Κυρίου, επήραν τον χαλκόν αυτόν και τον μετέφεραν εις την Βαβυλώνα.

Ιερ. 52,18          καὶ τὴν στεφάνην καὶ τὰς φιάλας καὶ τὰς κρεάγρας καὶ πάντα τὰ σκεύη τὰ χαλκᾶ, ἐν οἷς ἐλειτούργουν ἐν αὐτοῖς,

Ιερ. 52,18                 Επήραν επίσης την στεφάνην και τας φιάλας και τας κρεάγρας και όλα τα χάλκινα σκεύη, δια των οποίων διεξήγετο η υπηρεσία στον ιερόν χώρον του ναού.

Ιερ. 52,19          καὶ τὰ σαφφὼθ καὶ τὰ μασμαρὼθ καὶ τοὺς ὑποχυτῆρας καὶ τὰς λυχνίας καὶ τὰς θυΐσκας καὶ τοὺς κυάθους, ἃ ἦν χρυσᾶ χρυσᾶ καὶ ἃ ἦν ἀργυρᾶ ἀργυρᾶ, ἔλαβεν ὁ ἀρχιμάγειρος.

Ιερ. 52,19                 Επήραν τους λέβητας και τους κρατήρας, τους υποχυτήρας και τας λυχνίας, τα θυμιατήρια και τους κυάθους, εκ των υποίων άλλα μεν ήσαν χρυσά και αλλά ήσαν αργυρά. Ολα τα επήρεν ο αρχιμάγειρος.

Ιερ. 52,20          καὶ οἱ στῦλοι δύο καὶ ἡ θάλασσα μία καὶ οἱ μόσχοι δώδεκα χαλκοῖ ὑποκάτω τῆς θαλάσσης, ἃ ἐποίησεν ὁ βασιλεὺς Σαλωμὼν εἰς οἶκον Κυρίου· οὐκ ἦν σταθμὸς τοῦ χαλκοῦ αὐτῶν.

Ιερ. 52,20                 Επρεν ακόμη τους δύο στύλους, την χαλκίνην δεξαμενήν και τους δώδεκα χαλκίνους μόσχους, που υπεβάσταζαν την δεξαμένην, αυτά τα οποία είχε κατασκευάσει ο βασιλεύς Σολομών δια τον ναόν του Κυρίου. Ητο ανυπολόγιστος ο ονκος του λεηλατηθέντος χαλκού.

Ιερ. 52,21          καὶ οἱ στῦλοι, τριακονταπέντε πηχῶν· ὕψος τοῦ στύλου τοῦ ἑνός, καὶ σπαρτίον δώδεκα πήχεων περιεκύκλου αὐτόν, καὶ τὸ πάχος αὐτοῦ δακτύλων τεσσάρων κύκλῳ,

Ιερ. 52,21                 Καθένας από τους δύο αυτούς στύλους είχεν ύψος τριάκοντα πέντε εβραϊκούς πήχεις η δε περίμετρος του κάθε στύλου, που τον περιέβαλεν, ήτο δώδεκα εβραϊκοί πήχεις. Το πάχος δε της περιμέτρου ήτο τέσσαρες δάκτυλοι.

Ιερ. 52,22          καὶ γεῖσος ἐπ᾿ αὐτοῖς χαλκοῦν, καὶ πέντε πήχεων τὸ μῆκος ὑπεροχὴ τοῦ γείσους τοῦ ἑνός, καὶ δίκτυον καὶ ῥόαι ἐπὶ τοῦ γείσους κύκλῳ, τὰ πάντα χαλκᾶ· καὶ κατὰ ταῦτα τῷ στύλῳ τῷ δευτέρῳ, ὀκτὼ ῥόαι τῷ πήχει τοῖς δώδεκα πήχεσι.

Ιερ. 52,22                 Το κιονόκρανον, που ευρίσκετο επάνω στον κάθε στύλον, ήτο και αυτό χάλκινον και είχεν ύψος πέντε εβραϊκούς πήχεις. Κυκλω από κάθε κιονόκρανον υπήρχε σκαλιστόν δίκτυον και ομοιώματα καρπού ροδιάς, όλα χάλκινα. Τα ίδια υπήρχαν και στον δεύτερον στύλον. Εις κάθε δε πήχυν από τους δώδεκα πήχεις της περιμέτρου, υπήρχαν και οκτώ ομοιώματα καρπών ροδιάς.

Ιερ. 52,23          καὶ ἦσαν αἱ ῥόαι ἐνενηκονταὲξ τὸ ἓν μέρος, καὶ ἦσαν αἱ πᾶσαι ῥόαι ἑκατὸν ἐπὶ τοῦ δικτύου κύκλῳ.

Ιερ. 52,23                 Γυρω από το δικτυωτόν υπήρχαν ενενηνταέξ ρόδια εξωτερικώς, εν συνόλω υπήρχον εκατόν.

Ιερ. 52,24          καὶ ἔλαβεν ὁ ἀρχιμάγειρος τὸν ἱερέα τὸν πρῶτον καὶ τὸν ἱερέα τὸν δευτεροῦντα καὶ τοὺς τρεῖς τοὺς φυλάττοντας τὴν ὁδὸν

Ιερ. 52,24                 Ο αρχιμάγειρος επήρεν ακόμη τον αρχιερέα και τον δεύτερον ιερέα και τους τρεις, οι οποίοι εφύλαττον την είσοδον.

Ιερ. 52,25          καὶ εὐνοῦχον ἕνα, ὃς ἦν ἐπιστάτης τῶν ἀνδρῶν τῶν πολεμιστῶν, καὶ ἑπτὰ ἄνδρας ὀνομαστοὺς τοὺς ἐν προσώπῳ τοῦ βασιλέως, τοὺς εὑρεθέντας ἐν τῇ πόλει, καὶ τὸν γραμματέα τῶν δυνάμεων, τὸν γραμματεύοντα τῷ λαῷ τῆς γῆς, καὶ ἑξήκοντα ἀνθρώπους ἐκ τοῦ λαοῦ τῆς γῆς, τοὺς εὑρεθέντας ἐν μέσῳ τῆς πόλεως·

Ιερ. 52,25                 Επρεν ένά ευνούχον, ο οποίος ήτο επόπτης των πολεμιστών ανδρών, επτά επισήμους άνδρας του βασιλικού περιβάλλοντος, οι οποίοι ευρέθησαν εις την Ιερουσαλήμ, τον γραμματέα επί των στρατιωτικών δυνάμεων, τον στρατολόγον της χώρας και εξήντα άλλους ανθρώπους από τον λαόν της χώρας, που ευρέθησαν μέσα εις την πόλιν.

Ιερ. 52,26          καὶ ἔλαβεν αὐτοὺς Ναβουζαρδὰν ὁ ἀρχιμάγειρος τοῦ βασιλέως καὶ ἤγαγεν αὐτοὺς πρὸς βασιλέα Βαβυλῶνος εἰς Δεβλαθά,

Ιερ. 52,26                 Ο Ναβουζαρδάν, ο αρχιμάγειρας του βασιλέως επήρεν αυτούς και τους ωδήγησεν εις Δεβλαθά προς τον βασιλέα της Βαβυλώνος.

Ιερ. 52,27          καὶ ἐπάταξεν αὐτοὺς βασιλεὺς Βαβυλῶνος ἐν Δεβλαθά, ἐν γῇ Αἰμάθ.

Ιερ. 52,27                 Ο βασιλεύς της Βαβυλώνος διέταξε και τούς εφονεύσαν εις την πόλιν Δεβλαθά, εις την περιοχήν Αιμάθ.

Ιερ. 52,31          καὶ ἐγένετο ἐν τῷ τριακοστῷ καὶ ἑβδόμῳ ἔτει, ἀποικισθέντος τοῦ Ἰωακεὶμ βασιλέως Ἰούδα ἐν τῷ δωδεκάτῳ μηνί, ἐν τῇ τετράδι καὶ εἰκάδι τοῦ μηνός, ἔλαβεν Οὐλαιμαραδὰχ βασιλεὺς Βαβυλῶνος ἐν τῷ ἐνιαυτῷ, ᾧ ἐβασίλευσε, τὴν κεφαλὴν Ἰωακεὶμ βασιλέως Ἰούδα καὶ ἐξήγαγεν αὐτὸν ἐξ οἰκίας, ἧς ἐφυλάσσετο·

Ιερ. 52,31                  Κατά το τριακοστόν έβδομον έτος της αιχμαλωσίας του Ιωακείμ, βασιλέως των Ιουδαίων, τον δωδέκατον μήνα, την εικοστήν τετάρτην του μηνός αυτού, έγινε βασιλεύς της Βαβυλώνος ο Ουλαιμαραδάχ. Κατά το έτος, που ανήλθεν στον θρόνον, ετίμησε τον Ιωακείμ βασιλέα της Ιουδαίας, και τον έβγαλεν από την φυλακήν, εις την οποίαν έμενε φυλακισμένος.

Ιερ. 52,32          καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ χρηστὰ καὶ ἔδωκε τὸν θρόνον αὐτοῦ ἐπάνω τῶν βασιλέων τῶν μετ᾿ αὐτοῦ ἐν Βαβυλῶνι·

Ιερ. 52,32                 Ωμιλησε προς αυτόν με καλωσύνην και ετοποθέτησε τον θρόνον του πρώτον μεταξύ των άλλων συναιχμαλώτων του βασιλέων εις την Βαβυλώνα.

Ιερ. 52,33          καὶ ἤλλαξε τὴν στολὴν τῆς φυλακῆς αὐτοῦ καὶ ἤσθιεν ἄρτον διὰ παντὸς κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ πάσας τὰς ἡμέρας, ἃς ἔζησε.

Ιερ. 52,33                 Αντικατέστησε την ενδυμασίαν της φυλακής με άλλην και συνέτρωγε με αυτόν πάντοτε όλας τας ημέρας της ζωής του.

Ιερ. 52,34          καὶ ἡ σύνταξις αὐτῷ ἐδίδοτο διὰ παντὸς παρὰ τοῦ βασιλέως Βαβυλῶνος ἐξ ἡμέρας εἰς ἡμέραν ἕως ἡμέρας, ἧς ἀπέθανεν.

Ιερ. 52,34                 Ο,τι άλλο εχρειάζετο δια την συντήρησίν του εχορηγείτο εις αυτόν πάντοτε από τον βασιλέα της Βαβυλώνος κάθε ημέραν μέχρι της ημέρας του θανάτου του.