ΝΕΕΜΙΑΣ

 

ΝΕΕΜΙΑΣ 1

 

Νεεμ. 1,1           Λόγοι Νεεμία υἱοῦ Ἀχαλία, καὶ ἐγένετο ἐν μηνὶ Χασελεῦ ἔτους εἰκοστοῦ καὶ ἐγὼ ἤμην ἐν Σουσὰν ἀβιρά,

Νεεμ. 1,1                   Λογοι και έργα του Νεεμίου, υιού του Αχαλία. Κατά τον μήνα Χασελεύ και το εικοστόν έτος της βασιλείας του Αρταξέρξου ευρισκόμην εγώ εις τα Σούσα, στο ωχυρωμένον βασιλικόν ανάκτορον.

Νεεμ. 1,2           καὶ ἦλθεν Ἀνανὶ εἷς ἀπὸ ἀδελφῶν μου, αὐτὸς καὶ ἄνδρες Ἰούδα, καὶ ἠρώτησα αὐτοὺς περὶ τῶν σωθέντων, οἳ κατελείφθησαν ἀπὸ τῆς αἰχμαλωσίας καὶ περὶ Ἱερουσαλήμ,

Νεεμ. 1,2                   Ηλθε τότε προς εμέ ο Ανανί, ένας από τους αδελφούς μου, μαζή δέ με αυτόν και μερικοί άλλοι άνδρες της φυλής Ιούδα, και τους ηρώτησα δια τους απομείναντας εκ της αιχμαλωσίας και τους επαναπατρισθέντας Ιουδαίους, καθώς και δια την Ιερουσαλήμ.

Νεεμ. 1,3           καὶ εἴποσαν πρός με· οἱ καταλειπόμενοι οἱ καταλειφθέντες ἀπὸ τῆς αἰχμαλωσίας ἐκεῖ ἐν τῇ χώρᾳ ἐν πονηρίᾳ μεγάλῃ καὶ ἐν ὀνειδισμῷ, καὶ τείχη Ἱερουσαλὴμ καθῃρημένα, καὶ αἱ πύλαι αὐτῆς ἐνεπρήσθησαν ἐν πυρί.

Νεεμ. 1,3                   Εκείνοι μου απήντησαν· “οι απομείναντες και οι ελευθερωθέντες από την αιχμαλωσίαν ευρίσκονται τώρα εις την χώραν της Ιουδαίας υπό το κράτος μεγάλης θλίψεως και εξευτελισμού, διότι τα τείχη της Ιερουσαλήμ είναι κρημνισμένα, αι δε πύλαι αυτής έχουν κατακαή”.

Νεεμ. 1,4           καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἀκοῦσαί με τοὺς λόγους τούτους ἐκάθισα καὶ ἔκλαυσα καὶ ἐπένθησα ἡμέρας καὶ ἤμην νηστεύων καὶ προσευχόμενος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ

Νεεμ. 1,4                   Οταν εγώ ήκουσα τα λόγια αυτά, εκάθησα και έκλαυσα, επένθησα επί αρκετάς ημέρας, ενήστευσα και προσηυχόμην ενώπιον του Θεού του ουρανού.

Νεεμ. 1,5           καὶ εἶπα· μὴ δή, Κύριε ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ, ὁ ἰσχυρός, ὁ μέγας καὶ φοβερός, φυλάσσων τὴν διαθήκην καὶ τὸ ἔλεός σου τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτὸν καὶ τοῖς φυλάσσουσι τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ·

Νεεμ. 1,5                   Και είπα· Κυριε, συ ο οποίος είσαι ο Θεός του ουρανού, μη απόστρεψης το πρόσωπόν σου με οργήν από ημάς. Συ είσαι ο ισχυρός, ο μέγας, ο φοβερός, συ τηρείς την υπόσχεσίν σου και παρέχστο έλεός σου εις εκείνους, οι οποίοι σε αγαπούν και εφαρμόζουν τας εντολάς σου. Αλλά επίβλεψον με ευμένειαν προς ημάς.

Νεεμ. 1,6           ἔστω δὴ τὸ οὖς σου προσέχον καὶ οἱ ὀφθαλμοί σου ἀνεῳγμένοι τοῦ ἀκοῦσαι προσευχὴν τοῦ δούλου σου, ἣν ἐγὼ προσεύχομαι ἐνώπιόν σου σήμερον ἡμέραν καὶ νύκτα περὶ υἱῶν Ἰσραὴλ δούλων σου. καὶ ἐξαγορεύσω ἐπὶ ἁμαρτίαις υἱῶν Ἰσραήλ, ἃς ἡμάρτομέν σοι. καὶ ἐγὼ καὶ ὁ οἶκος πατρός μου ἡμάρτομεν·

Νεεμ. 1,6                   Ας είναι τα αυτιά σου προσεκτικά και οι οφθαλμοί σου ανοικτοί εις την προσευχήν, την οποίαν εγώ πάντοτε ενώπιόν σου απευθύνω ημέραν και νύκτα, δια τους δούλους σου τους Ισραηλίτας. Θα εξομολογηθώ τας αμαρτίας των Ισραηλιτών, τας οποίας όλοι διεπράξαμεν. Και εγώ προσωπικώς και ο οίκος του πατρός μου, ημαρτήσαμεν ενώπιόν σου.

Νεεμ. 1,7           διαλύσει διελύσαμεν πρός σε· καὶ οὐκ ἐφυλάξαμεν τὰς ἐντολὰς καὶ τὰ προστάγματα καὶ τὰ κρίματα, ἃ ἐνετείλω τῷ Μωυσῇ παιδί σου.

Νεεμ. 1,7                   Με απεριγραπτον ασέβειαν εφέρθημεν προς σέ. Δεν ετηρήσαμεν τας εντολάς σου και τα προστάγματά σου και τους νόμους σου, όσα συ δια μέσου του Μωϋσέως, του δούλου σου, διέταξες.

Νεεμ. 1,8           μνήσθητι δὴ τὸν λόγον, ὃν ἐνετείλω τῷ Μωυσῇ παιδί σου λέγων· ὑμεῖς ἐὰν ἀσυνθετήσητε, ἐγὼ διασκορπιῶ ὑμᾶς ἐν τοῖς λαοῖς·

Νεεμ. 1,8                   Ενθυμήσου, λοιπόν, Κυριε, τον λόγον, τον οποίον δια του δούλου σου του Μωϋσέως διέταξες λέγων· “εάν σεις παραβήτε τας εντολάς μου, εγώ θα σας διασκορπίσω ανάμεσα εις ξένους λαούς.

Νεεμ. 1,9           καὶ ἐὰν ἐπιστρέψητε πρός με καὶ φυλάξητε τὰς ἐντολάς μου καὶ ποιήσητε αὐτάς, ἐὰν ᾖ ἡ διασπορὰ ὑμῶν ἀπ᾿ ἄκρου τοῦ οὐρανοῦ, ἐκεῖθεν συνάξω αὐτοὺς καὶ εἰσάξω αὐτοὺς εἰς τὸν τόπον, ὃν ἐξελεξάμην κατασκηνῶσαι τὸ ὄνομά μου ἐκεῖ.

Νεεμ. 1,9                   Εάν όμως μετανοήσετε και επιστρέψετε προς εμέ και τηρήσετε τας εντολάς μου και εφαρμόσετε αυτάς, έστω και εάν ήσθε διασκορπισμένοι εις τα άκρα του ουρανού, εγώ και από εκεί θα σας συγκεντρώσω πάλιν και θα σας επαναφέρω στον τόπον, τον οποίον εξέλεξα να κατοική και να δοξάζεται εκεί το Ονομά μου.

Νεεμ. 1,10         καὶ αὐτοὶ παῖδές σου καὶ λαός σου, οὓς ἐλυτρώσω ἐν τῇ δυνάμει σου τῇ μεγάλῃ καὶ ἐν τῇ χειρί σου τῇ κραταιᾷ.

Νεεμ. 1,10                 Δούλοι σου και λαός σου είναι αυτοί, τους οποίους συ απηλευθέρωσες από την αιχμαλωσίαν με την παντοδυναμίαν σου και με την ακατανίκητον δεξιάν σου.

Νεεμ. 1,11         μὴ δή, Κύριε· ἀλλὰ ἔστω τὸ οὖς σου προσέχον εἰς τὴν προσευχὴν τοῦ δούλου σου καὶ εἰς τὴν προσευχὴν παίδων σου τῶν θελόντων φοβεῖσθαι τὸ ὄνομά σου· καὶ εὐόδωσον δὴ τῷ παιδί σου σήμερον καὶ δὸς αὐτὸν εἰς οἰκτιρμοὺς ἐνώπιον τοῦ ἀνδρὸς τούτου. καὶ ἐγὼ ἤμην οἰνοχόος τῷ βασιλεῖ.

Νεεμ. 1,11                  Μη, λοιπόν, Κυριε, μας εγκατάλείψης τώρα. Αλλά ας είναι τα αυτιά σου προσεκτικά εις την προσευχήν εμού του δούλου σου και εις την προσευχήν των δούλων σου των Ιουδαίων, οι οποίοι θέλουν να ευλαβούνται το Ονομά σου. Ευώδωσε, σε παρακαλώ, σήμερον εμέ τον δούλον σου και δώρισε εις εμέ την χάριν σου, ώστε να εύρω έλεος και ευμενή υποδοχήν ενώπιον του βασιλέως τούτου”. Τοτε ήμην εγώ αρχιοινοχόος του βασιλέως.

 

 

ΝΕΕΜΙΑΣ 2

 

Νεεμ. 2,1           Καὶ ἐγένετο ἐν μηνὶ Νισὰν ἔτους εἰκοστοῦ Ἀρθασασθὰ βασιλεῖ καὶ ἦν ὁ οἶνος ἐνώπιον ἐμοῦ, καὶ ἔλαβον τὸν οἶνον καὶ ἔδωκα τῷ βασιλεῖ, καὶ οὐκ ἦν ἕτερος ἐνώπιον αὐτοῦ.

Νεεμ. 2,1                   Κατά τον μήνα Νισάν του εικοστού έτους της βασιλείας του Αρταξέρξου ευρίσκετο ενώπιόν μου ο οίνος, τον οποίον επρόκειτο να δώσω στον βασιλέα. Επήρα, λοιπόν, τον οίνον αυτόν και τον προσέφερα στον βασιλέα. Κανένας άλλος δεν ευρίσκετο την ώραν εκείνην ενώπιον του βασιλέως.

Νεεμ. 2,2           καὶ εἶπέ μοι ὁ βασιλεύς· διατί τὸ πρόσωπόν σου πονηρὸν καὶ οὐκ εἶ μετριάζων; καὶ οὐκ ἔστι τοῦτο, εἰ μὴ πονηρία καρδίας. καὶ ἐφοβήθην πολὺ σφόδρα,

Νεεμ. 2,2                  Ο βασιλεύς με ηρώτησε· “διατί το πρόσωπόν σου είναι σκυθρωπόν και δεν είσαι ειρηνικός; Τούτο δεν είναι τίποτε άλλο παρά κάποια ταραχή εις την καρδίαν σου”. Από τον λόγον αυτόν του βασιλέως εφοβήθηκα πάρα πολύ.

Νεεμ. 2,3           καὶ εἶπα τῷ βασιλεῖ· ὁ βασιλεὺς εἰς τὸν αἰῶνα ζήτω· διατί οὐ μὴ γένηται πονηρὸν τὸ πρόσωπόν μου, διότι ἡ πόλις, οἶκος μνημείων πατέρων μου, ἠρημώθη καὶ αἱ πύλαι αὐτῆς κατεβρώθησαν ἐν πυρί;

Νεεμ. 2,3                  Αλλά απήντησα στον βασιλέα· “ας ζήση χρόνους πολλούς ο βασιλεύς. Πως να μη είναι περίλυπον το πρόσωπόν μου, αφού η πόλις, όπου υπάρχουν οι τάφοι των προγόνων μου, είναι ερημωμένη και αι πύλαι της πόλεως αυτής έχουν καταφαγωθή από το πυρ;”

Νεεμ. 2,4           καὶ εἶπέ μοι ὁ βασιλεύς· περὶ τίνος τοῦτο σὺ ζητεῖς; καὶ προσηυξάμην πρὸς τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ

Νεεμ. 2,4                  Ο βασιλεύς με ηρώτησε· “τι είναι αυτό, το οποίον συ ζητείς;” Εγώ προσηυχήθην εσωτερικώς προς τον Θεόν του ουρανού

Νεεμ. 2,5           καὶ εἶπα τῷ βασιλεῖ· εἰ ἐπὶ τὸν βασιλέα ἀγαθόν, καὶ εἰ ἀγαθυνθήσεται ὁ παῖς σου ἐνώπιόν σου ὥστε πέμψαι αὐτὸν ἐν Ἰούδᾳ εἰς πόλιν μνημείων πατέρων μου, καὶ ἀνοικοδομήσω αὐτήν.

Νεεμ. 2,5                  και είπα στον βασιλέα· “εάν ο βασιλεύς το ευρίσκη καλόν και εάν εγώ ο δούλος σου απολαμβάνω την αγαθότητά σου και την ευμένειάν σου, ζητώ να με αποστείλης εις την Ιουδαίαν, εις την πόλιν Ιερουσαλήμ, όπου υπάρχουν οι τάφοι των προγόνων μου, δια να την ανοικοδομήσω”.

Νεεμ. 2,6           καὶ εἶπέ μοι ὁ βασιλεὺς καὶ ἡ παλλακὴ ἡ καθημένη ἐχόμενα αὐτοῦ· ἕως πότε ἔσται ἡ πορεία σου καὶ πότε ἐπιστρέψεις; καὶ ἠγαθύνθη ἐνώπιον τοῦ βασιλέως, καὶ ἀπέστειλέ με, καὶ ἔδωκα αὐτῷ ὅρον,

Νεεμ. 2,6                  Ο βασιλεύς, πλησίον του οποίου εκάθητο η δευτέρας σειράς σύζυγός του, με ηρώτησε· “πόσον θα διαρκέση η πορεία σου; Και πότε θα επιστρέψης;” Ο βασιλεύς έδειξεν ευμένειαν απέναντί μου, ενέκρινε το ταξίδιόν μου και μου έδωσε την άδειαν να αναχωρήσω. Εγώ δε ώρισα τον χρόνον της επανόδου μου.

Νεεμ. 2,7           καὶ εἶπα τῷ βασιλεῖ· εἰ ἐπὶ τὸν βασιλέα ἀγαθόν, δότω μοι ἐπιστολὰς πρὸς τοὺς ἐπάρχους πέραν τοῦ ποταμοῦ ὥστε παραγαγεῖν με, ἕως ἔλθω ἐπὶ Ἰούδαν,

Νεεμ. 2,7                  Και είπα στον βασιλέα· “εάν φαίνεται καλόν και αγαθόν στον βασιλέα, ας μου δώση συστατικάς επιστολάς προς τους πέραν του ποταμού Ευφράτου διοικητάς, ώστε να με αφήσουν να περάσω, έως ότου φθάσω εις την Ιουδαίαν.

Νεεμ. 2,8           καὶ ἐπιστολὴν ἐπὶ Ἀσὰφ φύλακα τοῦ παραδείσου, ὅς ἐστι τῷ βασιλεῖ, ὥστε δοῦναί μοι ξύλα στεγάσαι τὰς πύλας καὶ εἰς τὸ τεῖχος τῆς πόλεως καὶ εἰς οἶκον, ὃν εἰσελεύσομαι εἰς αὐτόν. καὶ ἔδωκέ μοι ὁ βασιλεὺς ὡς χεὶρ Θεοῦ ἡ ἀγαθή.

Νεεμ. 2,8                  Και μίαν άλλην επιστολήν προς τον Ασάφ, τον φύλακα του δάσους, που ανήκει εις σε τον βασιλέα, ώστε να μου δώση ξύλα να στεγάσω τας πύλας του τείχους και δι' αυτό τούτο το τείχος της πόλεως και δια τον ιδικόν μου οίκον, στον οποίον θα εγκατασταθώ”. Ο βασιλεύς μου έδωσε τας επιστολάς αυτάς και τούτο, διότι το αγαθόν και προστατευτικόν χέρι του Θεού ήτο επάνω μου.

Νεεμ. 2,9           καὶ ἦλθον πρὸς τοὺς ἐπάρχους πέραν τοῦ ποταμοῦ καὶ ἔδωκα αὐτοῖς τὰς ἐπιστολὰς τοῦ βασιλέως, καὶ ἀπέστειλε μετ᾿ ἐμοῦ ὁ βασιλεὺς ἀρχηγοὺς δυνάμεως καὶ ἱππεῖς.

Νεεμ. 2,9                  Ηλθα στους διοικητάς του βασιλέως, που ευρίσκοντο εις την πέραν του ποταμού Ευφράτου χώραν, και παρέδωκα προς αυτούς τας επιστολάς του βασιλέως. Ο δε βασιλεύς είχε στείλει μαζή μου στρατιωτικούς αρχηγούς και ιππείς.

Νεεμ. 2,10         καὶ ἤκουσε Σαναβαλλὰτ ὁ Ἀρωνὶ καὶ Τωβία ὁ δοῦλος Ἀμμωνί, καὶ πονηρὸν αὐτοῖς ἐγένετο ὅτι ἥκει ὁ ἄνθρωπος ζητῆσαι ἀγαθὸν τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ.

Νεεμ. 2,10                Οταν επληροφορήθη ο Σαναβαλλάτ, ο Αρωνίτης και ο Τωβίας ο δούλος του ο Αμμωνίτης αυτά, ότι δηλαδή ήλθεν άνθρωπος από την Περσίαν να βοηθήση τους Ισραηλίτας, τα εθεώρησαν πολύ κακά.

Νεεμ. 2,11         Καὶ ἦλθον εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ ἤμην ἐκεῖ ἡμέρας τρεῖς.

Νεεμ. 2,11                 Εγώ ήλθα εις την Ιερουσαλήμ και ανεπαύθην εκεί τρεις ημέρας.

Νεεμ. 2,12         καὶ ἀνέστην νυκτὸς ἐγὼ καὶ ἄνδρες ὀλίγοι μετ᾿ ἐμοῦ· καὶ οὐκ ἀπήγγειλα ἀνθρώπῳ τί ὁ Θεὸς δίδωσιν εἰς καρδίαν μου τοῦ ποιῆσαι μετὰ τοῦ Ἰσραήλ, καὶ κτῆνος οὐκ ἔστι μετ᾿ ἐμοῦ, εἰ μὴ τὸ κτῆνος, ᾧ ἐγὼ ἐπιβαίνω ἐπ᾿ αὐτῷ.

Νεεμ. 2,12                Κατόπιν κατά την νύκτα εσηκώθηκα εγώ και ολίγοι άνδρες, οι οποίοι ήσαν μαζή μου. Δεν εγνωστοποίησα όμως εις κανένα άνθρωπον, ποίας αποφάσεις είχε θέσει ο Θεός εις την καρδίαν μου, δια να τας πραγματοποιήσω εις όφελος του ισραηλιτικού λαού. Κανένα άλλο μεταγωγικόν ζώον δεν είχα, πλην εκείνου στο οποίον εγώ επέβαινα.

Νεεμ. 2,13         καὶ ἐξῆλθον ἐν πύλῃ τοῦ Γωληλὰ καὶ πρὸς στόμα πηγῆς τῶν συκῶν καὶ εἰς πύλην τῆς κοπρίας καὶ ἤμην συντρίβων ἐν τῷ τείχει Ἱερουσαλήμ, ὃ αὐτοὶ καθαιροῦσι καὶ πύλαι αὐτῆς κατεβρώθησαν πυρί.

Νεεμ. 2,13                Εβγήκα, λοιπόν, από την πύλην του τείχους, η οποία ωνομάζετο Γωληλά και διηυθύνθην στο στόμιον της πηγής των συκιών προς την πύλην της κοπρίας. Εκεί παρέμεινα και παρατηρούσα το τείχος της Ιερουσαλήμ, το οποίον εκείνοι είχαν κρημνίσει και τας πύλας της, αι οποίαι είχαν καταφαγωθή από το πυρ.

Νεεμ. 2,14         καὶ παρῆλθον ἐπὶ πύλην τοῦ Ἀΐν καὶ εἰς κολυμβήθραν τοῦ βασιλέως, καὶ οὐκ ἦν τόπος τῷ κτήνει παρελθεῖν ὑποκάτω μου.

Νεεμ. 2,14                Ηλθα εις την πύλην Αν και εις την δεξαμένην του βασιλέως. Δεν υπήρχεν όμως δίοδος να πέραση το υποζύγιον, επί του οποίου εγώ επέβαινα.

Νεεμ. 2,15         καὶ ἤμην ἀναβαίνων ἐν τῷ τείχει χειμάῤῥου νυκτὸς καὶ ἤμην συντρίβων ἐν τῷ τείχει, καὶ ἤμην ἐν πύλῃ τῆς φάραγγος καὶ ἐπέστρεψα.

Νεεμ. 2,15                Από εκεί, εν καιρώ νυκτός, ανέβηκα στο τείχος, το οποίον ήτο πλησίον του χειμάρρου. Εκεί παρέμεινα και παρετήρουν το τείχος. Κατόπιν δια της πύλης της φάραγγος επέστρεψα εκεί, από όπου εξεκίνησα.

Νεεμ. 2,16         τότε οἱ φυλάσσοντες οὐκ ἔγνωσαν τί ἐπορεύθην καὶ τί ἐγὼ ποιῶ, καὶ τοῖς Ἰουδαίοις καὶ τοῖς ἱερεῦσι καὶ τοῖς ἐντίμοις καὶ τοῖς στρατηγοῖς καὶ τοῖς καταλοίποις τοῖς ποιοῦσι τὰ ἔργα, ἕως τότε οὐκ ἀπήγγειλα.

Νεεμ. 2,16                Οι φρουροί δεν κατώρθωσαν να μάθουν, που μετέβην και τι έκαμα. Μέχρι δε εκείνης της ώρας δεν είχα ανακοινώσει τίποτε στους Ιουδαίους, στους ιερείς, στους επισήμους, στους αρχηγούς, ούτε και στον υπόλοιπον λαόν, οι οποίοι ησχολούντο με τα έργα.

Νεεμ. 2,17         καὶ εἶπα πρὸς αὐτούς· ὑμεῖς βλέπετε τὴν πονηρίαν ταύτην, ἐν ᾗ ἐσμεν ἐν αὐτῇ, πῶς Ἱερουσαλὴμ ἔρημος καὶ αἱ πύλαι αὐτῆς ἐδόθησαν πυρί· δεῦτε καὶ διοικοδομήσωμεν τὸ τεῖχος Ἱερουσαλήμ, καὶ οὐκ ἐσόμεθα ἔτι ὄνειδος.

Νεεμ. 2,17                Είπα μόνον εις αυτούς· “Βλέπετε σεις την θλιβεράν αυτήν κατάστασιν εις την οποίαν ευρισκόμεθα. Πως δηλαδή η Ιερουσαλήμ είναι ερημωμένη και αι πύλαι αυτής έχουν παραδοθή εις την φωτιάν. Εμπρός, λοιπόν, να ανοικοδομήσωμεν το τείχος της Ιερουσαλήμ, ώστε να μη είμεθα πλέον αντικείμενον εξευτελισμού και εμπαιγμού”.

Νεεμ. 2,18         καὶ ἀπήγγειλα αὐτοῖς τὴν χεῖρα τοῦ Θεοῦ, ἥ ἐστιν ἀγαθὴ ἐπ᾿ ἐμέ, καὶ τοὺς λόγους τοῦ βασιλέως, οὓς εἶπέ μοι, καὶ εἶπα· ἀναστῶμεν καὶ οἰκοδομήσωμεν. καὶ ἐκραταιώθησαν αἱ χεῖρες αὐτῶν εἰς τὸ ἀγαθόν.

Νεεμ. 2,18                Τοτε διηγήθην εις αυτούς ότι το προστατευτικόν χέρι του Θεού ευρίσκεται επάνω μου και τους ανέφερα τους λόγους του βασιλέως, αυτούς τους οποίους εκείνος μου είπε. Και τους είπα· “Ας οηκωθώμεν και ας ανοικοδομήσωμεν τα τείχη”. Επειτα από τα λόγιά μου αυτά ενεθαρρύνθησαν και ενισχύθησαν αυτοί στο καλόν τούτο έργον.

Νεεμ. 2,19         καὶ ἤκουσε Σαναβαλλὰτ ὁ Ἀρωνὶ καὶ Τωβία ὁ δοῦλος ὁ Ἀμμωνὶ καὶ Γησὰμ ὁ Ἀραβὶ καὶ ἐξεγέλασαν ἡμᾶς καὶ ἦλθον ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ εἶπαν· τί τὸ ῥῆμα τοῦτο, ὃ ὑμεῖς ποιεῖτε; ᾖ ἐπὶ τὸν βασιλέα ὑμεῖς ἀποστατεῖτε;

Νεεμ. 2,19                Οταν όμως επληροφρήθησαν τούτο ο Σαναδολλάτ ο Αρωνίτης και Τωβίας ο Αμμωνίτης ο δούλος και Γησάμ ο καταγόμενος από την Αραβίαν, μας ενέπαιξαν, ήλθον προς ημάς και μας είπαν· Τι είναι αυτό το οποίον σεις κάμνετε; Επαναστατείτε λοιπόν εναντίον του βασιλέως;

Νεεμ. 2,20         καὶ ἐπέστρεψα αὐτοῖς λόγον καὶ εἶπα αὐτοῖς· ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ, αὐτὸς εὐοδώσει ἡμῖν, καὶ ἡμεῖς δοῦλοι αὐτοῦ καθαροί, καὶ οἰκοδομήσομεν· καὶ ὑμῖν οὐκ ἔστι μερὶς καὶ δικαιοσύνη καὶ μνημόσυνον ἐν Ἱερουσαλήμ.

Νεεμ. 2,20               Απήντησα προς αυτούς και τους είπα. Ο Θεός του ουρανού, αυτός θα κατευοδώση το έργον μας, διότι ημείς είμεθα οι αληθινοί και καθαροί δούλοι του και θα ανοικοδομήσωμεν την πόλιν μας. Σεις δεν έχετε κανένα μερίδιον εις αυτήν και κανένα δικαίωμα δια σας, άλλωστε, κανείς ποτέ λόγος δεν έγινεν εις την πόλιν της Ιερουσαλήμ.

 

 

ΝΕΕΜΙΑΣ 3

 

Νεεμ. 3,1           Καὶ ἀνέστη Ἐλιασοὺβ ὁ ἱερεὺς ὁ μέγας καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ οἱ ἱερεῖς καὶ ᾠκοδόμησαν τὴν πύλην τὴν προβατικήν. αὐτοὶ ἡγίασαν αὐτὴν καὶ ἔστησαν θύρας αὐτῆς καὶ ἕως πύργου τῶν ἑκατὸν ἡγίασαν ἕως πύργου Ἀναμεὴλ

Νεεμ. 3,1                   Εσηκώθη πρώτος ο αρχιερεύς Ελιασούβ και οι συγγενείς αυτού ιερείς και ανοικοδόμησαν την πύλην του τείχου την λεγομένην προβατικήν. Αυτοί έθεσα τας θύρας της και την καθιέρωσαν από του πύργου των εκατόν έως του πύργοι του Αναμεήλ.

Νεεμ. 3,2           καὶ ἐπὶ χεῖρας ἀνδρῶν υἱῶν Ἱεριχὼ καὶ ἐπὶ χεῖρας υἱῶν Ζακχούρ, υἱοῦ Ἀμαρί.

Νεεμ. 3,2                  Πλησίον αυτών ειργάσθησαν δια την ανοικοδόμησιν του τείχου άνδρες εκ της πόλεως Ιεριχώ, πλησίον δε των ανδρών αυτών ειργάσθησαν κα τα παιδιά του Ζακχούρ, υιού του Αμαρί.

Νεεμ. 3,3           καὶ τὴν πύλην τὴν ἰχθυηρὰν ᾠκοδόμησαν υἱοὶ Ἀσανά· αὐτοὶ ἐστέγασαν αὐτὴν καὶ ἔστησαν θύρας αὐτῆς καὶ κλεῖθρα αὐτῆς καὶ μοχλοὺς αὐτῆς.

Νεεμ. 3,3                  Την πύλην του τείχους, η οποία ελέγετο ιχθυηρά, ανοικοδόμησαν οι υιοί του Ασανά. Οι ίδιοι την εστέγασαν, ετοποθέτησαν τας θύρας της και έθεσαν τα κλειδιά και τους μοχλούς της.

Νεεμ. 3,4           καὶ ἐπὶ χεῖρα αὐτῶν κατέσχεν ἀπὸ Ῥαμὼθ υἱὸς Οὐρία, υἱοῦ Ἀκκώς. καὶ ἐπὶ χεῖρα αὐτῶν κατέσχε Μοσολλὰμ υἱὸς Βαραχίου υἱοῦ Μαζεβήλ, καὶ ἐπὶ χεῖρα αὐτῶν κατέσχε Σαδὼκ υἱὸς Βαανά.

Νεεμ. 3,4                  Πλησίον αυτών ειργάσθη ο Ραμώθ, υιός του Ουρία, υιού του Ακκώς. Πλησίον πάλιν αυτώ ειργάσθησαν ο Μοσολλάμ υιός του Βαραχίου, υιού του Μαζεβήλ. Και κοντά ει αυτούς ειργάσθη ο Σαδώκ, υιός του Βαανά.

Νεεμ. 3,5           καὶ ἐπὶ χεῖρα αὐτῶν κατέσχοσαν οἱ Θεκωΐμ, καὶ ἀδωρηὲμ οὐκ εἰσήνεγκαν τράχηλον αὐτῶν εἰς δουλείαν αὐτῶν.

Νεεμ. 3,5                  Πλησίον αυτών ειργάσθησαν ο κάτοικοι της Θεκωέ. Οι αρχηγοί όμως αυτών δεν επροθυμοποιήθησαν να προσφέρουν την συνδρομήν των εις την εργασία αυτήν.

Νεεμ. 3,6           καὶ τὴν πύλην Ἰασαναΐ ἐκράτησαν Ἰωϊδὰ υἱὸς Φασὲκ καὶ Μεσουλὰμ υἱὸς Βασωδία· αὐτοὶ ἐστέγασαν αὐτὴν καὶ ἔστησαν θύρας αὐτῆς καὶ κλεῖθρα αὐτῆς καὶ μοχλοὺς αὐτῆς.

Νεεμ. 3,6                  Την πύλην του τείχους, η οποία ωνομάζετο Ιασαναΐ (δηλαδή παλαιά), επεσκεύασαν ο Ιωϊδάα υιός του Φασέκ, και ο Μεσουλάμ υιός του Βασωδία. Αυτοί τη εστέγασαν, ετοποθέτησαν τας θύρας της, τα κλειδιά της και τους μοχλούς της.

Νεεμ. 3,7           καὶ ἐπὶ χεῖρα αὐτῶν ἐκράτησαν Μαλτίας ὁ Γαβαωνίτης καὶ Εὐάρων ὁ Μηρωνωθίτης, ἄνδρες τῆς Γαβαὼν καὶ τῆς Μασφὰ ἕως θρόνου τοῦ ἄρχοντος τοῦ πέραν τοῦ ποταμοῦ,

Νεεμ. 3,7                  Πλησίον αυτών ειργάσθησαν ο Μαλτίας, ο οποίος κατήγετο από την πόλιν Γαβαωων, ο Ευάρων που κατήγετο από την πόλιν Μηρωνώθ. Οι άνδρες της Γαβαών και της Μασφά ειργάσθησαν μέχρι του διοικητηρίου, όπου είχε την έδραν του ο πέραν του ποταμού Ευφράτου διοικητής.

Νεεμ. 3,8           καὶ παρ᾿ αὐτὸν παρησφαλίσατο Ὀζιὴλ υἱὸς Ἀραχίου πυρωτῶν. καὶ ἐπὶ χεῖρα αὐτῶν ἐκράτησεν Ἀνανίας υἱὸς τοῦ Ῥωκεΐμ, καὶ κατέλιπον Ἱερουσαλὴμ ἕως τοῦ τείχους τοῦ πλατέος.

Νεεμ. 3,8                  Παραπλεύρως προς αυτόν ειργάσθη ο Οζιήλ ο υιός του Αραχίου, ένας από τους χρυσοχόους. Πλησίον αυτών ειργάσθη ο Ανανίας, ο υιός του Ρωκεΐμ. Αφήκαν όμως ένα μέρος της αρχαίας πόλεως Ιερουσαλήμ μέχρι του πλατέος τείχους.

Νεεμ. 3,9           καὶ ἐπὶ χεῖρα αὐτῶν ἐκράτησε Ῥαφαΐα υἱὸς Σούρ, ἄρχων ἡμίσους περιχώρου Ἱερουσαλήμ.

Νεεμ. 3,9                  Πλησίον αυτών ειργάσθη ο Ραφαΐα υιός του Σούρ, αρχηγός της ημισείας περιοχής της Ιερουσαλήμ.

Νεεμ. 3,10         καὶ ἐπὶ χεῖρα αὐτῶν ἐκράτησεν Ἰεδαΐα υἱὸς Ἐρωμὰφ καὶ κατέναντι οἰκίας αὐτοῦ. καὶ ἐπὶ χεῖρα αὐτοῦ ἐκράτησεν Ἀττοὺθ υἱὸς Ἀσαβανία.

Νεεμ. 3,10                Πλησίον αυτώ ειργάσθη ο Ιεδαΐα, υιός του Ερωμάφ, απέναντι της οικίας του. Πλησίον αυτού ειργάσθη ο Αττούθ, υιός του Ασαβανία.

Νεεμ. 3,11         καὶ δεύτερος ἐκράτησε Μελχίας υἱὸς Ἠρὰμ καὶ Ἀσοὺβ υἱὸς Φαὰτ Μωὰβ καὶ ἕως πύργου τῶν θαννουρίμ.

Νεεμ. 3,11                 Επειτα δε από αυτόν δεύτερος ειργάσθη ο Μελχίας υιός του Ηράμ, και ο Ασούβ, ο υιός του Φαάτ Μωάβ. Αυτοί επεσκεύασαν άλλο μέρος του τείχους μέχρι, του πύργου των κλιβάνων.

Νεεμ. 3,12         καὶ ἐπὶ χεῖρα αὐτοῦ ἐκράτησε Σαλλοὺμ υἱὸς Ἀλλωῆς ἄρχων ἡμίσους περιχώρου Ἱερουσαλήμ, αὐτὸς καὶ αἱ θυγατέρες αὐτοῦ.

Νεεμ. 3,12                Πλησίον δε αυτού ειργάσθη ο Σαλλούμ, ο υιός του Αλλωής, ο οποίος ήτο διοικητής της άλλης ημισείας περιοχής της Ιερουσαλήμ. Ειργάσθη δε αυτός μαζή με τας θυγατέρας του.

Νεεμ. 3,13         τὴν πύλην τῆς φάραγγος ἐκράτησαν Ἀνοὺν καὶ οἱ κατοικοῦντες Ζανώ· αὐτοὶ ᾠκοδόμησαν αὐτὴν καὶ ἔστησαν θύρας αὐτῆς καὶ κλεῖθρα αὐτῆς καὶ μοχλοὺς αὐτῆς καὶ χιλίους πήχεις ἐν τῷ τείχει ἕως τῆς πύλης τῆς κοπρίας.

Νεεμ. 3,13                 Την πύλην του τείχους, η οποία ευρίσκετο πλησίον της φάραγγος επιδιόρθωσαν ο Ανούν και οι κάτοικοι της πόλεως Ζανώ. Αυτοί την ανοικοδόμησαν, έστησαν τας θύρας της και ετοποθέτησαν τα κλειδιά της και τους μοχλούς της. Αυτοί επιδιόρθωσαν έκτασιν τείχους χιλίων πήχεων μέχρι της πύλης του τείχους, η οποία ανομάζετο “πύλη κοπρίας”.

Νεεμ. 3,14         καὶ τὴν πύλην τῆς κοπρίας ἐκράτησε Μελχία υἱὸς Ῥηχὰβ ἄρχων περιχώρου Βηθακχαρίμ, αὐτὸς καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ, καὶ ἐσκέπασαν αὐτὴν καὶ ἔστησαν θύρας αὐτῆς καὶ κλεῖθρα αὐτῆς καὶ μοχλοὺς αὐτῆς.

Νεεμ. 3,14                Αυτήν δε την πύλην της κοπρίας επιδιόρθωσε, μαζή με τους υιούς του, ο Μελχία ο υιός του Ρηχάβ διοικητής της περιοχής Βηθακχαρίμ, την εσκέπασεν, έστησε τας θύρας της, ετοποθέτησε τα κλειδιά και τους μοχλούς της.

Νεεμ. 3,15         τὴν δὲ πύλην τῆς πηγῆς ἠσφαλίσατο Σαλωμὼν υἱὸς Χολεζὲ ἄρχων μέρους τῆς Μασφά· αὐτὸς ἐξῳκοδόμησεν αὐτὴν καὶ ἐστέγασεν αὐτὴν καὶ ἔστησε τὰς θύρας αὐτῆς καὶ μοχλοὺς αὐτῆς καὶ τὸ τεῖχος κολυμβήθρας τῶν κωδίων τῇ κουρᾷ τοῦ βασιλέως καὶ ἕως τῶν κλιμάκων τῶν καταβαινουσῶν ἀπὸ πόλεως Δαυίδ.

Νεεμ. 3,15                 Ο Σαλωμών, υιός του Χολεζέ, διοικητής της περιοχής Μασφά επιδιώρθωσε την πύλην του τείχους, η οποία ονομάζετο “πηγή”. Αυτός την ανοικοδόμησε, την εστέγασεν, ετοποθέτησε τας θύρας και τους μοχλούς της. Αυτός έκτισε το τείχος της δεξαμενής του τείχους του βασιλέως έως εις τα σκαλοπάτια, που κατέβαιναν από την πόλιν Δαυίδ.

Νεεμ. 3,16         ὀπίσω αὐτοῦ ἐκράτησε Νεεμίας υἱὸς Ἀζαβοὺχ ἄρχων ἡμίσους περιχώρου Βηθσοὺρ ἕως κήπου τάφου Δαυὶδ καὶ ἕως τῆς κολυμβήθρας τῆς γεγονυίας καὶ ἕως Βηθαγγαρίμ.

Νεεμ. 3,16                Πλησίον αυτού ο Νεεμίας, υιός του Αζαβούχ, διοικητής της ημισείας περιοχής Βηθσούρ επιδιόρθωσε το τείχος μέχρι της θέσεως απέναντι του κήπου του τάφου του Δαυίδ και μέχρι της δεξαμενής που εκτίσθη ήδη και μέχρι του οίκου των θαρραλέων πολεμιστών.

Νεεμ. 3,17         ὀπίσω αὐτοῦ ἐκράτησαν οἱ Λευῖται, Ῥαοὺμ υἱὸς Βανί. ἐπὶ χεῖρα αὐτοῦ ἐκράτησεν Ἀσαβία ἄρχων ἡμίσους περιχώρου Κεϊλὰ τῷ περιχώρῳ αὐτοῦ.

Νεεμ. 3,17                 Πλησίον δε αυτού ειργάσθησαν οι Λευίται και ο Ραούμ υιός του Βανί. Πλησίον αυτού ειργάσθη ο Ασαβία ο διοικητής της ημισείας περιοχής Κεϊλά εις την περιοχήν αυτήν.

Νεεμ. 3,18         καὶ μετ᾿ αὐτὸν ἐκράτησαν ἀδελφοὶ αὐτῶν Βενεΐ υἱὸς Ἠναδὰδ ἄρχων ἡμίσους περιχώρου Κεϊλά.

Νεεμ. 3,18                Πλησίον αυτού ειργάσθησαν οι αδελφοί του υπό την εποπτείαν του Βενεΐ, υιού του Ηναδάδ, διοικητού του δευτέρου ημίσεως της Κεϊλά.

Νεεμ. 3,19         καὶ ἐκράτησαν ἐπὶ χεῖρα αὐτοῦ Ἀζοὺρ υἱὸς Ἰησοῦ, ἄρχων τοῦ Μασφαί, μέτρον δεύτερον πύργου ἀναβάσεως τῆς συναπτούσης τῆς γωνίας.

Νεεμ. 3,19                Εν συνεχεία προς αυτόν ειργάσθη ο Αζούρ, υιός του Ιησού, ο διοικητής της Μασφαί. Αυτός επιδιόρθωσε το δεύτερον τμήμα του τείχους της “αναβάσεως” παρά το γωνιακόν αντιστήριγμα.

Νεεμ. 3,20         μετ᾿ αὐτὸν ἐκράτησε Βαροὺχ υἱὸς Ζαβοῦ μέτρον δεύτερον ἀπὸ τῆς γωνίας ἕως θύρας Βηθελιασοὺβ τοῦ ἱερέως τοῦ μεγάλου.

Νεεμ. 3,20                Επειτα από αυτόν ειργάσθη ο Βαρούχ ο υιός του Ζαβού εις άλλο τμήμα από του γωνιακού αντερείσματος, μέχρι της θύρας του οίκου Βηθελιασούβ του αρχιερέως.

Νεεμ. 3,21         μετ᾿ αὐτὸν ἐκράτησε Μεραμὼθ υἱὸς Οὐρία, υἱοῦ Ἀκκώς, μέτρον δεύτερον ἀπὸ θύρας Βηθελιασοὺβ ἕως ἐκλείψεως Βηθελιασούβ.

Νεεμ. 3,21                Πλησίον αυτού ειργάσθη ο Μεραμώθ, υιός του Ουρία, υιού του 'Ακκως, στο άλλο τμήμα από του οίκου Βηθελιασούβ μέχρι του άκρου της οικίας αυτού.

Νεεμ. 3,22         καὶ μετ᾿ αὐτὸν ἐκράτησαν οἱ ἱερεῖς ἄνδρες Ἐκχεχάρ.

Νεεμ. 3,22                Πλησίον του ειργάσθησαν οι ιερείς, οι οποίοι κατήγοντο από την Εκχεχάρ.

Νεεμ. 3,23         καὶ μετ᾿ αὐτὸν ἐκράτησε Βενιαμὶν καὶ Ἀσοὺβ κατέναντι οἴκου αὐτῶν. καὶ μετ᾿ αὐτὸν ἐκράτησεν Ἀζαρίας υἱὸς Μαασίου, υἱοῦ Ἀνανία ἐχόμενα οἴκου αὐτοῦ.

Νεεμ. 3,23                Πλησίον αυτού επίσης ειργάσθη ο Βενιαμίν και ο Ασούβ απέναντι από τας οικίας των. Εν συνεχεία ειργάσθη ο Αζαρίας, ο υιός του Μαασίου, υιού του Ανανία πλησίον του ιδικού του οίκου.

Νεεμ. 3,24         καὶ μετ᾿ αὐτὸν ἐκράτησε Βανὶ υἱὸς Ἀδὰδ μέτρον δεύτερον ἀπὸ Βηθαζαρία ἕως τῆς γωνίας καὶ ἕως τῆς καμπῆς

Νεεμ. 3,24                Πλησίον αυτού ειργάσθη ο Βανί, ο υιός του Αδάδ, και επιδιώρθωσε άλλο τμήμα του τείχους από την οικίαν του Αζαρίου μέχρι της γωνίας και μέχρι της στροφής.

Νεεμ. 3,25         Φαλὰχ υἱοῦ Εὐζαΐ ἐξεναντίας τῆς γωνίας, καὶ ὁ πύργος ὁ ἐξέχων ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ βασιλέως ὁ ἀνώτερος ὁ τῆς αὐλῆς τῆς φυλακῆς. καὶ μετ᾿ αὐτὸν Φαδαΐα υἱὸς Φόρος.

Νεεμ. 3,25                Ο Φαλάχ, υιός του Ευζαΐ, επιδιώρθωσε το τείχος το απέναντι της γωνίας του υψηλού πύργου που εξέχει από τον βασιλικόν οίκον, τον ευρισκόμενον πλησίον της αυλής των λάκων. Εν συνεχεία από αυτόν ειργάση ο Φαδαΐα, υιός του Φορος.

Νεεμ. 3,26         καὶ οἱ ναθινὶμ ἦσαν οἰκοῦντες ἐν τῷ Ὠφὰλ ἕως κήπου πύλης τοῦ ὕδατος εἰς ἀνατολάς, καὶ ὁ πύργος ὁ ἐξέχων.

Νεεμ. 3,26                Οι υπηρέται του ναού κατοικούσαν στο Ωφάλ έως εις την τοποθεσίαν άνω του ύδατος προς ανατολάς και του εξέχοντος πύργου.

Νεεμ. 3,27         καὶ μετ᾿ αὐτὸν ἐκράτησαν οἱ Θεκωΐμ μέτρον δεύτερον ἐξεναντίας τοῦ πύργου τοῦ μεγάλου τοῦ ἐξέχοντος καὶ ἕως τοῦ τείχους τοῦ Ὀφλά.

Νεεμ. 3,27                Πλησίον αυτού ειργάσθησαν οι κάτοικοι της Θεκωέ και επιδιόρθωσαν άλλο τμήμα απέναντι του μεγάλου πύργου, οποίος και εξείχε μέχρι του τείχους του Οφλά.

Νεεμ. 3,28         ἀνώτερον πύλης τῶν ἵππων ἐκράτησαν οἱ ἱερεῖς, ἀνὴρ ἐξεναντίας οἴκου ἑαυτοῦ.

Νεεμ. 3,28                Υπεράνω από την πύλην, η οποία ωνομάζετο πύλη των ίππων, ειργάσθησαν οι ιερείς, ο καθένας απέναντι από την οικίαν του.

Νεεμ. 3,29         καὶ μετ᾿ αὐτὸν ἐκράτησε Σαδδοὺκ υἱὸς Ἐμμὴρ ἐξεναντίας οἴκου ἑαυτοῦ. καὶ μετ᾿ αὐτὸν ἐκράτησε Σαμαΐα υἱὸς Σεχενία φύλαξ τῆς πύλης τῆς ἀνατολῆς.

Νεεμ. 3,29                Πλησίον δε αυτών ειργάσθησαν ο Σαδδούκ, υιός του Εμμήρ έναντι της οικίας του. Πλησίον αυτού ειργάσθη ο Σαμαΐας, υιός του Σεχενία, ο θυρωρός της ανατολικής πύλης.

Νεεμ. 3,30         μετ᾿ αὐτὸν ἐκράτησεν Ἀνανία υἱὸς Σελεμία καὶ Ἀνὼμ υἱὸς Σελέφ, ὁ ἕκτος, μέτρον δεύτερον. μετ᾿ αὐτὸν ἐκράτησε Μεσουλὰμ υἱὸς Βαραχία ἐξεναντίας γαζοφυλακίου αὐτοῦ.

Νεεμ. 3,30                Πλησίον αυτού ειργάσθη ο Ανανίας, υιός του Σελεμία και ο Ανώμ ο έκτος υιός του Σιλέφ και επιδιόρθωσαν άλλο τμήμα του τείχους. Πλησίον αυτού ειργάσθη ο Μεσουλάμ, υιός του Βαραχίου, απέναντι της μεγάλης του αιθούσης.

Νεεμ. 3,31         μετ᾿ αὐτὸν ἐκράτησε Μελχία υἱὸς τοῦ Σαρεφὶ ἕως Βηθαναθινὶμ καὶ οἱ ῥοπωπῶλαι ἀπέναντι πύλης τοῦ Μαφεκὰδ καὶ ἕως ἀναβάσεως τῆς καμπῆς.

Νεεμ. 3,31                 Πλησίον αυτού ειργάσθη ο Μελχία, υιός του Σαρεφί, και επιδιόρθωσε τμήμα του τείχους μέχρι της οικίας των υπηρετών και των μικροπωλητών, απέναντι της πύλης του Μαφεκάδ και μέχρι της ανωφερείας της καμπής.

Νεεμ. 3,32         καὶ ἀνὰ μέσον τῆς πύλης τῆς προβατικῆς ἐκράτησαν οἱ χαλκεῖς καὶ οἱ ῥοπωπῶλαι.

Νεεμ. 3,32                Ανάμεσα δε από την πύλην του τείχους, η οποία ωνομάζετο προβατική, ειργάσθησαν οι χαλκείς και οι μικρέμποροι.

Νεεμ. 3,33         Καὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤκουσε Σαναβαλλὰτ ὅτι ἡμεῖς οἰκοδομοῦμεν τὸ τεῖχος, καὶ πονηρὸν αὐτῷ ἐφάνη, καὶ ὠργίσθη ἐπὶ πολὺ καὶ ἐξεγέλα ἐπὶ τοῖς Ἰουδαίοις.

Νεεμ. 3,33                Οταν ο Σαναβαλλάτ επληροφορήθη ότι ημείς ανοικοδομούμεν το τείχους του εφάνη αυτό πολύ κακόν, ωργίσθη πολύ και ενέπαιζεν ημάς τους Ιουδαίους.

Νεεμ. 3,34         καὶ εἶπεν ἐνώπιον τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ· αὕτη ἡ δύναμις Σομόρων, ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι οὗτοι οἰκοδομοῦσι τὴν ἑαυτῶν πόλιν; ἆρα θυσιάζουσιν; ἆρα δυνήσονται; καὶ σήμερον ἰάσονται τοὺς λίθους μετὰ τὸ χῶμα γενέσθαι γῆς καυθέντας;

Νεεμ. 3,34                Ελεγε δε ενώπιον των αδελφών του, δηλαδή του στρατού της Σαμαρείας, ότί, “οι Ιουδαίοι αυτοί ανοικοδομούν την πόλιν των; Αρα θέλουν να προσφερουν θυσίαν στον Θεόν των; Θα ημπορέσουν όμως να πράξουν κάτι τέτοιο; Θα αναζωογονήσουν τους λίθους, οι οποίοι έπειτα από την πυρκαϊάν έγιναν χώμα;”

Νεεμ. 3,35         καὶ Τωβίας ὁ Ἀμμανίτης ἐχόμενα αὐτοῦ ἦλθε καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· μὴ θυσιάζουσιν ἢ φάγονται ἐπὶ τοῦ τόπου αὐτῶν; οὐχὶ ἀναβήσεται ἀλώπηξ καὶ καθελεῖ τὸ τεῖχος λίθων αὐτῶν;

Νεεμ. 3,35                Ο Τωβίας ο Αμμανίτης, ο οποίος ήτο πλησίον του, ήλθε και είπε προς αυτόν και τους περί αυτόν· “μήπως θα ημπορέσουν να θυσιάσουν στο θυσιαστήριον ζώα και να φάγουν αυτά στον τόπον των; Είναι τόσον ασθενείς, ώστε μία και μόνη αλώπηξ είναι εις θέσιν να κρημνίση το τείχος των”. Ο Νεεμίας όταν επληροφορήθη αυτά κατέφυγεν εις προσευχήν και είπε προς τον Θεόν·

Νεεμ. 3,36         ἄκουσον, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὅτι ἐγενήθημεν εἰς μυκτηρισμόν,

Νεεμ. 3,36                “άκουσε συ ο Θεός ημών, την απειλήν αυτήν, διότι εγίναμεν περίγελως και χλευασμός αυτών.

Νεεμ. 3,37         καὶ ἐπίστρεψον ὀνειδισμὸν αὐτῶν εἰς κεφαλὴν αὐτῶν καὶ δὸς αὐτοὺς εἰς μυκτηρισμὸν ἐν γῇ αἰχμαλωσίας καὶ μὴ καλύψῃς ἐπὶ ἀνομίαν.

Νεεμ. 3,37                Στρέψε, Κυριε, τον περίγελών των εις την κεφαλήν των και παράδωσε αυτούς εις εμπαιγμόν, αιχμαλώτους εις την ξένην γην, μη τους συγχωρήσης αυτήν την παρανομίαν”.

 

 

ΝΕΕΜΙΑΣ 4

 

Νεεμ. 4,1           Καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσε Σαναβαλλὰτ καὶ Τωβία καὶ οἱ Ἄραβες καὶ οἱ Ἀμμανῖται ὅτι ἀνέβη ἡ φυὴ τοῖς τείχεσιν Ἱερουσαλήμ, ὅτι ἤρξαντο αἱ διασφαγαὶ ἀναφράσσεσθαι, καὶ πονηρὸν αὐτοῖς ἐφάνη σφόδρα·

Νεεμ. 4,1                   Οταν επληροφορήθησαν ο Σαναβαλλάτ, ο Τωβίας, οι Αραβες και οι Αμμωνίται, ότι η επιδιόρθωσις και ανέγερσις των τειχών της Ιερουσαλήμ είχεν αρκετά προχωρήσει, και ότι αι ρωγμαί του τείχους είχαν φραγή, κατελήφθησαν υπό μανίας, διότι τους εφάνη το γεγονός αυτό πολύ κακόν και ανυπόφορον.

Νεεμ. 4,2           καὶ συνήχθησαν πάντες ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἐλθεῖν παρατάξασθαι ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ ποιῆσαι αὐτὴν ἀφανῆ.

Νεεμ. 4,2                  Συνησπίσθησαν, λοιπόν, όλοι και συνεκεντρώθησαν στο αυτό μέρος, δια να επέλθουν και αντιπαραταχθούν εναντίον της Ιερουσαλήμ με τον σκοπόν να την εξαφανίσουν εξ ολοκλήρου.

Νεεμ. 4,3           καὶ προσηυξάμεθα πρὸς τὸν Θεὸν ἡμῶν καὶ ἐστήσαμεν προφύλακας ἐπ᾿ αὐτοὺς ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἀπὸ προσώπου αὐτῶν.

Νεεμ. 4,3                  Τοτε ημείς προσηυχήθημεν προς τον Θεόν μας, συγχρόνως δε εγκατεστήσαμεν και φρουράν εναντίον αυτών ημέραν και νύκτα, δια να προφυλαχθώμεν από την επιδρομήν των.

Νεεμ. 4,4           καὶ εἶπεν Ἰούδας· συνετρίβη ἡ ἰσχὺς τῶν ἐχθρῶν, καὶ ὁ χοῦς πολύς, καὶ ἡμεῖς οὐ δυνησόμεθα οἰκοδομεῖν ἐν τῷ τείχει.

Νεεμ. 4,4                  Οι Ιουδαίοι είπαν τότε. “Η δύναμις των εχθρών μας με τον συνασπισμόν των έγινε μεγάλη. Αφ' ετέρου τα ερείπια του τείχους είναι πολλά και δεν θα ημπορέσωμεν ημείς να συνεχίσωμεν το έργον της ανοικοδομήσεως στο τείχος”.

Νεεμ. 4,5           καὶ εἶπαν οἱ θλίβοντες ἡμᾶς· οὐ γνώσονται καὶ οὐκ ὄψονται ἕως ὅτου ἔλθωμεν εἰς μέσον αὐτῶν καὶ φονεύσωμεν αὐτοὺς καὶ καταπαύσωμεν τὸ ἔργον.

Νεεμ. 4,5                  Οι εχθροί που μας καταστενοχωρούσαν είπαν μεταξύ των· “Δεν πρέπει να μάθουν τίποτε οι Ιουδαίοι. Δεν πρέπει να ίδουν κανένα από ημάς, μέχρις ότου να φθάσωμεν αιφνιδίως στο μέσον αυτών και τους φονεύσωμεν και έτσι σταματήσωμεν το έργον των”.

Νεεμ. 4,6           καὶ ἐγένετο ὡς ἤλθοσαν οἱ Ἰουδαῖοι οἱ οἰκοῦντες ἐχόμενα αὐτῶν καὶ εἴποσαν ἡμῖν· ἀναβαίνουσιν ἐκ πάντων τῶν τόπων ἐφ᾿ ἡμᾶς.

Νεεμ. 4,6                  Τοτε οι Ιουδαίοι της υπαίθρου, οι οποίοι κατοικούσαν πλησίον στους εχθρούς ημών, ήλθαν και μας είπαν αυτά, ότι δηλαδή εκείνοι έρχονται εναντίον μας από όλα τα μέρη, δια να μας αιφνιδιάσουν.

Νεεμ. 4,7           καὶ ἔστησα εἰς τὰ κατώτατα τοῦ τόπου κατόπισθεν τοῦ τείχους ἐν τοῖς σκεπεινοῖς καὶ ἔστησα τὸν λαὸν κατὰ δήμους μετὰ ῥομφαιῶν αὐτῶν, λόγχας αὐτῶν καὶ τόξα αὐτῶν.

Νεεμ. 4,7                  Αμέσως εγώ ετοποθέτησα εις τα κατώτερα μέρη, πίσω από το τείχος, εις μέρη σκεπασμένα και αθέατα, ανθρώπους κατά δήμους, οι οποίοι ήσαν ωπλισμένοι με μαχαίρας, λόγχας και τόξα.

Νεεμ. 4,8           καὶ εἶδον καὶ ἀνέστην καὶ εἶπα πρὸς τοὺς ἐντίμους καὶ πρὸς τοὺς στρατηγοὺς καὶ πρὸς τοὺς καταλοίπους τοῦ λαοῦ· μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ προσώπου αὐτῶν· μνήσθητε τοῦ Θεοῦ ἡμῶν τοῦ μεγάλου καὶ φοβεροῦ καὶ παρατάξασθε περὶ τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν, υἱῶν ὑμῶν, θυγατέρων ὑμῶν, γυναικῶν ὑμῶν καὶ οἴκων ὑμῶν.

Νεεμ. 4,8                  Επεθεώρησα έπειτα αυτούς, εσηκώθην δε και είπα στους αξιωματούχους άνδρας και στους στρατηγούς και στον υπόλοιπον λαόν· “Μη φοβηθήτε εμπρός από τους εχθρούς μας. Ενθυμηθήτε τον Θεόν μας, ο οποίος είναι, μεγάλος, τρομερός, και αντιπαραταχθήτε εναντίον των εχθρών μας υπέρ των αδελφών σας, υπέρ των υιών και.θυγατέρων σας, υπέρ των γυναικών σας και των οικιών σας”.

Νεεμ. 4,9           καὶ ἐγένετο ἡνίκα ἥκουσαν οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν ὅτι ἐγνώσθη ἡμῖν καὶ διεσκέδασεν ὁ Θεὸς τὴν βουλὴν αὐτῶν, καὶ ἐπεστρέψαμεν πάντες ἡμεῖς εἰς τὸ τεῖχος, ἀνὴρ εἰς τὸ ἔργον αὐτοῦ.

Νεεμ. 4,9                  Οι εχθροί μας επληροφορήθησαν, ότι έγινεν εις ημάς γνωστή η επιβουλή των, όπως και ο τρόπος της επιθέσεώς των, και ο Θεός ενέπνευσεν εις αυτούς αποκαρδίωσιν και φόβον και διέλυσε την απόφασίν των. Και τότε ημείς επεστρέψαμεν όλοι εις τα τείχη, ο καθένας στο έργον του.

Νεεμ. 4,10         καὶ ἐγένετο ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἥμισυ τῶν ἐκτετιναγμένων ἐποίουν τὸ ἔργον καὶ ἥμισυ αὐτῶν ἀντείχοντο, καὶ λόγχαι καὶ θυρεοὶ καὶ τόξα καὶ θώρακες καὶ οἱ ἄρχοντες ὀπίσω παντὸς οἴκου Ἰούδα

Νεεμ. 4,10                Από την ημέραν δε εκείνην ενώ το ήμισυ των ανδρών ησχολείτο με την ανοικοδόμησιν των τειχών, το άλλο ήμισυ εκρατούσαν τας λόγχας, τας ασπίδας και τα τόξα και τους θώρακας έτοιμοι προς άμυναν. Οπισθεν δε και πλησίον αυτών ήσαν οι αρχηγοί της φυλής του Ιούδα.

Νεεμ. 4,11         τῶν οἰκοδομούντων ἐν τῷ τείχει, καὶ οἱ αἴροντες ἐν τοῖς ἀρτῆρσιν ἐν ὅπλοις· ἐν μιᾷ χειρὶ ἐποίει αὐτοῦ τὸ ἔργον καὶ ἐν μιᾷ ἐκράτει τὴν βολίδα.

Νεεμ. 4,11                 Αλλά και μεταξύ εκείνων, οι οποίοι ανοικοδομούσαν τα τείχη, υπήρχον άνδρες, οι οποίοι έφεραν τα όπλα των κρεμασμένα στους ώμους των. Με το ένα χέρι ανοικοδομούσαν τα τείχη, με το άλλο δε χέρι εκρατούσαν το βέλος.

Νεεμ. 4,12         καὶ οἱ οἰκοδόμοι ἀνὴρ ῥομφαίαν αὐτοῦ ἐζωσμένος ἐπὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ καὶ ᾠκοδομοῦσαν καὶ ὁ σαλπίζων ἐν τῇ κερατίνῃ ἐχόμενα αὐτοῦ.

Νεεμ. 4,12                Πολλοί δε από τους οικοδόμους έφεραν ο καθένας από αυτούς ζωσμένην γύρω από την μέσην του ρομφαίαν και συγχρόνως οικοδομούσαν. Πλησίον δε του Νεεμίου ευρίσκετο πάντοτε έτοιμος ο σαλπιγκτής με την κερατίνην σάλπιγγα.

Νεεμ. 4,13         καὶ εἶπα πρὸς τοὺς ἐντίμους καὶ πρὸς τοὺς ἄρχοντας καὶ πρὸς τοὺς καταλοίπους τοῦ λαοῦ· τὸ ἔργον πλατὺ καὶ πολύ, καὶ ἡμεῖς σκορπιζόμεθα ἐπὶ τοῦ τείχους μακρὰν ἀνὴρ ἀπὸ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ.

Νεεμ. 4,13                Τοτε είπα προς τους αξιωματούχους, τους αρχηγούς και τους υπολοίπους άνδρας, του λαού· “Το έργον είναι μεγάλο. Εκτείνεται εις μεγάλην έκτασιν. Ημείς δε είμεθα διασκορπισμένοι επάνω στο τείχος, μακράν ο ενας από τον άλλον.

Νεεμ. 4,14         ἐν τόπῳ, οὗ ἐὰν ἀκούσητε τὴν φωνὴν τῆς κερατίνης, ἐκεῖ συναχθήσεσθε πρὸς ἡμᾶς, καὶ ὁ Θεὸς ἡμῶν πολεμήσει περὶ ἡμῶν.

Νεεμ. 4,14                Εις όποιο, λοιπόν, σημείον της περιοχής ακούσετε το σάλπισμα της κερατίνης σάλπιγγος, εκεί αμέσως θα συγκεντρωθήτε πλησίον μας, δια την απόκρουσιν των εχθρών, και ο Θεός θα πολεμήση υπέρ ημών”.

Νεεμ. 4,15         καὶ ἡμεῖς ποιοῦντες τὸ ἔργον, καὶ ἥμισυ αὐτῶν κρατοῦντες τὰς λόγχας ἀπὸ ἀναβάσεως τοῦ ὄρθρου ἕως ἐξόδου τῶν ἄστρων.

Νεεμ. 4,15                Κατ' αυτόν τον τρόπον ημείς ειργαζόμεθα δια την ανοικοδόμησιν του τείχους. Το ήμισυ από ημάς εκρατούσε λόγχας έτοιμον δια πόλεμον από πολύ πρωϊ μέχρι το βράδυ που θα έβγαιναν τα άστρα.

Νεεμ. 4,16         καὶ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ εἶπα τῷ λαῷ· ἕκαστος μετὰ τοῦ νεανίσκου αὐτοῦ αὐλίσθητε ἐν μέσῳ Ἱερουσαλήμ, καὶ ἔστω ὑμῖν ἡ νὺξ προφυλακὴ καὶ ἡ ἡμέρα ἔργον.

Νεεμ. 4,16                Κατά την εποχήν εκείνην είπα στον λαόν· “Ο καθένας από ημάς ας διανυκτερεύη με τον υπηρέτην του εντός της Ιερουσαλήμ, ώστε κατά την νύκτα να είναι φρουρός σας κατά δε την ημέραν ας επιδοθή στο έργον του”.

Νεεμ. 4,17         καὶ ἤμην ἐγὼ καὶ οἱ ἄνδρες τῆς προφυλακῆς ὀπίσω μου, καὶ οὐκ ἦν ἐξ ἡμῶν ἐκδιδυσκόμενος ἀνὴρ τά ἱμάτια αὐτοῦ.

Νεεμ. 4,17                Εγώ και οι άνδρες της φρουράς, οι οποίοι ήσαν μαζή μου, ποτέ δεν εβγάλαμεν τα ενδύματά μας. Ευρισκόμεθα πάντοτε εις επιφυλακήν.

 

 

ΝΕΕΜΙΑΣ 5

 

Νεεμ. 5,1           Καὶ ἡ κραυγὴ τοῦ λαοῦ καὶ γυναικῶν αὐτῶν μεγάλη πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς αὐτῶν τοὺς Ἰουδαίους.

Νεεμ. 5,1                   Μεγάλη όμως κατακραυγή των ανδρών και των γυναικών ηγέρθη εναντίον μερικών εκ των αδελφών των των Ιουδαίων.

Νεεμ. 5,2           καὶ ἦσάν τινες λέγοντες· ἐν υἱοῖς ἡμῶν καὶ ἐν θυγατράσιν ἡμῶν ἡμεῖς πολλοί· καὶ ληψόμεθα σῖτον καὶ φαγόμεθα καὶ ζησόμεθα.

Νεεμ. 5,2                  Μεταξύ αυτών ήσαν και μερικοί οι οποίοι έλεγαν· “Με τους υιούς και τας θυγατέρας μας ημείς είμεθα πολλοί εις εκάστην οικογένειαν. Εχομεν ανάγκην από ψωμί, δια να φάγωμεν και να ζήσωμεν”.

Νεεμ. 5,3           καὶ εἰσί τινες λέγοντες· ἀγροὶ ἡμῶν καὶ ἀμπελῶνες ἡμῶν καὶ οἰκίαι ἡμῶν, ἡμεῖς διεγγυῶμεν, καὶ ληψόμεθα σῖτον καὶ φαγόμεθα.

Νεεμ. 5,3                  Υπήρξαν δε και μερικοί άλλοι οι οποίοι έλεγαν· “Είμεθα πρόθυμοι να υποθηκεύσωμεν τους αγρούς μας και τους αμπελώνας μας και τα σπίτια μας δια να λάβωμεν σίτον, να φάγωμεν και να ζήσωμεν”.

Νεεμ. 5,4           καὶ εἰσί τινες λέγοντες· ἐδανεισάμεθα ἀργύριον εἰς φόρους τοῦ βασιλέως, ἀγροὶ ἡμῶν καὶ ἀμπελῶνες ἡμῶν καὶ οἰκίαι ἡμῶν·

Νεεμ. 5,4                  Και μερικοί έλεγαν· δια να καταβάλωμεν τον βασιλικόν φόρον εδανείσθημεν χρήματα με υποθήκην των αγρών μας, των αμπελώνων μας, των σπιτιών μας.

Νεεμ. 5,5           καὶ νῦν ὡς σὰρξ ἀδελφῶν ἡμῶν σὰρξ ἡμῶν, ὡς υἱοὶ αὐτῶν υἱοὶ ἡμῶν. καὶ ἰδοὺ ἡμεῖς καταδυναστεύομεν τοὺς υἱοὺς ἡμῶν καὶ τὰς θυγατέρας ἡμῶν εἰς δούλους, καί εἰσιν ἀπὸ θυγατέρων ἡμῶν καταδυναστευόμεναι, καὶ οὐκ ἔστι δύναμις χειρῶν ἡμῶν, καὶ ἀγροὶ ἡμῶν καὶ ἀμπελῶνες ἡμῶν τοῖς ἐντίμοις.

Νεεμ. 5,5                  Και τώρα έχομεν όλοι συγγένειαν αίματος μεταξύ μας. Η σαρξ των αδελφών μας, οι οποίοι σήμερον μας καταδυναστεύουν, είναι σαρξ ιδική μας· όπως επίσης τα παιδιά αυτών είναι και ιδικά μας παιδιά. Ιδού όμως ότι ημείς ένεκα των χρεών, που έχομεν συνάψει, παρεδώσαμεν εις αυτούς τα παιδιά μας δούλους και τας θυγατέρας μας ως δούλας. Δεν έχομεν δε την δύναμιν να τους απελευθερώσωμεν, διότι οι αγροί μας και τα αμπέλια μας ανήκουν στους πλουσίους δανειστάς μας”.

Νεεμ. 5,6           καὶ ἐλυπήθην σφόδρα, καθὼς ἤκουσα τὴν κραυγὴν αὐτῶν καὶ τοὺς λόγους τούτους.

Νεεμ. 5,6                  Οταν ήκουσα την κραυγήν των και τους παραπονετικούς αυτούς λόγους των, ελυπήθην πάρα πολύ.

Νεεμ. 5,7           καὶ ἐβουλεύσατο καρδία μου ἐπ᾿ ἐμέ, καὶ ἐμαχεσάμην πρὸς τοὺς ἐντίμους καὶ τοὺς ἄρχοντας καὶ εἶπα αὐτοῖς· ἀπαιτήσει ἀνὴρ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ἃ ὑμεῖς ἀπαιτεῖτε. καὶ ἔδωκα ἐπ᾿ αὐτοὺς ἐκκλησίαν μεγάλην

Νεεμ. 5,7                  Αφού ενδομύχως ηρεύνησα και εμελέτησα το ζήτημά των, εφιλονείκησα και επετίμησα τους πλουσίους και τους ο έχοντας Ιουδαίους και είπα προς αυτούς· “σεις, λοιπόν, δανείζετε τους αδελφούς σας και απαιτείτε με σκληρότητα να σας πληρώνουν υπερόγκους τόκους;” Προς τακτοποίησιν δε του ζητήματος αυτού έκαμα μεγάλην συγκέντρωσιν από τους Ιουδαίους

Νεεμ. 5,8           καὶ εἶπα αὐτοῖς· ἡμεῖς κεκτήμεθα τοὺς ἀδελφοὺς ἡμῶν τοὺς Ἰουδαίους τοὺς πωλουμένους τοῖς ἔθνεσιν ἐν ἑκουσίῳ ἡμῶν· καὶ ὑμεῖς πωλεῖτε τοὺς ἀδελφοὺς ὑμῶν καὶ παραδοθήσονται ἡμῖν; καὶ ἡσύχασαν καὶ οὐχ εὕροσαν λόγον.

Νεεμ. 5,8                  και είπα προς αυτούς· “Ημείς εξηγοράσαμεν και απελάβομεν ελευθέρους τους αδελφούς μας από τα έθνη, εις τα οποία είχον πωληθή και προσεφέραμεν ο καθένας το κατά δύναμιν δια την απελευθέρωσίν των. Και σεις τώρα πωλείτε τους αδελφούς σας, και αυτοί δια τα χρέη των θα παραδίδωνται ως δούλοι εις σας;” Οι Ιουδαίοι όταν ήκουσαν αυτά εσίγησον διότι δεν ευρήκαν λόγους να απαντήσουν.

Νεεμ. 5,9           καὶ εἶπα· οὐκ ἀγαθὸς ὁ λόγος, ὃν ὑμεῖς ποιεῖτε· οὐχ οὕτως ἐν φόβῳ Θεοῦ ἡμῶν ἀπελεύσεσθε ἀπὸ ὀνειδισμοῦ τῶν ἐθνῶν τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν.

Νεεμ. 5,9                  Εγώ προσέθεσα τότε· “Δεν είναι καθόλου καλή η πράξις αυτή, που σεις κάμνετε. Μαθετε ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος παρά μονάχα ο φόβος του Θεού μας, δια να αποφύγετε τον χλευασμόν από τα ειδωλολατρικά έθνη και τους εχθρούς μας.

Νεεμ. 5,10         καὶ οἱ ἀδελφοί μου καὶ οἱ γνωστοί μου καὶ ἐγὼ ἐθήκαμεν ἑαυτοῖς ἀργύριον καὶ σῖτον· ἐγκατελίπομεν δὴ τὴν ἀπαίτησιν ταύτην.

Νεεμ. 5,10                Εγώ, οι αδελφοί μου, και οι γνωστοί μου εδώσαμεν δάνεια, χρήματα και σίτον στους αδελφούς μας. Παραιτούμεθα από κάθε απαίτησιν καταβολής του χρέους τούτου.

Νεεμ. 5,11         ἐπιστρέψατε δὴ αὐτοῖς ὡς σήμερον ἀγροὺς αὐτῶν καὶ ἀμπελῶνας αὐτῶν καὶ ἐλαιῶνας αὐτῶν καὶ οἰκίας αὐτῶν· καὶ ἀπὸ τοῦ ἀργυρίου τὸν σῖτον καὶ τὸν οἶνον καὶ τὸ ἔλαιον ἐξενέγκατε αὐτοῖς.

Νεεμ. 5,11                 Αποδώσατε, λοιπόν, και σεις αμέσως τα χωράφια των, τα αμπέλια των, τα ληοστάσια των και τας οικίας των. Και από τα χρήματα, τιμήν του σίτου, του οίνου και του ελαίου, επιστρέψατε εις αυτούς ο,τι επήρατε ως τόκον”.

Νεεμ. 5,12         καὶ εἶπαν· ἀποδώσομεν, καὶ παρ᾿ αὐτῶν οὐ ζητήσομεν, οὕτως ποιήσομεν καθὼς σὺ λέγεις· καὶ ἐκάλεσα τοὺς ἱερεῖς καὶ ὥρκισα αὐτοὺς ποιῆσαι ὡς τὸ ῥῆμα τοῦτο.

Νεεμ. 5,12                Οι Ιουδαίοι απήντησαν· “Θα αποδώσωμεν όσα ελάβομεν από αυτούς και δεν θα ζητήσωμεν πλέον τίποτε από αυτά. Θα πράξωμεν, όπως συ μας λέγεις”. Εκάλεσα τότε τους ιερείς και τους ώρκισα να πράξουν σύμφωνα με την υπόσχεσιν αυτήν.

Νεεμ. 5,13         καὶ τὴν ἀναβολήν μου ἐξετίναξα καὶ εἶπα· οὕτως ἐκτινάξαι ὁ Θεὸς πάντα ἄνδρα, ὃς οὐ στήσει τὸν λόγον τοῦτον, ἐκ τοῦ οἴκου αὐτοῦ καὶ ἐκ κόπου αὐτοῦ, καὶ ἔσται οὕτως ἐκτετιναγμένος καὶ κενός. καὶ εἶπε πᾶσα ἡ ἐκκλησία· ἀμήν, καὶ ἤνεσαν τὸν Κύριον. καὶ ἐποίησεν ὁ λαὸς τὸ ῥῆμα τοῦτο.

Νεεμ. 5,13                 Ετίναξα τότε το επανωφόρι μου και είπα· “Ετσι κάθε άνδρα ο οποίος τυχόν θα παραβή την υπόσχεσίν του, έτσι ας τον εκτινάξη ο Θεός από το σπίτι του, από τον κόπον του και θα είναι έξω πεταμένος και άδειος”. Είπε δε ολόκληρος η συγκέντρωσις· Αμήν· και εδοξολόγησαν τον Κυριον και ο λαός έπραξε σύμφωνα με την υπόσχεσιν αυτήν.

Νεεμ. 5,14         Ἀπὸ τῆς ἡμέρας, ἧς ἐνετείλατό μοι εἶναι εἰς ἄρχοντα αὐτῶν ἐν γῇ Ἰούδα, ἀπὸ ἔτους εἰκοστοῦ καὶ ἕως ἔτους τριακοστοῦ καὶ δευτέρου τῷ Ἀρθασασθὰ ἔτη δώδεκα, ἐγὼ καὶ οἱ ἀδελφοί μου βίαν αὐτῶν οὐκ ἔφαγον.

Νεεμ. 5,14                Από της εποχής, κατά την οποίαν ο βασιλεύς μου ανέθεσε να είμαι άρχων των Ιουδαίων εις την χώραν των, δηλαδή από το εικοστόν έτος μέχρι το τριακοστόν δεύτερον έτος της βασιλείας του Αρταξέρξου, επί δώδεκα έτη, ούτε εγώ ούτε οι αδελφοί μου εφάγαμεν τροφήν προερχομένην από την εξουσίαν μας απέναντι των αδελφών μας.

Νεεμ. 5,15         καὶ τὰς βίας τὰς πρώτας, ἃς πρὸ ἐμοῦ ἐβάρυναν ἐπ᾿ αὐτούς, καὶ ἐλάβοσαν παρ᾿ αὐτῶν ἐν ἄρτοις καὶ ἐν οἴνῳ ἔσχατον ἀργύριον, δίδραχμα τεσσαράκοντα, καὶ οἱ ἐκτετιναγμένοι αὐτῶν ἐξουσιάζονται ἐπὶ τὸν λαόν· κἀγὼ οὐκ ἐποίησα οὕτως ἀπὸ προσώπου φόβου Θεοῦ.

Νεεμ. 5,15                 Οι προηγούμενοι κυβερνήται ασκούσαν βίαν. Ελάμβαναν από αυτούς, ως ανταπόδοσιν, άρτους και οίνον, εκτός των τεσσαράκοντα αργυρών διδράχμων. Και αυτοί ακόμη οι υπηρέται των κατεδυνάστευαν τον λαόν. Εγώ όμως δεν έπραξα κατ' αυτόν τον τρόπον, διότι εφοβούμην τον Θεόν.

Νεεμ. 5,16         καὶ ἐν ἔργῳ τοῦ τείχους τούτων οὐκ ἐκράτησα, ἀγρὸν οὐκ ἐκτησάμην, καὶ πάντες οἱ συνηγμένοι ἐκεῖ ἐπὶ τὸ ἔργον.

Νεεμ. 5,16                Και στο έργον ακόμη της ανοικοδομήσεως των τειχών εγώ δεν απέσχον, αλλά έλαβον μέρος. Αγρούς δεν απέκτησα και όλοι οι ιδικοί μου άνθρωποι είχαν συγκεντρωθή εκεί στο έργον της ανοικοδομήσεως.

Νεεμ. 5,17         καὶ οἱ Ἰουδαῖοι, ἑκατὸν καὶ πεντήκοντα ἄνδρες, καὶ ἐρχόμενοι πρὸς ἡμᾶς ἀπὸ τῶν ἐθνῶν τῶν κύκλῳ ἡμῶν ἐπὶ τράπεζάν μου.

Νεεμ. 5,17                 Επί πλέον εις εκατόν πεντήκοντα άνδρας Ιουδαίους, οι οποίοι ήρχοντο προς εμέ από τους εθνικούς λαούς που ήσαν γύρω μας, εγώ παρείχον πάντοτε φάγητον.

Νεεμ. 5,18         καὶ ἦν γινόμενον εἰς ἡμέραν μίαν μόσχος εἷς καὶ πρόβατα ἓξ ἐκλεκτὰ καὶ χίμαρος ἐγίνοντό μοι καὶ ἀνὰ μέσον δέκα ἡμερῶν ἐν πᾶσιν οἶνος τῷ πλήθει· καὶ σὺν τούτοις ἄρτους τῆς βίας οὐκ ἐζήτησα, ὅτι βαρεῖα ἡ δουλεία ἐπὶ τὸν λαὸν τοῦτον.

Νεεμ. 5,18                Καθε ημέραν δε παρέθετα προς φιλοξενίαν εις αυτούς ένα μόσχον, εξ εκλεκτά πρόβατα και ένα τράγον. Ανά δέκα δε ημέρας προσεφέρετο στο πλήθος οίνο άφθονος. Παρ' όλα δε αυτά δεν εζήτησα ως κυβερνήτης της χώρας να φάγω άρτον καταδυναστεύων με την εξουσίαν μου τον λαόν, διότι τα έργα ήσαν πολύ βαρειά δια τον λαόν αυτόν.

Νεεμ. 5,19         μνήσθητί μου, ὁ Θεός, εἰς ἀγαθὸν πάντα ὅσα ἐποίησα τῷ λαῷ τούτῳ.

Νεεμ. 5,19                Μνήσθητί μου, Κυριε ο Θεός, και απόδωσέ μου εις αγαθόν όλα όσα έκαμα δια τον λαόν τούτον.

 

 

ΝΕΕΜΙΑΣ 6

 

Νεεμ. 6,1           Καὶ ἐγένετο καθὼς ἠκούσθη τῷ Σαναβαλλὰτ καὶ Τωβίᾳ καὶ τῷ Γησὰμ τῷ Ἀραβὶ καὶ τοῖς καταλοίποις ἐχθρῶν ἡμῶν ὅτι ᾠκοδόμησα τὸ τεῖχος, καὶ οὐ κατελείφθη ἐν αὐτοῖς πνοή. ἕως τοῦ καιροῦ ἐκείνου θύρας οὐκ ἐπέστησα ἐν ταῖς πύλαις.

Νεεμ. 6,1                   Οταν επληροφορήθησαν ο Σαναβαλλάτ, ο Τωβιας, ο Γησάμ ο Αραψ, και οι υπόλοιποι εχθροί μας, ότι εγώ ανοικοδόμησα το τείχος, περιέπεσαν εις κατάπληξιν και στενοχωρίαν και τους εκόπη η αναπνοή. Μέχρι της εποχής εκείνη εγώ δεν είχα ακόμη τοποθετήσει τας θύρας εις τας πύλας του τείχους.

Νεεμ. 6,2           καὶ ἀπέστειλε Σαναβαλλὰτ καὶ Γησὰμ πρός με λέγων· δεῦρο καὶ συναχθῶμεν ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἐν ταῖς κώμαις ἐν πεδίῳ Ὠνώ· καὶ αὐτοὶ λογιζόμενοι ποιῆσαί μοι πονηρίαν.

Νεεμ. 6,2                  Ο Σοναβαλλάτ και ο Γησάμ απέστειλαν εις εμέ ανθρώπους των και μου είπαν· “Ελα να συναντηθώμεν εις μίαν από τα πόλεις της πεδιάδος Ωνώ”. Εκείνοι όμω είχαν δόλιον σκοπόν εναντίον μου.

Νεεμ. 6,3           καὶ ἀπέστειλα ἐπ᾿ αὐτοὺς ἀγγέλους λέγων· ἔργον μέγα ἐγὼ ποιῶ καὶ οὐ δυνήσομαι καταβῆναι, μή ποτε καταπαύσῃ τὸ ἔργον· ὡς ἂν τελειώσω αὐτό, καταβήσομαι πρὸς ὑμᾶς.

Νεεμ. 6,3                  Εστειλα προς αυτούς ιδικούς μου αγγελιοφόρους και είπα· “Εγώ εκτελώ μέγα έργον και δεν είναι δυνατόν να κατεβώ εις την πεδιάδα, δια να μη διακοπή δια τη απουσίας μου το έργον. Οταν όμως φέρω αυτό εις πέρας, θα έλθω προς συνάντησίν σας”.

Νεεμ. 6,4           καὶ ἀπέστειλαν πρός με ὡς τὸ ῥῆμα τοῦτο, καὶ ἀπέστειλα αὐτοῖς κατὰ ταῦτα.

Νεεμ. 6,4                  Εκείνοι επανέλαβον την ιδίαν πρότασιν και εγώ απήντησα προς αυτούς κατά τον ίδιον τρόπον.

Νεεμ. 6,5           καὶ ἀπέστειλε πρός με Σαναβαλλὰτ τὸν παῖδα αὐτοῦ καὶ ἐπιστολὴν ἀνεῳγμένην ἐν χειρὶ αὐτοῦ.

Νεεμ. 6,5                  Ο Σαναβαλλάτ μου έστειλε μίαν επιστολήν ανοικτήν με ένα δούλον του, την οποίαν εκρατούσε στο χέρι του.

Νεεμ. 6,6           καὶ ἦν γεγραμμένον ἐν αὐτῇ· «Ἐν ἔθνεσιν ἠκούσθη ὅτι σὺ καὶ οἱ Ἰουδαῖοι λογίζεσθε ἀποστατῆσαι, διὰ τοῦτο σὺ οἰκοδομεῖς τὸ τεῖχος, καὶ σὺ ἔσῃ αὐτοῖς εἰς βασιλέα·

Νεεμ. 6,6                  Εις την επιστολήν αυτήν ήσαν γραμμένα τα εξής· “Μεταξύ των λαών έχει διαδοθή ότι συ και οι άλλοι Ιουδαίοι σκέπτεσθε να αποστατήσετε από τον βασιλέα και δια τούτο συ ανοικοδομείς το τείχος, δια να γίνη εις αυτούς βασιλεύς.

Νεεμ. 6,7           καὶ πρὸς τούτοις προφήτας ἔστησας σεαυτῷ, ἵνα καθίσῃς ἐν Ἱερουσαλὴμ εἰς βασιλέα ἐπὶ Ἰούδα· καὶ νῦν ἀπαγγελήσονται τῷ βασιλεῖ οἱ λόγοι οὗτοι· καὶ νῦν δεῦρο βουλευσώμεθα ἐπὶ τὸ αὐτό.

Νεεμ. 6,7                  Επί πλέον διεδόθη, ότι συ διώρισες προς εξυπηρέτησίν σου προφήτας, δια να προπαρασκευάσουν αυτοί τον λαόν και ενθρονισθής βασιλεύς των Ιουδαίων εις την Ιερουσαλήμ. Τώρα θα αναφερθούν στον βασιλέα όλα αυτά τα πράγματα. Ελα λοιπόν εδώ δια να συσκεφθώμεν”.

Νεεμ. 6,8           καὶ ἀπέστειλα πρὸς αὐτὸν λέγων· οὐκ ἐγενήθη ὡς οἱ λόγοι οὗτοι, ὡς σὺ λέγεις, ὅτι ἀπὸ καρδίας σου σὺ ψεύδῃ αὐτούς.

Νεεμ. 6,8                  Εγώ έστειλα τότε προς αυτόν άλλον αγγελιαφόρον και του είπα· “Τιποτε από όσα είπες δεν συνέβη. Αλλά συ ψεύδεσαι και πλάθεις εκ την πονηράν σου καρδίαν τας ψευδολογίας αυτάς.

Νεεμ. 6,9           ὅτι πάντες φοβερίζουσιν ἡμᾶς λέγοντες· ἐκλυθήσονται αἱ χεῖρες αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ἔργου τούτου, καὶ οὐ ποιηθήσεται· καὶ νῦν ἐκραταίωσα τὰς χεῖράς μου».

Νεεμ. 6,9                  Ολοι μας φοβερίζουν και θέλουν να μας τρομάξουν λέγοντες· Θα παραλύσουν τα χέρια των από το έργον των και δεν θα κατορθώσουν να το φέρουν εις πέρας. Εγώ όμως έδωκα θάρρος εις όλους δια το έργον αυτό, που επιτελείται, με τα χέρια μου”.

Νεεμ. 6,10         Κἀγὼ εἰσῆλθον εἰς οἶκον Σεμεΐ υἱοῦ Δαλαΐα, υἱοῦ Μεταβεήλ -καὶ αὐτὸς συνεχόμενος- καὶ εἶπε· συναχθῶμεν εἰς οἶκον τοῦ Θεοῦ ἐν μέσῳ αὐτοῦ καὶ κλείσωμεν τὰς θύρας αὐτοῦ, ὅτι ἔρχονται νυκτὸς φονεῦσαί σε.

Νεεμ. 6,10                Εγώ μετέβην στον οίκον του Σεμεΐ, υιού του Δαλαΐα, υιού του Μεταβεήλ- αυτός ήτο περιωρισμένος στον οίκον του- και μου είπε· “Ας μεταβώμεν στον ναόν του Θεού, ας εισέλθωμεν στο μέσον του ναού τούτου και ας κλείσωμεν τας θύρας του, διότι κατά το διάστημα της νυκτός μερικοί άνθρωποι θέλουν να σε φονεύσουν”.

Νεεμ. 6,11         καὶ εἶπα· τίς ἐστιν ὁ ἀνήρ, ὃς εἰσελεύσεται εἰς τὸν οἶκον καὶ ζήσεται;

Νεεμ. 6,11                 Εγώ όμως είπα προς αυτόν· Ποιός είναι ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος θα εισελθη στον ναόν και θα ζήση;

Νεεμ. 6,12         καὶ ἐπέγνων καὶ ἰδοὺ ὁ Θεὸς οὐκ ἀπέστειλεν αὐτόν, ὅτι ἡ προφητεία λόγος κατ᾿ ἐμοῦ, καὶ Τωβίας καὶ Σαναβαλλὰτ ἐμισθώσαντο

Νεεμ. 6,12                Εκατάλαβα δε ότι δεν απέστειλεν ο Θεός αυτόν προς εμέ και ότι η προφητεία του αυτή είχε χαλκευθή εναντίον μου. Ο Τωβίας και ο Σαναδαλλάτ είχον δωροδοκήσει ανθρώπους

Νεεμ. 6,13         ἐπ᾿ ἐμὲ ὄχλον, ὅπως φοβηθῶ καὶ ποιήσω οὕτως καὶ ἁμάρτω καὶ γένωμαι αὐτοῖς εἰς ὄνομα πονηρόν, ὅπως ὀνειδίσωσί με.

Νεεμ. 6,13                από τον όχλον εναντίον μου, δια να φοβηθώ και ενεργήσω έτσι, ώστε να αμαρτήσω εισερχόμενος στον ναόν του Κυρίου, και να γίνη αυτό αφορμή εναντίον μου να δυσφημισθή το άνομά μου και να με ονειδίσουν οι άνθρωποι αυτοί.

Νεεμ. 6,14         μνήσθητι, ὁ Θεός, Τωβία καὶ Σαναβαλλάτ, ὡς τὰ ποιήματα αὐτοῦ ταῦτα, καὶ τῷ Νωαδίᾳ τῷ προφήτῃ καὶ τοῖς καταλοίποις τῶν προφητῶν, οἳ ἦσαν φοβερίζοντές με.

Νεεμ. 6,14                “Ενθυμήσου, Κυριε, και στείλε την πρέπουσαν τιμωρίαν στον Τωβίαν και στον Σαναβαλλάτ, σύμφωνα με τα πονηρά των έργα, και εναντίον του προφήτου Νωαδία και των άλλων προφητών, οι οποίοι με εφοβέρισαν κατ' αυτόν τον τρόπον”.

Νεεμ. 6,15         Καὶ ἐτελέσθη τὸ τεῖχος πέμπτῃ καὶ εἰκάδι τοῦ Ἐλοὺλ μηνὸς εἰς πεντήκοντα καὶ δύο ἡμέρας.

Νεεμ. 6,15                Το τείχος ωλοκληρώθη την 25ην του μηνός Ελούλ εις διάστημα πεντήκοντα δύο ημερών.

Νεεμ. 6,16         καὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤκουσαν πάντες οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν, καὶ ἐφοβήθησαν πάντα τὰ ἔθνη τὰ κύκλῳ ἡμῶν, καὶ ἐπέπεσε φόβος σφόδρα ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτῶν, καὶ ἔγνωσαν ὅτι παρὰ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἐγενήθη τελειωθῆναι τὸ ἔργον τοῦτο.

Νεεμ. 6,16                Οταν δε όλοι οι γύρω εχθροί μας ήκουσαν τούτο, εφοβήθησαν. Φοβος επέπεσεν εις όλους τους λαούς, οι οποίοι ήσαν γύρω μας, διότι είδον και εκατάλαβαν ότι με την βοήθειαν του Θεού απεπερατώθη το έργον τούτο.

Νεεμ. 6,17         καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἀπὸ πολλῶν ἐντίμων Ἰούδα ἐπιστολαὶ ἐπορεύοντο πρὸς Τωβίαν, καὶ αἱ Τωβία ἤρχοντο πρὸς αὐτούς,

Νεεμ. 6,17                Κατά τας ημέρας εκείνας, εκ μέρους πολλών επισήμων Ιουδαίων, εστέλλοντο επιστολαί προς τον Τωβίαν και επιστολαί του Τωβία ήρχοντο προς αυτούς.

Νεεμ. 6,18         ὅτι πολλοὶ ἐν Ἰούδᾳ ἔνορκοι ἦσαν αὐτῷ, ὅτι γαμβρὸς ἦν τοῦ Σεχενία υἱοῦ Ἡραέ, καὶ Ἰωνὰν υἱὸς αὐτοῦ ἔλαβε τὴν θυγατέρα Μεσουλὰμ υἱοῦ Βαραχία εἰς γυναῖκα.

Νεεμ. 6,18                Εγίνετο δε αυτό, επειδή πολλοί από τους επισήμους Ιουδαίους είχον συνδεθή με όρκον προς τον Τωβίαν, διότι ο Τωβίας ήτο γαμβρός του Σεχενία, υιού του Ηραέ, και ο υιός του Ιωνάν είχε λάβει ως σύζυγον την θυγατέρα του Μεσουλάμ, υιού Βαραχία.

Νεεμ. 6,19         καὶ τοὺς λόγους αὐτοῦ ἦσαν λέγοντες πρός με καὶ λόγους μου ἦσαν ἐκφέροντες αὐτῷ, καὶ ἐπιστολὰς ἀπέστειλε Τωβίας φοβερίσαι με.

Νεεμ. 6,19                Τας προτάσεις, λοιπόν, και τους λόγους αυτούς τους ανέφεραν εις εμέ και τους ιδικούς μου λόγους εγνωστοποίησαν εις αυτόν. Ο Τωβίας απέστειλεν επιστολήν εις εμέ δια να με φοβερίση.

 

 

ΝΕΕΜΙΑΣ 7

 

Νεεμ. 7,1           Καὶ ἐγένετο ἡνίκα ᾠκοδομήθη τὸ τεῖχος, καὶ ἔστησα τάς θύρας, καὶ ἐπεσκέπησαν οἱ πυλωροὶ καὶ οἱ ἄδοντες καὶ οἱ Λευῖται.

Νεεμ. 7,1                   Οταν ωλοκληρώθη η ανοικοδόμησις του τείχους και έστησα τας θύρας των πυλών, και είχον διορισθή οι θυρωροί και οι ψάλται και οι Λευίται,

Νεεμ. 7,2           καὶ ἐνετειλάμην τῷ Ἀνανίᾳ ἀδελφῷ μου καὶ τῷ Ἀνανίᾳ ἄρχοντι τῆς βιρὰ ἐν Ἱερουσαλήμ, ὅτι αὐτὸς ὡς ἀνὴρ ἀληθὴς καὶ φοβούμενος τὸν Θεὸν παρὰ πολλούς,

Νεεμ. 7,2                  έδωσα εντολήν στον αδελφόν μου τον Ανανίαν και στον Ανανίαν τον αρχηγόν της ακροπόλεως της Ιερουσαλήμ, διότι αυτός ήτο αξιόπιστος ανήρ και φοβούμενος τον Θεόν περισσότερον από πολλούς άλλους,

Νεεμ. 7,3           καὶ εἶπα αὐτοῖς· οὐκ ἀνοιγήσονται πύλαι Ἱερουσαλὴμ ἕως ἅμα τῷ ἡλίῳ, καὶ ἔτι αὐτῶν γρηγορούντων κλειέσθωσαν αἱ θύραι καὶ σφηνούσθωσαν· καὶ στῆσον προφύλακας οἰκούντων ἐν Ἱερουσαλήμ, ἀνὴρ ἐν προφυλακῇ αὐτοῦ καὶ ἀνὴρ ἀπέναντι οἰκίας αὐτοῦ.

Νεεμ. 7,3                  και είπα προς αυτούς· “Δεν θα ανοίγωνται αι πύλαι του τείχους της Ιερουσαλήμ μέχρι της ανατολής του ηλίου. Κατά δε την εσπέραν, όταν ακόμη οι φύλακες θα φρουρούν αυτάς, αι θύραι θα κλείωνται και θα ασφαλίζωνται με σφήνας. Κατά την νύκτα θα τοποθετήτε φρουρούς, τους οποίους θα λαμβάνετε από τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ. Ο καθένας από αυτούς θα έχη ωρισμένην θέσιν και μάλιστα απέναντι της οικίας του”.

Νεεμ. 7,4           Καὶ ἡ πόλις πλατεῖα καὶ μεγάλη, καὶ ὁ λαὸς ὀλίγος ἐν αὐτῇ, καὶ οὐκ ἦσαν οἰκίαι ᾠκοδομημέναι.

Νεεμ. 7,4                  Η πόλις Ιερουσαλήμ ήτο ευρεία και μεγάλη, αλλά ολίγος λαός υπήρχεν εις αυτήν. Δεν είχον δε ανοικοδομηθή και όλαι αι οικίιαι.

Νεεμ. 7,5           καὶ ἔδωκεν ὁ Θεὸς εἰς τὴν καρδίαν μου καὶ συνῆξα τοὺς ἐντίμους καὶ τοὺς ἄρχοντας καὶ τὸν λαὸν εἰς συνοδίας· καὶ εὗρον βιβλίον τῆς συνοδίας, οἳ ἀνέβησαν ἐν πρώτοις, καὶ εὗρον γεγραμμένον ἐν αὐτῷ.

Νεεμ. 7,5                  Τοτε ο Θεός με εφώτισε και συνεκέντρωσα τους επισήμους Ιουδαίους, τους αρχηγούς και τον υπόλοιπον λαόν, δια να τους απογράψω κατά τας γενεαλογίας των. Ευρήκα δε και βιβλίον, στο οποίον είχαν καταγραφή όλοι όσοι πρώτοι επανήλθαν από την αιχμαλωσίαν της Βαβυλώνος. Εις τον κατάλογον αυτόν ευρήκα γραμμένα·

Νεεμ. 7,6           καὶ οὗτοι υἱοὶ τῆς χώρας οἱ ἀναβάντες ἀπὸ αἰχμαλωσίας τῆς ἀποικίας, ἧς ἀπῴκισε Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεὺς Βαβυλῶνος καὶ ἐπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ εἰς Ἰούδα ἀνὴρ εἰς τὴν πόλιν αὐτοῦ

Νεεμ. 7,6                  Αυτοί είναι οι Ιουδαίοι της Παλαιστίνης, οι οποίοι επανήλθαν από την αιχμαλωσίαν της Βαβυλώνας, όπου ο βασιλεύς της Βαβυλώνος Ναβουχοδονόσορ τους είχε μετοικήσει, και οι οποίοι επέστρεψαν ο καθένας εις την πόλιν του.

Νεεμ. 7,7           μετὰ Ζοροβάβελ καὶ Ἰησοῦ καὶ Νεεμία Ἀζαρία καὶ Ῥεελμὰ Ναεμανί, Μαρδοχαῖος, Βαλσάν, Μασφαράθ, Ἔσδρα, Βογουΐα, Ἰναούμ, Βαανά, Μασφάρ, ἄνδρες λαοῦ Ἰσραήλ·

Νεεμ. 7,7                  Επανήλθον μαζή με τον Ζοροβάβελ, τον Ιησούν, τον Νεεμίαν, τον Αζαρίαν, τον Ρεελμά, Ναεμανί, τον Μαρδοχαίον, τον Βαλσάν, τον Μασφαράθ, τον Εσδραν, τον Βογουΐαν, τυν Ιανούμ, τον Βαανά και τον Μασφάρ. Οι άνδρες του λαού του Ισραήλ ήσαν·

Νεεμ. 7,8           υἱοὶ Φόρος δισχίλιοι ἑκατὸν ἑβδομηκονταδύο·

Νεεμ. 7,8                  Οι απόγονοι του Φορος δύο χιλιάδες εκατόν εβδομήκοντα δύο.

Νεεμ. 7,9           υἱοὶ Σαφατία τριακόσιοι ἑβδομηκονταδύο·

Νεεμ. 7,9                  Οι απόγονοι του Σαφατία τριακόσιοι εβδομήκοντα δύο.

Νεεμ. 7,10         υἱοὶ Ἠρὰ ἑξακόσιοι πεντηκονταδύο·

Νεεμ. 7,10                Οι απόγονοι του Ηράα εξακόσιοι πεντήκοντα δύο.

Νεεμ. 7,11         υἱοὶ Φαὰθ Μωὰβ τοῖς υἱοῖς Ἰησοῦ καὶ Ἰωὰβ δισχίλιοι ἑξακόσιοι δεκαοκτώ·

Νεεμ. 7,11                 Οι απόγονοι του Φαάθ Μωάβ και οι απόγονοι του Ιησού και του Ιωάβ δύο χιλιάδες εξακόσιοι δέκα οκτώ.

Νεεμ. 7,12         υἱοὶ Αἰλὰμ χίλιοι διακόσιοι πεντηκοντατέσσαρες·

Νεεμ. 7,12                Οι απόγονοι του Αιλάμ χίλιοι διακόσιοι πεντήκοντα τέσσαρες.

Νεεμ. 7,13         υἱοὶ Ζαθουΐα ὀκτακόσιοι τεσσαρακονταπέντε·

Νεεμ. 7,13                 Οι απόγονοι του Ζαθουΐα οκτακόσιοι τεσσαράκοντα πέντε.

Νεεμ. 7,14         υἱοὶ Ζακχοῦ ἑπτακόσιοι ἑξήκοντα·

Νεεμ. 7,14                Οι απόγονοι του Ζακχού επτακόσιοι εξηκοντα.

Νεεμ. 7,15         υἱοὶ Βανουΐ ἑξακόσιοι τεσσαρακονταοκτώ·

Νεεμ. 7,15                 Οι απόγονοι του Βανουί εξακόσιοι τεσσαράκοντα οκτώ.

Νεεμ. 7,16         υἱοὶ Βηβὶ ἑξακόσιοι εἰκοσιοκτώ·

Νεεμ. 7,16                Οι απόγονοι του Βηβί εξακόσιοι είκοσι οκτώ.

Νεεμ. 7,17         υἱοὶ Ἀσγὰδ δισχίλιοι τριακόσιοι εἰκοσιδύο·

Νεεμ. 7,17                 Οι απόγονοι του Ασγάδ δύο χιλιάδες τριακόσιοι είκοσι δύο.

Νεεμ. 7,18         υἱοὶ Ἀδωνικὰμ ἑξακόσιοι ἑξηκονταεπτά·

Νεεμ. 7,18                Οι απόγονοι του Αδωνικάμ εξακόσιοι εξήκοντα επτά.

Νεεμ. 7,19         υἱοὶ Βαγοΐ δισχίλιοι ἑξηκονταεπτά·

Νεεμ. 7,19                Οι απόγονοι του Βαγοί δύο χιλιάδες εξήκοντα επτά.

Νεεμ. 7,20         υἱοὶ Ἠδὶν ἑξακόσιοι πεντηκονταπέντε·

Νεεμ. 7,20                Οι απόγονοι του Ηδίν εξακόσιοι πεντήκοντα πέντε.

Νεεμ. 7,21         υἱοὶ Ἀτὴρ τῷ Ἐζεκίᾳ ἐνενηκονταοκτώ·

Νεεμ. 7,21                Οι απόγονοι του Ατήρ, υιού του Εζεκίου, ενενήκοντα οκτώ.

Νεεμ. 7,22         υἱοὶ Ἠσὰμ τριακόσιοι εἰκοσιοκτώ·

Νεεμ. 7,22                Οι απόγονοι του Ησάμ τριακόσιοι είκοσι Οκτώ.

Νεεμ. 7,23         υἱοὶ Βεσεΐ τριακόσιοι εἰκοσιτέσσαρες·

Νεεμ. 7,23                Οι απόγονοι του Βεσεί τριακόσιοι είκοσι τέσσαρες.

Νεεμ. 7,24         υἱοὶ Ἀρὶφ ἑκατὸν δώδεκα· υἱοὶ Ἀσὲν διακόσιοι εἰκοσιτρεῖς·

Νεεμ. 7,24                Οι απόγονοι του Αρίφ εκατόν δώδεκα. Οι απόγονοι του Ασέν διακόσιοι είκοσι τρεις.

Νεεμ. 7,25         υἱοὶ Γαβαὼν ἐνενηκονταπέντε·

Νεεμ. 7,25                Οι απόγονοι του Γαβαών ενενήκοντα πέντε.

Νεεμ. 7,26         υἱοὶ Βαιθαλὲμ ἑκατὸν εἰκοσιτρεῖς· υἱοὶ Ἀτωφὰ πεντηκονταέξ·

Νεεμ. 7,26                Οι απόγονοι του Βαιθαλέμ εκατόν είκοσι τρεις. Οι απόγονοι του Ατωφά πεντήκοντα εξ.

Νεεμ. 7,27         υἱοὶ Ἀναθὼθ ἑκατὸν εἰκοσιοκτώ·

Νεεμ. 7,27                Οι κάτοικοι της Αναθώθ εκατόν είκοσι οκτώ.

Νεεμ. 7,28         ἄνδρες Βηθασμὼθ τεσσαρακονταδύο·

Νεεμ. 7,28                Οι κάτοικοι της Βηθασμώθ τεσσαράκοντα δύο.

Νεεμ. 7,29         ἄνδρες Καριαθαρίμ, Καφιρὰ καὶ Βηρὼθ ἑπτακόσιοι τεσσαρακοντατρεῖς·

Νεεμ. 7,29                Οι κάτοικοι της Καριαθαρίμ, της Καφιρά και της Βηρώθ επτακόσιοι τεσσαράκοντα τρεις.

Νεεμ. 7,30         ἄνδρες Ἀραμὰ καὶ Γαβαὰ ἑξακόσιοι εἴκοσιν·

Νεεμ. 7,30                Οι κάτοικοι της Αραμά και της Γαδαά εξακόσιοι είκοσι.

Νεεμ. 7,31         ἄνδρες Μαχεμὰς ἑκατὸν εἰκοσιδύο·

Νεεμ. 7,31                 Οι κάτοικοι της Μαχεμάς εκατόν είκοσι δύο.

Νεεμ. 7,32         ἄνδρες Βαιθὴλ καὶ Ἀΐ ἑκατὸν εἰκοσιτρεῖς·

Νεεμ. 7,32                Οι κάτοικοι της Βαιθήλ και της Α εκατόν είκοσι τρεις.

Νεεμ. 7,33         ἄνδρες Ναβία ἑκατὸν πεντηκονταδύο·

Νεεμ. 7,33                Οι κάτοικοι της Ναβία εκατόν πεντήκοντα δύο.

Νεεμ. 7,34         ἄνδρες Ἠλαμαὰρ χίλιοι διακόσιοι πεντηκονταδύο·

Νεεμ. 7,34                Οι κάτοικοι της Ηλαμαάρ χίλιοι διακόσιοι πεντήκοντα δύο.

Νεεμ. 7,35         υἱοὶ Ἠρὰμ τριακόσιοι εἴκοσι·

Νεεμ. 7,35                Οι κάτοικοι της Ηράμ τριακόσιοι είκοσι.

Νεεμ. 7,36         υἱοὶ Ἰεριχὼ τριακόσιοι τεσσαρακονταπέντε·

Νεεμ. 7,36                Οι κάτοικοι της Ιεριχώ τριακόσιοι τεσσαράκοντα πέντε.

Νεεμ. 7,37         υἱοὶ Λοδαδὶδ καὶ Ὠνὼ ἑπτακόσιοι εἰκοσιεῖς·

Νεεμ. 7,37                Οι κάτοικοι της Λοδαδίδ και Ωνώ επτακόσιοι είκοσι ένας.

Νεεμ. 7,38         υἱοὶ Σανανὰ τρισχίλιοι ἐνακόσιοι τριάκοντα·

Νεεμ. 7,38                Οι κάτοικοι της Σανανά τρεις χιλιάδες εννεακόσιοι τριάκοντα.

Νεεμ. 7,39         οἱ ἱερεῖς, υἱοὶ Ἰωδαὲ εἰς οἶκον Ἰησοῦ ἐνακόσιοι ἑβδομηκοντατρεῖς·

Νεεμ. 7,39                Από δε τους ιερείς ήσαν, από τους απογόνους του Ιωδαέ, της οικογενείας του Ιησού, ήσαν εννεακόσιοι εβδομήκοντα τρεις.

Νεεμ. 7,40         υἱοὶ Ἐμμὴρ χίλιοι πεντηκονταδύο·

Νεεμ. 7,40                Απόγονοι του Εμμήρ χίλιοι πεντήκοντα δύο.

Νεεμ. 7,41         υἱοὶ Φασεοὺρ χίλιοι διακόσιοι τεσσαρακονταεπτά·

Νεεμ. 7,41                Απόγονοι του Φασεούρ χίλιοι διακόσιοι τεσσαράκοντα επτά.

Νεεμ. 7,42         υἱοὶ Ἠρὰμ χίλιοι δεκαεπτά·

Νεεμ. 7,42                Απόγονοι του Ηράμ χίλιοι δέκα επτά.

Νεεμ. 7,43         οἱ Λευῖται, υἱοὶ Ἰησοῦ τοῦ Καδμιὴλ τοῖς υἱοῖς τοῦ Οὐδουΐα ἑβδομηκοντατέσσαρες·

Νεεμ. 7,43                Λευίται δε ήσαν οι απόγονοι του Ιησού και του Καδμιήλ, όπως και οι απόγονοι του Ουδουΐα εδδομήκοντα τέσσαρες.

Νεεμ. 7,44         οἱ ἄδοντες, υἱοὶ Ἀσὰφ ἑκατὸν τεσσαρακονταοκτώ·

Νεεμ. 7,44                Από τους ψάλτας ήσαν οι απόγονοι του Ασάφ εκατόν τεσσαράκοντα οκτώ.

Νεεμ. 7,45         οἱ πυλωροί, υἱοὶ Σαλούμ, υἱοὶ Ἀτήρ, υἱοὶ Τελμών, υἱοὶ Ἀκούβ, υἱοὶ Ἀτιτά, υἱοὶ Σαβί, ἑκατὸν τριακονταοκτώ·

Νεεμ. 7,45                Από δε τους θυρωρούς ήσαν οι απόγονοι του Σαλούμ, του Ατήρ, του Τελμών, του Ακούβ, του Ατιτά, του Σαβί, εκατόν τριάκοντα οκτώ.

Νεεμ. 7,46         οἱ ναθινίμ, υἱοὶ Σηά, υἱοὶ Ἀσφά, υἱοὶ Ταβαώθ,

Νεεμ. 7,46                Από τους κατωτέρους υπηρέτας του ναού ήσαν οι απόγονοι του Σηα, οι απόγονοι του Ασφά, οι απόγονοι του Ταβαώθ,

Νεεμ. 7,47         υἱοὶ Κιράς, υἱοὶ Ἀσουΐα, υἱοὶ Φαδών,

Νεεμ. 7,47                οι απόγονοι του Κιράς, οι απόγονοι του Ασουΐα, οι απόγονοι του Φαδών,

Νεεμ. 7,48         υἱοὶ Λαβανά, υἱοὶ Ἀγαβά, υἱοὶ Σελμεΐ,

Νεεμ. 7,48                οι απόγονοι του Λαβανά, οι απόγονοι του Αγαβά, οι απόγονοι του Σελμεΐ.

Νεεμ. 7,49         υἱοὶ Ἀνάν, υἱοὶ Γαδήλ, υἱοὶ Γαάρ,

Νεεμ. 7,49                Οι απόγονοι του Ανάν, οι απόγονοι του Γαδήλ, οι απόγονοι του Γαάρ,

Νεεμ. 7,50         υἱοὶ Ῥααΐα, υἱοὶ Ῥασσών, υἱοὶ Νεκωδά,

Νεεμ. 7,50                Οι απόγονοι του Ρααΐα, οι απόγονοι του Ρασσών, οι απόγονοι του Νεκωδά,

Νεεμ. 7,51         υἱοὶ Γηζάμ, υἱοὶ Ὀζί, υἱοὶ Φεσή,

Νεεμ. 7,51                 οι απόγονοι του Γηζάμ, οι απόγονοι του Οζί, οι απόγονοι του Φεσή.

Νεεμ. 7,52         υἱοὶ Βησί, υἱοὶ Μεϊνών, υἱοὶ Νεφωσασί,

Νεεμ. 7,52                Οι απόγονοι του Βησί, οι απόγονοι του Μεϊνών, οι απόγονοι του Νεφωσασί,

Νεεμ. 7,53         υἱοὶ Βακβούκ, υἱοὶ Ἀχιφά, υἱοὶ Ἀρούρ,

Νεεμ. 7,53                οι απόγονοι του Βακβούκ, οι απόγονοι του Αχιφά, οι απόγονοι του Αρούρ,

Νεεμ. 7,54         υἱοὶ Βασαλώθ, υἱοὶ Μιδά, υἱοὶ Ἀδασάν,

Νεεμ. 7,54                οι απόγονοι του Βασαλώθ, οι απόγονοι του Μιδά, οι απόγονοι του Αδασάν,

Νεεμ. 7,55         υἱοὶ Βαρκουέ, υἱοὶ Σισαράθ, υἱοὶ Θημά,

Νεεμ. 7,55                οι απόγονοι του Βαρκουέ, οι απόγονοι του Σισαράθ, οι απόγονοι του Θημά,

Νεεμ. 7,56         υἱοὶ Νισιά, υἱοὶ Ἀτιφά,

Νεεμ. 7,56                οι απόγονοι του Νισιά, οι απόγονοι του Ατιφά.

Νεεμ. 7,57         υἱοὶ δούλων Σαλωμών, υἱοὶ Σουτεΐ, υἱοὶ Σαφαράτ, υἱοὶ Φεριδά,

Νεεμ. 7,57                Από τους απογόνους των δούλων του Σολομώντος ήσαν οι απόγονοι του Σουτεΐ, οι απόγονοι του Σαφαράτ, οι απόγονοι του Φεριδά,

Νεεμ. 7,58         υἱοὶ Ἰελήλ, υἱοὶ Δορκών, υἱοὶ Γαδαήλ,

Νεεμ. 7,58                οι απόγονοι του Ιελήλ, οι απόγονοι του Δορκών, οι απόγονοι του Γαδαήλ,

Νεεμ. 7,59         υἱοὶ Σαφατία, υἱοὶ Ἐττήλ, υἱοὶ Φακαράθ, υἱοὶ Σαβαΐμ, υἱοὶ Ἠμίμ·

Νεεμ. 7,59                οι απόγονοι του Σαφατία, οι απόγονοι του Εττήλ, οι απόγονοι του Φακαράθ, οι απόγονοι του Σαβαΐμ, οι απόγονοι του Ημίμ.

Νεεμ. 7,60         πάντες οἱ ναθινίμ, καὶ υἱοὶ δούλων Σαλωμών, τριακόσιοι ἐνενηκονταδύο.

Νεεμ. 7,60                Ολοι οι κατώτεροι υπηρέται του ναού και οι απόγονοι των δούλων του Σολομώντος ήσαν τριακόσιοι ενενήκοντα δύο.

Νεεμ. 7,61         καὶ οὗτοι ἀνέβησαν ἀπὸ Θελμελέθ, Θελαρησά, Χαρούβ, Ἠρών, Ἰεμὴρ καὶ οὐκ ἐδυνάσθησαν ἀπαγγεῖλαι οἴκους πατριῶν αὐτῶν καὶ σπέρμα αὐτῶν εἰ ἀπὸ Ἰσραήλ εἰσιν·

Νεεμ. 7,61                Οι κατωτέρω αναφερόμενοι ήσαν εκείνοι, οι οποίοι επανήλθον εις την Ιερουσαλήμ από την Θελμελέθ, την Θελαρησά, την Χαρούβ, την Ηρών, την Ιεμήρ και οι οποίοι δεν ημπόρεσαν να καταστήσουν γνωστάς εις ημάς τας οικογενείας, εις τας οποίας ανήκον, και έτσι να αποδείξουν, εάν κατάγωνται πράγματι από τους Ισραηλίτας.

Νεεμ. 7,62         υἱοὶ Δαλαία, υἱοὶ Τωβία, υἱοὶ Νεκωδά, ἑξακόσιοι τεσσαρακονταδύο·

Νεεμ. 7,62                Ησαν οι απόγονοι του Δαλαία, οι απόγονοι του Τωβία, οι απόγονοι του Νεκωδά, εν όλω εξακόσιοι τεσσαράκοντα δύο.

Νεεμ. 7,63         καὶ ἀπὸ τῶν ἱερέων υἱοὶ Ἐβία, υἱοὶ Ἀκώς, υἱοὶ Βερζελλί, ὅτι ἔλαβον ἀπὸ θυγατέρων Βερζελλὶ τοῦ Γαλααδίτου γυναῖκας καὶ ἐκλήθησαν ἐπ᾿ ὀνόματι αὐτῶν·

Νεεμ. 7,63                Από δε τους ιερείς ήσαν, οι απόγονοι του Εβία, οι απόγονοι του Ακώς, οι απόγονοι του Βερζελλί, αυτοί ωνομάζοντο έτσι, διότι επήραν από τας θυγατέρας του Γαλααδίτου Βερζελλί συζύγους, δι' αυτό δε και έλαβον τα ονόματα εκείνων.

Νεεμ. 7,64         οὗτοι ἐζήτησαν γραφὴν αὐτῶν τῆς συνοδίας, καὶ οὐχ εὑρέθη, καὶ ἠγχιστεύθησαν ἀπὸ τῆς ἱερατείας,

Νεεμ. 7,64                Αυτοί ανεζήτησαν τους τίτλους των, δια να αποδείξουν την γενεαλογίαν των, αλλά δεν τους εύρον. Δια τούτο και απεκλείσθησαν από την ιερωσύνην.

Νεεμ. 7,65         καὶ εἶπεν Ἀθερσασθά, ἵνα μὴ φάγωσιν ἀπὸ τοῦ ἁγίου τῶν ἁγίων, ἕως ἀναστῇ ἱερεὺς φωτίσων.

Νεεμ. 7,65                Ο δε βασιλεύς Αρταξέρξης διέταξε να μη τρώγουν αυτοί από τας αγίας τροφάς του ναού, μέχρις ότου παρουσιασθή αρχιερεύς, ο οποίος φωτιζόμενος από τον Θεόν θα τακτοποιήση την υπόθεσίν των.

Νεεμ. 7,66         καὶ ἐγένετο πᾶσα ἡ ἐκκλησία ὡσεὶ τέσσαρες μυριάδες δισχίλιοι τριακόσιοι ἑξήκοντα,

Νεεμ. 7,66                Ολόκληρον δε αυτό το πλήθος των Ισραηλιτών ανήλθεν εις τεσσαράκοντα δύο χιλιάδας τριακοσίους εξήκοντα,

Νεεμ. 7,67         πάρεξ δούλων αὐτῶν καὶ παιδισκῶν αὐτῶν, οὗτοι ἑπτακισχίλιοι τριακόσιοι τριακονταεπτά· καὶ ᾄδοντες καὶ ᾄδουσαι διακόσιοι τεσσαρακονταπέντε·

Νεεμ. 7,67                εκτός από τους δούλους και από τας δούλας των, οι οποίοι ανήλθον στον αριθμόν των επτά χιλιάδων τριακοσίων τριάκοντα επτά. Οι ψάλται δε και αι ψάλτριαι ήσαν διακόσιοι τεσσαράκοντα πέντε.

Νεεμ. 7,69         ὄνοι δισχίλιοι ἑπτακόσιοι.

Νεεμ. 7,69                Οι όνοι των ήσαν δύο χιλιάδες επτακόσιοι.

Νεεμ. 7,70         καὶ ἀπὸ μέρους ἀρχηγῶν τῶν πατριῶν ἔδωκαν εἰς τὸ ἔργον τῷ Νεεμίᾳ εἰς θησαυρὸν χρυσοῦς χιλίους, φιάλας πεντήκοντα καὶ χωθωνὼθ τῶν ἱερέων τριάκοντα.

Νεεμ. 7,70                Μερικοί δε από τους αρχηγούς των πατριών έδωκαν δια το έργον του Νεεμίου δώρα δια το θησαυροφυλάκιον, χιλίους χρυσούς (δαρεικούς), πεντήκοντα φιάλας και τριάκοντα ιερατικας στολάς.

Νεεμ. 7,71         καὶ ἀπὸ ἀρχηγῶν τῶν πατριῶν ἔδωκαν εἰς θησαυροὺς τοῦ ἔργου χρυσοῦ νομίσματος δύο μυριάδας καὶ ἀργυρίου μνᾶς δισχιλίας τριακοσίας, καὶ ἔδωκαν οἱ κατάλοιποι τοῦ λαοῦ χρυσίου δύο μυριάδας καὶ ἀργυρίου μνᾶς δισχιλίας διακοσίας καὶ χωθωνὼθ τῶν ἱερέων ἑξηκονταεπτά.

Νεεμ. 7,71                 Μερικοί δε άλλοι από τους αρχηγούς των οικογενειών έδωκαν στο θησαυροφυλάκιον του ναού, δια το έργον, είκοσι χιλιάδας χρυσά νομίσματα (δαρεικούς) και δύο χιλιάδας τριακοσίας αργυράς μνας. Οι υπόλοιποι από τον λαόν έδωκαν, είκοσι χιλιάδας χρυσούς δαρεικούς, δύο χιλιάδας διακοσίας αργυράς μνας και εξηκοντα επτά ιερατικάς στολάς.

Νεεμ. 7,72         καί ἐκάθισαν οἱ ἱερεῖς καὶ Λευῖται καὶ οἱ πυλωροὶ καὶ οἱ ᾄδοντες καὶ οἱ ἀπὸ τοῦ λαοῦ καὶ οἱ ναθινὶμ καὶ πᾶς Ἰσραὴλ ἐν πόλεσιν αὐτῶν.

Νεεμ. 7,72                Οι ιερείς, οι Λευίται, οι θυρωροί, οι ψάλται, οι άνδρες του λαού, οι κατώτεροι υπηρέται του ναού και όλος ο ισραηλιτικός λαός εγκατεστάθησαν εις τας πόλεις των.

 

 

ΝΕΕΜΙΑΣ 8

 

Νεεμ. 8,1           Καὶ ἔφθασεν ὁ μὴν ὁ ἕβδομος -καὶ οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἐν πόλεσιν αὐτῶν- καὶ συνήχθησαν πᾶς ὁ λαὸς ὡς ἀνὴρ εἷς εἰς τὸ πλάτος τὸ ἔμπροσθεν πύλης τοῦ ὕδατος. καὶ εἶπαν τῷ Ἔσδρᾳ τῷ γραμματεῖ ἐνέγκαι τὸ βιβλίον νόμου Μωυσῆ, ὃν ἐνετείλατο Κύριος τῷ Ἰσραήλ.

Νεεμ. 8,1                   Οταν έφθασεν ο έβδομος μην- οι δε Ισραηλίται είχαν εν τω μεταξύ εγκατασταθή εις τας πόλεις των-, συνεκεντρώθησαν όλοι οι Ισραηλίται, ως ένας άνθρωπος, στον ευρύν χώρον εμπρός από την πύλην, η οποία ελέγετο πύλη του ύδατος. Εκεί είπαν στον Εσδραν οι Ισραηλίται να ψέρη το βιβλίον του νόμου του Μωϋσέως, τον οποίον νόμον είχε διατάξει ο Κυριος στους Ισροηλίτας.

Νεεμ. 8,2           καὶ ἤνεγκεν Ἔσδρας ὁ ἱερεὺς τὸν νόμον ἐνώπιον τῆς ἐκκλησίας ἀπὸ ἀνδρὸς ἕως γυναικὸς καὶ πᾶς ὁ συνίων ἀκούειν ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ τοῦ μηνὸς τοῦ ἑβδόμου

Νεεμ. 8,2                  Ο ιερεύς Εσδρας, κατά την πρώτην ημέραν του εβδόμου μηνός, έφερε τον Νομον ενώπιον της συγκεντρώσεως, ενώπιον ανδρών και γυναικών και όλων εκείνων, που ήσαν εις θέσιν να ακούσουν και να εννοήσουν τον Νομον.

Νεεμ. 8,3           καὶ ἀνέγνω ἐν αὐτῷ ἀπὸ τῆς ὥρας τοῦ διαφωτίσαι τὸν ἥλιον ἕως ἡμίσους τῆς ἡμέρας ἀπέναντι τῶν ἀνδρῶν καὶ τῶν γυναικῶν, καὶ αὐτοὶ συνιέντες, καὶ ὦτα παντὸς τοῦ λαοῦ εἰς τὸ βιβλίον τοῦ νόμου.

Νεεμ. 8,3                  Ανεγίνωσκε δε ο Εσδρας από τον Νομον, από την πρωΐαν όταν ανέτελλεν ο ήλιος μέχρι της μεσημβρίας, ώστε να ακούουν άνδρες και γυναίκες και όλοι εκείνοι, οι οποίοι ηδύναντο να τον εννοήσουν. Ολος δε ο λαός είχε ανοιγμένα τα αυτιά του, δια να ακούη με προσοχήν όλα όσα ήσαν γραμμένα στο βιβλίον του Νομου.

Νεεμ. 8,4           καὶ ἔστη Ἔσδρας ὁ γραμματεὺς ἐπὶ βήματος ξυλίνου, καὶ ἔστησαν ἐχόμενα αὐτοῦ Ματταθίας καὶ Σαμαΐας καὶ Ἀνανίας καὶ Οὐρίας καὶ Χελκία καὶ Μαασία ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, καὶ ἐξ ἀριστερῶν Φαδαΐας καὶ Μισαὴλ καὶ Μελχίας καὶ Ἀσὼμ καὶ Ἀσαβαδμὰ καὶ Ζαχαρίας καὶ Μεσολλάμ.

Νεεμ. 8,4                  Ο Εσδρας, ο γραμματεύς, εστεκετο όρθιος επάνω εις ένα ξύλινον βάθρον, πλησίον δε αυτού και εκ δεξιών του ίσταντο επίσης όρθιοι ο Ματταθίας, ο Σαμαΐας, ο Ανανίας, ο Ουρίας, ο Χελκίας και ο Μαασίας· εξ αριστερών του δε ίσταντο ο Φαδαΐας, ο Μισαήλ, ο Μελχίας, ο Ασώμ, ο Ασαδαδμά, ο Ζαχαρίας και ο Μεσολλάμ.

Νεεμ. 8,5           καὶ ἤνοιξεν Ἔσδρας τὸ βιβλίον ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, ὅτι αὐτὸς ἦν ἐπάνω τοῦ λαοῦ -καὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤνοιξεν αὐτό, ἔστη πᾶς ὁ λαός-

Νεεμ. 8,5                  Ο Εσδρας ήνοιξε το βιβλίον του Νομου ενώπιον παντός του λαού και, καθώς αυτός ίστατο υψηλοτερον, ο λαός έβλεπε- όταν δε ήνοιξε το βιβλίον εσηκώθη με ευλάβειαν όλος ο λαός και εστάθη όρθιος.

Νεεμ. 8,6           καὶ ηὐλόγησεν Ἔσδρας Κύριον τὸν Θεὸν τὸν μέγαν, καὶ ἀπεκρίθη πᾶς ὁ λαὸς καὶ εἶπαν· ἀμήν, ἐπάραντες τὰς χεῖρας αὐτῶν, καὶ ἔκυψαν καὶ προσεκύνησαν τῷ Κυρίῳ ἐπὶ πρόσωπον ἐπὶ τὴν γῆν.

Νεεμ. 8,6                  Ο Εσδρας εδοξολόγησε Κυριον τον Θεόν τον μέγαν και όλοι οι Ισραηλίται απεκρίθησαν και είπαν αμήν! Υψωσαν τας χείρας των προς τον ουρανόν και κατόπιν έσκυψαν και προσεκύνησαν τον Κυριον με το πρόσωπον αυτών προς την γην.

Νεεμ. 8,7           καὶ Ἰησοῦς καὶ Βαναΐας καὶ Σαραβίας ἦσαν συνετίζοντες τὸν λαὸν εἰς τὸν νόμον· καὶ ὁ λαὸς ἐν τῇ στάσει αὐτοῦ.

Νεεμ. 8,7                  Ο Ιησούς, ο Βαναΐας και ο Σαραβίας καθωδηγοσαν τον λαόν εις την κατανόησιν του Νομου. Ο λαός δε έμενεν όρθιος εις την ευλαβή στάσιν του.

Νεεμ. 8,8           καὶ ἀνέγνωσαν ἐν βιβλίῳ νόμου τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐδίδασκεν Ἔσδρας καὶ διέστελλεν ἐν ἐπιστήμῃ Κυρίου, καὶ συνῆκεν ὁ λαὸς ἐν τῇ ἀναγνώσει.

Νεεμ. 8,8                  Εκείνοι ανεγίνωσκον το βιβλίον του νόμου του Θεού, ο δε Εσδρας εδίδασκε και ανέλυε τα αναγινωσκόμενα, σύμφωνα με την σοφίαν, που του είχε δώσει ο Κυριος, και ο λαός εννοούσε τα αναγινωσκόμενα.

Νεεμ. 8,9           καὶ εἶπε Νεεμίας καὶ Ἔσδρας ὁ ἱερεὺς καὶ γραμματεὺς καὶ οἱ Λευῖται καὶ οἱ συνετίζοντες τὸν λαὸν καὶ εἶπαν παντὶ τῷ λαῷ· ἡμέρα ἁγία ἐστὶ τῷ Κυρίῳ Θεῷ ἡμῶν, μὴ πενθεῖτε μηδὲ κλαίετε· ὅτι ἔκλαιε πᾶς ὁ λαός, ὡς ἤκουσαν τοὺς λόγους τοῦ νόμου.

Νεεμ. 8,9                  Ο Νεεμίας και ο Εσδρας, ο ιερεύς και γραμματεύς, και οι άλλοι Λευίται, οι οποίοι εδίδασκαν σχετικως τον λαόν, είπαν εις όλον τον λαόν. “Η σημερινή ημέρα είναι αφιερωμένη εις Κυριον τον Θεόν μας. Μη πενθείτε και μη κλαίετε”. Είπαν δε αυτό, διότι όλος ο λαός έκλαιε, καθώς ήκουε τους λόγους του νόμου του Κυρίου.

Νεεμ. 8,10         καὶ εἶπεν αὐτοῖς· πορεύεσθε φάγετε λιπάσματα καὶ πίετε γλυκάσματα καὶ ἀποστείλατε μερίδας τοῖς μὴ ἔχουσιν· ὅτι ἁγία ἐστὶν ἡ ἡμέρα τῷ Κυρίῳ ἡμῶν· καὶ μὴ διαπέσητε, ὅτι ἐστὶ Κύριος ἰσχὺς ἡμῶν.

Νεεμ. 8,10                Ο Νεεμίας είπε προς αυτούς· “Πηγαίνετε τώρα, φάγετε πλούσια φαγητά και πίετε γλυκά ποτά. Αλλά από αυτά αποστείλατε και μερίδας εις εκείνους, οι οποίοι δεν έχουν, διότι η ημέρα αυτή είναι χαρμόσυνος, αφιερωμένη στον Κυριον μας. Μη αποκάμνετε, μη απογοητεύεσθε, διότι ο Κυριος είναι η δύναμίς μας”.

Νεεμ. 8,11         καὶ οἱ Λευῖται κατεσιώπων πάντα τὸν λαὸν λέγοντες· σιωπᾶτε, ὅτι ἡμέρα ἁγία, καὶ μὴ καταπίπτετε.

Νεεμ. 8,11                 Οι Λευίται καθησύχασαν όλον τον λαόν λέγοντες· “Ησυχάσατε, ηρεμήσατε, διότι η ημέρα αυτή είναι αγία και χαρμόσυνος. Μη χάνετε το θάρρος σας”.

Νεεμ. 8,12         καὶ ἀπῆλθε πᾶς ὁ λαὸς φαγεῖν καὶ πιεῖν καὶ ἀποστέλλειν μερίδας καὶ ποιῆσαι εὐφροσύνην μεγάλην, ὅτι συνῆκαν ἐν τοῖς λόγοις οἷς ἐγνώρισεν αὐτοῖς.

Νεεμ. 8,12                Ολος ο ισραηλιτικός λαός απήλθε δια να φάγη και πίη και δια να στείλη μερίδας φαγητού εις εκείνους, οι οποίοι δεν είχαν. Ετσι δε εδοκίμασαν και απήλαυσαν μεγάλην χαράν και αγαλλίασιν, διότι είχαν εννοήσει τα λόγια του Νομου, τα οποία κατέστησεν εις αυτούς γνωστά ο Νεεμίας.

Νεεμ. 8,13         Καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ δευτέρᾳ συνήχθησαν οἱ ἄρχοντες τῶν πατριῶν σὺν τῷ παντὶ λαῷ, οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται πρὸς Ἔσδραν τὸν γραμματέα ἐπιστῆσαι πρὸς πάντας τοὺς λόγους τοῦ νόμου.

Νεεμ. 8,13                Κατά την δευτέραν ημέραν συνεκεντρώθησαν οι άρχοντες των οικογενειων μαζή με όλον τον λαόν, οι ιερείς και οι Λευίται, και προσηλθαν προς τον Εσδραν, τον γραμματέα, δια να διδαχθούν και γνωρίσουν καλύτερα όλας τας εντολάς του νόμου.

Νεεμ. 8,14         καὶ εὕροσαν γεγραμμένον ἐν τῷ νόμῳ, ᾧ ἐνετείλατο Κύριος τῷ Μωυσῇ, ὅπως κατοικήσωσιν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἐν σκηναῖς ἐν ἑορτῇ ἐν μηνὶ τῷ ἑβδόμῳ,

Νεεμ. 8,14                Ευρήκαν δε γραμμένην στον Νομον τούτον, που ο Κυριος έδωσεν στον Μωϋσήν, και μίαν εντολήν, σύμφωνα προς την οποίαν έπρεπεν οι Ισραηλίται κατά την εορτήν της Σκηνοπηγίας, που ετελείτο κατά τον εβδομον μήνα, να κατοικούν εις σκηνάς.

Νεεμ. 8,15         καὶ ὅπως σημάνωσι σάλπιγξιν ἐν πάσαις ταῖς πόλεσιν αὐτῶν καὶ ἐν Ἱερουσαλήμ. καὶ εἶπεν Ἔσδρας· ἐξέλθετε εἰς τὸ ὄρος, καὶ ἐνέγκατε φύλλα ἐλαίας καὶ φύλλα ξύλων κυπαρισσίνων καὶ φύλλα μυρσίνης καὶ φύλλα φοινίκων καὶ φύλλα ξύλου δασέος ποιῆσαι σκηνὰς κατὰ τὸ γεγραμμένον.

Νεεμ. 8,15                Θα έπρεπε δε να εξαγγέλλεται η εορτή αυτή δια σαλπίγγων εις όλας τας πόλεις των και εις την Ιερουσαλήμ. Είπε τότε ο Εσδρας· “Εβγάτε στο όρος και φέρετε από εκεί κλάδους ελαίας, κλάδους κυπαρίσσων, κλάδους μυρσίνης, κλάδους φοινίκων και γενικώς κλάδους από πυκνόφυλλα δένδρα, δια να κατασκευάσετε με αυτούς σκηνάς, όπως είναι γραμμένο στον νόμον του Μωυσέως”.

Νεεμ. 8,16         καὶ ἐξῆλθεν ὁ λαὸς καὶ ἤνεγκαν καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς σκηνὰς ἀνὴρ ἐπὶ τοῦ δώματος αὐτοῦ καὶ ἐν ταῖς αὐλαῖς αὐτῶν καὶ ἐν ταῖς αὐλαῖς οἴκου τοῦ Θεοῦ καὶ ἐν πλατείαις τῆς πόλεως καὶ ἕως πύλης Ἐφραίμ.

Νεεμ. 8,16                Ο λαός πράγματι εβγήκε και έφεραν κλάδους, με τους οποίους κατεσκεύασαν δια τον εαυτόν των σκηνάς. Ο καθένας επάνω στο δώμα της οικίας του, εις τας αυλάς των οικιών των, εις τας αυλάς του ναού του Θεού, εις τας πλατείας της πόλεως μέχρι της πύλης Εφραίμ.

Νεεμ. 8,17         καὶ ἐποίησαν πᾶσα ἡ ἐκκλησία, οἱ ἐπιστρέψαντες ἀπὸ τῆς αἰχμαλωσίας, σκηνὰς καὶ ἐκάθισαν ἐν σκηναῖς· ὅτι οὐκ ἐποίησαν ἀπὸ ἡμερῶν Ἰησοῦ υἱοῦ Ναυῆ οὕτως οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης· καὶ ἐγένετο εὐφροσύνη μεγάλη.

Νεεμ. 8,17                Ολοι οι Ισραηλται, που είχαν επιστρέψει από την αιχμαλωσίαν, κατεσκεύασαν σκηνάς, εις τας οποίας και εγκατεστάθησαν. Από την εποχήν δε Ιησού, υιού του Ναυή, μέχρι της ημέρας αυτής οι Ισραηλίται ουδέποτε άλλοτε είχαν εορτάσει έτσι την εορτήν της Σκηνοπηγίας. Επεκράτησε μεγάλη χαρά και αγαλλίασις μεταξύ όλων.

Νεεμ. 8,18         καὶ ἀνέγνω ἐν βιβλίῳ νόμου τοῦ Θεοῦ ἡμέραν ἐν ἡμέρᾳ ἀπὸ τῆς ἡμέρας τῆς πρώτης ἕως τῆς ἡμέρας τῆς ἐσχάτης· καὶ ἐποίησαν ἑορτὴν ἑπτὰ ἡμέρας, καὶ τῇ ἡμέρᾳ τῇ ὀγδόῃ ἐξόδιον κατὰ τὸ κρίμα.

Νεεμ. 8,18                Ανεγίνωσκον δε τον νόμον του Θεού κάθε ημέραν, από την πρώτην ημέραν της εορτής μέχρι και την τελευταίαν. Εώρτασαν την Σκηνοπηγίαν επί επτά ημέρας· κατά δε την ογδόην ημέραν έγινεν η επίσημος λήξις και απόλυσις, σύμφωνα με την διάταξιν του νόμου του Κυρίου.

 

 

ΝΕΕΜΙΑΣ 9

 

Νεεμ. 9,1           Καὶ ἐν ἡμέρᾳ εἰκοστῇ καὶ τετάρτῃ τοῦ μηνὸς τούτου συνήχθησαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἐν νηστείᾳ καὶ ἐν σάκκοις καὶ σποδῷ ἐπὶ κεφαλῆς αὐτῶν.

Νεεμ. 9,1                   Κατά την εικοστήν τετάρτην ημέραν του εβδόμου αυτού μηνός, οι Ισραηλίται συνεκεντρώθησαν, δια να νηστεύσουν· εφορούσαν σάκκους και είχαν ρίξει επάνω εις την κεφαλήν των στάκτην.

Νεεμ. 9,2           καὶ ἐχωρίσθησαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἀπὸ παντὸς υἱοῦ ἀλλοτρίου καὶ ἔστησαν καὶ ἐξηγόρευσαν τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν καὶ τὰς ἀνομίας τῶν πατέρων αὐτῶν.

Νεεμ. 9,2                  Οι Ισραηλίται απεχωρίσθησαν από όλους τους άλλους ξένους λαούς και όρθιοι εξωμολογούντο τας ιδικάς των αμαρτίας, όπως και τας παρανομίας των προγόνων των.

Νεεμ. 9,3           καὶ ἔστησαν ἐπὶ τῇ στάσει αὐτῶν καὶ ἀνέγνωσαν ἐν βιβλίῳ νόμου Κυρίου Θεοῦ αὐτῶν καὶ ἦσαν ἐξαγορεύοντες τῷ Κυρίῳ καὶ προσκυνοῦντες τῷ Κυρίῳ Θεῷ αὐτῶν.

Νεεμ. 9,3                  Ορθιοι δε εις τας θέσεις των, εδιάβαζαν το βιβλίον του νόμου Κυρίου του Θεού των, εξωμολογούντο τας αμαρτίας των προς τον Κυριον και επροσκυνούσαν Κυριον τον Θεόν των.

Νεεμ. 9,4           καὶ ἔστη ἐπὶ ἀναβάσει τῶν Λευιτῶν Ἰησοῦς καὶ οἱ υἱοὶ Καδμιήλ, Σεχενία υἱὸς Σαραβία, υἱοὶ Χωνενὶ καὶ ἐβόησαν φωνῇ μεγάλῃ πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν αὐτῶν.

Νεεμ. 9,4                  Ο Ιησούς, οι υιοί του Καδμιήλ, ο Σεχενίας, υιός του Σαραβία και οι υιοί του Χωνενί, ανήλθον εις την εξέδραν των Λευϊτών και με μεγάλην φωνήν εβόησαν προς Κυριον τον Θεόν των.

Νεεμ. 9,5           καὶ εἴποσαν οἱ Λευῖται Ἰησοῦς καὶ Καδμιήλ· ἀνάστητε, εὐλογεῖτε Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν ἀπὸ τοῦ αἰῶνος καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος· καὶ εὐλογήσουσιν ὄνομα δόξης σου καὶ ὑψώσουσιν ἐπὶ πάσῃ εὐλογίᾳ καὶ αἰνέσει.

Νεεμ. 9,5                  Οι δε Λευίται, ο Ιησούς και ο Καδμιήλ ειπόν· “Σηκωθήτε και δοξολογείτε Κυριον τον Θεόν μας, ο οποίος ζη στους αιώνας των αιώνων. Ευλογητόν είναι και θα είναι το ένδοξον όνομά σου, Κυριε, και σε θα μεγαλύνουν πάντοτε με κάθε ύμνον και δοξολογίαν”.

Νεεμ. 9,6           καὶ εἶπεν Ἔσδρας· σὺ εἶ αὐτὸς Κύριος μόνος, σὺ ἐποίησας τὸν οὐρανὸν καὶ τὸν οὐρανὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ πᾶσαν τὴν στάσιν αὐτῶν, τὴν γῆν καὶ πάντα, ὅσα ἐστὶν ἐν αὐτῇ, τὰς θαλάσσας καὶ πάντα τὰ ἐν αὐταῖς, καὶ σὺ ζωοποιεῖς τὰ πάντα, καὶ σοὶ προσκυνοῦσιν αἱ στρατιαὶ τῶν οὐρανῶν.

Νεεμ. 9,6                  Προσηυχήθη δε τότε μεγαλοφώνως ο Εσδρας και είπε· “Συ είσαι, Κυριε, ο μόνος αιώνιος και αναλλοίωτος Θεός. Συ εδημιούργησες τον ουρανόν και τον ουρανόν του ουρανού και όλον το πλήθος των αστέρων, την γην και όλα όσα υπάρχουν εις αυτήν· τας θαλάσσας και όλα όσα υπάρχουν εις αυτάς. Συ, ζωοποιείς τα πάντα και σε προσκυνούν αι στρατιαί των ουρανών.

Νεεμ. 9,7           σὺ εἶ Κύριος ὁ Θεός· σὺ ἐξελέξω ἐν Ἅβραμ καὶ ἐξήγαγες αὐτὸν ἐκ τῆς χώρας τῶν Χαλδαίων καὶ ἐπέθηκας αὐτῷ ὄνομα Ἁβραάμ·

Νεεμ. 9,7                  Συ είσαι ο Κυριος και ο Θεός. Συ εξέλεξες τον Αβραμ και ωδήγησες αυτόν από την χώραν των Χαλδαίων και έδωσες εις αυτόν το όνομα Αβραάμ.

Νεεμ. 9,8           καὶ εὗρες τὴν καρδίαν αὐτοῦ πιστὴν ἐνώπιόν σου καὶ διέθου πρὸς αὐτὸν διαθήκην δοῦναι αὐτῷ τὴν γῆν τῶν Χαναναίων καὶ Χετταίων καὶ Ἀμοῤῥαίων καὶ Φερεζαίων καὶ Ἰεβουσαίων καὶ Γεργεσαίων καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ· καὶ ἔστησας τοὺς λόγους σου, ὅτι δίκαιος σύ.

Νεεμ. 9,8                  Ευρήκες την καρδίαν του πιστήν και αφωσιωμένην εις σέ. Συνήψες με αυτόν διαθήκην και του έδωσες υπόσχεσιν να δώσης εις αυτόν και στους απογόνους του την χώραν των Χαναναίων, των Χετταίων, των Αμορραίων, των Φερεζαίων, των Ιεβουσαίων και των Γεργεσαίων. Και την υπόσχεσίν σου αυτήν την εξεπλήρωσες, διότι είσαι πάντοτε πιστός και δίκαιος στους λόγους σου.

Νεεμ. 9,9           καὶ εἶδες τὴν ταπείνωσιν τῶν πατέρων ἡμῶν ἐν Αἰγύπτῳ καὶ τὴν κραυγὴν αὐτῶν ἤκουσας ἐπὶ θάλασσαν ἐρυθράν.

Νεεμ. 9,9                  Είδες τον εξευτελισμόν και τον πόνον των πατέρων μας εις την Αίγυπτον και ήκουσες την κραυγήν της οδύνης των, όταν ευρίσκοντο πλησίον της Ερυθράς Θαλάσσης.

Νεεμ. 9,10         καὶ ἔδωκας σημεῖα καὶ τέρατα ἐν Αἰγύπτῳ ἐν Φαραὼ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς παισὶν αὐτοῦ καὶ ἐν παντὶ τῷ λαῷ τῆς γῆς αὐτοῦ, ὅτι ἔγνως ὅτι ὑπερηφάνησαν ἐπ᾿ αὐτούς, καὶ ἐποίησας σεαυτῷ ὄνομα ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη.

Νεεμ. 9,10                Εδωσες σημεία και τέρατα, έστειλες προς χάριν του λαού σου πληγάς εις την Αίγυπτον εναντίον του Φαραώ και όλων των δούλων του και όλου του λαού της χώρας του, διότι είδες ότι αυτοί εφέρθησαν με αλαζονείαν και σκληρότητα εναντίον των πατέρων μας. Και έτσι έκαμες ένδοξον το Ονομά σου, όπως και η σημερινή ημέρα μαρτυρεί.

Νεεμ. 9,11         καὶ τὴν θάλασσαν ἔῤῥηξας ἐνώπιον αὐτῶν, καὶ παρήλθοσαν ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης ἐν ξηρασίᾳ, καὶ τοὺς καταδιώξοντας αὐτοὺς ἔῤῥιψας εἰς βυθὸν ὡσεὶ λίθον ἐν ὕδατι σφοδρῷ.

Νεεμ. 9,11                 Διέρρηξες την Ερυθράν Θαλασσαν ενώπιον των Ισραηλιτών και επέρασαν αυτοί εν μέσω της θαλάσσης ως επί ξηρού εδάφους. Εκείνους δέ, που τους κατεδίωξαν, έρριψες στον βυθόν της θαλάσσης, όπως ρίπτεται ένας λίθος εις βαθύ ύδωρ.

Νεεμ. 9,12         καὶ ἐν στύλῳ νεφέλης ὡδήγησας αὐτοὺς ἡμέρας καὶ ἐν στύλῳ πυρὸς τὴν νύκτα τοῦ φωτίσαι αὐτοῖς τὴν ὁδόν, ἐν ᾗ πορεύσονται ἐν αὐτῇ.

Νεεμ. 9,12                Ωδήγησες τους προγόνους μας την μεν ημέραν με στύλον νεφέλης, την δε νύκτα με πύρινον στύλον, δια να φωτίζη αυτός τον δρόμον, στον οποίον αυτοί θα εβάδιζαν.

Νεεμ. 9,13         καὶ ἐπὶ ὄρος Σινὰ κατέβης καὶ ἐλάλησας πρὸς αὐτοὺς ἐξ οὐρανοῦ καὶ ἔδωκας αὐτοῖς κρίματα εὐθέα καὶ νόμους ἀληθείας, προστάγματα καὶ ἐντολὰς ἀγαθάς·

Νεεμ. 9,13                Κατέβηκες στο όρος Σινά, ωμίλησες προς αυτούς από τον ουρανόν, έδωκες εις αυτούς δικαίας διαταγάς, αληθείς νόμους, ωφελίμους θεσμούς και εντολάς.

Νεεμ. 9,14         καὶ τὸ σάββατόν σου τὸ ἅγιον ἐγνώρισας αὐτοῖς, ἐντολὰς καὶ προστάγματα καὶ νόμον ἐνετείλω αὐτοῖς ἐν χειρὶ Μωυσῆ δούλου σου.

Νεεμ. 9,14                Κατέστησες εις αυτούς γνωστόν το άγιόν σου Σαββατον, τας δε εντολάς και τα προστάγματα του Νομου παρέδωσες εις αυτούς δια μέσου του δούλου σου του Μωϋσέως.

Νεεμ. 9,15         καὶ ἄρτον ἐξ οὐρανοῦ ἔδωκας αὐτοῖς εἰς σιτοδοτίαν αὐτῶν καὶ ὕδωρ ἐκ πέτρας ἐξήνεγκας αὐτοῖς εἰς δίψαν αὐτῶν. καὶ εἶπας αὐτοῖς εἰσελθεῖν κληρονομῆσαι τὴν γῆν, ἐφ᾿ ἣν ἐξέτεινας τὴν χεῖρά σου δοῦναι αὐτοῖς.

Νεεμ. 9,15                Αρτον από τον ουρανόν έδωκες εις αυτούς προς τροφήν και ύδωρ από τον βράχον ανέβλυσες προς χάριν αυτών, δια να καταπαύση την δίψαν των. Είπες δε εις αυτούς να εισέλθουν, δια να κατακτήσουν και κληρονομήσουν την γην, επάνω από την οποίαν είχες απλώσει συ το χέρι σου και ωρκίσθης να την δώσης εις αυτούς.

Νεεμ. 9,16         καὶ αὐτοὶ καὶ οἱ πατέρες ἡμῶν ὑπερηφανεύσαντο καὶ ἐσκλήρυναν τὸν τράχηλον αὐτῶν καὶ οὐκ ἤκουσαν τῶν ἐντολῶν σου·

Νεεμ. 9,16                Αλλά αυτοί και οι πατέρες ημών αλαζονεύθησαν, εσκληρύνθησαν, δεν έσκυψαν την κεφαλήν των ενώπιόν σου και δεν επίστευσαν εις τας εντολάς σου.

Νεεμ. 9,17         καὶ ἀνένευσαν τοῦ εἰσακοῦσαι καὶ οὐκ ἐμνήσθησαν τῶν θαυμασίων σου, ὧν ἐποίησας μετ᾿ αὐτῶν καὶ ἐσκλήρυναν τὸν τράχηλον αὐτῶν καὶ ἔδωκαν ἀρχὴν ἐπιστρέψαι εἰς δουλείαν αὐτῶν ἐν Αἰγύπτῳ. καὶ σὺ ὁ Θεὸς ἐλεήμων καὶ οἰκτίρμων, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος, καὶ οὐκ ἐγκατέλιπες αὐτούς.

Νεεμ. 9,17                Ηρνήθησαν να σε υπακούσουν και δεν ενεθυμήθησαν τα θαύματα, τα οποία είχες κάμει προς χάριν αυτών. Εσκλήρυναν τον τράχηλόν των και ανεζήτησαν αρχηγόν, δια να επιστρέψουν πάλιν εις την δουλείαν των εις την Αίγυπτον. Αλλά είσαι Θεός ελεήμων και οικτίρμων, μακρόθυμος και πολυέλεος και δια τούτο δεν τους εγκατέλειψες.

Νεεμ. 9,18         ἔτι δὲ καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς μόσχον χωνευτὸν καὶ εἶπαν· οὗτοι οἱ θεοὶ οἱ ἐξαγαγόντες ἡμᾶς ἐξ Αἰγύπτου· καὶ ἐποίησαν παροργισμοὺς μεγάλους.

Νεεμ. 9,18                Ακόμη δε αυτοί διέπραξαν και αυτήν την παρανομίαν· κατεσκεύασαν δια τον εαυτόν των μόσχον χυτόν και είπαν· Αυτοί είναι οι Θεοί, οι οποίοι μας έβγαλαν από την δουλείαν της Αιγύπτου. Με την ειδωλολατρικήν των δε αυτήν πράξιν επέσυραν εναντίον των την δικαίαν μεγάλην οργήν σου.

Νεεμ. 9,19         καὶ σὺ ἐν οἰκτιρμοῖς σου τοῖς πολλοῖς οὐκ ἐγκατέλιπες αὐτοὺς ἐν τῇ ἐρήμῳ, τὸν στύλον τῆς νεφέλης οὐκ ἐξέκλινας ἀπ᾿ αὐτῶν ἡμέρας ὁδηγῆσαι αὐτοὺς ἐν τῇ ὁδῷ καὶ τὸν στύλον τοῦ πυρὸς τὴν νύκτα, φωτίζειν αὐτοῖς τὴν ὁδόν, ἐν ᾗ πορεύσονται ἐν αὐτῇ.

Νεεμ. 9,19                Και όμως συ, ο Θεός, με τους πολλούς οικτιρμούς δεν τους εγκατέλειψες εις την έρημον, δεν απεμάκρυνες από αυτούς τον στύλον της νεφέλης κατά την ημέραν, δια να τους οδηγή στον δρόμον των, ούτε τον πύρινον στύλον κατά την νύκτα, δια να τους φωτίζη στον δρόμον, που έπρεπε να βαδίζουν.

Νεεμ. 9,20         καὶ τὸ πνεῦμά σου τὸ ἀγαθὸν ἔδωκας συνετίσαι αὐτοὺς καὶ τὸ μάννα σου οὐκ ἀφυστέρησας ἀπὸ στόματος αὐτῶν καὶ ὕδωρ ἔδωκας αὐτοῖς ἐν τῷ δίψει αὐτῶν.

Νεεμ. 9,20               Εδωκες εις αυτούς το Πνεύμα σου το αγαθόν, δια να τους φέρη εις τα λογικά των και τους συνετίση. Το μάννα σου δεν το αφήρεσες από το στόμα των και ύδωρ έδωκες εις αυτούς στον καιρόν της δίψης των.

Νεεμ. 9,21         καὶ τεσσαράκοντα ἔτη διέθρεψας αὐτοὺς ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὐχ ὑστέρησας αὐτοῖς οὐδέν· ἱμάτια αὐτῶν οὐκ ἐπαλαιώθησαν, καὶ πόδες αὐτῶν οὐ διεῤῥάγησαν.

Νεεμ. 9,21                Επί τεσσαράκοντα έτη τους έθρεψες εις την έρημον και δεν τους υστέρησες από τίποτε. Τα ενδύματά των δεν έλυωσαν και τα πόδια των δεν έσκασαν και δεν εγέμισαν πληγές.

Νεεμ. 9,22         καὶ ἔδωκας αὐτοῖς βασιλείας καὶ λαοὺς ἐμέρισας αὐτοῖς, καὶ ἐκληρονόμησαν τὴν γῆν Σηὼν βασιλέως Ἐσεβὼν καὶ τὴν γῆν Ὢγ βασιλέως τοῦ Βασάν.

Νεεμ. 9,22               Παρέδωκες εις αυτούς βασίλεια και λαούς διεμέρισες εις αυτούς. Εκληρονόμησαν την χώραν του Σηών, του βασιλέως της Εσεβών, και την χώραν του Ωγ, βασιλέως του Βασάν.

Νεεμ. 9,23         καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτῶν ἐπλήθυνας ὡς τοὺς ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ καὶ εἰσήγαγες αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν, ἣν εἶπας τοῖς πατράσιν αὐτῶν, καὶ ἐκληρονόμησαν αὐτήν.

Νεεμ. 9,23                Τους απογόνους των επλήθυνες ωσάν τα αστέρια του ουρανού, εισήγαγες αυτούς εις την χώραν που είχες υποσχεθή στους προπάτοράς των, και την εκληρονόμησαν.

Νεεμ. 9,24         καὶ ἐξέτριψας ἐνώπιον αὐτῶν τοὺς κατοικοῦντας τὴν γῆν τῶν Χαναναίων καὶ ἔδωκας αὐτοὺς εἰς τὰς χεῖρας αὐτῶν καὶ τοὺς βασιλεῖς αὐτῶν καὶ τοὺς λαοὺς τῆς γῆς ποιῆσαι αὐτοῖς ὡς ἀρεστὸν ἐνώπιον αὐτῶν.

Νεεμ. 9,24               Συνέτριψες ενώπιόν των τους κατοίκους της Χαναάν και τους παρέδωκες υποχειρίους εις αυτούς, ούτως επίσης τους βασιλείς και τους λαούς της χώρας αυτής, δια να τους μεταχειρισθούν όπως ήθελαν.

Νεεμ. 9,25         καὶ κατελάβοσαν πόλεις ὑψηλὰς καὶ ἐκληρονόμησαν οἰκίας πλήρεις πάντων ἀγαθῶν, λάκκους λελατομημένους, ἀμπελῶνας καὶ ἐλαιῶνας καὶ πᾶν ξύλον βρώσιμον εἰς πλῆθος· καὶ ἐφάγοσαν καὶ ἐνεπλήσθησαν καὶ ἐλιπάνθησαν καὶ ἐτρύφησαν ἐν ἀγαθωσύνῃ σου τῇ μεγάλῃ.

Νεεμ. 9,25                Εκυρίευσαν οχυράς πόλεις, εκληρονόμησαν οικίας γεμάτας από όλα τα αγαθά. Δεξαμενάς υδάτων ετοίμους, αμπελώνας, ελαιώνας και πλήθος άλλο από καρποφόρα δένδρα. Εφαγαν, εχορτάσθησαν, επαχύνθησαν, ετρύφησαν χάρις εις την ιδικήν σου μεγάλην καλωσύνην.

Νεεμ. 9 ,26        καὶ ἤλλαξαν καὶ ἀπέστησαν ἀπὸ σοῦ καὶ ἔῤῥιψαν τὸν νόμον σου ὀπίσω σώματος αὐτῶν καὶ τοὺς προφήτας σου ἀπέκτειναν, οἳ διεμαρτύραντο ἐν αὐτοῖς ἐπιστρέψαι αὐτοὺς πρός σε, καὶ ἐποίησαν παροργισμοὺς μεγάλους.

Νεεμ. 9,26               Και όμως αυτοί άλλαξαν στάσιν απέναντί σου, απεμακρύνθησαν από σέ, επέταξαν πίσω των τον Νομον σου και εφόνευσαν τους προφήτας σου, οι οποίοι διεμαρτύροντο εναντίον των και τους πρέτρεπαν να επιστρέψουν εν μετανοία προς σέ. Ετσι δε διέπραξαν μεγάλα αμαρτήματα, τα οποία εκίνησαν την μεγάλην δικαίαν οργήν σου.

Νεεμ. 9,27         καὶ ἔδωκας αὐτοὺς ἐν χειρὶ θλιβόντων αὐτούς, καὶ ἔθλιψαν αὐτούς· καὶ ἀνεβόησαν πρός σε ἐν καιρῷ θλίψεως αὐτῶν, καὶ σὺ ἐξ οὐρανοῦ σου ἤκουσας καὶ ἐν οἰκτιρμοῖς σου τοῖς μεγάλοις ἔδωκας αὐτοῖς σωτῆρας καὶ ἔσωσας αὐτοὺς ἐκ χειρὸς θλιβόντων αὐτούς.

Νεεμ. 9,27                Δια να συνετισθούν, παρέδωκες συ αυτούς υποχειρίους στους εχθρούς των, οι οποίοι και τους κατέθλιψαν. Εκείνοι δε κατά τον καιρόν της θλίψεώς των αυτής ανεβόησαν προς σε ζητούντες βοήθειαν. Και συ ήκουσες από τον ουρανύν την φωνήν των ένεκα των μεγάλων σου οικτιρμών, έστειλες εις αυτούς σωτήρας και τους απήλλαξες από την τυραννίαν των εχθρών των.

Νεεμ. 9,28         καὶ ὡς ἀνεπαύσαντο, ἐπέστρεψαν ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν σου· καὶ ἐγκατέλιπες αὐτοὺς εἰς χεῖρας ἐχθρῶν αὐτῶν, καὶ κατῆρξαν ἐν αὐτοῖς· καὶ πάλιν ἀνεβόησαν πρός σε, καὶ σὺ ἐξ οὐρανοῦ εἰσήκουσας καὶ ἐῤῥύσω αὐτοὺς ἐν οἰκτιρμοῖς σου πολλοῖς.

Νεεμ. 9,28               Οταν όμως απηλλάγησαν και ανεπαύθησαν από τους εχθρούς των, εστράφησαν πάλιν να πράξουν ενώπιόν σου το πονηρόν. Συ τότε, δια λόγους δικαιοσύνης και παιδαγωγίας, τους εγκατέλιπες εις τα χέρια των εχθρών των, οι οποίοι τους κατεδούλωσαν πάλιν αλλά εκείνοι και πάλιν έκραξαν προς σε και συ από τον ουρανόν ηκουσες την κραυγήν των και τους έσωσες χάρις στους πολλούς οικτιρμούς σου.

Νεεμ. 9,29         καὶ ἐπεμαρτύρω αὐτοῖς ἐπιστρέψαι αὐτοὺς εἰς τὸν νόμον σου, καὶ οὐκ ἤκουσαν, ἀλλ᾿ ἐν ταῖς ἐντολαῖς σου καὶ κρίμασί σου ἡμάρτοσαν, ἃ ποιήσας αὐτὰ ἄνθρωπος ζήσεται ἐν αὐτοῖς· καὶ ἔδωκαν νῶτον ἀπειθοῦντα καὶ τράχηλον αὐτῶν ἐσκλήρυναν καὶ οὐκ ἤκουσαν.

Νεεμ. 9,29               Συ διεμαρτυρήθης προς αυτούς και τους προέτρεψες να επιστρέψουν πάλιν εις την τήρησιν του Νομου σου. Αλλά εκείνοι δεν υπήκουσαν. Ημάρτησαν πάλιν και παρέβησαν τας εντολάς σου και τας διαταγάς σου, τας οποίας, όταν σέβεται και τηρή ο άνθρωπος, ζη ασφαλής δι' αυτών. Εδείχθησαν απειθείς, σκληροτράχηλοι κα δεν υπήκουσαν εις τον Νομον σου.

Νεεμ. 9,30         καὶ εἵλκυσας ἐπ᾿ αὐτοὺς ἔτη πολλὰ καὶ ἐπεμαρτύρω αὐτοῖς ἐν πνεύματί σου ἐν χειρὶ προφητῶν σου· καὶ οὐκ ἠνωτίσαντο, καὶ ἔδωκας αὐτοὺς ἐν χειρὶ λαῶν τῆς γῆς.

Νεεμ. 9,30                Συ όμως εμακροθύμησες και τους εχάρισες έτη πολλά. Διεμαρτύρεσο εναντίον των εν τω Πνεύματί σου δια μέσου των προφητών σου. Αυτοί όμως δεν ήκουσαν Δια τούτο και παρέδωκες αυτούς υποχειρίους στους ειδωλολατρικούς λαούς της χώρας εκείνης.

Νεεμ. 9,31         καὶ σὺ ἐν οἰκτιρμοῖς σου τοῖς πολλοῖς οὐκ ἐποίησας αὐτοὺς συντέλειαν καὶ οὐκ ἐγκατέλιπες αὐτούς, ὅτι ἰσχυρὸς εἶ καὶ ἐλεήμων καὶ οἰκτίρμων.

Νεεμ. 9,31                Αλλά δια τους πολλούς σου οικτιρμούς δεν παρέδωσας αυτούς εις όλεθρον και δεν τους εγκατέλειψες, διότι είσαι παντοδύναμος, ελεήμων και οικτίρμων.

Νεεμ. 9,32         καὶ νῦν, ὁ Θεὸς ἡμῶν ὁ ἰσχυρός, ὁ μέγας, ὁ κραταιὸς καὶ ὁ φοβερός, φυλάσσων τὴν διαθήκην σου καὶ τὸ ἔλεός σου, μὴ ὀλιγωθήτω ἐνώπιόν σου πᾶς ὁ μόχθος, ὃς εὗρεν ἡμᾶς καὶ τοὺς βασιλεῖς ἡμῶν καὶ τοὺς ἄρχοντας ἡμῶν καὶ τοὺς ἱερεῖς ἡμῶν καὶ τοὺς προφήτας ἡμῶν καὶ τοὺς πατέρας ἡμῶν καὶ ἐν παντὶ τῷ λαῷ σου ἀπὸ ἡμερῶν βασιλέων Ἀσσοὺρ καὶ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης.

Νεεμ. 9,32                Και τώρα συ, ο Θεός ημών, ο παντοδύναμος, ο μέγας, ο κραταιός και φοβερός, ο οποίος τηρείς την υπόσχεσίν σου και παρέχστο έλεός σου, ας μη θεωρηθούν ενώπιόν σου μικραί και ασήμαντοι αι ταλαιπωρίαι και αι περιπέτειαι, αι οποίαι ευρήκαν ημάς και τους βασιλείς μας και τους άρχοντας μας και τους ιερείς μας και τους προφήτας μας και τους πατέρας μας και όλον τον λαόν, από της εποχής των βασιλέων της Ασσυρίας μέχρι και της ημέρας αυτής.

Νεεμ. 9,33         καὶ σὺ δίκαιος ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐρχομένοις ἐφ᾿ ἡμᾶς, ὅτι ἀλήθειαν ἐποίησας, καὶ ἡμεῖς ἐξημάρτομεν,

Νεεμ. 9,33                Συ, κατά λόγον δικαιοσύνης, επέτρεψας να πέσουν επάνω μας όλαι αυταί αι συμφοραί, που μας ευρήκαν, και ορθώς ενήργησες, διότι ημείς ημαρτήσαμεν.

Νεεμ. 9,34         καὶ οἱ βασιλεῖς ἡμῶν καὶ οἱ ἄρχοντες ἡμῶν καὶ οἱ ἱερεῖς ἡμῶν καὶ οἱ πατέρες ἡμῶν οὐκ ἐποίησαν τὸν νόμον σου καὶ οὐ προσέσχον τῶν ἐντολῶν σου καὶ τὰ μαρτύριά σου, ἃ διεμαρτύρω αὐτοῖς.

Νεεμ. 9,34                Οι βασιλείς μας και οι άρχοντές μας και οι ιερείς μας και οι πατέρες μας δεν ετήρησαν τον νόμον σου και δεν έδωσαν προσοχήν εις τας εντολάς σου, δια τας οποίας και ζωηρώς διεμαρτυρήθης εναντίον των.

Νεεμ. 9,35         καὶ αὐτοὶ ἐν βασιλείᾳ σου καὶ ἐν ἀγαθωσύνῃ σου τῇ πολλῇ, ᾗ ἔδωκας αὐτοῖς, καὶ ἐν τῇ γῇ τῇ πλατείᾳ καὶ λιπαρᾷ, ᾗ ἔδωκας ἐνώπιον αὐτῶν, οὐκ ἐδούλευσάν σοι καὶ οὐκ ἀπέστρεψαν ἀπὸ ἐπιτηδευμάτων αὐτῶν τῶν πονηρῶν.

Νεεμ. 9,35                Διότι αυτοί δεν σε υπηρέτησαν και δεν απεμακρύνθησαν από τας πονηράς των πράξεις και συνηθείας, μολονότι συ εχάρισες εις αυτούς την βασιλείαν, και έδειξες την άπειρόν σου καλωσύνην με το να χαρίσης εις αυτούς εκτεταμένην και πλουσίαν χώραν.

Νεεμ. 9,36         ἰδοὺ σήμερόν ἐσμεν δοῦλοι, καὶ ἡ γῆ, ἣν ἔδωκας τοῖς πατράσιν ἡμῶν φαγεῖν τὸν καρπὸν αὐτῆς καὶ τὰ ἀγαθὰ αὐτῆς, ἰδού ἐσμεν δοῦλοι ἐπ᾿ αὐτῆς,

Νεεμ. 9,36                Ιδού όμως ότι σήμερα είμεθα δούλοι. Είμεθα δούλοι επάνω ακριβώς εις την χώραν αυτήν, την οποίαν έδωσες στους προγόνους μας να τρώγουν τους καρπούς της και να απολαμβάνουν τα αγαθά της.

Νεεμ. 9,37         καὶ οἱ καρποὶ αὐτῆς πολλοὶ τοῖς βασιλεῦσιν, οἷς ἔδωκας ἐφ᾿ ἡμᾶς ἐν ἁμαρτίαις ἡμῶν, καὶ ἐπὶ τὰ σώματα ἡμῶν ἐξουσιάζουσι καὶ ἐν κτήνεσιν ἡμῶν ὡς ἀρεστὸν αὐτοῖς, καὶ ἐν θλίψει μεγάλῃ ἐσμέν.

Νεεμ. 9,37                Και ιδού σήμερον, ότι οι άφθονοι αυτής καρποί είναι υπό την εξουσίαν των βασιλέων, στους οποίους μας παρέδωσες εξ αιτίας των αμαρτιών μας και οι οποίοι εξουσιάζουν τα σώματά μας και τα ζώα μας, όπως αυτοί θέλουν. Ευρισκόμεθα σήμερον εις μεγάλην θλίψιν.

Νεεμ. 9,38         καὶ ἐν πᾶσι τούτοις ἡμεῖς διατιθέμεθα πίστιν καὶ γράφομεν, καὶ ἐπισφραγίζουσιν ἄρχοντες ἡμῶν, Λευῖται ἡμῶν, ἱερεῖς ἡμῶν.

Νεεμ. 9,38                Αλλά ιδού, ότι ημείς σήμερον ομολογούμεν και γράφομεν την ιεράν ημών πίστιν, την οποίαν επισφραγίζουν με την υπογραφήν των οι άρχοντές μας, οι Λευίται μας, οι ιερείς μας”.

 

 

ΝΕΕΜΙΑΣ 10

 

Νεεμ. 10,1         Καὶ ἐπὶ τῶν σφραγιζόντων Νεεμίας Ἀρτασασθὰ υἱὸς Ἀχαλία καὶ Σεδεκίας

Νεεμ. 10,1                 Εκείνοι δέ, οι οποίοι έθεσαν την υπογραφήν των και την σφραγίδα των, είναι οι εξής· Νεεμίας ο διοικητής, υιός του Αχαλία· ο Σεδεκίας,

Νεεμ. 10,2         υἱὸς Ἀραία καὶ Ἀζαρία καὶ Ἱερμία,

Νεεμ. 10,2                υιός του Αραία, ο Αζαρία, ο Ιερμία,

Νεεμ. 10,3         Φασούρ, Ἀμαρία, Μελχία,

Νεεμ. 10,3                ο Φασούρ ο Αμαρία, ο Μελχία,

Νεεμ. 10,4         Ἀττούς, Σεβανί, Μαλούχ,

Νεεμ. 10,4                ο Αττούς, ο Σεβανί, ο Μαλούχ,

Νεεμ. 10,5         Ἰράμ, Μεραμώθ, Ἀβδία,

Νεεμ. 10,5                ο Ιράμ, ο Μεραμώθ ο Αβδία,

Νεεμ. 10,6         Δανιήλ, Γανναθών, Βαρούχ,

Νεεμ. 10,6                ο Δανιήλ, ο Γανναθών, ο Βαρούχ,

Νεεμ. 10,7         Μεσουλάμ, Ἀβία, Μιαμίν,

Νεεμ. 10,7                ο Μεσουλάμ, ο Αβία, ο Μιαμίν,

Νεεμ. 10,8         Μααζία, Βελγαΐ, Σαμαΐα, οὗτοι ἱερεῖς·

Νεεμ. 10,8                ο Μααζία, ο Βελγαΐ, ο Σαμαΐα. Αυτοί ήσαν ιερείς.

Νεεμ. 10,9         καὶ οἱ Λευῖται Ἰησοῦς υἱὸς Ἀζανία, Βαναίου ἀπὸ υἱῶν Ἠναδάδ, Καδμιὴλ

Νεεμ. 10,9                Οι δε Λευίται που υπέγραψαν ήσαν, Ιησούς ο υιός του Αζανία, ο Βαναίου από τους υιούς του Ηναδάδ, ο Καδμιήλ

Νεεμ. 10,10       καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, Σαβανία, Ὠδουΐα, Καλιτάν, Φελία, Ἀνάν,

Νεεμ. 10,10              και οι αδελφοί αυτού, ο Σαβανία, ο Ωδουΐα, ο Καλιτάν, ο Φελία, ο Ανάν,

Νεεμ. 10,11       Μιχά, Ῥοώβ, Ἀσεβίας,

Νεεμ. 10,11               ο Μιχά, ο Ροώβ, ο 'Ασεβιας,

Νεεμ. 10,12       Ζακχώρ, Σαραβία, Σεβανία,

Νεεμ. 10,12              Ζακχώρ, ο Σαραβία, ο Σεβανία,

Νεεμ. 10,13       Ὠδούμ, υἱοὶ Βανουναΐ·

Νεεμ. 10,13               ο Ωδούμ οι υιοί του Βανουναΐ.

Νεεμ. 10,14       ἄρχοντες τοῦ λαοῦ Φόρος, Φαάθ, Μωάβ, Ἠλάμ, Ζαθουΐα, υἱοὶ Βανί,

Νεεμ. 10,14              Από δε τους άρχοντας του λαού υπέγραψαν, ο Φορος, ο Φαάθ, ο Μωάβ, ο Ηλάμ, ο Ζαθουΐα, οι υιοί του Βανί,

Νεεμ. 10,15       Ἀσγάδ, Βηβαΐ,

Νεεμ. 10,15               ο Ασγάδ, ο Βηβαΐ,

Νεεμ. 10,16       Ἀδανία, Βαγοΐ, Ἠδίν,

Νεεμ. 10,16              ο Αδανία, ο Βαγοΐ, ο Ηδίν,

Νεεμ. 10,17       Ἀτήρ, Ἐζεκία, Ἀζούρ,

Νεεμ. 10,17               ο Ατήρ, ο Εζεκία, ο Αζούρ,

Νεεμ. 10,18       Ὠδουΐα, Ἠσάμ, Βησί,

Νεεμ. 10,18              ο Ωδουΐα, ο Ησάμ, ο Βησί,

Νεεμ. 10,19       Ἀρίφ, Ἀναθώθ, Νωβαΐ,

Νεεμ. 10,19              ο Αρίφ, ο Αναθώθ, ο Νωβαΐ,

Νεεμ. 10,20       Μεγαφής, Μεσουλάμ, Ἠζίρ,

Νεεμ. 10,20              ο Μεγαφής, ο Μεσουλλάμ, ο Ηζίρ,

Νεεμ. 10,21       Μεσωζεβήλ, Σαδούκ, Ἰεδδούα,

Νεεμ. 10,21              ο Μεσωζεβήλ, ο Σαδούκ, ο Ιεδδούα,

Νεεμ. 10,22       Φαλτία, Ἀνάν, Ἀναΐα,

Νεεμ. 10,22              ο Φαλτία, ο Ανάν, ο Αναΐα,

Νεεμ. 10,23       Ὠσηέ, Ἀνανία, Ἀσούβ,

Νεεμ. 10,23              ο Ωσηέ, ο 'Ανανια, ο 'Ασοϋβ,

Νεεμ. 10,24       Ἀλωής, Φαλαΐ, Σωβήκ,

Νεεμ. 10,24              ο Αλωής, ο Φαλαΐ, ο Σωβήκ,

Νεεμ. 10,25       Ῥεούμ, Ἐσσαβανά, Μαασία,

Νεεμ. 10,25              ο Ρεούμ, ο Εσσαβανα, ο Μαασία,

Νεεμ. 10,26       καὶ Ἀΐα, Αἰνάν, Ἠνάμ,

Νεεμ. 10,26              ο Αΐα, ο Αινάν, ο Ηνάμ,

Νεεμ. 10,27       Μαλούχ, Ἠράμ, Βαανά.

Νεεμ. 10,27              ο Μαλούχ, ο Ηράμ και ο Βασανά.

Νεεμ. 10,28       καὶ οἱ κατάλοιποι τοῦ λαοῦ, οἱ ἱερεῖς, οἱ Λευῖται, οἱ πυλωροί, οἱ ᾄδοντες, οἱ ναθινὶμ καὶ πᾶς ὁ προσπορευόμενος ἀπὸ λαῶν τῆς γῆς πρὸς νόμον τοῦ Θεοῦ, γυναῖκες αὐτῶν, υἱοὶ αὐτῶν, θυγατέρες αὐτῶν, πᾶς ὁ εἰδὼς καὶ συνίων,

Νεεμ. 10,28              Οι υπόλοιποι άνδρες εκ του λαού, οι ιερείς, οι Λευίται, οι θυρωροί, οι ψάλται, οι κατώτεροι υπηρέται του ναού και όλοι εκείνοι οι οποίοι απεμακρύνθησαν από τους ειδωλολατρικούς λαούς της χώρας, δια να ακολουθήσουν τον νόμον του Θεού, μαζή με τας γυναίκας, τους υιούς και τας θυγατέρας των και όλοι εκείνοι οι οποίοι ήσαν εις θέσιν να γνωρίζουν τον νόμον του Θεού και να κρίνουν τα πράγματα,

Νεεμ. 10,29       ἐνίσχυον ἐπὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτῶν καὶ κατηράσαντο αὐτοὺς καὶ εἰσήλθοσαν ἐν ἀρᾷ καὶ ἐν ὅρκῳ τοῦ πορεύεσθαι ἐν νόμῳ τοῦ Θεοῦ, ὃς ἐδόθη ἐν χειρὶ Μωυσῆ δούλου τοῦ Θεοῦ, φυλάσσεσθαι καὶ ποιεῖν πάσας τὰς ἐντολὰς Κυρίου καὶ τὰ κρίματα αὐτοῦ καὶ τὰ προστάγματα αὐτοῦ

Νεεμ. 10,29              συνεφώνησαν με τους προαναφερθέντας ομογενείς των και τους ενίσχυσαν. Με όρκον δε και κατάραν έδωσαν την υπόσχεσιν, ότι θα πορεύωνται του λοιπού σύμφωνα με τον νόμον του Θεού, που εδόθη δια του Μωϋσέως δούλου του Θεού. Ολοι αυτοί υπεσχέθησαν ότι θα φυλάσσουν και θα τηρούν όλας τας εντολάς του Κυρίου, τας αποφάσεις και τας διατάξεις αυτού.

Νεεμ. 10,30       καὶ τοῦ μὴ δοῦναι θυγατέρας ἡμῶν τοῖς λαοῖς τῆς γῆς, καὶ τὰς θυγατέρας αὐτῶν οὐ ληψόμεθα τοῖς υἱοῖς ἡμῶν.

Νεεμ. 10,30              “Ιδιαιτέρως δε υποσχόμεθα, είπαν, ότι δεν θα δώσωμεν τας θυγατέρας μας ως συζύγους στους ξένους λαούς της χώρας αυτής και ότι δεν θα πάρωμεν τας θυγατέρας εκείνων ως συζύγους δια τους υιούς μας.

Νεεμ. 10,31       καὶ λαοὶ τῆς γῆς οἱ φέροντες τοὺς ἀγορασμοὺς καὶ πᾶσαν πρᾶσιν ἐν ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου ἀποδόσθαι, οὐκ ἀγορῶμεν παρ᾿ αὐτῶν ἐν σαββάτῳ καὶ ἐν ἡμέρᾳ ἁγίᾳ. καὶ ἀνήσομεν τὸ ἔτος τὸ ἕβδομον καὶ ἀπαίτησιν πάσης χειρός.

Νεεμ. 10,31               Και ότι εάν οι ειδωλολατρικοί λαοί της χώρας εκείνης φέρουν κατά την ημέραν το Σαβάτου προς πώλησιν οιονδήποτε είδος η εμπόρευμα, ημείς δεν θα αγοράσωμεν από αυτούς κατά την ημέραν εκείνην του Σαββάτου, όπως και κατά τας ημέρας της κάθε εορτής μας. Κατά δε το έβδομον έτος θα αφήνομεν την γην να αναπαυθή και δεν θα απαιτήσωμεν την εξόφλησιν κανενός χρέους προς ημάς.

Νεεμ. 10,32       καὶ στήσομεν ἐφ᾿ ἡμᾶς ἐντολὰς δοῦναι ἐφ᾿ ἡμᾶς τρίτον τοῦ διδράχμου κατ᾿ ἐνιαυτὸν εἰς δουλείαν οἴκου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν

Νεεμ. 10,32              Αναλαμβάνομεν επίσης την υποχρέωσιν να πληρώνωμεν κάθε έτος το εν τρίτον του διδράχμου δια τας υπηρεσίας του ναού του Θεού μας.

Νεεμ. 10,33       εἰς ἄρτους τοῦ προσώπου καὶ θυσίαν τοῦ ἐνδελεχισμοῦ καὶ εἰς ὁλοκαύτωμα τοῦ ἐνδελεχισμοῦ τῶν σαββάτων, τῶν νουμηνιῶν, εἰς τὰς ἑορτὰς καὶ εἰς τὰ ἅγια, καὶ τὰ περὶ ἁμαρτίας ἐξιλάσασθαι περὶ Ἰσραήλ, καὶ εἰς ἔργα οἴκου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.

Νεεμ. 10,33              Υποσχομεθα ότι θα καταβάλλωμεν ο,τι χρειάζεται δια τους άρτους της προθέσεως, δια την καθημερινήν αναίμακτον θυσίαν, δια την καθημερινήν αιματηράν θυσίαν των ολοκαυτωμάτων, δια τας θυσίας των Σαββάτων, όπως επίσης δια την θυσίαν της πρώτης εκάστου μηνός, δι' όλα τα άγια πράγματα τα αφιερωμένα στον ναόν, δια τας θυσίας περί αμαρτίας προς εξιλέωσιν του ισραηλιτικού λαού, όπως γενικώτερα και δι' όλα τα έργα του ναού του Θεού μας.

Νεεμ. 10,34       καὶ κλήρους ἐβάλομεν περὶ κλήρου ξυλοφορίας, οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται καὶ ὁ λαός, ἐνέγκαι εἰς οἶκον Θεοῦ ἡμῶν, εἰς οἶκον πατριῶν ἡμῶν, εἰς καιροὺς ἀπὸ χρόνων, ἐνιαυτὸν κατ᾿ ἐνιαυτόν, ἐκκαῦσαι ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν, ὡς γέγραπται ἐν τῷ νόμῳ,

Νεεμ. 10,34              Επίσης ερρίψαμεν κλήρους, οι ιερείς, οι Λευίται και ο λαός, δια την προσφοράν των ξύλων, να φέρωμεν δηλαδή ξύλα στον ναόν του Θεού μας, δια το θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων. Και να ορισθή έτσι κάθε οικογένεια από ημάς, εις ωρισμένους καιρούς από έτους εις έτος, δια να προμηθεύη ξύλα καύσιμα στο θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων του Θεού μας, όπως γράφει και ο Νομος.

Νεεμ. 10,35       καὶ ἐνέγκαι τὰ πρωτογεννήματα τῆς γῆς ἡμῶν καὶ πρωτογεννήματα καρποῦ παντὸς ξύλου ἐνιαυτὸν κατ᾿ ἐνιαυτὸν εἰς οἶκον Κυρίου

Νεεμ. 10,35              Αναλαμβάνομεν επίσης την υποχρέωσιν να φέρωμεν τα πρωτόλεια, τους πρώτους καρπούς, από τους αγρούς μας και τους πρώτους καρπούς από όλα τα καρποφόρα δένδρα μας κάθε έτος στον ναόν του Κυρίου.

Νεεμ. 10,36       καὶ τὰ πρωτότοκα υἱῶν ἡμῶν καὶ κτηνῶν ἡμῶν, ὡς γέγραπται ἐν τῷ νόμῳ, καὶ τὰ πρωτότοκα τῶν βοῶν ἡμῶν καὶ ποιμνίων ἡμῶν ἐνέγκαι εἰς οἶκον Θεοῦ ἡμῶν τοῖς ἱερεῦσι τοῖς λειτουργοῦσιν ἐν οἴκῳ Θεοῦ ἡμῶν.

Νεεμ. 10,36              Επίσης να προσφέρωμεν τα πρωτότοκα παιδιά μας και τα πρωτοτόκα από τα κτήνη μας, όπως είναι γραμμένον στον Νομον, όπως επίσης και τα πρωτότοκα από τα βόϊδια μας και από τα ποίμνιά μας στον ναόν του Θεού μας δια τους ιερείς, οι οποίοι υπηρετούν στον ναόν του Θεού μας.

Νεεμ. 10,37       καὶ τὴν ἀπαρχὴν σίτων ἡμῶν καὶ τὸν καρπὸν παντὸς ξύλου, οἴνου καὶ ἐλαίου οἴσομεν τοῖς ἱερεῦσιν εἰς τὸ γαζοφυλάκιον οἴκου τοῦ Θεοῦ· καὶ δεκάτην γῆς ἡμῶν τοῖς Λευίταις. καὶ αὐτοὶ οἱ Λευῖται δεκατοῦντες ἐν πάσαις πόλεσι δουλείας ἡμῶν·

Νεεμ. 10,37              Εδώσαμεν επίσης την υπόσχεσιν και ανελάβαμεν την υποχρέωσιν να φέρωμεν τας απαρχάς των σίτων μας, και τους καρπούς από κάθε δένδρον μας, οίνον και έλαιον δια τους ιερείς, εις τας αποθήκας του ναού του Θεού. Το δέκατον από τα προϊόντα των αγρών μας θα προσφέρωμεν δια τους Λευΐτας. Αυτοπροσώπως οι Λευίται θα λαμβάνουν από τας πόλεις μας το εν δέκατον εκ των γεωργικών μας προϊόντων.

Νεεμ. 10,38       καὶ ἔσται ὁ ἱερεὺς υἱὸς Ἀαρὼν μετὰ τοῦ Λευίτου ἐν τῇ δεκάτῃ τοῦ Λευίτου, καὶ οἱ Λευῖται ἀνοίσουσι τὴν δεκάτην τῆς δεκάτης εἰς οἶκον Θεοῦ ἡμῶν εἰς τὰ γαζοφυλάκια εἰς οἶκον Θεοῦ·

Νεεμ. 10,38              Ο ιερεύς, ο απόγονος του Ααρών, θα είναι μαζή με τον Λευίτην, όταν οι Λευίται θα λαμβάνουν τα δέκατα. Και οι Λευίται θα προσφέρουν το δέκατον από αυτά τα δέκατα δια τον ναόν του Θεού μας. Θα αποθέτουν δε αυτά εις τας αποθήκας, αι οποίαι ευρίσκονται στον ναόν του Θεού.

Νεεμ. 10,39       ὅτι εἰς τοὺς θησαυροὺς εἰσοίσουσιν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ καὶ οἱ υἱοὶ τοῦ Λευὶ τὰς ἀπαρχὰς τοῦ σίτου καὶ τοῦ οἴνου καὶ τοῦ ἐλαίου, καὶ ἐκεῖ σκεύη τὰ ἅγια, καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ λειτουργοὶ καὶ οἱ πυλωροὶ καὶ οἱ ᾄδοντες, καὶ οὐκ ἐγκαταλείψομεν τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.

Νεεμ. 10,39              Γενικώς οι Ισραηλίται και οι Λευίται θα μεταφέρουν εις ειδικούς προς τούτο χώρους του ναού τας απαρχάς του σίτου, του οίνου και του ελαίου. Εκεί δε υπάρχουν τα ιερά σκεύη και οι ιερείς οι οποίοι εκτελούν την υπηρεσίαν του ναού, οι θυρωροί και οι ψάλται. Διδομεν την υπόσχεσιν ότι δεν θα παραμελήσωμεν και δεν θα εγκατολείψωμεν τον ναόν του Θεού μας”.

 

 

ΝΕΕΜΙΑΣ 11

 

Νεεμ. 11,1         Καὶ ἐκάθισαν οἱ ἄρχοντες τοῦ λαοῦ ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ οἱ κατάλοιποι τοῦ λαοῦ ἐβάλοσαν κλήρους ἐνέγκαι ἕνα ἀπὸ τῶν δέκα καθίσαι ἐν Ἱερουσαλὴμ πόλει τῇ ἁγίᾳ καὶ ἐννέα μέρη ἐν ταῖς πόλεσι.

Νεεμ. 11,1                  Οι αρχηγοί του λαού εγκατεστάθησαν εις την Ιερουσαλήμ. Οι υπόλοιποι όμως άνθρωποι του λαού έρριψαν κλήρους, δια να φέρουν ένα επί δέκα να κατοικήση εις την Ιερουσαλήμ, την ιεράν πόλιν, ενώ τα εννέα δέκατα θα παρέμεναν εις τας άλλας πόλεις.

Νεεμ. 11,2         καὶ εὐλόγησεν ὁ λαὸς τοὺς πάντας ἄνδρας τοὺς ἑκουσιαζομένους καθίσαι ἐν Ἱερουσαλήμ·

Νεεμ. 11,2                 Ο λαός ευλόγησεν όλους εκείνους, οι οποίοι αυτοπροαιρέτως απεφάσισαν να εγκατασταθούν εις την Ιερουσαλήμ.

Νεεμ. 11,3         καὶ οὗτοι οἱ ἄρχοντες τῆς χώρας, οἳ ἐκάθισαν ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐν πόλεσιν Ἰούδα· ἐκάθισαν ἀνὴρ ἐν κατασχέσει αὐτοῦ, ἐν πόλεσιν αὐτῶν Ἰσραήλ, οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται καὶ οἱ ναθιναῖοι καὶ οἱ υἱοὶ δούλων Σαλωμών·

Νεεμ. 11,3                 Αυτοί δε είναι οι άρχοντες της περιοχής Ιουδαίας, οι οποίοι εγκατεστάθησαν εις την Ιερουσαλήμ και εις άλλας πόλεις της Ιουδαίας. Αλλοι εγκατεστάθησαν εις τας πόλεις της Ιουδαίας, ο καθένας εγκατεστάθη εις την ιδιοκτησίαν του, και εις την ιδικήν των πόλιν. Το ίδιο έπραξαν και οι ιερείς και οι Λευίται, οι κατώτεροι υπηρέται του ναού και οι απόγονοι των δούλων του Σολομώντος.

Νεεμ. 11,4         καὶ ἐν Ἱερουσαλὴμ ἐκάθισαν ἀπὸ υἱῶν Ἰούδα καὶ ἀπὸ υἱῶν Βενιαμίν. ἀπὸ υἱῶν Ἰούδα· Ἀθαΐα υἱὸς Ἀζία, υἱὸς Ζαχαρία, υἱὸς Σαμαρία, υἱὸς Σαφατία, υἱὸς Μαλελεὴλ καὶ ἀπὸ τῶν υἱῶν Φαρές,

Νεεμ. 11,4                 Εις την Ιερουσαλήμ εγκατεστάθησαν οι καταγόμενοι από την φυλήν του Ιούδα και την φυλήν του Βενιαμίν. Από την φυλήν του Ιούδα ήσαν· ο Αθαΐα, ο υιός του Αζία, ο υιός του Ζαχαρία, ο υιός του Σαμαρία, ο υιός του Σαφατία, ο υιός του Μαλελεήλ, και από την φυλήν του Φαρές,

Νεεμ. 11,5         καὶ Μαασία υἱὸς Βαρούχ, υἱὸς Χαλαζά, υἱὸς Ὀζία, υἱὸς Ἀδαΐα, υἱὸς Ἰωαρίβ, υἱὸς Ζαχαρίου, υἱὸς τοῦ Σηλωνί·

Νεεμ. 11,5                 ο Μαασίας, ο υιός του Βαρούχ, ο υιός του Χαλαζά, ο υιός του Οζία, ο υιός του Αδαΐα, ο υιός του Ιωαρίβ, ο υιός του Ζαχαρίου, ο υιός του Σηλωνί.

Νεεμ. 11,6         πάντες υἱοὶ Φαρὲς οἱ καθήμενοι ἐν Ἱερουσαλὴμ τετρακόσιοι ἑξηκονταοκτὼ ἄνδρες δυνάμεως.

Νεεμ. 11,6                 Ολοι οι απόγονοι του Φαρές, οι οποίοι είχον εγκατασταθή εις την Ιερουσαλήμ ήσαν τετρακόσιοι εξήκοντα οκτώ άνδρες ισχυροί.

Νεεμ. 11,7         καὶ οὗτοι υἱοὶ Βενιαμίν· Σηλὼ υἱὸς Μεσουλάμ, υἱὸς Ἰωάδ, υἱὸς Φαδαΐα, υἱὸς Κωλεΐα, υἱὸς Μαασίου, υἱὸς Ἐθιήλ, υἱὸς Ἰεσία,

Νεεμ. 11,7                 Από δε την φυλήν του Βενιαμίν οι εγκατασταθέντες εις την Ιερουσαλήμ ήσαν· ο Σηλώ, ο υιός του Μεσουλάμ, ο υιός του Ιωάδ, ο υιός του Φαδαΐα, ο υιός του Κωλεΐα, ο υιός το Μαασίου, ο υιός του Εθιήλ, ο υιός του Ιεσία,

Νεεμ. 11,8         καὶ ὀπίσω αὐτοῦ Γηβέ, Σηλί, ἐννακόσιοι εἰκοσιοκτώ.

Νεεμ. 11,8                 και εν συνεχεία από αυτόν ο Γηβέ, ο Ιεσία, ο Σηλί, εν όλω άνδρες εννεακόσιοι είκοσι οκτώ.

Νεεμ. 11,9         καὶ Ἰωὴλ υἱὸς Ζεχρὶ ἐπίσκοπος ἐπ᾿ αὐτούς, καὶ Ἰούδα υἱὸς Ἀσανὰ ἀπὸ τῆς πόλεως δεύτερος·

Νεεμ. 11,9                 Ο Ιωήλ, υιός του Ζεχρί ήτο αρχηγός εις αυτούς, ο Ιούδας ο υιός του Ασανά, ο υπαρχηγός της πόλεως.

Νεεμ. 11,10       ἀπὸ τῶν ἱερέων· καὶ Ἰαδία υἱὸς Ἰωρίβ, Ἰαχίν,

Νεεμ. 11,10               Από δε τους ιερείς ήσαν· ο Ιαδία υιός του Ιωρίβ, ο Ιαχίν,

Νεεμ. 11,11       Σαραία υἱὸς Ἐλχία, υἱὸς Μεσουλάμ, υἱὸς Σαδδούκ, υἱὸς Μαριώθ, υἱὸς Αἰτὼθ ἀπέναντι οἴκου τοῦ Θεοῦ.

Νεεμ. 11,11                ο Σαραία υιός του Ελχία, ο υιός του Μεσουλάμ, ο υιύς του Σαδδούκ, ο υιός του Μαριώθ, ο υιός του Αιτώθ, αυτός ο οποίος κατοικούσε απέναντι από τον ναόν του Θεού.

Νεεμ. 11,12       καὶ ἀδελφοὶ αὐτῶν ποιοῦντες τὸ ἔργον τοῦ οἴκου ὀκτακόσιοι εἰκοσιδύο. καὶ Ἀδαΐα υἱὸς Ἱεροάμ, υἱοῦ Φαλαλία, υἱοῦ Ἀμασί, υἱὸς Ζαχαρία, υἱὸς Φασσούρ, υἱὸς Μελχία,

Νεεμ. 11,12               Οι αδελφοί αυτών, οι οποίοι ησχολούντο με τα έργα εντός του ναού, ήσαν οκτακόσιοι είκοσι δύο. Ο Αδαΐα υιός του Ιεροάμ, υιού του Φαλαλία, υιού του 'Αμασι, ο υιός του Ζαχαρία, ο υιός του Φασσούρ, υιός του Μελχία,

Νεεμ. 11,13       καὶ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, ἄρχοντες πατριῶν διακόσιοι τεσσαρακονταδύο. καὶ Ἀμασία υἱὸς Ἐσδριήλ, υἱοῦ Μεσαριμίθ, υἱοῦ Ἐμμήρ,

Νεεμ. 11,13               και οι αδελφοί αυτού οι αρχηγοί των οικογενειών ήσαν διακόσιοι τεσσαράκοντα δύο. Ο Αμασία ο υιός του Εσδριήλ, υιού του Μεσαριμίθ, υιού του Εμμήρ,

Νεεμ. 11,14       καὶ ἀδελφοὶ αὐτοῦ δυνατοὶ παρατάξεως ἑκατὸν εἰκοσιοκτώ· καὶ ἐπίσκοπος Βαδιὴλ υἱὸς τῶν μεγάλων.

Νεεμ. 11,14               και οι αδελφοί αυτού, άνδρες ικανοί δια τον πόλεμον, ήσαν εν όλω εκατόν είκοσι οκτώ. Ο Βαδιήλ, γόνος μεγάλων ανδρών, ήτο αρχηγός των.

Νεεμ. 11,15       καὶ ἀπὸ τῶν Λευιτῶν Σαμαΐα υἱὸς Ἐσρικάμ,

Νεεμ. 11,15               Από δε τους Λευίτας ήσαν ο Σαμαΐα ο υιός του Εσρικάμ,

Νεεμ. 11,17       Ματθανίας υἰὸς Μιχὰ καὶ Ἰωβὴβ υἱὸς Σαμουΐ,

Νεεμ. 11,17               ο Ματθανίας ο υιός του Μιχά και ο Ιωβήδ υιός του Σαμουΐ,

Νεεμ. 11,18       διακόσιοι ὀγδοηκοντατέσσαρες.

Νεεμ. 11,18               εν όλω διακόσιοι ογδοήκοντα τέσσαρες.

Νεεμ. 11,19       καὶ οἱ πυλωροὶ Ἀκούβ, Τελαμίν, καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτῶν, ἑκατὸν ἑβδομηκονταδύο.

Νεεμ. 11,19               Από τους θυρωρούς ήσαν ο Ακούβ, ο Τελαμίν και οι συγγενείς αυτών εν όλω εκατόν εβδομήκοντα δύο.

Νεεμ. 11,22       καὶ ἐπίσκοπος Λευιτῶν υἱὸς Βανί, υἱὸς Ὀζί, υἱὸς Ἀσαβία, υἱὸς Μιχά. ἀπὸ υἱῶν Ἀσὰφ τῶν ᾀδόντων ἀπέναντι ἔργου οἴκου τοῦ Θεοῦ·

Νεεμ. 11,22              Αρχηγός των Λευϊτών ήτο ο υιός του Βανί, υιού του Οζί υιού του Ασαβία, υιού του Μιχά. Από τους απογόνους του Ασάφ, τους ψάλτας, στο έργον του ναού του Θεού.

Νεεμ. 11,23       ὅτι ἐντολὴ τοῦ βασιλέως εἰς αὐτούς.

Νεεμ. 11,23               Δι' αυτούς υπήρχε μάλιστα ειδική εντολή του βασιλέως.

Νεεμ. 11,24       καὶ Φαθαΐα υἱὸς Βασηζὰ πρὸς χεῖρα τοῦ βασιλέως εἰς πᾶν χρῆμα τῷ λαῷ.

Νεεμ. 11,24              Ο δε Φαθαΐα υιός του Βασηζά ήτο ο εκπρόσωπος του βασιλέως δι' όλας τας υποθέσστου λαού.

Νεεμ. 11,25       καὶ πρὸς τὰς ἐπαύλεις ἐν ἀγρῷ αὐτῶν. καὶ ἀπὸ υἱῶν Ἰούδα ἐκάθισαν ἐν Καριαθαρβὸκ

Νεεμ. 11,25               Ως προς δε τα χωριά με τους αγρούς των, μερικοί Ιουδαίοι εγκατεστάθησαν εις την Καριαθαρβόκ (Χεβρών),

Νεεμ. 11 ,26      καὶ ἐν Ἰησοῦ

Νεεμ. 11,26              εις Ιησού,

Νεεμ. 11,27       καὶ ἐν Βηρσαβεέ, καὶ ἐπαύλεις αὐτῶν,

Νεεμ. 11,27               εις Βηρσαβεέ και τας περιοχάς αυτών.

Νεεμ. 11,30       Λαχὶς καὶ ἀγροὶ αὐτῆς· καὶ παρενεβάλοσαν ἐν Βηρσαβεέ.

Νεεμ. 11,30               Εις Λαχίς και τα χωράφια της. Κατώκησαν δε και εις Βηρσαβεέ.

Νεεμ. 11,31       καὶ οἱ υἱοὶ Βενιαμὶν ἀπὸ Γαβαὰ Μαχμάς.

Νεεμ. 11,31               Οι απόγονοι της φυλής Βενιαμίν εγκατεστάθησαν από την πόλιν Γαβαά μέχρι Μαχμάς.

Νεεμ. 11,36       καὶ ἀπὸ τῶν Λευιτῶν μερίδες Ἰούδα τῷ Βενιαμίν.

Νεεμ. 11,36               Μεταξύ των Λευϊτών υπήρξαν και τάξεις, που ανήκον εις την φυλήν του Ιούδα και την φυλήν του Βενιαμίν.

 

 

ΝΕΕΜΙΑΣ 12

 

Νεεμ. 12,1         Καὶ οὗτοι οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται οἱ ἀναβάντες μετὰ Ζοροβάβελ υἱοῦ Σαλαθιὴλ καὶ Ἰησοῦ· Σαραΐα, Ἱερεμία, Ἔσδρα,

Νεεμ. 12,1                 Οι ιερείς δε και οι Λευίται, οι οποίοι επανήλθον από την αιχμαλωσίαν της Βαβυλώνος μαζή με τον Ζοροβάβελ, τον υιόν του Σαλαθιήλ, και τον Ιησούν, ήσαν ο Σαραΐα, ο Ιερεμίας, ο Εσδρας,

Νεεμ. 12,2         Ἀμαρία, Μαλούχ,

Νεεμ. 12,2                ο Αμαρίας, ο Μολούχ,

Νεεμ. 12,3         Σεχενία·

Νεεμ. 12,3                ο Σεχενία.

Νεεμ. 12,7         οὗτοι οἱ ἄρχοντες τῶν ἱερέων καὶ ἀδελφοὶ αὐτῶν ἐν ἡμέραις Ἰησοῦ.

Νεεμ. 12,7                Αυτοί δε ήσαν οι αρχηγοί των ιερέων και των συγγενών των κατά τας ημέρας του Ιησού.

Νεεμ. 12,8         καὶ οἱ Λευῖται, Ἰησοῦ, Βανουΐ, Καδμιήλ, Σαραβία, Ἰωδαέ, Ματθανία, ἐπὶ τῶν χειρῶν αὐτὸς καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτῶν εἰς τὰς ἐφημερίας.

Νεεμ. 12,8                Οι Λευίται ήσαν, ο Ιησούς, ο Βανουΐ, ο Καδμιήλ, ο Σαραδία, ο Ιωδαέ και ο Ματθανίας, οι οποίοι ήσαν αρχηγοί αυτοί και οι αδελφοί των εις τας καθημερινάς υπηρεσίας.

Νεεμ. 12,10       καὶ Ἰησοῦς ἐγέννησε τὸν Ἰωακίμ, καὶ Ἰωακὶμ ἐγέννησε τὸν Ἐλιασίβ, καὶ Ἐλιασὶβ τὸν Ἰωδαέ,

Νεεμ. 12,10              Ο Ιησούς εγέννησε τον Ιωακίμ, ο Ιωακίμ εγέννησε τον Ελιασίβ, ο Ελιασίβ εγέννησε τον Ιωδαέ,

Νεεμ. 12,11       καὶ Ἰωδαὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωνάθαν, καὶ Ἰωνάθαν ἐγέννησε τὸν Ἰαδού.

Νεεμ. 12,11               ο Ιωδαέ εγέννησε τον Ιωνάθαν, ο Ιωνάθαν εγέννησε τον Ιαδού.

Νεεμ. 12,12       καὶ ἐν ἡμέραις Ἰωακὶμ ἀδελφοὶ αὐτοῦ οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες τῶν πατριῶν· τῷ Σαραΐα Ἀμαρία, τῷ Ἱερεμίᾳ Ἀνανία,

Νεεμ. 12,12              Κατά την εποχήν του Ιωακίμ οι ιερείς αδελφοί αυτού ήσαν αρχηγοί δια τας κάτωθι οικογενείας· δια τον Σαραΐα ο Αμαρίας, δια τον Ιερεμίαν ο Ανανίας,

Νεεμ. 12,13       τῷ Ἔσδρᾳ Μεσουλάμ, τῷ Ἀμαρίᾳ Ἰωανάν,

Νεεμ. 12,13               δια τον Εσδραν ο Μεσουλάμ, δια τον Αμαρίαν ο Ιωανάν,

Νεεμ. 12,14       τῷ Ἀμαλοὺχ Ἰωνάθαν, τῷ Σεχενίᾳ Ἰωσήφ,

Νεεμ. 12,14              δια τον Αμαλούχ ο Ιωνάθαν, δια τον Σεχενίαν ο Ιωσήφ,

Νεεμ. 12,15       τῷ Ἀρὲ Μαννάς, τῷ Μαριὼθ Ἐλκαΐ,

Νεεμ. 12,15               δια τον Αρέ ο Μαννάς, δια τον Μαριώθ ο Ελκαΐ,

Νεεμ. 12,16       τῷ Ἀδαδαΐ Ζαχαρία, τῷ Γαναθὼθ Μοσολάμ,

Νεεμ. 12,16              δια τον Αδαδα ο Ζαχαρίας, δια τον Γαναθώθ ο Μοσολάμ,

Νεεμ. 12,17       τῷ Ἀβιὰ Ζεχρί, τῷ Μιαμὶν Μααδαὶ τῷ Φελετί,

Νεεμ. 12,17               δια τον Αβιά ο Ζεχρί, δια τον Μιαμίν ο Μααδαί, δια τον Φελετί

Νεεμ. 12,18       τῷ Βαλγὰς Σαμουέ, τῷ Σεμίᾳ Ἰωνάθαν,

Νεεμ. 12,18              και δια τον Βαλγάς ο Σαμουέ, δια τον Σεμίαν ο Ιωνάθαν,

Νεεμ. 12,19       τῷ Ἰωαρὶβ Ματθαναΐ, τῷ Ἐδίῳ Ὀζί,

Νεεμ. 12,19              δια τον Ιωαρίβ ο Ματθαναΐ, δια τον Εδίον ο Οζί,

Νεεμ. 12,20       τῷ Σαλαΐ Καλλαΐ, τῷ Ἀμὲκ Ἀβέδ,

Νεεμ. 12,20              δια τον Σαλαΐ ο Καλλαΐ, δια τον Αμέκ ο Αβέδ,

Νεεμ. 12,21       τῷ Ἐλκίᾳ Ἀσαβίας, τῷ Ἰεδεϊοὺ Ναθαναήλ.

Νεεμ. 12,21              δια τον Ελκίαν ο Ασαβίας, δια τον Ιεδεϊού ο Ναθαναήλ.

Νεεμ. 12,22       οἱ Λευῖται ἐν ἡμέραις Ἐλιασίβ, Ἰωαδὰ καὶ Ἰωὰ καὶ Ἰωανὰν καὶ Ἰδούα, γεγραμμένοι ἄρχοντες τῶν πατριῶν, καὶ οἱ ἱερεῖς ἐν βασιλείᾳ Δαρείου τοῦ Πέρσου·

Νεεμ. 12,22              Ως προς δε τους Λευίτας, κατά τας ημέρας του Ελιασίβ, ήσαν καταγεγραμμένοι ως αρχηγοί πατριών ο Ιωαδά, ο Ιωά, ο Ιωανάν και ο Ιδούα. Επίσης δε και οι ιερείς ήσαν καταγεγραμμένοι κατά την βασιλείαν του Δαρείου του Πέρσου.

Νεεμ. 12,23       υἱοὶ δὲ Λευὶ ἄρχοντες τῶν πατριῶν γεγραμμένοι ἐπὶ βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν καὶ ἕως ἡμερῶν Ἰωανὰν υἱοῦ Ἐλισουέ.

Νεεμ. 12,23              Οι Λευίται, οι αρχηγοί των οικογενειών ήσαν γραμμένοι στο βιβλίον των χρονικών μέχρι του Ιωανάν υιού του Ελισουέ.

Νεεμ. 12,24       καὶ οἱ ἄρχοντες τῶν Λευιτῶν Ἀσαβία καὶ Σαραβία καὶ Ἰησοῦ καὶ υἱοὶ Καδμιὴλ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτῶν κατεναντίον αὐτῶν εἰς ὕμνον αἰνεῖν ἐν ἐντολῇ Δαυὶδ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ ἐφημερία πρὸς ἐφημερίαν

Νεεμ. 12,24              Οι αρχηγοί των Λευιτών ήσαν· Ο Ασαβίας, ο Σαραβίας, ο Ιησούς, οι υιοί του Καδμιήλ και οι αδελφοί αυτών ενώπιόν των, οι οποίοι είχον ως έργον να δοξολογούν τον Κυριον, σύμφωνα με την εντολήν του Δαυίδ, του ανθρώπου του Θεού, και κατά την διαδοχήν των εφημεριών των έκαστοι.

Νεεμ. 12,25       ἐν τῷ συναγαγεῖν με τοὺς πυλωροὺς

Νεεμ. 12,25              Και οι θυρωροί εφύλασσαν τας θύρας του ναού.

Νεεμ. 12,26       ἐν ἡμέραις Ἰωακὶμ υἱοῦ Ἰησοῦ, υἱοῦ Ἰωσεδὲκ καὶ ἐν ἡμέραις Νεεμία, καὶ Ἔσδρας ὁ ἱερεὺς καὶ γραμματεύς.

Νεεμ. 12,26              Κατά δε την εποχήν του Ιωακίμ, υιού του Ιησού, υιού του Ιωσεδέκ, όπως και κατά την εποχήν του Νεεμίου, ο Εσδρας ήτο ο ιερεύς και ο γραμματεύς.

Νεεμ. 12,27       Καί ἐν ἐγκαινίοις τείχους Ἱερουσαλὴμ ἐζήτησαν τοὺς Λευίτας ἐν τοῖς τόποις αὐτῶν τοῦ ἐνέγκαι αὐτοὺς εἰς Ἱερουσαλὴμ ποιῆσαι ἐγκαίνια καὶ εὐφροσύνην ἐν Θωδαθὰ καὶ ἐν ᾠδαῖς, κυμβαλίζοντες καὶ ψαλτήρια καὶ κινύραι.

Νεεμ. 12,27              Κατά τα εγκαίνια του τείχους της Ιερουσαλήμ προσεκλήθησαν οι Λευίται από τας πόλεις των, όπου κατοικούσαν, να προσέλθουν εις την Ιερουσαλήμ και να κάμουν τα εγκαίνια του τείχους με χαράν, με άσματα και αίνους, με την συνοδείαν μουσικών οργάνων, με τα κύμβαλα, με τας κιθάρας και με τας κινύρας.

Νεεμ. 12,28       καὶ συνήχθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ᾀδόντων καὶ ἀπὸ τῆς περιχώρου κυκλόθεν εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ ἀπὸ ἐπαύλεων

Νεεμ. 12,28              Συνεκεντρώθησαν πράγματι οι Λευίται αυτοί ψάλται από τας γύρω της Ιερουσαλήμ περιοχάς,

Νεεμ. 12,29       καὶ ἀπὸ ἀγρῶν· ὅτι ἐπαύλεις ᾠκοδόμησαν ἑαυτοῖς οἱ ᾄδοντες ἐν Ἱερουσαλήμ.

Νεεμ. 12,29              από τα χωριά και από τους αγρούς των, διότι είχαν οργανώσει κατασκηνώσεις αυτοί, που έψαλλαν εις την Ιερουσαλήμ.

Νεεμ. 12,30       καὶ ἐκαθαρίσθησαν οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται, καὶ ἐκαθάρισαν τὸν λαὸν καὶ τοὺς πυλωροὺς καὶ τὸ τεῖχος.

Νεεμ. 12,30              Οι ιερείς και οι Λευίται εκαθαρίσθησαν πρώτοι και έπειτα εκαθάρισαν, σύμφωνα με τον Νομον, τον λαόν, τους θυρωρούς και το τείχος.

Νεεμ. 12,31       καὶ ἀνήνεγκα τοὺς ἄρχοντας Ἰούδα ἐπάνω τοῦ τείχους καὶ ἔστησα δύο περὶ αἰνέσεως μεγάλους, καὶ διῆλθον ἐκ δεξιῶν ἐπάνω τοῦ τείχους τῆς κοπρίας,

Νεεμ. 12,31               Ωδήγησα τότε επάνω στο τείχος τους άρχοντας της φυλής Ιούδα και εσχημάτισα δύο μεγάλας ομάδας δοξολογίας προς τον Θεόν. Η πρώτη, ομάς εβαδισε προς το δεξιόν μέρος επάνω στο τείχος, εις την λεγομένην πύλην της κοπρίας.

Νεεμ. 12,32       καὶ ἐπορεύθη ὀπίσω αὐτῶν Ὠσαΐα καὶ ἥμισυ ἀρχόντων Ἰούδα

Νεεμ. 12,32              Οπίσω δε από αυτούς εβάδιζαν ο Ωσαΐα και το ήμισυ των αρχηγών της φυλής Ιούδα.

Νεεμ. 12,33       καὶ Ἀζαρίας καὶ Ἔσδρας καὶ Μεσολλάμ,

Νεεμ. 12,33              Και ο Αζαρίας, ο Εσδρας, ο Μεσολλάμ,

Νεεμ. 12,34       καὶ Ἰούδα καὶ Βενιαμὶν καὶ Σαμαΐας καὶ Ἱερεμία

Νεεμ. 12,34              ο Ιούδας, ο Βενιαμίν, ο Σαμαΐας και ο Ιερεμίας.

Νεεμ. 12,35       καὶ ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἱερέων ἐν σάλπιγξι Ζαχαρίας υἱὸς Ἰωνάθαν, υἱὸς Σαμαΐα, υἱὸς Ματθανία, υἱὸς Μιχαία, υἱὸς Ζακχούρ, υἱὸς Ἀσάφ·

Νεεμ. 12,35              Από δε τους ιερείς με τας σάλπιγγας επορεύοντο ο Ζαχαρίας, ο υιός του Ιωνάθαν, ο υιός του Σαμαΐα, ο υιός του Ματθανία, ο υιός του Μιχαία, ο υιός του Ζακχούρ, ο υιός του Ασάφ,

Νεεμ. 12,36       καὶ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Σαμαΐα καὶ Ὀζιήλ, Γελώλ, Ἰαμά, Ἀΐα, Ναθαναὴλ καὶ Ἰούδα, Ἀνανί, τοῦ αἰνεῖν ἐν ᾠδαῖς Δαυὶδ ἀνθρώπου Θεοῦ, καὶ Ἔσδρας ὁ γραμματεὺς ἔμπροσθεν αὐτῶν·

Νεεμ. 12,36              και οι συγγενείς του, ο Σαμαΐα, ο Οζιήλ, ο Γελώλ, ο Ιαμά, ο Αΐα, ο Ναθαναήλ, ο Ιούδα, ο Ανανί, με τα μουσικά όργανα υμνούσαν τον Κυριον με ψαλμούς του Δαυίδ του ανθρώπου του Θεού. Εμπροσθεν δε από αυτούς επορεύετο ο γραμματεύς Εσδρας.

Νεεμ. 12,37       ἐπὶ πύλης τοῦ αἲν κατέναντι αὐτῶν ἀνέβησαν ἐπὶ κλίμακας πόλεως Δαυὶδ ἐν ἀναβάσει τοῦ τείχους ἐπάνωθεν τοῦ οἴκου Δαυὶδ καὶ ἕως τῆς πύλης τοῦ ὕδατος κατὰ ἀνατολάς.

Νεεμ. 12,37              Παρά δε την πύλην της πηγής ανέβησαν κατ' ευθείαν την κλίμακα της πόλεως του Δαυίδ, διήλθον την ανωφέρειαν του τείχους, του άνω οίκου του Δαυίδ, και έφθασαν μέχρι της πύλης του ύδατος προς ανατολάς.

Νεεμ. 12,38       καὶ περὶ αἰνέσεως ἡ δευτέρα ἐπορεύετο συναντῶσα αὐτοῖς, καὶ τὸ ἥμισυ τοῦ λαοῦ ἐπάνω τοῦ τείχους ὑπεράνω τοῦ πύργου τῶν θεννουρὶμ καὶ ἕως τοῦ τείχους τοῦ πλατέος

Νεεμ. 12,38              Η άλλη ομάς, ο δεύτερος χορός της δοξολογίας, επροχωροσε αριστερά, κατ' αντίθετον διεύθυνσιν, δια να συναντήση αυτούς. Το δεύτερον αυτό τμήμα της λιτανείας επροχωρούσε επί του τείχους, άνω από τον πύργον των κλιβάνων, και έφθασε μέχρι του πλατέος τείχους.

Νεεμ. 12,39       καὶ ὑπεράνω τῆς πύλης Ἐφραὶμ καὶ ἐπὶ τὴν πύλην ἰχθυρὰν καὶ πύργῳ Ἀναμεὴλ καὶ ἕως πύλης τῆς προβατικῆς καὶ ἔστησαν ἐν πύλῃ τῆς φυλακῆς.

Νεεμ. 12,39              Κατόπιν έφθασαν επάνω από την πύλην του Εφραίμ. Από εκεί επροχώρησαν προς την πύλην, που λέγεται ιχθυρά, και στον πύργον του Αναμεήλ. Από εκεί δε ήλθον εις την πύλην την προβατικήν και τέλος εσταμάτησαν εις την πύλην της φυλακής.

Νεεμ. 12,40       καὶ ἔστησαν αἱ δύο τῆς αἰνέσεως ἐν οἴκῳ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐγὼ καὶ τὸ ἥμισυ τῶν στρατηγῶν μετ᾿ ἐμοῦ

Νεεμ. 12,40              Οι δύο αυτοί χοροί της λιτανείας εσταμάτησαν απέναντι από τον ναόν του Θεού, μαζή δε με αυτούς και εγώ και οι μισοί άρχοντες που ευρίσκοντο μαζή μου,

Νεεμ. 12,41       καὶ οἱ ἱερεῖς Ἐλιακίμ, Μαασίας, Βενιαμίν, Μιχαίας, Ἐλιωηναί, Ζαχαρίας, Ἀνανίας ἐν σάλπιγξι καὶ Μαασίας καὶ Σεμεΐας καὶ Ἐλεάζαρ καὶ Ὀζὶ καὶ Ἰωανὰθ καὶ Μελχίας καὶ Αἰλὰμ καὶ Ἐζούρ,

Νεεμ. 12,41              όπως επίσης και οι ιερείς, ο Ελιακίμ, ο Μαασίας, ο Βενιαμίν, ο Μιχαίας, ο Ελιωηναί, ο Ζαχαρίας, ο Ανανίας, με τας ιεράς σάλπιγγάς των, ο Μαασίας, ο Σεμεΐας, ο Ελεάζαρ, ο Οζί, ο Ιωανάθ, ο Μελχίας, ο Αιλάμ και ο Εζούρ.

Νεεμ. 12,42       καὶ ἠκούσθησαν οἱ ᾄδοντες καὶ ἐπεσκέπησαν.

Νεεμ. 12,42              Οι ψάλται ηκούσθησαν τότε να ψάλλουν με επικεφαλής τον αρχηγόν των.

Νεεμ. 12,43       καὶ ἔθυσαν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ θυσιάσματα μεγάλα καὶ ηὐφράνθησαν, ὅτι ὁ Θεὸς ηὔφρανεν αὐτοὺς μεγάλως. καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν ηὐφράνθησαν, καὶ ἠκούσθη ἡ εὐφροσύνη ἐν Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ μακρόθεν.

Νεεμ. 12,43              Κατά την ημέραν εκείνην προσέφεραν μεγάλας θυσίας προς τον Θεόν και ηυφράνθησαν όλοι, διότι ο Θεός έδωσεν εις αυτούς μεγάλην αγαλλίασιν και χαράν. Αι γυναίκες αυτών και τα τέκνα αυτών επίσης ηυφράνθησαν, αι δε κραυγαί της χαράς των εις την Ιερουσαλήμ, ηκούοντο από πολύ μακράν.

Νεεμ. 12,44       Καὶ κατέστησαν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἄνδρας ἐπὶ τῶν γαζοφυλακίων, τοῖς θησαυροῖς, ταῖς ἀπαρχαῖς καὶ ταῖς δεκάταις καὶ τοῖς συνηγμένοις ἐν αὐτοῖς ἄρχουσι τῶν πόλεων, μερίδας τοῖς ἱερεῦσι καὶ τοῖς Λευίταις, ὅτι εὐφροσύνη ἦν ἐν Ἰούδᾳ ἐπὶ τοὺς ἱερεῖς καὶ ἐπὶ τοὺς Λευίτας τοὺς ἑστῶτας.

Νεεμ. 12,44              Κατά την επίσημον εκείνην ημέραν διώρισαν και εγκατέστησαν άνδρας εις τας αποθήκας του ναού, αι οποίαι εχρησιμοποιούντο, δια να αποθηκεύουν τας προσφοράς των, τας απαρχάς και τα δέκατα των εισοδημάτων των. Να τα συναθροίζουν εις αυτάς δια τους άρχοντας της πόλεως, δια τους ιερείς και δια τους Λευίτας. Διότι οι Ιουδαίοι ηυχαριστούντο πολύ να βλέπουν τους ιερείς και τους Λευίτας ορθίους εις τας θέσεις των·

Νεεμ. 12,45       καὶ ἐφύλαξαν φυλακὰς Θεοῦ αὐτῶν καὶ φυλακὰς τοῦ καθαρισμοῦ καὶ τοὺς ᾄδοντας καὶ τοὺς πυλωρούς, ὡς ἐντολαὶ Δαυὶδ καὶ Σαλωμὼν υἱοῦ αὐτοῦ.

Νεεμ. 12,45              αυτούς, οι οποίοι εφύλασσαν τας υπό του Κυρίου καθορισθείσας φρουράς και προσέφεραν τους υπό του νόμου του Θεού ωρισμένους καθαρισμούς. Επίσης έβλεπαν με ευχαρίστησιν τους ψάλτας και τους θυρωρούς εις τας θέσεις των, σύμφωνα με τας εντολάς του Δαυίδ και του υιού του Σολομώντος.

Νεεμ. 12,46       ὅτι ἐν ἡμέραις Δαυὶδ Ἀσὰφ ἀπ᾿ ἀρχῆς πρῶτος τῶν ᾀδόντων καὶ ὕμνον καὶ αἴνεσιν τῷ Θεῷ.

Νεεμ. 12,46              Επειδή δε απ' αρχής κατά τας ημέρας του Δαυίδ ο Ασάφ ήτο αρχηγός των ψαλτών και ανεπέμποντο αίνοι και δοξολογίαι στον Θεόν,

Νεεμ. 12,47       καὶ πᾶς Ἰσραὴλ ἐν ἡμέραις Ζοροβάβελ καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις Νεεμίου διδόντες μερίδας τῶν ᾀδόντων καὶ τῶν πυλωρῶν, λόγον ἡμέρας ἐν ἡμέρᾳ αὐτοῦ, καὶ ἁγιάζοντες τοῖς Λευίταις, καὶ οἱ Λευῖται ἁγιάζοντες τοῖς υἱοῖς Ἀαρών.

Νεεμ. 12,47              έτσι και κατά τας ημέρας του Ζοροβάβελ και εις τας ημέρας του Νεεμίου, οι Ιουδαίοι έδιδον κάθε ημέραν τας ωρισμένας μερίδας τροφών στους ψάλτας και στους θυρωρούς. Εδιδαν στους Λευίτας τας αγίας αυτάς μερίδας, αλλά και οι Λευίται έδιδον ένα μέρος από αυτά στους ιερείς, τους απογόνους του Ααρών.

 

 

ΝΕΕΜΙΑΣ 13

 

Νεεμ. 13,1         Ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἀνεγνώσθη ἐν βιβλίῳ Μωυσῆ ἐν ὠσὶ τοῦ λαοῦ καὶ εὑρέθη γεγραμμένον ἐν αὐτῷ, ὅπως μὴ εἰσέλθωσιν Ἀμμανῖται καὶ Μωαβῖται ἐν ἐκκλησίᾳ Θεοῦ ἕως αἰῶνος,

Νεεμ. 13,1                 Κατά την εποχήν εκείνην, που ανεγινώσκετο το βιβλίον του Μωϋσέως εις τα αυτιά όλου του λαού, ευρέθη εκεί γραμμένον, ότι οι Αμμωνίται και οι Μωαβίται δεν έπρεπε ποτέ να έλθουν εις καμμίαν επικοινωνίαν με τον λαόν του Θεού, με τους Ιουδαίους.

Νεεμ. 13,2         ὅτι οὐ συνήντησαν τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ ἐν ἄρτῳ καὶ ὕδατι καὶ ἐμισθώσαντο ἐπ᾿ αὐτὸν τὸν Βαλαὰμ καταράσασθαι, καὶ ἐπέστρεψεν ὁ Θεὸς ἡμῶν τὴν κατάραν εἰς εὐλογίαν.

Νεεμ. 13,2                Τούτο δέ, διότι όταν οι Ισραηλίται είχαν εξέλθει από την δουλείαν της Αιγύπτου, αυτοί δεν ήλθον εις βοήθειαν και αντίληψίν των με άρτον και με ύδωρ και διότι ακόμη είχαν πληρώσει τον Βαλαάμ, δια να καταρασθη τον Ισραηλιτικόν λαόν. Αλλά ο Θεός μας είχε μετατρέψει την κατάραν εις ευλογίαν.

Νεεμ. 13,3         καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσαν τὸν νόμον, καὶ ἐχωρίσθησαν πᾶς ἐπίμικτος ἐν Ἰσραήλ.

Νεεμ. 13,3                 Οταν οι Ισραηλίται ήκουσαν αυτήν την εντολήν του Νομου, εξεχώρισαν και απεμάκρυναν εκ μέσου αυτών κάθε ξένον και καθένα που προήρχετο από επιμιξίαν Ισραηλιτών με αλλογενείς.

Νεεμ. 13,4         καὶ πρὸ τούτου Ἐλιασὶβ ὁ ἱερεὺς οἰκῶν ἐν γαζοφυλακίῳ οἴκου Θεοῦ ἡμῶν ἐγγίων Τωβίᾳ

Νεεμ. 13,4                Πριν δε τεθή εις εφαρμογήν το μέτρον αυτό, ο Ελιασίβ, ο ιερεύς ο οποίος επέβλεπεν εις τας αποθήκας του ναού του Θεού μας και ο οποίος είχε συνδεθή με συγγένειαν προς τον Τωβίαν,

Νεεμ. 13,5         καὶ ἐποίησεν ἑαυτῷ γαζοφυλάκιον μέγα, καὶ ἐκεῖ ἦσαν πρότερον διδόντες τὴν μαναὰν καὶ τὸν λίβανον καὶ τὰ σκεύη καὶ τὴν δεκάτην τοῦ σίτου καὶ τοῦ οἴνου καὶ τοῦ ἐλαίου, ἐντολὴν τῶν Λευιτῶν καὶ τῶν ᾀδόντων καὶ τῶν πυλωρῶν καὶ ἀπαρχὰς τῶν ἱερέων.

Νεεμ. 13,5                 είχε διαθέσει δι' αυτόν ένα μεγάλο δωμάτιον εκεί, όπου προηγουμένως οι ιερείς έθετον τας προσφοράς τον λίβανον, τα ιερά σκεύη, τας δεκάτας του σίτου, του οίνου και του ελαίου, τα προοριζόμενα δια τους Λευίτας, τους ψάλτας και τους θυρωρούς, όπως και τα πρωτόλεια τα προοριζόμενα δια τους ιερείς

Νεεμ. 13,6         καὶ ἐν παντὶ τούτῳ οὐκ ἤμην ἐν Ἱερουσαλήμ· ὅτι ἐν ἔτει τριακοστῷ καὶ δευτέρῳ τοῦ Ἀρθασασθὰ βασιλέως Βαβυλῶνος ἦλθον πρὸς τὸν βασιλέα. καὶ μετὰ τὸ τέλος τῶν ἡμερῶν ᾐτησάμην παρὰ τοῦ βασιλέως

Νεεμ. 13,6                Οταν εγινεν η βέβηλος αυτή πράξις εγώ δεν ευρισκόμην εις την Ιερουσαλήμ διότι κατά το τριακοστόν δεύτερον έτος της βασιλείας Αρταξέρξου, του βασιλέως της Βαβυλώνος, είχα εγώ επιστρέψει προς, τον βασιλέα. Αφού δε επέρασεν ολίγος χρόνος, εζήτησα και έλαβα άδειαν από τον βασιλέα

Νεεμ. 13,7         καὶ ἦλθον εἰς Ἱερουσαλήμ. καὶ συνῆκα ἐν τῇ πονηρίᾳ, ᾖ ἐποίησεν Ἐλιασὶβ τῷ Τωβίᾳ, ποιῆσαι αὐτῷ γαζοφυλάκιον ἐν αὐλῇ οἴκου τοῦ Θεοῦ.

Νεεμ. 13,7                 και επανήλθα εις την ιερουσαλήμ. Εμαθα τότε την κακήν αυτήν πράξιν, που είχε κάμνει ο Ελιασίβ προς χάριν του Τωβία, με το να παραχωρήση εις αυτόν δωμάτιον μέσα εις την αυλήν του ναού του Θεού.

Νεεμ. 13,8         καὶ πονηρόν μοι ἐφάνη σφόδρα, καὶ ἔῤῥιψα πάντα τὰ σκεύη οἴκου Τωβία ἔξω ἀπὸ τοῦ γαζοφυλακίου·

Νεεμ. 13,8                Αυτό μου εφάνη πάρα πολύ κακόν και επέταξα όλα τα πράγματα και τα έπιπλα του οίκου του Τωβία έξω από το δωμάτιον αυτό.

Νεεμ. 13,9         καὶ εἶπα καὶ ἐκαθάρισαν τὰ γαζοφυλάκια, καὶ ἐπέστρεψα ἐκεῖ σκεύη οἴκου τοῦ Θεοῦ, τὴν μαναὰν καὶ τὸν λίβανον.

Νεεμ. 13,9                Εδωσα κατόπιν εντολήν και εκαθάρισαν αυτό το δωμάτιον και επανέφερα εκεί τα ιερά σκεύη του ναού του Θεού, τας διαφόρους προσφοράς και το λιβάνι.

Νεεμ. 13,10       καὶ ἔγνων ὅτι μερίδες τῶν Λευιτῶν οὐκ ἐδόθησαν, καὶ ἐφύγοσαν ἀνὴρ εἰς ἀγρὸν αὐτοῦ, οἱ Λευῖται καὶ οἱ ᾄδοντες ποιοῦντες τὸ ἔργον.

Νεεμ. 13,10               Επληροφορήθην επίσης, ότι αι μερίδες, που προωρίζοντο δια τους Λευίτας, δεν εδόθησαν εις αυτούς. Ετσι δε κάθε Λευίτης ηναγκάσθη να φύγη στον αγρόν του, δια να τον καλλιεργή. Αλλά οι Λευίται και οι ψάλται ήσαν εκείνοι, οι οποίοι προσέφεραν τας υπηρεσίας των στον ναόν.

Νεεμ. 13,11       καὶ ἐμαχεσάμην τοῖς στρατηγοῖς καὶ εἶπα· διατί ἐγκατελείφθη ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ; καὶ συνήγαγον αὐτοὺς καὶ ἔστησα αὐτοὺς ἐπὶ τῇ στάσει αὐτῶν.

Νεεμ. 13,11               Εγώ εφιλονείκησα και ήλεγξα τους αρχηγούς και είπα· Διατί έχει εγκαταλειφθή ο ναός του Θεού; Συνεκέντρωσα τότε τους Λευίτας αυτούς και τους επανετοποθέτησα εις τας υπηρεσίας των.

Νεεμ. 13,12       καὶ πᾶς Ἰούδα ἤνεγκαν δεκάτην τοῦ πυροῦ καὶ τοῦ οἴνου καὶ τοῦ ἐλαίου εἰς τοὺς θησαυροὺς

Νεεμ. 13,12               Τοτε όλοι οι Ιουδαίοι προσέφεραν τα δέκατα από τον σίτον, τον οίνον και το έλαιον εις τας αποθήκας,

Νεεμ. 13,13       ἐπὶ χεῖρα Σελεμία τοῦ ἱερέως καὶ Σαδδοὺκ τοῦ γραμματέως καὶ Φαδαΐα ἀπὸ τῶν Λευιτῶν, καὶ ἐπὶ χεῖρα αὐτῶν Ἀνὰν υἱὸς Ζακχούρ, υἱὸς Ματθανίου, ὅτι πιστοὶ ἐλογίσθησαν ἐπ᾿ αὐτοὺς μερίζειν τοῖς ἀδελφοῖς αὐτῶν.

Νεεμ. 13,13               αι οποίαι ήσαν υπό την επίβλεψιν του Σελεμίου του ιερέως, Σαδδούκ του γραμματέως και του Φαδαΐα ενός από τους Λευίτας. Βοηθούς δε εις αυτούς έδωσα τον Ανάν υιόν του Ζακχούρ και τον υιόν του Ματθανίου, διότι αυτοί εθεωρούντο αξιόπιστοι. Τους ανέθεσα δε ως έργον να διανέμουν στους αδελφούς των τας αναλόγους μερίδας.

Νεεμ. 13,14       μνήσθητί μου, ὁ Θεός, ἐν ταύτῃ, καὶ μὴ ἐξαλειφθήτω ἔλεός μου, ὃ ἐποίησα ἐν οἴκῳ Κυρίου τοῦ Θεοῦ.

Νεεμ. 13,14               Μνήσθητί μου, Κυριε, δια την ενέργειάν μου αυτήν και μη εξαλείψής από την μνήμην σου τας δικαίας αυτάς πράξεις, τας οποίας επραγματοποίησα στον ναόν σου, του Κυρίου και Θεού μας.

Νεεμ. 13,15       Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις εἶδον ἐν Ἰούδᾳ πατοῦντας ληνοὺς ἐν τῷ σαββάτῳ καὶ φέροντας δράγματα καὶ ἐπιγεμίζοντας ἐπὶ τοὺς ὄνους καὶ οἶνον καὶ σταφυλὴν καὶ σῦκα καὶ πᾶν βάσταγμα καὶ φέροντας εἰς Ἱερουσαλὴμ ἐν ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου· καὶ ἐπεμαρτυράμην ἐν ἡμέρᾳ πράσεως αὐτῶν.

Νεεμ. 13,15               Κατά τας ημέρας εκείνας είδα εις την περιοχήν της Ιουδαίας, ότι μερικοί άνδρες επατούσαν σταφύλια εις τα πατητήριά των κατά την ημέραν του Σαββάτου, έφεραν δεμάτια σίτου εις τα χέρια των, εφόρτωναν στους όνους των οίνον, σταφύλια, σύκα και κάθε άλλο είδος φορτίου και έφεραν αυτά εις την Ιερουσαλήμ κατά την ημέραν του Σαββάτου. Διεμαρτυρήθην εντόνως εναντίον των, διότι κατά την ημέραν του Σαββάτου έφεραν αυτά τα είδη προς πώλησιν.

Νεεμ. 13,16       καὶ ἐκάθισαν ἐν αὐτῇ φέροντες ἰχθὺν καὶ πᾶσαν πρᾶσιν πωλοῦντες ἐν τῷ σαββάτῳ τοῖς υἱοῖς Ἰούδα καὶ ἐν Ἱερουσαλήμ.

Νεεμ. 13,16               Κατά την ημέραν επίσης αυτήν έμποροι από άλλας περιοχάς έφερον και επωλούσαν προς τους Ιουδαίους εις την Ιερουσαλήμ και εις άλλα μέρη της Ιουδαίας ψάρια και άλλα εμπορεύματα.

Νεεμ. 13,17       καὶ ἐμαχεσάμην τοῖς υἱοῖς Ἰούδα τοῖς ἐλευθέροις καὶ εἶπα αὐτοῖς· τίς ὁ λόγος οὗτος ὁ πονηρός, ὃν ὑμεῖς ποιεῖτε, καὶ βεβηλοῦτε τὴν ἡμέραν τοῦ σαββάτου;

Νεεμ. 13,17               Επέπληξα με δριμύτητα τους προκρίτους των Ιουδαίων και τους είπα· “Τι είναι αυτό το μεγάλο κακό που σεις κάνετε, και βεβηλώνετε την ημέραν του Σαββάτου;

Νεεμ. 13,18       οὐχὶ οὕτως ἐποίησαν οἱ πατέρες ὑμῶν, καὶ ἤνεγκεν ἐπ᾿ αὐτοὺς ὁ Θεὸς ἡμῶν καὶ ἐφ᾿ ἡμᾶς πάντα τὰ κακὰ ταῦτα καὶ ἐπὶ τὴν πόλιν ταύτην; καὶ ὑμεῖς προστίθετε ὀργὴν ἐπὶ Ἰσραὴλ βεβηλῶσαι τὸ σάββατον;

Νεεμ. 13,18               Το ίδιο δεν έκαμαν και οι πρόγονοί σας και επέφερεν ο Θεός μας εναντίον εκείνων και ημών και της πόλεως αυτής τας μεγάλας τιμωρίας; Και σεις, λοιπόν, επαυξάνετε βεβήλωσιν αυτήν του Σαββάτου;”

Νεεμ. 13,19       καὶ ἐγένετο ἡνίκα κατέστησαν πύλαι ἐν Ἱερουσαλὴμ πρὸ τοῦ σαββάτου, καὶ εἶπα καὶ ἔκλεισαν τὰς πύλας, καὶ εἶπα ὥστε μὴ ἀνοιγῆναι αὐτὰς ἕως ὀπίσω τοῦ σαββάτου· καὶ ἐκ τῶν παιδαρίων μου ἔστησα ἐπὶ τὰς πύλας, ὥστε μὴ αἴρειν βαστάγματα ἐν ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου.

Νεεμ. 13,19               Εις εξάλειψιν του κακού αυτού, όταν προ εκάστου Σαββάτου εκλείοντο αι πύλαι της Ιερουσαλήμ, διέταξα να μη ανοίγωνται, ει μη μετά την πάροδον Σαββάτου. Ετοποθέτησα δε μερικούς από τους ανθρώπους μου εις τας πύλας, δια να απαγορεύουν την μεταφοράν φορτίων εις την πόλιν κατά την ημέραν του Σαββάτου.

Νεεμ. 13,20       καὶ ηὐλίσθησαν πάντες καὶ ἐποίησαν πρᾶσιν ἔξω Ἱερουσαλὴμ ἅπαξ καὶ δίς.

Νεεμ. 13,20              Τοτε όλοι οι έμποροι διενυκτέρευσαν μίαν και δύο φοράς έξω από την Ιερουσαλήμ.

Νεεμ. 13,21       καὶ ἐπεμαρτυράμην ἐν αὐτοῖς καὶ εἶπα πρὸς αὐτούς· διατί ὑμεῖς αὐλίζεσθε ἀπέναντι τοῦ τείχους; ἐὰν δευτερώσητε, ἐκτενῶ χεῖρά μου ἐν ὑμῖν. ἀπὸ τοῦ καιροῦ ἐκείνου οὐκ ἤλθοσαν ἐν σαββάτῳ.

Νεεμ. 13,21               Διεμαρτυρήθην εναντίον των και τους είπα με αυστηρότητα· “Διατί διανυκτερεύετε έξω από το τείχος; Εάν δευτέραν φοράν επαναλάβετε αυτήν την πράξιν, θα απλώσω τα χέρια μου εναντίον σας, δια να σας τιμωρήσω εγώ ο ίδιος”. Από τον καιρόν δε εκείνον και εντεύθεν δεν ήλθαν φορτία εμπορευμάτων κατά την ημέραν του Σαββάτου.

Νεεμ. 13,22       καὶ εἶπα τοῖς Λευίταις, οἳ ἦσαν καθαριζόμενοι, καὶ ἐρχόμενοι φυλάσσοντες τὰς πύλας, ἁγιάζειν τὴν ἡμέραν τοῦ σαββάτου. πρὸς ταῦτα μνήσθητί μου, ὁ Θεός, καὶ φεῖσαί μου κατὰ τὸ πλῆθος τοῦ ἐλέους σου.

Νεεμ. 13,22              Εδωσα εντολήν επίσης στους Λευίτας, οι οποίοι σύμφωνα με τον Νομον ήσαν καθαροί, να έρχωνται και να φρουρούν τας πύλας της πόλεως, δια να τηρήται έτσι η αργία κατά την ημέραν του Σαββάτου. Δι' όλα αυτά μνήσθητί μου, Κυριε ο Θεός, σπλαγχνίσου με, σύμφωνα με το πλήθος του ελέους σου.

Νεεμ. 13,23       Καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις εἶδον τοὺς Ἰουδαίους, οἳ ἐκάθισαν γυναῖκας Ἀζωτίας, Ἀμμανίτιδας, Μωαβίτιδας

Νεεμ. 13,23              Κατά την εποχήν ακόμη εκείνην είδα ότι οι Ιουδαίοι είχον λάβει ως συζύγους, Αζωτίας, Αμμωνίτιδας και Μωαβίτιδας.

Νεεμ. 13,24       καὶ οἱ υἱοὶ αὐτῶν ἥμισυ λαλοῦντες Ἀζωτιστὶ καὶ οὐκ εἰσὶν ἐπιγινώσκοντες λαλεῖν Ἰουδαϊστί,

Νεεμ. 13,24              Τα μισά δε από τα παιδιά των ωμιλούσαν Αζωτιστί και δεν ήσαν καθόλου εις θέσιν να ομιλούν την γλώσσαν των Ιουδαίων.

Νεεμ. 13,25       καὶ ἐμαχεσάμην μετ᾿ αὐτῶν καὶ κατηρασάμην αὐτοὺς καὶ ἐπάταξα ἐν αὐτοῖς ἄνδρας καὶ ἐμαδάρωσα αὐτοὺς καὶ ὥρκισα αὐτοὺς ἐν τῷ Θεῷ· ἐὰν δῶτε τὰς θυγατέρας ὑμῶν τοῖς υἱοῖς αὐτῶν, καὶ ἐὰν λάβητε ἀπὸ τῶν θυγατέρων αὐτῶν τοῖς υἱοῖς ὑμῶν.

Νεεμ. 13,25              Τους ήλεγξα με πολλήν δριμύτητα και τους κατηράσθην, μάλιστα δε εκτύπησα και μερικούς από αυτούς, απέσπασα και τας τρίχας της κεφαλής από άλλους, τους εξώρκισα εν ονόματι του Θεού και τους είπα· “Δεν επιτρέπεται να δίδετε τας θυγατέρας σας στους υιούς των ειδωλολατρών και δεν επιτρέπεται να λαμβάνετε ως συζύγους δια τους υιούς σας από τας θυγατέρας αυτών.

Νεεμ. 13,26       οὐχ οὕτως ἥμαρτε Σαλωμὼν βασιλεὺς Ἰσραήλ; καὶ ἐν ἔθνεσι πολλοῖς οὐκ ἦν βασιλεὺς ὅμοιος αὐτῷ· καὶ ἀγαπώμενος τῷ Θεῷ ἦν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν ὁ Θεὸς εἰς βασιλέα ἐπὶ πάντα Ἰσραήλ· καὶ τοῦτον ἐξέκλιναν αἱ γυναῖκες αἱ ἀλλότριαι.

Νεεμ. 13,26              Ετσι δεν είχεν αμαρτήσει και ο Σολομών, ο βασιλεύς των Ισραηλιτών; Και όμως όμοιος βασιλεύς προς τον Σολομώντα δεν υπήρχε μεταξύ πολλών εθνών. Αυτός ηγαπάτο από τον Θεόν. Και ο Θεός τον είχεν εγκαταστήσει βασιλέα επί όλου του ισραηλιτικού λαού. Αι ξέναι όμως γυναίκες παρεξέκλιναν και παρέσυραν αυτόν προς την αμαρτίαν.

Νεεμ. 13,27       καὶ ὑμῶν μὴ ἀκουσώμεθα ποιῆσαι τὴν πᾶσαν πονηρίαν ταύτην ἀσυνθετῆσαι ἐν τῷ Θεῷ ἡμῶν καθίσαι γυναῖκας ἀλλοτρίας;

Νεεμ. 13,27              Μηπως, λοιπόν, θα ακούσωμεν τώρα ότι και σεις διεπράξατε αυτήν την μεγάλην και φοβεράν αμαρτίαν, ότι κατεπατήσατε τον νόμον του Θεού μας και επήρατε ως συζύγους σας γυναίκας αλλοεθνείς;”

Νεεμ. 13,28       καὶ ἀπὸ υἱῶν Ἰωαδὰ τοῦ Ἐλισοὺβ τοῦ ἱερέως τοῦ μεγάλου νυμφίου τοῦ Σαναβαλλὰτ τοῦ Οὐρανίτου καὶ ἐξέβρασα αὐτὸν ἀπ᾿ ἐμοῦ.

Νεεμ. 13,28              Ενας από τους υιούς του Ιωαδά, υιού του Ελισούβ του αρχιερέως, ήτο γαμβρός του Σαναβαλλάτ του Ουρανίτου. Αυτόν λοιπόν εγώ τον εξεδίωξα μακράν.

Νεεμ. 13,29       μνήσθητι αὐτοῖς, ὁ Θεός, ἐπὶ ἀγχιστείᾳ τῆς ἱερατείας καὶ διαθήκῃ τῆς ἱερατείας καὶ τοὺς Λευίτας.

Νεεμ. 13,29              Ενθυμήσου, Κυριε, αυτούς και τιμώρησέ τους, διότι εβεβήλωσαν την ιερωσύνην και τας ιεράς υποχρεώσεις των, που είχαν ως ιερείς και ως Λευίται.

Νεεμ. 13,30       καὶ ἐκαθάρισα αὐτοὺς ἀπὸ πάσης ἀλλοτριώσεως καὶ ἔστησα ἐφημερίας τοῖς ἱερεῦσι καὶ τοῖς Λευίταις, ἀνὴρ ὡς τὸ ἔργον αὐτοῦ,

Νεεμ. 13,30              Εκαθάρισα αυτούς από κάθε ξένον και ώρισα τας τάξεις της εφημερίας των ιερέων και των Λευιτών, ώστε ο καθένας να είναι στο έργον του.

Νεεμ. 13,31       καὶ τὸ δῶρον τῶν ξυλοφόρων ἐν καιροῖς ἀπὸ χρόνων καὶ ἐν τοῖς βακχουρίοις. μνήσθητί μου ὁ Θεὸς ἡμῶν εἰς ἀγαθωσύνην.

Νεεμ. 13,31               Εκανόνισα την προσφοράν των ξύλων δια το θυσιαστήριον, να τα φέρουν εις καθωρισμένας προθεσμίας, όπως επίσης και τα περί των πρωτοτόκων. Μνήσθητί μου, Κυριε, προς το αγαθόν μου, δι' όλα αυτά.