ΕΣΔΡΑΣ Α΄
(Μασ. Έσδρας)
Α ΕΣΔΡΑΣ 1
Α Εσδ. 1,1 Καὶ ἤγαγεν Ἰωσίας
τὸ πάσχα ἐν Ἱερουσαλὴμ τῷ Κυρίῳ αὐτοῦ
καὶ ἔθυσε τὸ πάσχα τῇ τεσσαρεσκαιδεκάτῃ ἡμέρᾳ
τοῦ μηνὸς τοῦ πρώτου
Α Εσδ. 1,1 Μετά τον καθαρισμόν του ναού από τον μολυσμόν της
ειδωλολατρείας και την επισκευήν του και μετά την εύρεσιν του βιβλίου του
νόμου, ο Ιωσίας εώρτασε το Πασχα του Κυρίου του εις την Ιερουσαλήμ και εθυσίασε
τον πασχάλιον αμνόν την δεκάτην τετάρτην ημέραν του πρώτου ιουδαϊκού μηνός.
Α Εσδ. 1,2 στήσας τοὺς ἱερεῖς
κατ᾿ ἐφημερίας ἐστολισμένους ἐν τῷ ἱερῷ
τοῦ Κυρίου.
Α Εσδ. 1,2 Εγκατέστησε τους ιερείς σύμφωνα με τας τάξεις αυτών,
στολισμένους με τα ιερατικά των άμφια στον ναόν του Κυρίου.
Α Εσδ. 1,3 καὶ εἶπε τοῖς
Λευίταις, ἱεροδούλοις τοῦ Ἰσραήλ, ἁγιάσαι ἑαυτοὺς
τῷ Κυρίῳ ἐν τῇ θέσει τῆς ἁγίας κιβωτοῦ
τοῦ Κυρίου ἐν τῷ οἴκῳ, ᾧ ᾠκοδόμησε
Σαλωμὼν ὁ τοῦ Δαυὶδ ὁ βασιλεύς·
Α Εσδ. 1,3 Διέταξε τους Λευίτας, οι οποίοι είχαν ταχθή εις την
υπηρεσίαν του ναού υπέρ του Ισραηλιτικού λαού, να εξαγνισθούν σύμφωνα με τον
νόμον του Κυρίου και να προσφέρουν τας θυσίας εκεί, όπου υπάρχει η Κιβωτός του
Κυρίου, δηλαδή στον ναόν, τον οποίον είχεν ανοικοδομήσει ο Σολομών ο βασιλεύς,
ο υιός του Δαυίδ.
Α Εσδ. 1,4 οὐκ ἔσται ὑμῖν
ἆραι ἐπ᾿ ὤμων αὐτήν· καὶ νῦν
λατρεύετε τῷ Κυρίῳ Θεῷ ὑμῶν καὶ θεραπεύετε
τὸ ἔθνος αὐτοῦ Ἰσραὴλ καὶ ἑτοιμάσατε
κατὰ τὰς πατριὰς καὶ τὰς φυλὰς ὑμῶν
κατὰ τὴν γραφὴν Δαυὶδ βασιλέως Ἰσραὴλ καὶ
κατὰ τὴν μεγαλειότητα Σαλωμὼν τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ.
Α Εσδ. 1,4 Είπε δε προς αυτούς· “δεν θα έχετε πλέον την
υποχρέωσιν να φέρετε επί των ώμων σας αυτήν την Κιβωτόν. Και τώρα προσφέρατε τα
της λατρείας εις Κυριον τον Θεόν σας, εξυπηρετήσατε τον ισραηλιτικόν λαόν του
και ετοιμάσατε την θυσίαν των πασχαλινών αμνών κατά τας φυλάς και τας
οικογενείας σας σύμφωνα με την εντολήν του Δαυίδ, βασιλέως του Ισραήλ, και σύμφωνα
με την καθορισθείσαν μεγαλοπρέπειαν υπό του υιού αυτού, του Σολομώντος.
Α Εσδ. 1,5 καὶ στάντες ἐν
τῷ ἁγίῳ κατὰ τὴν μεριδαρχίαν τὴν πατρικὴν
ὑμῶν τῶν Λευιτῶν, τῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀδελφῶν
ὑμῶν υἱῶν Ἰσραήλ,
Α Εσδ. 1,5 Σταθήτε, λοιπόν, στον ναόν του Κυρίου εις την θέσιν
σας σύμφωνα με την διαίρεσιν των πατριαρχικών σας οικογενειών, σεις οι Λευίται,
οι οποίοι έχετε εκλεγή από τον Θεόν να ίστασθε κατά την διάρκειαν της λατρείας
εμπρός από τους άλλους αδελφούς σας τους Ισραηλίτας.
Α Εσδ. 1,6 ἐν τάξει θύσατε τὸ
πάσχα καὶ τὰς θυσίας ἑτοιμάσατε τοῖς ἀδελφοῖς
ὑμῶν καὶ ποιήσατε τὸ πάσχα κατὰ τὸ
πρόσταγμα τοῦ Κυρίου τὸ δοθὲν τῷ Μωυσῇ.
Α Εσδ. 1,6 Προσφέρατε κατά την καθωρισμένην τάξιν τον
πασχαλινόν αμνόν και ετοιμάσατε τα μερίδια των θυσιών δια τους αδελφούς σας και
γενικώς εορτάσατε την εορτήν του Πασχα σύμφωνα με την εντολήν του Κυρίου, η
οποία εδόθη στον Μωϋσέα”.
Α Εσδ. 1,7 καὶ ἐδωρήσατο
Ἰωσίας τῷ λαῷ τῷ εὑρεθέντι ἀρνῶν καὶ
ἐρίφων τριάκοντα χιλιάδας, μόσχους τρισχιλίους· ταῦτα ἐκ
τῶν βασιλικῶν ἐδόθη κατ᾿ ἐπαγγελίαν τῷ λαῷ
καὶ τοῖς ἱερεῦσι καὶ Λευίταις.
Α Εσδ. 1,7 Κατόπιν ο Ιωσίας προσέφερε δια τον παρευρεθέντα
κατά την εορτήν του Πασχα εκεί λαόν τριάκοντα χιλιάδας αμνούς και ερίφια και
τρεις χιλιάδας μόσχους. Αυτά εδόθησαν κατά διαταγήν του βασιλέως από την βασιλικήν
περιουσίαν στον λαόν, τους ιερείς και τους Λευίτας.
Α Εσδ. 1,8 καὶ ἔδωκε
Χελκίας καὶ Ζαχαρίας καὶ Ἡσκῆλος οἱ ἐπιστάται
τοῦ ἱεροῦ τοῖς ἱερεῦσιν εἰς πάσχα
πρόβατα δισχίλια ἑξακόσια, μόσχους τριακοσίους.
Α Εσδ. 1,8 Επίσης οι προϊστάμενοι του ναού ο Χελκίας, ο
Ζαχαρίας και ο Ησκήλος έδωκαν στους ιερείς δια το Πασχα δύο χιλιάδας εξακόσια
πρόβατα και τριακοσίους μόσχους.
Α Εσδ. 1,9 καὶ Ἰεχονίας
καὶ Σαμαίας καὶ Ναθαναὴλ ὁ ἀδελφὸς καὶ
Ἀσαβίας καὶ Ὀχιῆλος καὶ Ἰωρὰμ
χιλίαρχοι ἔδωκαν τοῖς Λευίταις εἰς πάσχα πρόβατα
πεντακιχίλια, μόσχους ἑπτακοσίους.
Α Εσδ. 1,9 Ο Ιεχονίας, ο Σαμαίας, ο Ναθαναήλ ο αδελφός, ο
Ασαβίας, ο Οχιήλος και ο Ιωράμ, οι χιλίαρχοι αρχηγοί έδωκαν στους Λευίτας δια
το Πασχα πέντε χιλιάδες πρόβατα και επτακοσίους μόσχους.
Α Εσδ. 1,10 καὶ ταῦτα τὰ
γενόμενα· εὐπρεπῶς ἔστησαν οἱ ἱερεῖς
καὶ οἱ Λευῖται ἔχοντες τὰ ἄζυμα κατὰ
τὰς φυλὰς καὶ κατὰ τὰς μεριδαρχίας τῶν
πατέρων ἔμπροσθεν τοῦ λαοῦ προσενεγκεῖν τῷ Κυρίῳ
κατὰ τὰ γεγραμμένα ἐν βιβλίῳ Μωυσῆ, καὶ οὕτω
τὸ πρωϊνόν.
Α Εσδ. 1,10 Ως εξής δε εωρτάσθη το Πασχα· Οι ιερείς και οι
Λευίται, οι έχοντες τα άζυμα, εστάθησαν ευπρεπώς με την στολήν των κατά τας
φυλάς και τας ομάδας των προγόνων των έμπροσθεν του λαού, δια να προσφέρουν την
θυσίαν σύμφωνα με όσα είναι γραμμένα στο βιβλίον του Μωϋσέως. Ετσι έκαμαν και
κατά την πρωϊνήν θυσίαν.
Α Εσδ. 1,11 καὶ ὤπτησαν τὸ
πάσχα πυρὶ ὡς καθήκει, καὶ τὰς θυσίας ἥψησαν ἐν
τοῖς χαλκείοις καὶ λέβησι μετ᾿ εὐωδίας καὶ ἀπήνεγκαν
πᾶσι τοῖς ἐκ τοῦ λαοῦ.
Α Εσδ. 1,11 Εψησαν τον πασχαλινόν αμνόν στο πυρ, όπως ο νόμος
καθώριζε, τα δε κομμάτια των προσφερομένων θυσιών υπό τας ευωδίας των
θυμιαμάτων τα έβρασαν μέσα εις λέβητας και χαλκίνας χύτρας και έπειτα τα
προσέφεραν εις όλον τον λαόν.
Α Εσδ. 1,12 μετὰ δὲ ταῦτα
ἡτοίμασαν ἑαυτοῖς τε καὶ τοῖς ἱερεῦσιν
ἀδελφοῖς αὐτῶν υἱοῖς Ἀαρών·
Α Εσδ. 1,12 Κατόπιν από τας προσφερθείσας θυσίας ητοίμασαν το
πασχαλινόν γεύμα δια τους εαυτούς των και δια τους ιερείς, τους αδελφούς των,
οι οποίοι κατήγοντο από την οικογένειαν του Ααρών.
Α Εσδ. 1,13 οἱ γὰρ ἱερεῖς
ἀνέφερον τὰ στέατα ἕως ἀωρίας, καὶ οἱ Λευῖται
ἡτοίμασαν ἑαυτοῖς καὶ τοῖς ἱερεῦσιν ἀδελφοῖς
αὐτῶν υἱοῖς Ἀαρών.
Α Εσδ. 1,13 Ητοίμασαν δε οι Λευίται το πασχαλινόν γεύμα των δια
τον εαυτόν των και δια τους ιερείς αδελφούς των, απογόνους της οικογενείας
Ααρών, επειδή οι ιερείς ήσαν απησχολημένοι και προσέφερον εις θυσίαν τα λιπαρά
μέρη των θυσιών μέχρι νυκτός.
Α Εσδ. 1,14 καὶ οἱ ἱεροψάλται
υἱοὶ Ἀσὰφ ἦσαν ἐπὶ τῆς τάξεως αὐτῶν,
κατὰ τὰ ὑπὸ Δαυὶδ τεταγμένα καὶ Ἀσὰφ
καὶ Ζαχαρίας καὶ Ἐδδινοῦς ὁ παρά τοῦ
βασιλέως,
Α Εσδ. 1,14 Και οι ιεροψάλται, οι απόγονοι του Ασάφ, ήσαν εις τας
καθωρισμένας θέσεις των, όπως ο Δαυίδ είχε διατάξει, και ο Ασάφ και ο Ζαχαρίας
και ο απεσταλμένος του βασιλέως Εδδινούς.
Α Εσδ. 1,15 καὶ οἱ θυρωροὶ
ἐφ᾿ ἑκάστου πυλῶνος· οὐκ ἔστι παραβῆναι
ἕκαστον τὴν ἑαυτοῦ ἐφημερίαν, οἱ γὰρ ἀδελφοὶ
αὐτῶν οἱ Λευῖται ἡτοίμασαν αὐτοῖς.
Α Εσδ. 1,15 Οι θυρωροί επίσης εστέκοντο εις κάθε πύλην. Κανείς
από αυτούς δεν έλειψεν από την θέσιν του, διότι οι αδελφοί των, οι Λευίται,
είχον ετοιμάσει και δι' αυτούς το πασχαλινόν γεύμα.
Α Εσδ. 1,16 καὶ συνετελέσθη τὰ
τῆς θυσίας τοῦ Κυρίου ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ,
ἀχθῆναι τὸ πάσχα καὶ προσαχθῆναι τὰς θυσίας
ἐπὶ τὸ τοῦ Κυρίου θυσιαστήριον κατὰ τὴν ἐπιταγὴν
τοῦ βασιλέως Ἰωσίου.
Α Εσδ. 1,16 Ετσι δε κατά την ημέραν εκείνην ετελείωσαν κανονικώς
και πλήρως αι υπηρεσίαι δια την θυσίαν προς τον Κυριον. Εωρτάσθη το Πασχα και
αι θυσίαι στον ναόν του Κυρίου προσεφέρθησαν κανονικώς σύμφωνα με την διαταγήν
του βασιλέως Ιωσίου.
Α Εσδ. 1,17 καὶ ἠγάγοσαν
οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ οἱ εὑρεθέντες ἐν
τῷ καιρῷ τούτῳ τὸ πάσχα καὶ τὴν ἑορτὴν
τῶν ἀζύμων ἡμέρας ἑπτά.
Α Εσδ. 1,17 Οι Ισραηλίται, οι οποίοι σαν τότε παρόντες εις την
Ιερουσαλήμ, εώρτασαν το Πασχα και την εορτήν των αζύμων επί επτά ημέρας.
Α Εσδ. 1,18 καὶ οὐκ ἤχθη
τὸ πάσχα τοιοῦτον ἐν τῷ Ἰσραὴλ ἀπὸ
τῶν χρόνων Σαμουὴλ τοῦ προφήτου,
Α Εσδ. 1,18 Τέτοιο Πασχα, από της εποχής του προφήτου Σαμουήλ και
εντεύθεν, δεν είχεν εορτασθή στον ισραηλιτικόν λαόν.
Α Εσδ. 1,19 καὶ πάντες οἱ
βασιλεῖς τοῦ Ἰσραὴλ οὐκ ἠγάγοσαν πάσχα τοιοῦτον,
οἷον ἤγαγεν Ἰωσίας καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ
οἱ Λευῖται καὶ οἱ Ἰουδαῖοι καὶ πᾶς
Ἰσραὴλ ὁ εὑρεθεὶς ἐν τῇ κατοικήσει αὐτῶν
ἐν Ἱερουσαλήμ·
Α Εσδ. 1,19 Ολοι οι βασιλείς του ισραηλιτικού λαού δεν εώρτασαν
παρόμοιον Πασχα, ωσάν αυτό που εώρτασεν ο Ιωσίας, οι ιερείς, οι Λευίτα οι
Ιουδαίοι και όλοι οι Ισραηλίται, οποίοι ήσαν παρόντες στον τόπον τι κατοικίας
των, την Ιερουσαλήμ.
Α Εσδ. 1,20 ὀκτωκαιδεκάτῳ
ἔτει βασιλεύοντος Ἰωσίου ἤχθη τὸ πάσχα τοῦτο.
Α Εσδ. 1,20 Αυτό δε το Πασχα εωρτάσθη κατά το δέκατον όγδοον έτος
της βασιλείας του Ιωσίου.
Α Εσδ. 1,21 καὶ ὠρθώθη τὰ
ἔργα Ἰωσίου ἐνώπιον τοῦ Κυρίου αὐτοῦ ἐν
καρδίᾳ πλήρει εὐσεβείας.
Α Εσδ. 1,21 Ετσι δε ευωδώθη ο Ιωσίας εις τα έργα του ενώπιον του
Κυρίου δια την μεγάλην αυτού ευσέβειαν, που εγέμιζε καρδίαν του.
Α Εσδ. 1,22 καὶ τὰ κατ᾿
αὐτὸν δέ ἀναγέγραπται ἐν τοῖς ἔμπροσθεν
χρόνοις, περὶ τῶν ἡμαρτηκότων καὶ ἠσεβηκότων εἰς
τὸν Κύριον παρὰ πᾶν ἔθνος καὶ βασιλείαν, καὶ
ἃ ἐλύπησαν αὐτὸν ἐν αἰσθήσει, καὶ οἱ
λόγοι τοῦ Κυρίου ἀνέστησαν ἐπὶ Ἰσραήλ.
Α Εσδ. 1,22 Τα κατ' αυτόν είναι γραμμένα εις προγενεστέρους
χρόνους, το πως δηλαδή ημάρτησαν οι Ισραηλίται ενώπιον του Κυρίου και
παρεσύρθησαν ει την ασέβειαν περισσότερον από άλλον λαόν και βασίλειον, και πως
ελύπησαν τον Κυριον παραβαίνοντες με πλήρη συνείδισιν τον θείον νόμον. Αλλά και
πως λόγοι του Κυρίου, οι σχετικοί με τον Ισραηλιτικόν λαόν, επραγματοποιήθησαν.
Α Εσδ. 1,23 Καὶ μετὰ πᾶσαν
τὴν πρᾶξιν ταύτην Ἰωσίου συνέβη Φαραὼ βασιλέα Αἰγύπτου
ἐλθόντα πόλεμον ἐγεῖραι ἐν Χαρκαμὺς ἐπὶ
τοῦ Εὐφράτου, καὶ ἐξῆλθεν εἰς ἀπάντησιν
αὐτῷ Ἰωσίας.
Α Εσδ. 1,23 Επειτα από όλα αυτά τα γεγονότα ο Φαραώ, ο βασιλεύς
της Αιγύπτου εξεστράτευσε, δια να πολεμήση την πόλιν Χαρκαμύς επί του Ευφράτου
ποταμού. Ο Ιωσίας εξήλθε, δια να πολεμήση έναντι του.
Α Εσδ. 1,24 καὶ διεπέμψατο πρὸς
αὐτὸν βασιλεὺς Αἰγύπτου λέγων· τί ἐμοὶ
καὶ σοί ἐστι, βασιλεῦ τῆς Ἰουδαίας;
Α Εσδ. 1,24 Ο βασιλεύς όμως της Αιγύπτου έστειλε πρέσβεις προς τον
Ιωσίαν και του είπε· “Τι διαφορά υπάρχει μεταξύ εμού και σου, βασιλεύ της
Ιουδαίας;
Α Εσδ. 1,25 οὐχὶ πρός σε ἐξαπέσταλμαι
ὑπὸ Κυρίου τοῦ Θεοῦ· ἐπὶ γὰρ τοῦ
Εὐφράτου ὁ πόλεμός μου ἐστί. καὶ νῦν Κύριος μετ᾿
ἐμοῦ ἐστι, καὶ Κύριος μετ᾿ ἐμοῦ ἐπισπεύδων
ἐστίν· ἀπόστηθι καὶ μὴ ἐναντιοῦ τῷ
Κυρίῳ.
Α Εσδ. 1,25 Εγώ δεν έχω αποσταλή από τον Κυριον και Θεόν εναντίον
σου, αλλά ο πόλεμός μου γίνεται εναντίον των χωρών του Εφράτου. Ο Κυριος,
λοιπόν, είναι μαζή μου. Ο Κυριος με ωθεί να σπεύσω στον πόλεμον αυτόν.
Απομακρύνσου λοιπόν και μη εναντιώνεσαι στον Κυριον”.
Α Εσδ. 1,26 καὶ οὐκ ἀπέστρεψεν
ἑαυτὸν Ἰωσίας ἐπὶ τὸ ἅρμα αὐτοῦ,
ἀλλὰ πολεμεῖν αὐτὸν ἐπεχείρει, οὐ
προσέχων ῥήμασιν Ἱερεμίου προφήτου ἐκ στόματος Κυρίου·
Α Εσδ. 1,26 Ιωσίας όμως δεν επέστρεψε με το άρμα του εις την
Ιερουσαλήμ, αλλά ήρχισε να πολεμή εναντίον του Φαραώ της Αιγύπτου και δεν έδωσε
σημασίαν εις τα λόγια του προφήτου Ιερεμίου, τα οποία εξήλθον από το στόμα του
Κυρίου.
Α Εσδ. 1,27 ἀλλὰ
συνεστήσατο πρὸς αὐτὸν πόλεμον ἐν τῷ πεδίῳ
Μαγεδδώ, καὶ κατέβησαν οἱ ἄρχοντες πρὸς τὸν
βασιλέα Ἰωσίαν.
Α Εσδ. 1,27 Ο Ιωσίας αντιθέτως έκαμε πόλεμον εναντίον του Φαραώ
εις την πεδιάδα Μαγεδδώ. Οι αρχηγοί του στρατεύματος του Φαραώ επετέθησαν
εναντίον του βασιλέως Ιωσία τον οποίον και επλήγωσαν βαρέως.
Α Εσδ. 1,28 καὶ εἶπεν ὁ
βασιλεὺς τοῖς παισὶν ἑαυτοῦ· ἀποστήσατέ
με ἀπὸ τῆς μάχης, ἠσθένησα γὰρ λίαν. καὶ εὐθέως
ἀπέστησαν αὐτὸν οἱ παῖδες αὐτοῦ ἀπὸ
τῆς παρατάξεως,
Α Εσδ. 1,28 Ο βασιλεύς Ιωσίας διέταξε τους δούλους του και τους
είπε· “«απομακρύνατέ με από το πεδίον της μάχης, διότι επληγώθηκα πολύ βαρειά”.
Αμέσως δε οι δούλοι του τον απεμάκρυναν από το πεδίον της μάχης.
Α Εσδ. 1,29 καὶ ἀνέβη ἐπὶ
τὸ ἅρμα τὸ δευτέριον αὐτοῦ· καὶ ἀποκατασταθεὶς
εἰς Ἱερουσαλήμ, μετήλλαξε τὸν βίον αὐτοῦ καὶ
ἐτάφη ἐν τῷ πατρικῷ τάφῳ.
Α Εσδ. 1,29 Ανέβη στο δεύτερον αυτού άρμα και ήλθεν εις την
Ιερουσαλήμ, όπου και απέθανε. Ενεταφιάσθη στους τάφους των πατέρων του.
Α Εσδ. 1,30 καὶ ἐν ὅλῃ
τῇ Ἰουδαίᾳ ἐπένθησαν τὸν Ἰωσίαν, καὶ ἐθρήνησεν
Ἱερεμίας ὁ προφήτης ὑπὲρ Ἰωσίου, καὶ οἱ
προκαθήμενοι σὺν γυναιξὶν ἐθρηνοῦσαν αὐτὸν ἕως
τῆς ἡμέρας ταύτης· καὶ ἐξεδόθη τοῦτο
γίνεσθαι ἀεὶ εἰς ἅπαν τὸ γένος Ἰσραήλ.
Α Εσδ. 1,30 Εις ολόκληρον την Ιουδαίαν επένθησαν τον Ιωσίαν. Ο
προφήτης Ιερεμίας συνέθεσε θρηνώδη ωδήν δια τον Ιωσίαν. Οι δε θρηνωδοί μαζή με
τας θρηνωδούσας γυναίκας έψαλλον τους θρήνους αυτούς έως αυτήν την ημέραν.
Εξεδόθη δε και σχετικόν διάταγμα να γίνεται πάντοτε εις όλον το ισραηλιτικόν
γένος αυτή η θρηνωδία.
Α Εσδ. 1,31 ταῦτα δὲ ἀναγέγραπται
ἐν τῇ βίβλῳ τῶν ἱστορουμένων περὶ τῶν
βασιλέων τῆς Ἰουδαίας· καὶ τὸ καθ᾿ ἓν
πραχθὲν τῆς πράξεως Ἰωσίου καὶ τῆς δόξης αὐτοῦ
καὶ τῆς συνέσεως αὐτοῦ ἐν τῷ νόμῳ
Κυρίου, τά τε προπραχθέντα ὑπ᾿ αὐτοῦ καὶ τὰ
νῦν, ἱστόρηται ἐν τῷ βιβλίῳ τῶν βασιλέων Ἰσραὴλ
καὶ Ἰούδα.
Α Εσδ. 1,31 Αυταί δε αι θρηνώδεις ωδαί είναι γραμμέναι στο
βιβλίον της ιστορίας των βασιλέων του Ιούδα. Καθε μία από τας ενεργείας του
Ιωσία και τας πράξεις αυτού, όπως και η δόξα του και η σύνεσίς του στον νόμον
του Κυρίου, όλα όσα έχουν γίνει κατά τα προηγούμενα έτη και όσα έγιναν
τελευταία, αναγράφονται στο βιβλίον των βασιλέων του Ισραήλ και του Ιούδα.
Α Εσδ. 1,32 Καὶ ἀναλαβόντες
οἱ ἐκ τοῦ ἔθνους τὸν Ἰεχονίαν υἱὸν
Ἰωσίου ἀνέδειξαν βασιλέα ἀντὶ Ἰωσίου τοῦ
πατρὸς αὐτοῦ ὄντα ἐτῶν εἴκοσι τριῶν.
Α Εσδ. 1,32 Επειτα από τα γεγονότα αυτά ο λαός της Ιουδαίας επήραν
και ανέδειξαν βασιλέα τον υιόν του Ιωσίου, τον Ιεχονίαν, ο οποίος ήτο ηλικίας
είκοσι τριών ετών, αντί του πατρός του, του Ιωσίου.
Α Εσδ. 1,33 καὶ ἐβασίλευσεν
ἐν Ἰσραὴλ καὶ Ἱερουσαλὴμ μῆνας τρεῖς.
καὶ ἀπέστησεν αὐτὸν βασιλεὺς Αἰγύπτου τοῦ
μὴ βασιλεύειν ἐν Ἱερουσαλὴμ
Α Εσδ. 1,33 Αυτός έμεινε βασιλεύς στον Ισραηλιτικόν λαόν με
πρωτεύουσαν την Ιερουσαλήμ επί τρεις μόνον μήνας. Διότι ο βασιλεύς της Αιγύπτου
τον απεμάκρυνεν από την βασιλείαν του, ώστε να μη είναι πλέον αυτός βασιλεύς.
Α Εσδ. 1,34 καὶ ἐζημίωσε
τὸ ἔθνος ἀργυρίου ταλάντοις ἑκατὸν καὶ
χρυσίου ταλάντῳ ἑνί.
Α Εσδ. 1,34 Επέβαλε δε στο ιουδαϊκόν έθνος και αποζημίωσιν ιδικήν
του, εκατόν αργυρά τάλαντα και ένα τάλαντον χρυσίου.
Α Εσδ. 1,35 καὶ ἀνέδειξε
βασιλεὺς Αἰγύπτου βασιλέα Ἰωακὶμ τὸν ἀδελφὸν
αὐτοῦ βασιλέα τῆς Ἰουδαίας καὶ Ἱερουσαλήμ.
Α Εσδ. 1,35 Ο βασιλεύς της Αιγύπτου ανέδειξε τότε βασιλέα της
Ιουδαίας και της Ιερουσαλήμ τον αδελφόν του Ιεχονίου, τον Ιωακίμ.
Α Εσδ. 1,36 καὶ ἔδησεν Ἰωακὶμ
τοὺς μεγιστᾶνας, Ζαράκην δὲ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ
συλλαβὼν ἀνήγαγεν ἐξ Αἰγύπτου.
Α Εσδ. 1,36 Ο Ιωακίμ έθεσεν εις δεσμά τους άρχοντας. Τον αδελφόν
του όμως τον Ζαράκην τον επήρε μαζή του και τον έφερεν από την Αίγυπτον.
Α Εσδ. 1,37 Ἐτῶν δὲ
ἦν εἰκοσιπέντε Ἰωακίμ, ὅτε ἐβασίλευσε τῆς Ἰουδαίας
καὶ Ἱερουσαλήμ, καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐνώπιον
Κυρίου.
Α Εσδ. 1,37 Ο Ιωακίμ ήτο είκοσι πέντε ετών, όταν ανεκηρύχθη
βασιλεύς της Ιουδαίας και της Ιερουσαλήμ, αλλά έπραξε το μέγα αμάρτημα της
ειδωλολατρείας ενώπιον του Κυρίου.
Α Εσδ. 1,38 μετ᾿ αὐτὸν
δὲ ἀνέβη Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεὺς Βαβυλῶνος καὶ
δήσας αὐτὸν ἐν χαλκείῳ δεσμῷ καὶ ἀπήγαγεν
εἰς Βαβυλῶνα.
Α Εσδ. 1,38 Εναντίον αυτού επήλθεν ο βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ και,
αφού τον έδεσε με δεσμά χάλκινα, τον μετέφερεν αιχμάλωτον εις την Βαβυλώνα.
Α Εσδ. 1,39 καὶ ἀπὸ
τῶν ἱερῶν σκευῶν τοῦ Κυρίου λαβὼν
Ναβουχοδονόσορ καὶ ἀπενέγκας ἀπηρείσατο ἐν τῷ ναῷ
αὐτοῦ ἐν Βαβυλῶνι.
Α Εσδ. 1,39 Ο Ναβουχοδονόσορ επήρε και άλλα ιερά σκεύη από τον
ναόν του Κυρίου, τα έφερε μαζή του εις την Βαβυλώνα και τα ετοποθέτησεν στον
ιδικόν του ναόν
Α Εσδ. 1,40 τὰ δὲ ἱστορηθέντα
περὶ αὐτοῦ καὶ τῆς ἀκαθαρσίας αὐτοῦ
καὶ δυσσεβείας ἀναγέγραπται ἐν τῇ βίβλῳ τῶν
χρόνων τῶν βασιλέων.
Α Εσδ. 1,40 Τα όσα αμαρτήματα διεπράχθησαν από τον βασιλέα Ιωακίμ,
αι βδελυραί και ασεβείς πράξστου, είναι γραμμένα στο βιβλίον των χρονικών των
βασιλέων του Ιούδα.
Α Εσδ. 1,41 Καὶ ἐβασίλευσεν
ἀντ᾿ αὐτοῦ Ἰωακὶμ ὁ υἱὸς
αὐτοῦ· ὅτε γὰρ ἀνεδείχθη, ἦν ἐτῶν
ὀκτώ.
Α Εσδ. 1,41 Αντί αυτού έγινε βασιλεύς ο υιός του, ο Ιωακίμ. Αυτός
έγινε βασιλεύς, όταν ήτο οκτώ ετών.
Α Εσδ. 1,42 βασιλεύει δὲ μῆνας
τρεῖς καὶ ἡμέρας δέκα ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ
ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἔναντι Κυρίου.
Α Εσδ. 1,42 Εβασίλευσεν επί τρεις μόνον μήνας και δέκα ημέρας εις
την Ιερουσαλήμ. Επραξε και αυτός το μέγα αμάρτημα της ειδωλολατρείας ενώπιον
του Κυρίου.
Α Εσδ. 1,43 Καὶ μετ᾿ ἐνιαυτὸν
ἀποστείλας Ναβουχοδονόσορ μετήγαγεν αὐτὸν εἰς Βαβυλῶνα
ἅμα τοῖς ἱεροῖς σκεύεσι τοῦ Κυρίου
Α Εσδ. 1,43 Μετά ένα έτος ο Ναβουχοδονόσορ έστειλεν ανθρώπους του
και μετέφεραν αυτόν εις την Βαβυλώνα μαζή με τα υπόλοιπα ιερά σκεύη του ναού.
Α Εσδ. 1,44 καὶ ἀνέδειξε
Σεδεκίαν βασιλέα τῆς Ἰουδαίας καὶ Ἱερουσαλὴμ ὄντα
ἐτῶν εἴκοσιν ἑνός, βασιλεύει δὲ ἔτη ἕνδεκα,
Α Εσδ. 1,44 Ανέδειξε δε βασιλέα της Ιερουσαλήμ, τον Σεδεκίαν, ο
οποίος ήτο τότε ηλικίας είκοσι ενός ετών. Αυτός εβασίλευσεν επί ένδεκα έτη.
Α Εσδ. 1,45 καὶ ἐποίησε τὸ
πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου καὶ οὐκ ἐνετράπη ἀπὸ
τῶν ῥηθέντων λόγων ὑπὸ Ἱερεμίου τοῦ
προφήτου ἐκ στόματος τοῦ Κυρίου.
Α Εσδ. 1,45 Και αυτός διέπραξε το μέγα κακόν της ειδωλολατρείας ενώπιον
του Κυρίου και δεν εκινήθη εις συναίσθησιν και μετάνοιαν από τα λόγια του
προφήτου Ιερεμίου, τα οποία λόγια είχον εξέλθει από το στόμα του Κυρίου.
Α Εσδ. 1,46 καὶ ὁρκισθεὶς
ἀπὸ τοῦ βασιλέως Ναβουχοδονόσορ τῷ ὀνόματι
Κυρίου, ἐπιορκήσας ἀπέστη· καὶ σκληρύνας αὐτοῦ
τὸν τράχηλον καὶ τὴν καρδίαν αὐτοῦ παρέβη τὰ
νόμιμα Κυρίου Θεοῦ Ἰσραήλ.
Α Εσδ. 1,46 Αν και είχεν ορκισθή στο όνομα του Κυρίου από τον
Ναβουχοδονόσορα να μένη εις αυτόν υποτεταγμένος, παρέβη τον όρκον του και
απεστάτησε. Το δε χειρότερον, εσκλήρυνε τον τράχηλον αυτού και την καρδίαν
αυτού και παρέβη τας εντολάς Κυρίου του Θεού του ισραηλιτικού λαού.
Α Εσδ. 1,47 καὶ οἱ ἡγούμενοι
δὲ τοῦ λαοῦ καὶ τῶν ἱερέων πολλὰ ἠσέβησαν
καὶ ὑπὲρ πάσας τὰς ἀκαθαρσίας πάντων τῶν ἐθνῶν
καὶ ἐμίαναν τὸ ἱερὸν τοῦ Κυρίου τὸ ἁγιαζόμενον
ἐν Ἱερουσαλήμ.
Α Εσδ. 1,47 Αλλά και οι άρχοντες του λαού και οι αρχηγοί των
ιερέων διέπραξαν πολλάς ασεβείας, περισσοτέρας από όλας τας βδελυρότητας όλων
των εθνών και έτσι εμόλυναν το ιερόν του Κυρίου, τον άγιον ναόν της Ιερουσαλήμ.
Α Εσδ. 1,48 καὶ ἀπέστειλεν
ὁ Θεὸς τῶν πατέρων αὐτῶν διὰ τοῦ ἀγγέλου
αὐτοῦ μετακαλέσαι αὐτούς, καθότι ἐφείδετο αὐτῶν
καὶ τοῦ σκηνώματος αὐτοῦ.
Α Εσδ. 1,48 Ο Θεός όμως των πατέρων των απέστειλε με τους
αγγελιοφόρους του να τους ανακαλέση εις την πίστιν, διότι ελυπείτο και αυτούς
και τον ιερόν ναόν του.
Α Εσδ. 1,49 αὐτοὶ δὲ
ἐμυκτήρισαν ἐν τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ καὶ
ᾗ ἡμέρᾳ ἐλάλησε Κύριος ἦσαν ἐκπαίζοντες τοὺς
προφήτας αὐτοῦ, ἕως οὗ θυμωθέντα αὐτὸν ἐπὶ
τῷ ἔθνει αὐτοῦ διὰ τὰ δυσσεβήματα προστάξαι
ἀναβιβάσαι ἐπ᾿ αὐτοὺς τοὺς βασιλεῖς τῶν
Χαλδαίων.
Α Εσδ. 1,49 Αλλά αυτοί ενέπαιξαν τους απεσταλμένους του και κάθε
φοράν, που ο Κυριος ωμιλούσε προς αυτούς δια των προφητών του, αυτοί ενέπαιζαν
τους προφήτας, μέχρις ότου ο Θεός ωργίσθη εναντίον του έθνους των δια τας ασεβείας
των και διέταξε να έλθουν εναντίον των οι βασιλείς των Χαλδαίων.
Α Εσδ. 1,50 οὗτοι ἀπέκτειναν
τοὺς νεανίσκους αὐτῶν ἐν ῥομφαίᾳ περικύκλῳ
τοῦ ἁγίου αὐτῶν ἱεροῦ καὶ οὐκ ἐφείσαντο
νεανίσκου καὶ παρθένου καὶ πρεσβύτου καὶ νεωτέρου, ἀλλὰ
πάντας παρέδωκαν εἰς τὰς χεῖρας αὐτῶν.
Α Εσδ. 1,50 Και ήλθον οι Χαλδαίοι αυτοί και εφόνευσαν τους νεαρούς
Ισραηλίτας με ρομφαίαν γύρω από τον ιερόν ναόν και δεν ελυπήθησαν ούτε νέον,
ούτε παρθένον, ούτε γεροντότερον, ούτε ώριμον άνδρα, αλλά όλους τους παρέδωσαν
εις την αγριότητα των χειρών των.
Α Εσδ. 1,51 καὶ πάντα τὰ ἱερὰ
σκεύη τοῦ Κυρίου τὰ μεγάλα καὶ τὰ μικρὰ καὶ
τὰς κιβωτοὺς τοῦ Κυρίου καὶ τὰς βασιλικὰς ἀποθήκας
ἀναλαβόντες ἀπήνεγκαν εἰς Βαβυλῶνα.
Α Εσδ. 1,51 Οι Χαλδαίοι επήραν όλα τα ιερά σκεύη του ναού του
Κυρίου, τα μεγάλα και τα μικρά, και τας Κιβωτούς του Κυρίου και τους θησαυρούς
από τας βασιλικάς αποθήκας. Αυτά δε όλα τα μετέφεραν εις την Βαβυλώνα.
Α Εσδ. 1,52 καὶ ἐνεπύρισαν
τὸν οἶκον τοῦ Κυρίου καί ἔλυσαν τὰ τείχη Ἱερουσαλὴμ
καὶ τοὺς πύργους αὐτῆς ἐνεπύρισαν ἐν πυρὶ
Α Εσδ. 1,52 Επυρπόλησαν τον ναόν του Κυρίου, εκρήμνισαν τα τείχη
της Ιερουσαλήμ, τους δε πύργους αυτής τους παρέδωσαν εις την φωτιάν.
Α Εσδ. 1,53 καὶ συνετέλεσαν
πάντα τὰ ἔνδοξα αὐτῆς ἀχρειῶσαι, καὶ
τοὺς ἐπιλοίπους ἀπήγαγε μετὰ ῥομφαίας εἰς
Βαβυλῶνα.
Α Εσδ. 1,53 Επέφεραν ολοκληρωτικήν καταστροφήν πάντων. Κατέστρεψαν
κάθε τι πολύτιμον και ωραίον, που υπήρχεν εις την πόλιν, όλους δε όσοι έμειναν
τους έφεραν με συνοδείαν ρομφαίας εις την Βαβυλώνα.
Α Εσδ. 1,54 καὶ ἦσαν παῖδες
αὐτῷ καὶ τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ μέχρι
τοῦ βασιλεῦσαι Πέρσας εἰς ἀναπλήρωσιν ῥήματος τοῦ
Κυρίου ἐν στόματι Ἱερεμίου·
Α Εσδ. 1,54 Οι Ιουδαίοι ήσαν πλέον δούλοι στον Ναβουχοδονόσορα και
στους διαδόχους αυτού, μέχρις ότου εβασίλευσαν οι Πέρσαι, δια να εκπληρωθή έτσι
ο λόγος του Κυρίου, τον οποίον είχεν είπει δια του προφήτου Ιερεμίου.
Α Εσδ. 1,55 ἕως τοῦ εὐδοκῆσαι
τὴν γῆν τὰ σάββατα αὐτῆς, πάντα τὸν χρόνον
τῆς ἐρημώσεως αὐτῆς, σαββατιεῖ εἰς
συμπλήρωσιν ἐτῶν ἑβδομήκοντα.
Α Εσδ. 1,55 Οι Ιουδαίοι, είπε, θα είναι αιχμάλωτοι, έως ότου η χώρα
των συμπληρώση το χρονικόν διάστημα των παραβάσεων της αργίας του Σαββάτου. Θα
ερημωθή και θα μείνη αργή η χώρα των, έως ότου συμπληρωθούν εβδομήντα έτη από
το έτος της αιχμαλωσίας.
Α ΕΣΔΡΑΣ 2
Α Εσδ. 2,1 Βασιλεύοντος Κύρου Περσῶν
ἔτους πρώτου εἰς συντέλειαν ῥήματος Κυρίου ἐν στόματι Ἱερεμίου,
Α Εσδ. 2,1 Κατά το πρώτον έτος της βασιλείας Κυρου, του
βασιλέως των Περσών, εις εκπλήρωσιν του λόγου τον οποίον ο Κυριος είπε δια του
προφήτου Ιερεμίου,
Α Εσδ. 2,2 ἤγειρε Κύριος τὸ
πνεῦμα Κύρου βασιλέως Περσῶν, καὶ ἐκήρυξεν ἐν ὅλῃ
τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ καὶ ἅμα διά γραπτῶν
λέγων·
Α Εσδ. 2,2 παρεκίνησεν ο Κυριος το πνεύμα του Κυρου, βασιλέως
των Περσών, και αυτός έδωσεν εντολάς να διακηρύξουν εις όλον το βασίλειόν του
γραπτώς και προφορικώς·
Α Εσδ. 2,3 τάδε λέγει ὁ
βασιλεὺς Περσῶν Κῦρος· ἐμὲ ἀνέδειξε
βασιλέα τῆς οἰκουμένης ὁ Κύριος τοῦ Ἰσραήλ,
Κύριος ὁ Ὕψιστος.
Α Εσδ. 2,3 “Αυτά διατάσσει Κύρος ο βασιλεύς των Περσών· εμέ
ανέδειξε βασιλέα όλης της οικουμένης ο Κυριος του ισραηλιτικού λαού, ο οποίος
πράγματι είναι ο Κυριος και ο Υψιστος.
Α Εσδ. 2,4 καὶ ἐσήμηνέ
μοι οἰκοδομῆσαι αὐτῷ οἶκον ἐν Ἱερουσαλήμ,
τῇ ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ.
Α Εσδ. 2,4 Αυτός δε διέταξε να ανοικοδομήσω προς χάριν του τον
ναόν του εις την πόλιν Ιερουσαλήμ της ιουδαϊκής γης.
Α Εσδ. 2,5 εἴ τις ἐστὶν
οὖν ὑμῶν ἐκ τοῦ ἔθνους αὐτοῦ, ἔστω
ὁ Κύριος αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἀναβὰς
εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ τὴν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ
οἰκοδομείτω τὸν οἶκον τοῦ Κυρίου τοῦ Ἰσραήλ
(οὗτος ὁ Κύριος ὁ κατασκηνώσας ἐν Ἱερουσαλήμ).
Α Εσδ. 2,5 Ας είναι Κυριος ο Θεός με εκείνους από σας, που ανήκουν
στο Ισραηλιτικόν έθνος· ας μεταβούν, λοιπόν, αυτοί εις την Ιερουσαλήμ της
Ιουδαίας και ας βοηθήσουν να ανοικοδομηθή ο ναός του Κυρίου του ισραηλιτικού
λαού (αυτός είναι ο Κυριος, ο οποίος έχει κατασκηνώσει εις την Ιερουσαλήμ).
Α Εσδ. 2,6 ὅσοι οὖν κατὰ
τοὺς τόπους οἰκοῦσι, βοηθείτωσαν αὐτῷ οἱ ἐν
τῷ τόπῳ αὐτοῦ ἐν χρυσίῳ καὶ ἐν ἀργυρίῳ,
ἐν δόσεσι μεθ᾿ ἵππων καὶ κτηνῶν σὺν τοῖς
ἄλλοις τοῖς κατ᾿ εὐχὰς προστεθειμένοις εἰς
τὸ ἱερὸν τοῦ Κυρίου τὸ ἐν Ἱερουσαλήμ.
Α Εσδ. 2,6 Ολοι δε όσοι κατοικούν στους αυτούς τόπους με τους
Ισραηλίτας, τους επιθυμούντας να μεταβούν εις την Ιερουσαλήμ, ας βοηθήσουν τους
Ισραηλίτας με χρυσόν και άργυρον, με προσφοράς ίππων και κτηνών και άλλων
σκευών, τα οποία δια τάματος πρέπει να αφιερωθούν στον ναόν του Κυρίου εις την
Ιερουσαλήμ”.
Α Εσδ. 2,7 καὶ καταστήσαντες
οἱ ἀρχίφυλοι τῶν πατριῶν τῆς Ἰούδα καὶ
Βενιαμὶν φυλῆς καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ
Λευῖται καὶ πάντων, ὧν ἤγειρε Κύριος τὸ πνεῦμα
ἀναβῆναι οἰκοδομῆσαι οἶκον τῷ Κυρίῳ τὸ
ἐν Ἱερουσαλήμ,
Α Εσδ. 2,7 Κατόπιν της διαταγής αυτής οι αρχηγοί των
πατριαρχικών οικογενειών της φυλής Ιούδα και της φυλής Βενιαμίν, οι ιερείς και
οι Λευίται, όπως και όλοι εκείνοι, των οποίων ο Κυριος εκίνησε την προθυμίαν να
μεταβούν εις την Ιερουσαλήμ, απεφάσισαν πράγματι να μεταβούν, δια να
ανοικοδομήσουν προς τιμήν του Κυρίου τον εν Ιερουσαλήμ ναόν.
Α Εσδ. 2,8 καὶ οἱ
περικύκλῳ αὐτῶν ἐβοήθησαν ἐν πᾶσιν ἐν
ἀργυρίῳ καὶ χρυσίῳ, ἵπποις, κτήνεσι καὶ εὐχαῖς
ὡς πλείσταις πολλῶν, ὧν ὁ νοῦς ἠγέρθη.
Α Εσδ. 2,8 Ολοι δε όσοι κατοικούσαν γύρω από αυτούς και των
οποίων η καρδία ευλαβώς συνεκινήθη, τους εβοήθησαν με ο,τι ημπορούσαν, δηλαδή
με αργύριον, με χρυσόν, με ίππους, με κατοικίδια ζώα, με πολυάριθμα αφιερώματα.
Α Εσδ. 2,9 καὶ ὁ βασιλεὺς
Κῦρος ἐξήνεγκε τὰ ἱερὰ σκεύη τοῦ Κυρίου, ἃ
μετήνεγκε Ναβουχοδονόσορ ἐξ Ἱερουσαλήμ, καὶ ἀπηρείσατο
αὐτὰ ἐν τῷ εἰδωλείῳ αὐτοῦ·
Α Εσδ. 2,9 Ο δε βασιλεύς Κύρος έβγαλε τα ιερά σκεύη του ναού
του Κυρίου, τα οποία είχε μεταφέρει ο Ναβουχοδονόσορ από την Ιερουσαλήμ και
είχε τοποθετήσει αυτά στον ειδωλολατρικόν ναόν του·
Α Εσδ. 2,10 ἐξενέγκας δὲ
αὐτὰ Κῦρος ὁ βασιλεὺς Περσῶν παρέδωκεν αὐτὰ
Μιθραδάτῃ τῷ ἑαυτοῦ γαζοφύλακι·
Α Εσδ. 2,10 ο Κύρος ο βασιλεύς των Περσών, τα έβγαλε από τον
ειδωλολατρικόν αυτόν ναόν, τα παρέδωκεν στον Μιθραδάτην, τον θησαυροφύλακά του
Α Εσδ. 2,11 διά δὲ τούτου
παρεδόθησαν Σαμανασσάρῳ προστάτῃ τῆς Ἰουδαίας.
Α Εσδ. 2,11 δια δε του Μιθραδάτου παρεδόθησαν αυτά στον
Σαμανάσσαρον, τον διοικητήν της Ιουδαίας.
Α Εσδ. 2,12 ὁ δὲ τούτων ἀριθμὸς
ἦν· σπονδεῖα χρυσᾶ χίλια, σπονδεῖα ἀργυρᾶ
χίλια, θυΐσκαι ἀργυραῖ εἰκοσιεννέα, φιάλαι χρυσαῖ
τριάκοντα, ἀργυραῖ δισχίλιαι τετρακόσιαι δέκα καὶ ἄλλα
σκεύη χίλια.
Α Εσδ. 2,12 Ο αριθμός δε των παραδοθέντων αυτών ιερών σκευών ήτο ο
εξής· Χιλια χρυσά δοχεία, χίλια αργυρά δοχεία, εικοσιεννέα αργυρά μικρά
θυμιατήρια, τριάκοντα χρυσαί φιάλαι, δύο χιλιάδες τετρακόσιοι δέκα αργυραί
φιάλαι και χίλια άλλα ιερά σκεύη.
Α Εσδ. 2,13 τὰ δὲ πάντα
σκεύη διεκομίσθη, χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ, πεντακισχίλια
τετρακόσια ἑξηκονταεννέα·
Α Εσδ. 2,13 Ολα δε τα σκεύη αυτά, το οποία μετεφέρθησαν, ήσαν
πέντε χιλιάδες τετρακόσια εξήκοντα εννέα.
Α Εσδ. 2,14 ἀνηνέχθη δὲ ὑπὸ
Σαμανασσάρου ἅμα τοῖς ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας ἐκ
Βαβυλῶνος εἰς Ἱερουσαλήμ.
Α Εσδ. 2,14 Αυτά μετεφέρθησαν από την Βαβυλώνα υπό του
Σαμανασσάρου μαζή με τους έως τώρα αιχμαλώτους Ιουδαίους, οι οποίοι ελεύθεροι
επέστρεφαν εις την Ιερουσαλήμ.
Α Εσδ. 2,15 Ἐν δὲ τοῖς
ἐπὶ Ἀρταξέρξου τῶν Περσῶν βασιλέως χρόνοις
κατέγραψαν αὐτῷ κατὰ τῶν κατοικούντων ἐν τῇ
Ἰουδαίᾳ καὶ Ἱερουσαλὴμ Βήλεμος καὶ
Μιθραδάτης καὶ Ταβέλλιος καὶ Ῥάθυμος καὶ Βεέλτεθμος καὶ
Σαμέλλιος ὁ γραμματεὺς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ
τούτοις συντασσόμενοι, οἰκοῦντες δὲ ἐν Σαμαρείᾳ
καὶ τοῖς ἄλλοις τόποις, τὴν ὑπογεγραμμένην ἐπιστολήν·
Α Εσδ. 2,15 Επί της βασιλείας όμως του Αρταξέρξου, του βασιλέως
των Περσών, ο αντιπρόσωποί του εις την Ιερουσαλήμ, ( Βηλεμος, ο Μιθραδάτης, ο Ταβέλλιος,
ο Ράθυμος, ο Βεέλτεθμος, Σαμέλλιος ο γραμματεύς και οι υπόλοιποι σύμβουλοί των,
οι οποίοι κατοικούσαν εις την Σαμάρειαν και εις τας άλλας χώρας, έγραψαν
εναντίον των κατοίκων της Ιουδαίας και της Ιερουσαλήμ την κατωτέρω επιστολήν.
Α Εσδ. 2,16 «Βασιλεῖ Ἀρταξέρξῃ
κυρίῳ οἱ παῖδές σου Ῥάθυμος ὁ τὰ
προσπίπτοντα καὶ Σαμέλλιος ὁ γραμματεὺς καὶ ἐπίλοιποι
τῆς βουλῆς αὐτῶν καὶ κριταὶ οἱ ἐν
Κοίλῃ Συρίᾳ καὶ Φοινίκῃ·
Α Εσδ. 2,16 “Προς τον βασιλέα Αρταξέρξην, τον κύριον ημών, ημείς
οι δούλοι σου ο Ραθυμος ο χρονικογράφος, ο Σαμέλλιος ο γραμματεύς και οι λοιποί
σύμβουλοί μας και δικασταί, οι οποίοι ευρισκόμεθά εις την Κοίλην Συρίαν και την
Φοινίκην,
Α Εσδ. 2,17 καὶ νῦν γνωστὸν
ἔστω τῷ κυρίῳ βασιλεῖ, ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι
ἀναβάντες παρ᾿ ὑμῶν πρὸς ἡμᾶς ἐλθόντες
εἰς Ἱερουσαλήμ, τὴν πόλιν τὴν ἀποστάτιν καὶ
πονηρὰν οἰκοδομοῦσι, τάς τε ἀγορὰς αὐτῆς
καὶ τὰ τείχη θεραπεύουσι καὶ ναὸν ὑποβάλλονται.
Α Εσδ. 2,17 φέρομεν εις γνώσιν του κύριου μας και βασιλέως μας,
ότι οι Ιουδαίοι που ήλθαν από σας προς ημάς εις την Ιερουσαλήμ, ανοικοδομούν
την αποστάτιδα και ταραχοποιόν πόλιν των, όπως επίσης τας εμπορικάς αγοράς των,
επιδιορθώνουν τα τείχη και θεμελιώνουν το ναόν των.
Α Εσδ. 2,18 ἐὰν οὖν
ἡ πόλις αὕτη οἰκοδομηθῇ καὶ τὰ τείχη
συντελεσθῇ, φορολογίαν οὐ μὴ ὑπομείνωσι δοῦναι, ἀλλὰ
καὶ βασιλεῦσιν ἀντιστήσονται. καὶ ἐπεὶ ἐνεργεῖται
τὰ κατὰ τὸν ναόν, καλῶς ἔχειν ὑπολαμβάνομεν
μὴ ὑπεριδεῖν τὸ τοιοῦτον, ἀλλὰ
προσφωνῆσαι τῷ κυρίῳ βασιλεῖ, ὅπως, ἂν
φαίνηταί σοι, ἐπισκεφθῇ ἐν τοῖς ἀπὸ τῶν
πατέρων σου βιβλίοις·
Α Εσδ. 2,18 Εάν όμως η πόλις αυτή ανοικοδομηθή και ολοκληρωθή η
ανοικοδόμησις των τειχών, δεν θα ανεχθούν αυτοί να δίδουν φόρον, αλλά και θα
επαναστατήσουν εναντίον των βασιλέων μας. Εφ' όσον δε αυτοί εργάζονται δια την
ανοικοδόμησιν του ναού, εθεωρήσαμεν ότι είναι καλόν και πρέπον να μη
παραβλέψωμεν αυτό το γεγονός, αλλά να το αναφέρωμεν στον κύριον και βασιλέα
μας, ώστε, εάν φανή εις αυτόν αρεστόν, να ερευνήση δια την πόλιν αυτήν εις τα
αρχεία των πατέρων του.
Α Εσδ. 2,19 καὶ εὑρήσεις ἐν
τοῖς ὑπομνηματισμοῖς γεγραμμένα περὶ τούτων καὶ
γνώσῃ ὅτι ἡ πόλις ἐκείνη ἦν ἀποστάτις καὶ
βασιλεῖς καὶ πόλεις ἐνοχλοῦσα καὶ οἱ Ἰουδαῖοι
ἀποστάται καὶ πολιορκίας συνιστάμενοι ἐν αὐτῇ ἔτι
ἐξ αἰῶνος, δι᾿ ἣν αἰτίαν καὶ ἡ
πόλις αὕτη ἠρημώθη.
Α Εσδ. 2,19 Θα εύρης δε εις τα γραπτά αυτά υπομνήματα πληροφορίας
δι' αυτά, που σου καθιστώμεν γνωστά, και θα μάθης ότι η πόλις αυτή, η
Ιερουσαλήμ, υπήρξεν αποστάτις, παρείχε δε πολλά ζητήματα εις βασιλείς και
πόλεις. Οι Ιουδαίοι είναι επαναστάται και ότι από αρχαιοτάτων χρόνων έγιναν
κατά της πόλεως αυτής πολιορκίαι, εξ αιτίας των οποίων αυτή και έχει ερημωθή.
Α Εσδ. 2,20 νῦν οὖν ὑποδεικνύομέν
σοι, κύριε βασιλεῦ, ὅτι ἐὰν ἡ πόλις αὕτη οἰκοδομηθῇ
καὶ τὰ ταύτης τείχη ἀνασταθῇ, κάθοδος οὐκ ἔτι
σοι ἔσται εἰς Κοίλην Συρίαν καὶ Φοινίκην».
Α Εσδ. 2,20 Τωρα λοιπόν, κύριε βασιλεύ, ευλαβώς σου υποδεικνύομεν
ότι, εάν η πόλις αυτή ανοικοδομηθή και ολοκληρωθούν τα τείχη της, δεν θα
ημπορής στο εξής να κατέλθης εις την Κοίλην Συρίαν και την Φοινίκην”.
Α Εσδ. 2,21 τότε ἀντέγραψεν ὁ
βασιλεὺς Ῥαθύμῳ τῷ γράφοντι τὰ προσπίπτοντα καὶ
Βεελτέθμῳ καὶ Σαμελλίῳ γραμματεῖ καὶ τοῖς
λοιποῖς τοῖς συντασσομένοις καὶ οἰκοῦσιν ἐν
τῇ Σαμαρείᾳ καὶ Συρίᾳ καὶ Φοινίκῃ τὰ ὑπογεγραμμένα·
Α Εσδ. 2,21 Τοτε ο βασιλεύς απήντησε γραπτώς στον Ραθυμον τον
γραμματέα και χρονικογράφον, στον Βεέλτεθμον, στον γραμματέα Σαμέλλιον και
στους άλλους συμβούλους, οι οποίοι κατοικούσαν εις την Συρίαν και εις την
Φοινίκην τα εξής·
Α Εσδ. 2,22 «Ἀνέγνων τὴν ἐπιστολήν,
ἣν πεπόμφατε πρός με. ἐπέταξα οὖν ἐπισκέψασθαι, καὶ
εὑρέθη ὅτι ἡ πόλις ἐκείνη ἐστὶν ἐξ αἰῶνος
βασιλεῦσιν ἀντιπαρατάσσουσα
Α Εσδ. 2,22 “Ανέγνωσα την επιστολήν, την οποίαν μου απεστείλατε,
έδωσα διαταγήν να ερευνήσουν τα αρχεία και πράγματι ευρέθη, ότι αυτή η πόλις
από αρχαιοτάτων χρόνων αντιπαρατάσσεται εναντίον των βασιλέων.
Α Εσδ. 2,23 καὶ οἱ ἄνθρωποι
ἀποστάσεις καὶ πολέμους ἐν αὐτῇ συντελοῦντες
καὶ βασιλεῖς ἰσχυροὶ καὶ σκληροὶ ἦσαν
ἐν Ἱερουσαλὴμ κυριεύοντες καὶ φορολογοῦντες
Κοίλην Συρίαν καὶ Φοινίκην.
Α Εσδ. 2,23 Οι κάτοικοί της από την πόλιν αυτήν έκαμαν επαναστάσεις
και πολέμους. Οι εν Ιερουσαλήμ βασιλείς τους, ισχυροί και σκληροί,
κατεκυρίευσαν την Κοίλην Συρίαν και την Φοινίκην και επέβαλλαν στους κατοίκους
της φόρον υποτελείας.
Α Εσδ. 2,24 νῦν οὖν ἐπέταξα
ἀποκωλῦσαι τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους τοῦ οἰκοδομῆσαι
τὴν πόλιν καὶ προνοηθῆναι ὅπως μηδὲν παρὰ
ταῦτα γένηται καὶ μὴ προβῇ ἐπὶ πλεῖον
τὰ τῆς κακίας εἰς τὸ βασιλεῖς ἐνοχλῆσαι».
Α Εσδ. 2,24 Δι' αυτό λοιπόν και διέταξα να εμποδίσετε αυτούς τους
ανθρώπους από την οχύρωσιν της πόλεως και να φροντίσετε να μη γίνη τίποτε
εναντίον της διαταγής αυτής, δια να μη προχωρήση περισσότερον το κακόν και
δημιουργήσουν αυτοί ζητήματα στους βασιλείς”.
Α Εσδ. 2,25 τότε ἀναγνωσθέντων
τῶν παρὰ τοῦ βασιλέως Ἀρταξέρξου γραφέντων, Ῥάθυμος
καὶ Σαμέλλιος ὁ γραμματεὺς καὶ οἱ τούτοις
συντασσόμενοι ἀναζεύξαντες εἰς Ἱερουσαλὴμ κατὰ σπουδὴν
μεθ᾿ ἵππου καὶ ὄχλου παρατάξεως, ἤρξαντο κωλύειν
τοὺς οἰκοδομοῦντας. καὶ ἤργει ἡ οἰκοδομὴ
τοῦ ἱεροῦ τοῦ ἐν Ἱερουσαλὴμ μέχρι τοῦ
δευτέρου ἔτους τῆς βασιλείας Δαρείου τοῦ Περσῶν
βασιλέως.
Α Εσδ. 2,25 Οταν αυτά, τα οποία εγράφησαν από τον βασιλέα Αρταξέρξην,
ανεγνώσθησαν, αμέσως ο Ραθυμος και ο γραμματεύς Σαμέλλιος και η άλλη ακολουθία
αυτών μετέβησαν εσπευσμένως εις την Ιερουσαλήμ με ιππικόν και πεζικόν στρατόν
και ήρχισαν να εμποδίζουν τους οικοδόμους από το έργον των. Ετσι δε η
ανοικοδόμησις του ιερού ναού του εν Ιερουσαλήμ διεκόπη έως στο δεύτερον έτος
της βασιλείας του Δαρείου βασιλέως των Περσών.
Α ΕΣΔΡΑΣ 3
Α Εσδ. 3,1 Καὶ βασιλεὺς
Δαρεῖος ἐποίησε δοχὴν μεγάλην πᾶσι τοῖς ὑπ᾿
αὐτὸν καὶ πᾶσι τοῖς οἰκογενέσιν αὐτοῦ
καὶ πᾶσι τοῖς μεγιστᾶσι τῆς Μηδίας καὶ τῆς
Περσίδος
Α Εσδ. 3,1 Ο βασιλεύς Δαρείος παρέθεσε συμπόσιον μέγα εις
όλους τους υπό την εξουσίαν του, στους δούλους του, που είχαν γεννηθή στον
οίκον του, εις όλους τους αυλικούς και τους μεγιστάνας της Μηδίας και της
Περσίας,
Α Εσδ. 3,2 καὶ πᾶσι τοῖς
σατράπαις καὶ στρατηγοῖς καὶ τοπάρχαις τοῖς ὑπ᾿
αὐτόν, ἀπὸ τῆς Ἰνδικῆς μέχρις Αἰθιοπίας
ἐν ταῖς ἑκατὸν εἰκοσιεπτὰ σατραπείαις.
Α Εσδ. 3,2 εις όλους τους σατράπας, τους στρατηγούς, τους
διοικητάς διαφόρων περιοχών της βασιλείας του από των Ινδιών μέχρι της
Αιθιοπίας εις εκατόν είκοσι επτά διοικητικάς περιφερείας.
Α Εσδ. 3,3 καὶ ἐφάγοσαν
καὶ ἐπίοσαν καὶ ἐμπλησθέντες ἀνέλυσαν. ὁ δὲ
Δαρεῖος ὁ βασιλεὺς ἀνέλυσεν εἰς τὸν κοιτῶνα
ἑαυτοῦ καὶ ἐκοιμήθη καὶ ἔξυπνος ἐγένετο.
Α Εσδ. 3,3 Αυτοί έφαγον, έπιον και, όταν εχόρτασαν,
απεσύρθησαν, δια να αναπαυθούν. Ο βασιλεύς Δαρείος απεσύρθη και αυτός στον
κοιτώνα του, δια να κοιμηθή, αλλά έμεινε ξυπνητός.
Α Εσδ. 3,4 τότε οἱ τρεῖς
νεανίσκοι οἱ σωματοφύλακες οἱ φυλάσσοντες τὸ σῶμα τοῦ
βασιλέως εἶπαν ἕτερος πρὸς τὸν ἕτερον·
Α Εσδ. 3,4 Τοτε οι τρεις νεαροί σωματοφύλακες, οι οποίοι
εφύλασσαν τον βασιλέα, είπαν ο ένας προς τον άλλον·
Α Εσδ. 3,5 εἴπωμεν ἕκαστος
ἡμῶν ἕνα λόγον, ὃς ὑπερισχύσει· καὶ οὗ
ἐὰν φανῇ τὸ ῥῆμα αὐτοῦ
σοφώτερον τοῦ ἑτέρου, δώσει αὐτῷ Δαρεῖος ὁ
βασιλεὺς δωρεὰς μεγάλας καὶ ἐπινίκια μεγάλα
Α Εσδ. 3,5 “ας πη ο καθένας από ημάς μίαν γνώμην, δια να ίδωμεν
τίνος θα είναι η καλυτέρα. Εις εκείνον δέ, του οποίου η γνώμη θα είναι σοφωτέρα
από την γνώμην των άλλων, ο βασιλεύς Δαρείος θα δώση μεγάλας δωρεάς και θα απονείμη
μεγάλον έπαινον.
Α Εσδ. 3,6 καὶ πορφύραν
περιβαλέσθαι καὶ ἐν χρυσώμασι πίνειν καὶ ἐπὶ χρυσῷ
καθεύδεν καὶ ἅρμα χρυσοχάλινον καὶ κίδαριν βυσσίνην καὶ
μανιάκην περὶ τὸν τράχηλον,
Α Εσδ. 3,6 Ο βασιλεύς θα εγκρίνη, ώστε αυτός να ενδυθή
πορφύραν, να πίνη με χρυσά ποτήρια, να κοιμάται επάνω εις χρυσήν κλίνην, να έχη
άρμα, του οποίου οι ίπποι θα φέρουν χρυσούς χαλινούς, να φορή κίδαριν εις την
κεφαλήν του από βύσσον και περιδέραιον γύρω από τον τράχηλόν του.
Α Εσδ. 3,7 καὶ δεύτερος καθιεῖται
Δαρείου διὰ τὴν σοφίαν αὐτοῦ καὶ συγγενὴς
Δαρείου κληθήσεται.
Α Εσδ. 3,7 Αυτός θα έχη την δευτέραν μετά τον Δαρείον θέσιν
ένεκα της σοφίας του και θα αναγνωρισθή συγγενής του Δαρείου”.
Α Εσδ. 3,8 καὶ τότε γράψαντες
ἕκαστος τὸν ἑαυτοῦ λόγον ἐσφραγίσαντο καὶ ἔθηκαν
ὑπὸ τὸ προσκεφάλαιον Δαρείου τοῦ βασιλέως καὶ εἶπαν·
Α Εσδ. 3,8 Εγραψαν τότε ο καθένας από αυτούς την γνώμην του,
την εσφράγισαν και έθεσαν αυτήν κάτω από το προσκεφάλαιον του βασιλέως και
είπαν·
Α Εσδ. 3,9 ὅταν ἐγερθῇ
ὁ βασιλεύς, δώσουσιν αὐτῷ τὸ γράμμα, καὶ ὃν
ἂν κρίνῃ ὁ βασιλεὺς καὶ οἱ τρεῖς
μεγιστᾶνες τῆς Περσίδος ὅτι οὗ ὁ λόγος αὐτοῦ
σοφώτερος, αὐτῷ δοθήσεται τὸ νῖκος καθὼς
γέγραπται.
Α Εσδ. 3,9 “όταν εξυπνήση ο βασιλεύς, θα δώσωμεν εις αυτόν τας
γραπτάς αυτάς γνώμας μας και εις εκείνον, του οποίου η γραπτή γνώμη ήθελε
προκριθή ως σοφωτέρα από τον βασιλέα και τους τρεις μεγιστάνας της Περσίας, θα
δοθή η νίκη, όπως έχομεν γραπτώς συμφωνήσει”.
Α Εσδ. 3,10 ὁ εἷς ἔγραψεν,
ὑπερισχύει ὁ οἶνος.
Α Εσδ. 3,10 Ο ένας από αυτούς έγραψεν ότι το κρασί είναι το ισχυρότερον.
Α Εσδ. 3,11 ὁ ἕτερος ἔγραψεν,
ὑπερισχύει ὁ βασιλεύς.
Α Εσδ. 3,11 Ο άλλος έγραψεν ισχυρότερος είναι ο βασιλεύς,
Α Εσδ. 3,12 ὁ τρίτος ἔγραψεν,
ὑπερισχύουσιν αἱ γυναῖκες, ὑπὲρ δὲ πάντα
νικᾷ ἡ ἀλήθεια.
Α Εσδ. 3,12 ο δε τρίτος έγραψεν, ισχυρότεροι από όλους είναι αι
γυναίκες, αλλά υπεράνω από όλα νικά η αλήθεια.
Α Εσδ. 3,13 καὶ ὅτε ἐξηγέρθη
ὁ βασιλεύς, λαβόντες τὸ γράμμα ἔδωκαν αὐτῷ, καὶ
ἀνέγνω.
Α Εσδ. 3,13 Οταν ο βασιλεύς εσηκώθη, επήραν τα γραπτά αυτά κείμενα
και τα έδωσαν στον βασιλέα, ο δε βασιλεύς τα ανέγνωσε.
Α Εσδ. 3,14 καὶ ἐξαποστείλας
ἐκάλεσε πάντας τοὺς μεγιστᾶνας τῆς Περσίδος καὶ τῆς
Μηδείας καὶ τοὺς σατράπας καὶ στρατηγοὺς καὶ
τοπάρχας καὶ ὑπάτους καὶ ἐκάθισεν ἐν τῷ
χρηματιστηρίῳ, καὶ ἀνεγνώσθη τὸ γράμμα ἐνώπιον αὐτῶν.
Α Εσδ. 3,14 Ο βασιλεύς έστειλε τότε αγγελιαφόρους και εκάλεσεν
όλους τους μεγιστάνας της Περσίας και της Μηδίας, τους σατράπας, τους
στρατηγούς, τους διοικητάς χωρών και τους άλλους ανωτάτους άρχοντας, τους ώρισε
να καθίσουν εις την αίθουσαν του ανακτόρου του και ενώπιον αυτών ανεγνώσθησαν
αι γραπταί γνώμαι.
Α Εσδ. 3,15 καὶ εἶπε·
καλέσατε τοὺς νεανίσκους, καὶ αὐτοὶ δηλώσουσι τοὺς
λόγους ἑαυτῶν· καὶ ἐκλήθησαν καὶ εἰσήλθοσαν.
Α Εσδ. 3,15 Κατόπιν διέταξεν ο βασιλεύς· “καλέσατε τους νεαρούς
δούλους μου, δια να αποσαφηνίσουν εδώ τας γνώμας των”. Αυτοί εκλήθησαν και
εισήλθον εις την αίθουσαν του ανακτόρου.
Α Εσδ. 3,16 καὶ εἶπαν αὐτοῖς·
ἀπαγγείλατε ἡμῖν περὶ τῶν γεγραμμένων.
Α Εσδ. 3,16 Ο βασιλεύς και οι άρχοντες είπαν προς αυτούς·
“αναλύσατέ μας αυτά, τα οποία έχετε γράψει”.
Α Εσδ. 3,17 Καὶ ἤρξατο ὁ
πρῶτος ὁ εἴπας περὶ τῆς ἰσχύος τοῦ οἴνου
καὶ ἔφη οὕτως· ἄνδρες, πῶς ὑπερισχύει ὁ
οἶνος; πάντας τοὺς ἀνθρώπους τοὺς πιόντας αὐτὸν
πλανᾷ τὴν διάνοιαν·
Α Εσδ. 3,17 Πρώτος ήρχισεν εκείνος, που είχε γράψει ότι ο οίνος
είναι ο ισχυρότερος και είπεν ως εξής· “άνδρες, ερωτάτε πως ο οίνος είναι ο
ισχυρότερος; Ακούσατε. Αυτός πλανά την σκέψιν όλων των ανθρώπων, οι οποίοι τον
πίνουν.
Α Εσδ. 3,18 τοῦ τε βασιλέως καὶ
τοῦ ὀρφανοῦ ποιεῖ τὴν διάνοιαν μίαν, τήν τε τοῦ
οἰκέτου καὶ τὴν τοῦ ἐλευθέρου, τήν τε τοῦ
πένητος καὶ τὴν τοῦ πλουσίου.
Α Εσδ. 3,18 Αυτός κάμνει την σκέψιν του βασιλέως και του ορφανού,
του δούλου και του ελευθέρου ίσην, του πτωχού και του πλουσίου μίαν και την
αυτήν.
Α Εσδ. 3,19 καὶ πᾶσαν
διάνοιαν μεταστρέφει εἰς εὐωχίαν καὶ εὐφροσύνην καὶ
οὐ μέμνηται πᾶσαν λύπην καὶ πᾶν ὀφείλημα.
Α Εσδ. 3,19 Καθε σκέψιν την μεταβάλλει εις
χαράν και ευφροσύνην. Αυτός κάμνει τον άνθρωπον να μη ενθυμήται ούτε λύπην ούτε
χρέος.
Α Εσδ. 3,20 καὶ πάσας καρδίας
ποιεῖ πλουσίας καὶ οὐ μέμνηται βασιλέα οὐδὲ
σατράπην καὶ πάντα διὰ ταλάντων ποιεῖ λαλεῖν.
Α Εσδ. 3,20 Καμνει τας καρδίας πλουσίας, ώστε αυτός, που πίνει
οίνον, να μη λαμβάνη υπ' όψιν ούτε βασιλείς ούτε σατράπας. Και κάμνει τον
καθένα να ομιλή περί πάντων κατά πλούσιον και γενναιόδωρον τρόπον.
Α Εσδ. 3,21 καὶ οὐ
μέμνηται, ὅταν πίνωσι, φιλιάζειν φίλοις καὶ ἀδελφοῖς,
καὶ μετ᾿ οὐ πολὺ σπῶνται τὰς μαχαίρας·
Α Εσδ. 3,21 Αυτός κάμνει φίλους και αδελφούς, όταν πίνουν οίνον,
να μη ενθυμούνται την φιλίαν και την συγγένειάν των και έπειτα από ολίγον να
ανασπούν τας μαχαίρας ο ενας εναντίον του άλλου.
Α Εσδ. 3,22 καὶ ὅταν ἀπὸ
τοῦ οἴνου ἐγερθῶσιν, οὐ μέμνηνται ἃ ἔπραξαν.
Α Εσδ. 3,22 Και όταν συνέλθουν από την μέθην, δεν ενθυμούνται
εκείνα που έπραξαν.
Α Εσδ. 3,23 ὦ ἄνδρες, οὐχ
ὑπερισχύει ὁ οἶνος, ὅτι οὕτως ἀναγκάζει
ποιεῖν; καὶ ἐσίγησεν οὕτως εἴπας.
Α Εσδ. 3,23 Ω άνδρες, δεν είναι ισχυρότερος ο οίνος, αφού
αναγκάζει όλους μας να πράττωμεν τέτοια πράγματα;” Αυτά είπε και εσιώπησε.
Α ΕΣΔΡΑΣ 4
Α Εσδ. 4,1 Καὶ ἤρξατο ὁ
δεύτερος λαλεῖν, ὁ εἴπας περὶ τῆς ἰσχύος τοῦ
βασιλέως·
Α Εσδ. 4,1 Ηρχισεν έπειτα να ομιλή ο δεύτερος, εκείνος ο οποίος
είχεν είπει περί της ισχύος του βασιλέως.
Α Εσδ. 4,2 ὦ ἄνδρες, οὐχ
ὑπερισχύουσιν οἱ ἄνθρωποι, τὴν γῆν καὶ τὴν
θάλασσαν κατακρατοῦντες καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς;
Α Εσδ. 4,2 “Ω άνδρες, είπεν, οι άνθρωποι δεν υπερέχουν κατά την
ισχύν, αφού είναι κύριοι της ξηράς και της θαλάσσης και όλων όσα υπάρχουν εις
αυτάς;
Α Εσδ. 4,3 ὁ δὲ βασιλεὺς
ὑπερισχύει καὶ κυριεύει αὐτῶν καὶ δεσπόζει αὐτῶν,
καὶ πᾶν ὃ ἐὰν εἴπῃ αὐτοῖς,
ἐνακούουσιν.
Α Εσδ. 4,3 Ο βασιλεύς όμως είναι ισχυρότερος από όλους τους
ανθρώπους, είναι κύριος αυτών, εξουσιάζει επάνω εις αυτούς και παν ο,τι θα είπη
εις αυτούς, εκείνοι τον υπακούουν.
Α Εσδ. 4,4 ἐὰν εἴπῃ
αὐτοῖς ποιῆσαι πόλεμον ἕτερος πρὸς τὸν ἕτερον,
ποιοῦσιν· ἐὰν δὲ ἐξαποστείλῃ αὐτοὺς
πρὸς τοὺς πολεμίους, βαδίζουσι καὶ κατεργάζονται τὰ ὄρη
καὶ τὰ τείχη καὶ τοὺς πύργους,
Α Εσδ. 4,4 Εάν ο βασιλεύς τους διατάξη να κάμουν πόλεμον ο ενας
εναντίον του άλλου, οι άνθρωποι τον κάμνουν. Εάν ο βασιλεύς αποστείλη τους
στρατιώτας του εναντίον εχθρών, αυτοί βαδίζουν όπως διετάχθησαν και τα πάντα
κάμνουν δια να καθυποτάξουν όρη, τείχη και πύργους.
Α Εσδ. 4,5 φονεύουσι καὶ
φονεύονται, καὶ τὸν λόγον τοῦ βασιλέως οὐ
παραβαίνουσιν· ἐὰν δὲ νικήσωσι, τῷ βασιλεῖ
κομίζουσι πάντα, καὶ ὅσα ἐὰν προνομεύσωσι καὶ τὰ
ἄλλα πάντα.
Α Εσδ. 4,5 Φονεύουν και φονεύονται και την διαταγήν του
βασιλέως δεν παραβαίνουν. Εάν νικήσουν, στον βασιλέα φέρουν τα πάντα, όσα θα
λαφυραγωγήσουν και όλα τα άλλα, χωρίς καμμίαν εξαίρεσιν.
Α Εσδ. 4,6 καὶ ὅσοι οὐ
στρατεύονται οὐδὲ πολεμοῦσιν, ἀλλὰ γεωργοῦσι
τὴν γῆν, πάλιν ὅταν σπείρωσι, θερίσαντες ἀναφέρουσι τῷ
βασιλεῖ· καὶ ἕτερος τὸν ἕτερον ἀναγκάζοντες
ἀναφέρουσι τοὺς φόρους τῷ βασιλεῖ.
Α Εσδ. 4,6 Οσοι δε από τους ανθρώπους δεν επιστρατεύονται και
δεν λαμβάνουν μέρος στον πόλεμον, αλλά επιδίδονται εις την γεωργίαν, αυτοί,
όταν σπείρουν και θερίσουν, προσφέρουν τα προϊόντα των στον βασιλέα. Και
αναγκάζει ο ένας τον άλλον να πληρώνουν τους φόρους στον βασιλέα.
Α Εσδ. 4,7 καὶ αὐτὸς
εἷς μόνος ἐστίν· ἐὰν εἴπῃ ἀποκτεῖναι,
ἀποκτέννουσιν· ἐὰν εἴπῃ ἀφεῖναι,
ἀφιοῦσιν·
Α Εσδ. 4,7 Αυτός είναι ο ένας και απόλυτος κύριος. Εάν διατάξη
να εκτελέσουν κάποιον, τον εκτελούν. Εάν είπη να τον αφήσουν ελεύθερον, τον
αφήνουν.
Α Εσδ. 4,8 εἶπε πατάξαι,
τύπτουσιν· εἶπεν ἐρημῶσαι, ἐρημοῦσιν· εἶπεν
οἰκοδομῆσαι, οἰκοδομοῦσιν·
Α Εσδ. 4,8 Εάν διατάξη ο βασιλεύς να κτυπήσουν κάποιον, τον
κτυπούν. Είπε να ερημώσουν περιοχάς, και τας ερημώνουν. Είπε να ανοικοδομήσουν
οικίας και πόλεις, και τας ανοικοδομούν.
Α Εσδ. 4,9 εἶπεν ἐκκόψαι,
ἐκκόπτουσιν· εἶπε φυτεῦσαι, φυτεύουσι.
Α Εσδ. 4,9 Είπεν ο βασιλεύς να υλοτομήσουν περιοχάς και
ξερριζώνουν τα πάντα. Είπεν ο βασιλεύς να κάμουν δενδροφυτεύσεις οι άνθρωποι
και εκείνοι δενδροφυτεύουν.
Α Εσδ. 4,10 καὶ πᾶς ὁ
λαὸς αὐτοῦ καὶ αἱ δυνάμεις αὐτοῦ ἐνακούουσι.
πρὸς δὲ τούτοις, αὐτὸς ἀνάκειται, ἐσθίει καὶ
πίνει καὶ καθεύδει,
Α Εσδ. 4,10 Ολος ο λαός του και αι στρατιωτικαί δυνάμεις υπακούουν
εις αυτόν. Επί πάσι δε τούτοις, αυτός ανακλίνεται παρά την τράπεζαν του
φαγητού, τρώγει και πίνει και κατόπιν κοιμάται,
Α Εσδ. 4,11 αὐτοὶ δὲ
τηροῦσι κύκλῳ περὶ αὐτὸν καὶ οὐ
δύνανται ἕκαστος ἀπελθεῖν καὶ ποιεῖν τὰ ἔργα
αὐτοῦ, οὐδὲ παρακούουσιν αὐτοῦ.
Α Εσδ. 4,11 οι άνθρωποι κύκλω από αυτόν φρουρούν και δεν ημπορεί
κανείς να απέλθη και να ασχοληθή με τα έργα του, ούτε και παρακούουν αυτόν εις
τίποτε.
Α Εσδ. 4,12 ὦ ἄνδρες, πῶς
οὐχ ὑπερισχύει ὁ βασιλεύς, ὅτι οὕτως ἐπάκουστός
ἐστι; καὶ ἐσίγησεν.
Α Εσδ. 4,12 Ω άνδρες, πως ο βασιλεύς δεν υπερέχει από όλους κατά
την ισχύν, αφού κατ' αυτόν τον τρόπον υπακούεται από όλους και εις όλα;” Επειτα
από αυτά εσιώπησεν.
Α Εσδ. 4,13 Ὁ δὲ τρίτος ὁ
εἴπας περὶ τῶν γυναικῶν καὶ τῆς ἀληθείας
-οὗτός ἐστι Ζοροβάβελ- ἤρξατο λαλεῖν· ἄνδρες,
Α Εσδ. 4,13 Ο δε τρίτος, ο οποίος εξέφρασε την γνώμην ότι αι
γυναίκες και η αλήθεια υπερισχύουν- αυτός είναι ο Ζοροβάβελ- ηρχισε να ομιλή
και να αναπτύσση την γνώμην του.
Α Εσδ. 4,14 οὐ μέγας ὁ
βασιλεὺς καὶ πολλοὶ οἱ ἄνθρωποι καὶ ὁ
οἶνος ἰσχύει; τίς οὖν ὁ δεσπόζων αὐτῶν ἢ
τίς ὁ κυριεύων αὐτῶν; οὐχ αἱ γυναῖκες;
Α Εσδ. 4,14 “Ω άνδρες, είπε, πράγματι δεν είναι μέγας ο βασιλεύς
και πολλοί οι άνθρωποι και δεν έχει όντως μεγάλην ισχύν ο οίνος; Ποίος όμως
είναι εκείνος, ο οποίος επιβάλλεται επάνω εις αυτούς και ποιός είναι εκείνος, ο
οποίος κυριαρχεί επάνω των; Δεν είναι αι γυναίκες;
Α Εσδ. 4,15 αἱ γυναῖκες ἐγέννησαν
τὸν βασιλέα καὶ πάντα τὸν λαόν, ὃς κυριεύει τῆς
θαλάσσης καὶ τῆς γῆς·
Α Εσδ. 4,15 Αι γυναίκες εγέννησαν τον βασιλέα και όλους τους
λαούς, οι οποίοι κυριαρχούν εις την θάλασσαν και την ξηράν.
Α Εσδ. 4,16 καὶ ἐξ αὐτῶν
ἐγένοντο, καὶ αὗται ἐξέθρεψαν αὐτοὺς τοὺς
φυτεύσαντας τοὺς ἀμπελῶνας, ἐξ ὧν ὁ οἶνος
γίνεται.
Α Εσδ. 4,16 Από αυτάς εγεννήθησαν οι βασιλείς και οι άλλοι
άνθρωποι και αυταί ανέθρεψαν και εκείνους, που εφύτευσαν αμπελώνας, εκ των
οποίων αμπελώνων παράγεται ο οίνος.
Α Εσδ. 4,17 καὶ αὗται
ποιοῦσι τὰς στολὰς τῶν ἀνθρώπων, καὶ αὗται
ποιοῦσι δόξαν τοῖς ἀνθρώποις, καὶ οὐ δύνανται οἱ
ἄνθρωποι χωρὶς τῶν γυναικῶν εἶναι.
Α Εσδ. 4,17 Αυταί κατασκευάζουν τας στολάς των ανθρώπων και αυταί
ενεργούν, δια να έχουν καλήν εμφάνισιν και δόξαν οι άνθρωποι, γενικώτερον δε
δεν ημπορούν να υπάρξουν και να ζήσουν οι άνθρωποι χωρίς τας γυναίκας.
Α Εσδ. 4,18 ἐὰν δὲ
συναγάγωσι χρυσίον καὶ ἀργύριον καὶ πᾶν πρᾶγμα ὡραῖον
καὶ ἴδωσι γυναῖκα μίαν καλὴν τῷ εἴδει καὶ
τῷ κάλλει,
Α Εσδ. 4,18 Εάν δε οι άνδρες συγκεντρώσουν χρυσόν και άργυρον και
κάθε άλλο ωραίον πράγμα, όταν ίδουν μίαν ευειδή γυναίκα και καλής σωματικής
διαπλάσεως,
Α Εσδ. 4,19 ταῦτα πάντα ἀφέντες,
εἰς αὐτὴν ἐκκέχηναν καὶ χάσκοντες τὸ στόμα
θεωροῦσιν αὐτήν, καὶ πάντες αὐτὴν αἱρετίζουσι
μᾶλλον ἢ τὸ χρυσίον καὶ τὸ ἀργύριον καὶ
πᾶν πρᾶγμα ὡραῖον.
Α Εσδ. 4,19 αφήνουν όλα τα άλλα και την παρατηρούν χάσκοντες και
με άνρικτον το στόμα. Και όλοι προτιμούν αυτήν μάλλον παρά τον χρυσόν και τον
άργυρον και κάθε τι άλλο ωραίον πράγμα.
Α Εσδ. 4,20 ἄνθρωπος τὸν ἑαυτοῦ
πατέρα ἐγκαταλείπει, ὃς ἐξέθρεψεν αὐτόν, καὶ τὴν
ἰδίαν χώραν καὶ πρὸς τὴν ἰδίαν γυναῖκα κολλᾶται
Α Εσδ. 4,20 Καθε άνθρωπος εγκαταλείπει τον πατέρα του, αυτόν ο
οποίος τον ανέθρεψε, εγκαταλείπει και την πατρίδα του και προσκολλάται προς την
γυναίκα του.
Α Εσδ. 4,21 καὶ μετὰ τῆς
γυναικὸς ἀφίησι τὴν ψυχὴν καὶ οὔτε τὸν
πατέρα μέμνηται οὔτε τὴν μητέρα οὔτε τὴν χώραν.
Α Εσδ. 4,21 Προς χάριν της γυναικός του θυσιάζει την ζωήν του και
δεν ενθυμείται ούτε τον πατέρα του, ούτε την μητέρα του, ούτε την πατρίδα του.
Α Εσδ. 4,22 καὶ ἐντεῦθεν
δεῖ ὑμᾶς γνῶναι ὅτι αἱ γυναῖκες
κυριεύουσιν ὑμῶν· οὐχὶ πονεῖτε καὶ
μοχθεῖτε, καὶ πάντα ταῖς γυναιξὶ δίδοτε καὶ
φέρετε;
Α Εσδ. 4,22 Από όλα αυτά, που σας είπα, είσθε υποχρεωμένοι και σεις
να αναγνωρίσετε, ότι αι γυναίκες κυριαρχούν επάνω σας. Σεις οι ίδιοι δεν
εργάζεσθε και δεν υποβάλλεσθε εις κόπους και ταλαιπωρίας, και όλας τας
προσόδους σας δίδετε και φέρετε εις τας γυναίκας σας;
Α Εσδ. 4,23 καὶ λαμβάνει ὁ
ἄνθρωπος τὴν ῥομφαίαν αὐτοῦ καὶ ἐκπορεύεται
ἐξοδεύειν καὶ λῃστεύειν καὶ κλέπτειν καὶ εἰς
τὴν θάλασσαν πλεῖν καὶ ποταμούς·
Α Εσδ. 4,23 Ο άνθρωπος παίρνει το ξίφος του, φεύγει από το σπίτι,
εξέρχεται δια να ληστεύση και κλέψη, πλέει εις ποταμούς και θαλάσσας.
Α Εσδ. 4,24 καὶ τὸν
λέοντα θεωρεῖ καὶ ἐν σκότει βαδίζει, καὶ ὅταν
κλέψῃ καὶ ἁρπάσῃ καὶ λωποδυτήσῃ, τῇ ἐρωμένῃ
ἀποφέρει.
Α Εσδ. 4,24 Κατά τας επιχειρήσστου αυτάς βλέπει τον λέοντα και τον
καταφρονεί. Βαδίζει εις τα σκότη, δια να επιτύχη στο σκοτεινόν έργον του. '
Οταν δε κλέψη και αρπάση και λωποδυτήση, φέρει όλα αυτά εις την ερωμένην του.
Α Εσδ. 4,25 καὶ πλεῖον ἀγαπᾷ
ἄνθρωπος τὴν ἰδίαν γυναῖκα μᾶλλον ἢ τὸν
πατέρα καὶ τὴν μητέρα·
Α Εσδ. 4,25 Γενικώτερον οι άνδρες αγαπούν πολύ περισσότερον την
γυναίκα των από τον πατέρα και την μητέρα των.
Α Εσδ. 4,26 καὶ πολλοὶ ἀπενοήθησαν·
ταῖς ἰδίαις διανοίαις διὰ τὰς γυναῖκας καὶ
δοῦλοι ἐγένοντο δι᾿ αὐτάς,
Α Εσδ. 4,26 Πολλοί άνδρες ετρελλάθηκαν και έχασαν τα λογικά των εξ
αιτίας των γυναικών και έγιναν προς χάριν εκείνων δούλοι.
Α Εσδ. 4,27 καὶ πολλοὶ ἀπώλοντο
καὶ ἐσφάλησαν καὶ ἡμάρτοσαν διὰ τὰς γυναῖκας.
Α Εσδ. 4,27 Πολλοί δε είναι εκείνοι, οι οποίοι κατεστράφησαν και
περιέπεσαν εις σφάλματα και παρέβησαν το θέλημα του Θεού εξ αιτίας των
γυναικών.
Α Εσδ. 4,28 καὶ νῦν οὐ
πιστεύετέ μοι; οὐχὶ μέγας ὁ βασιλεὺς τῇ ἐξουσίᾳ
αὐτοῦ; οὐχὶ πᾶσαι αἱ χῶραι εὐλαβοῦνται
ἅψασθαι αὐτοῦ;
Α Εσδ. 4,28 Ακόμη εξακολουθείτε να μη πιστεύετε αυτά, που σας είπα;
Ιδού ένα παράδειγμα. Δεν είναι μέγας ο βασιλεύς με την απεριόριστον εξουσίαν,
που έχει; Οι κάτοικοι όλων των χωρών δεν φοβούνται και να εγγίσουν απλώς αυτόν;
Α Εσδ. 4,29 ἐθεώρουν αὐτὸν
καὶ Ἀπάμην τὴν θυγατέρα Βαρτάκου τοῦ θαυμαστοῦ, τὴν
παλλακὴν τοῦ βασιλέως, καθημένην ἐν δεξιᾷ τοῦ
βασιλέως
Α Εσδ. 4,29 Και όμως έβλεπα τον βασιλέα αυτόν και την Απάμην, την
θυγατέρα του αξιοθαυμάστου Βαρτάκου, η οποία είναι δευτέρας σειράς σύζυγος του
βασιλέως, την έβλεπα να κάθεται δεξιά από τον βασιλέα,
Α Εσδ. 4,30 καὶ ἀφαιροῦσαν
τὸ διάδημα ἀπὸ τῆς κεφαλῆς τοῦ βασιλέως καὶ
ἐπιτιθοῦσαν ἑαυτῇ καὶ ἐῤῥάπιζε
τὸν βασιλέα τῇ ἀριστερᾷ·
Α Εσδ. 4,30 να αφαιρή το βασιλικόν διάδημα από την κεφαλήν του
βασιλέως και να το θέτη στο ιδικόν της κεφάλι και να ραπίζη τον βασιλέα με το
αριστερό της χέρι.
Α Εσδ. 4,31 καὶ πρὸς
τούτοις ὁ βασιλεὺς χάσκων τὸ στόμα ἐθεώρει αὐτήν.
καὶ ἐὰν προσγελάσῃ αὐτῷ, γελᾷ· ἐὰν
δὲ πικρανθῇ ἐπ᾿ αὐτόν, κολακεύει αὐτήν, ὅπως
διαλλαγῇ αὐτῷ.
Α Εσδ. 4,31 Παρ όλα αυτά ο βασιλεύς την έβλεπε με ανοικτόν το
στόμα. Εάν εκείνη εγελούσε, εγελούσε και ο βασιλεύς. Εάν εκείνη εφαίνετο
πικραμμένη και στενοχωρημένη εναντίον του, ο βασιλεύς την εκολάκευε, δια να
συμφιλιωθή προς αυτόν.
Α Εσδ. 4,32 ὦ ἄνδρες, πῶς
οὐχὶ ἰσχυραὶ αἱ γυναῖκες, ὅτι οὕτως
πράσσουσι;
Α Εσδ. 4,32 Ω άνδρες, πως λοιπόν δεν είναι αι γυναίκες ισχυρότεραι
από τους άνδρας, αφού αυταί τέτοια έργα κάνουν εις βάρος των ανδρών;”
Α Εσδ. 4,33 καὶ τότε ὁ
βασιλεὺς καὶ οἱ μεγιστᾶνες ἔβλεπον εἷς τὸν
ἕτερον. καὶ ἤρξατο λαλεῖν περὶ τῆς ἀληθείας.
Α Εσδ. 4,33 Ο βασιλεύς και οι επίσημοι άνδρες του, όταν ήκουσαν
όλα αυτά, παρατηρούσαν ο ένας τον άλλον με πολλήν έκπληξιν. Ο Ζοροβάβελ ήρχισε
τότε, να αναπτύσση την γνώμην του περί της δυνάμεως, την οποίαν έχει η αλήθεια
και είπε·
Α Εσδ. 4,34 ἄνδρες, οὐχὶ
ἰσχυραὶ αἱ γυναῖκες; μεγάλη ἡ γῆ καὶ ὑψηλὸς
ὁ οὐρανὸς καὶ ταχὺς τῷ δρόμῳ ὁ ἥλιος,
ὅτι στρέφεται ἐν τῷ κύκλῳ τοῦ οὐρανοῦ
καὶ πάλιν ἀποτρέχει εἰς τὸν ἑαυτοῦ τόπον ἐν
μιᾷ ἡμέρᾳ.
Α Εσδ. 4,34 “Ω άνδρες, ισχυραί δεν είναι αι γυναίκες; Βεβαίως· αλλά
μεγάλη είναι η γη και υψηλός ο ουρανός και ταχύς ο ήλιος εις την διαδρομήν του,
διότι στρέφεται στον κύκλον του ουρανού και πάλιν επανέρχεται στον τόπον, από
τον οποίον εξεκίνησε κατά το διάστημα μιας μόνον ημέρας.
Α Εσδ. 4,35 οὐχὶ μέγας ὃς
ταῦτα ποιεῖ; καὶ ἡ ἀλήθεια μεγάλη καὶ ἰσχυροτέρα
παρὰ πάντα.
Α Εσδ. 4,35 Αλλά δεν είναι ασυγκρίτως πολύ μέγας αυτός, ο οποίος
τα εδημιούργησεν; Η Αλήθεια, λοιπόν, είναι μεγάλη και πολύ ισχυροτέρα από όλα αυτά.
Α Εσδ. 4,36 πᾶσα ἡ γῆ
τὴν ἀλήθειαν καλεῖ, καὶ ὁ οὐρανὸς αὐτὴν
εὐλογεῖ, καὶ πάντα τὰ ἔργα σείεται καὶ
τρέμει, καὶ οὐκ ἔστι μετ᾿ αὐτῆς ἄδικον
οὐδέν.
Α Εσδ. 4,36 Ολόκληρος η γη την αλήθειαν προσκαλεί. Ο ουρανός αυτήν
επαινεί και όλα τα δημιουργήματα συγκλονίζονται και τρέμουν ενώπιόν της· και
δεν υπάρχει μαζή με την αλήθειαν, τίποτε απολύτως το άδικον.
Α Εσδ. 4,37 ἄδικος ὁ οἶνος,
ἄδικος ὁ βασιλεύς, ἄδικοι αἱ γυναῖκες, ἄδικοι
πάντες οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἄδικα
πάντα τὰ ἔργα αὐτῶν τὰ τοιαῦτα· καὶ
οὐκ ἔστιν ἐν αὐτοῖς ἀλήθεια, καὶ ἐν
τῇ ἀδικίᾳ αὐτῶν ἀπολοῦνται.
Α Εσδ. 4,37 Αδικος όμως είναι ο οίνος, άδικος είναι ο βασιλεύς,
άδικοι είναι αι γυναίκες, άδικοι είναι όλοι οι υιοί των ανθρώπων, και άδικα όλα
τα τοιαύτα έργα των. Και δεν υπάρχει εις αυτούς αλήθεια· Και εις τας αδικίας
των αυτοί καταστρέφονται.
Α Εσδ. 4,38 ἡ δὲ ἀλήθεια
μένει καὶ ἰσχύει εἰς τὸν αἰῶνα καὶ ζῇ
καὶ κρατεῖ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος.
Α Εσδ. 4,38 Η αλήθεια όμως, (δηλαδή ο Θεός) μένει παντοτεινή. Εχει
δύναμιν και κύρος αιώνιον. Ζη και κυριαρχεί στους αιώνας των αιώνων.
Α Εσδ. 4,39 καὶ οὐκ ἔστι
παρ᾿ αὐτὴν λαμβάνειν πρόσωπα, οὐδὲ διάφορα, ἀλλὰ
τὰ δίκαια ποιεῖ ἀπὸ πάντων τῶν ἀδίκων καὶ
πονηρῶν· καὶ πάντες εὐδοκοῦσι τοῖς ἔργοις
αὐτῆς, καὶ οὐκ ἔστιν ἐν τῇ κρίσει αὐτῆς
οὐδὲν ἄδικον.
Α Εσδ. 4,39 Αυτή δεν λαμβάνει υπ' όψιν της πρόσωπα, ούτε κάνει
διάκρισιν μεταξύ επισήμων και ανεπισήμων, ισχυρών και αδυνάτων. Αλλά πράττει
πάντοτε το δίκαιον ενώπιον όλων, και ακόμη των αδίκων και πονηρών ανθρώπων.
Ολοι δε επιδοκιμάζουν και ευχαριστούνται εις τα έργα της. Οταν αυτή κρίνη, δεν
υπάρχει τίποτε το άδικον.
Α Εσδ. 4,40 καὶ αὐτῇ
ἡ ἰσχὺς καὶ τὸ βασίλειον καὶ ἡ ἐξουσία
καὶ ἡ μεγαλειότης τῶν πάντων αἰώνων. εὐλογητὸς
ὁ Θεὸς τῆς ἀληθείας.
Α Εσδ. 4,40 Εις αυτήν λοιπόν υπάρχει και ανήκει η ισχύς και η κυριότης
και η εξουσία και η μεγαλειότης εις όλους τους αιώνας. Δοξασμένος ας είναι ο
Θεός της αληθείας” !
Α Εσδ. 4,41 καὶ ἐσιώπησε
τοῦ λαλεῖν· καὶ πᾶς ὁ λαὸς τότε ἐφώνησε,
καὶ τότε εἶπον· μεγάλη ἡ ἀλήθεια καὶ ὑπερισχύει.
Α Εσδ. 4,41 Ο Ζοροβάβελ, αφού είπεν αυτά, έπαυσε πλέον να ομιλή.
Ολοι τότε, όσοι ήσαν συγκεντρωμένοι, ανεφώνησαν και είπαν με ένα στόμα· “μεγάλη
πράγματι είναι η αλήθεια και αυτή έχει ισχύν και δύναμιν ανωτέραν από όλους και
από όλα”.
Α Εσδ. 4,42 Τότε ὁ βασιλεὺς
εἶπεν αὐτῷ· αἴτησαι ὃ θέλεις πλείω τῶν
γεγραμμένων, καὶ δώσομέν σοι ὃν τρόπον εὑρέθης σοφώτερος, καὶ
ἐχόμενός μου καθήσῃ, καὶ συγγενής μου κληθήσῃ.
Α Εσδ. 4,42 Τοτε είπεν ο βασιλεύς προς τον Ζοροβάβελ· “ζήτησέ μου
ο,τι θέλεις και περισσότερα ακόμη από εκείνα, που είναι γραμμένα εις την
συμφωνίαν σας. Εγώ θα σου δώσω κάθε τι, που θα μου ζητήσης, διότι συ ανεδείχθης
σοφότερος από όλους. Θα παρακάθεσαι πλησίον μου και θα ονομασθής συγγενής μου”.
Α Εσδ. 4,43 τότε εἶπε τῷ
βασιλεῖ· μνήσθητι τὴν εὐχήν, ἣν ηὔξω, οἰκοδομῆσαι
τὴν Ἱερουσαλὴμ ἐν τῇ ἡμέρᾳ, ᾗ τὸ
βασίλειόν σου παρέλαβες,
Α Εσδ. 4,43 Τοτε ο Ζοροβάβελ είπεν στον βασιλέα· “ενθυμησου το
τάμα, που έκαμες την ημέραν, κατά την οποίαν ανέλαβες την βασιλείαν σου, να
ανοικοδομήσης, δηλαδή, την Ιερουσαλήμ.
Α Εσδ. 4,44 καὶ πάντα τὰ
σκεύη τὰ ληφθέντα ἐξ Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐκπέμψαι,
ἃ ἐχώρισε Κῦρος, ὅτε ηὔξατο ἐκκόψαι Βαβυλῶνα,
καὶ ηὔξατο ἐξαποστεῖλαι ἐκεῖ.
Α Εσδ. 4,44 Ενθυμήσου επίσης την υπόσχεσίν σου, ότι θα επιστρέψης
όλα τα ιερά σκεύη, τα οποία έχουν αφαιρεθή από την Ιερουσαλήμ και τα οποία ο Κύρος,
όταν επρόκειτο να κατακυριεύση την Βαβυλώνα, έκαμε τάμα, τα εξεχώρισε και έταξε
να τα αποστείλη πάλιν εκεί εις την Ιερουσαλήμ.
Α Εσδ. 4,45 καὶ σὺ ηὔξω
οἰκοδομῆσαι τὸν ναόν, ὃν ἐνεπύρισαν οἱ Ἰδουμαῖοι,
ὅτε ἠρημώθη ἡ Ἰουδαία ὑπὸ τῶν
Χαλδαίων.
Α Εσδ. 4,45 Συ δε έταξες να ανοικοδομήσης τον ναόν, τον οποίον
επυρπόλησαν οι Ιδουμαίοι, όταν είχεν ερημωθή και καταστροφή η Ιουδαία από τους
Χαλδαίους.
Α Εσδ. 4,46 καὶ νῦν τοῦτό
ἐστιν, ὅ σε ἀξιῶ, κύριε βασιλεῦ, καὶ ὃ
αἰτοῦμαί σε, καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ
μεγαλωσύνη ἡ παρὰ σοῦ· δέομαι οὖν ἵνα ποιήσῃς
τὴν εὐχήν, ἣν ηὔξω τῷ βασιλεῖ τοῦ οὐρανοῦ
ποιῆσαι ἐκ στόματός σου.
Α Εσδ. 4,46 Τωρα, λοιπόν, αυτή είναι η αξίωσις, την οποίαν έχω από
σέ, κύριε βασιλεύ· αυτό είναι εκείνο το οποίον ζητώ από σε και αυτή είναι η
μεγαλειώδης πράξις, την οποίαν συ ημπορείς να κάμης. Σε παρακαλώ, λοιπόν, να
εκπληρώσης το τάξιμο, το οποίον με το ιδιο σου το στόμα έκαμες στον βασιλέα των
ουρανών, προς τον Θεόν”.
Α Εσδ. 4,47 τότε ἀναστὰς
Δαρεῖος ὁ βασιλεὺς κατεφίλησεν αὐτὸν καὶ ἔγραψεν
αὐτῷ τὰς ἐπιστολὰς πρὸς πάντας τοὺς οἰκονόμους
καὶ τοπάρχας καὶ στρατηγοὺς καὶ σατράπας, ἵνα
προπέμψωσιν αὐτὸν καὶ τοὺς μετ᾿ αὐτοῦ
πάντας ἀναβαίνοντας οἰκοδομῆσαι τὴν Ἱερουσαλήμ.
Α Εσδ. 4,47 Τοτε ο βασιλεύς Δαρείος εσηκώθη και τον κατεφίλησεν.
Εγραψε δε αμέσως και έδωκεν εις αυτόν επιστολάς απευθυνομένας προς όλους τους
υπαλλήλους, τους διοικητάς, τους στρατηγούς και τους σατράπας, να κατευοδώσουν
ασφαλώς αυτόν και όλους, όσοι θα ανέβαιναν μαζή με αυτόν, δια να ανοικοδομήσουν
την Ιερουσαλήμ.
Α Εσδ. 4,48 καὶ πᾶσι τοῖς
τοπάρχαις ἐν κοίλῃ Συρίᾳ καὶ Φοινίκῃ καὶ τοῖς
ἐν τῷ Λιβάνῳ ἔγραψεν ἐπιστολὰς μεταφέρειν
ξύλα κέδρινα ἀπὸ τοῦ Λιβάνου εἰς Ἱερουσαλὴμ
καὶ ὅπως οἰκοδομήσωσι μετ᾿ αὐτοῦ τὴν
πόλιν.
Α Εσδ. 4,48 Εις όλους δε τους διοικητάς της κοίλης Συρίας, της
Φοινίκης και του Λιβάνου, έγραψεν ο βασιλεύς επιστολάς να συνεργήσουν, ώστε να
μεταφερθούν ξύλα κέδρινα από τον Λιβανον εις την Ιερουσαλήμ, δια να βοηθήσουν
τον Ζοροβάβελ εις την ανοικοδόμησιν της πόλεως.
Α Εσδ. 4,49 καὶ ἔγραψε πᾶσι
τοῖς Ἰουδαίοις τοῖς ἀναβαίνουσιν ἀπὸ τῆς
βασιλείας εἰς τὴν Ἰουδαίαν ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας,
πάντα δυνατὸν καὶ τοπάρχην καὶ σατράπην καὶ οἰκονόμον
μὴ ἀπελεύσεσθαι ἐπὶ τὰς θύρας αὐτῶν,
Α Εσδ. 4,49 Εγραψεν επίσης επιστολάς δι' όλους τους Ιουδαίους, οι
οποίοι θα ανέβαιναν από το βασίλειόν του εις την Ιουδαίαν, να αφεθούν ελεύθεροι
εις τας ενεργείας των, κανείς δε άρχων και διοικητής και σατράπης και υπάλληλος
να μη έχη το δικαίωμα να πατήση το πόδι του εις την οικίαν των.
Α Εσδ. 4,50 καὶ πᾶσαν τὴν
χώραν, ἣν κρατοῦσιν, ἀφορολόγητον αὐτοῖς ὑπάρχειν,
καὶ ἵνα οἱ Ἰδουμαῖοι ἀφίωσι τὰς
κώμας, ἃς διακρατοῦσι τῶν Ἰουδαίων,
Α Εσδ. 4,50 Εδωσεν επίσης διαταγήν, ώστε η χώρα, την οποίαν θα
έχουν οι Ιουδαίοι, να είναι αφορολόγητος. Οι δε Ιδουμαίοι να αφήσουν ελευθέρας
τας κώμας των Ιουδαίων, τας οποίας αυτοί είχον καταλάβει και εκρατούσαν.
Α Εσδ. 4,51 καὶ εἰς τὴν
οἰκοδομὴν τοῦ ἱεροῦ δοθῆναι κατ᾿ ἐνιαυτὸν
τάλαντα εἴκοσι μέχρι τοῦ οἰκοδομηθῆναι,
Α Εσδ. 4,51 Διέταξεν επίσης, να δίδωνται κάθε έτος είκοσι τάλαντα
δια την ανοικοδόμησίν του ναού, μέχρις ότου αποπερατωθή.
Α Εσδ. 4,52 καὶ ἐπὶ
τὸ θυσιαστήριον ὁλοκαυτώματα καρποῦσθαι καθ᾿ ἡμέραν,
καθὰ ἔχουσιν ἐντολὴν ἑπτακαίδεκα προσφέρειν, ἄλλα
τάλαντα, δέκα κατ᾿ ἐνιαυτόν,
Α Εσδ. 4,52 Επίσης να δίδωνται άλλα δέκα τάλαντα κάθε έτος δια τα
δεκαεπτά καθημερινά ολοκαυτώματα, τα οποία προσεφέροντο στο θυσιαστήριον, όπως
διέτασσεν ο Νομος.
Α Εσδ. 4,53 καὶ πᾶσι τοῖς
προσβαίνουσιν ἀπὸ τῆς Βαβυλωνίας κτίσαι τὴν πόλιν, ὑπάρχειν
τὴν ἐλευθερίαν, αὐτοῖς τε καὶ τοῖς ἐκγόνοις
αὐτῶν, καὶ πᾶσι τοῖς ἱερεῦσι τοῖς
προσβαίνουσιν.
Α Εσδ. 4,53 Επίσης όλοι οι Ιουδαίοι, οι οποίοι θα επέστρεφον από
την Βαβυλώνα, δια να ανοικοδομήσουν την Ιερουσαλήμ, να είναι ελεύθεροι αυτοί
και οι απόγονοί των. Το ίδιον έπρεπε να πραγματοποιηθή δι' όλους τους ιερείς,
οι οποίοι θα ανεχώρουν από την Βαβυλώνα.
Α Εσδ. 4,54 ἔγραψε δὲ καὶ
τὴν χορηγίαν καὶ τὴν ἱερατικὴν στολήν, ἐν
τίνι λατρεύουσιν ἐν αὐτῇ.
Α Εσδ. 4,54 Εδωσε δε και έγγραφον εντολήν να παρέχωνται τα
απαιτούμενα χρήματα δια την διατροφήν των ιερέων και δια τα ιερατικά των
ενδύματα, με τα οποία αυτοί εκτελούσαν τα της λατρείας.
Α Εσδ. 4,55 καὶ τοῖς
Λευίταις ἔγραψε δοῦναι τὴν χορηγίαν ἕως τῆς ἡμέρας,
ἧς ἐπιτελεσθῇ ὁ οἶκος καὶ Ἱερουσαλὴμ
οἰκοδομηθῆναι,
Α Εσδ. 4,55 Εδωσεν επίσης έγγραφον διαταγήν να χορηγήται η δαπάνη,
η απαιτουμένη δια την διατροφήν των Λευϊτών, μέχρι της ημέρας, κατά την οποίαν
θα αττοπερατωθή ο ναός και θα ανοικοδομηθή η Ιερουσαλήμ.
Α Εσδ. 4,56 καὶ πᾶσι τοῖς
φρουροῦσι τὴν πόλιν ἔγραψε δοῦναι αὐτοῖς
κλήρους καὶ ὀψώνια.
Α Εσδ. 4,56 Διέταξεν επίσης να δοθή κλήρος γης και μισθός εις
χρήματα προς όλους τους φρουρούς της πόλεως της Ιερουσαλήμ.
Α Εσδ. 4,57 καὶ ἐξαπέστειλε
πάντα τὰ σκεύη, ἃ ἐχώρισε Κῦρος ἀπὸ Βαβυλῶνος·
καὶ πάντα, ὅσα εἶπε Κῦρος ποιῆσαι, καὶ αὐτὸς
ἐπέταξε ποιῆσαι καὶ ἐξαποστεῖλαι εἰς Ἱερουσαλήμ.
Α Εσδ. 4,57 Επί δε τούτοις απέστειλεν όλα τα ιερά σκεύη, τα οποία
είχε ξεχωρίσει ο Κύρος από τη Βαβυλώνα δια την Ιερουσαλήμ, όλα, όσα είχεν
υποσχεθή να κάμη ο Κύρος, διέταξε να γίνουν και να αποσταλούν εις την
Ιερουσαλήμ.
Α Εσδ. 4,58 Καὶ ὅτε ἐξῆλθεν
ὁ νεανίσκος, ἄρας τὸ πρόσωπον εἰς τὸν οὐρανὸν
ἐναντίον Ἱερουσαλὴμ εὐλόγησε τῷ βασιλεῖ τοῦ
οὐρανοῦ λέγων·
Α Εσδ. 4,58 Οταν ο νεαρός Ζοροβάβελ εβγήκεν από τα ανάκτορα, ύψωσε
το πρόσωπόν του στον ουρανόν και με κατεύθυνσιν προς την Ιερουσαλήμ εδόξασε τον
Βασιλέα του Ουρανού λέγων·
Α Εσδ. 4,59 παρὰ σοῦ
νίκη, καὶ παρὰ σοῦ ἡ σοφία, καὶ σὴ ἡ
δόξα καὶ ἐγὼ σὸς οἰκέτης.
Α Εσδ. 4,59 “Από σέ, Κυριε, προέρχεται κάθε νίκη. Από σε πηγάζει
κάθε σοφία και εις σε ανήκει όλη η δόξα. Εγώ δε είμαι δούλος ιδικός σου.
Α Εσδ. 4,60 εὐλογητὸς εἶ,
ὃς ἔδωκάς μοι σοφίαν, καὶ σοὶ ὁμολογῶ,
δέσποτα τῶν πατέρων.
Α Εσδ. 4,60 Δοξασμένος λοιπόν είσαι συ, Κυριε, ο οποίος έδωσες εις
εμέ αυτήν την σοφίαν. Δοξολογώ, Δέσποτα, σέ, Κυριε των πατέρων ημών”.
Α Εσδ. 4,61 καὶ ἔλαβε τὰς
ἐπιστολὰς καὶ ἐξῆλθε καὶ ἦλθεν εἰς
Βαβυλῶνα καὶ ἀπήγγειλε τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ
πᾶσι.
Α Εσδ. 4,61 Τοτε επήρεν ο Ζοροβάβελ τας επιστολάς, ανεχώρησεν
αμέσως και μετέβη εις την Βαβυλώνα και ανήγγειλεν εις όλους τους εκεί αδελφούς
του Ιουδαίους τα γεγονότα αυτά.
Α Εσδ. 4,62 καὶ εὐλόγησαν
τὸν Θεὸν τῶν πατέρων αὐτῶν, ὅτι ἔδωκεν
αὐτοῖς ἄνεσιν καὶ ἄφεσιν
Α Εσδ. 4,62 Εκείνοι εδοξολόγησαν και ηυχαρίστησαν τον Θεόν των
πατέρων των, διότι έδωκεν εις αυτούς άνεσιν και ελευθερίαν
Α Εσδ. 4,63 ἀναβῆναι καὶ
οἰκοδομῆσαι τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὸ ἱερόν,
οὗ ὠνομάσθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐπ᾿
αὐτῷ. καὶ ἐκωθωνίζοντο μετὰ μουσικῶν καὶ
χαρᾶς ἡμέρας ἑπτά.
Α Εσδ. 4,63 να επανέλθουν εις την πατρίδα των, δια να
ανοικοδομήσουν την Ιερουσαλήμ και τον ναόν, ο οποίος είχεν απ' αρχής
ανοικοδομηθή εις τιμήν και δόξαν του Ονόματός του. Γεμάτοι δε χαράν
επανηγύριζαν το χαρμόσυνον γεγονός πίνοντες οίνον και διασκεδάζοντες με μουσικά
όργανα επί μίαν εβδομάδα.
Α ΕΣΔΡΑΣ 5
Α Εσδ. 5,1 Μετὰ δὲ ταῦτα
ἐξελέγησαν ἀναβῆναι ἀρχηγοὶ οἴκου πατριῶν
κατὰ φυλὰς αὐτῶν καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν
καὶ οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ αἱ θυγατέρες
καὶ οἱ παῖδες αὐτῶν καὶ αἱ παιδίσκαι
καὶ τὰ κτήνη αὐτῶν.
Α Εσδ. 5,1 Επειτα από τα γεγονότα αυτά όσοι απεφάσισαν να
επανέλθουν εις την Ιουδαίαν, ετακτοποιήθησαν κατά φυλάς και κατά πατριάς με
τους αρχηγούς αυτών. Μαζή δέ με αυτούς ηκολούθησαν αι γυναίκες των, οι υιοί
των, αι θυγατέρες, οι δούλοι και αι δούλαι των, όπως επίσης και τα κτήνη των.
Α Εσδ. 5,2 καὶ Δαρεῖος
συναπέστειλε μετ᾿ αὐτῶν ἱππεῖς χιλίους ἕως
τοῦ ἀποκαταστῆσαι αὐτούς εἰς Ἱερουσαλὴμ
μετ᾿ εἰρήνης καὶ μετὰ μουσικῶν τυμπάνων καὶ
αὐλῶν·
Α Εσδ. 5,2 Ο δε Δαρείος έστειλε μαζή με αυτούς ως συνοδούς
χιλίους ιππείς, δια να επαναφέρουν και αποκαταστήσουν αυτούς ασφαλείς εις την
Ιερουσαλήμ, με μουσικά, τύμπανα και αυλούς.
Α Εσδ. 5,3 καὶ πάντες οἱ
ἀδελφοὶ αὐτῶν παίζοντες, καὶ ἐποίησεν αὐτοῖς
συναναβῆναι μετ᾿ ἐκείνων.
Α Εσδ. 5,3 Ολοι δε οι Ισραηλίται μετά χαράς μεγάλης επήραν τον
δρόμον της επιστροφής εις Ιερουσαλήμ παίζοντες μουσικά όργανα. Ο δε Δαρείος
απέστειλε μαζή με αυτούς ως συνοδούς τους ιππείς.
Α Εσδ. 5,4 Καὶ ταῦτα τὰ
ὀνόματα τῶν ἀνδρῶν τῶν ἀναβαινόντων κατὰ
πατριὰς αὐτῶν εἰς τὰς φυλὰς ἐπὶ
τὴν μεριδαρχίαν αὐτῶν.
Α Εσδ. 5,4 Αυτά δε είναι τα ονόματα των ανδρών, οι οποίοι
επέστρεψαν έκαστος στο μερίδιον της κληρονομίας των κατά οικογενείας και κατά
φυλάς.
Α Εσδ. 5,5 οἱ ἱερεῖς
υἱοὶ Φινεὲς υἱοῦ Ἀαρών· Ἰησοῦς
ὁ τοῦ Ἰωσεδὲκ τοῦ Σαραίου καὶ Ἰωακὶμ
ὁ τοῦ Ζοροβάβελ τοῦ Σαλαθιὴλ ἐκ τοῦ οἴκου
τοῦ Δαυίδ, ἐκ τῆς γενεᾶς Φαρές, φυλῆς δὲ Ἰούδα,
Α Εσδ. 5,5 Οι ιερείς, οι απόγονοι δηλαδή του Φινεές υιού του
Ααρών, ήσαν· Ο Ιησούς ο υιός του Ιωσιδέκ, υιού του Σαραίου και ο Ιωακείμ ο υιός
του Ζοροβάβελ υιού του Σαλαθιήλ, ο οποίος κατήγετο από τον οίκον Δαυίδ, από την
γενεάν του Φαρές και την φυλήν του Ιούδα.
Α Εσδ. 5,6 ὃς ἐλάλησεν ἐπὶ
Δαρείου τοῦ βασιλέως Περσῶν λόγους σοφοὺς ἐν τῷ
δευτέρῳ ἔτει τῆς βασιλείας αὐτοῦ μηνὶ Νισὰν
τοῦ πρώτου μηνός.
Α Εσδ. 5,6 Ο Ζοροβάβελ είναι αυτός, που ωμίλησε και είπε τόσον
σοφούς λόγους προς τον βασιλέα των Περσών, τον Δαρείον, κατά τον πρώτον μήνα,
τυν Νισάν, του δευτέρου έτους της βασιλείας του Δαρείου.
Α Εσδ. 5,7 εἰσὶ δὲ
οὗτοι οἱ ἐκ τῆς Ἰουδαίας ἀναβάντες ἐκ
τῆς αἰχμαλωσίας τῆς παροικίας, οὓς μετῴκισε
Ναβουχοδονόσορ βασιλεὺς Βαβυλῶνος εἰς Βαβυλῶνα
Α Εσδ. 5,7 Αυτοί δε είναι οι Ιουδαίοι, που επέστρεψαν από τον
τόπον της αιχμαλωσίας των και τους οποίους ο Ναβουχοδονόσορ, ο βασιλεύς της
Βαβυλώνος, είχε προηγουμένως μεταφέρει και εγκαταστήσει εις την Βαβυλώνα.
Α Εσδ. 5,8 καὶ ἐπέστρεψεν
εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ τὴν λοιπὴν Ἰουδαίαν
ἕκαστος εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν, οἱ ἐλθόντες
μετὰ Ζοροβάβελ καὶ Ἰησοῦ, Νεεμίου, Ζαραίου, Ῥησαίου,
Ἐνηνέος, Μαρδοχαίου, Βεελσάρου, Ἀσφαράσου, Ῥεελίου, Ῥοΐμου,
Βαανά, τῶν προηγουμένων αὐτῶν.
Α Εσδ. 5,8 Επέστρεψαν εις την Ιερουσαλήμ και εις την άλλην
Ιουδαίαν ο καθένας εις την πόλιν του μαζή με τον Ζοροβάβελ, τον Ιησούν, τον
Νεεμίαν, τον Ζαραίον, τυν Ρησαίον, τον Ενηνέον, τον Μαρδοχαίον, τον Βεελσάρον,
τον Ασφαράσον, τυν Ρεελίαν, τον Ροΐμον, τον Βαανά, οι οποίοι και ήσαν αρχηγοί
των.
Α Εσδ. 5,9 ἀριθμὸς τῶν
ἀπὸ τοῦ ἔθνους καὶ οἱ προηγούμενοι αὐτῶν·
υἱοὶ Φόρος δύο χιλιάδες καὶ ἑκατὸν ἑβδομηκονταδύο.
υἱοὶ Σαφὰτ τετρακόσιοι ἑβδομηκονταδύο.
Α Εσδ. 5,9 Ο αριθμός αυτών των ανδρών του Ιουδαϊκού έθνους και
των αρχηγών του ήτο ο εξής· Οι της γενεάς του Φορος ήσαν δύο χιλιάδες εκατόν
εβδομήκοντα δύο. Οι της γενεάς του Σαφάτ ήσαν τετρακόσιοι εβδομήκοντα δυο.
Α Εσδ. 5,10 υἱοὶ Ἀρὲς
ἑπτακόσιοι πεντηκονταέξ.
Α Εσδ. 5,10 Οι της γενεάς του Αρές ήσαν επτακόσιοι, πενήντα εξ.
Α Εσδ. 5,11 υἱοὶ Φαὰθ
Μωὰβ εἰς τοὺς υἱοὺς Ἰησοῦ καὶ Ἰωὰβ
δισχίλιοι ὀκτακόσιοι δεκαδύο.
Α Εσδ. 5,11 Οι της γενεάς του Φαάθ Μωάβ, δηλαδή οι απόγονοι του
Ιησού και του Ιωάβ, ήσαν δύο χιλιάδες οκτακόσιοι δώδεκα.
Α Εσδ. 5,12 υἱοὶ Ἠλὰμ
χίλιοι διακόσιοι πεντηκοντατέσσαρες. υἱοὶ Ζαθουΐ ἐνακόσιοι ἑβδομηκονταπέντε.
υἱοὶ Χορβὲ ἑπτακόσιοι πέντε. υἱοὶ Βανὶ
ἑξακόσιοι τεσσαρακονταοκτώ.
Α Εσδ. 5,12 Οι της γενεάς του Ηλάμ ήσαν χίλιοι διακόσιοι πενήντα
τέσσαρες. Οι της γενεάς του Ζαθουΐ ήσαν ενεακόσιοι εβδομήντα πέντε. Οι της
γενεάς του Χορβέ ήσαν επτακόσιοι πέντε. Οι της γενεάς του Βανί ήσαν εξακόσιοι
τεσσαράκοντα οκτώ.
Α Εσδ. 5,13 υἱοὶ Βηβαὶ
ἑξακόσιοι τριακοντατρεῖς. υἱοὶ Ἀργαὶ χίλιοι
τριακόσιοι εἰκοσιδύο.
Α Εσδ. 5,13 Οι της γενεάς του Βηβαί ήσαν εξακόσιοι τριάκοντα
τρεις. Οι της γενεάς του Αργαί ήσαν χίλιοι τριακόσιοι είκοσι δύο.
Α Εσδ. 5,14 υἱοὶ Ἀδωνικὰν
ἑξακόσιοι τριακονταεπτά. υἱοὶ Βαγοΐ δισχίλιοι ἑξακόσιοι
ἕξ. υἱοὶ Ἀδινοὺ τετρακόσιοι πεντηκοντατέσσαρες.
Α Εσδ. 5,14 Οι της γενεάς του Αδωνικάν ήσαν εξακόσιοι τριάκοντα
επτά. Οι της γενεάς του Βαγοΐ ήσαν δύο χιλιάδες εξακόσιοι εξ. Οι της γενεάς του
Αδινού τετρακόσιοι πενήντα τέσσαρες.
Α Εσδ. 5,15 υἱοὶ Ἀτὴρ
Ἐζεκίου ἐνενηκονταδύο. υἱοὶ Κιλὰν καὶ Ἀζηνὰν
ἑξηκονταεπτά. υἱοὶ Ἀζαροὺ τετρακόσιοι
τριακονταδύο.
Α Εσδ. 5,15 Οι της γενεάς του Ατήρ του Εζεκίου ήσαν ενενήντα δυο.
Οι της γενεάς του Κιλάν και Αζηνάν ήσαν εξήκοντα επτά. Οι της γενεάς του Αζαρού
ήσαν τετρακόσιοι τριάκοντα δύο.
Α Εσδ. 5,16 υἱοὶ Ἀννὶς
ἑκατὸν εἷς. υἱοὶ Ἀρὸμ τριακονταδύο. υἱοὶ
Βασαὶ τριακόσιοι εἰκοσιτρεῖς. υἱοὶ Ἀρσιφουρὶθ
ἑκατὸν δύο.
Α Εσδ. 5,16 Οι της γενεάς του Αννίς ήσαν εκατόν ένας. Οι άνθρωποι
της γενεάς του Αρόμ ήσαν τριάντα δύο. Οι της γενεάς του Βασαί ήσαν τριακόσιοι
είκοσι τρεις. Οι της γενεάς του Αρσιφουρίθ ήσαν εκατόν δύο.
Α Εσδ. 5,17 υἱοὶ Βαιτηροὺς
τρισχίλιοι πέντε. υἱοὶ ἐκ Βαιθλωμῶν ἑκατὸν
εἰκοσιτρεῖς.
Α Εσδ. 5,17 Οι άνδρες από την πόλιν Βαιτηρούς ήσαν τρεις χιλιάδες
πέντε. Οι από την πόλιν Βαιθλωμών ήσαν εκατόν είκοσι τρεις.
Α Εσδ. 5,18 οἱ ἐκ Νετωφὰς
πεντηκονταπέντε. οἱ ἐξ Ἀναθὼθ ἑκατὸν
πεντηκονταοκτώ. οἱ ἐκ Βαιθασμὼν τεσσαρακονταδύο.
Α Εσδ. 5,18 Οι από την περιοχήν Νετωφάς ήσαν πενήντα πέντε· από
την πόλιν Αναθώθ ήσαν εκατόν πενήντα οκτώ. Οι άνδρες από την Βαιθασμών ήσαν
σαράντα δυο.
Α Εσδ. 5,19 οἱ ἐκ
Καριαθιρὶ εἰκοσιπέντε. οἱ ἐκ Καφείρας καὶ Βηρὼγ
ἑπτακόσιοι τεσσαρακοντατρεῖς.
Α Εσδ. 5,19 Οι άνδρες από την Καριαθιρί ήσαν είκοσι πέντε. Οι από
την Καφείραν και την Βηρώγ ήσαν επτακόσιοι σαράντα τρεις.
Α Εσδ. 5,20 οἱ Χαδιασαὶ
καὶ Ἀμμίδιοι τετρακόσιοι εἰκοσιδύο. οἱ ἐκ Κιραμᾶς
καὶ Γαββῆς ἑξακόσιοι εἴκοσιν εἷς.
Α Εσδ. 5,20 Οι Χαδιασαί και Αμμίδιοι ήσαν τετρακόσιοι είκοσι δύο.
Οι άνδρες εκ της Κιραμάς και της Γαββής ήσαν εξακόσιοι είκοσι ένας.
Α Εσδ. 5,21 οἱ ἐκ Μακαλὼν
ἑκατὸν εἰκοσιδύο. οἱ ἐκ Βετολίω πεντηκονταδύο. υἱοὶ
Νιφὶς ἑκατὸν πεντηκονταέξ.
Α Εσδ. 5,21 Οι άνδρες από την Μακαλών ήσαν εκατόν είκοσι δύο. Οι
άνδρες εκ Βετολίω ήσαν πενήντα δύο. Οι άνδρες οι εκ του Νιφίς ήσαν εκατόν
πενήντα εξ.
Α Εσδ. 5,22 υἱοὶ
Καλαμωλάλου καὶ Ὠνοὺς ἑπτακόσιοι εἰκοσιπέντε. υἱοὶ
Ἱερεχοὺ διακόσιοι τεσαρακονταπέντε.
Α Εσδ. 5,22 Οι άνδρες εκ Καλαμωλάλου και Ωνούς ήσαν επτακόσιοι
είκοσι πέντε. Οι άνδρες Ιερεχού ήσαν διακόσιοι τεσσαράκοντα πέντε
Α Εσδ. 5,23 υἱοὶ Σανάας
τρισχίλιοι τριακόσιοι εἷς.
Α Εσδ. 5,23 Οι άνδρες οι από την Σαναά ήσαν τρεις χιλιάδες
τριακόσιοι ένας.
Α Εσδ. 5,24 οἱ ἱερεῖς
οἱ υἱοὶ Ἰεδδοὺ τοῦ Ἰησοῦ εἰς
τοὺς υἱοὺς Σανασὶβ ὀκτακόσιοι ἑβδομήκονταδύο.
υἱοὶ Ἐμμηροὺθ διακόσιοι πεντηκονταδύο.
Α Εσδ. 5,24 Οι ιερείς οι εκ της γενεάς του Ιεδδού υιού του Ιησού
δηλ. της φυλής του Σανασίβ ήσαν οκτακόσιοι εβδομήκοντα δύο. Εκ της γενεάς του
Εμμηρούθ διακόσιοι πενήντα δύο.
Α Εσδ. 5,25 υἱοὶ
Φασσούρου χίλιοι τεσσαρακονταεπτά. υἱοὶ Χαρμὶ διακόσιοι
δεκαεπτά.
Α Εσδ. 5,25 Εκ της γενεάς του Φασσούρου χίλιοι σαράντα επτά. Εκ
της γενεάς του Χαρμί διακόσιοι δέκα επτά.
Α Εσδ. 5,26 οἱ Λευῖται οἱ
υἱοὶ Ἰησοῦ καὶ Καδμιήλου καὶ Βάννου καὶ
Σουδίου ἑβδομηκοντατέσσαρες.
Α Εσδ. 5,26 Οι Λευίται ήσαν η γενεά του Ιησού δηλαδή του Καδοήλου,
Βαννου και Σουδίου εβδομήντα τέσσαρες.
Α Εσδ. 5,27 οἱ ἱεροψάλται
υἱοὶ Ἀσὰφ ἑκατὸν εἰκοσιοκτώ.
Α Εσδ. 5,27 Ιεροψάλται, οι απόγονοι του Ασάφ, ήσαν εκατόν είκοσι
οκτώ.
Α Εσδ. 5,28 οἱ θυρωροὶ υἱοὶ
Σαλούμ, υἱοὶ Ἀτάρ, υἱοὶ Τολμάν, υἱοὶ
Δακούβ, υἱοὶ Ἀτητά, υἱοὶ Τωβίς, πάντες ἑκατὸν
τριακονταεννέα.
Α Εσδ. 5,28 Οι θυρωροί ήσαν· η γενεά του Σαλούμ, η γενεά του Ατάρ,
η γενεά του Τολμάν, η γενεά του Δακούβ, η γενεά του Ατητά, η γενεά του Τωβίς,
όλοι ούτοι ήσαν εκατόν τριάντα εννέα.
Α Εσδ. 5,29 οἱ ἱερόδουλοι,
υἱοὶ Ἡσαῦ, υἱοὶ Ἀσιφά, υἱοὶ
Ταβαώθ, υἱοὶ Κηράς, υἱοὶ Σουδά, υἱοὶ
Φαλαίου, υἱοὶ Λαβανά, υἱοὶ Ἀγραβά,
Α Εσδ. 5,29 Οι υπηρέται του ναού ήσαν· η γενεά του Ησαύ, γενεά του
Ασιφά, η γενεά του Ταβαώθ, η γενεά του Κηράς, η γενεά του Σουδά, η γενεά του
Φαλαίου, η γενεά Λαβανά, η γενεά Αγραβά.
Α Εσδ. 5,30 υἱοὶ Ἀκούδ,
υἱοὶ Οὐτά, υἱοὶ Κητάβ, υἱοὶ Ἀκκαβά,
υἱοὶ Συβαΐ, υἱοὶ Ἀνάν, υἱοὶ Καθουά, υἱοὶ
Γεδδούρ,
Α Εσδ. 5,30 Η γενεά του Ακούδ, η γενεά του Ουτά, η γενεά του
Κητάβ, η γενεά του 'Ακκαβα, η γενεά του Συβαΐ, η γενεά του Ανάν, η γενεά του
Καθουά, η γενεά του Γεδδούρ,
Α Εσδ. 5,31 υἱοὶ Ἰαΐρου,
υἱοὶ Δαισάν, υἱοὶ Νοεβά, υἱοὶ Χασεβά, υἱοὶ
Καζηρά, υἱοὶ Ὀζίου, υἱοὶ Φινοέ, υἱοὶ Ἀσαρά,
υἱοὶ Βασθαΐ, υἱοὶ Ἀσσανά, υἱοὶ Μανί,
υἱοὶ Ναφισί, υἱοὶ Ἀκούφ, υἱοὶ Ἀχιβά,
υἱοὶ Ἀσούβ, υἱοὶ Φαρακέμ, υἱοὶ
Βασαλέμ,
Α Εσδ. 5,31 η γενεά του Ιαΐρου, η γενεά του Δαισάν, η γενεά του
Νοεβά, η γενεά του Χασεβά, η γενεά του Καζηρά, η γενεά του Οζίου, η γενεά του
Φινοέ, η γενεά του Ασαρά, η γενεά του Βασθαΐ, η γενεά του Ασσανά, η γενεά του
Μανί, η γενεά του Ναφισί, η γενεά του Ακούφ, η γενεά του Αχιβά, η γενεά του
'Ασουβ, η γενεά του Φαρακέμ, η γενεά του Βασαλέμ,
Α Εσδ. 5,32 υἱοὶ Μεεδδά,
υἱοὶ Κουθά, υἱοὶ Χαρέα, υἱοὶ Βαρχουέ, υἱοὶ
Σεράρ, υἱοὶ Θομοΐ, υἱοὶ Νασί, υἱοὶ Ἀτεφά.
Α Εσδ. 5,32 η γενεά του Μεεδδά, η γενεά του Κουθά, η γενεά του
Χαρέα, η γενεά του Βαρχουέ, η γενεά του Σεράρ, η γενεά του Θομοΐ, η γενεά του
Νασί και η γενεά του Ατεφά.
Α Εσδ. 5,33 υἱοὶ παίδων
Σαλωμών, υἱοὶ Ἀσσαπφιώθ, υἱοὶ Φαριρά, υἱοὶ
Ἰειηλί, υἱοὶ Λοζών, υἱοὶ Ἰσραήλ, υἱοὶ
Σαφυΐ,
Α Εσδ. 5,33 Οι απόγονοι των δούλων του Σολομώντος ήσαν η γενεά του
Ασσαπφιώθ, η γενεά του Φαριρά, η γενεά του Ιειηλί, η γενεά του Λοζών, η γενεά
του Ισραήλ, η γενεά του Σαφυί,
Α Εσδ. 5,34 υἱοὶ Ἀγιά,
υἱοὶ Φαχαρέθ, υἱοὶ Σαβιή, υἱοὶ Σαρωθί, υἱοὶ
Μισαίας, υἱοὶ Τάς, υἱοὶ Ἀδδούς, υἱοὶ
Σουβά, υἱοὶ Ἀφεῤῥά, υἱοὶ Βαρωδίς, υἱοὶ
Σαφάγ, υἱοὶ Ἀλλών.
Α Εσδ. 5,34 η γενεά του Αγιά, η γενεά του Φαχαρέθ, η γενεά του
Σαβιή, η γενεά του Σαρωθί, η γενεά του Μισσαίας, η γενεά του Τας, η γενεά του
Αδδούς, η γενεά του Σουβά, η γενεά του Αφερρά, η γενεά του Βαρωδίς, η γενεά του
Σαφάγ, η γενεά του Αλλών.
Α Εσδ. 5,35 πάντες οἱ ἱερόδουλοι
καὶ οἱ υἱοὶ τῶν παίδων Σαλωμὼν τριακόσιοι ἑβδομηκονταδύο.
Α Εσδ. 5,35 Ολοι οι υπηρέται του ναού και οι απόγονοι των δούλων
του Σολομώντος ήσαν τριακόσιοι εβδομήκοντα δύο.
Α Εσδ. 5,36 οὗτοι ἀναβάντες
ἀπὸ Θερμελὲθ καὶ Θελερσάς, ἡγούμενος αὐτῶν
Χαρααθαλὰν καὶ Ἀαλάρ.
Α Εσδ. 5,36 Αυτοί ήσαν οι Ιουδαίοι, οι οποίοι επέστρεψαν εις την
πατρίδα των από Θερμελέθ και Θελερσάς και των οποίων αρχηγοί ήσαν ο Χαρααθαλάν
και ο Ααλάρ.
Α Εσδ. 5,37 καὶ οὐκ ἠδύναντο
ἀπαγγεῖλαι τὰς πατριὰς αὐτῶν καὶ
γενεάς, ὡς ἐκ τοῦ Ἰσραήλ εἰσιν· υἱοὶ
Δαλὰν τοῦ υἱοῦ τοῦ Βαενάν, υἱοὶ Νεκωδὰν
ἑξακόσιοι πεντηκονταδύο.
Α Εσδ. 5,37 Εκείνοι οι οποίοι δεν ημπόρεσαν να πιστοποιήσουν
πειστικώς, ότι αι οικογένειαί των και η γενεά των ανήκουν εις την φυλήν του
Ισραήλ ήσαν· η γενεά του Δαλάν, υιού του Βαενάν και η γενεά του Νεκωδάν
εξακόσιοι πενήντα δύο.
Α Εσδ. 5,38 καὶ ἐκ τῶν
ἱερέων οἱ ἐμποιούμενοι ἱερωσύνης καὶ οὐχ εὑρέθησαν·
υἱοὶ Ὀβδία, υἱοὶ Ἀκβώς, υἱοὶ Ἰαδδοὺ
τοῦ λαβόντος Αὐγίαν γυναῖκα τῶν θυγατέρων Φαηζελδαίου,
καὶ ἐκλήθη ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.
Α Εσδ. 5,38 Επίσης από τους ιερείς, οι οποίοι παρουσιάσθησαν με
την αξίωσιν να ιερατεύσουν αλλά δεν ημπόρεσαν να ευρεθούν στους ιερατικούς
καταλόγους, ήσαν· η γενεά του Οβδία, η γενεά του Ακβώς, η γενεά του Ιαδδού, ο
οποίος έλαβεν ως σύζυγόν του την Αυγίαν, μίαν από τας θυγατέρας του
Φαηζελδαίου, και επήρε το όνομα αυτού.
Α Εσδ. 5,39 καὶ τούτων
ζητηθείσης τῆς γενικῆς γραφῆς ἐν τῷ καταλοχισμῷ
καὶ μὴ εὑρεθείσης, ἐχωρίσθησαν τοῦ ἱερατεύειν.
Α Εσδ. 5,39 Οταν ανεζητήθη εις τους φυλετικούς καταλόγους η
γενεαλογική των καταγωγή και δεν ευρέθη, αυτοί απεκλείσθησαν από την ιερωσύνην.
Α Εσδ. 5,40 καὶ εἶπεν αὐτοῖς
Νεεμίας καὶ Ἀτθαρίας μὴ μετέχειν τῶν ἁγίων ἕως
ἀναστῇ ἀρχιερεὺς ἐνδεδυμένος τὴν δήλωσιν καὶ
τὴν ἀλήθειαν.
Α Εσδ. 5,40 Ο Νεεμίας δε και ο Ατθαρίας απηγόρευσαν εις αυτούς να
μετέχουν εις τα άγια πράγματα, μέχρις ότου παρουσιασθή αρχιερεύς ενδεδυμένος τα
ιερά διάσημα, την Δηλωσιν και την Αλήθειαν, ο οποίος και φωτιζόμενος από τον
Θεόν θα απεφαίνετο δι' αυτούς.
Α Εσδ. 5,41 οἱ δὲ πάντες Ἰσραὴλ
ἦσαν ἀπὸ δωδεκαετοῦς καὶ ἐπάνω, χωρὶς
παίδων καὶ παιδισκῶν, μυριάδες τέσσαρες δισχίλιοι τριακόσιοι ἑξήκοντα·
παῖδες τούτων καὶ παιδίσκαι ἑπτακισχίλιοι τριακόσιοι τριακονταεπτά·
ψάλται καὶ ψαλτῳδοὶ διακόσιοι τεσσαρακονταπέντε·
Α Εσδ. 5,41 Ολος δε ο αριθμός των Ισραηλιτών από δώδεκα ετών και
άνω, χωρίς τους δούλους και τας δούλας, ήσαν σαρανταδύο χιλιάδες τριακόσιοι
εξήντα. Οι δε δούλοι και αι δούλαι αυτών ήσαν επτά χιλιάδες τριακόσιοι τριάντα
επτά. Οι ψάλται, που έπαιζαν μουσικά όργανα, και οι ψαλτωδοί ήσαν διακόσιοι
σαράντα πέντε.
Α Εσδ. 5,42 κάμηλοι τετρακόσιοι
τριακονταπέντε καὶ ἵπποι ἑπτακισχίλιοι τριακονταέξ, ἡμίονοι
διακόσιοι τεσσαρακονταπέντε, ὑποζύγια πεντακισχίλια πεντακόσια εἰκοσιπέντε.
Α Εσδ. 5,42 Αι κάμηλοι όλων αυτών ήσαν τετρακόσιαι τριάντα πέντε,
οι ίπποι των επτά χιλιάδες τριανταέξ, οι ημίονοι διακόσιοι σαράντα πέντε και οι
όνοι των πέντε χιλιάδες πεντακόσιοι είκοσι πέντε.
Α Εσδ. 5,43 καὶ ἐκ τῶν
ἡγουμένων κατὰ τάς πατριὰς ἐν τῷ παραγίνεσθαι αὐτοὺς
εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ Θεοῦ, τὸ ἐν Ἱερουσαλήμ,
ηὔξαντο ἐγεῖραι τὸν οἶκον ἐπὶ τοῦ
τόπου αὐτοῦ κατὰ τὴν αὐτῶν δύναμιν
Α Εσδ. 5,43 Μερικοί από τους αρχηγούς των οικογενειών, όταν
έφθασαν στον ναόν του Θεού εις την Ιερουσαλήμ, έταξαν δια την ανοικοδόμησιν του
ναού εις την προηγουμένην του θέσιν, ο καθένας ανάλογα με την δύναμίν των,
Α Εσδ. 5,44 καὶ δοῦναι εἰς
τὸ ἱερὸν γαζοφυλάκιον τῶν ἔργων χρυσίου μνᾶς
χιλίας καὶ ἀργυρίου μνᾶς πεντακισχιλίας καὶ στολὰς
ἱερατικὰς ἑκατόν.
Α Εσδ. 5,44 να δώσουν στο ιερόν γαζοφυλάκιον του ναού δια τα έργα,
που εμελλαν να γίνουν, χιλίας χρυσάς μνας και πέντε χιλιάδας αργυράς μνας και
εκατόν ιερατικάς στολάς.
Α Εσδ. 5,45 καὶ κατῳκίσθησαν
οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται καὶ οἱ
ἐκ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ ἐν Ἱερουσαλὴμ
καὶ τῇ χώρᾳ, οἵ τε ἱεροψάλται καὶ οἱ
θυρωροὶ καὶ πᾶς Ἰσραὴλ ἐν ταῖς κώμαις
αὐτῶν.
Α Εσδ. 5,45 Οι ιερείς και οι Λευίται και οι άλλοι Ισραηλίται από
τον λαόν εγκατεστάθησαν εις την Ιερουσαλήμ και την περιοχήν της. Οι δε
ιεροψάλται και οι θυρωροί και ο άλλος Ισραηλιτικός λαός εις τας κώμας των.
Α Εσδ. 5,46 Ἐνστάντος δὲ
τοῦ ἑβδόμου μηνὸς καὶ ὄντων τῶν υἱῶν
Ἰσραὴλ ἑκάστου ἐν τοῖς ἰδίοις, συνήχθησαν ὁμοθυμαδὸν
εἰς τὸ εὐρύχωρον τοῦ πρώτου πυλῶνος τοῦ πρὸς
τῇ ἀνατολῇ.
Α Εσδ. 5,46 Κατά δε τον έβδομον μήνα, όταν ο καθένας από τους
Ισραηλίτας είχεν εγκατασταθή πλέον εις την ιδιοκτησίαν του, συνεκεντρώθησαν
όλοι με μίαν ψυχήν εις μίαν ευρύχωρον περιοχήν της πλατείας, ενώπιον της πύλης
του ναού, που ευρίσκεται προς τας ανατολάς.
Α Εσδ. 5,47 καὶ καταστὰς Ἰησοῦς
ὁ τοῦ Ἰωσεδὲκ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ
οἱ ἱερεῖς καὶ Ζοροβάβελ ὁ τοῦ Σαλαθιὴλ
καὶ οἱ τούτου ἀδελφοὶ ἡτοίμασαν τὸ
θυσιαστήριον τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἰσραὴλ
Α Εσδ. 5,47 Τοτε ο αρχιερεύς και εθνάρχης ο Ιησούς, ο υιός του
Ιωσεδέκ, και οι ιερείς της φυλής αυτού, όπως επίσης και ο Ζοροβάβελ, ο υιός του
Σαλαθιήλ, και οι άνδρες της φυλής του ανέλαβαν και ετοίμασαν το θυσιαστήριον
του Θεού του Ισραήλ,
Α Εσδ. 5,48 προσενέγκαι ἐπ᾿
αὐτοῦ ὁλοκαυτώσεις ἀκολούθως τοῖς ἐν τῇ
Μωυσέως βίβλῳ τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ
διηγορευμένοις.
Α Εσδ. 5,48 δια να προσφέρουν εις αυτό ολοκαυτώματα, σύμφωνα με όσα
ρητώς ορίζονται στο βιβλίον του Μωϋσέως, του ανθρώπου του Θεού.
Α Εσδ. 5,49 καὶ ἐπισυνήχθησαν
αὐτοῖς ἐκ τῶν ἄλλων ἐθνῶν τῆς γῆς,
καὶ κατώρθωσαν τὸ θυσιαστήριον ἐπὶ τοῦ τόπου αὐτῶν,
ὅτι ἐν ἔχθρᾳ ἦσαν αὐτοῖς. καὶ
κατίσχυσαν αὐτοὺς πάντα τὰ ἔθνη τὰ ἐπὶ
τῆς γῆς, καὶ ἀνέφερον θυσίας κατὰ τὸν καιρὸν
καί ὁλοκαυτώματα Κυρίῳ τὸ πρωϊνὸν καὶ τὸ
δειλινὸν
Α Εσδ. 5,49 Τοτε όμως συνεκεντρώθησαν με εχθρικάς διαθέσεις
εναντίον των Ισραηλιτών μερικοί από τους λαούς της γύρω περιοχής. Αλλά οι
Ισραηλίται, παρά τας εχθρικάς διαθέσεις και πράξεις εκείνων, κατώρθωσαν να
ανεγείρουν το θυσιαστήριον στον τόπον, επί του οποίου υπήρχε προηγουμένως. Και
μολονότι όλα τα επί της χώρας εκείνης έθνη κατεπίεζαν εχθρικώς αυτούς, αυτοί
προσέφεραν τας θυσίας στον ωρισμένον καιρόν και τα ολοκαυτώματά των στον Κυριον
το πρωϊ και το απόγευμα.
Α Εσδ. 5,50 καὶ ἠγάγοσαν
τὴν τῆς σκηνοπηγίας ἑορτήν, ὡς ἐπιτέτακται ἐν
τῷ νόμῳ, καὶ θυσίας καθ᾿ ἡμέραν, ὡς προσῆκον
ἦν,
Α Εσδ. 5,50 Εώρτασαν δε και την εορτήν της Σκηνοπηγίας, όπως έχει
ορισθή στον νόμον του Μωϋσέως και καθημερινώς προσέφεραν τας θυσίας, όπως
έπρεπε.
Α Εσδ. 5,51 καὶ μετὰ ταῦτα
προσφορὰς ἐνδελεχισμοῦ καὶ θυσίας σαββάτων καὶ
νουμηνιῶν καὶ ἑορτῶν πασῶν ἡγιασμένων.
Α Εσδ. 5,51 Βραδύτερρν δε προσέφεραν τας καθημερινάς θυσίας, όπως
επίσης και τας θυσίας των Σαββάτων και της πρώτης εκάστου μηνός και θυσίας καθ'
όλας τας άλλας ιεράς τελετάς.
Α Εσδ. 5,52 καὶ ὅσοι ηὔξαντο
εὐχὴν τῷ Θεῷ, ἀπὸ τῆς νουμηνίας τοῦ
ἑβδόμου μηνὸς ἤρξαντο προσφέρειν θυσίας τῷ Θεῷ,
καὶ ὁ ναὸς τοῦ Θεοῦ οὔπω ᾠκοδόμητο.
Α Εσδ. 5,52 Οσοι δε είχαν κάμει διάφορα τάματα προς τον Θεόν, από
την πρώτην ημέραν του εβδόμου μηνός ήρχισαν να προσφέρουν αυτάς τας θυσίας προς
τον Θεόν επάνω στο θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων. Ο ναός όμως του Θεού δεν
είχεν ακόμη ανοικοδομηθή.
Α Εσδ. 5,53 καὶ ἔδωκαν ἀργύριον
τοῖς λατόμοις καὶ τέκτοσι καὶ ποτὰ καὶ βρωτὰ
καὶ χάρα τοῖς Σιδωνίοις καὶ Τυρίοις εἰς τὸ
παράγειν αὐτοὺς ἐκ τοῦ Λιβάνου ξύλα κέδρινα, διαφέρειν
σχεδίας εἰς τὸν Ἰόπης λιμένα, κατὰ τὸ πρόσταγμα τὸ
γραφὲν αὐτοῖς παρὰ Κύρου τοῦ Περσῶν
βασιλέως.
Α Εσδ. 5,53 Εδωσαν τότε χρήματα στους ξυλοκόπους, στους κτίστας,
όπως επίσης τροφάς, ποτά και έλαιον στους κατοίκους της Σιδώνος και της Τυρου,
δια να παρασκευάσουν αυτοί κέδρους από τον Λιβανον και να μεταφέρουν αυτάς με
σχεδίας στον λιμένα της Ιόπης, σύμφωνα με την γραπτήν εντολήν, την οποίαν είχε
δώσει ο Κύρος, ο βασιλεύς των Περσών,
Α Εσδ. 5,54 καὶ τῷ δευτέρῳ
ἔτει παραγενόμενος εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ Θεοῦ
εἰς Ἱερουσαλὴμ μηνὸς δευτέρου ἤρξατο Ζοροβάβελ ὁ
τοῦ Σαλαθιὴλ καὶ Ἰησοῦς ὁ τοῦ Ἰωσεδὲκ
καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτῶν καὶ οἱ ἱερεῖς
οἱ Λευῖται καὶ πάντες οἱ παραγενόμενοι ἐκ τῆς
αἰχμαλωσίας εἰς Ἱερουσαλὴμ
Α Εσδ. 5,54 Κατά το δεύτερον έτος της αφίξεώς των στον ιερόν χώρον
του ναού του Θεού εις την Ιερουσαλήμ, τον δεύτερον μήνα, ο Ζοροβάβελ ο υιός του
Σαλαθιήλ, και ο Ιησούς ο υιός του Ιωσεδέκ, και οι ομογενείς αυτών, όπως επίσης
οι ιερείς, οι Λευίται και όλοι οι επανελθόντες από την αιχμαλωσίαν εις την
Ιερουσαλήμ, ήρχισαν το έργον αυτών.
Α Εσδ. 5,55 καὶ ἐθεμελίωσαν
τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ τῇ νουμηνίᾳ τοῦ
δευτέρου μηνός, τοῦ δευτέρου ἔτους, ἐν τῷ ἐλθεῖν
εἰς τὴν Ἰουδαίαν καὶ Ἱερουσαλήμ.
Α Εσδ. 5,55 Κατά την πρώτην ημέραν του δευτέρου μηνός του δευτέρου
έτους μετά την έλευσίν των εις την Ιουδαίαν και την Ιερουσαλήμ, έθεσαν τον
θεμέλιον λίθον δια τον ναόν του Κυρίου.
Α Εσδ. 5,56 καὶ ἔστησαν
τοὺς Λευίτας ἀπὸ εἰκοσαετοῦς ἐπὶ τῶν
ἔργων τοῦ Κυρίου, καὶ ἔστη Ἰησοῦς καὶ
οἱ υἱοὶ καὶ οἱ ἀδελφοὶ καὶ
Καδμιὴλ ὁ ἀδελφὸς καὶ οἱ υἱοὶ Ἠμαδαβοῦν
καὶ οἱ υἱοὶ Ἰωδὰ τοῦ Ἡλιαδοὺδ
σὺν τοῖς υἱοῖς καὶ ἀδελφοῖς, πάντες οἱ
Λευῖται, ὁμοθυμαδὸν ἐργοδιῶκται ποιοῦντες εἰς
τὰ ἔργα ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Κυρίου. καὶ
ᾠκοδόμησαν οἱ οἰκοδόμοι τὸν ναὸν τοῦ
Κυρίου,
Α Εσδ. 5,56 Οι Λευίται από της ηλικίας των είκοσι ετών και άνω
ωρίσθησαν δια το έργον της ανοικοδομήσεως του ναού του Κυρίου. Ετσι
ετοποθέτηθησαν ο Ιησούς με τους υιούς του και τους αδελφούς του και ο Καδμιήλ ο
αδελφός πλησίον της γενεάς του Ημαδαβούν και η γενεά του Ιωδά του Ηλιαδούδ με
τους υιούς και τους αδελφούς. Ολοι οι Λευίται με μίαν ψυχήν ανέλαβαν ως
επιστάται των έργων του ναού του Κυρίου. Κατ' αυτόν τον τρύπον οι κτίσται
ανοικοδόμησαν τον ναόν του Κυρίου.
Α Εσδ. 5,57 καὶ ἔστησαν οἱ
ἱερεῖς ἐστολισμένοι μετὰ μουσικῶν καὶ
σαλπίγγων καὶ οἱ Λευῖται υἱοὶ Ἀσὰφ ἔχοντες
τὰ κύμβαλα ὑμνοῦντες τῷ Κυρίῳ καὶ εὐλογοῦντες
κατὰ Δαυὶδ βασιλέα τοῦ Ἰσραὴλ
Α Εσδ. 5,57 Οι ιερείς ήσαν όρθιοι, στολισμένοι με τας ιερατικάς
των στολάς, παίζοντες τα μουσικά όργανα και τας σάλπιγγας, οι δε Λευίται, οι
απόγονοι του Ασάφ, ήσαν επίσης εκεί παρόντες με τα κύμβαλά των υμνολογούντες
τον Κυριον και δοξάζοντες αυτόν, όπως είχε διατάξει ο Δαυίδ ο βασιλεύς του
Ισραήλ.
Α Εσδ. 5,58 καὶ ἐφώνησαν
δι᾿ ὕμνων εὐλογοῦντες τῷ Κυρίῳ, ὅτι ἡ
χρηστότης αὐτοῦ καὶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας
ἐν παντὶ Ἰσραήλ.
Α Εσδ. 5,58 Μεγαλοφώνως δε εδοξολογούσαν τον Θεόν με ύμνους
επαναλαμβάνοντες την επωδόν ότι η αγαθωσύνη και η δόξα αυτού είναι και θα είναι
εις όλον τον ισραηλιτικόν λαόν εις όλους τους αιώνας.
Α Εσδ. 5,59 καὶ πᾶς ὁ
λαὸς ἐσάλπισαν καὶ ἐβόησαν φωνῇ μεγάλῃ ὑμνοῦντες
τῷ Κυρίῳ ἐπὶ τῇ ἐγέρσει τοῦ οἴκου
Κυρίου.
Α Εσδ. 5,59 Καθ' ον δε χρόνον αι σάλπιγγες αντηχούσαν, όλοι οι
Ισραηλίται με φωνήν μεγάλην υμνολογούσαν τον Θεόν δια την ανοικοδόμησιν του
ναού του Κυρίου.
Α Εσδ. 5,60 καὶ ἤλθοσαν ἐκ
τῶν ἱερέων τῶν Λευιτῶν καὶ τῶν προκαθημένων
κατὰ τὰς πατριὰς αὐτῶν οἱ πρεσβύτεροι οἱ
ἑωρακότες τὸν πρὸ τούτου οἶκον πρὸς τὴν
τούτου οἰκοδομὴν μετὰ κλαυθμοῦ καὶ κραυγῆς
μεγάλης
Α Εσδ. 5,60 Μεταξύ εκείνων, οι οποίοι είχαν έλθει, υπήρχον και από
τους ιερείς και από τους Λευίτας και από τους αρχηγούς των πατριαρχικών φυλών
και γεροντότεροι, οι οποίοι είχαν ίδει τον προηγούμενον ναόν του Κυρίου. Αυτοί
ενθυμούμενοι την μεγαλοπρέπειαν εκείνου και συγκρίνοντες αυτόν προς την πτωχήν
εμφάνισιν του σημερινού, ανελύθησαν εις κλαυθμούς και εξέβαλαν μεγάλας
θρηνώδεις κραυγάς
Α Εσδ. 5,61 καὶ πολλοὶ διὰ
σαλπίγγων καὶ χαρᾶς μεγάλῃ τῇ φωνῇ,
Α Εσδ. 5,61 την ώραν, κατά την οποίαν πολλαί σάλπιγγες εσάλπιζαν
και η χαρά αντηχούσεν από όλους.
Α Εσδ. 5,62 ὥστε τὸν λαὸν
μὴ ἀκούειν τῶν σαλπίγγων διὰ τὸν κλαυθμὸν
τοῦ λαοῦ· ὁ γὰρ ὄχλος ἦν ὁ
σαλπίζων μεγάλως, ὥστε μακρόθεν ἀκούεσθαι.
Α Εσδ. 5,62 Τοσον όμως ισχυρός και έντονος ήτο ο ολολυγμός και ο
κλαυθμός των πρσεβυτέρων, ώστε ο λαός δεν ημπορούσε να ακούη καθαρά τα
χαρμόσυνα σαλπίσματα, μολονότι εσάλπιζαν τόσον δυνατά, ώστε αυτά τα σαλπίσματα
ηκούοντο από πολύ μακράν.
Α Εσδ. 5,63 Καὶ ἀκούσαντες
οἱ ἐχθροὶ τῆς φυλῆς Ἰούδα καὶ Βενιαμὶν
ἤλθοσαν ἐπιγνῶναι τίς ἡ φωνὴ τῶν σαλπίγγων.
Α Εσδ. 5,63 Οταν, λοιπόν, οι εχθροί της φυλής Ιούδα και της φυλής
Βενιαμίν ήκουσαν αυτά, ήλθαν, δια να μάθουν τι σημαίνουν οι ήχοι αυτοί των
σαλπίγγων.
Α Εσδ. 5,64 καὶ ἐπέγνωσαν
ὅτι οἱ ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας οἰκοδομοῦσι
τὸν ναὸν τῷ Κυρίῳ Θεῷ Ἰσραήλ,
Α Εσδ. 5,64 Και έμαθαν ότι οι Ιουδαίοι, που είχαν επανέλθει από την
αιχμαλωσίαν, ανοικοδομούν τον ναόν Κυρίου του Θεού του Ισραήλ.
Α Εσδ. 5,65 καὶ προσελθόντες ἐν
τῷ Ζοροβάβελ καὶ Ἰησοῦ καὶ τοῖς ἡγουμένοις
τῶν πατριῶν λέγουσιν αὐτοῖς· συνοικοδομήσωμεν ὑμῖν·
Α Εσδ. 5,65 Αυτοί λοιπόν επλησίασαν τον Ζοροβάβελ, τον Ιησούν και
τους αρχηγούς των πατριαρχικών οίκων και είπαν προς αυτούς· “θα συνεργασθώμεν
και ημείς μαζή σας δια την ανοικοδόμησιν του ναού,
Α Εσδ. 5,66 ὁμοίως γὰρ ὑμῖν
ἀκούομεν τοῦ Κυρίου ὑμῶν καὶ αὐτῷ ἐπιθύομεν
ἀφ᾿ ἡμερῶν Ἀσβασαρὲθ βασιλέως Ἀσσυρίων,
ὃς μετήγαγεν ἡμᾶς ἐνταῦθα.
Α Εσδ. 5,66 διότι και ημείς όπως και σεις, υπακούομεν στον ίδιον
Κυριον και προς αυτόν προσφέρομεν τας θυσίας μας, από της εποχής του Ασβασαρέθ
του βασιλέως των Ασσυρίων, ο οποίος και μετέφερεν ημάς εδώ”.
Α Εσδ. 5,67 καὶ εἶπεν αὐτοῖς
Ζοροβάβελ καὶ Ἰησοῦς καὶ οἱ ἡγούμενοι τῶν
πατριῶν τοῦ Ἰσραήλ· οὐχ ἡμῖν καὶ
ὑμῖν τοῦ οἰκοδομῆσαι τὸν οἶκον Κυρίῳ
Θεῷ ἡμῶν·
Α Εσδ. 5,67 Ο Ζοροβάβελ, ο Ιησούς και οι αρχηγοί των πατριών του
Ισραήλ απήντησαν προς αυτούς· “δεν είναι ορθόν και σύμφωνον με το θέλημα του
Θεού να ανοικοδομήσωμεν τον ναόν του Κυρίου του Θεού ημών, ημείς μαζή με σας.
Α Εσδ. 5,68 ἡμεῖς γὰρ
μόνοι οἰκοδομήσομεν τῷ Κυρίῳ τοῦ Ἰσραὴλ ἀκολούθως,
οἷς προσέταξεν ἡμῖν Κῦρος ὁ βασιλεὺς Περσῶν.
Α Εσδ. 5,68 Μονοι μας θα ανοικοδομήσωμεν τον ναόν προς τιμήν Κυρίου
του Θεού του Ισραήλ, σύμφωνα άλλωστε με όσα μας διέταξεν ο Κύρος ο βασιλεύς των
Περσών”.
Α Εσδ. 5,69 τὰ δὲ ἔθνη
τῆς γῆς ἐπικοιμώμενα τοῖς ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ
καὶ πολιορκοῦντες εἶργον τοῦ οἰκοδομεῖν.
Α Εσδ. 5,69 Τοτε τα έθνη της περιοχής εκείνης κατεπίεζαν τους εις
την Ιουδαίαν και Ιερουσαλήμ Ιουδαίους τους επολιορκούσαν και τους ημπόδιζαν από
την ανοικοδόμησιν του ναού.
Α Εσδ. 5,70 καὶ βουλὰς
δημαγωγοῦντες καὶ συστάσεις ποιούμενοι ἀπεκώλυσαν τοῦ ἀποτελεσθῆναι
τὴν οἰκοδομὴν πάντα τὸν χρόνον τῆς ζωῆς τοῦ
βασιλέως Κύρου. καὶ εἴρχθησαν τῆς οἰκοδομῆς ἔτη
δύο ἕως τῆς Δαρείου βασιλείας.
Α Εσδ. 5,70 Ωργάνωσαν επί πλέον συγκεντρώσεις μεταξύ των λαών των
και με δημαγωγίας τους παρεκίνησαν και έκαναν επιθέσεις εναντίον των Ιουδαίων, εις
τρόπον ώστε παρημπόδισαν την ολοκλήρωσιν της οικοδομής του ναού καθ' όλον τον
χρόνον της ζωής του βασιλέως Κυρου. Δυο κατά συνέχειαν έτη εμποδίσθησαν οι
Ισραηλίται από την ανοικοδόμησιν του ναού, μέχρις ότου ανεκηρύχθη βασιλεύς ο
Δαρείος.
Α ΕΣΔΡΑΣ 6
Α Εσδ. 6,1 Ἐν δὲ τῷ
δευτέρῳ ἔτει τῆς Δαρείου βασιλείας ἐπροφήτευσεν Ἀγγαῖος
καὶ Ζαχαρίας ὁ τοῦ Ἀδδὼ οἱ προφῆται ἐπὶ
τοὺς Ἰουδαίους τοὺς ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ
Ἱερουσαλὴμ ἐπὶ τῷ ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ
Ἰσραὴλ ἐπ᾿ αὐτούς.
Α Εσδ. 6,1 Κατά το δεύτερον έτος της βασιλείας του Δαρείου,
ενεφανίσθησαν προφήται ο Αγγαίος και ο Ζαχαρίας ο υιός του Αδδώ στους
Ιουδαίους, οι οποίοι ευρίσκοντο εις την Ιερουσαλήμ και επροφήτευον επί τω
ονόματι Κυρίου του Θεού του Ισραήλ.
Α Εσδ. 6,2 τότε στὰς
Ζοροβάβελ ὁ τοῦ Σαλαθιὴλ καὶ Ἰησοῦς ὁ
τοῦ Ἰωσεδὲκ ἤρξαντο οἰκοδομεῖν τὸν οἶκον
τοῦ Κυρίου τὸν ἐν Ἱερουσαλήμ, συνόντων τῶν προφητῶν
τοῦ Κυρίου βοηθούντων αὐτοῖς.
Α Εσδ. 6,2 Τοτε ο Ζοροβάβελ ο υιός του Σαλαθιήλ, και ο Ιησούς ο
υιός του Ιωσεδέκ, ήρχισαν με θάρρος και επιμονήν να ανοικοδομούν τον ναόν του
Κυρίου εις την Ιερουσαλήμ παρόντων και των προφητών αυτών του Κυρίου, οι οποίοι
και τους εβοηθούσαν.
Α Εσδ. 6,3 ἐν αὐτῷ
τῷ χρόνῳ παρῆν πρὸς αὐτοὺς Σισίννης ὁ
ἔπαρχος Συρίας καὶ Φοινίκης καὶ Σαθραβουζάνης καὶ οἱ
συνεταῖροι καὶ εἶπαν αὐτοῖς·
Α Εσδ. 6,3 Κατά τον καιρόν εκείνον ήλθαν προς τους Ιουδαίους
της Ιερουσαλήμ ο Σισίννης, ο διοικητής της Συρίας και της Φοινίκης, ο
Σαθραβουζάνης και οι σύντροφοί των και είπαν προς τους Ιουδαίους·
Α Εσδ. 6,4 τίνος ὑμῖν
συντάξαντος τὸν οἶκον τοῦτον οἰκοδομεῖτε, καὶ
τὴν στέγην ταύτην καὶ τὰ ἄλλα πάντα ἐπιτελεῖτε;
καὶ τίνες εἰσὶν οἰκοδόμοι οἱ ταῦτα ἐπιτελοῦντες;
Α Εσδ. 6,4 “ποίος είναι εκείνος ο οποίος σας έδωσε την διαταγήν
και την άδειαν να ανοικοδομήσετε τον ναόν τούτον, επάνω στον οποίον θέτετε
αυτήν την στέγην, όπως επίσης και να εκτελήτε όλα τα άλλα έργα; Ποίοι είναι οι
κτίσται, οι οποίοι εκτελούν την ανοικοδόμησιν αυτήν;”
Α Εσδ. 6,5 καὶ ἔσχοσαν
χάριν ἐπισκοπῆς γενομένης ἐπὶ τὴν αἰχμαλωσίαν
παρὰ τοῦ Κυρίου οἱ πρεσβύτεροι τῶν Ἰουδαίων
Α Εσδ. 6,5 Οι προϊστάμενοι των Ιουδαίων έδωσαν ικανοποιητικάς
εξηγήσεις και απαντήσεις και ευρήκαν χάριν ενώπιον των αρχόντων εκείνων, διότι
ο Κυριος είχεν επιβλέψει με ευμένειαν στους εκ της αιχμαλωσίας επανελθόντας.
Α Εσδ. 6,6 καὶ οὐκ ἐκωλύθησαν
τῆς οἰκοδομῆς, μέχρις οὗ ὑποσημανθῆναι
Δαρείῳ περὶ αὐτῶν καὶ προσφωνηθῆναι.
Α Εσδ. 6,6 Δια τούτο δε και δεν ημποδίσθησαν από την
ανοικοδόμησιν, μέχρις ότου το γεγονός ανεφέρθη στον Δαρείον, από τον οποίον και
ήλθεν η σχετική απάντησις.
Α Εσδ. 6,7 Ἀντίγραφον ἐπιστολῆς,
ἧς ἔγραψε Δαρείῳ καὶ ἀπέστειλαν· «Σισίννης ὁ
ἔπαρχος Συρίας καὶ Φοινίκης καὶ Σαθραβουζάνης καὶ οἱ
συνεταῖροι οἱ ἐν Συρίᾳ καὶ Φοινίκῃ ἡγεμόνες
βασιλεῖ Δαρείῳ χαίρειν.
Α Εσδ. 6,7 Αντίγραφαν της επιστολής, την οποίαν έγραψον και
έστειλαν προς τον Δαρείον, είναι το εξής· “ο Σισίννης ο διοικητής της Συρίας
και της Φοινίκης και ο Σαθραβουζάνης και οι σύντροφοί των οι ηγεμόνες εις την
Συρίαν και την Φοινίκην χαιρετίζουν ευλαβώς τον βασιλέα Δαρείον.
Α Εσδ. 6,8 πάντα γνωστὰ ἔστω
τῷ κυρίῳ ἡμῶν τῷ βασιλεῖ, ὅτι
παραγενόμενοι εἰς τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας καὶ ἐλθόντες
εἰς Ἱερουσαλὴμ τὴν πόλιν κατελάβομεν τῆς αἰχμαλωσίας
τοὺς πρεσβυτέρους τῶν Ἰουδαίων ἐν Ἱερουσαλὴμ
τῇ πόλει οἰκοδομοῦντας οἶκον τῷ Κυρίῳ
μέγαν, καινὸν διὰ λίθων ξυστῶν πολυτελῶν, ξύλων
τιθεμένων ἐν τοῖς τοίχοις,
Α Εσδ. 6,8 Ας γίνουν όλα γνωστά στον κύριον ημών τον βασιλέα.
Οτι δηλαδή ημείς μετέβημεν εις την χώραν της Ιουδαίας, ήλθομεν εις την πόλιν
της Ιερουσαλήμ και εκεί ευρήκαμεν τους αρχηγούς των Ιουδαίων, που επανήλθαν από
την αιχμαλωσίαν εις την Ιερουσαλήμ, να ανοικοδομούν μεγάλον και καινουργή ναόν
στον Κυριον με λίθους πολυτελείς πελεκητούς και με ξύλα εντιθέμενα μέσα στους
τοίχους.
Α Εσδ. 6,9 καὶ τὰ ἔργα
ἐκεῖνα ἐπὶ σπουδῆς γινόμενα καὶ εὐοδούμενον
τὸ ἔργον ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῶν καὶ
ἐν πάσῃ δόξῃ, καὶ ἐπιμελείᾳ συντελούμενον.
Α Εσδ. 6,9 Τα έργα της ανοικοδομησεως πραγματοποιούνται με
μεγάλον ζήλον και δια τούτο κατευοδώνεται ολο το έργον, το οποίον ευρίσκεται
εις τα χέρια αυτών και ολοκληρώνεται με κάθε λαμπρότητα και επιμέλειαν.
Α Εσδ. 6,10 τότε ἐπυνθανόμεθα τῶν
πρεσβυτέρων τούτων λέγοντες· τίνος ὑμῖν προστάξαντος οἰκοδομεῖτε
τὸν οἶκον τοῦτον καὶ τὰ ἔργα ταῦτα
θεμελιοῦτε;
Α Εσδ. 6,10 Τοτε ζητήσαμεν πληροφορίας από τους αρχηγούς των και
τους είπαμεν· Κατόπιν διαταγής και αδείας τίνος ανοικοδομείτε τον ναόν τούτον και
θεμελιώνετε αυτά τα έργα;
Α Εσδ. 6,11 ἐπερωτήσαμεν οὖν
αὐτοὺς εἵνεκεν τοῦ γνωρίσαι σοι καὶ γράψαι σοι τοὺς
ἀνθρώπους τοὺς ἀφηγουμένους καὶ τὴν ὀνοματογραφίαν
ᾐτοῦμεν αὐτοὺς τῶν προκαθηγουμένων.
Α Εσδ. 6,11 Τους ηρωτήσαμεν δέ, δια να γράψωμεν προς σε και σου
καταστήσωμεν γνωστούς τους ανθρώπους, που έχουν την αρχηγίαν και την ευθύνην
του έργου αυτού. Εζητήσαμεν, λοιπόν, από αυτούς τα ονόματα των αρχηγών των.
Α Εσδ. 6,12 οἱ δὲ ἀπεκρίθησαν
ἡμῖν λέγοντες· ἡμεῖς ἐσμεν παῖδες τοῦ
Κυρίου τοῦ κτίσαντος τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν·
Α Εσδ. 6,12 Εκείνοι μας απήντησαν και είπαν· Ημείς είμεθα δούλοι
Κυρίου του Θεού, ο οποίος εδιμιούργησε τον ουρανόν και την γην.
Α Εσδ. 6,13 καὶ ᾠκοδόμητο
οἶκος ἔμπροσθεν ἐτῶν πλειόνων διὰ βασιλέως τοῦ
Ἰσραὴλ μεγάλου καὶ ἰσχυροῦ καὶ ἐπετελέσθη.
Α Εσδ. 6,13 Ο ναός αυτός είχεν οικοδομηθή προηγουμένως εδώ και
πολλά χρόνια υπό ενός μεγάλου και ισχυρού βασιλέως των Ισραηλιτών και είχεν
αποπερατωθή υπ'αυτού.
Α Εσδ. 6,14 καὶ ἐπεὶ
οἱ πατέρες ἡμῶν παραπικράναντες ἥμαρτον εἰς τὸν
Κύριον τοῦ Ἰσραὴλ τὸν οὐράνιον, παρέδωκεν αὐτοὺς
εἰς χεῖρας Ναβουχοδονόσορ βασιλέως Βαβυλῶνος βασιλέως τῶν
Χαλδαίων·
Α Εσδ. 6,14 Επειδή όμως οι πρόγονοί μας ημάρτησαν και παρώργισαν
Κυριον τον Θεόν του ισραηλιτικού λαού, ο οποίος κατοικεί στον ουρανόν,
παρέδωκεν αυτούς δούλους εις τα χέρια του Ναβουχοδονόσορός, ο οποίος, με
πρωτεύουσαν την Βαβυλώνα, ήτο βασιλεύς των Χαλδαίων.
Α Εσδ. 6,15 τόν τε οἶκον
καθελόντες ἐνεπύρισαν καὶ τὸν λαὸν ἠχμαλώτευσαν εἰς
Βαβυλῶνα.
Α Εσδ. 6,15 Τοτε δε οι Χαλδαίοι εκείνοι κατεκρήμνισαν τον ναόν και
τον παρέδωσαν στο πυρ, τον δε λαόν έφεραν αιχμάλωτον εις την Βαβυλώνα.
Α Εσδ. 6,16 ἐν δὲ τῷ
πρώτῳ ἔτει βασιλεύοντος Κύρου χώρας Βαβυλωνίας ἔγραψεν ὁ
βασιλεὺς Κῦρος τὸν οἶκον τοῦτον οἰκοδομῆσαι·
Α Εσδ. 6,16 Αλλά, όταν έγινεν βασιλεύς εις την χώραν της Βαβυλώνος
Κύρος, κατά το πρώτον έτος της βασιλείας του έγραψε διαταγήν, δια της οποίας
επέτρεπε να ανοικοδομηθή ο ναός ούτος.
Α Εσδ. 6,17 καὶ τὰ ἱερὰ
σκεύη τὰ χρυσᾶ καὶ τὰ ἀργυρᾶ, ἃ ἐξήνεγκε
Ναβουχοδονόσορ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ ἐν Ἱερουσαλὴμ
καὶ ἀπηρείσατο αὐτὰ ἐν τῷ αὐτοῦ
ναῷ, πάλιν ἐξήνεγκεν αὐτὰ Κῦρος ὁ βασιλεὺς
ἐκ τοῦ ναοῦ τοῦ ἐν Βαβυλωνίᾳ, καὶ
παρεδόθη Σαβανασσάρῳ Ζοροβάβελ τῷ ἐπάρχῳ,
Α Εσδ. 6,17 Τα δε ιερά σκεύη και τα αργυρά, τα οποία ο
Ναβουχοδονόσορ είχε μεταφέρει από τον ναόν της Ιερουσαλήμ και τα είχε
τοποθετήσει στον ιδικόν του ναόν, ο βασιλεύς Κύρος τα επήρε πάλι από τον ναόν
της Βαβυλώνος και τα παρέδωκεν στον Ζοροβάβελ, ο οποίος ήτο Σαβανάσσαρος,
δηλαδή αρχηγός των Ιουδαίων.
Α Εσδ. 6,18 καὶ ἐπετάγη αὐτῷ,
καὶ ἀπήνεγκε πάντα τὰ σκεύη ταῦτα ἀποθεῖναι
ἐν τῷ ναῷ τῷ ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ
τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου οἰκοδομηθῆναι ἐπὶ
τοῦ τόπου.
Α Εσδ. 6,18 Εδόθη δε εις αυτόν η διαταγή να επανέλθη. Αυτός,
λοιπόν, επανέφερεν όλα αυτά τα ιερά σκεύη, δια να τα επανατοποθετήση στον ναόν
της Ιερουσαλήμ, αφού πρώτον ανοικοδομηθή ούτος στον τόπον, όπου υπήρχε
προηγουμένως.
Α Εσδ. 6,19 τότε ὁ Σαβανάσσαρος
παραγενόμενος ἀνεβάλετο τοὺς θεμελίους τοῦ οἴκου Κυρίου
τοῦ ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ ἀπ᾿ ἐκείνου
μέχρι τοῦ νῦν οἰκοδομούμενος οὐκ ἔλαβε
συντέλειαν.
Α Εσδ. 6,19 Τοτε ο Σαβανάσσαρος, ο διοικητής των Ιουδαίων, ήλθε
και έθεσε τα θεμέλια του ναού του Κυρίου εις την Ιερουσαλήμ. Και από την ημέραν
εκείνην έως τώρα ανοικοδομείται αυτός ο ναός, αλλά ακόμη δεν έχει αποπερατωθή
Α Εσδ. 6,20 νῦν οὖν εἰ
κρίνεται, βασιλεῦ, ἐπισκεπήτω ἐν τοῖς βασιλικοῖς
βιβλιοφυλακίοις τοῦ Κύρου·
Α Εσδ. 6,20 Εάν λοιπόν, βασιλεύ, είναι της εγκρίσεώς σου, ας
ερευνηθούν τα βασιλικά αρχεία του Κυρου.
Α Εσδ. 6,21 καὶ ἐὰν
εὑρίσκηται μετὰ τῆς γνώμης Κύρου τοῦ βασιλέως γενομένην
τὴν οἰκοδομὴν τοῦ οἴκου Κυρίου τοῦ ἐν
Ἱερουσαλὴμ καὶ κρίνηται τῷ κυρίῳ βασιλεῖ ἡμῶν,
προσφωνησάτω ἡμῖν περὶ τούτων».
Α Εσδ. 6,21 Εάν δε ευρεθή ότι η γενομένη ανοικοδόμησις του ναού
του Κυρίου εις την Ιερουσαλήμ είναι, σύμφωνος με την γνώμην του βασιλέως Κυρου,
έχει δε και την έγκρισιν του κυρίου και βασιλέως μας η εργασία αυτή, ας σταλή
προς ημάς σχετική απάντησις επί του ζητήματος τούτου”.
Α Εσδ. 6,22 Τότε ὁ βασιλεὺς
Δαρεῖος προσέταξεν ἐπισκέψασθαι ἐν τοῖς βιβλιοφυλακίοις
τοῖς κειμένοις ἐν Βαβυλῶνι, και εὑρέθη ἐν Ἐκβατάνοις
τῇ βάρει τῇ ἐν Μηδίᾳ χώρᾳ τόμος εἷς, ἐν
ᾧ ὑπομνημάτιστο τάδε·
Α Εσδ. 6,22 Τοτε ο βασιλεύς Δαρείος έδωσε διαταγήν να ερευνηθούν τα
αρχεία, τα οποία ευρίσκοντο εις την Βαβυλώνα. Εκεί, στον πύργον των Εκβατάνων
εις την χώραν της Μηδίας, ευρέθη πράγματι ένας τόμος, στον οποίον είχον
καταγραφή τα εξής·
Α Εσδ. 6,23 «Ἔτους πρώτου
βασιλεύοντος Κύρου βασιλεὺς Κῦρος προσέταξε τὸν οἶκον
τοῦ Κυρίου τὸν ἐν Ἱερουσαλὴμ οἰκοδομῆσαι,
ὅπου ἐπιθύουσι διὰ πυρὸς ἐνδελεχοῦς,
Α Εσδ. 6,23 “Κατά το πρώτον έτος της βασιλείας του Κυρου ο βασιλεύς
Κύρος έδωσε διαταγήν να ανοικοδομήσουν τον ναόν του Κυρίου τον εις την
Ιερουσαλήμ, όπου οι ιερείς των Ιουδαίων θα προσφέρουν τας θυσίας των επί του
παντοτεινού εκεί πυρός.
Α Εσδ. 6,24 οὗ τὸ ὕψος
πηχῶν ἑξήκοντα, πλάτος πηχῶν ἑξήκοντα, διὰ δόμων
λιθίνων ξυστῶν τριῶν καὶ δόμου ξυλίνου ἐγχωρίου καινοῦ
ἑνός, καὶ τὸ δαπάνημα δοθῆναι ἐκ τοῦ οἴκου
Κύρου τοῦ βασιλέως,
Α Εσδ. 6,24 Το ιερός του ναού τούτου θα είναι εξήκοντα εβραϊκοί
πήχεις, το δε πλάτος θα είναι επίσης εξήκοντα πήχεις. Ο ναός θα κτισθή με τρεις
σειράς πελεκητούς μεγάλους λίθους και με μίαν εσωτερικήν σειράν εγχωρίου
καινούργιου ξύλου. Η δαπάνη, που θα απαιτηθή, δίδεται από το βασιλικόν ταμείον
του βασιλέως Κυρου.
Α Εσδ. 6,25 καὶ τὰ ἱερὰ
σκεύη τοῦ οἴκου Κυρίου τά τε χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ,
ἃ ἐξήνεγκε Ναβουχοδονόσορ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ ἐν
Ἱερουσαλὴμ καὶ ἀπήνεγκεν εἰς Βαβυλῶνα, ἀποκατασταθῆναι
εἰς τὸν οἶκον τὸν ἐν Ἱερουσαλήμ, οὗ ἦν
κείμενα, ὅπως τεθῇ ἐκεῖ.
Α Εσδ. 6,25 Επίσης και τα ιερά σκεύη του ναού του Κυρίου, χρυσά και
αργυρά, τα οποία επήρεν ο Ναβουχοδονόσορ από τον ναόν της Ιερουσαλήμ και τα
μετέφερεν εις την Βαβυλώνα, να αποκατασταθούν πάλιν στον ναόν της Ιερουσαλήμ,
όπου προηγουμένως υπήρχον και να τοποθετηθούν εκεί”.
Α Εσδ. 6,26 προσέταξε δὲ ἐπιμεληθῆναι
Σισίννῃ ἐπάρχῳ Συρίας καὶ Φοινίκης καὶ Σαθραβουζάνῃ
καὶ τοῖς συνεταίροις καὶ τοῖς ἀποτεταγμένοις ἐν
Συρίᾳ καὶ Φοινίκῃ ἡγεμόσιν ἀπέχεσθαι τοῦ
τόπου, ἐᾶσαι δὲ τὸν παῖδα Κυρίου Ζοροβάβελ, ἔπαρχον
δὲ τῆς Ἰουδαίας, καὶ τοὺς πρεσβυτέρους τῶν Ἰουδαίων
τὸν οἶκον τοῦ Κυρίου ἐκεῖνον οἰκοδομεῖν
ἐπὶ τοῦ τόπου.
Α Εσδ. 6,26 Διέταξε, λοιπόν, ο Δαρείος τον Σισίννην διοικητήν της
Συρίας και της Φοινίκης, τον Σαθραβουζάνην και τους συντρόφους αυτών, όπως
επίσης και τους εις την Συρίαν και την Φοινίκην τοποθετημένους ηγεμόνας, να μη
επέμβουν στον τόπον της Ιερουσαλήμ, αλλά να αφήσουν ελεύθερον τον Ζοροβάβελ,
τον δούλον του Κυρίου, τον διοικητήν αυτόν της Ιουδαίας και τους πρεσβυτέρους
εκ των Ιουδαίων να ανοικοδομήσουν εκείνον τον ναόν του Κυρίου στον τόπον, όπου
υπήρχε προηγουμένως.
Α Εσδ. 6,27 καὶ ἐγὼ
δὲ ἐπέταξα ὁλοσχερῶς οἰκοδομῆσαι καὶ ἀτενίσαι,
ἵνα συμποιῶσι τοῖς ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας τῆς
Ἰουδαίας μέχρι τοῦ ἐπιτελεσθῆναι τὸν οἶκον
τοῦ Κυρίου·
Α Εσδ. 6,27 Εγώ επίσης δίδω διαταγήν να αποπερατωθή τελείως ο
ανοικοδομούμενος αυτός ναός, να προσέξουν δε όλοι και να φροντίσουν να
βοηθήσουν τους Ιουδαίους, που επανήλθαν από την αιχμαλωσίαν, στο έργον των,
μέχρις ότου αυτός ο ναός του Κυρίου έλθη εις πέρας.
Α Εσδ. 6,28 καὶ ἀπὸ
τῆς φορολογίας Κοίλης Συρίας καὶ Φοινίκης ἐπιμελῶς
σύνταξιν δίδοσθαι τούτοις τοῖς ἀνθρώποις εἰς θυσίαν τῷ
Κυρίῳ, Ζοροβάβελ ἐπάρχῳ, εἰς ταύρους καὶ κριοὺς
καὶ ἄρνας,
Α Εσδ. 6,28 Επίσης διατάσσω, όπως από τους εισπραττομένους φόρους
εις την Κοίλην Συρίαν και την Φοινίκην δίδεται τακτικώς επιχορήγησις εις αυτούς
τους ανθρώπους, στον διοικητήν Ζοροβάβελ, δια να προσφέρουν θυσίαν στον Κυριον
ταύρους και κριους και αρνία.
Α Εσδ. 6,29 ὁμοίως δὲ καὶ
πυρὸν καὶ ἅλα καὶ οἶνον καὶ ἔλαιον ἐνδελεχῶς
κατ᾿ ἐνιαυτόν, καθὼς ἂν οἱ ἱερεῖς οἱ
ἐν Ἱερουσαλὴμ ὑπαγορεύσωσιν ἀναλίσκεσθαι καθ᾿
ἡμέραν ἀναμφισβητήτως,
Α Εσδ. 6,29 Επίσης διατάσσω να δίδεται τακτικώς κάθε έτος σίτος,
αλάτι, οίνος, έλαιον, χωρίς καμμίαν αντίρρησιν, τόσα, όσα θα είπουν οι ιερείς
ότι χρειάζονται προς κατανάλωσιν κάθε ημέραν εις την Ιερουσαλήμ.
Α Εσδ. 6,30 ὅπως προσφέρωνται
σπονδαὶ τῷ Θεῷ τῷ ὑψίστῳ ὑπὲρ
τοῦ βασιλέως καὶ τῶν παίδων καὶ προσεύχωνται περὶ
τῆς αὐτῶν ζωῆς,
Α Εσδ. 6,30 Αι επιχορηγήσεις αυταί θα γίνωνται, δια να προσφέρωνται
θυσίαι προς τον Υψιστον Θεόν υπέρ του βασιλέως και των παίδων του και δια να
προσεύχωνται οι ιερείς υπέρ της ζωής αυτών.
Α Εσδ. 6,31 καὶ προστάξαι ἵνα
ὅσοι ἐὰν παραβῶσί τι τῶν γεγραμμένων καὶ ἀκυρώσωσι,
ληφθῆναι ξύλον ἐκ τῶν ἰδίων αὐτοῦ καὶ
ἐπὶ τούτου κρεμασθῆναι καὶ τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ
εἶναι βασιλικά.
Α Εσδ. 6,31 Να δοθή επίσης διαταγή, όπως καθένας ο οποίος θα παραβή
η θα ακυρώση μίαν από τας εντολάς αυτάς, να κρεμασθή επάνω εις ένα ξύλον, το
οποίον θα ληφθή από τα ανήκοντα στον οίκον του. Τα δε υπάρχοντά του να
περιέρχωνται στο βασιλικόν ταμείον.
Α Εσδ. 6,32 διὰ ταῦτα καὶ
ὁ Κύριος, οὗ τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐπικέκληται
ἐκεῖ, ἀφανίσαι πάντα βασιλέα καὶ ἔθνος, ὃς ἐκτενεῖ
τὴν χεῖρα αὐτοῦ κωλῦσαι ἢ κακοποιῆσαι
τὸν οἶκον Κυρίου ἐκεῖνον τὸν ἐν Ἱερουσαλήμ.
Α Εσδ. 6,32 Δια τούτο δε και εύχομαι, όπως Κυριος ο Θεός, του
οποίου το όνομα θα ακούεται και θα αναφέρεται εκεί, να εξαφανίση κάθε βασιλέα,
κάθε έθνος, το οποίον θα απλώση το χέρι του να εμποδίση την ανοικοδόμησιν η να
επιφέρη βλάβας στον ναόν εκείνον του Κυρίου, ο οποίος θα κτισθή εις την
Ιερουσαλήμ.
Α Εσδ. 6,33 ἐγὼ βασιλεὺς
Δαρεῖος δεδογμάτικα ἐπιμελῶς κατὰ ταῦτα
γίνεσθαι».
Α Εσδ. 6,33 Εγώ ο βασιλεύς Δαρείος διέταξα αυτά. Απαιτώ δε να
εφαρμοσθούν όλα αυτά με κάθε επιμέλειαν”.
Α ΕΣΔΡΑΣ 7
Α Εσδ. 7,1 Τότε Σισίννης ἔπαρχος
Κοίλης Συρίας καὶ Φοινίκης, καὶ Σαθραβουζάνης καὶ οἱ
συνεταῖροι κατακολουθήσαντες τοῖς ὑπὸ τοῦ
βασιλέως Δαρείου προσταγεῖσιν
Α Εσδ. 7,1 Γοτε ο Σισίννης, ο διοικητής της Κοίλης Συρίας και
της Φοινίκης, ο Σαθραβουζάνης και οι σύντροφοί των ακολουθήσαντες πιστώς τα υπό
του βασιλέως διαταχθέντα,
Α Εσδ. 7,2 ἐπεστάτουν τῶν
ἱερῶν ἔργων ἐπιμελέστερον συνεργοῦντες τοῖς
πρεσβυτέροις τῶν Ἰουδαίων καὶ ἱεροστάταις.
Α Εσδ. 7,2 επιστατούσαν οι ίδιοι περισσότερον επιμελώς εις τα
έργα του ναού και εβοηθούσαν τους πρεσβυτέρους των Ιουδαίων και τους
προϊσταμένους του ναού.
Α Εσδ. 7,3 καὶ εὔοδα ἐγίνετο
τὰ ἱερὰ ἔργα προφητευόντων Ἀγγαίου καὶ
Ζαχαρίου τῶν προφητῶν.
Α Εσδ. 7,3 Ετσι δε κατευωδώνοντο τα ιερά έργα, καθ' ον χρόνον
οι προφήται Αγγαίος και Ζαχαρίας εδίδασκον το θέλημα του Θεού και προέλεγαν τα
μέλλοντα.
Α Εσδ. 7,4 καὶ συνετέλεσαν ταῦτα
διὰ προστάγματος Κυρίου Θεοῦ Ἰσραήλ, καὶ μετὰ τῆς
γνώμης τοῦ Κύρου καὶ Δαρείου καὶ Ἀρταξέρξου βασιλέων
Περσῶν
Α Εσδ. 7,4 Ετσι δε ετελείωσαν και ωλοκληρώθησαν τα έργα της
ανοικοδομήσεως του ναού σύμφωνα με την εντολήν Κυρίου του Θεού των Ισραηλιτών
και κατόπιν αδείας του Κυρου, του Δαρείου και του Αρταξέρξου, βασιλέων των
Περσών.
Α Εσδ. 7,5 συνετελέσθη ὁ οἶκος
ὁ ἅγιος ἕως τρίτης καὶ εἰκάδος μηνὸς Ἄδαρ
τοῦ ἕκτου ἔτους βασιλέως Δαρείου.
Α Εσδ. 7,5 Ετελείωσε και ωλοκληρώθη το έργον της οικοδομής του
ιερού τούτου ναού την εικοστήν τρίτην του εβραϊκού μηνός Αδαρ κατά το έκτον
έτος της βασιλείας του βασιλέως Δαρείου.
Α Εσδ. 7,6 καὶ ἐποίησαν
οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ καὶ οἱ ἱερεῖς
καὶ οἱ Λευῖται καὶ οἱ λοιποὶ οἱ ἐκ
τῆς αἰχμαλωσίας οἱ προστεθέντες ἀκολούθως τοῖς ἐν
τῇ Μωυσέως βίβλῳ·
Α Εσδ. 7,6 Τοτε δε οι Ισραηλίται, οι ιερείς και οι Λευίται, και
όσοι από τους Ισραηλίτας είχαν επανέλθει από την αιχμαλωσίαν εις την
Ιερουσαλήμ, έπραξαν όπως αναγράφει το βιβλίον του Μωϋσέως.
Α Εσδ. 7,7 καὶ προσήνεγκαν εἰς
τὸν ἐγκαινισμὸν τοῦ ἱεροῦ τοῦ Κυρίου
ταύρους ἑκατόν, κριοὺς διακοσίους, ἄρνας τετρακοσίους,
Α Εσδ. 7,7 Προσέφεραν, δηλαδή, κατά τα εγκαίνια του ναού του
Κυρίου εκατόν ταύρους, διακοσίους κριους και τετρακόσια αρνιά.
Α Εσδ. 7,8 χιμάρους ὑπὲρ
ἁμαρτίας παντὸς τοῦ Ἰσραὴλ δώδεκα πρὸς ἀριθμόν,
ἐκ τῶν φυλάρχων τοῦ Ἰσραὴλ δώδεκα.
Α Εσδ. 7,8 Δια δε την εξιλέωσιν και εξάλειψιν των αμαρτιών όλου
του ισραηλιτικού λαού εθυσίασαν δώδεκα τράγους, προσφερθέντας υπό των δώδεκα
αρχηγών των φύλων του Ισραήλ.
Α Εσδ. 7,9 καὶ ἔστησαν
οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται κατὰ φυλὰς
ἐστολισμένοι ἐπὶ τῶν ἔργων Κυρίου Θεοῦ Ἰσραὴλ
ἀκολούθως τῇ Μωυσέως βίβλῳ καὶ οἱ θυρωροὶ ἐφ᾿
ἑκάστου πυλῶνος.
Α Εσδ. 7,9 Οι ιερείς δε και οι Λευίται ετακτοποιήθησαν και
εστάθησαν στολισμένοι με τα ιερατικά των άμφια, σύμφωνα με τας διαιρέσεις αυτών
και αναλόγως των υπηρεσιών, τας οποίας προσέφεραν εις Κυριον τον Θεόν του
Ισραήλ ακολουθούντες και εφαρμόζοντες όσα ήσαν γραμμένα στο βιβλίον του
Μωϋσέως. Επίσης παρευρέθησαν και οι θυρωροί έκαστος εις την ιδικήν του πύλην.
Α Εσδ. 7,10 καὶ ἠγάγοσαν
οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ τῶν ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας
τὸ πάσχα ἐν τῇ τεσσαρεσκαιδεκάτη τοῦ πρώτου μηνός·
ὅτι ἡγνίσθησαν οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται
ἅμα
Α Εσδ. 7,10 Ετσι οι Ισραηλίται, οι οποίοι είχον επανέλθει από την
αιχμαλωσίαν, εώρτασαν το Πασχα την δεκάτην τετάρτην του πρώτου μηνός, οι δε
ιερείς και οι Λευίται μαζή είχαν προθύμως εξαγνισθή.
Α Εσδ. 7,11 καὶ πάντες οἱ
υἱοὶ τῆς αἰχμαλωσίας, ὅτι ἡγνίσθησαν, ὅτι
οἱ Λευῖται ἅμα πάντες ἡγνίσθησαν.
Α Εσδ. 7,11 Αλλά και όλοι οι άνδρες οι οποίοι είχαν επανέλθει από
την αιχμαλωσίαν, δια να εορτάσουν το Πασχα, ηγνίσθησαν, διότι και οι Λευίται
όλοι μαζή είχαν αγνισθή.
Α Εσδ. 7,12 καὶ ἔθυσαν τὸ
πάσχα πᾶσι τοῖς υἱοῖς τῆς αἰχμαλωσίας καὶ
τοῖς ἀδελφοῖς αὐτῶν τοῖς ἱερεῦσι
καὶ ἑαυτοῖς.
Α Εσδ. 7,12 Οι δε Λευίται προσέφεραν θυσίαν τον πασχαλινόν αμνόν
δι' όλους τους Ιουδαίους, οι οποίοι είχαν επανέλθει από την αιχμαλωσίαν, δια
τους αδελφούς των τους ιερείς και δια τον εαυτόν των.
Α Εσδ. 7,13 καὶ ἐφάγοσαν
οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ οἱ ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας,
πάντες οἱ χωρισθέντες ἀπὸ τῶν βδελυγμάτων τῶν ἐθνῶν
τῆς γῆς, ζητοῦντες τὸν Κύριον.
Α Εσδ. 7,13 Από τον πασχάλιον δε αμνόν έφαγαν όχι μόνον οι
Ισραηλίται, οι οποίοι είχαν επανέλθει από την αιχμαλωσίαν, αλλά και όλοι
εκείνοι οι οποίοι απεχωρίσθησαν από τα ακάθαρτα και ασεβή έθιμα των εθνικών της
χώρας, δια να λατρεύσουν τον Κυριον.
Α Εσδ. 7,14 καὶ ἠγάγοσαν
τὴν ἑορτὴν τῶν ἀζύμων ἑπτὰ ἡμέρας
εὐφραινόμενοι ἔναντι Κυρίου,
Α Εσδ. 7,14 Εώρτασαν την εορτήν των αζύμων, δηλαδή την εορτήν του
Πασχα, επί επτά ημέρας ευφραινόμενοι ενώπιον του Κυρίου,
Α Εσδ. 7,15 ὅτι μετέστρεψε τὴν
βουλὴν τοῦ βασιλέως Ἀσσυρίων ἐπ᾿ αὐτοὺς
κατισχῦσαι τὰς χεῖρας αὐτῶν ἐπὶ τὰ
ἔργα Κυρίου Θεοῦ Ἰσραήλ.
Α Εσδ. 7,15 διότι ο Κυριος μετέστρεψε την γνώμην και απόφασιν του
βασιλέως των Ασσυρίων υπέρ των Ιουδαίων, ώστε να ενισχυθούν τα χέρια των εις τα
έργα της ανοικοδομήσεως του ναού του Κυρίου, του Θεού των Ισραηλιτών.
Α ΕΣΔΡΑΣ 8
Α Εσδ. 8,1 Καὶ μεταγενέστερος
τούτων βασιλεύοντος Ἀρταξέρξου τοῦ Περσῶν βασιλέως προσέβη Ἔσδρας
Σαραίου, τοῦ Ἐζεχρίου, τοῦ Χελκίου τοῦ Σαλήμου,
Α Εσδ. 8,1 Επειτα από τα γεγονότα αυτά, μετά πάροδον δηλαδή
μερικών δεκαετιών, όταν βασιλεύς των Περσών ήτο ο Αρταξέρξης, επανήλθεν από την
αιχμαλωσίαν εις την πατρίδα του ο Εσδρας ο υιός του Σαραίου, υιού του Εζεχρίου,
υιού του Χελκίου, υιοί του Σαλήμου,
Α Εσδ. 8,2 τοῦ Σαδδούκου, τοῦ
Ἀχιτώβ, τοῦ Ἀμαρίου, τοῦ Ὀζίου, τοῦ Βοκκά,
τοῦ Ἀβισαΐ, τοῦ Φινεές, τοῦ Ἐλεάζαρ, τοῦ Ἀαρὼν
τοῦ ἱερέως τοῦ πρώτου.
Α Εσδ. 8,2 υιού του Σαδδούκου, υιού του Αχιτώβ, υιού του
Αμαρίου, υιού του Οζίου, υιού του Βοκά, υιού του Αβισαΐ, υιού του Φινεές, υιού
του Ελεάζαρ, υιού του Ααρών του πρώτου αρχιερέως.
Α Εσδ. 8,3 οὗτος Ἔσδρας
ἀνέβη ἐκ Βαβυλῶνος ὡς γραμματεὺς εὐφυὴς
ὢν ἐν τῷ Μωυσέως νόμῳ τῷ ἐκδεδομένῳ ὑπὸ
τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἰσραήλ,
Α Εσδ. 8,3 Αυτός ο Εσδρας επανήλθεν από την Βαβυλώνα εις την
Ιερουσαλήμ και ήτο ευφυής γραμματεύς, βαθύς γνώστης του νόμου του Μωϋσέως, ο
οποίος είχε δοθή από τον Θεόν στον ισραηλιτικόν λαόν.
Α Εσδ. 8,4 καὶ ἔδωκεν αὐτῷ
ὁ βασιλεὺς δόξαν, εὑρόντος χάριν ἐνώπιον αὐτοῦ
ἐπὶ πάντα τὰ ἀξιώματα αὐτοῦ.
Α Εσδ. 8,4 Ο βασιλεύς ιδιαιτέρως τον εδόξασε, διότι αυτός
ευρήκε χάριν ενώπιον του βασιλέως, ώστε ο βασιλεύς να εκπληρώση όλα τα αιτήματά
του.
Α Εσδ. 8,5 καὶ συνανέβησαν ἐκ
τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ καὶ τῶν ἱερέων
καὶ Λευιτῶν καὶ ἱεροψαλτῶν καὶ θυρωρῶν
καὶ ἱεροδούλων εἰς Ἱερουσαλὴμ
Α Εσδ. 8,5 Μαζή δέ με αυτόν ανέβησαν συγχρόνως εις την
Ιερουσαλήμ και άλλοι Ισραηλίται, ιερείς, Λευίται, ιεροψάλται, θυρωροί και
υπηρέται του ναού.
Α Εσδ. 8,6 ἔτους ἑβδόμου
βασιλεύοντος Ἀρταξέρξου ἐν τῷ πέμπτῳ μηνὶ (οὗτος
ἐνιαυτὸς ἕβδομος τῷ βασιλεῖ). ἐξελθόντες γὰρ
ἐκ Βαβυλῶνος τῇ νουμηνίᾳ τοῦ πρώτου μηνὸς
παρεγένοντο εἰς Ἱερουσαλὴμ κατὰ τὴν δοθεῖσαν
αὐτοῖς εὐοδίαν παρὰ τοῦ Κυρίου ἐπ᾿ αὐτῷ·
Α Εσδ. 8,6 Ανέβησαν δε αυτοί κατά το έβδομον έτος της βασιλείας
του Αρταξέρξου, τον πέμπτον μήνα (αυτό είναι το έβδομον έτος της βασιλείας του
Αρταξέρξου). Ανεχώρησαν από την Βαβυλώνα την πρώτην ημέραν του πρώτου μηνός και
έφθασαν απροσκόπτως εις την Ιερουσαλήμ, διότι ο Κυριος, μέσω του Εσδρα,
κατευώδωσε την πορείαν αυτών.
Α Εσδ. 8,7 ὁ γὰρ Ἔσδρας
πολλὴν ἐπιστήμην περιεῖχεν εἰς τὸ μηδὲν
παραλιπεῖν τῶν ἐκ τοῦ νόμου Κυρίου καὶ ἐκ τῶν
ἐντολῶν διδάξαι πάντα τὸν Ἰσραὴλ δικαιώματα καὶ
κρίματα.
Α Εσδ. 8,7 Ο δε Εσδρας κατείχεν εις βάθος και πλάτος μεγάλην
γνώσιν της Αγίας Γραφής. Δεν ήθελε δε τίποτε να παραλείψη από τον Νομον και τας
εντολάς του Κυρίου, αλλά επιθυμούσε να διδάξη εις όλον τον ισραηλιτικόν λαόν
τον Νομον και τας κρίσστου Κυρίου.
Α Εσδ. 8,8 Προσπεσόντος δὲ τοῦ
γραφέντος προστάγματος παρὰ Ἀρταξέρξου βασιλέως πρὸς Ἔσδραν
τὸν ἱερέα καὶ ἀναγνώστην τοῦ νόμου Κυρίου, οὗ
ἐστιν ἀντίγραφον τὸ ὑποκείμενον·
Α Εσδ. 8,8 Από το υπογραφέν δε αυτό διάταγμα του βασιλέως
Αρταξέρξου προς τον Εσδραν τον ιερέα και αναγνώστην του νόμου του Κυρίου,
ευρέθη ένα αντίγραφον, το οποίον περιέχει τα εξής·
Α Εσδ. 8,9 «Βασιλεὺς Ἀρταξέρξης
Ἔδρᾳ τῷ ἱερεῖ καὶ ἀναγνώστῃ τοῦ
νόμου Κυρίου χαίρειν.
Α Εσδ. 8,9 “Ο βασιλεύς Αρταξέρξης χαιρετίζει τον Εσδραν, τον
ιερέα και αναγνώστην του νόμου του Κυρίου.
Α Εσδ. 8,10 καὶ τὰ
φιλάνθρωπα ἐγὼ κρίνας προσέταξα τοὺς βουλομένους ἐκ τοῦ
ἔθνους τῶν Ἰουδαίων αἱρετίζοντας καὶ τῶν ἱερέων
καὶ τῶν Λευιτῶν, καὶ τῶνδε ἐν τῇ ἡμετέρᾳ
βασιλείᾳ, συμπορεύεσθαί σοι εἰς Ἱερουσαλήμ.
Α Εσδ. 8,10 Επειδή εγώ τρέφω φιλάνθρωπα αισθήματα προς σας τους
Ιουδαίους, διέταξα, όπως όσοι από το έθνος των Ιουδαίων, οι οποίοι ευρίσκονται
στο βασίλειόν μου, επιθυμούν μαζή με τους ιερείς και τους Λευίτας να επανέλθουν
εις την πατρίδα των, ας πορευθούν μαζή με σε εις την Ιερουσαλήμ.
Α Εσδ. 8,11 ὅσοι οὖν ἐνθυμοῦνται,
συνεξορμάσθωσαν καθάπερ δέδοκται ἐμοί τε καὶ τοῖς ἑπτὰ
φίλοις συμβουλευταῖς,
Α Εσδ. 8,11 Οσοι λοιπόν επιθυμούν ημπορούν να ξεκινήσουν μαζή
σου, όπως εφάνη καλόν εις εμέ και στους επτά φίλους συμβούλους μου.
Α Εσδ. 8,12 ὅπως ἐπισκέψωνται
τὰ κατὰ τὴν Ἰουδαίαν καὶ Ἱερουσαλὴμ ἀκολούθως
ᾧ ἔχει ἐν τῷ νόμῳ Κυρίου,
Α Εσδ. 8,12 Αυτοί θα επιστρέψουν μαζή σου, δια να φροντίσουν δια
τα πράγματα της Ιουδαίας και της Ιερουσαλήμ, σύμφωνα με όσα περιέχονται στον
νόμον του Κυρίου.
Α Εσδ. 8,13 καὶ ἀπενεγκεῖν
δῶρα τῷ Κυρίῳ τοῦ Ἰσραήλ, ἃ ηὐξάμην ἐγώ
τε καὶ οἱ φίλοι, εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ πᾶν
χρυσίον καὶ ἀργύριον, ὃ ἐὰν εὑρεθῇ ἐν
τῇ χώρᾳ τῆς Βαβυλωνίας, τῷ Κυρίῳ εἰς Ἱερουσαλὴμ
σὺν τῷ δεδωρημένῳ ὑπὸ τοῦ ἔθνους εἰς
τὸ ἱερὸν τοῦ Κυρίου Θεοῦ αὐτῶν τὸ
ἐν Ἱερουσαλὴμ
Α Εσδ. 8,13 Και θα μεταφέρουν, δια να προσφέρουν εκ μέρους μου, τα
δώρα στον Κυριον τον Θεόν των Ισραηλιτών, τα οποία ετάξαμεν εγώ και οι φίλοι
μου, όπως επίσης και κάθε χρυσίον και αργύριον, το οποίον ήθελεν εξευρεθή εις
την χώραν της Βαβυλώνος, δια να προσφερθή στον Κυριον εις την Ιερουσαλήμ, μαζή
με εκείνο το οποίον ο λαός θα προσέφερε δια τον ιερόν ναόν της Ιερουσαλήμ.
Α Εσδ. 8,14 συναχθῆναι, τό τε
χρυσίον καὶ τὸ ἀργύριον εἰς ταύρους καὶ κριοὺς
καὶ ἄρνας καὶ τὰ τούτοις ἀκόλουθα,
Α Εσδ. 8,14 Αυτοί επίσης θα φροντίσουν, να συγκεντρώσουν το
χρυσίον και το αργύριον, ώστε να αγοράσουν ταύρους και κριους και αρνιά και όσα
αλλά χρειάζονται δια τας σχετικάς θυσίας,
Α Εσδ. 8,15 ὥστε προσενεγκεῖν
θυσίας τῷ Κυρίῳ ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον τοῦ
Κυρίου Θεοῦ αὐτῶν τὸ ἐν Ἱερουσαλήμ.
Α Εσδ. 8,15 ώστε να ημπορέσουν να προσφέρουν θυσίας προς τον
Κυριον επάνω στο θυσιαστήριον Κυρίου του Θεού των, εις την Ιερουσαλήμ.
Α Εσδ. 8,16 καὶ πάντα, ὅσα
ἐὰν βούλῃ μετὰ τῶν ἀδελφῶν σου ποιῆσαι
χρυσίῳ καὶ ἀργυρίῳ, ἐπιτέλει κατὰ τὸ
θέλημα τοῦ Θεοῦ σου,
Α Εσδ. 8,16 Και όσα άλλα θέλεις μαζή με τους συμπατριώτας σου να
προσφέρης χρυσόν και άργυρον, κάμε τα σύμφωνα με το θέλημα του Θεού σου.
Α Εσδ. 8,17 καὶ τὰ ἱερὰ
σκεύη τοῦ Κυρίου τὰ διδόμενά σοι εἰς τὴν χρείαν τοῦ
ἱεροῦ τοῦ Θεοῦ σου τοῦ ἐν Ἱερουσαλὴμ
Α Εσδ. 8,17 Και τα ιερά σκεύη του ναού του Κυρίου, τα οποία θα σου
δοθούν δια τας ανάγκας του εις την Ιερουσαλήμ ναού του Θεού σου, θα τα
παραλάβης μαζή σου.
Α Εσδ. 8,18 καὶ τὰ λοιπὰ
ὅσα ἂν ὑποπίπτῃ σοι εἰς τὴν χρείαν τοῦ
ἱεροῦ τοῦ Θεοῦ σου δώσεις ἐκ τοῦ βασιλικοῦ
γαζοφυλακίου.
Α Εσδ. 8,18 Και όσα άλλα θα κρίνης απαραίτητα δια την ανάγκην του
ναού του Θεού σου θα τα πάρης και θα τα προσφέρης από το βασιλικόν
θησαυροφυλάκιον.
Α Εσδ. 8,19 κἀγὼ ἰδοὺ
Ἀρταξέρξης βασιλεὺς προσέταξας τοῖς γαζοφύλαξι Συρίας καὶ
Φοινίκης, ἵνα ὅσα ἐὰν ἀποστείλῃ Ἔσδρας
ὁ ἱερεὺς καὶ ἀναγνώστης τοῦ νόμου τοῦ
Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, ἐπιμελῶς διδῶσιν ἕως
ἀργυρίου ταλάντων ἑκατόν,
Α Εσδ. 8,19 Εγώ δε ο ίδιος ο βασιλεύς Αρταξέρξης διέταξα τους
θησαυροφύλακας της Συρίας και της Φοινίκης, όσα θα ζητήοη ο ιερεύς Εσδρας, ο
αναγνώστης του νόμου του Θεού του Υψίστου να τα χορηγήσουν προθύμως μέχρι
εκατόν τάλαντα αργυρίου.
Α Εσδ. 8,20 ὁμοίως δὲ καὶ
ἕως πυροῦ κόρων ἑκατὸν καὶ οἴνου μετρητῶν
ἑκατὸν
Α Εσδ. 8,20 Ομοίως δε να χορηγήσουν σίτον μέχρις εκατόν κόρους και
οίνον μέχρις εκατόν μετρητάς·
Α Εσδ. 8,21 καὶ ἄλλα ἐκ
πλήθους· πάντα κατὰ τὸν τοῦ Θεοῦ νόμον ἐπιτελεσθήτω
ἐπιμελῶς τῷ Θεῷ τῷ Ὑψίστῳ, ἕνεκεν
τοῦ μὴ γενέσθαι ὀργὴν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ
βασιλέως καὶ τῶν υἱῶν αὐτοῦ.
Α Εσδ. 8,21 και πολλά άλλα. Ολα δε πρέπει να εκτελεσθούν με
επιμέλειαν σύμφωνα με τον νόμον του Θεού του Υψίστου, δια να μη πέση οργή του
Θεού εναντίον του βασιλέως και των υιών αυτού.
Α Εσδ. 8,22 καὶ ὑμῖν
δὲ λέγεται ὅπως πᾶσι τοῖς ἱερεῦσι καὶ
τοῖς Λευίταις καὶ ἱεροψάλταις καὶ θυρωροῖς καὶ
ἱεροδούλοις καὶ πραγματικοῖς τοῦ ἱεροῦ
τούτου μηδὲ μία φορολογία μηδὲ ἄλλη ἐπιβουλὴ
γίνηται, καὶ μηδένα ἔχειν ἐξουσίαν ἐπιβαλεῖν τι
τούτοις.
Α Εσδ. 8,22 Ακόμη δε διδώ εντολήν και καθιστώ γνωστόν εις σας, όπως
εις όλους τους ιερείς, τους Λευίτας, τους ιεροψάλτας, τους θυρωρούς, τους
υπηρέτας του ναού και το άλλο προσωπικόν που ασχολείται στο ιερόν τούτο, μη επιβληθή
καμμία φορολογία, ούτε και καμμία άλλη ενόχλησις θα γίνεται εις αυτούς και
κανείς δεν θα έχη την εξουσίαν να επιβάλη κάτι εις αυτούς.
Α Εσδ. 8,23 καὶ σύ, Ἔσδρα,
κατὰ τὴν σοφίαν τοῦ Θεοῦ ἀνάδειξον κριτὰς
καὶ δικαστάς, ὅπως δικάζωσιν ἐν ὅλῃ Συρίᾳ
καὶ Φοινίκῃ πάντας τοὺς ἐπισταμένους τὸν νόμον τοῦ
Θεοῦ σου· καὶ τοὺς μή ἐπισταμένους διδάξεις.
Α Εσδ. 8,23 Και συ, Εσδρα, σύμφωνα με την σοφίαν του Θεού, πρέπει
να αναδείξης διοικητάς και δικαστάς, δια να δικάζουν τους Ιουδαίους εις όλην
την Συρίαν και την Φοινίκην, εκείνους οι οποίοι γνωρίζουν τον νόμον του Θεού,
εκείνους δε οι οποίοι δεν γνωρίζουν τον Νομον θα τους διδάξης.
Α Εσδ. 8,24 καὶ πάντες, ὅσοι
ἂν παραβαίνωσι τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ σου καὶ τὸν
βασιλικόν, ἐπιμελῶς κολασθήσονται, ἐάν τε καὶ θανάτῳ·
ἐάν τε καὶ τιμωρίᾳ ἢ ἀργυρικῇ ζημίᾳ ἢ
ἀπαγωγῇ».
Α Εσδ. 8,24 Ολοι δε εκείνοι, οι οποίοι παραβαίνουν τον νόμον του
Θεού σου η τον βασιλικόν νόμον, θα τιμωρούνται αυστηρώς η με θάνατον η με άλλην
σχετικήν τιμωρίαν, με χρηματικόν, δηλαδή, πρόστιμον η με εξορίαν”.
Α Εσδ. 8,25 Καὶ εἶπεν Ἔσδρας
ὁ γραμματεύς· εὐλογητὸς μόνος Κύριος ὁ Θεὸς
τῶν πατέρων μου ὁ δοὺς ταῦτα εἰς τὴν
καρδίαν τοῦ βασιλέως, δοξάσαι τὸν οἶκον αὐτοῦ τὸν
ἐν Ἱερουσαλήμ,
Α Εσδ. 8,25 Είπε τότε ο γραμματεύς Εσδρας· “ας είναι δοξασμένος ο
μόνος Κυριος, ο Θεός των πατέρων μου, ο οποίος ενέβαλεν αυτά τα αισθήματα και
αυτάς τας αποφάσεις εις την καρδίαν του βασιλέως, δια να δοξάση τον ναόν αυτού,
που ευρίσκεται εις την Ιερουσαλήμ.
Α Εσδ. 8 ,26 καὶ ἐμὲ
ἐτίμησεν ἐναντίον τοῦ βασιλέως καὶ τῶν
συμβουλευόντων καὶ πάντων τῶν φίλων καὶ μεγιστάνων αὐτοῦ.
Α Εσδ. 8,26 Αλλά και εμέ εδόξασεν ο Θεός ενώπιον του βασιλέως και
των συμβούλων του και όλων των φίλων και μεγιστάνων.
Α Εσδ. 8,27 καὶ ἐγὼ
εὐθαρσὴς ἐγενόμην κατὰ τὴν ἀντίληψιν Κυρίου
τοῦ Θεοῦ μου καὶ συνήγαγον ἄνδρας ἐκ τοῦ Ἰσραὴλ
ὥστε συναναβῆναί μοι.
Α Εσδ. 8,27 Εγώ δε βλέπων ολοφάνερα την βοήθειαν αυτήν του Κυρίου
επήρα θάρρος και συνεκέντρωσα ανθρώπους από τον Ισραηλιτικόν λαόν, δια να
αναβούν μαζή με εμέ εις την Ιερουσαλήμ.
Α Εσδ. 8,28 Καὶ οὗτοι οἱ
προηγούμενοι κατὰ τὰς πατριὰς αὐτῶν καὶ τὰς
μεριδαρχίας οἱ ἀναβάντες μετ᾿ ἐμοῦ ἐκ Βαβυλῶνος
ἐν τῇ βασιλείᾳ Ἀρταξέρξου τοῦ βασιλέως·
Α Εσδ. 8,28 Οι αρχηγοί δε του λαού κατά τας γενεάς και τας
οικογενείας αυτών, οι οποίοι ανέβησαν μαζή με εμέ από την Βαβυλώνα εις την
Ιερουσαλήμ επί της βασιλείας του βασιλέως Αρταξέρζου ήσαν οι εξής·
Α Εσδ. 8,29 ἐκ τῶν υἱῶν
Φινεές, Γηρσών· ἐκ τῶν υἱῶν Ἰαθαμάρου,
Γαμαλιήλ· ἐκ τῶν υἱῶν Δαυίδ, Λαττοὺς ὁ
Σεχενίου·
Α Εσδ. 8,29 Από την γενεάν του Φινεές ο Γηρσών. Από την γενεάν του
Ιαθαμάρου ο Γαμαλιήλ. Από την γενεάν του Δαυίδ ο Λαττούς, ο υιός του Σεχενίου.
Α Εσδ. 8,30 ἐκ τῶν υἱῶν
Φόρος, Ζαχαρίας καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἀπεγράφησαν ἄνδρες
ἑκατὸν πεντήκοντα·
Α Εσδ. 8,30 Από την γενεάν του Φορος ο Ζαχαρίας και άλλοι εκατόν
πενήντα άνδρες, οι οποίοι κατεγράφησαν να επανέλθουν μαζή του.
Α Εσδ. 8,31 ἐκ τῶν υἱῶν
Φαὰθ Μωάβ, Ἐλιαωνίας Ζαραίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ
ἄνδρες διακόσιοι·
Α Εσδ. 8,31 Από την γενεάν του Φαάθ Μωάβ, ο Ελιαωνίας, υιός του
Ζαραίου και οι μαζή με αυτόν διακόσιοι άνδρες.
Α Εσδ. 8,32 ἐκ τῶν υἱῶν
Ζαθόης, Σεχενίας Ἰεζήλου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἄνδρες
τριακόσιοι· ἐκ τῶν υἱῶν Ἀδίν, Ὠβὴθ
Ἰωνάθου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἄνδρες διακόσιοι
πεντήκοντα·
Α Εσδ. 8,32 Από την γενεάν του Ζαθόης ο Σεχενίας, ο υιός του
Ιεζήλου, και μαζή με αυτόν άλλοι τριακόσιοι άνδρες. Από την γενεάν του Αδίν, ο
Ωβήθ, υιός του Ιωνάθου, και μαζή με αυτόν διακόσιοι πενήντα άνδρες.
Α Εσδ. 8,33 ἐκ τῶν υἱῶν
Ἠλάμ, Ἰεσίας Γοθολίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἄνδρες
ἑβδομήκοντα·
Α Εσδ. 8,33 Από την γενεάν του Ηλάμ ο Ιεσίας υιός του Γοθολίου,
και μαζή με αυτόν εβδομήκοντα άνδρες.
Α Εσδ. 8,34 ἐκ τῶν υἱῶν
Σαφατίου, Ζαραΐας Μιχαήλου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἄνδρες ἑβδομήκοντα·
Α Εσδ. 8,34 Από την γενεάν του Σαφατίου ο Ζαραΐας, υιός του
Μιχαήλου, και μαζή με αυτόν εβδομήκοντα άνδρες.
Α Εσδ. 8,35 ἐκ τῶν υἱῶν
Ἰωάβ, Ἀβαδίας Ἰεζήλου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἄνδρες
διακόσιοι δεκαδύο·
Α Εσδ. 8,35 Από την γενεάν του Ιωάβ ο Αβαδίας, υιός του Ιεζήλου,
και μαζή με αυτόν άλλοι διακόσιοι δώδεκα άνδρες.
Α Εσδ. 8,36 ἐκ τῶν υἱῶν
Βανίας, Σαλιμὼθ Ἰωσαφίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἄνδρες
ἑξήκοντα καὶ ἑκατόν·
Α Εσδ. 8,36 Από την γενεάν του Βανία ο Σαλιμώθ, υιός του Ιωσαφίου,
και μαζή με αυτόν εκατόν εξήκοντα άνδρες.
Α Εσδ. 8,37 ἐκ τῶν υἱῶν
Βαβί, Ζαχαρίας Βηβαΐ καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἄνδρες εἰκοσιοκτώ·
Α Εσδ. 8,37 Από την γενεάν του Βαβί ο Ζαχαρίας, υιός του Βηβαΐ,
και οι μαζή με αυτόν εικοσιοκτώ άνδρες.
Α Εσδ. 8,38 ἐκ τῶν υἱῶν
Ἀστάθ, Ἰωάννης Ἀκατὰν καὶ μετ᾿ αὐτοῦ
ἄνδρες ἑκατὸν δέκα·
Α Εσδ. 8,38 Από την γενεάν του Αστάθ ο Ιωάννης, υιός του Ακατάν,
και μαζή με αυτόν εκατόν δέκα άνδρες.
Α Εσδ. 8,39 ἐκ τῶν υἱῶν
Ἀδωνικάμ, οἱ ἔσχατοι καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα
αὐτῶν· Ἐλιφαλὰ τοῦ Γεουὴλ καὶ
Σαμαίας καὶ μετ᾿ αὐτῶν ἄνδρες ἑβδομήκοντα·
Α Εσδ. 8,39 Από την γενεάν του Αδωνικάμ οι τελευταίοι, των οποίων
τα ονόματα είναι· Ελιφαλά υιός του Γεουήλ και Σαμαίας και μαζή με αυτούς
εβδομήκοντα άνδρες.
Α Εσδ. 8,40 ἐκ τῶν υἱῶν
Βαγώ, Οὐθὶ ὁ τοῦ Ἰσταλκούρου καὶ μετ᾿
αὐτοῦ ἄνδρες ἑβδομήκοντα.
Α Εσδ. 8,40 Από την γενεάν του Βαγώ ο Ουθί, υιός του Ισταλκούρου,
και μαζή με αυτόν εβδομήκοντα άνδρες.
Α Εσδ. 8,41 Καὶ συνήγαγον αὐτοὺς
ἐπὶ τὸν λεγόμενον Θερὰν ποταμόν, καὶ
παρενεβάλομεν ἡμέρας τρεῖς αὐτόθι, καὶ κατέμαθον αὐτούς.
Α Εσδ. 8,41 Εγώ ο Εσδρας συνεκέντρωσα αυτούς εις ποταμόν τον
λεγόμενον Θεράν. Εκεί κατεσκηνώσαμεν επί τρεις ημέρας, τους επεθεώρησα και τους
εγνώρισα.
Α Εσδ. 8,42 καὶ ἐκ τῶν
ἱερέων καὶ ἐκ τῶν λευιτῶν οὐχ εὑρὼν
ἐκεῖ
Α Εσδ. 8,42 Επειδή όμως μεταξύ αυτών δεν ευρήκα αρκετούς από τους
ιερείς και τους Λευίτας,
Α Εσδ. 8,43 ἀπέστειλα πρὸς
Ἐλεάζαρον καὶ Ἰδουῆλον καὶ Μαιὰ καὶ
Μασμὰν καὶ Ἀλναθὰν καὶ Σαμαίαν καὶ Ἰώριβον,
Νάθαν, Ἐννατάν, Ζαχαρίαν καὶ Μοσόλλαμον τοὺς ἡγουμένους
καὶ ἐπιστήμονας
Α Εσδ. 8,43 έστειλα προς τον Ελεάζαρον ανθρώπους, τον Ιδουήλον, τον
Μαια, τον Μασμάν, τον Αλναθάν, τον Σαμαίαν, τον Ιώριβον, τον Ναθαν, τον
Εννατάν, τον Ζαχαρίαν και τον Μοσόλλαμον, οι οποίοι ήσαν αρχηγοί και συνετοί,
μορφωμένοι άνδρες.
Α Εσδ. 8,44 καὶ εἶπα αὐτοῖς
ἐλθεῖν πρὸς Λοδδαῖον τὸν ἡγούμενον τὸν
ἐν τῷ τόπῳ τοῦ γαζοφυλακίου,
Α Εσδ. 8,44 Τους έδωσα εντολήν να έλθουν να αναζητήσουν και να
εύρουν τον Λοδδαίον, τον αρχηγόν, ο οποίος συνήθως ευρίσκετο εις την θέσιν του
θησαυροφυλακίου.
Α Εσδ. 8,45 ἐντειλάμενος αὐτοῖς
διαλεχθῆναι Λοδδαίῳ καὶ τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ
καὶ τοῖς ἐν τῷ τόπῳ γαζοφύλαξιν ἀποστεῖλαι
ἡμῖν τοὺς ἱερατεύσοντας ἐν τῷ οἴκῳ
τοῦ Κυρίου ἡμῶν.
Α Εσδ. 8,45 Εδωσα εντολήν εις αυτούς, όπως μαζή με τον Λοδδαίον και
τους συντρόφους αυτού και τους εκεί αρχηγούς του θησαυροφυλακίου συνεννοηθούν,
δια να αποστείλουν αυτοί προς ημάς ιερείς και Λευίτας, ώστε να υπηρετούν στον
ναόν του Κυρίου και Θεού μας.
Α Εσδ. 8,46 καὶ ἤγαγον ἡμῖν
κατὰ τὴν κραταιὰν χεῖρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν
ἄνδρας ἐπιστήμονας τῶν υἱῶν Μοολὶ τοῦ
Λευὶ τοῦ Ἰσραήλ, Ἀσεβηβίαν καὶ τοὺς υἱοὺς
αὐτοῦ καὶ τοὺς ἀδελφούς, ὄντας δέκα καὶ
ὀκτώ,
Α Εσδ. 8,46 Εκείνοι υπό την κραταιάν χείρα του Κυρίου ημών ωδήγησαν
προς ημάς συνετούς και μορφωμένους άνδρας από την γενεάν του Μοολί, απογόνου
του Λευι, υιού του Ιακώβ· Τον 'Ασεβηβιαν με τους υιούς και τους αδελφούς του,
οι οποίοι ήσαν εν όλω δέκα οκτώ.
Α Εσδ. 8,47 καὶ Ἀσεβίαν
καὶ Ἄννουον καὶ Ὠσαίαν ἀδελφὸν ἐκ τῶν
υἱῶν Χανουναίου καὶ οἱ υἱοὶ αὐτῶν,
εἴκοσιν ἄνδρες·
Α Εσδ. 8,47 Επίσης έφεραν προς ημάς τον Ασεβίαν, τον Αννουον και
τον Ωσαίαν, αδελφόν από την γενεάν του Χανουναίου, μαζή με τους υιούς των,
άνδρας εν όλω είκοσι.
Α Εσδ. 8,48 καὶ ἐκ τῶν
ἱεροδούλων, ὧν ἔδωκε Δαυίδ, καὶ οἱ ἡγούμενοι
εἰς τὴν ἐργασίαν τῶν Λευιτῶν, ἱεροδούλους
διακοσίους καὶ εἴκοσι· πάντων ἐσημάνθη ἡ ὀνοματογραφία.
Α Εσδ. 8,48 Τέλος από τους υπηρέτας του ναού, τους οποίους είχε
χαρίσει και αφιερώσει ο Δαυίδ και οι αρχηγοί εις την υπηρεσιαν των Λευιτών,
άνδρας εν όλω διακοσίους είκοσι. Ολων δε αυτών τα ονόματα κατεγράφησαν.
Α Εσδ. 8,49 καὶ εὐξάμην ἐκεῖ
νηστείαν τοῖς νεανίσκοις ἔναντι Κυρίου ἡμῶν
Α Εσδ. 8,49 Εκεί λοιπόν, ωσάν τάξιμον, εκήρυξα δια τους νέους
νηστείαν και προσευχήν προς τον Κυριον,
Α Εσδ. 8,50 ζητῆσαι παρ᾿
αὐτοῦ εὐοδίαν ἡμῖν τε καὶ τοῖς συνοῦσιν
ἡμῖν τέκνοις ἡμῶν καὶ κτήνεσιν·
Α Εσδ. 8,50 δια να ζητήσωμεν από τον Θεόν κατευόδιον δι' ημάς και
δι' εκείνους, οι οποίοι θα ευρίσκωνται μαζή μας, δια τα τέκνα μας και τα κτήνη.
Α Εσδ. 8,51 ἐνετράπην γὰρ
αἰτῆσαι τὸν βασιλέα πεζούς τε καὶ ἱππεῖς καὶ
προπομπὴν ἕνεκεν ἀσφαλείας τῆς πρὸς τοὺς ἐναντιουμένους
ἡμῖν·
Α Εσδ. 8,51 Τούτο δέ, διότι ησθάνθην εντροπήν να ζητήσω εκ μέρους
του βασιλέως πεζούς και ιππείς προς συνοδείαν μας, δια να μας ασφαλίσουν από
όσους τυχόν θα επετίθεντο εναντίον μας στον δρόμον μας.
Α Εσδ. 8,52 εἴπαμεν γὰρ τῷ
βασιλεῖ, ὅτι ἡ ἰσχὺς τοῦ Κυρίου ἡμῶν
ἔσται μετά τῶν ἐπιζητούντων αὐτὸν εἰς πᾶσαν
ἐπανόρθωσιν.
Α Εσδ. 8,52 Είχομεν άλλωστε πει στον βασιλέα, ότι η προστατευτική
δύναμις του Κυρίου μας θα είναι μαζή με όλους εκείνους, οι οποίοι τον
επικαλούνται δια την πλήρη αποκατάστασίν των.
Α Εσδ. 8,53 καὶ πάλιν ἐδεήθημεν
τοῦ Κυρίου ἡμῶν πάντα ταῦτα καὶ ἐτύχομεν εὐϊλάτου.
Α Εσδ. 8,53 Και πάλιν παρεκαλέσαμεν τον Κυριον ημών δι' όλα αυτά
και η συνείδησις μας επληροφόρησεν, ότι ο Κυριος ευμενώς εδέχθη τα αιτήματά
μας.
Α Εσδ. 8,54 καὶ ἐχώρισα τῶν
φυλάρχων τῶν ἱερέων ἄνδρας δεκαδύο, καὶ Ἐσερεβίαν
καὶ Σαμίαν καὶ μετ᾿ αὐτῶν ἐκ τῶν ἀδελφῶν
αὐτῶν ἄνδρας δώδεκα,
Α Εσδ. 8,54 Κατόπιν εξεχώρισα από τους αρχηγούς των ιερέων δώδεκα
άνδρας τον Εσερεβίαν και τον Σαμίαν και μαζή με αυτούς δώδεκα άλλους άνδρας από
τους αδελφούς των.
Α Εσδ. 8,55 καὶ ἔστησα αὐτοῖς
τὸ ἀργύριον καὶ τὸ χρυσίον καὶ τὰ ἱερὰ
σκεύη τοῦ οἴκου τοῦ Κυρίου ἡμῶν, ἃ ἐδωρήσατο
ὁ βασιλεύς, καὶ οἱ σύμβουλοι αὐτοῦ καὶ οἱ
μεγιστᾶνες καὶ πᾶς Ἰσραήλ.
Α Εσδ. 8,55 Εζύγισα και παρέδωκα εις αυτούς το αργύριον και το
χρυσίον, τα ιερά σκεύη του ναού Κυρίου του Θεού ημών, τα οποία εδώρησεν ο
βασιλεύς και οι σύμβουλοι αυτού και οι μεγιστάνες αυτού και όλος ο Ισραηλιτικός
λαός.
Α Εσδ. 8,56 καὶ στήσας παρέδωκα
αὐτοῖς ἀργυρίου τάλαντα ἑξακόσια πεντήκοντα καὶ
σκεύη ἀργυρᾶ ταλάντων ἑκατὸν καὶ χρυσίου τάλαντα ἑκατὸν
καὶ χρυσώματα εἴκοσι καὶ σκεύη χάλκεα ἀπὸ χρηστοῦ
χαλκοῦ στίλβοντα χρυσοειδῆ σκεύη δώδεκα.
Α Εσδ. 8,56 Εζύγισα, λοιπόν, και παρέδωκα εις αυτούς εξακόσια
πενήντα τάλαντα αργυρίου, αργυρά σκεύη αξίας εκατόν ταλάντων, εκατόν τάλαντα
χρυσίου, είκοσι χρυσά ποτήρια, δώδεκα τεμάχια χάλκινα σκεύη από καθαρόν χαλκόν,
τα οποία έλαμπαν όπως ο χρυσός.
Α Εσδ. 8,57 καὶ εἶπα αὐτοῖς·
καὶ ὑμεῖς ἅγιοί ἐστε τῷ Κυρίῳ καὶ
τὰ σκεύη τὰ ἅγια, καὶ τὸ χρυσίον καὶ τὸ
ἀργύριον εὐχὴ τῷ Κυρίῳ, Κυρίῳ τῶν
πατέρων ἡμῶν·
Α Εσδ. 8,57 Και είπα εις αυτούς· Οπως σεις είσθε άγιοι και
αφιερωμένοι στον Κυριον, και τα άγια αυτά σκεύη, ο χρυσός και ο άργυρος, είναι
άγια, αφιερωμένα και αυτά στον Κυριον, τον Κυριον των πατέρων ημών.
Α Εσδ. 8,58 ἀγρυπνεῖτε καὶ
φυλάσσετε ἕως τοῦ παραδοῦναι ὑμᾶς αὐτὰ
τοῖς φυλάρχοις τῶν ἱερέων καὶ τῶν Λευιτῶν
καὶ τοῖς ἡγουμένοις τῶν πατριῶν τοῦ Ἰσραὴλ
ἐν Ἱερουσαλήμ, ἐν τοῖς παστοφορίοις τοῦ οἴκου
τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.
Α Εσδ. 8,58 Λοιπόν, αγρυπνήσατε και φυλάξατε αυτά, μέχρις ότου τα
παραδώσετε στους αρχηγούς των ιερέων και των Λευιτών, στους αρχηγούς των
πατριών του Ισραήλ εις την Ιερουσαλήμ, δια να κατατεθούν αυτά εις τα
θησαυροφυλάκια του ναού του Θεού μας.
Α Εσδ. 8,59 καὶ οἱ
παραλαβόντες οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται τὸ
ἀργύριον καὶ τὸ χρυσίον καὶ τὰ σκεύη τὰ ἐν
Ἱερουσαλὴμ εἰσήνεγκαν εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ
Κυρίου.
Α Εσδ. 8,59 Οι ιερείς και οι Λευίται, οι οποίοι παρέλαβον το
αργύριον και το χρυσίον και τα ιερά αυτά σκεύη, τα έφεραν πράγματι στον εν
Ιερουσαλήμ ναόν του Κυρίου.
Α Εσδ. 8,60 Καὶ ἀναζεύξαντες
ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ Θερὰ τῇ δωδεκάτῃ τοῦ
πρώτου μηνὸς ἕως εἰσήλθομεν εἰς Ἱερουσαλὴμ
κατὰ τὴν κραταιὰν χεῖρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν
τὴν ἐφ᾿ ἡμῖν· καὶ ἐῤῥύσατο
ἡμᾶς ἀπὸ τῆς εἰσόδου ἀπὸ παντὸς
ἐχθροῦ, καὶ ἤλθομεν εἰς Ἱερουσαλήμ.
Α Εσδ. 8,60 Την δωδεκάτην δε ημέραν του πρώτου μηνός εξεκινήσαμεν
από τον ποταμόν Θερά και επροχωρήσαμεν, έως ότου ήλθομεν εις την Ιερουσαλήμ
κάτω από την παντοδύναμον προστατευτικήν χείρα του Κυρίου και Θεού μας. Ο
Κυριος μας εφύλαξε και μας εγλύτωσεν στον δρόμον μας από επιθέσεις παντός
εχθρού, ώστε εφθάσαμεν ασφαλείς εις την Ιερουσαλήμ.
Α Εσδ. 8,61 καὶ γενομένης αὐτόθι
ἡμέρας τρίτης, τῇ ἡμέρᾳ τῇ τετάρτῃ σταθὲν
τὸ ἀργύριον καὶ τὸ χρυσίον παρεδόθη ἐν τῷ οἴκῳ
Κυρίου ἡμῶν Μαρμωθὶ Οὐρίᾳ ἱερεῖ
Α Εσδ. 8,61 Οταν επέρασαν τρεις ημέραι, κατά την τετάρτην ημέραν
εζυγίσθη το αργύριον και το χρυσίον, παρεδόθη δε δια τον ναόν του Κυρίου στον
ιερέα Μαρμωθί, τον υιόν του Ουρίου.
Α Εσδ. 8,62 καὶ μετ᾿ αὐτοῦ
Ἐλεάζαρ ὁ τοῦ Φινεές, καὶ ἦσαν μετ᾿ αὐτοῦ
Ἰωσαβδὸς Ἰησοῦ καὶ Μωὲθ Σαβάννου, οἱ
Λευῖται- πρὸς ἀριθμὸν καὶ ὁλκὴν ἅπαντα,
καὶ ἐγράφη πᾶσα ἡ ὁλκὴ αὐτῶν αὐτῇ
τῇ ὥρᾳ.
Α Εσδ. 8,62 Μαζή με αυτόν ήτο ο Ελεάζαρ, ο υιός του Φινεές, όπως
επίσης μαζή του ήσαν ο Ιωσαβδός υιός του Ιησού, και ο Μωέθ υιός του Σαδάννου,
οι Λευίται- εκεί έγινεν αρίθμησις και ζύγισις όλων των ιερών σκευών και
κατεγράφη το βάρος ενός εκάστου από αυτά την ώραν εκείνην.
Α Εσδ. 8,63 οἱ δὲ
παραγενόμενοι ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας προσήνεγκαν θυσίας τῷ
Θεῷ τοῦ Ἰσραὴλ Κυρίῳ, ταύρους δώδεκα ὑπὲρ
παντὸς Ἰσραήλ, κριοὺς ἐνενηκονταέξ, ἄρνας ἑβδομηκονταδύο,
τράγους ὑπὲρ σωτηρίου δώδεκα· ἅπαντα θυσίαν τῷ
Κυρίῳ.
Α Εσδ. 8,63 Ολοι δε εκείνοι, οι οποίοι επανήλθαν από την
αιχμαλωσίαν εις την Ιερουσαλήμ σώοι, προσέφεραν θυσίαν στον Κυριον τον Θεόν του
Ισραήλ δώδεκα ταύρους δι' όλον το ισραηλιτικόν έθνος, ενενηνταέξ κριούς,
εβδομηνταδύο αμνούς και δώδεκα τράγους ως θυσίαν υπέρ της σωτηρίας· όλα θυσίαν
προς τον Κυριον.
Α Εσδ. 8,64 καὶ ἀπέδωκαν
τὰ προστάγματα τοῦ βασιλέως τοῖς βασιλικοῖς οἰκονόμοις
καὶ τοῖς ἐπάρχοις Κοίλης Συρίας καὶ Φοινίκης, καὶ
ἐδόξασαν τὸ ἔθνος καὶ τὸ ἱερὸν τοῦ
Κυρίου.
Α Εσδ. 8,64 Κατόπιν ο Εσδρας και οι περί αυτόν αρχηγοί των πατριών
παρέδωσαν τας διαταγάς του βασιλέως στους βασιλικούς υπαλλήλους και στους
διοικητάς της Κοίλης Συρίας και Φοινίκης και εδόξασαν το ιουδαϊκόν έθνος και
τον ιερόν ναόν του Κυρίου.
Α Εσδ. 8,65 Καὶ τούτων
τελεσθέντων προσήλθοσάν μοι οἱ ἡγούμενοι λέγοντες·
Α Εσδ. 8,65 Οταν έγιναν και ετελείωσαν όλα αυτά, προσήλθον εις εμέ
οι αρχηγοί του λαού και μου είπαν·
Α Εσδ. 8,66 οὐκ ἐχώρισαν
τὸ ἔθνος τοῦ Ἰσραὴλ καὶ οἱ ἄρχοντες
καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται τὰ
ἀλλογενῆ ἔθνη τῆς γῆς καὶ τὰς ἀκαθαρσίας
αὐτῶν, Χαναναίων καὶ Χετταίων καὶ Φερεζαίων καὶ Ἰεβουσαίων
καὶ Μωαβιτῶν καὶ Αἰγυπτίων καὶ Ἰδουμαίων·
Α Εσδ. 8,66 “ούτε το έθνος των Ισραηλιτών, ούτε οι άρχοντες, ούτε
οι ιερείς και οι Λευίται εχωρίσθησαν αυτό τους ξένους λαούς της χώρας και από
τα αμαρτωλά μιάσματα αυτών, από τους Χαναναίους, τους Χετταίους, τους
Φερεζαίους, τους Ιεδουσαίους, τους Μωαβίτας, τους Αιγυπτίους και τους
Ιδουμαίους.
Α Εσδ. 8,67 συνῴκησαν γὰρ
μετὰ τῶν θυγατέρων αὐτῶν καὶ αὐτοὶ καὶ
οἱ υἱοὶ αὐτῶν, καὶ ἐπεμίγη τὸ
σπέρμα τὸ ἅγιον εἰς τὰ ἀλλογενῆ ἔθνη
τῆς γῆς, καὶ μετεῖχον οἱ προηγούμενοι καὶ οἱ
μεγιστᾶνες τῆς ἀνομίας ταύτης ἀπὸ τῆς ἀρχῆς
τοῦ πράγματος.
Α Εσδ. 8,67 Διότι.ήλθον εις γάμον με τας θυγατέρας αυτών, με τας
οποίας και συγκατώκησαν και αυτοί και τα παιδιά των και έτσι το άγιον σπέρμα
του Ισραήλ, ανεμίχθη και εμολύνθη με τα ξένα έθνη της γης. Και αυτοί ακόμη οι
αρχηγοί και οι επίσημοι άνδρες του Ισραήλ συμμετείχον εις την ανομίαν αυτήν εξ
αρχής”.
Α Εσδ. 8,68 καὶ ἅμα τῷ
ἀκοῦσαί με ταῦτα διέῤῥηξα τὰ ἱμάτια
καὶ τὴν ἱερὰν ἐσθῆτα καὶ κατέτιλα τοῦ
τριχώματος τῆς κεφαλῆς καὶ τοῦ πώγωνος καὶ ἐκάθισα
σύννους καὶ περίλυπος.
Α Εσδ. 8,68 Μολις ήκουσα αυτά, έσχισα τα ιμάτιά μου και αυτήν την
ιερατικήν μου στολήν, απέσπασα τας τρίχας της κεφαλής και του πώγωνός μου και
εκάθισα σκεπτικός και περίλυπος.
Α Εσδ. 8,69 καὶ ἐπισυνήχθησαν
πρός με ὅσοι ποτὲ ἐπικινοῦντο ἐπὶ τῷ ῥήματι
Κυρίου Θεοῦ τοῦ Ἰσραήλ, ἐμοῦ πενθοῦντος ἐπὶ
τῇ ἀνομίᾳ, καὶ ἐκαθήμην περίλυπτος ἕως τῆς
δειλινῆς θυσίας.
Α Εσδ. 8,69 Ενῷ δε εγώ ήμην πενθών δια
την αμαρτίαν αυτήν και εκαθήμην περίλυπος έως της απογευματινής θυσίας,
συνεκεντρώθησαν προς εμέ όλοι εκείνοι, οι οποίοι ευλαβούντο το θέλημα Κυρίου
του Θεού του Ισραήλ και εκινούντο εις εφαρμογήν του.
Α Εσδ. 8,70 καὶ ἐξεγερθεὶς
ἐκ τῆς νηστείας, διεῤῥηγμένα ἔχων τὰ ἱμάτια
καὶ τὴν ἱερὰν ἐσθῆτα, κάμψας τὰ
γόνατα καὶ ἐκτείνας τὰς χεῖρας πρὸς τὸν
Κύριον ἔλεγον·
Α Εσδ. 8,70 Οταν ηγέρθην από την νηστείαν και την συντριβήν αυτήν
με σχισμένα τα ενδύματά μου και την ιεράν στολήν, έκαμψα τα γόνατά μου, ύψωσα
τας χείρας μου προς τον Κυριον και είπα
Α Εσδ. 8,71 Κύριε, ᾔσχυμμαι καὶ
ἐντέτραμμαι κατὰ πρόσωπόν σου·
Α Εσδ. 8,71 Κυριε, έχω καταληφθή από μεγάλην έντροπην ενώπιόν σου.
Α Εσδ. 8,72 αἱ γὰρ ἁμαρτίαι
ἡμῶν ἐπλεόνασαν ὑπὲρ τὰς κεφαλὰς ἡμῶν,
αἱ δὲ ἄγνοιαι ἡμῶν ὑπερήνεγκαν ἕως τοῦ
οὐρανοῦ
Α Εσδ. 8,72 Διότι αι αμαρτίαι μας επληθύνθησαν και ηυξήθησαν υπέρ
τας κεφαλάς μας, αι δε λόγω της αγνοίας μας παραβάσστου θείου σου θελήματος
έφθασαν έως στον ουρανόν.
Α Εσδ. 8,73 ἔτι ἀπὸ
τῶν χρόνων τῶν πατέρων ἡμῶν, καί ἐσμεν ἐν
μεγάλῃ ἁμαρτίᾳ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης.
Α Εσδ. 8,73 Από τους χρόνους των πατέρων μας και εν συνεχεία μέχρι
της ημέρας αυτής αμαρτάνομεν.
Α Εσδ. 8,74 καὶ διά τὰς ἁμαρτίας
ἡμῶν καὶ τῶν πατέρων ἡμῶν παρεδόθημεν σὺν
τοῖς ἀδελφοῖς ἡμῶν καὶ σὺν τοῖς
βασιλεῦσιν ἡμῶν καὶ σὺν τοῖς ἱερεῦσιν
ἡμῶν τοῖς βασιλεῦσι τῆς γῆς εἰς ῥομφαίαν
καὶ αἰχμαλωσίαν καὶ προνομὴν μετὰ αἰσχύνης
μέχρι τῆς σήμερον ἡμέρας.
Α Εσδ. 8,74 Εξ αιτίας των προσωπικών μας αμαρτιών και των αμαρτιών
των πατέρων μας, παρεδόθη μεν μαζή με τους αδελφούς μας και τους βασιλείς μας
και τους ιερείς ημών, εις την κυριαρχίαν των βασιλέων της γης. Αλλοι από ημάς
εσφάγησαν με ρομφαίαν, άλλοι ωδηγήθησαν εις αιχμαλωσίαν, άλλοι υπέστησαν
λεηλασίας, όλα με πολύν εξευτελισμόν μέχρι της σημερινής ημέρας.
Α Εσδ. 8,75 καὶ νῦν κατὰ
πόσον τι ἐγενήθη ἡμῖν ἔλεος παρὰ σοῦ,
Κύριε, καταλειφθῆναι ἡμῖν ῥίζαν καὶ ὄνομα ἐν
τῷ τόπῳ ἁγιάσματός σου
Α Εσδ. 8,75 Και τώρα πόσον τάχα έλεός σου εδόθη από σε προς ημάς,
Κυριε, ώστε να απομείνη κάποιον υπόλειμμα, κάποια ρίζα, κάποιο όνομά μας στον
ιερόν τούτον τόπον του ναού σου
Α Εσδ. 8,76 καὶ τοῦ ἀνακαλύψαι
φωστῆρα ἡμῖν ἐν τῷ οἴκῳ Κυρίου τοῦ
Θεοῦ ἡμῶν δοῦναι ἡμῖν τροφὴν ἐν
τῷ καιρῷ τῆς δουλείας ἡμῶν; καὶ ἐν τῷ
δουλεύειν ἡμᾶς οὐκ ἐγκατελείφθημεν ὑπὸ τοῦ
Κυρίου ἡμῶν,
Α Εσδ. 8,76 και να αναλάμψη φως εις ημάς στον οίκον Κυρίου του Θεού
ημών, οδηγητικόν ωσάν φωτεινόν άστρον, και να μας δώση τροφήν κατά τον καιρόν
της δουλείας μας; Δοξασμένον το όνομά σου, διότι και κατά τους χρόνους της
δουλείας μας δεν εγκατελείφθημεν από τον Κυριον τον Θεόν μας.
Α Εσδ. 8,77 ἀλλὰ ἐποίησεν
ἡμᾶς ἐν χάριτι ἐνώπιον τῶν βασιλέων Περσῶν
δοῦναι ἡμῖν τροφὴν
Α Εσδ. 8,77 Αλλά έφερεν ετσι τα πράγματα, ώστε ημείς να εύρωμεν
χάριν ενώπιον των βασιλέων των Περσών και να μας δίδουν αυτοί τροφάς.
Α Εσδ. 8,78 καὶ δοξάσαι τὸ
ἱερὸν τοῦ Κυρίου ἡμῶν καὶ ἐγεῖραι
τὴν ἔρημον Σιών, δοῦναι ἡμῖν στερέωμα ἐν τῇ
Ἰουδαίᾳ καὶ Ἱερουσαλήμ.
Α Εσδ. 8,78 Εκαμεν ώστε να ευλαβηθούν και να τιμήσουν αυτοί τον
ναόν του Κυρίου μας και να ευδοκήσουν, ώστε να ανοικοδομηθή η ερημωθείσα Σιών,
δια να δοθή εις ημάς κάποια σταθερά και ασφαλής παραμονή εις την Ιουδαίαν και
την Ιερουσαλήμ.
Α Εσδ. 8,79 καὶ νῦν τί ἐροῦμεν,
Κύριε, ἔχοντες ταῦτα; παρέβημεν γὰρ τὰ προστάγματά σου,
ἃ ἔδωκας ἐν χειρὶ τῶν παίδων σου τῶν προφητῶν
λέγων,
Α Εσδ. 8,79 Και τώρα ημείς οι αμαρτωλοί και παραβάται τι θα
είπωμεν, Κυριε, έχοντες αυτά υπ' όψιν; Διότι παρέβημεν τα προστάγματά σου, τα
οποία δια μέσου των δούλων σου των προφητών παρέδωσες λέγων·
Α Εσδ. 8,80 ὅτι ἡ γῆ,
εἰς ἣν εἰσέρχεσθε κληρονομῆσαι, ἔστι γῆ
μεμολυσμένη μολυσμῷ τῶν ἀλλογενῶν τῆς γῆς,
καὶ τῆς ἀκαθαρσίας αὐτῶν ἐνέπλησαν αὐτήν.
Α Εσδ. 8,80 Οτι η γη, εις την οποίαν εισέρχεσθε δια να την
κατακτήσετε και κληρονομήσετε, είναι μολυσμένη από τας ηθικάς ακαθαρσίας των
ξένων λαών της χώρας αυτής και αι ασχημίαι των την έχουν πλημμυρίσει.
Α Εσδ. 8,81 καὶ νῦν τὰς
θυγατέρας ὑμῶν μὴ συνοικήσητε τοῖς υἱοῖς αὐτῶν
καὶ τὰς θυγατέρας αὐτῶν μὴ λάβητε τοῖς υἱοῖς
ὑμῶν·
Α Εσδ. 8,81 Και τώρα ακούσατέ με. Τας θυγατέρας σας να μη τας
δώσετε ως συζύγους στους υιούς των ανδρών της χώρας αυτής και σεις να μη λάβετε
τας θυγατέρας εκείνων ως συζύγους δια τα παιδιά σας.
Α Εσδ. 8,82 καὶ οὐ ζητήσετε
εἰρηνεῦσαι τὰ πρὸς αὐτοὺς τὸν ἅπαντα
χρόνον, ἵνα ἰσχύσαντες φάγητε τὰ ἀγαθὰ τῆς
γῆς, καὶ κατακληρονομήσητε τοῖς τέκνοις ὑμῶν ἕως
αἰῶνος.
Α Εσδ. 8,82 Καθ' όλον τον χρόνον της ζωής σας δεν θα επιζητήσετε να
έχετε ειρήνην με αυτούς, διότι έτσι θα ημπορέσετε να απολαύσετε τα αγαθά της
χώρας αυτής και να τα αφήνετε ως κληρονομίαν εις τα παιδιά σας εις όλους τους
αιώνας.
Α Εσδ. 8,83 καὶ τὰ
συμβαίνοντα πάντα ἡμῖν γίνεται διὰ τὰ ἔργα ἡμῶν
τὰ πονηρὰ καὶ τὰς μεγάλας ἁμαρτίας ἡμῶν.
σὺ γάρ, Κύριε, ἐκούφισας τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν
καὶ
Α Εσδ. 8,83 Αυτά είπες, Κυριε, δια τούτο και κάθε συμφορά, η οποία
μας ευρίσκει, έρχεται ένεκα της κακής μας διαγωγής και των μεγάλων αμαρτιών
μας. Και όμως συ, Κυριε, ο ελεήμων μας ανεκούφισες επανειλημμένως από τας
αμαρτίας μας
Α Εσδ. 8,84 ἔδωκας ἡμῖν
τοιαύτην ῥίζαν· πάλιν ἀνεκάμψαμεν παραβῆναι τὸν
νόμον σου εἰς τὸ ἐπιμιγῆναι τῇ ἀκαθαρσίᾳ
τῶν ἐθνῶν τῆς γῆς.
Α Εσδ. 8,84 και έδωσες εις ημάς αυτήν την εθνικήν ρίζαν. Ημείς όμως
αδιόρθωτοι επανήλθομεν και πάλιν εις την παράβασιν του νόμου σου, διότι
ανεμίχθημεν, δια των παρανόμων αυτών γάμων μας, με τους ακαθάρτους
ειδωλολατρικούς λαούς αυτής της χώρας.
Α Εσδ. 8,85 οὐχὶ ὠργίσθης
ἡμῖν ἀπολέσαι ἡμᾶς ἕως τοῦ μὴ
καταλιπεῖν ῥίζαν καὶ σπέρμα καὶ ὄνομα ἡμῶν;
Α Εσδ. 8,85 Και όμως συ, Κυριε,δεν ωργίσθης, ώστε να μας
εξολοθρεύσης εξ ολοκλήρου και να μη μείνη από ημάς ούτε ρίζα, ούτε σπέρμα, ούτε
καν τα όνομά μας;
Α Εσδ. 8,86 Κύριε τοῦ Ἰσραήλ,
ἀληθινὸς εἶ· κατελείφθημεν γὰρ ῥίζα ἐν
τῇ σήμερον.
Α Εσδ. 8,86 Κυριε, Θεέ του Ισραήλ, συ είσαι αξιόπιστος και συνεπής
εις τας υποσχέσεις σου. Δια τούτο και παρέμεινε μέχρι σήμερον κάποια ρίζα από
ημάς.
Α Εσδ. 8,87 ἰδοὺ νῦν
ἐσμεν ἐνώπιόν σου ἐν ταῖς ἀνομίαις ἡμῶν·
οὐ γάρ ἐστι στῆναι ἔτι ἔμπροσθέν σου ἐπὶ
τούτοις.
Α Εσδ. 8,87 Ιδού λοιπόν, Κυριε, είμεθα ενώπιόν σου με την
συναίσθησιν των ανομιών μας. Δεν έχομεν το θάρρος να σταθώμεν όρθιοι ενώπιόν
σου εξ αιτίας των ανομιών μας”.
Α Εσδ. 8,88 Καὶ ὅτε
προσευχόμενος Ἔσδρας ἀνθωμολογεῖτο κλαίων χαμαιπετὴς ἔμπροσθεν
τοῦ ἱεροῦ, ἐπισυνήχθησαν πρὸς αὐτὸν ἀπὸ
Ἱερουσαλὴμ ὄχλος πολὺς σφόδρα, ἄνδρες καὶ
γυναῖκες καὶ νεανίαι· κλαυθμὸς γὰρ ἦν μέγας ἐν
τῷ πλήθει.
Α Εσδ. 8,88 Την ώραν κατά την οποίαν ο Εσδρας με δάκρυα στους
οφθαλμούς και πρηνής ενώπιον του ναού, προσηύχετο και εξωμολογείτο αυτά τα
αμαρτήματα, συνεκεντρώθη ολόγυρα προς αυτόν πάρα πολύς λαός από την Ιερουσαλήμ,
άνδρες, γυναίκες και νέοι. Ολον δε αυτό το πλήθος συναισθανόμενον την βαρείαν
ενοχήν του απέναντι του Κυρίου ανελύθη εις πολύ μεγάλον κλαυθμόν.
Α Εσδ. 8,89 καὶ φωνήσας Ἰεχονίας
Ἰεήλου τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ εἶπεν· Ἔσδρα,
ἡμεῖς ἡμάρτομεν εἰς τὸν Κύριον καὶ συνῳκίσαμεν
γυναῖκας ἀλλογενεῖς ἐκ τῶν ἐθνῶν τῆς
γῆς. καὶ νῦν ἐστιν ἐπάνω πᾶς Ἰσραήλ·
Α Εσδ. 8,89 Τοτε ο Ιεχονίας, υιός του Ιεήλου, από τους απογόνους
του Ισραήλ, ανεφώνησε με μεγάλων φωνήν και είπεν· “Εσδρα, ημείς ημαρτήσαμεν
ενώπιον του Κυρίου και ελάβαμεν ως συζύγους γυναίκας αλλογενείς από τα
ειδωλολατρικά έθνη της γης. Αλλά τώρα όλος ο ισραηλιτικός λαός είναι έτοιμος να
επανορθώση το σφάλμα του.
Α Εσδ. 8,90 ἐν τούτῳ
γινέσθω ἡμῖν ὁρκωμοσία πρὸς τὸν Κύριον, ἐκβαλεῖν
πάσας τὰς γυναῖκας ἡμῶν τὰς ἐκ τῶν ἀλλογενῶν
σὺν τοῖς τέκνοις αὐτῶν, ὡς ἐκρίθη σοι, καὶ
ὅσοι πειθαρχοῦσι τῷ νόμῳ Κυρίου.
Α Εσδ. 8,90 Δια τούτο ενόρκως θα υποσχεθώμεν ενώπιον του Κυρίου, να
εκδιώξωμεν όλας τας γυναίκας, τας οποίας επήραμεν από τους ξένους λαούς, όπως
επίσης και τα παιδιά τα οποία εγεννήθησαν από αυτάς, όπως συ θέλεις. Αυτό θα
κάμουν όλοι οι Ισραηλίται, οι οποίοι υπακούουν στον νόμον του Κυρίου.
Α Εσδ. 8,91 ἀναστὰς ἐπιτέλει·
πρός σε γὰρ τὸ πρᾶγμα, καὶ ἡμεῖς μετὰ
σοῦ ἰσχὺν ποιεῖν.
Α Εσδ. 8,91 Σηκω λοιπόν και κάμε εκείνο το οποίον πρέπει, και
ημείς είμεθα μαζή σου, δια να σε βοηθήσωμεν”.
Α Εσδ. 8,92 καὶ ἀναστὰς
Ἔσδρας ὥρκισε τοὺς φυλάρχους τῶν ἱερέων καὶ
Λευιτῶν παντὸς τοῦ Ἰσραὴλ ποιῆσαι κατὰ
ταῦτα· καὶ ὤμοσαν.
Α Εσδ. 8,92 Ο Εσδρας εσηκώθη και ώρκισε τους αρχηγούς των ιερέων,
των Λευιτών και όλων των Ισραηλιτών να εφαρμόσουν όλα αυτά. Εκείνοι δε
εδέχθησαν και ωρκίσθησαν.
Α ΕΣΔΡΑΣ 9
Α Εσδ. 9,1 Καὶ ἀναστὰς
Ἔδρας ἀπὸ τῆς αὐλῆς τοῦ ἱεροῦ
ἐπορεύθη εἰς τὸ παστοφόριον Ἰωνὰν τοῦ Ἐλιασίβου,
Α Εσδ. 9,1 Ο Εσδρας εσηκώθη και ανεχώρησεν από την αυλήν του
ναού, μετέβη στο δωμάτιον του Ιωνάν, υιού του Ελιασίβου,
Α Εσδ. 9,2 καὶ αὐλισθεὶς
ἐκεῖ ἄρτου οὐκ ἐγεύσατο οὐδὲ ὕδωρ
ἔπιε, πενθῶν ἐπὶ τῶν ἀνομιῶν τῶν
μεγάλων τοῦ πλήθους.
Α Εσδ. 9,2 και εκεί παρέμεινεν όλην την νύκτα. Αλλά ούτε άρτον
έφαγε, ούτε νερό έπιε, διότι είχε καταληφθή από βαρύ πένθος δι' όλας τας
μεγάλας αυτάς ανομίας του λαού.
Α Εσδ. 9,3 καὶ ἐγένετο
κήρυγμα ἐν ὅλῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ Ἱερουσαλὴμ
πᾶσι τοῖς ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας συναχθῆναι εἰς
Ἱερουσαλήμ·
Α Εσδ. 9,3 Με κήρυκας δε διελαλήθη καθ' όλην την Ιουδαίαν και
Ιερουσαλήμ, εις όλους τους Ισραηλίτας, οι οποίοι είχαν επανέλθει εις την
Ιερουσαλήμ από την αιχμαλωσίαν.
Α Εσδ. 9,4 καὶ ὅσοι ἂν
μὴ ἀπαντήσωσιν ἐν δυσὶν ἢ τρισὶν ἡμέραις
κατὰ τὸ κρίμα τῶν προκαθημένων πρεσβυτέρων, ἀνιερωθήσονται
τὰ κτήνη αὐτῶν, καὶ αὐτὸς ἀλλοτριωθήσεται
ἀπὸ τοῦ πλήθους τῆς αἰχμαλωσίας.
Α Εσδ. 9,4 “Οσοι δε αυτό τους Ισραηλίτας δεν θελήσουν να
συμμορφωθούν εντός δύο η τριών ημερών προς την απόφασιν αυτήν των προϊσταμένων
πρεσβυτέρων του λαού, θα χωρισθούν από τους άλλους Ισραηλίτας, που επανήλθον
από την αιχμαλωσίας των, θα αναθεματισθούν δε και τα κτήνη των”.
Α Εσδ. 9,5 καὶ ἐπισυνήχθησαν
πάντες οἱ ἐκ τῆς φυλῆς Ἰούδα καὶ Βενιαμὶν
ἐν τρισὶν ἡμέραις εἰς Ἱερουσαλήμ (οὗτος ὁ
μὴν ἔννατος τῇ εἰκάδι τοῦ μηνός),
Α Εσδ. 9,5 Εξ αιτίας της διακηρύξεως αυτής όλοι οι καταγόμενοι
από την φυλήν του Ιούδα και του Βενιαμίν, που είχαν επανέλθει από την
αιχμαλωσίαν, συνεκεντρώθησαν εντός τριών ημερών εις την Ιερουσαλήμ (κατά τον
ένατον μήνα, την εικοστήν ημέραν του μηνός αυτού).
Α Εσδ. 9,6 καὶ συνεκάθισαν πᾶν
τὸ πλῆθος ἐν τῷ εὐρυχώρῳ τοῦ ἱεροῦ
τρέμοντες διὰ τὸν ἐνεστῶτα χειμῶνα.
Α Εσδ. 9,6 Οταν δε ολόκληρον το πλήθος των Ισραηλιτών εκάθησαν
στον ανοικτόν χώρον προ του ναού τρέμοντες λόγω του επικρατούντος χειμώνος,
Α Εσδ. 9,7 καὶ ἀναστὰς
Ἔσδρας εἶπεν αὐτοῖς· ὑμεῖς ἠνομήσατε
καὶ συνῳκίσατε γυναιξὶν ἀλλογενέσι τοῦ προσθεῖναι
ἁμαρτίας τῷ Ἰσραήλ·
Α Εσδ. 9,7 ο Εσδρας εγερθείς είπε προς αυτούς· “σεις
κατεπατήσατε τον νόμον του Θεού και ελάβατε ως συζύγους σας γυναίκας αλλοεθνείς
και έτσι προσεθέσατε αμαρτίας εις τας αμαρτίας του Ισραήλ.
Α Εσδ. 9,8 καὶ νῦν δότε
ὁμολογίαν δόξαν τῷ Κυρίῳ Θεῷ τῶν πατέρων ἡμῶν
Α Εσδ. 9,8 Και τώρα δώσατε ομολογίαν και υπόσχεσιν, η οποία θα
είναι δόξα δια τον Κυριον τον Θεόν των πατέρων μας.
Α Εσδ. 9,9 καὶ ποιήσατε τὸ
θέλημα αὐτοῦ καὶ χωρίσθητε ἀπὸ τῶν ἐθνῶν
τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τῶν γυναικῶν τῶν
ἀλλογενῶν.
Α Εσδ. 9,9 Και εκτελέσατε το θέλημα αυτού, χωρισθήτε από τα
έθνη της χώρας αυτής και από τας αλλοεθνείς γυναίκας σας”.
Α Εσδ. 9,10 καὶ ἐφώνησεν ἅπαν
τὸ πλῆθος καὶ εἶπον μεγάλῃ τῇ φωνῇ·
οὕτως ὡς εἴρηκας ποιήσομεν.
Α Εσδ. 9,10 Ολόκληρον δε το πλήθος εκείνο εφώναξε με μεγάλην φωνήν
και είπεν· “όπως είπες, έτσι και θα κάμωμεν”.
Α Εσδ. 9,11 ἀλλὰ τὸ
πλῆθος πολὺ καὶ ὥρα χειμερινή, καὶ οὐκ ἰσχύομεν
στῆναι αἴθριοι, καὶ τὸ ἔργον οὐκ ἔστιν
ἡμῖν ἡμέρας μιᾶς οὐδὲ δύο· ἐπὶ
πλεῖον γὰρ ἡμάρτομεν ἐν τούτοις.
Α Εσδ. 9,11 Αλλά το πλήθος των συγκεντρωθέντων Ιουδαίων ήτο
μεγάλο, η δε εποχή ήτο εποχή χειμώνος και είπαν· “δεν αντέχομεν να μένωμεν
όρθιοι στο ύπαιθρον, διότι εκτός που ο καιρός είναι κακός, και το έργον της
απομακρύνσεως των γυναικών δεν είναι ζήτημα μιας η δύο ημερών, δεδομένου ότι
είμεθα πολυάριθμοι ημείς, οι οποίοι υπεπέσαμεν στο αμάρτημα αυτό.
Α Εσδ. 9,12 στήτωσαν δὲ οἱ
προηγούμενοι τοῦ πλήθους, καὶ πάντες οἱ ἐκ τῶν
κατοικιῶν ἡμῶν ὅσοι ἔχουσι γυναῖκας ἀλλογενεῖς,
παραγενηθήτωσαν λαβόντες χρόνον·
Α Εσδ. 9,12 Ας έλθουν λοιπόν οι προϊστάμενοι του λαού και όλοι οι
άνδρες από τας χώρας αυτάς, όσοι έχουν λάβει ξένας γυναίκας, ας έλθουν εις
ωρισμένας προθεσμίας καθ' ομάδας.
Α Εσδ. 9,13 ἑκάστου δὲ
τόπου τοὺς πρεσβυτέρους καὶ τοὺς κριτὰς ἕως τοῦ
λῦσαι τὴν ὀργὴν Κυρίου ἀφ᾿ ἡμῶν
τοῦ πράγματος τούτου.
Α Εσδ. 9,13 Οι άνδρες δε κάθε περιοχής ας συνοδεύονται από τους
προϊσταμένους και τους δικαστάς εκάστου τόπου, μέχρις ότου αυτοί απομακρύνουν
από ημάς την εξ αιτίας του ζητήματος τούτου οργήν του Κυρίου”.
Α Εσδ. 9,14 Ἰωνάθας Ἀζαήλου
καὶ Ἐζεκίας Θεωκανοῦ ἐπεδέξαντο κατὰ ταῦτα,
καὶ Μοσόλλαμος καὶ Λευὶς καὶ Σαββαταῖος
συνεβράβευσαν αὐτοῖς.
Α Εσδ. 9,14 Ο Ιωνάθας, ο υιός του Αζαήλου, και ο Εζεκίας υιός του
Θεωκανού, ανέλαβαν αυτήν την υπόθεσιν. Ο δε Μοσόλλαμος, ο Λευίς και ο
Σαββαταίος εβοηθούσαν αυτούς εις τας υποθέσεις αυτάς.
Α Εσδ. 9,15 καὶ ἐποίησαν
κατὰ πάντα ταῦτα οἱ ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας.
Α Εσδ. 9,15 Συνεμορφώθησαν δε και έπραξαν κατά πάντα, σύμφωνα προς
τας αποφάσεις αυτάς όλοι οι επανελθόντες από την αιχμαλωσίαν.
Α Εσδ. 9,16 καὶ ἐπελέξατο
αὐτῷ Ἔσδρας ὁ ἱερεὺς ἄνδρας ἡγουμένους
τῶν πατριῶν αὐτῶν πάντας κατ᾿ ὄνομα, καὶ
συνεκλείσθησαν τῇ νουμηνίᾳ τοῦ μηνὸς τοῦ δεκάτου ἐτάσαι
τὸ πρᾶγμα.
Α Εσδ. 9,16 Ο δε Εσδρας εξέλεξεν άνδρας από τους αρχηγούς των
οικογενειών, τους οποίους ονομαστί εκάλεσε. Αυτοί δε κατά την πρώτην του
δεκάτου μηνός συνεδρίασαν να εξετάσουν το θέμα αυτό.
Α Εσδ. 9,17 καὶ ἤχθη ἐπὶ
πέρας τὰ κατὰ τοὺς ἄνδρας τοὺς ἐπισυνέχοντας
γυναῖκας ἀλλογενεῖς ἕως τῆς νουμηνίας τοῦ
πρώτου μηνός.
Α Εσδ. 9,17 Αυτό δε το ζήτημα των ανδρών, οι οποίοι είχον πάρει
ξένας γυναίκας, εξεδικάζετο μέχρι της πρώτης ημέρας του πρώτου μηνός του
επομένου έτους, οπότε και επερατώθη.
Α Εσδ. 9,18 καὶ εὑρέθησαν
τῶν ἱερέων οἱ ἐπισυναχθέντες ἀλλογενεῖς
γυναῖκας ἔχοντες·
Α Εσδ. 9,18 Από δε τους συγκεντρωθέντας ιερείς ευρέθησαν ότι είχαν
ξένας γυναίκας οι εξής·
Α Εσδ. 9,19 ἐκ τῶν υἱῶν
Ἰησοῦ τοῦ Ἰωσεδὲκ καὶ τῶν ἀδελφῶν
αὐτοῦ Μαθήλας καὶ Ἐλεάζαρος καὶ Ἰώριβος καὶ
Ἰωαδάνος·
Α Εσδ. 9,19 Από την γενεάν του Ιησού, υίού του Ιωσεδέκ και των
ομογενών αυτού, οι εξής· Ο Μαθήλας, ο Ελεάζαρος, ο Ιώριβος, ο Ιωαδάνος.
Α Εσδ. 9,20 καὶ ἐπέβαλον
τὰς χεῖρας ἐκβαλεῖν τὰς γυναῖκας αὐτῶν,
καὶ εἰς ἐξιλασμὸν κριοὺς ὑπὲρ τῆς
ἀγνοίας αὐτῶν.
Α Εσδ. 9,20 Αυτοί ήρπασαν με τα χέρια των τας γυναίκας των και τας
απέπεμψαν και κατόπιν προσέφεραν εις εξιλέωσίν των, δια την αμαρτίαν των αυτήν,
θυσίαν κριούς.
Α Εσδ. 9,21 καὶ ἐκ τῶν
υἱῶν Ἐμμήρ, Ἀνανίας καὶ Ζαβδαῖος καὶ
Μάνης καὶ Σαμαῖος καὶ Ἱερεὴλ καὶ Ἀζαρίας·
Α Εσδ. 9,21 Από την γενεάν του Εμμήρ, ευρέθησαν έχοντες ξένας
γυναίκας ο 'Ανανιας, ο Ζαδδαίος, ο Μαννης, ο Σαμαίος, ο Ιερεήλ και ο Αζαρίας.
Α Εσδ. 9,22 καὶ ἐκ τῶν
υἱῶν Φαισούρ, Ἐλιωναΐς Μασσίας Ἰσμαῆλος καὶ
Ναθαναῆλος καὶ Ὠκόδηλος καὶ Σαλόας·
Α Εσδ. 9,22 Από την γενεάν του Φαισούρ ευρέθησαν να έχουν ξένας
γυναίκας ο Ελιωναῒς, ο Μασσίας, ο Ισμαήλος,
ο Ναθαναήλος, ο Ωκόδηλος και ο Σαλόας.
Α Εσδ. 9,23 καὶ ἐκ τῶν
Λευιτῶν, Ἰωζαβάδος καὶ Σεμεΐς καὶ Κώϊος (οὗτός ἐστι
Καλιτάς) καὶ Παθαῖος καὶ Ἰούδας καὶ Ἰωνάς·
Α Εσδ. 9,23 Από δε τους Λευίτας ευρέθησαν να έχουν αλλοεθνείς
γυναίκας ο Ιωζαβάδος, ο Σεμεΐς, ο Κωϊος (αυτός είναι, ο Καλιτάς), ο Παθαίος, ο
Ιούδας και ο Ιωνάς.
Α Εσδ. 9,24 ἐκ τῶν ἱεροψαλτῶν,
Ἐλιάσεβος, Βακχοῦρος·
Α Εσδ. 9,24 Από τους ιεροψάλτας ευρέθησαν να έχουν αλλοεθνείς
γυναίκας, ο Ελιάσεβος και ο Βακχούρος.
Α Εσδ. 9,25 ἐκ τῶν θυρωρῶν,
Σαλοῦμος καὶ Τολβάνης·
Α Εσδ. 9,25 Αυτό τους θυρωρούς ο Σαλούμος και ο Τολβάνης.
Α Εσδ. 9 ,26 ἐκ τοῦ Ἰσραὴλ
ἐκ τῶν υἱῶν Φόρος, Ἱερμὰς καὶ Ἰεζίας
καὶ Μελχίας καὶ Μαῆλος καὶ Ἐλεάζαρος καὶ Ἀσεβίας
καὶ Βαναίας·
Α Εσδ. 9,26 Από δε τον λαόν του Ισραήλ εκ της γενεάς του Φορος,
ευρέθησαν να έχουν ξένας γυναίκας, ο Ιερμάς, ο Ιεζίας, ο Μελχίας, ο Μαήλος, ο
Ελεάζαρος, ο Ασεβίας και ο Βαναίας.
Α Εσδ. 9,27 ἐκ τῶν υἱῶν
Ἠλά, Ματθανίας, Ζαχαρίας καὶ Ἰεζριῆλος καὶ Ἰωαβδίος
καὶ Ἱερεμὼθ καὶ Ἀϊδίας·
Α Εσδ. 9,27 Από την γενεάν του Ηλά, ο Ματθανίας, ο Ζαχαρίας, ο
Ιεζριήλος, ο Ιωαβδίος, ο Ιερεμώθ και ο Αϊδίας.
Α Εσδ. 9,28 καὶ ἐκ τῶν
υἱῶν Ζαμώθ, Ἐλιαδάς, Ἐλιάσιμος, Ὀθονίας Ἰαριμὼθ
καὶ Σάβαθος καὶ Ζεραλίας·
Α Εσδ. 9,28 Αό την γενεάν του Ζαμώθ ο Ελιαδάς, ο Ελιάσιμος, ο
Οθονίας, ο Ιαριμώθ, ο Σαβαθος και ο Ζεραλίας.
Α Εσδ. 9,29 καὶ ἐκ τῶν
υἱῶν Βηβαΐ, Ἰωάννης καὶ Ἀνανίας καὶ Ἰωζάβδος
καὶ Ἀμαθίας·
Α Εσδ. 9,29 Από την γενεάν Βηβαΐ, ο Ιωάννης, ο Ανανίας, ο Ιωζάβδος
και ο Αμαθίας.
Α Εσδ. 9,30 ἐκ τῶν υἱῶν
Μανί, Ὠλαμός, Μαμοῦχος, Ἰεδαῖος, Ἰασοῦβος
καὶ Ἰασαῆλος καὶ Ἱερεμώθ·
Α Εσδ. 9,30 Από την γενεάν του Μανί, ο Ωλαμός, ο Μαμούχος, ο
Ιεδαίος, ο Ιασούβος, ο Ιασαήλος και ο Ιερεμώθ.
Α Εσδ. 9,31 καὶ ἐξ υἱῶν
Ἀδδί, Νάαθος καὶ Μοοσίας, Λακκοῦνος καὶ Ναΐδος,
Ματθανίας καὶ Σεσθήλ· καὶ Βαλνοῦος καὶ
Μανασσίας·
Α Εσδ. 9,31 Από την γενεάν του Αδδί, ο Νααθος, ο Μοοσίας, ο
Λακκούνος, ο Ναΐδος, ο Ματθανίας, ο Σεσθήλ, ο Βαλνούος και ο Μανασσίας.
Α Εσδ. 9,32 καὶ ἐκ τῶν
υἱῶν Ἀνάν, Ἐλιωνὰς καὶ Ἀσαΐας καὶ
Μελχίας καὶ Σαββαῖος καὶ Σίμων Χοσαμαῖος·
Α Εσδ. 9,32 Από την γενεάν του Ανάν, ο Ελιωνάς, ο Ασαΐας, ο
Μελχίας, ο Σαββαίος και Σιμων ο Χοσαμαίος.
Α Εσδ. 9,33 καὶ ἐκ τῶν
υἱῶν Ἀσόμ, Ἀλταναῖος καὶ Ματταθίας καὶ
Σαβανναῖος καὶ Ἐλιφαλὰτ καὶ Μανασσῆς καὶ
Σεμεΐ·
Α Εσδ. 9,33 Από την γενεάν του Ασόμ, ο Αλταναίος, ο Ματταθίας, ο
Σαβανναίος, ο Ελιφαλάτ, ο Μανασσής και ο Σεμεΐ.
Α Εσδ. 9,34 καὶ ἐκ τῶν
υἱῶν Βαανί, Ἱερεμίας, Μομδίος, Ἰσμαῆρος, Ἰουήλ,
Μαβδαΐ καὶ Πεδίας καὶ Ἄνως, Ῥαβασίων καὶ Ἐνάσιβος
καὶ Μαμνιτάναιμος, Ἐλίασις, Βαννούς, Ἐλιαλί, Σομεΐς,
Σελεμίας, Ναθανίας· καὶ ἐκ τῶν υἱῶν Ἐζωρά,
Σεσίς, Ἐσρήλ, Ἀζαῆλος, Σαματός, Ζαμβρί, Ἰώσηφος·
Α Εσδ. 9,34 Από την γενεάν του Βαανί, ο Ιερεμίας, ο Μομδίος, ο
Ισμαήρος ο Ιουήλ, ο Μαβδαΐ, ο Πεδίας, ο Ανως ο Ραβασίων, ο Ενάσιβος, ο
Μαμνιτάναιμος, ο Ελιάσις, ο Βαννούς, ο Ελιαλί, ο Σομεΐς, ο Σελεμίας, ο
Ναθανίας. Από την γενεάν του Εζωρά, ο Σεσίς, ο Εσρήλ, ο Αζαήλος, ο Σαματός, ο
Ζαμβρί και ο Ιώσηφος.
Α Εσδ. 9,35 καὶ ἐκ τῶν
υἱῶν Ἐθμά, Μαζιτίας, Ζαβαδαίας, Ἠδαΐς, Ἰουήλ,
Βαναίας.
Α Εσδ. 9,35 Από την γενεάν του Εθμά, ο Μαζιτίας, ο Ζαβαδαίας, ο
Ηδαΐς, ο Ιουήλ και ο Βαναίας.
Α Εσδ. 9,36 πάντες οὗτοι συνῴκισαν
γυναῖκας ἀλλογενεῖς, καὶ ἀπέλυσαν αὐτὰς
σὺν τέκνοις.
Α Εσδ. 9,36 Ολοι αυτοί είχαν λάδει ως συζύγους αλλοεθνείς γυναίκας,
τας οποίας και απέπεμφαν μαζή με τα παιδιά των.
Α Εσδ. 9,37 Καὶ κατῴκησαν
οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται καὶ οἱ
ἐκ τοῦ Ἰσραὴλ ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ
ἐν τῇ χώρᾳ τῇ νουμηνίᾳ τοῦ μηνὸς τοῦ
ἑβδόμου καὶ οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἐν
ταῖς κατοικίαις αὐτῶν.
Α Εσδ. 9,37 Οι ιερείς, οι Λευίται και οι άλλοι από τον
ισραηλιτικόν λαόν κατώκησαν εις την Ιερουσαλήμ και εις την υπόλοιπον χώραν της
Ιουδαίας, ώστε κατά την πρώτην ημέραν του εβδόμου μηνός οι Ισραηλίται
ευρίσκοντο πλέον εις τας κατοικίας των.
Α Εσδ. 9,38 καὶ συνήχθη πᾶν
τὸ πλῆθος ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ εὐρύχωρον
τοῦ πρὸς ἀνατολὰς τοῦ ἱεροῦ πυλῶνος
Α Εσδ. 9,38 Τοτε συνεκεντρώθη όλον το πλήθος των Ισραηλιτών με μίαν
ψυχήν εις ευρύχωρον και ανοικτόν χώρον, εμπρός εις την ανατολικήν ιεράν πύλην
του ναού.
Α Εσδ. 9,39 καὶ εἶπεν Ἔσδρᾳ
τῷ ἱερεῖ καὶ ἀναγνώστῃ· κόμισαι τὸν
νόμον Μωυσῆ τὸν παραδοθέντα ὑπὸ Κυρίου Θεοῦ Ἰσραήλ.
Α Εσδ. 9,39 Αυτό το πλήθος του λαού είπεν στον Εσδραν τον ιερέα και
αναγνώστην του νόμου του Θεού· “φέρε και ανάγνωσε τον νόμον του Μωϋσέως, ο
οποίος παρεδόθη υπό του Κυρίου του Θεού του Ισραήλ εις ημάς”.
Α Εσδ. 9,40 καὶ ἐκόμισεν Ἔσδρας
ὁ ἀρχιερεὺς τὸν νόμον παντὶ τῷ πλήθει ἀνθρώπου
ἕως γυναικὸς καὶ πᾶσι τοῖς ἱερεῦσιν ἀκοῦσαι
τοῦ νόμου νουμηνίᾳ τοῦ ἑβδόμου μηνός.
Α Εσδ. 9,40 Ο αρχιερεύς Εσδρας έφερε πράγματι τον νόμον του Θεού
εις όλον το πλήθος των ανθρώπων, ανδρών και γυναικών, εις όλους τους ιερείς,
δια να ακούσουν τον Νομον τούτον κατά την πρώτην ημέραν του εβδόμου μηνός.
Α Εσδ. 9,41 καὶ ἀνεγίνωσκεν
ἐν τῷ πρὸ τοῦ ἱεροῦ πυλῶνος εὐρυχώρῳ,
ἐξ ὄρθρου ἕως μέσης ἡμέρας, ἐνώπιον ἀνδρῶν
τε καὶ γυναικῶν, καὶ ἀπέδωκαν πᾶν τὸ πλῆθος
τὸν νοῦν εἰς τὸν νόμον.
Α Εσδ. 9,41 Ο Εσδρας ανεγίνωσκεν στον ευρύχωρον τόπον, που ευρίσκετο
εμπρός εις την ιεράν πύλην του ναού, από πρωΐας μέχρι μεσημβρίας ενώπιον ανδρών
και γυναικών. Ολος δε αυτός ο λαός προσήλωσε την διάνοιάν του εις την ακρόασιν
του Νομου.
Α Εσδ. 9,42 καὶ ἔστη Ἔσδρας
ὁ ἱερεὺς καὶ ἀναγνώστης τοῦ νόμου ἐπὶ
τοῦ ξυλίνου βήματος τοῦ κατασκευασθέντος,
Α Εσδ. 9,42 Ο Εσδρας, ο ιερεύς και αναγνώστης του Νομου, ίστατο
όρθιος επάνω εις ξύλινον βάθρον, το οποίον είχε κατασκευασθή και τοποθετηθή
εκεί.
Α Εσδ. 9,43 καὶ ἔστησαν
παρ᾿ αὐτῷ Ματταθίας, Σαμμούς, Ἀνανίας, Ἀζαρίας, Οὐρίας,
Ἐζεκίας, Βαάλσαμος ἐκ δεξιῶν,
Α Εσδ. 9,43 Πλησίον δε και δεξιά του Εσδρα ίσταντο όρθιοι ο
Ματταθίας, ο Σαμμους, ο Ανανίας, ο Αζαρίας, ο Ουρίας, ο Εζεκίας, και ο
Βαάλσαμος.
Α Εσδ. 9,44 καὶ ἐξ εὐωνύμων
Φαλδαῖος καὶ Μισαήλ, Μελχίας, Λωθάσουβος, Ναβαρίας, Ζαχαρίας.
Α Εσδ. 9,44 Εξ αριστερών δε αυτού ίσταντο ο Φαλδαίος, ο Μισαήλ, ο
Μελχίας, ο Λωθάσουος, ο Ναβαρίας και ο Ζαχαρίας.
Α Εσδ. 9,45 καὶ ἀναλαβὼν
Ἔσδρας τὸ βιβλίον ἐνώπιον τοῦ πλήθους προεκάθητο ἐπιδόξως
ἐνώπιον πάντων,
Α Εσδ. 9,45 Εις την επίσημον αυτήν θέσιν προκαθήμενος ο Εσδρας
ύψωσε το βιβλίον ενώπιον όλων.
Α Εσδ. 9,46 καὶ ἐν τῷ
λῦσαι τὸν νόμον πάντες ὀρθοὶ ἔστησαν. καὶ εὐλόγησεν
Ἔσδρας τῷ Κυρίῳ Θεῷ Ὑψίστῳ Θεῷ Σαβαὼθ
παντοκράτορι,
Α Εσδ. 9,46 Ολοι δε εσηκώθησαν, αμέσως μόλις ηνοίχθη το βιβλίον του
Νομου. Ο Εσδρας εδοξολογησε τον Κυριον, τον Υψιστον Θεόν, τον Παντοκράτορα, τον
Κυριον των δυνάμεων του ουρανού και της γης.
Α Εσδ. 9,47 καὶ ἐπεφώνησε
πᾶν τὸ πλῆθος ἀμήν. καὶ ἄραντες ἄνω τὰς
χεῖρας, προσπεσόντες ἐπὶ τὴν γῆν, προσεκύνησαν τῷ
Κυρίῳ.
Α Εσδ. 9,47 Μετά δε την δοξολογίαν αυτήν όλος ο παριστάμενος λαός
ανεφώνησεν· Αμήν. Συγχρόνως δε ύψωσαν τας χείρας των προς τα άνω και έπειτα
έπεσαν εις την γην και προσεκύνησαν τον Κυριον.
Α Εσδ. 9,48 Ἰησοῦς καὶ
Ἀννιοὺθ καὶ Σαραβίας καὶ Ἰαδινὸς καὶ Ἰάκουβος,
Σαββαταῖος, Αὐταίας, Μαιάννας καὶ Καλίτας, Ἀζαρίας καὶ
Ἰώζαβδος καὶ Ἀνανίας, Φαλίας, οἱ Λευῖται, ἐδίδασκον
τὸν νόμον τοῦ Κυρίου καὶ πρὸς τὸ πλῆθος ἀνεγίνωσκον
τὸν νόμον τοῦ Κυρίου, ἐμφυσιοῦντες ἅμα τὴν ἀνάγνωσιν.
Α Εσδ. 9,48 Οι Λευίται, Ιησούς, Αννιούθ, Σαραβίας, Ιαδινός,
Ιάκουβος, Σαββαταίος, Αυταίας, Μαιάννας, Καλίτας, Αζαρίας, Ιωάζαβδος, Ανανίας,
και Φαλίας, εδίδασκαν και ανέλυαν τον νόμον του Κυρίου, αφού προηγουμένως
ανεγίνωσκον τον Νομον ενώπιον του πλήθους. Προσεπάθουν δε να καταστήσουν σαφή και
να εντυπώσουν στους ακροατάς των τα αναγινωσκόμενα.
Α Εσδ. 9,49 καὶ εἶπεν Ἀτθαράτης
Ἔσδρᾳ τῷ ἀρχιερεῖ καὶ ἀναγνώστῃ
καὶ τοῖς Λευίταις τοῖς διδάσκουσι τὸ πλῆθος ἐπὶ
πάντας·
Α Εσδ. 9,49 Επειτα από την ανάγνωσιν ο Ατθαράτης είπεν στον Εσδραν
τον αρχιερέα και αναγνώστην του Νομου, όπως επίσης και στους Λευίτας, οι οποίοι
εδίδασκαν το πλήθος·
Α Εσδ. 9,50 ἡ ἡμέρα αὕτη
ἐστὶν ἁγία τῷ Κυρίῳ, καὶ πάντες ἔκλαιον
ἐν τῷ ἀκοῦσαι τοῦ νόμου·
Α Εσδ. 9,50 “η ημέρα αυτή είναι αγία, αφιερωμένη στον Κυριον”. Ολοι
δε κατασυγκινημένοι έκλαιαν, καθώς ήκουαν την ανάγνωσιν και ανάλυσιν του Νομου.
Α Εσδ. 9,51 βαδίσαντες οὖν
φάγετε λιπάσματα καὶ πίετε γλυκάσματα καὶ ἀποστείλατε ἀποστολὰς
τοῖς μὴ ἔχουσιν,
Α Εσδ. 9,51 Προσέθεσε δε ο Ατθαράτης και είπε· “πηγαίνετε λοιπόν
τώρα να φάγετε πλούσια φαγητά και να πίετε ευχάριστα ποτά κατά την ευφρόσυνον
αυτήν ημέραν. Αλλά στείλετε όμως και δώρα εις εκείνους, οι οποίοι είναι πτωχοί
και δεν έχουν.
Α Εσδ. 9,52 ἁγία γὰρ ἡ
ἡμέρα τῷ Κυρίῳ· καὶ μὴ λυπεῖσθε, ὁ
γὰρ Κύριος δοξάσει ὑμᾶς.
Α Εσδ. 9,52 Επειδή δε η ημέρα αυτή είναι αγία αφιερωμένη στον
Κυριον, μη λυπείσθε, διότι ο Κυριος θα σας ευλογήση και θα σας δοξάση”.
Α Εσδ. 9,53 καὶ οἱ Λευῖται
ἐκέλευον παντὶ τῷ δήμῳ λέγοντες· ἡ ἡμέρα
αὕτη ἁγία, μὴ λυπεῖσθε.
Α Εσδ. 9,53 Και οι Λευίται προέτρεπαν όλον τον λαόν λέγοντες· “μη
λυπείσθε, διότι η ημέρα αυτή είναι αγία, είναι ημέρα χαράς”.
Α Εσδ. 9,54 καὶ ᾤχοντο
πάντες φαγεῖν καὶ πιεῖν καὶ εὐφραίνεσθαι καὶ
δοῦναι ἀποστολὰς τοῖς μὴ ἔχουσι καὶ εὐφρανθῆναι
μεγάλως,
Α Εσδ. 9,54 Κατόπιν ανεχώρησαν όλοι, δια να φάγουν, να πίουν, να
ευφρανθούν και να στείλουν δώρα στους πτωχούς, ώστε να ευφρανθή πάρα πολύ όλος
ο Ισραηλιτικός λαός.
Α Εσδ. 9,55 ὅτι γὰρ ἐνεφυσιώθησαν
ἐν τοῖς ῥήμασιν, οἷς ἐδιδάχθησαν, καὶ ἐπισυνήχθησαν.
Α Εσδ. 9,55 Αυτό δε εγινε, διότι ενεθουσιάσθησαν και ανεθάρρησαν
με τους λόγους, τους οποίους αυτοί εδιδάχθησαν. Επειτα από αυτά συνεκεντρώθησαν
και πάλιν.