ΣΟΦΟΝΙΑΣ

 

ΣΟΦΟΝΙΑΣ 1

 

Σοφ. 1,1            Λόγος Κυρίου, ὃς ἐγενήθη πρὸς Σοφονίαν τὸν τοῦ Χουσί, υἱὸν Γοδολίου, τοῦ Ἀμορίου, τοῦ Ἐζεκίου, ἐν ἡμέραις Ἰωσίου υἱοῦ Ἀμὼν βασιλέως Ἰούδα.

Σοφ. 1,1                     Λογος, τον οποίον ο Κυριος απηύθυνε προς τον Σοφονίαν, υιόν του Χουσί, έγγονον του Γοδολίου, δισέγγονον του Αμορίου και τρισέγγονον του Εζεκίου. Ο Σοφονίας έζησε κατά τας ημέρας του βασιλέως της Ιουδαίας Ιωσιου, υιού του Αμών.

Σοφ. 1,2            Ἐκλείψει ἐκλιπέτω ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς, λέγει Κύριος,

Σοφ. 1,2                    Ας εξαφανισθούν αμέσως και πλήρως από το πρόσωπον της γης, λέγει ο Κυριος,

Σοφ. 1,3            ἐκλιπέτω ἄνθρωπος καὶ κτήνη, ἐκλιπέτω τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ οἱ ἰχθύες τῆς θαλάσσης, καὶ ἀσθενήσουσιν οἱ ἀσεβεῖς καὶ ἐξαρῶ τοὺς ἀνόμους ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς, λέγει Κύριος.

Σοφ. 1,3                     ας εξαφανισθούν οι άνθρωποι και τα ζώα ας λείψουν τα πετεινά του ουρανού και οι ιχθύες της θαλάσσης, ας ατονίσουν και ας ασθενήσουν οι ασεβείς. Θα ξερριζώσω τους ανόμους από το πρόσωπον της γης, λέγει ο Κυριος.

Σοφ. 1,4            καί ἐκτενῶ τὴν χεῖρά μου ἐπὶ Ἰούδαν καὶ ἐπί πάντας τοὺς κατοικοῦντας Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐξαρῶ ἐκ τοῦ τόπου τούτου τὰ ὀνόματα τῆς Βάαλ καὶ τὰ ὀνόματα τῶν ἱερέων

Σοφ. 1,4                    Θα απλώσω την παντοδύναμον τιμωρόν χείρα μου εναντίον των Ιουδαίων και εναντίον όλων, όσοι κατοικούν την Ιερουσαλήμ Θα εξαφανίσω από τον τόπον τούτον και τα ονόματα ακόμη των ειδώλων του Βααλ και τα ονόματα των ιερέων των.

Σοφ. 1,5            καὶ τοὺς προσκυνοῦντας ἐπὶ τὰ δώματα τῇ στρατιᾷ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοὺς ὀμνύοντας κατὰ τοῦ Κυρίου καὶ τοὺς ὀμνύοντας κατὰ τοῦ βασιλέως αὐτῶν

Σοφ. 1,5                     Και εκείνους, οι οποίοι εις τα ηλιακωτά των οικιών των προσκυνούν την στρατιάν των αστέρων του ουρανού· και εκείνους, οι οποίοι με ασέβειαν ορκίζονται ενώπιον του Κυρίου, όπως και εκείνους οι οποίοι ορκίζονται ασεβώς στο όνομα του βασιλέως των.

Σοφ. 1,6            καὶ τοὺς ἐκκλίνοντας ἀπὸ τοῦ Κυρίου καὶ τοὺς μή ζητοῦντας τὸν Κύριον καὶ τοὺς μὴ ἀντεχομένους τοῦ Κυρίου. -

Σοφ. 1,6                    Θα τιμωρήσω αυτούς οι οποίοι παρεκκλίνουν από τας εντολάς και τας οδούς του Κυρίου, αυτούς που δεν ζητούν δια της προσευχής των τον Κυριον και δεν κρατούν αυτόν ως στήριγμά των.

Σοφ. 1,7            Εὐλαβεῖσθε ἀπὸ προσώπου Κυρίου τοῦ Θεοῦ, διότι ἐγγὺς ἡμέρα τοῦ Κυρίου, ὅτι ἡτοίμακε Κύριος τὴν θυσίαν αὐτοῦ, καὶ ἡγίακε τοὺς κλητοὺς αὐτοῦ.

Σοφ. 1,7                     Σεβασθήτε και φοβηθήτε Κυριον τον Θεόν, διότι έφθασεν η ημέρα του Κυρίου. Ο Κυριος έχει ετοιμάσει την ευπρόσδεκτον θυσίαν του· προς τούτο δε έχει καλέσει και αγιάσει τους εκλεκτούς, οι οποίοι θα την προσφέρουν.

Σοφ. 1,8            καὶ ἔσται ἐν ἡμέρᾳ θυσίας Κυρίου καὶ ἐκδικήσω ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας καὶ ἐπὶ τὸν οἶκον τοῦ βασιλέως καὶ ἐπὶ πάντας τοὺς ἐνδεδυμένους ἐνδύματα ἀλλότρια·

Σοφ. 1,8                    Κατά την ημέραν της μεγάλης αυτής θυσίας του Κυρίου, θα τιμωρήσω τους άρχοντας, λέγει ο Κυριος, την βασιλικήν αυλήν και όλους εκείνους, οι οποίοι φορούν αταίριαστα προς το φύλον των η ξένα ειδωλολατρικά ενδύματα.

Σοφ. 1,9            καὶ ἐκδικήσω ἐπὶ πάντας ἐμφανῶς ἐπὶ τὰ πρόπυλα ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, τοὺς πληροῦντας τὸν οἶκον Κυρίου Θεοῦ αὐτῶν ἀσεβείας καὶ δόλου.

Σοφ. 1,9                    Θα αποστείλω φανεράν την τιμωρίαν εναντίον όλων αυτών, που θα ευρίσκωνται εις τα προπύλαια του ναού κατά την ημέραν εκείνην· αυτών, οι οποίοι γεμίζουν τον μεν ναόν Κυρίου του Θεού των με τας ασεβείας των, τους δε ανθρώπους με τας δολιότητάς των.

Σοφ. 1,10          καὶ ἔσται ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, λέγει Κύριος, φωνὴ κραυγῆς ἀπὸ πύλης ἀποκεντούντων καὶ ὀλολυγμὸς ἀπὸ τῆς δευτέρας καὶ συντριμμὸς μέγας ἀπὸ τῶν βουνῶν.

Σοφ. 1,10                   Κατά την ημέραν εκείνην, λέγει ο Κυριος, θα ακουσθούν κοπετοί, φωναί και κραυγαί από την πύλην, όπου οι σφαγείς θα φονεύουν, και ολοφυρμοί από την δευτέραν νεωτέραν πόλιν και μέγας συντριμμός από τα βουνά.

Σοφ. 1,11          θρηνήσατε, οἱ κατοικοῦντες τὴν κατακεκομμένην, ὅτι ὡμοιώθη πᾶς ὁ λαὸς Χαναάν, ἐξωλοθρεύθησαν πάντες οἱ ἐπῃρμένοι ἀργυρίῳ.

Σοφ. 1,11                   Θρηνήσατε οι κάτοικοι την κατακοπτομένην και σφαγιαζομένην πόλιν, διότι όλος ο λαός εξωμοιώθη με τους Χαναναίους. Εξωλοθρεύθηοαν και θα εξολοθρευθούν όλοι εκείνοι, οι οποίοι κομπάζουν δια τα πλούτη των.

Σοφ. 1,12          καὶ ἔσται ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἐξερευνήσω τὴν Ἱερουσαλὴμ μετὰ λύχνου καὶ ἐκδικήσω ἐπὶ τοὺς ἄνδρας τοὺς καταφρονοῦντας ἐπὶ τὰ φυλάγματα αὐτῶν. οἱ δὲ λέγοντες ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν· οὐ μὴ ἀγαθοποιήσῃ Κύριος, οὐδ᾿ οὐ μὴ κακώσῃ,

Σοφ. 1,12                   Κατά την ημέραν εκείνην της δικαίας τιμωρίας θα εξερευνήσω δια λύχνου με προσοχήν και θα τιμωρήσω τους άνδρας, τους οποίους θα εύρω να καταφρονούν τα καθήκοντά των. Εκείνους οι οποίοι λέγουν από μέσα των· ας ζήσωμεν, όπως μας αρέσει, διότι ο Θεός ούτε το καλόν θα αμείψη ούτε και το κακόν θα τιμωρήση.

Σοφ. 1,13          καὶ ἔσται ἡ δύναμις αὐτῶν εἰς διαρπαγὴν καὶ οἱ οἶκοι αὐτῶν εἰς ἀφανισμόν, καὶ οἰκοδομήσουσιν οἰκίας καὶ οὐ μὴ κατοικήσουσιν ἐν αὐταῖς καὶ καταφυτεύσουσιν ἀμπελῶνας καὶ οὐ μὴ πίωσι τὸν οἶνον αὐτῶν. -

Σοφ. 1,13                   Αλλά τα πλούτη των, που τα εθεωρούσαν δύναμίν των, θα διαρπαγούν, τα σπίτια των και αι οικογένειαί των θα εξαφανισθούν. Θα οικοδομήσουν οικίας και δεν θα κατοικήσουν εις αυτάς, θα φυτεύσουν και θα καλλιεργήσουν επιμελώς πολλάς αμπέλους και δεν θα πίουν το κρασί των.

Σοφ. 1,14          Ὅτι ἐγγὺς ἡμέρα Κυρίου ἡ μεγάλη, ἐγγὺς καὶ ταχεῖα σφόδρα· φωνὴ ἡμέρας Κυρίου πικρὰ καὶ σκληρὰ τέτακται.

Σοφ. 1,14                   Φοβηθήτε τον Κυριον, διότι η ημέρα της τιμωρίας η μεγάλη έχει πλησιάσει. Πλησιάζει, έρχεται με μεγάλην ταχύτητα. Οσα θα ακουσθούν κατά την ημέραν της δικαίας υπό του Κυρίου τιμωρίας, θα είναι κατ' απόφασιν του Κυρίου πικρά και σκληρά.

Σοφ. 1,15          δυνατὴ ἡμέρα ὀργῆς ἡ ἡμέρα ἐκείνη, ἡμέρα θλίψεως καὶ ἀνάγκης, ἡμέρα ἀωρίας καὶ ἀφανισμοῦ, ἡμέρα γνόφου καὶ σκότους, ἡμέρα νεφέλης καὶ ὁμίχλης,

Σοφ. 1,15                   Η ημέρα εκείνη της οργής του Κυρίου είναι μεγάλη και ακατανίκητος, ημέρα θλίψεως και ανάγκης των ανθρώπων, ημέρα στυγνή και άχαρις, ημέρα αφανισμού, γνόφος και σκοτάδι θα την καλύπτη. Θα είναι ημέρα σκεπασμένη από πυκνάς νεφέλας και σκοτεινήν ομίχλην.

Σοφ. 1,16          ἡμέρα σάλπιγγος καὶ κραυγῆς ἐπὶ τὰς πόλεις τὰς ὀχυρὰς καὶ ἐπὶ τὰς γωνίας τὰς ὑψηλάς.

Σοφ. 1,16                   Ημέρ, κατά την οποίαν θα ακούωνται ήχοι πολεμικών σαλπίγγων, κραυγαί πολεμιστών επάνω εις τας ωχυρωμένας πόλεις και στους υψηλούς πύργους των γωνιών του τείχους.

Σοφ. 1,17          καὶ ἐκθλίψω τοὺς ἀνθρώπους, καὶ πορεύσονται ὡς τυφλοί, ὅτι τῷ Κυρίῳ ἐξήμαρτον· καὶ ἐκχεεῖ τὸ αἷμα αὐτῶν ὡς χοῦν καὶ τὰς σάρκας αὐτῶν ὡς βόλβιτα.

Σοφ. 1,17                   Θα αποστείλω βαρείαν θλίψιν επάνω στους ανθρώπους. Θα βαδίζουν, όπως οι τυφλοί, χωρίς να γνωρίζουν που πηγαίνουν, διότι έχουν αμαρτήσει ενώπιον του Κυρίου. Ο Κυριος θα χύση και θα σκορπίση το αίμα των εις την γην, όπως ο άνεμος διασκορπίζει το χώμα. Θα αφήση άταφα και απερριμμένα τα πτώματά των, ωσάν την κόπρον των βοϊδιών.

Σοφ. 1,18          καὶ τὸ ἀργύριον αὐτῶν καὶ τὸ χρυσίον αὐτῶν οὐ μὴ δύνηται ἐξελέσθαι αὐτοὺς ἐν ἡμέρᾳ ὀργῆς Κυρίου, καὶ ἐν πυρὶ ζήλου αὐτοῦ καταναλωθήσεται πᾶσα ἡ γῆ, διότι συντέλειαν καὶ σπουδὴν ποιήσει ἐπὶ πάντας τοὺς κατοικοῦντας τὴν γῆν.

Σοφ. 1,18                   Ούτε το αργύριόν των, ούτε το χρυσίον των δεν θα μπορέση να τους γλυτώση κατά την ημέραν εκείνην της οργής του Κυρίου, διότι όλη η αμαρτωλή χώρα θα εξαφανισθή με το τρομερόν πυρ της οργής του Κυρίου. Ο Κυριος θα επιφέρη πλήρη και ταχείαν καταατροφήν εις ολόυς τους κατοίκους της χώρας.

 

 

ΣΟΦΟΝΙΑΣ 2

 

Σοφ. 2,1            Συνάχθητε καὶ συνδέθητε, τὸ ἔθνος τὸ ἀπαίδευτον,

Σοφ. 2,1                    Συγκεντρωθήτε, συνδεθήτε με τον Θεόν, έθνος απαιδαγώγητον και αμόρφωτον,

Σοφ. 2,2            πρὸ τοῦ γενέσθαι ὑμᾶς ὡς ἄνθος παραπορευόμενον, πρὸ τοῦ ἐπελθεῖν ἐφ᾿ ὑμᾶς ὀργὴν Κυρίου, πρὸ τοῦ ἐπελθεῖν ἐφ᾿ ὑμᾶς ἡμέραν θυμοῦ Κυρίου.

Σοφ. 2,2                    πριν καταντήσετε ωσάν το κομμένον άνθος, που το παρασύρει ο άνεμος. Πριν εκσπάση εναντίον σας η οργή του Κυρίου· πριν η επέλθη επάνω σας η ημέρα του θυμού του Κυρίου.

Σοφ. 2,3            ζητήσατε τὸν Κύριον, πάντες ταπεινοὶ γῆς· κρίμα ἐργάζεσθε καὶ δικαιοσύνην ζητήσατε καὶ ἀποκρίνασθε αὐτά, ὅπως σκεπασθῆτε ἐν ἡμέρᾳ ὀργῆς Κυρίου.

Σοφ. 2,3                    Ολοι σεις, οι ταπεινοί της χώρας Ιούδα, αναζητήσατε τον Κυριον, εργασθήτε, αποκτήσατε και εφαρμόσατε κρίσιν δικαίαν. Αναζητήσατε την δικαιοσύνην, ανταποκριθήτε εμπράκτως εις αυτά, που ζητεί ο Κυριος, δια να προφυλαχθήτε και σωθήτε κατά την ημέραν της οργής του Κυρίου.

Σοφ. 2,4            διότι Γάζα διηρπασμένη ἔσται, καὶ Ἀσκάλων εἰς ἀφανισμόν, καὶ Ἄζωτος μεσημβρίας ἐκριφήσεται, καὶ Ἀκκαρὼν ἐκριζωθήσεται.

Σοφ. 2,4                    Διότι η Γαζα θα διαρπαγή από τους εχθρούς, η Ασκάλων θα παραδοθή εις πλήρη καταστροφήν, η Αζωτος εν πλήρει μεσημβρία θα ριφθή κάτω στο χώμα και η Ακκαρών θα ξερριζωθή.

Σοφ. 2,5            οὐαὶ οἱ κατοικοῦντες τὸ σχοίνισμα τῆς θαλάσσης, πάροικοι Κρητῶν· λόγος Κυρίου ἐφ᾿ ὑμᾶς, Χαναὰν γῆ ἀλλοφύλων, καὶ ἀπολῶ ὑμᾶς ἐκ κατοικίας.

Σοφ. 2,5                    Αλλοίμονον στους κατοικούντας το παράλιον τμήμα της θαλάσσης, οι απόγονοι αυτοί των αποίκων της Κρήτης, οι Φιλισταίοι. Ο λόγος Κυρίου στρέφεται και εναντίον σας, Χαναναίοι, χώρα των Φιλισταίων. Θα καταστρέψω και σας και τας κατοικίας σας.

Σοφ. 2,6            καὶ ἔσται Κρήτη νομὴ ποιμνίων καὶ μάνδρα προβάτων.

Σοφ. 2,6                    Η χώρα σας, η οποία κατέχεται από τους Κρήτας, ως εάν είναι Κρήτη, θα γίνη βοσκότοπος και μάνδρα προβάτων.

Σοφ. 2,7            καὶ ἔσται τὸ σχοίνισμα τῆς θαλάσσης τοῖς καταλοίποις οἴκου Ἰούδα· ἐπ᾿ αὐτοὺς νεμήσονται ἐν τοῖς οἴκοις Ἀσκάλωνος, δείλης καταλύσουσιν ἀπὸ προσώπου υἱῶν Ἰούδα, ὅτι ἐπέσκεπται αὐτοὺς Κύριος ὁ Θεὸς αὐτῶν, καὶ ἀποστρέψει τὴν αἰχμαλωσίαν αὐτῶν. -

Σοφ. 2,7                    Η παρά την θάλασσαν περιοχή θα περιέλθη στους απομείναντας Ιουδαίους. Οι Ιουδαίοι θα βοσκήσουν τα πρόβατά των εκεί, όπου άλλοτε υπήρχον αι οικίαι της Ασκάλωνος. Κατά το δειλινόν, κατά το διάστημα δηλαδή της ημέρας, θα διαλυθούν οι Φιλισταίοι ενώπιον των Ιουδαίων, διότι ο Κυριος και Θεός των είχεν επισκεφθή τους Ιουδαίους και θα επαναφέρη αυτούς από την γην της αιχμαλωσίας των.

Σοφ. 2,8            Ἤκουσα ὀνειδισμοὺς Μωὰβ καὶ κονδυλισμοὺς υἱῶν Ἀμμών, ἐν οἷς ὠνείδιζον τὸν λαόν μου καὶ ἐμεγαλύνοντο ἐπὶ τὰ ὅριά μου.

Σοφ. 2,8                    Ηκουσα τους ονειδισμούς των Μωαβιτών, τα γρονθοκοπήματα των Αμμωνιτών, με τα οποία ύβριζαν αυτοί και ενέπαιζαν τον λαόν μου και υπερηφανεύοντο εις βάρος της χώρας μου.

Σοφ. 2,9            διὰ τοῦτο ζῶ ἐγώ, λέγει Κύριος τῶν δυνάμεων ὁ Θεὸς Ἰσραήλ, διότι Μωὰβ ὡς Σόδομα ἔσται καὶ υἱοὶ Ἀμμὼν ὡς Γόμοῤῥα, καὶ Δαμασκὸς ἐκλελειμμένη ὡς θιμωνία ἅλωνος καὶ ἠφανισμένη εἰς τὸν αἰῶνα· καὶ οἱ κατάλοιποι λαοῦ μου διαρπῶνται αὐτοὺς καὶ οἱ κατάλοιποι ἔθνους μου κληρονομήσουσιν αὐτούς.

Σοφ. 2,9                    Δια τούτο ορκίζομαι στον εαυτόν μου, λέγει Κυριος ο Θεός των δυνάμεων, ο Θεός του Ισραήλ, ότι η χώρα Μωάβ θα γίνη, όπως τα Σοδομα, και οι Αμμωνίται θα έχουν την τύχην των Γομόρρων. Η Δαμασκός θα μείνη εγκαταλελειμμένη σαν θημωνιά αλωνιού χωρίς σιτάρι, θα αφανισθή δι' όλους τους αιώνας. Οι απομείναντες Ιουδαίοι, αυτοί που θα επανέλθουν από την αιχμαλωσίαν, θα λεηλατούν αυτούς. Οι απολειφθέντες εκ του Ιουδαϊκού έθνους θα τους κληρονομήσουν.

Σοφ. 2,10          αὕτη αὐτοῖς ἀντὶ τῆς ὕβρεως αὐτῶν, διότι ὠνείδισαν καὶ ἐμεγαλύνθησαν ἐπὶ τὸν Κύριον τὸν παντοκράτορα.

Σοφ. 2,10                  Η τιμωρία των αυτή θα επέλθη εναντίον εκείνων εξ αιτίας της υπερηφανείας των, διότι αυτοί ύβρισαν και ενέπαιξαν και υπερηφανεύθησαν εναντίον Κυρίου του παντοκράτορας.

Σοφ. 2,11          ἐπιφανήσεται Κύριος ἐπ᾿ αὐτοὺς καὶ ἐξολοθρεύσει πάντας τοὺς θεοὺς τῶν ἐθνῶν τῆς γῆς, καὶ προσκυνήσουσιν αὐτῷ ἕκαστος ἐκ τοῦ τόπου αὐτοῦ, πᾶσαι αἱ νῆσοι τῶν ἐθνῶν. -

Σοφ. 2,11                   Τιμωρός θα εμφανισθή ενώπιόν των ο Κυριος. Θα εξολοθρεύση όλους τους θεούς των ειδωλολατρικών εθνών της γης. Και θα έλθη έπειτα καιρός, κατά τον οποίον θα προσκυνήσουν αυτόν ο καθένας από τον τόπον του εις όλας τας έως τότε ειδωλολατρικάς χώρας της οικουμένης.

Σοφ. 2,12          Καὶ ὑμεῖς, Αἰθίοπες, τραυματίαι ῥομφαίας μού ἐστε.

Σοφ. 2,12                  Και σεις, οι Αιθίοπες, θα σφαγήτε δια της ρομφαίας μου.

Σοφ. 2,13          καὶ ἐκτενεῖ τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπὶ βοῤῥᾶν καὶ ἀπολεῖ τὸν Ἀσσύριον καὶ θήσει τὴν Νινευὴ εἰς ἀφανισμὸν ἄνυδρον ὡς ἔρημον.

Σοφ. 2,13                  Ο Κυριος θα απλώση την τιμωρόν χείρα του προς βορράν. Θα καταστρέψη τους Ασσυρίους, την δε πρωτεύουσαν των Νινευή θα την εξαφανίση· θα μεταβάλη αυτήν εις άνυδρον έρημον τόπον.

Σοφ. 2,14          καὶ νεμήσονται ἐν μέσῳ αὐτῆς ποίμνια καὶ πάντα τὰ θηρία τῆς γῆς, καὶ χαμαιλέοντες καί ἐχῖνοι ἐν τοῖς φατνώμασιν αὐτῆς κοιτασθήσονται, καὶ θηρία φωνήσει ἐν τοῖς διορύγμασιν αὐτῆς καὶ κόρακες ἐν τοῖς πυλῶσιν αὐτῆς, διότι κέδρος τὸ ἀνάστημα αὐτῆς.

Σοφ. 2,14                  Εν μέσω των ερειπίων της θα βόσκουν τα πρόβατα και θα κατοικούν όλα τα θηρία της γης. Οι χαμαιλέοντες και οι ακανθόχοιροι θα έχουν την κοίτην των εις τα στολίδια των οροφών από τας κρημνισμένας οικίας. Τα δε θηρία θα ωρύωνται ανάμεσα από τα ορύγματα των ερειπίων της. Οι κόρακες θα κρώζουν επάνω στους πυλώνας της, διότι η πόλις αυτή ύψωσεν υπερήφανα το ανάστημά της, ωσάν πολυετής κέδρος.

Σοφ. 2,15          αὕτη ἡ πόλις ἡ φαυλίστρια ἡ κατοικοῦσα ἐπ᾿ ἐλπίδι, ἡ λέγουσα ἐν καρδίᾳ αὐτῆς· ἐγώ εἰμι, καὶ οὐκ ἔστι μετ᾿ ἐμὲ ἔτι. πῶς ἐγενήθη εἰς ἀφανισμὸν νομὴ θηρίων· πᾶς ὁ διαπορευόμενος δι᾿ αὐτῆς συριεῖ καὶ κινήσει τὰς χεῖρας αὐτοῦ.

Σοφ. 2,15                  Αυτή η πόλις, η φαύλη και η εκφαυλίζουσα, η οποία κατοικούσε αμέριμνος με την ελπίδα ότι θα είναι άπτωτός, έλεγεν υπερήφανα εις την καρδίαν της· Εγώ είμαι, και άλλη ωσάν εμέ δεν θα εμφανισθή πλέον στον κόσμον. Πως όμως εξηφανίσθη, πως κατήντησε φωλεά και νομή των θηρίων! Καθε διαβάτης που θα περάση ανάμεσα από τα ερείπιά της, θα σφυρίζη εις έκφρασιν της εκπλήξεώς του, θα κινή κατάπληκτος τα χέρια του.

 

 

ΣΟΦΟΝΙΑΣ 3

 

Σοφ. 3,1            Ὦ ἡ ἐπιφανὴς καὶ ἀπολελυτρωμένη, ἡ πόλις ἡ περιστερά·

Σοφ. 3,1                     Αλλά και η Ιερουσαλήμ η επιφανής, αυτή που εγλύτωσε χάρις εις την προστασίαν του Κυρίου από πολλούς κινδύνους, η πόλις που ωμοίαζε με περιστεράν,

Σοφ. 3,2            οὐκ εἰσήκουσε φωνῆς, οὐκ ἐδέξατο παιδείαν, ἐπὶ τῷ Κυρίῳ οὐκ ἐπεποίθει καὶ πρὸς τὸν Θεὸν αὐτῆς οὐκ ἤγγισεν.

Σοφ. 3,2                    δεν υπήκουσεν εις την φωνήν του Κυρίου. Δεν εδέχθη την παιδαγωγίαν του Θεού, δεν εστήριξε την πεποίθησίν της στον Κυριον, δεν επλησίασε με πίστιν και ευλάβειαν τον Θεόν της.

Σοφ. 3,3            οἱ ἄρχοντες αὐτῆς ἐν αὐτῇ ὡς λέοντες ὠρυόμενοι· οἱ κριταὶ αὐτῆς ὡς λύκοι τῆς Ἀραβίας, οὐχ ὑπελίποντο εἰς τὸ πρωΐ·

Σοφ. 3,3                    Οι άρχοντές της εντός αυτής ομοιάζουν με ωρυομένους λέοντας, που επιτίθενται κατά των θυμάτων των. Οι δικασταί της ομοιάζουν με τους αιμοβόρους και αχορτάστους λύκους της Αραβίας, οι οποίοι δεν αφήνουν τίποτε δια το πρωϊ.

Σοφ. 3,4            οἱ προφῆται αὐτῆς πνευματοφόροι, ἄνδρες καταφρονηταί· ἱερεῖς αὐτῆς βεβηλοῦσι τὰ ἅγια καὶ ἀσεβοῦσι νόμον·

Σοφ. 3,4                    Οι παρουσιαζόμενοι ως προφήται της είναι κενοί περιεχομένου, ασκιά φουσκωμένα από αέρα, άνθρωποι που καταφρονούν τον Θεόν και τας εντολάς του. Οι ιερείς της μολύνουν τα άγια του ναού, φέρονται με ασεβειαν απέναντι του νόμου του Κυρίου.

Σοφ. 3,5            ὁ δὲ Κύριος δίκαιος ἐν μέσῳ αὐτῆς καὶ οὐ μὴ ποιήσῃ ἄδικον· πρωΐ πρωΐ δώσει κρίμα αὐτοῦ εἰς φῶς καὶ οὐκ ἀπεκρύβη καὶ οὐκ ἔγνω ἀδικίαν ἐν ἀπαιτήσει καὶ οὐκ εἰς νεῖκος ἀδικίαν.

Σοφ. 3,5                    Ο δε Κυριος, δίκαιος πάντοτε, ευρίσκεται εν μέσω αυτής και δεν θα αδικήση κανένα. Πρωϊ-πρωϊ ωσάν φως θα ανατείλη την δικαιοσύνην του, δεν θα την αποκρύψη από κανένα. Δεν θα ανεχθή όμως την αχόρταστον και θρασείαν αδικίαν· δεν θα επιτρέψη να επικρατήση αυτή πλήρως και μέχρι τέλους.

Σοφ. 3,6            ἐν διαφθορᾷ κατέσπασα ὑπερηφάνους, ἠφανίσθησαν γωνίαι αὐτῶν· ἐξερημώσω τὰς ὁδοὺς αὐτῶν τὸ παράπαν τοῦ μὴ διοδεύειν· ἐξέλιπον αἱ πόλεις αὐτῶν παρὰ τὸ μηδένα ὑπάρχειν μηδὲ κατοικεῖν.

Σοφ. 3,6                    Εκρήμνισα εις καταστροφήν τους υπερηφάνους, εξηφανίσθησαν και εκονιορτοποιήθησαν οι ισχυροί των πύργοι. Θα κάμω εντελώς ερήμους τους δρόμους, ώστε κανείς απολύτως να μη διαβαίνη από αυτούς. Αι πόλεις των θα εκλείψουν· κανείς δεν θα υπάρχη εις αυτάς, κανείς δεν θα κατοική εκεί.

Σοφ. 3,7            εἶπα· πλὴν φοβεῖσθέ με καὶ δέξασθε παιδείαν, καὶ οὐ μὴ ἐξολοθρευθῆτε ἐξ ὀφθαλμῶν αὐτῆς, πάντα ὅσα ἐξεδίκησα ἐπ᾿ αὐτήν· ἑτοιμάζου, ὄρθρισον, ἔφθαρται πᾶσα ἡ ἐπιφυλλὶς αὐτῶν. -

Σοφ. 3,7                    Αλλά εγώ ο Θεός προς τους ευσεβείς είπα· Σεις όμως να με ευλαβήσθε, να δεχθήτε προθύμως τας παιδαγωγικάς μου τιμωρίας και έτσι δεν θα εξολοθρευθήτε από τα μάτια της πόλεως, παρ' όλα όσα εγώ έστειλα προς τιμωρίαν της. Ετοιμάσου, λοιπόν, ξύπνα πρωϊ-πρωϊ, διότι έχουν πλέον καταστραφή οι πονηροί άρχοντες και όλαι αι παραφυάδες των.

Σοφ. 3,8            Διὰ τοῦτο ὑπόμεινόν με, λέγει Κύριος, εἰς ἡμέραν ἀναστάσεώς μου εἰς μαρτύριον· διότι τὸ κρίμα μου εἰς συναγωγὰς ἐθνῶν τοῦ εἰσδέξασθαι βασιλεῖς, τοῦ ἐκχέαι ἐπ᾿ αὐτοὺς πᾶσαν ὀργὴν θυμοῦ μου· διότι ἐν πυρὶ ζήλου μου καταναλωθήσεται πᾶσα ἡ γῆ.

Σοφ. 3,8                    Δια τούτο δείξε υπομονήν, περίμενέ με, λέγει ο Κυριος, έως την ημέραν, κατά την οποίαν θα εξεγερθώ εναντίον αυτών ως μάρτυς κατηγορίας και καταδίκης των. Διότι έχω ήδη αποφασίσει να συγκεντρώσω τα ειδωλολατρικά έθνη με τους βασιλείς των, δια να εκχύσω εναντίον αυτών όλην την οργήν του θυμού μου. Με το πυρ της αγανακτήσεώς μου θα καταστραφή όλη η χώρα.

Σοφ. 3,9            ὅτι τότε μεταστρέψω ἐπὶ λαοὺς γλῶσσαν εἰς γενεὰν αὐτῆς τοῦ ἐπικαλεῖσθαι πάντας τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ δουλεύειν αὐτῷ ὑπὸ ζυγὸν ἕνα.

Σοφ. 3,9                    Τοτε δε θα μεταβάλω τας γλώσσας των λαών εις μίαν, την αρχικήν γλώσσαν, ώστε όλοι να επικαλούνται το όνομα του Κυρίου και να υπηρετούν αυτόν υπό ένα ζυγόν.

Σοφ. 3,10          ἐκ περάτων ποταμῶν Αἰθιοπίας προσδέξομαι ἐν διεσπαρμένοις μου, οἴσουσι θυσίας μοι.

Σοφ. 3,10                  Από τα πέρατα των ποταμών της Αιθιοπίας, από τα άκρα της γης, θα δεχθώ ευμενώς από τους διεσπαρμένους εκεί πιστούς εις εμέ εθνικούς λαούς, και αυτοί θα μου προσφέρουν θυσίας.

Σοφ. 3,11          ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ οὐ μὴ καταισχυνθῇς ἐκ πάντων τῶν ἐπιτηδευμάτων σου, ὧν ἠσέβησας εἰς ἐμέ· ὅτι τότε περιελῶ ἀπὸ σοῦ τὰ φαυλίσματα τῆς ὕβρεώς σου, καὶ οὐκέτι μὴ προσθῇς τοῦ μεγαλαυχῆσαι ἐπὶ τὸ ὄρος τὸ ἅγιόν μου.

Σοφ. 3,11                   Κατά την ευλογημένην εκείνην εποχήν της λυτρώσεως δεν θα κυριευθής από αισχύνην εξ αιτίας των αμαρτωλών έργων σου, με τα οποία άλλοτε εδειξες την ασέβειάν σου προς εμέ. Τοτε εγώ θα αφαιρέσω από σε όλας τας φαύλας πράξεις της υπερηφάνειάς σου· θα γίνης ταπεινόφρων και δεν θα κομπάζης πλέον στο άγιόν μου όρος.

Σοφ. 3,12          καὶ ὑπολείψομαι ἐν σοὶ λαὸν πρᾳΰν καὶ ταπεινόν, καὶ εὐλαβηθήσονται ἀπὸ τοῦ ὀνόματος Κυρίου

Σοφ. 3,12                  Εγώ δε θα αφήσω να κατοική εις την περιοχήν σου λαός πράος και ταπεινός, άνθρωποι οι οποίοι θα ευλαβούνται το όνομα του Κυρίου,

Σοφ. 3,13          οἱ κατάλοιποι τοῦ Ἰσραὴλ καὶ οὐ ποιήσουσιν ἀδικίαν καὶ οὐ λαλήσουσι μάταια, καὶ οὐ μὴ εὑρεθῇ ἐν τῷ στόματι αὐτῶν γλῶσσα δολία, διότι αὐτοὶ νεμήσονται καὶ κοιτασθήσονται, καὶ οὐκ ἔσται ὁ ἐκφοβῶν αὐτούς. -

Σοφ. 3,13                  οι απομείναντες και επανελθόντες από την αιχμαλωσίαν Ισραηλίται, δεν θα διαπράττουν πλέον αδικίας, δεν θα λέγουν ματαιολογίας, δεν θα υπάρχη στο στόμα των γλώσσα δολία. Θα νέμωνται ειρηνικοί τα αγαθά της γης, θα αναπαύονται ήσυχοι και δεν θα υπάρχη κανείς, που θα τους φοβίζη.

Σοφ. 3,14          Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιών, κήρυσσε, θύγατερ Ἱερουσαλήμ· εὐφραίνου καὶ κατατέρπου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου, θύγατερ Ἱερουσαλήμ.

Σοφ. 3,14                  Χαίρε παρά πολύ, κόρη μου Σιών, κήρυξε αυτήν την χαράν σου, ω θυγάτηρ μου Ιερουσαλήμ. Ευφραίνου, απόλαυσε με όλην σου την καρδίαν τας πλέον μεγάλας και ωραίας τέρψεις, κόρη μου Ιερουσαλήμ.

Σοφ. 3,15          περιεῖλε Κύριος τὰ ἀδικήματά σου, λελύτρωταί σε ἐκ χειρὸς ἐχθρῶν σου· βασιλεὺς Ἰσραὴλ Κύριος ἐν μέσῳ σου, οὐκ ὄψῃ κακὰ οὐκέτι.

Σοφ. 3,15                  Διότι ο Κυριος αφήρεσε πλέον τα αδικήματά σου, σε έχει λυτρώσει από τας χείρας των εχθρών σου. Ο Κυριος, ο βασιλεύς του ισραηλιτικού λαού, ευρίσκεται εν μέσω σου. Δεν θα ίδης πλέον συμφοράς και θλίψεις.

Σοφ. 3,16          ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐρεῖ Κύριος τῇ Ἱερουσαλήμ· θάρσει, Σιών, μὴ παρείσθωσαν αἱ χεῖρές σου·

Σοφ. 3,16                  Κατά την ωραίαν και χαρμόσυνον εκείνην εποχήν ο Κυριος θα είπη προς την Ιερουσαλήμ· Εχε θάρρος Σιών, ας μη παραλύσουν από φόβον και δειλίαν τα χέρια σου.

Σοφ. 3,17          Κύριος ὁ Θεός σου ἐν σοί, δύνατὸς σώσει σε, ἐπάξει ἐπὶ σὲ εὐφροσύνην καὶ καινιεῖ σε ἐν τῇ ἀγαπήσει αὐτοῦ καὶ εὐφρανθήσεται ἐπὶ σὲ ἐν τέρψει ὡς ἐν ἡμέρᾳ ἑορτῆς.

Σοφ. 3,17                  Διότι, Κυριος ο Θεός σου, που ευρίσκεται εις την περιοχήν σου, είναι ισχυρός και θα σε σώση. Θα σε πλημμυρίση με ευφροσύνην, θα σε ανακαινίση με την άπειρον αγάπην του. Θα ευφρανθή και ο ίδιος δια την ίδικήν σου χαράν και ευφροσύνην, όπως κατά τας χαρμοσύνους ημέρας των πανηγύρεων.

Σοφ. 3,18          καὶ συνάξω τοὺς συντετριμμένους σου. οὐαί, τίς ἔλαβεν ἐπ᾿ αὐτὴν ὀνειδισμόν;

Σοφ. 3,18                  Θα συγκεντρώσω, λέγει ο Κυριος, όλους τους συντετριμμένους, που θα έχουν επανέλθει από την εξορίαν. Αλλοίμονον! Ποιός όμως ετόλμησε και ύβρισε και εξηυτέλισε την πόλιν αυτήν; Θα τιμωρηθή.

Σοφ. 3,19          ἰδοὺ ἐγὼ ποιῶ ἐν σοὶ ἕνεκέν σου ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, λέγει Κύριος, καὶ σώσω τὴν ἐκπεπιεσμένην, καὶ τὴν ἀπωσμένην εἰσδέξομαι, καὶ θήσομαι αὐτοὺς εἰς καύχημα καὶ ὀνομαστοὺς ἐν πάσῃ τῇ γῇ.

Σοφ. 3,19                  Ιδού, εγώ θα κάμω θαυμαστά έργα κατά την εποχήν εκείνην προς χάριν σου, λέγει ο Κυριος. Θα σώσω την καταπιεσθείσαν πόλιν από τους εχθρούς. Θα υποδεχθώ με στοργήν τους από την εξορίαν επανερχομένους Ιοραηλίτας. Θα τους αναδείξω και θα τους καταστήσω καύχημα και ονομαστούς εις όλην την οικουμένην.

Σοφ. 3,20          καὶ καταισχυνθήσονται ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὅταν καλῶς ὑμῖν ποιήσω, καὶ ἐν τῷ καιρῷ, ὅταν εἰσδέξωμαι ὑμᾶς· διότι δώσω ὑμᾶς ὀνομαστοὺς καὶ εἰς καύχημα ἐν πᾶσι τοῖς λαοῖς τῆς γῆς ἐν τῷ ἐπιστρέφειν με τήν αἰχμαλωσίαν ὑμῶν ἐνώπιον ὑμῶν, λέγει Κύριος.

Σοφ. 3,20                 Ολοι δε οι εχθροί σου κατά την εποχήν εκείνην θα καταισχυνθούν, όταν εγώ πλουσίως σας ευεργετήσω και σας δοξάσω κατά τον καιρόν εκείνον, που θα σας υποδεχθώ επανερχομένους από την εξορίαν. Θα σας κάμω ονομαστούς και ενδόξους μεταξύ όλων των λαών της γης, όταν θα επαναφέρω ενώπιόν σας ελευθέρους και λυτρωμένους τους εκ της αιχμαλωσίας, λέγει ο Κυριος.