ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΑΥΛΟΥ

 

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ 1

 

Ρωμ. 1,1            Παῦλος, δοῦλος Ἰησοῦ Χριστοῦ, κλητὸς ἀπόστολος, ἀφωρισμένος εἰς εὐαγγέλιον Θεοῦ

Ρωμ. 1,1                     Εγώ ο Παύλος είμαι δούλος του Ιησού Χριστού, αφωσιωμένος ψυχή και σώματι εις αυτόν, κεκλημένος από τον ίδιον στο αποστολικόν αξίωμα, ξεχωρισμένος δια να κηρύττω το χαρμόσυνον μήνυμα της σωτηρίας, την οποίαν ο Θεός προσφέρει στους ανθρώπους.

Ρωμ. 1,2            ὃ προεπηγγείλατο διὰ τῶν προφητῶν αὐτοῦ ἐν γραφαῖς ἁγίαις

Ρωμ. 1,2                    Αυτό το κήρυγμα, όπως φαίνεται από τας προφητείας, που περιέχονται εις τας Αγίας Γραφάς, το είχεν υποσχεθή ο Θεός και προαναγγείλει με τους προφήτας του·

Ρωμ. 1,3            περὶ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, τοῦ γενομένου ἐκ σπέρματος Δαυΐδ κατὰ σάρκα,

Ρωμ. 1,3                    αφορά δε τον μονογενή Υιόν του, ο οποίος εγεννήθη, κατά το ανθρώπινον, από απόγονον του Δαυΐδ,

Ρωμ. 1,4            τοῦ ὁρισθέντος υἱοῦ Θεοῦ ἐν δυνάμει κατὰ πνεῦμα ἁγιωσύνης ἐξ ἀναστάσεως νεκρῶν, Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν,

Ρωμ. 1,4                    απεδείχθη δε σαφώς, ότι ούτος είναι Υιός του Θεού με υπερφυσικήν δύναμιν, που επήγαζε από το Πνεύμα, το οποίον μεταδίδει αγιότητα· επεδείχθη δε Υιός του Θεού ο Κυριος ημών Ιησούς Χριστός ιδιαιτέρως με την εκ νεκρών ανάστασιν του.

Ρωμ. 1,5            δι᾿ οὗ ἐλάβομεν χάριν καὶ ἀποστολὴν εἰς ὑπακοὴν πίστεως ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ,

Ρωμ. 1,5                    Δια του Χριστού ελάβομεν, εγώ ο Παύλος και οι άλλοι Απόστολοι, την χάριν και το αποστολικόν αξίωμα, δια να κηρύττωμεν μεταξύ όλων των εθνών την νέαν πίστιν και την εις αυτήν υποταγήν, προς δόξαν του ονόματός του.

Ρωμ. 1,6            ἐν οἷς ἐστε καὶ ὑμεῖς κλητοὶ Ἰησοῦ Χριστοῦ,

Ρωμ. 1,6                    Μεταξύ δε των εθνικών συγκαταλέγεσθε και σεις, οι οποίοι έχετε κληθή δια του Ιησού Χριστού.

Ρωμ. 1,7            πᾶσι τοῖς οὖσι ἐν Ῥώμῃ ἀγαπητοῖς Θεοῦ, κλητοῖς ἁγίοις· χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ρωμ. 1,7                    Απευθύνομαι με την επιστολήν μου αυτήν εις όλους τους πιστούς, που ευρίσκεσθε εις την Ρωμην και οι οποίοι είσθε ιδαιαιτέρως αγαπητοί στον Θεόν και προσκεκλημένοι να γίνετε άγιοι, και εύχομαι να είναι μαζή σας πάντοτε η χάρις και η ειρήνη από τον Θεόν πατέρα μας και από τον Κυριον Ιησούν Χριστόν.

Ρωμ. 1,8            Πρῶτον μὲν εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ πάντων ὑμῶν, ὅτι ἡ πίστις ὑμῶν καταγγέλλεται ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ.

Ρωμ. 1,8                    Πρώτον μεν ευχαριστώ τον Θεόν μου δια μέσου του Ιησού Χριστού δι' όλους σας, επειδή η πίστις σας έχει διαλαληθή εις όλον τον κόσμον.

Ρωμ. 1,9            μάρτυς γὰρ μού ἐστιν ὁ Θεός, ᾧ λατρεύω ἐν τῷ πνεύματί μου ἐν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, ὡς ἀδιαλείπτως μνείαν ὑμῶν ποιοῦμαι,

Ρωμ. 1,9                    Μαρτυς μου είναι ο Θεός, τον οποίον λατρεύω με όλην μου την ψυχήν και την καρδίαν, υπηρετών και κηρύσσων το ευαγγέλιον του Υιού αυτού, ότι συνεχώς και αδιακόπως σας ενθυμούμαι,

Ρωμ. 1,10          πάντοτε ἐπὶ τῶν προσευχῶν μου δεόμενος εἴ πως ἤδη ποτὲ εὐοδωθήσομαι ἐν τῷ θελήματι τοῦ Θεοῦ ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς.

Ρωμ. 1,10                  παρακαλών πάντοτε τον Θεόν εις τας προσευχάς μου, μήπως, έστω και τώρα, ευδοκήση κατά το άγιον του θέλημα, και κατευοδωθώ και έλθω εις επίσκεψίν σας.

Ρωμ. 1,11          ἐπιποθῶ γὰρ ἰδεῖν ὑμᾶς, ἵνα τι μεταδῶ χάρισμα ὑμῖν πνευματικὸν εἰς τὸ στηριχθῆναι ὑμᾶς,

Ρωμ. 1,11                   Διότι έχω φλογερόν πόθον να σας ίδω, δια να σας μεταδώσω κάποιο πνευματικόν χάρισμα και πνευματικήν ωφέλειαν, ώστε να στηριχθήτε ακόμη περισσότερον εις την κατά Χριστόν πίστιν και ζωήν.

Ρωμ. 1,12          τοῦτο δέ ἐστι συμπαρακληθῆναι ἐν ὑμῖν διὰ τῆς ἐν ἀλλήλοις πίστεως ὑμῶν τε καὶ ἐμοῦ.

Ρωμ. 1,12                  Αλλά τούτο σημαίνει ότι και εγώ αισθάνομαι την ανάγκην να παρηγορηθώ και ενισχυθώ μεταξύ σας, όπως και σεις από εμέ, δια της κοινής πίστεως και ημών και εμού, η οποία μας συνδέει.

Ρωμ. 1,13          οὐ θέλω δὲ ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, ὅτι πολλάκις προεθέμην ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς, καὶ ἐκωλύθην ἄχρι τοῦ δεῦρο, ἵνα τινὰ καρπὸν σχῶ καὶ ἐν ὑμῖν καθὼς καὶ ἐν τοῖς λοιποῖς ἔθνεσιν.

Ρωμ. 1,13                   Θελω δε να γνωρίζετε καλά, αδελφοί, ότι πολλές φορές εσκέφθην και απεφάσισα να έλθω πλησίον σας, αλλά συνήντησα εμπόδια μέχρι τώρα. Ηθελα δε να έλθω, δια να έχω κάποιον πνευματικόν καρπόν και μεταξύ σας, όπως έχω και μεταξύ των άλλων εθνών.

Ρωμ. 1,14          Ἕλλησί τε καὶ βαρβάροις, σοφοῖς τε καὶ ἀνοήτοις ὀφειλέτης εἰμί·

Ρωμ. 1,14                  Αισθάνομαι ότι είμαι υποχρεωμένος να κηρύξω το Ευαγγέλιον και στους Ελληνας και στους βαρβάρους, και στους σοφούς και στους αγραμμάτους.

Ρωμ. 1,15          οὕτω τὸ κατ᾿ ἐμὲ πρόθυμον καὶ ὑμῖν τοῖς ἐν Ῥώμῃ εὐγγελίσασθαι.

Ρωμ. 1,15                   Δι' αυτό, καθόσον εξαρτάται από εμέ, είμαι πρόθυμος να κηρύξω το Ευαγγέλιον της σωτηρίας και εις σας, που ευρίσκεσθε εις την Ρωμην.

Ρωμ. 1,16          οὐ γὰρ ἐπαισχύνομαι τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ· δύναμις γὰρ Θεοῦ ἐστιν εἰς σωτηρίαν παντὶ τῷ πιστεύοντι, Ἰουδαίῳ τε πρῶτον καὶ Ἕλληνι.

Ρωμ. 1,16                  Διότι δεν εντρέπομαι ποτέ το Ευαγγέλιον του Χριστού, επειδή είναι δύναμις του Θεού, η οποία χαρίζει σωτηρίαν εις κάθε ένα που πιστεύει ειλικρινώς, κατά πρώτον λόγον εις κάθε Ιουδαίον, έπειτα δε εις κάθε Ελληνα και ειδωλολάτρην.

Ρωμ. 1,17          δικαιοσύνη γὰρ Θεοῦ ἐν αὐτῷ ἀποκαλύπτεται ἐκ πίστεως εἰς πίστιν, καθὼς γέγραπται· ὁ δὲ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται.

Ρωμ. 1,17                   Διότι φανερώνεται και προσφέρεται δια του Ευαγγελίου η σωτηρία και η δικαίωσις εκ μέρους του Θεού προς τον άνθρωπον, ο οποίος αρχίζει από την πίστιν και προχωρεί δια της πίστεως, σύμφωνα άλλωστε και με εκείνο που έχει γραφή από τον προφήτην Αβακούμ. “Ο δίκαιος θα κερδήση την αιώνιον ζωήν δια της πίστεώς του”.

Ρωμ. 1,18          Ἀποκαλύπτεται γὰρ ὀργὴ Θεοῦ ἀπ᾿ οὐρανοῦ ἐπὶ πᾶσαν ἀσέβειαν καὶ ἀδικίαν ἀνθρώπων τῶν τὴν ἀλήθειαν ἐν ἀδικίᾳ κατεχόντων,

Ρωμ. 1,18                  Ηυδόκησε δε ο Θεός να δώση την εκ πίστεως δικαίωσιν, καθόσον τα έργα του κόσμου είναι τέτοια, ώστε εξ αιτίας των φανερώνεται και ξεσπάει η οργή του Θεού από τον ουρανόν εναντίον κάθε ασεβείας και κάθε αδικίας των πονηρών ανθρώπων, οι οποίοι, ενώ γνωρίζουν και κατέχουν την αλήθειαν, ζουν μέσα εις την αδικίαν.

Ρωμ. 1,19          διότι τὸ γνωστὸν τοῦ Θεοῦ φανερόν ἐστιν ἐν αὐτοῖς· ὁ γὰρ Θεὸς αὐτοῖς ἐφανέρωσε.

Ρωμ. 1,19                  Επειδή η γνώσις περί του Θεού και του θελήματός του (όσην ημπορεί να χωρέση ο άνθρωπος) είναι φανερή και γνωστή εις αυτούς· ο ίδιος ο Θεός την έχει φανερώσει εις αυτούς.

Ρωμ. 1,20          τὰ γὰρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπὸ κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται, ἥ τε ἀΐδιος αὐτοῦ δύναμις καὶ θειότης, εἰς τὸ εἶναι αὐτοὺς ἀναπολογήτους,

Ρωμ. 1,20                  Διότι από τότε που εκτίσθη ο κόσμος, αι αόρατοι τελειότητες του Θεού γίνονται καθαρά αισθηταί με την διάνοιαν δια μέσου των δημιουργημάτων, τόσον η αιωνία αυτού παντοδυναμία, όσον και κάθε θεία τελειότης του, εις τρόπον ώστε να μένουν αυτοί αναπολόγητοι δια τον αμαρτωλόν βίον των·

Ρωμ. 1,21          διότι γνόντες τὸν Θεὸν οὐχ ὡς Θεὸν ἐδόξασαν ἢ εὐχαρίστησαν, ἀλλ᾿ ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν, καὶ ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία·

Ρωμ. 1,21                  διότι, ενώ εγνώρισαν δια μέσου της δημιουργίας τον πάνσοφον και πανάγαθον Θεόν, δεν τον εδόξασαν ως αληθινόν Θεόν δια τα μεγαλεία του και δεν τον ευχαρίστησαν δια τας αναριθμήτους ευεργεσίας του, αλλ' επλανήθησαν με τους μωρούς και ψευδείς συλλογισμούς των περί των ειδώλων και της αμαρτωλής ζωής και εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών διάνοια·

Ρωμ. 1,22          φάσκοντες εἶναι σοφοὶ ἐμωράνθησαν,

Ρωμ. 1,22                  και ενώ διακηρύττουν ότι είναι σοφοί, απεδείχθησαν μωροί και ανόητοι·

Ρωμ. 1,23          καὶ ἤλλαξαν τὴν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ ἐν ὁμοιώματι εἰκόνος φθαρτοῦ ἀνθρώπου καὶ πετεινῶν καὶ τετραπόδων καὶ ἑρπετῶν.

Ρωμ. 1,23                  και αντικατέστησαν την άπειρον και μεγαλειώδη δόξαν του αφθάρτου Θεού με υλικά αγάλματα, με είδωλα, που εικονίζουν φθαρτούς ανθρώπους και πτηνά και τετράποδα και ερπετά.

Ρωμ. 1,24          Διὸ καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῶν καρδιῶν αὐτῶν εἰς ἀκαθαρσίαν τοῦ ἀτιμάζεσθαι τὰ σώματα αὐτῶν ἐν αὐτοῖς,

Ρωμ. 1,24                  Δια την ασέβειαν δε και την αποστασίαν των αυτήν απέσυρεν ο Θεός την χάριν του και έτσι παρεδόθησαν και υπεδουλώθησαν εις τας αμαρτωλάς επιθυμίας των καρδιών των, εις ηθικήν ακαθαρσίαν, ώστε να εξευτελίζωνται τα σώματα των από αυτούς τους ιδίους.

Ρωμ. 1,25          οἵτινες μετήλλαξαν τὴν ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ψεύδει, καὶ ἐσεβάσθησαν καὶ ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα, ὅς ἐστιν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

Ρωμ. 1,25                  Αυτοί αντήλλαξαν και αντικατέστησαν την αλήθειαν του Θεού με το ψεύδος της ειδωλολατρίας, εσεβάσθησαν δε και ελάτρευσαν την άψυχον και άλογον και πεπερασμένην κτίσιν, αντί του Δημιουργού, ο οποίος την έκτισε και πρέπει δια τούτο να ευλογήται και να δοξάζεται εις όλους τους αιώνας. Αμήν.

Ρωμ. 1,26          Διὰ τοῦτο παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς πάθη ἀτιμίας. αἵ τε γὰρ θήλειαι αὐτῶν μετήλλαξαν τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν,

Ρωμ. 1,26                  Ακριβώς δε διότι ελάτρευσαν ψευδείς και φαύλους θεούς, παρεχώρησεν ο Θεός να παραδοθούν και υποδουλωθούν εις εξευτελιστικά πάθη. Διότι και αι γυναίκες των (χωρίς να εντραπούν και σεβασθούν ούτε τον ευατόν των) αλλάξαν την φυσικήν χρήσιν του φύλου των εις την παρά φύσιν και εξετράπησαν εις ακατανομάστους πράξεις.

Ρωμ. 1,27          ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἄρσενες ἀφέντες τὴν φυσικὴν χρῆσιν τῆς θηλείας ἐξεκαύθησαν ἐν τῇ ὀρέξει αὐτῶν εἰς ἀλλήλους, ἄρσενες ἐν ἄρσεσι τὴν ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοι καὶ τὴν ἀντιμισθίαν ἣν ἔδει τῆς πλάνης αὐτῶν ἐν ἑαυτοῖς ἀπολαμβάνοντες.

Ρωμ. 1,27                  Κατά παρόμοιον τρόπον και οι άρρενες αφήκαν την φυσικήν σχέσιν και χρήσιν της γυναικός και εφλογίσθησαν εις τας εμπαθείς ορέξεις μεταξύ των, ώστε άνδρες εις άνδρας να ενεργούν αναισχύντους και εξευτελιστικάς πράξεις και να λαμβάνουν τον μισθόν, που τους έπρεπε δια την πλάνην των, από τον ίδιον τον ευατόν των.

Ρωμ. 1,28          Καὶ καθὼς οὐκ ἐδοκίμασαν τὸν Θεὸν ἔχειν ἐν ἐπιγνώσει, παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς ἀδόκιμον νοῦν, ποιεῖν τὰ μὴ καθήκοντα,

Ρωμ. 1,28                  Και καθώς δεν έκριναν καλόν και δεν ηθέλησαν να κατέχουν την αληθή και σοφήν γνώσιν περί του Θεού, παρεχώρησεν ο Θεός να παραδοθούν και υποδουλωθούν εις νουν ανίκανον να διακρίνη το ορθόν, με αποτέλεσμα να διαπράττουν αυτά τα απρεπή και επαίσχυντα.

Ρωμ. 1,29          πεπληρωμένους πάσῃ ἀδικίᾳ, πορνείᾳ, πονηρίᾳ, πλεονεξία, κακίᾳ, μεστοὺς φθόνου, φόνου, ἔριδος, δόλου κακοηθείας,

Ρωμ. 1,29                  Και έτσι εγέμισαν και διεποτίσθησαν, κατά την ψυχήν και το σώμα, από κάθε αδικίαν, πορνείαν, πονηρίαν, πλεονεξίαν, κακίαν· εγέμισαν από φθόνον, φόνον, φιλόνεικον διάθεσιν, δολιότητα και κάθε κακοήθειαν.

Ρωμ. 1,30          ψιθυριστάς, καταλάλους, θεοστυγεῖς, ὑβριστάς, ὑπερηφάνους, ἀλαζόνας, ἐφευρέτας κακῶν, γονεῦσιν ἀπειθεῖς,

Ρωμ. 1,30                  Εγιναν κρυφοί κατήγοροι σιγοψιθυρίζοντες μεταξύ των εις βάρος των άλλων, θρασείς συκοφάνται των απόντων, γεμάτοι μίσος εναντίον του Θεού, υβρισταί, φαντασμένοι και κομπασταί, επιδειξιομανείς, επινοηταί κακών εις βάρος των άλλων, ασεβείς και ανυπάκοοι απέναντι των γονέων·

Ρωμ. 1,31          ἀσυνέτους, ἀσυνθέτους, ἀστόργους, ἀσπόνδους, ἀνελεήμονας·

Ρωμ. 1,31                   άνθρωποι χωρίς σύνεσιν, που χωρίς εντροπήν καταπατούν τον λόγον των και τας συμφωνίας που έχουν κάμει, άστοργοι απέναντι των οικείων των, αδιάλλακτοι και μνησίκακοι, σκληροί και ανάλγητοι εις την ξένην δυστυχίαν.

Ρωμ. 1,32          οἵτινες τὸ δικαίωμα τοῦ Θεοῦ ἐπιγνόντες, ὅτι οἱ τὰ τοιαῦτα πράσσοντες ἄξιοι θανάτου εἰσίν, οὐ μόνον αὐτὰ ποιοῦσιν, ἀλλὰ καὶ συνευδοκοῦσι τοῖς πράσσουσι.

Ρωμ. 1,32                  Αυτοί, μολονότι εγνώρισαν καλά το θέλημα και την δικαιοσύνην του Θεού, ότι δηλαδή όσοι διαπράττουν τέτοια πονηρά έργα είναι άξιοι θανάτου, όχι μόνον πράττουν αυτά, αλλά από ψυχικήν πώρωσιν και κακότητα επιδοκιμάζουν με όλην των την καρδιά και εκείνους που τα πράττουν.

 

 

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ 2

 

Ρωμ. 2,1            Διὸ ἀναπολόγητος εἶ, ὦ ἄνθρωπε, πᾶς ὁ κρίνων· ἐν ᾧ γὰρ κρίνεις τὸν ἕτερον, σεαυτὸν κατακρίνεις· τὰ γὰρ αὐτὰ πράσσεις ὁ κρίνων.

Ρωμ. 2,1                    Και συ ο Ιουδαίος γνωρίζεις πόσον ο Θεός οργίζεται εναντίον εκείνων που καταπατούν το θέλημά του). Δια τούτο είσαι αναπολόγητος, ω άνθρωπε, οιοσδήποτε και αν είσαι συ, ο οποίος καταδικάζστους άλλους, διότι καθ' ον χρόνον κρίνεις και καταδικάζστον άλλον, κρίνεις και καταδικάζστον εαυτόν σου. Επειδή και συ ο Ιουδαίος, που παρουσιάζεσαι ως αυτόκλητος δικαστής, κάμνεις τα ίδια με τον ειδωλολάτρην.

Ρωμ. 2,2            οἴδαμεν δὲ ὅτι τὸ κρῖμα τοῦ Θεοῦ ἐστι κατὰ ἀλήθειαν ἐπὶ τοὺς τὰ τοιαῦτα πράσσοντας.

Ρωμ. 2,2                   Γνωρίζομεν δε πολύ καλά ότι η δικαία κρίσις και καταδίκη εκ μέρους του Θεού εναντίον εκείνων, που πράττουν τέτοια αμαρτωλά έργα, είναι βεβαία και αληθινή.

Ρωμ. 2,3            λογίζῃ δὲ τοῦτο, ὦ ἄνθρωπε, ὁ κρίνων τοὺς τὰ τοιαῦτα πράσσοντας καὶ ποιῶν αὐτά, ὅτι σὺ ἐκφεύξῃ τὸ κρῖμα τοῦ Θεοῦ;

Ρωμ. 2,3                    Συ, δε, ω άνθρωπε, ο οποίος καταδικάζστους άλλους, που διαπράττουν αυτά, ενώ και συ κάμνεις τα ίδια, νομίζεις ότι θα αποφύγης την καταδίκην σου εκ μέρους του Θεού;

Ρωμ. 2,4            ἢ τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος αὐτοῦ καὶ τῆς ἀνοχῆς καὶ τῆς μακροθυμίας καταφρονεῖς, ἀγνοῶν ὅτι τὸ χρηστὸν τοῦ Θεοῦ εἰς μετάνοιάν σε ἄγει;

Ρωμ. 2,4                   Η δείχνεις περιφρόνησιν και αχαριστίαν προς τον πλούτον της αγαθότητος του Θεού και της ανεκτικότητός του και της μακροθυμίας του απέναντί σου, θέλων έτσι να αγνοής ότι η στοργή και η αγαθότης του Θεού σε οδηγεί εις μετάνοιαν και διόρθωσιν;

Ρωμ. 2,5            κατὰ δὲ τὴν σκληρότητά σου καὶ ἀμετανόητον καρδίαν θησαυρίζεις σεαυτῷ ὀργὴν ἐν ἡμέρᾳ ὀργῆς καὶ ἀποκαλύψεως καὶ δικαιοκρισίας τοῦ Θεοῦ,

Ρωμ. 2,5                    Συμφωνα δε με την σκληρότητά σου, με την αμετανόητον και αναίσθητον καρδίαν σου, που δεν μαλάσσεται από την τόσην στοργήν του Θεού, συσσωρεύεις εναντίον του ευατού σου θησαυρούς οργής, που θα εκσπάσουν κατά την ημέραν, κατά την οποίαν θα εκδηλωθή η οργή του Θεού και θα φανερωθή η δικαία κρίσις αυτού,

Ρωμ. 2,6            ὃς ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ ἔργα αὐτοῦ,

Ρωμ. 2,6                   ο οποίος και “θα αποδώση στον καθένα κατά τα έργα του”·

Ρωμ. 2,7            τοῖς μὲν καθ᾿ ὑπομονὴν ἔργου ἀγαθοῦ δόξαν καὶ τιμὴν καὶ ἀφθαρσίαν ζητοῦσι ζωὴν αἰώνιον,

Ρωμ. 2,7                    εις εκείνους μεν, οι οποίοι με υπομονήν και επιμονήν πράττουν τα αγαθά και ενάρετα έργα, ζητούν δε από τον Θεόν την δόξαν του ουρανού και την αφθαρσίαν και την αθανασίαν, θα δώση ο Θεός ζωήν αιωνίαν πλησίον του.

Ρωμ. 2,8            τοῖς δὲ ἐξ ἐριθείας, καὶ ἀπειθοῦσι μὲν τῇ ἀληθείᾳ, πειθομένοις δὲ τῇ ἀδικίᾳ, θυμὸς καὶ ὀργή·

Ρωμ. 2,8                   Εναντίον δε εκείνων, οι οποίοι από πνεύμα αντιλογίας και φιλονεικίας δεν πείθονται μεν και δεν υποτάσσονται εις την αλήθειαν, πείθονται δε και υποδουλώνονται εις την αδικίαν, θα εκσπάση θυμός και οργή.

Ρωμ. 2,9            θλῖψις καὶ στενοχωρία ἐπὶ πᾶσαν ψυχὴν ἀνθρώπου τοῦ κατεργαζομένου τὸ κακόν, Ἰουδαίου τε πρῶτον καὶ Ἕλληνος·

Ρωμ. 2,9                   Θλίψις και στενοχωρία θα κυριεύση και θα πλημμυρίση κάθε άνθρωπον, ο οποίος αμετανόητα επιμένει να εργάζεται το κακόν, τον Ιουδαίον κατά πρώτον λόγον, αλλά και τον εθνικόν·

Ρωμ. 2,10          δόξα δὲ καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν, Ἰουδαίῳ τε πρῶτον καὶ Ἕλληνι·

Ρωμ. 2,10                  δόξα δε από τον Θεόν, τιμή και έπαινος, ειρήνη και χαρά θα δοθή εις καθένα, που εργάζεται το αγαθόν, στον Ιουδαίον πρώτον, αλλά και στον ειδωλολάτρην·

Ρωμ. 2,11          οὐ γὰρ ἔστι προσωποληψία παρὰ τῷ Θεῷ.

Ρωμ. 2,11                  διότι δεν είναι προσωπολήπτης ο Θεός· (δεν λαμβάνει υπ' όψιν την φυλήν και την τάξιν των ανθρώπων, αλλά την πίστιν και τα έργα των).

Ρωμ. 2,12          ὅσοι γὰρ ἀνόμως ἥμαρτον, ἀνόμως καὶ ἀπολοῦνται· καὶ ὅσοι ἐν νόμῳ ἥμαρτον, διὰ νόμου κριθήσονται.

Ρωμ. 2,12                  Δι' αυτό, όσοι ημάρτησαν, χωρίς να έχουν γνωρίσει τον μωσαϊκόν Νομον, θα καταδικασθούν εις απώλειαν, χωρίς να χρησιμοποιηθή ο Νομος ως μέτρον της κρίσεως εναντίον των· και όσοι ημάρτησαν, ενώ είχαν λάβει και εγνώριζαν τον γραπτόν, τον μωσαϊκόν Νομον, θα κριθούν επί τη βάσει του Νομου.

Ρωμ. 2,13          οὐ γὰρ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου δίκαιοι παρὰ τῷ Θεῷ, ἀλλ᾿ οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσονται.

Ρωμ. 2,13                  Διότι δίκαιοι και άξιοι αμοιβής ενώπιον του Θεού δεν είναι αυτοί, οι οποίοι απλώς ακούουν και γνωρίζουν τον Νομον, αλλ' όσοι τον τηρούν και τον εφαρμόζουν.

Ρωμ. 2,14          ὅταν γὰρ ἔθνη τὰ μὴ νόμον ἔχοντα φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιῇ, οὗτοι νόμον μὴ ἔχοντες ἑαυτοῖς εἰσι νόμος,

Ρωμ. 2,14                  Οταν λοιπόν εθνικοί και ειδωλολάτραι, που δεν έχουν λάβει τον γραπτόν Νομον του Θεού, πράττουν δε από έμφυτον ηθικήν παρόρμησιν όσα λέγει ο Νομος, αυτοί καίτοι δεν έχουν νόμον είναι οι ίδιοι δια τον ευατόν των νόμος (επειδή έχουν οδηγόν την συνείδησίν των).

Ρωμ. 2,15          οἵτινες ἐνδείκνυνται τὸ ἔργον τοῦ νόμου γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως καὶ μεταξὺ ἀλλήλων τῶν λογισμῶν κατηγορούντων ἢ καὶ ἀπολογουμένων-

Ρωμ. 2,15                  Αυτοί αποδεικνύουν και φανερώνουν με την συμπεριφοράν των, ότι έχουν γραπτόν το έργον του Νομου μέσα εις τας καρδίας των, όταν η συνείδησίς των δίδη μαρτυρίαν και επιβεβαίωσιν εις αυτούς δια τας πράξεις των, αν είναι καλαί η κακαί, η δε διάνοια εκ παραλλήλου προς την συνείδησιν αναπτύσσει λογισμούς, οι οποίοι κατηγορούν ο ένας τον άλλον η και απολογούνται, δια την εξακρίβωσιν του καλού.

Ρωμ. 2,16          ἐν ἡμέρᾳ ὅτε κρινεῖ ὁ Θεὸς τὰ κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ρωμ. 2,16                  Αυτοί, λοιπόν, οι ειδωλολάτραι, οι τηρηταί του εμφύτου ηθικού νόμου, θα ανακηρυχθούν δίκαιοι εκ μέρους του Θεού κατά την ημέραν εκείνην, κατά την οποίαν ο δίκαιος Θεός θα κρίνη τας φανεράς και κρυφάς πράξεις των ανθρώπων δια του Ιησού Χριστού, σύμφωνα με το Ευαγγέλιον, το οποίον εγώ κηρύττω.

Ρωμ. 2,17          Ἴδε σὺ Ἰουδαῖος ἐπονομάζῃ, καὶ ἐπαναπαύῃ τῷ νόμῳ, καὶ καυχᾶσαι ἐν Θεῷ,

Ρωμ. 2,17                  Ιδού, λοιπόν, συ έχεις ως τιμητικόν τίτλον το όνομα του Ιουδαίου (όναμα που το ετίμησαν πατριάρχαι και προφήται) και επαναπαύεσαι στον Νομον, που έχεις λάβει, και καυχάσαι δια τον Θεόν, που έχεις γνωρίσει ως ιδικόν σου.

Ρωμ. 2,18          καὶ γινώσκεις τὸ θέλημα, καὶ δοκιμάζεις τὰ διαφέροντα, κατηχούμενος ἐκ τοῦ νόμου,

Ρωμ. 2,18                  Και γνωρίζστουλάχιστον θεωρητικώς, το θέλημα του Θεού και είσαι εις θέσιν να διακρίνης την διαφοράν μεταξύ καλού και κακού, διότι διδάσκεσαι από τον Νομον·

Ρωμ. 2,19          πέποιθάς τε σεαυτὸν ὁδηγὸν εἶναι τυφλῶν, φῶς τῶν ἐν σκότει,

Ρωμ. 2,19                  και έχεις σχηματίσει δια τον ευατόν σου την πεποίθησιν ότι είσαι αδηγός των τυφλών, δηλαδή των ειδωλολατρών, φως δι' εκείνους που ευρίσκονται στο σκοτάδι της πλάνης,

Ρωμ. 2,20          παιδευτὴν ἀφρόνων, διδάσκαλον νηπίων, ἔχοντα τὴν μόρφωσιν τῆς γνώσεως καὶ τῆς ἀληθείας ἐν τῷ νόμῳ.

Ρωμ. 2,20                 παιδαγωγός κατά Θεόν των αφρόνων, διδάσκαλος αυτών που είναι νήπιοι κατά την γνώσιν και την αρετήν, άνθρωπος γενικώς, που έχεις από τον Νομον την μόρφωσιν της γνώσεως και της αληθείας.

Ρωμ. 2,21          ὁ οὖν διδάσκων ἕτερον σεαυτὸν οὐ διδάσκεις; ὁ κηρύσσων μὴ κλέπτειν κλέπτεις;

Ρωμ. 2,21                  Συ λοιπόν, που διδάσκστον άλλον, δεν διδάσκεις και δεν συνετίζστον ευατόν σου; Συ, που κηρύττεις στους άλλους να μη κλέπτουν, κλέπτεις;

Ρωμ. 2,22          ὁ λέγων μὴ μοιχεύειν μοιχεύεις; ὁ βδελυσσόμενος τὰ εἴδωλα ἱεροσυλεῖς;

Ρωμ. 2,22                 Συ, που συμβουλεύστους άλλους να μη καταπατούν την συζυγικήν πίστιν, διαπράττεις μοιχείαν; Συ, που αποστρέφεσαι με αηδίαν τα είδωλα, διαπράττεις ιεροσυλίας, κλέπτων χρήματα από τους ειδωλολατρικούς ναούς;

Ρωμ. 2,23          ὃς ἐν νόμῳ καυχᾶσαι, διὰ τῆς παραβάσεως τοῦ νόμου τὸν Θεὸν ἀτιμάζεις;

Ρωμ. 2,23                 Συ, που καυχάσαι δια την γνώσιν του Νομου, με την παράβασιν αυτού του Νομου προσβάλλεις και ατιμάζστον Θεόν;

Ρωμ. 2,24          τὸ γὰρ ὄνομα τοῦ Θεοῦ δι᾿ ὑμᾶς βλασφημεῖται ἐν τοῖς ἔθνεσι, καθὼς γέγραπται.

Ρωμ. 2,24                 Διότι πράγματι, “εξ αιτίας των ιδικών σας αναισχύντων παραβάσεων υβρίζεται και βλασφημείται το όνομα του Θεού μεταξύ των ειδωλολατρών”, όπως έχει γραφή από τον προφήτην Ησαΐαν.

Ρωμ. 2,25          περιτομὴ μὲν γὰρ ὠφελεῖ, ἐὰν νόμον πράσσῃς· ἐὰν δὲ παραβάτης νόμου ᾖς, ἡ περιτομή σου ἀκροβυστία γέγονεν.

Ρωμ. 2,25                 Ετσι δε σου είναι εντελώς άχρηστος η περιτομή. Διότι η περιτομή σε ωφελεί, εάν τηρής τον Νομον. Εάν όμως είσαι παραβάτης των διατάξεων του Νομου, η περιτομή σου έχασε κάθε αξίαν και έγινε σαν την ακροβυστίαν των ειδωλολατρών.

Ρωμ. 2,26          ἐὰν οὖν ἡ ἀκροβυστία τὰ δικαιώματα τοῦ νόμου φυλάσσῃ, οὐχὶ ἡ ἀκροβυστία αὐτοῦ εἰς περιτομὴν λογισθήσεται;

Ρωμ. 2,26                 Εάν τώρα ο απερίτμητος ειδωλολάτρης τηρή τας διατάξστου νόμου και συμμορφώνεται προς αυτόν, τότε η ακροβυστία του δεν θα θεωρηθή από τον Θεόν ως περιτομή;

Ρωμ. 2,27          καὶ κρινεῖ ἡ ἐκ φύσεως ἀκροβυστία, τὸν νόμον τελοῦσα, σὲ τὸν διὰ γράμματος καὶ περιτομῆς παραβάτην νόμου.

Ρωμ. 2,27                 Ετσι δε, ο εθνικός, που έχει φυσικήν την ακροβυστίαν, τηρεί όμως τον νόμον του Θεού, θα καταδικάση σε, ο οποίος, καίτοι έλαβες από τον Θεόν τον γραπτόν Νομον και την περιτομήν, παραβαίνεις εν τούτοις τον Νομον.

Ρωμ. 2,28          οὐ γὰρ ὁ ἐν τῷ φανερῷ Ἰουδαῖός ἐστιν, οὐδὲ ἡ ἐν τῷ φανερῷ ἐν σαρκὶ περιτομή,

Ρωμ. 2,28                 Διότι Ιουδαίος αληθινός και άξιος των δωρεών του Θεού δεν είναι εκείνος, που εξωτερικώς φαίνεται ως Ιουδαίος ούτε αληθινή περιτομή είναι εκείνη, που έχει γίνει και φαίνεται εις την σάρκαν.

Ρωμ. 2,29          ἀλλ᾿ ὁ ἐν τῷ κρυπτῷ Ἰουδαῖος, καὶ περιτομὴ καρδίας ἐν πνεύματι, οὐ γράμματι, οὗ ὁ ἔπαινος οὐκ ἐξ ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ Θεοῦ.

Ρωμ. 2,29                 Αλλά πραγματικός και ευάρεστος στον Θεόν Ιουδαίος είναι εκείνος, που με το άγνωστος στους ανθρώπους και κρυφό εσωτερικόν του λατρεύει και υπακούει στον Θεόν. Και αληθινή περιτομή είναι η αποκοπή πάσης κακίας και ενοχής από την καρδίαν, η οποία γίνεται με την χάριν του Αγίου Πνεύματος και όχι με την τυπικήν και νεκράν πλέον διάταξιν του μωσαϊκού Νομου. Αυτός δε, ο αληθινά γνήσιος Ιουδαίος θα λάβη τον έπαινόν του, όχι εκ μέρους ανθρώπων, αλλά από τον ίδιον τον Θεόν.

 

 

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ 3

 

Ρωμ. 3,1            Τί οὖν τὸ περισσὸν τοῦ Ἰουδαίου, ἢ τίς ἡ ὠφέλεια τῆς περιτομῆς;

Ρωμ. 3,1                    Τοτε λοιπόν, αφού ευάρεστος ενώπιον του Θεού είναι και ο απερίτμητος, αλλ' ευσεβής εθνικός, ποίον είναι το πλεονέκτημα του Ιουδαίου η ποία είναι η ωφέλεια από την περιτομήν;

Ρωμ. 3,2            πολὺ κατὰ πάντα τρόπον. πρῶτον μὲν γὰρ ὅτι ἐπιστεύθησαν τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ.

Ρωμ. 3,2                    Το πλεονέκτημα είναι πολύ και από όλας τας απόψεις. Πρώτον μεν, διότι στους Ιουδαίους ενεπιστεύθη ο Θεός τον Νομον του, τας προφητείας και τας υποσχέσστου.

Ρωμ. 3,3            τί γὰρ εἰ ἠπίστησάν τινες; μὴ ἡ ἀπιστία αὐτῶν τὴν πίστιν τοῦ Θεοῦ καταργήσει;

Ρωμ. 3,3                    Τι σημασίαν δε έχει, εάν μερικοί εφάνησαν άπιστοι; Μηπως η απιστία αυτών είναι δυνατόν ποτέ να καταργήση την αξιοπιστίαν και την φιλαλήθειαν του Θεού;

Ρωμ. 3,4            μὴ γένοιτο· γινέσθω δὲ ὁ Θεὸς ἀληθής, πᾶς δὲ ἄνθρωπος ψεύστης, καθὼς γέγραπται· ὅπως ἂν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις σου καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε.

Ρωμ. 3,4                    Μη γένοιτο να είπη κανείς ποτέ τέτοιον λόγον· ας αποδεικνύεται δε, όπως και είναι πάντοτε, ο Θεός αληθινός και αξιόπιστος εις όλα όσα λέγει, κάθε δε άνθρωπος αντιθέτως φαίνεται ψεύστης και ασυνεπής εις τας υποσχέσεις και υποχρεώσστου, όπως άλλωστε είναι γραμμένον και στους ψαλμούς· “δια να αποδειχθής, συ ω Θεε, δίκαιος και αληθινός στους λόγους σου και να νικήσης, εάν ποτέ τολμήσουν οι άνθρωποι να σε κρίνουν”.

Ρωμ. 3,5            εἰ δὲ ἡ ἀδικία ἡμῶν Θεοῦ δικαιοσύνην συνίστησι, τί ἐροῦμεν; μὴ ἄδικος ὁ Θεὸς ὁ ἐπιφέρων τὴν ὀργήν; κατὰ ἄνθρωπον λέγω.

Ρωμ. 3,5                    Εάν δε η ιδική μας αδικία και ασυνέπεια καταδεικνύη και εξαίρη την δικαιοσύνην του Θεού, τι θα είπωμεν; Μηπως είναι άδικος ο Θεός, ο οποίος εκδηλώνει την οργήν του εναντίον μας δια την αδικίαν μας αυτήν; Αυτά τα λέγω, σαν άνθρωπος που σκέπτεται και κρίνει με τον ιδικόν του νουν.

Ρωμ. 3,6            μὴ γένοιτο· ἐπεὶ πῶς κρινεῖ ὁ Θεὸς τὸν κόσμον;

Ρωμ. 3,6                    Μη γένοιτο να είπωμεν ποτέ τον Θεόν άδικον· διότι πως είναι δυνατόν τότε να κρίνη με δικαιοσύνην όλον τον κόσμον;

Ρωμ. 3,7            εἰ γὰρ ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ἐμῷ ψεύσματι ἐπερίσσευσεν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ, τί ἔτι κἀγὼ ὡς ἁμαρτωλὸς κρίνομαι,

Ρωμ. 3,7                    Καθε δε αμαρτωλός θα ημπορούσε πάλιν να είπη· Εάν η φιλαλήθεια του Θεού έλαμψε και επλεόνασε, προς δόξαν του αγίου του ονόματος χάρις εις την ιδικήν μου ψευδολογίαν και ασυνέπειαν, διατί τότε εγώ κρίνομαι και δικάζομαι ως αμαρτωλός, αφού έτσι έχω συντελέσει εις την δόξαν του Θεού;

Ρωμ. 3,8            καὶ μὴ καθὼς βλασφημούμεθα καὶ καθὼς φασί τινες ἡμᾶς λέγειν ὅτι ποιήσωμεν τὰ κακὰ ἵνα ἔλθῃ τὰ ἀγαθά; ὧν τὸ κρῖμα ἔνδικόν ἐστι.

Ρωμ. 3,8                    Και μήπως, όπως μερικοί μας συκοφαντούν ότι τάχα πιστεύομεν και λέγομεν, θα πράξωμεν τα κακά, δια να έλθουν εις ημάς τα αγαθά; Αυτών όμως, που μας συκοφαντούν, η καταδίκη εκ μέρους του Θεού είναι δικαία.

Ρωμ. 3,9            Τί οὖν; προεχόμεθα; οὐ πάντως· προῃτιασάμεθα γὰρ Ἰουδαίους τε καὶ Ἕλληνας πάντας ὑφ᾿ ἁμαρτίαν εἶναι,

Ρωμ. 3,9                    Λοιπόν, υπερέχομεν ημείς οι Ιουδαίοι από τους εθνικούς; Καθόλου και κατά κανένα τρόπον. Διότι κατηγορήσαμεν προηγουμένως και επεδείξαμεν ότι όλοι, Ιουδαίοι και Ελληνες, ευρίσκονται υπό την κυριαρχίαν της αμαρτίας.

Ρωμ. 3,10          καθὼς γέγραπται ὅτι οὐκ ἔστι δίκαιος οὐδὲ εἷς,

Ρωμ. 3,10                  Οπως ακριβώς έχει γραφή στους ψαλμούς, ότι “δεν υπάρχει μεταξύ των ανθρώπων ούτε ένας δίκαιος,

Ρωμ. 3,11          οὐκ ἔστιν ὁ συνιῶν, οὐκ ἔστιν ὁ ἐκζητῶν τὸν Θεόν·

Ρωμ. 3,11                   δεν υπάρχει κανένας με φωτισμένον νουν και καθαράν την σκέψιν, που να γνωρίζη τον Θεόν, κανένας, που να αναζητή με πόθον ειλικρινή τον Θεόν.

Ρωμ. 3,12          πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν· οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός.

Ρωμ. 3,12                  Ολοι παρεξέκλιναν από τον δρόμον του Θεού και συγχρόνως διεφθάρησαν· δεν υπάρχει κανείς, που να πράττη το αγαθόν, το σύμφωνον με το θέλημα του Θεού και το χρήσιμον στους ανθρώπους. Δεν υπάρχει ούτε ένας.

Ρωμ. 3,13          τάφος ἀνεῳγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν, ταῖς γλώσσαις αὐτῶν ἐδολιοῦσαν, ἰὸς ἀσπίδων ὑπὸ τὰ χείλη αὐτῶν·

Ρωμ. 3,13                  Το στόμα των ομοιάζει με ανοικτόν τάφον, από τον οποίον αναδίδονται δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις. Με τας γλώσσας των ωμιλούσαν κατά ένα τρόπον πανούργον και δόλιον· δηλητήριον οχιάς υπάρχει κάτω από τα χείλη των· είναι έτοιμοι με τα λόγια των να πλήξουν κατά θανάσιμον τρόπον τους άλλους.

Ρωμ. 3,14          ὧν τὸ στόμα ἀρᾶς καὶ πικρίας γέμει·

Ρωμ. 3,14                  Το στόμα των ανθρώπων αυτών είναι γεμάτο από λόγους κατάρας και πικρίας.

Ρωμ. 3,15          ὀξεῖς οἱ πόδες αὐτῶν ἐκχέαι αἷμα,

Ρωμ. 3,15                  Είναι πολύ γρήγορα τα πόδια των, δια να φονεύσουν και χύσουν αίμα.

Ρωμ. 3,16          σύντριμμα καὶ ταλαιπωρία ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν,

Ρωμ. 3,16                  Εις τους δρόμους της ζωής των σκορπίζουν συντρίμματα και σωρεύουν δυστυχίας και θλίψεις εναντίον του πλησίον των.

Ρωμ. 3,17          καὶ ὁδὸν εἰρήνης οὐκ ἔγνωσαν.

Ρωμ. 3,17                  Τον δρόμον της ειρήνης, δηλαδή ζωήν ειρήνης δια τον ευατόν των και τους άλλους, δεν εγνώρισαν και δεν εδοκίμασαν.

Ρωμ. 3,18          οὐκ ἔστι φόβος Θεοῦ ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν.

Ρωμ. 3,18                  Δεν υπάρχει καθόλου φόβος του Θεού εις τα μάτια της ψυχής των, εις τα βάθη της καρδίας των”.

Ρωμ. 3,19          Οἴδαμεν δὲ ὅτι ὅσα ὁ νόμος λέγει τοῖς ἐν τῷ νόμῳ λαλεῖ, ἵνα πᾶν στόμα φραγῇ καὶ ὑπόδικος γένηται πᾶς ὁ κόσμος τῷ Θεῷ,

Ρωμ. 3,19                  Γνωρίζομεν, ότι όσα ο Νομος της Παλαιάς Διαθήκης λέγει, τα λέγει προς εκείνους, οι οποίοι ευρίσκοντο υπό τον Νομον και είχον αυτόν ως οδηγόν των, δηλαδή προς τους Ιουδαίους. Και τούτο δια να φράξη και κλείση κάθε στόμα και δια να γίνη όλος ο κόσμος υπεύθυνος και υπόδικος ενώπιον του Θεού.

Ρωμ. 3,20          διότι ἐξ ἔργων νόμου οὐ δικαιωθήσεται πᾶσα σάρξ ἐνώπιον αὐτοῦ· διὰ γὰρ νόμου ἐπίγνωσις ἁμαρτίας.

Ρωμ. 3,20                 Διότι από τα έργα του Νομου “δεν θα λάβη την δικαίωσιν και την σωτηρίαν ενώπιον του Θεού καμμία ανθρωπίνη ύπαρξις”. Επειδή δια μέσου του Νομου επιτυγχάνεται τούτο μόνον· να γνωρίση καλά ο άνθρωπος την αμαρτωλήν του κατάστασιν και την ενοχήν του.

Ρωμ. 3,21          Νυνὶ δὲ χωρὶς νόμου δικαιοσύνη Θεοῦ πεφανέρωται, μαρτυρουμένη ὑπὸ τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν,

Ρωμ. 3,21                  Τωρα δε χωρίς τον παλαιόν Νομον, και ως εάν δεν υπήρχεν ο Νομος αυτός, έχει πλέον φανερωθή και έγινε πραγματικότης η δικαίωσις, την οποίαν δίδει ο Θεός. Αυτή δε η δικαίωσις μαρτυρείται και προφητεύεται από τον Νομον και τους προφήτας.

Ρωμ. 3,22          δικαιοσύνη δὲ Θεοῦ διὰ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς πάντας καὶ ἐπὶ πάντας τοὺς πιστεύοντας· οὐ γάρ ἐστι διαστολή·

Ρωμ. 3,22                 Παρέχεται δε η δικαίωσις από τον Θεόν δια μέσου της πίστεως στον Ιησούν Χριστόν προς όλους και απλώνεται πλουσία επάνω εις όλους τους πιστεύοντας ανεξαιρέτως. Διότι δεν υπάρχει καμμία διάκρισις μεταξύ Ιουδαίων και εθνικων.

Ρωμ. 3,23          πάντες γὰρ ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ,

Ρωμ. 3,23                 Και τούτο, διότι όλοι ανεξαιρέτως ημάρησαν και έχουν στερηθή από την δόξαν, που έχει και μεταδίδει ο Θεός.

Ρωμ. 3,24          δικαιούμενοι δωρεὰν τῇ αὐτοῦ χάριτι διὰ τῆς ἀπολυτρώσεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ,

Ρωμ. 3,24                 Γινονται δε όλοι δίκαιοι και παίρνουν την σωτηρίαν δωρεάν με την χάριν του Θεού, δια της εξαγοράς από την αμαρτίαν, όπως αυτή επραγματοποιήθη με την θυσίαν του Ιησού Χριστού.

Ρωμ. 3,25          ὃν προέθετο ὁ Θεὸς ἱλαστήριον διὰ τῆς πίστεως ἐν τῷ αὐτοῦ αἵματι, εἰς ἔνδειξιν τῆς δικαιοσύνης αὐτοῦ διὰ τὴν πάρεσιν τῶν προγεγονότων ἁμαρτημάτων

Ρωμ. 3,25                 Αυτόν ο Θεός τον προώρισε προ πάντων των αιώνων ως ατίμητον μέσον εξιλασμού δια του τιμίου του αίματος προς σωτηρίαν των ανθρώπων και συμφιλίωσίν των με τον Θεόν δια μέσου της ορθής πίστεως. Και τούτο, δια να δειχθή και φανερωθή η δικαιοσύνη του Θεού, η τιμωρούσα το κακόν, επειδή ήτο ενδεχόμενον να την παραθεωρήσουν οι άνθρωποι, εκ του γεγονότος ότι ο Θεός ένεκα της μακροθυμίας και ανοχής του δεν είχε τιμωρήσει, όπως θα έπρεπε, τα αμαρτήματα που είχαν διαπραχθή πριν έλθη ο Χριστός.

Ρωμ. 3,26          ἐν τῇ ἀνοχῇ τοῦ Θεοῦ, πρὸς ἔνδειξιν τῆς δικαιοσύνης αὐτοῦ ἐν τῷ νῦν καιρῷ, εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν δίκαιον καὶ δικαιοῦντα τὸν ἐκ πίστεως Ἰησοῦ.

Ρωμ. 3,26                 Εθυσιάσθη δηλαδή ο Χριστός, δια να δείξη ο Θεός την δικαιοσύνην του στον παρόντα καιρόν, ώστε με το να είναι αυτός δίκαιος να καθιστά δίκαιον και κάθε αμαρτωλόν, που θα έχη αληθινήν και ζωντανήν πίστιν στον Ιησούν.

Ρωμ. 3,27          Ποῦ οὖν ἡ καύχησις; ἐξεκλείσθη. διὰ ποίου νόμου; τῶν ἔργων; οὐχί, ἀλλὰ διὰ νόμου πίστεως.

Ρωμ. 3,27                 Εάν, λοιπόν οι άνθρωποι επετύγχανον την δικαίωσιν και την σωτηρίαν με τα έργα των, που ευρίσκεται τώρα η καύχησίς των; Εχει αποκλεισθή εντελώς. Βασει ποίου νόμου; Με τον νόμον των έργων; Οχι, αλλά με τον νόμον της πίστεως στον Ιησούν Χριστόν.

Ρωμ. 3,28          λογιζόμεθα οὖν πίστει δικαιοῦσθαι ἄνθρωπον χωρὶς ἔργων νόμου.

Ρωμ. 3,28                 Ετσι, λοιπόν, ορθώς σκεπτόμενοι, συμπεραίνομεν με βεβαιότητα ότι κάθε άνθρωπος δικαιώνεται δια της πίστεως χωρίς τα έργα του παλαιού Νομου.

Ρωμ. 3,29          ἢ Ἰουδαίων ὁ Θεὸς μόνον; οὐχὶ δὲ καὶ ἔθνῶν; ναὶ καὶ ἐθνῶν,

Ρωμ. 3,29                 Η μήπως τάχα ο Θεός είναι μόνον των Ιουδαίων Θεός, όχι δε και των εθνικών; Ναι, είναι Θεός και των εθνικών,

Ρωμ. 3,30          ἐπείπερ εἷς ὁ Θεὸς ὃς δικαιώσει περιτομὴν ἐκ πίστεως καὶ ἀκροβυστίαν διὰ τῆς πίστεως.

Ρωμ. 3,30                 επειδή ακριβώς ένας είναι ο Θεός, ο οποίος θα σώση την δικαίωσιν και την σωτηρίαν δια της πίστεως στους Εβραίους που έχουν την περιτομήν, όπως επίσης δια της πίστεως και στους απεριτμήτους εθνικούς.

Ρωμ. 3,31          νόμον οὖν καταργοῦμεν διὰ τῆς πίστεως; μὴ γένοιτο, ἀλλὰ νόμον ἱστῶμεν.

Ρωμ. 3,31                  Λοιπόν, θα ερωτήση κανείς, καταργούμεν τον Νομον εν ονόματι της πίστεως; Μη γένοιτο! Οχι μόνον δεν καταργούμεν τον Νομον, αλλ' αντιθέτως τον στηρίζομεν και του δίδομεν κύρος (διότι ακριβώς δια του Χριστού επραγματοποιήθησαν προς σωτηρίαν μας αι προφητείαι και αι επαγγελίαι του Νομου και απεδείχθη έτσι αυτός αληθής).

 

 

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ 4

 

Ρωμ. 4,1            Τί οὖν ἐροῦμεν Ἀβραὰμ τὸν πατέρα ἡμῶν εὑρηκέναι κατὰ σάρκα;

Ρωμ. 4,1                    Λοιπόν τι θα είπωμεν, πως ο,τι κατώρθωσεν ο πατέρας μας ο Αβραάμ το κατώρθωσε με τας φυσικάς δυνάμεις και ικανότητάς του, χωρίς την βοήθειαν του Θεού; Ασφαλώς όχι.

Ρωμ. 4,2            εἰ γὰρ Ἀβραὰμ ἐξ ἔργων ἐδικαιώθη, ἔχει καύχημα, ἀλλ᾿ οὐ πρὸς τὸν Θεόν.

Ρωμ. 4,2                   Διότι, εάν υποτεθή ότι ο Αβραάμ εδικαιώθη από τα έργα, τα οποία αυτός έκαμε, έχει καύχημα από τον ευατόν του και στον εαυτόν του δια τα έργα του. Αλλά δεν έχει κανένα καύχημα προς τον Θεόν; Αφού δεν έλαβε την τελείαν δικαίωσιν από την πίστιν προς Εκείνον.

Ρωμ. 4,3            τί γὰρ ἡ γραφὴ λέγει; ἐπίστευσε δὲ Ἀβραὰμ τῷ Θεῷ καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην.

Ρωμ. 4,3                    Αλλά τι λέγει η Γραφή στο θέμα αυτό; “Επίστευσεν ο Αβραάμ στον Θεόν και η πίστις αυτή εθεωρήθη ως αξιόμισθος ενώπιον του Θεού, από τον οποίον και έλαβε την δικαίωσιν”.

Ρωμ. 4,4            τῷ δὲ ἐργαζομένῳ ὁ μισθὸς οὐ λογίζεται κατὰ χάριν, ἀλλὰ κατὰ ὀφείλημα·

Ρωμ. 4,4                   Εις κάθε ένα δε που εργάζεται, η αμοιβή δια την εργασίαν του δεν θεωρείται ως χάρις και δωρεά, αλλ' ως χρέος, που πρέπει να καταβληθή.

Ρωμ. 4,5            τῷ δὲ μὴ ἐργαζομένῳ, πιστεύοντι δὲ ἐπὶ τὸν δικαιοῦντα τὸν ἀσεβῆ, λογίζεται ἡ πίστις αὐτοῦ εἰς δικαιοσύνην,

Ρωμ. 4,5                    Εις εκείνον όμως ο οποίος δεν έχει να παρουσιάση έργα, αλλά πιστεύει στον Θεόν, που δίδει δικαίωσιν και εις αυτόν ακόμη τον ασεβή, εάν μετανοήση, λαμβάνεται υπ' όψιν η πίστις του αυτή, ώστε να πάρη την δικαίωσιν εκ μέρους του Θεού.

Ρωμ. 4,6            καθάπερ καὶ Δαυΐδ λέγει τὸν μακαρισμὸν τοῦ ἀνθρώπου ᾧ ὁ Θεὸς λογίζεται δικαιοσύνην χωρὶς ἔργων·

Ρωμ. 4,6                   Καθώς ακριβώς και ο Δαυίδ προλέγει τον μακαρισμόν του ανθρώπου, στον οποίον ο Θεός καταλογίζει και δίδει την δικαίωσιν, χωρίς να την εξαρτά πλέον από τα έργα του Νομου.

Ρωμ. 4,7            μακάριοι ὧν ἀφέθησαν αἱ ἀνομίαι καὶ ὧν ἐπεκαλύφθησαν αἱ ἁμαρτίαι·

Ρωμ. 4,7                    “Μακάριοι, λέγει, είναι εκείνοι, στους οποίους έχουν συγχωρηθή αι ανομίαι και έχουν σκεπασθή, ώστε να μη καταλογίζωνται καθόλου, αι αμαρτίαι.

Ρωμ. 4,8            μακάριος ἀνὴρ ᾧ οὐ μὴ λογίσηται Κύριος ἁμαρτίαν.

Ρωμ. 4,8                   Μακάριος είναι ο άνθρωπος, στον οποίον ο Θεός δεν θα καταλογίση καμμίαν αμαρτίαν”.

Ρωμ. 4,9            ὁ μακαρισμὸς οὖν οὗτος ἐπὶ τὴν περιτομὴν ἢ καὶ ἐπὶ τὴν ἀκροβυστίαν; λέγομεν γὰρ ὅτι ἐλογίσθη τῷ Ἀβραὰμ ἡ πίστις εἰς δικαιοσύνην.

Ρωμ. 4,9                   Ο μακαρισμός, λοιπόν, αυτός εις ποίους αναφέρεται; Εις τους Ιουδαίους, που έχουν την περιτομήν η και στους απεριτμήτους εθνικούς; Λοιπόν σας λέγομεν, όπως μας διδάσκει η Αγία Γραφή, ότι “η πίστις κατελογίσθη στον Αβραάμ ως μέγιστον πλεονέκτημα, χάρις στο οποίον του εδόθη η δικαίωσις”.

Ρωμ. 4,10          πῶς οὖν ἐλογίσθῃ; ἐν περιτομῇ ὄντι ἢ ἐν ἀκροβυστίᾳ; οὐκ ἐν περιτομῇ, ἀλλ᾿ ἐν ἀκροβυστίᾳ·

Ρωμ. 4,10                  Ποτε λοιπόν και πως του κατελογίσθη αυτή η πίστις; Οταν είχε λάβει την περιτομήν η όταν ακόμη ήτο απερίτμητος; Του κατελογίσθη ως δικαιοσύνη αυτή η πίστις, όχι όταν είχε περιτμηθή, αλλ' όταν ήτο ακόμη απερίτμητος.

Ρωμ. 4,11          καὶ σημεῖον ἔλαβε περιτομῆς, σφραγῖδα τῆς δικαιοσύνης τῆς πίστεως τῆς ἐν τῇ ἀκροβυστίᾳ, εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν πατέρα πάντων τῶν πιστευόντων δι᾿ ἀκροβυστίας, εἰς τὸ λογισθῆναι καὶ αὐτοῖς τὴν δικαιοσύνην,

Ρωμ. 4,11                  Και επήρε την περιτομήν εξωτερικόν σημείον, σαν σφραγίδα, η οποία επιμαρτυρούσε και επεβεβαίωνε την δικαίωσίν του ενώπιον του Θεού, όταν ακόμη ήτο απερίτμητος, δια να είναι αυτός ο πνευματικός πατέρας όλων εκείνων, οι οποίοι καίτοι θα ήσαν απερίτμητοι, θα είχαν φωτεινήν και ζωντανήν πίστιν, ώστε να καταλογισθή και εις αυτούς, χάρις εις την πίστιν των, η δικαίωσις εκ μέρους του Θεού.

Ρωμ. 4,12          καὶ πατέρα περιτομῆς τοῖς οὐκ ἐκ περιτομῆς μόνον, ἀλλὰ καὶ τοῖς στοιχοῦσι τοῖς ἴχνεσι τῆς ἐν τῇ ἀκροβυστίᾳ πίστεως τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἀβραάμ.

Ρωμ. 4,12                  Εγινε ακόμη και ο πατέρας των Ιουδαίων, που έχουν την περιτομήν την σαρκικήν, οι οποίοι όμως δεν επαναπαύονται εις αυτήν, αλλά ακολουθούν και τα ίχνη της πίστεως, την οποίαν είχε και έδειξεν ο πατέρας μας ο Αβραάμ, όταν ακόμη ήτο απερίτμητος.

Ρωμ. 4,13          οὐ γὰρ διὰ νόμου ἡ ἐπαγγελία τῷ Ἀβραὰμ ἢ τῷ σπέρματι αὐτοῦ, τὸ κληρονόμον αὐτὸν εἶναι τοῦ κόσμου, ἀλλὰ διὰ δικαιοσύνης πίστεως.

Ρωμ. 4,13                  Διότι η υπόσχεσις, που εδόθη στον Αβραάμ, ότι με την πνευματικήν βασιλείαν του κατά σάρκα απογόνος του Ιησού Χριστού, θα γίνη αυτός κληρονόμος του κόσμου, δεν του εδόθη δια μέσου κανενός νόμου, αλλά δια μέσου της δικαιώσεως, που έλαβε από την πίστιν.

Ρωμ. 4,14          εἰ γὰρ οἱ ἐκ νόμου κληρονόμοι, κεκένωται ἡ πίστις καὶ κατήργηται ἡ ἐπαγγελία·

Ρωμ. 4,14                  Διότι, εάν κληρονόμοι του πνευματικού κόσμου γίνωνται αυτοί μόνον που έλαβαν και τηρούν τον Νομον, τότε έχει γίνει αδειανή και ανωφελής η πίστις και έχει καταργηθή πλέον η υπόσχεσις του Θεού, ότι η κληρονομία αυτή θα δοθή δωρεάν δια της πίστεως στον Χριστόν.

Ρωμ. 4,15          ὁ γὰρ νόμος ὀργὴν κατεργάζεται· οὗ γὰρ οὐκ ἔστι νόμος, οὐδὲ παράβασις.

Ρωμ. 4,15                  (Η παράβασις του Νομου του Θεού είναι αμαρτία. Ως τοιαύτη δε συνεπάγεται την οργήν του Θεού και την καταδίκην του αμαρτωλού). Ο Νομος, επειδή βέβαια δεν τηρείται από τους ανθρώπους, επιφέρει ως συνέπειαν την οργήν του Θεού εναντίον των παραβατών, τους οποίους φυσικά και αποξενώνει από τας πνευματικάς δωρεάς, Οπου όμως δεν υπάρχει νόμος, εκεί φυσικόν είναι να μη υπάρχη ούτε παράβασις.

Ρωμ. 4,16          διὰ τοῦτο ἐκ πίστεως, ἵνα κατὰ χάριν, εἰς τὸ εἶναι βεβαίαν τὴν ἐπαγγελίαν παντὶ τῷ σπέρματι, οὐ τῷ ἐκ τοῦ νόμου μόνον, ἀλλὰ καὶ τῷ ἐκ πίστεως Ἀβραάμ, ὅς ἐστι πατὴρ πάντων ἡμῶν,

Ρωμ. 4,16                  Δια τούτο η σωτηρία και η κληρονομία των αγαθών δίδεται δια μέσου της πίστεως δωρεάν και κατά χάριν και όχι ως ανταμοιβή έργων του Νομου. Ετσι δε είναι σταθερά και ασφαλής η υπόσχεσις του Θεού περί δικαιώσεως εις όλους τους απογόνους του Αβραάμ· όχι μόνον εις εκείνους, είχαν τον Νομον, αλλά και εις εκείνους, που χωρίς τον Νομον είχαν την πίστιν του Αβραάμ, ο οποίος κατ' αυτόν τον τρόπον είναι πατέρας όλων μας, των Εβραίων και των εθνικών, εφ' όσον έχουν την πίστιν.

Ρωμ. 4,17          καθὼς γέγραπται ὅτι πατέρα πολλῶν ἐθνῶν τέθεικά σε, κατέναντι οὗ ἐπίστευσε Θεοῦ τοῦ ζωοποιοῦντος τοὺς νεκροὺς καὶ καλοῦντος τὰ μὴ ὄντα ὡς ὄντα·

Ρωμ. 4,17                  Αλλωστε έτσι έχει γραφή και στο θεόπνευστον βιβλίον της Γενέσεως· ότι δηλαδή “πατέρα πολλών εθνών σε έχω θέσει” ενώπιον του Θεού, στον οποίον επίστευσε και ο οποίος δίδει ζωήν στους νεκρούς, καλεί δε εκ του μηδενός και ονομάζει και εκείνα τα οποία δεν έλαβαν ακόμη ύπαρξιν, ως εάν υπάρχουν ήδη εις την πραγματικότητα.

Ρωμ. 4,18          ὃς παρ᾿ ἐλπίδα ἐπ᾿ ἐλπίδι ἐπίστευσεν, εἰς τὸ γενέσθαι αὐτὸν πατέρα πολλῶν ἐθνῶν κατὰ τὸ εἰρημένον· οὕτως ἔσται τὸ σπέρμα σου·

Ρωμ. 4,18                  Ο Αβραάμ, καίτοι λόγω της γεροντικής του ηλικίας δεν είχε καμμίαν ελπίδα κατά το ανθρώπινον να αποκτήση τέκνον, εν τούτοις ήλπισεν εις την παντοδυναμίαν του Θεού και επίστευσεν εις ότι θα εγίνετο αυτός “πατέρας πολλών εθνών”, σύμφωνα με τον λόγον του Θεού, ο οποίος του είπεν ότι οι απόγονοί σου θα είναι πολυάριθμοι ωσάν την άμμον και λαμπροί ωσάν τ' αστέρια.

Ρωμ. 4,19          καὶ μὴ ἀσθενήσας τῇ πίστει οὐ κατενόησε τὸ ἑαυτοῦ σῶμα ἤδη νενεκρωμένον, ἑκατονταέτης που ὑπάρχων, καὶ τὴν νέκρωσιν τῆς μήτρας Σάῤῥας·

Ρωμ. 4,19                  Και επειδή δεν έδειξεν αδυναμίαν η κλονισμόν εις την πίστιν του, δεν έλαβε υπ' όψιν του το σώμα του, το οποίον ήτο πλέον νεκρόν δια παιδοποιΐαν, αφού ήτο περίπου εκατό ετών ούτε και εσυλλογίσθη την νέκρωσιν της μήτρας της Σαρρας.

Ρωμ. 4,20          εἰς δὲ τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ Θεοῦ οὐ διεκρίθη τῇ ἀπιστίᾳ, ἀλλ᾿ ἐνεδυναμώθη τῇ πίστει, δοὺς δόξαν τῷ Θεῷ

Ρωμ. 4,20                 Εις την υπόσχεσιν δε αυτήν, που του έδωσεν ο Θεός, δεν εκλονίσθη από αμφιβολίας της απιστίας, αλλά τουναντίον επήρε δύναμιν δια της πίστεως και εδόξασεν έτσι τον Θεόν, ωσάν νε είχε γίνει πραγματικότης η υπόσχεσις αυτή.

Ρωμ. 4,21          καὶ πληροφορηθεὶς ὅτι ὃ ἐπήγγελται δυνατός ἐστι καὶ ποιῆσαι.

Ρωμ. 4,21                  Και έλαβε βεβαίαν και ακλόνητον την εσωτερικήν πληροφορίαν, ότι ο Θεός είναι δυνατός να πραγματοποιήση αυτό, το οποίον υπεσχέθη.

Ρωμ. 4,22          διὸ καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην.

Ρωμ. 4,22                 Δια τούτο η ακλόνητος και σταθερά αυτή πίστις του, του κατελογίσθη ως δικαίωσις.

Ρωμ. 4,23          Οὐκ ἐγράφη δὲ δι᾿ αὐτὸν μόνον ὅτι ἐλογίσθη αὐτῷ,

Ρωμ. 4,23                 Δεν εγράφη δε εις την Αγίαν Γραφήν δι' αυτόν μόνον, ότι η πίστις του κατελογίσθη εις δικαίωσιν,

Ρωμ. 4,24          ἀλλὰ καὶ δι᾿ ἡμᾶς οἷς μέλλει λογίζεσθαι, τοῖς πιστεύουσιν ἐπὶ τὸν ἐγείραντα Ἰησοῦν τὸν Κύριον ἡμῶν ἐκ νεκρῶν,

Ρωμ. 4,24                 αλλ' εγράφη και δι' ημάς, στους οποίους μέλλει να καταλογισθή εις δικαίωσίν μας, δι' ημάς οι οποίοι πιστεύομεν στον Θεόν Πατέρα, ο οποίος ανέστησεν εκ νεκρών τον Κυριον μας Ιησούν Χριστόν.

Ρωμ. 4,25          ὃς παρεδόθη διὰ τὰ παραπτώματα ἡμῶν καὶ ἠγέρθη διὰ τὴν δικαίωσιν ἡμῶν.

Ρωμ. 4,25                 Αυτόν, ο οποίος παρεδόθη εις σταυρικόν λυτρωτικόν θάνατον, δια τα αμαρτήματα ημών και ανεστήθη, δια να μας δώση την δικαίωσιν και την σωτηρίαν.

 

 

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ 5

 

Ρωμ. 5,1            Δικαιωθέντες οὖν ἐκ πίστεως εἰρήνην ἔχομεν πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ,

Ρωμ. 5,1                    Αφού, λοιπόν, ελάβομεν την δικαίωσιν δια της πίστεως, έχομεν ειρήνην με τον Θεόν δια μέσου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

Ρωμ. 5,2            δι᾿ οὗ καὶ τὴν προσαγωγὴν ἐσχήκαμεν τῇ πίστει εἰς τὴν χάριν ταύτην ἐν ᾗ ἑστήκαμεν, καὶ καυχώμεθα ἐπ᾿ ἐλπίδι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ.

Ρωμ. 5,2                    Αυτός δια της πίστεώς μας έχει φέρει εις την περιοχήν της χάριτος, εις την οποίαν έχομεν πλέον σταθή και εδραιωθή και καυχώμεθα με την βεβαίαν ελπίδα, ότι θα απολαύσωμεν την δόξαν του Θεού.

Ρωμ. 5,3            οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν, εἰδότες ὅτι ἡ θλῖψις ὑπομονὴν κατεργάζεται,

Ρωμ. 5,3                    Δεν καυχώμεθα δε μόνον δια την χάριν, που ελάβομεν και την δόξαν που θα απολαύσωμεν, αλλά και δια τας θλίψεις, επειδή γνωρίζομεν καλά, ότι η θλίψις εργάζεται σιγά-σιγά και φέρει ως πολύτιμον αγαθόν την υπομονήν,

Ρωμ. 5,4            ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν, ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα,

Ρωμ. 5,4                    η δε υπομονήν έχει ως καρπόν της την δοκιμασμένην αρετήν, η δε δοκιμασμένη αρετή φέρει την σταθεράν ελπίδα προς τον Θεόν.

Ρωμ. 5,5            ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει, ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ Πνεύματος Ἁγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν.

Ρωμ. 5,5                    Αυτή δε η ελπίς, διότι δεν διαψεύδεται ποτέ, δεν εντροπιάζει και δεν απογοητεύει αυτόν που την έχει. Δεν μας εντροπιάζει δε, διότι η αγάπη του Θεού έχει πλουσία χυθή και πλημμυρίσει τας καρδίας μας με το Αγιον Πνεύμα, το οποίον μας εδόθη ως προκαταβολή και ως απαρχή των υψίστων δωρεών, τας οποίας έχομεν βεβαίαν την ελπίδα, ότι θα λάβωμεν από τον Θεόν.

Ρωμ. 5,6            ἔτι γὰρ Χριστὸς ὄντων ἡμῶν ἀσθενῶν κατὰ καιρὸν ὑπὲρ ἀσεβῶν ἀπέθανε.

Ρωμ. 5,6                    Η άπειρος δε αυτή αγάπη και συγκατάβασις του Θεού προς ημάς εφάνη και εκ του υψίστου γεγονότος, ότι καθ' ον χρόνον ημείς ήμεθα ασθενείς πνευματικώς, αμαρτωλοί και ένοχοι, ο Χριστός στον κατάλληλον καιρόν, που είχεν ορίσει με την πρόγνωσίν του ο Θεός, απέθανεν επί του σταυρού, δια να σώση με την λυτρωτικήν του θυσίαν τους ασεβείς.

Ρωμ. 5,7            μόλις γὰρ ὑπὲρ δικαίου τις ἀποθανεῖται· ὑπὲρ γὰρ τοῦ ἀγαθοῦ τάχα τις καὶ τολμᾷ ἀποθανεῖν.

Ρωμ. 5,7                    Μεγίστη όντως η αγάπη του Θεού. Διότι μόλις και μετά δυσκολίας θα υπάρξη άνθρωπος να θυσιασθή δια κάποιον δίκαιον. Δια τον αγαθόν ίσως και να τολμήση κανείς να αποθάνη.

Ρωμ. 5,8            συνίστησι δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε.

Ρωμ. 5,8                    Ο Θεός όμως δεικνύει και επιβεβαιώνει κατά ένα τρόπον αναντίρρητον την αγάπην του προς ημάς εκ του γεγονότος ότι, ενώ ημείς ήμεθα αμαρτωλοί, ο Χριστός εθυσιάσθη προς χάριν ημών.

Ρωμ. 5,9            πολλῷ οὖν μᾶλλον δικαιωθέντες νῦν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ σωθησόμεθα δι᾿ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς ὀργῆς.

Ρωμ. 5,9                    Πολύ περισσότερον, λοιπόν, τώρα που ελάβομεν την δικαίωσιν με το αίμα της θυσίας του, θα σωθώμεν ασφαλώς δι' αυτού από την μέλλουσαν οργήν.

Ρωμ. 5,10          εἰ γὰρ ἐχθροὶ ὄντες κατηλλάγημεν τῷ Θεῷ διὰ τοῦ θανάτου τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, πολλῷ μᾶλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ·

Ρωμ. 5,10                  Διότι εάν, ενώ ήμεθα εχθροί, εσυμφιλιώθημεν με τον Θεόν δια του σταυρικού θανάτου του Υιού του, πολύ περισσότερον τώρα, που έχομεν συμφιλιωθή, θα σωθώμεν δια μέσου του ζώντος αιωνίως πλησίον του Θεού Κυρίου, αρχιερέως και μεσίτου ημών Ιησού Χριστού.

Ρωμ. 5,11          οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ καυχώμενοι ἐν τῷ Θεῷ διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι᾿ οὗ νῦν τὴν καταλλαγὴν ἐλάβομεν.

Ρωμ. 5,11                   Και όχι μόνον θα σωθώμεν, αλλά απολαμβάνοντες από τώρα τας ευεργεσίας του Θεού, καυχώμεθα εν αυτώ δια μέσου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δια του οποίου τώρα επήραμεν δωρεάν την συμφιλίωσιν μας με τον Θεόν.

Ρωμ. 5,12          Διὰ τοῦτο ὥσπερ δι᾿ ἑνὸς ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰς τὸν κόσμον εἰσῆλθε καὶ διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος, καὶ οὕτως εἰς πάντας ἀνθρώπους ὁ θάνατος διῆλθεν, ἐφ᾿ ᾧ πάντες ἥμαρτον·-

Ρωμ. 5,12                  Εγινε δε αυτή η συμφιλίωσις κατά κάποιον ανάλογον τρόπον, με εκείνον που είχε γίνει δια της πτώσεως του Αδάμ η αποστασία και εχθρότης· όπως δηλαδή δι' ενός ανθρώπου, δια του Αδάμ, “εισήλθεν η αμαρτία στο ανθρώπινον γένος” και δια της αμαρτίας ο θάνατος, και έτσι απλώθηκε και εκυράρχησεν εις όλους τους ανθρώπους ο θάνατος, επειδή εν τω Αδάμ όλοι ημάρτησαν, έτσι και δια του Ιησού Χριστού εισήλθε και προσφέρεται εις όλον το ανθρώπινον γένος η δικαίωσις.

Ρωμ. 5,13          ἄχρι γὰρ νόμου ἁμαρτία ἦν ἐν κόσμῳ, ἁμαρτία δὲ οὐκ ἐλλογεῖται μὴ ὄντος νόμου·

Ρωμ. 5,13                  Διότι μέχρι της εποχής που εδόθη ο Νομος υπήρχεν η αμαρτία στον κόσμον, αλλ' η αμαρτία δεν κατελογίζεται ως ενοχή και ευθύνη, εφ' όσον δεν υπάρχει ο συγκεκριμένος νόμος, που την απαγορεύει.

Ρωμ. 5,14          ἀλλ᾿ ἐβασίλευσεν ὁ θάνατος ἀπὸ Ἀδὰμ μέχρι Μωϋσέως καὶ ἐπὶ τοὺς μὴ ἁμαρτήσαντας ἐπὶ τῷ ὁμοιώματι τῆς παραβάσεως Ἀδάμ, ὅς ἔστι τύπος τοῦ μέλλοντος.

Ρωμ. 5,14                  Εν τούτοις, μολονότι δεν υπήρχε ο Νομος, ο θάνατος εκυριάρχησε από τον Αδάμ μέχρι του Μωϋσέως και στους απογόνους του Αδάμ, οι οποίοι, ενώ ημάρτανον, δεν είχαν αμαρτήσει με παράβασιν συγκεκριμένης εντολής, όπως ο Αδάμ. Ο δε Αδάμ είναι και προεικόνισμα του μέλλοντος νέου Αδάμ, δηλαδή του Χριστού.

Ρωμ. 5,15          Ἀλλ᾿ οὐχ ὡς τὸ παράπτωμα, οὕτω καὶ τὸ χάρισμα. εἰ γὰρ τῷ τοῦ ἑνὸς παραπτώματι οἱ πολλοὶ ἀπέθανον, πολλῷ μᾶλλον ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ δωρεὰ ἐν χάριτι τῇ τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς τοὺς πολλοὺς ἐπερίσσευσε.

Ρωμ. 5,15                  Αλλ' η χάρις του Χριστού ευηργέτησε πολύ περισσότερον, παρ' όσον έβλαψεν η παράβασις του Αδάμ· διότι, εάν με την παράβασιν του ενός, δηλαδή του Αδάμ, απέθαναν σωματικώς και πνευματικώς οι πολλοί, πολύ περισσότερον η χάρις του Θεού και η δωρεά της σωτηρίας, που δίδεται δια της χάριτος του ενός ανθρώπου, του Ιησού Χριστού, επλεόνασε πλουσίως εις πολλούς, εις αυτούς δηλαδή που επίστευσαν.

Ρωμ. 5,16          καὶ οὐχ ὡς δι᾿ ἑνὸς ἁμαρτήσαντος τὸ δώρημα· τὸ μὲν γὰρ κρῖμα ἐξ ἑνὸς εἰς κατάκριμα, τὸ δὲ χάρισμα ἐκ πολλῶν παραπτωμάτων εἰς δικαίωμα.

Ρωμ. 5,16                  Και η ανεκτίμητος δωρεά του Χριστού δεν είναι όπως η βλάβη από την αμαρτίαν του ενός, αλλ' ασυγκρίτως μεγαλυτέρα, αφού εξαλείφει αναρίθμητα πλήθη αμαρτιών. Διότι η μεν καταδίκη της παραβάσεως του Αδάμ έγινε δι' ένα μόνον αμάρτημα και επεξετάθη εις όλον τον κόσμον. Η χάρις όμως και η δωρεά από την σταυρικήν θυσίαν του Χριστού έσβησε τα πλήθη των παραπτωμάτων όλου του ανθρωπίνου γένους, ώστε να ημπορούν οι πάντες να εύρουν την δικαίωσιν.

Ρωμ. 5,17          εἰ γὰρ τῷ τοῦ ἑνὸς παραπτώματι ὁ θάνατος ἐβασίλευσε διὰ τοῦ ἑνός, πολλῷ μᾶλλον οἱ τὴν περισσείαν τῆς χάριτος καὶ τῆς δωρεᾶς τῆς δικαιοσύνης λαμβάνοντες ἐν ζωῇ βασιλεύσουσι διὰ τοῦ ἑνὸς Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ρωμ. 5,17                  Διότι, εάν εξ αιτίας της παραβάσεως του ενός, του Αδάμ, ο θάνατος εκυριάρχησε δια του ενός ανθρώπου, πολύ περισσότερον αυτοί που παίρνουν τον ανεξάντλητον πλούτον της χάριτος και την δωρεάν της δικαιώσεως, θα βασιλεύσουν αιωνίως εις νέαν ζωήν δια μέσου του ενός, του Ιησού Χριστού.

Ρωμ. 5,18          Ἄρα οὖν ὡς δι᾿ ἑνὸς παραπτώματος εἰς πάντας ἀνθρώπους εἰς κατάκριμα, οὕτω καὶ δι᾿ ἑνὸς δικαιώματος εἰς πάντας ἀνθρώπους εἰς δικαίωσιν ζωῆς.

Ρωμ. 5,18                  Αρα, λοιπόν, όπως δια μιας παραβάσεως διέβη εις όλους τους ανθρώπους το αμάρτημα και η καταδίκη εις θάνατον, έτσι και δια του έργου της δικαιοσύνης και της τελείας αγιότητος του ενός ήλθεν εις όλους τους ανθρώπους η δικαίωσις, της οποίας καρπός είναι η ζωη.

Ρωμ. 5,19          ὥσπερ γὰρ διὰ τῆς παρακοῆς τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου ἁμαρτωλοὶ κατεστάθησαν οἱ πολλοί, οὕτω καὶ διὰ τῆς ὑπακοῆς τοῦ ἑνὸς δίκαιοι κατασταθήσονται οἱ πολλοί.

Ρωμ. 5,19                  Διότι, όπως με την παρακοήν του ενός ανθρώπου έγιναν αμαρτωλοί οι πολλοί, έτσι και με την τελείαν υπακοήν, που έδειξεν ο εις, ο Χριστός στον Πατέρα, θα γίνουν δίκαιοι οι πολλοί.

Ρωμ. 5,20          νόμος δὲ παρεισῆλθεν ἵνα πλεονάσῃ τὸ παράπτωμα. οὗ δὲ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις,

Ρωμ. 5,20                 Ο δε μωσαϊκός Νομος εισεχώρησε τρόπον τινά προσωρινώς, δια να καταστή αισθητόν το πλεόνασμα της αμαρτίας και της ενοχής, που προήλθεν από την πτώσιν του Αδάμ. Οπου όμως επλεόνασεν η αμαρτία, εκεί επερίσευσε πολύ πλουσιωτέρα και αφθονωτέρα η χάρις.

Ρωμ. 5,21          ἵνα ὥσπερ ἐβασίλευσεν ἡ ἁμαρτία ἐν τῷ θανάτῳ, οὕτω καὶ ἡ χάρις βασιλεύσῃ διὰ δικαιοσύνης εἰς ζωὴν αἰώνιον διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν.

Ρωμ. 5,21                  Ινα, όπως ακριβώς εκυριάρχησεν η αμαρτία, και μία έκφρασις αυτής της κυριαρχίας ήτο ο θάνατος, έτσι βασιλεύση και η χάρις δια της δικαιώσεως, ώστε να επικρατήση η αιωνία ζωή δια μέσου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

 

 

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ 6

 

Ρωμ. 6,1            Τί οὖν ἐροῦμεν; ἐπιμενοῦμεν τῇ ἁμαρτίᾳ ἵνα ἡ χάρις πλεονάσῃ;

Ρωμ. 6,1                    Εφ' όσον λοιπόν, όπου επληνθύνθη η αμαρτία, εδόθη πλουσιωτέρα η χάρις, τι θα είπωμεν; Θα επιμείνωμεν εις την αμαρτίαν, δια να μας δοθή πλουσιωτέρα η χάρις;

Ρωμ. 6,2            μὴ γένοιτο. οἵτινες ἀπεθάνομεν τῇ ἁμαρτίᾳ, πῶς ἔτι ζήσομεν ἐν αὐτῇ;

Ρωμ. 6,2                   Μη γένοιτο· ημείς οι οποίοι έχομεν πλέον αποθάνει ως προς την αμαρτίαν και είμεθα νεκροί δι' αυτήν, πως θα ζήσωμεν ακόμη μέσα εις αυτή;

Ρωμ. 6,3            ἢ ἀγνοεῖτε ὅτι ὅσοι ἐβαπτίσθημεν εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν;

Ρωμ. 6,3                    Η δεν γνωρίζετε, ότι όσοι εβαπτίσθημεν με την πίστιν στον Ιησούν Χριστόν, εβαπτίσθημεν συγχρόνως (εβυθίσθημεν τρόπον τινά και εγίναμεν μέτοχοι) στον θάνατον αυτού; (Δια της σταυρώσεως του παλαιού ανθρώπου).

Ρωμ. 6,4            συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν.

Ρωμ. 6,4                   Ετάφημεν, λοιπόν, μαζή με αυτόν δια του βαπτίσματος και εγίναμεν μέτοχοι στον θάνατον του, ίνα, όπως ακριβώς ανεστήθη ο Χριστός εκ νεκρών δια της δόξης του ουρανίου Πατρός, έτσι και ημείς αναστηθώμεν και ζήσωμεν μίαν νέαν ζωήν, σύμφωνον προς το θέλημα εκείνου.

Ρωμ. 6,5            εἰ γὰρ σύμφυτοι γεγόναμεν τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναστάσεως ἐσόμεθα,

Ρωμ. 6,5                    Διότι, εάν, σαν δύο δένδρα αδιασπάστως ηνωμένα εις ένα, εγίναμεν ένα σώμα με τον Χριστόν δια του βαπτίσματος, που είναι ομοίωμα του σταυρικού του θανάτου, κατά λογικήν και φυσικήν συνέπειαν θα γίνωμεν ένα με αυτόν και εις την ανάστασίν του (θα αναστηθώμεν δηλαδή και ημείς ένδοξοι, όπως και εκείνος),

Ρωμ. 6,6            τοῦτο γινώσκοντες, ὅτι ὁ παλαιὸς ἡμῶν ἄνθρωπος συνεσταυρώθη ἵνα καταργηθῇ τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας, τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ·

Ρωμ. 6,6                   γνωρίζοντες τούτο, ότι ο παλαιός ημών άνθρωπος, η διεφθαρμένη από την αμαρτίαν φύσις μας, εσταυρώθη μαζή με τον Χριστόν δια του βαπτίσματος, δια να ατονήση πλέον και να είναι σαν πεθαμένον το σώμα μας απέναντι της αμαρτίας, ώστε να μη γίνωμεν πάλιν δούλοι της αμαρτίας.

Ρωμ. 6,7            ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας.

Ρωμ. 6,7                    Διότι εκείνος που απέθανε έχει πλέον ελευθερωθή από τον κίνδυνον της αμαρτίας (δεδομένου ότι ο πεθαμένος και νεκρός ούτε πειράζεται ούτε αμαρτάνει).

Ρωμ. 6,8            εἰ δὲ ἀπεθάνομεν σὺν Χριστῷ, πιστεύομεν ὅτι καὶ συζήσομεν αὐτῷ,

Ρωμ. 6,8                   Εφ' όσον δε δια του βαπτίσματος έχομεν αποθάνει μαζή με τον Χριστόν, ως προς την αμαρτίαν, πιστεύομεν ότι και θα ζήσωμεν ένδοξοι μαζή με αυτόν εις την αιωνιότητα.

Ρωμ. 6,9            εἰδότες ὅτι Χριστὸς ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν οὐκέτι ἀποθνήσκει, θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει.

Ρωμ. 6,9                   Διότι γνωρίζομεν πολύ καλά, ότι ο Χριστός αναστηθείς εκ των νεκρών δεν πεθαίνει πλέον ποτέ, ο θάνατος δεν έχει καμμίαν απολύτως εξουσίαν και κυριότητα εις αυτόν.

Ρωμ. 6,10          ὃ γὰρ ἀπέθανε, τῇ ἁμαρτίᾳ ἀπέθανεν ἐφάπαξ, ὅ δὲ ζῇ, ζῇ τῷ Θεῷ.

Ρωμ. 6,10                  Και δεν τον κατακυριεύει πλέον ο θάνατος, διότι, τον σταυρικόν θάνατον τον υπέστη τότε ο Κυριος, άπαξ δια παντός, δια να εξαλείψη την αμαρτίαν. Και την ζωήν δε, την οποίαν ζη τώρα, την ζη αιωνίως ένδοξος πλησίον του Θεού.

Ρωμ. 6,11          οὕτω καὶ ὑμεῖς λογίζεσθε ἑαυτοὺς νεκροὺς μὲν εἶναι τῇ ἁμαρτίᾳ, ζῶντας δὲ τῷ Θεῷ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν.

Ρωμ. 6,11                  Ετσι και σεις θα θεωρήτε πλέον τους ευατούς σας, νεκρούς ως προς την αμαρτίαν, ζωντανούς δε δια τον Θεόν δια μέσου του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας.

Ρωμ. 6,12          Μὴ οὖν βασιλευέτω ἡ ἁμαρτία ἐν τῷ θνητῷ ὑμῶν σώματι εἰς τὸ ὑπακούειν αὐτῇ ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις αὐτοῦ,

Ρωμ. 6,12                  Λοιπόν, ας μη βασιλεύη και ας μη κυριαρχή η αμαρτία στο θνητόν σας σώμα, ώστε να υπακούετε εις αυτήν, παρασυρόμενοι από τας επιθυμίας του σώματος.

Ρωμ. 6,13          μηδὲ παριστάνετε τὰ μέλη ὑμῶν ὅπλα ἀδικίας τῇ ἁμαρτίᾳ, ἀλλὰ παραστήσατε ἑαυτοὺς τῷ Θεῷ ὡς ἐκ νεκρῶν ζῶντας καὶ τὰ μέλη ὑμῶν ὅπλα δικαιοσύνης τῷ Θεῷ.

Ρωμ. 6,13                  Ούτε να προσφέρετε και να κάνετε τα μέλη του σώματός σας όργανα και όπλα της αδικίας, δια των οποίων θα σας νικά και θα σας εξουσιάζη η αμαρτία. Αλλά να προσφέρετε τους εαυτούς σας στον Θεόν σαν άνθρωποι, που πράγματι έχετε αναστηθή εκ των νεκρών, και τα μέλη σας να τα προσφέρετε και αφιερώσετε στον Θεόν, δια να είναι όργανα και όπλα εις κάθε αρετήν.

Ρωμ. 6,14          ἁμαρτία γὰρ ὑμῶν οὐ κυριεύσει· οὐ γάρ ἐστε ὑπὸ νόμον, ἀλλ᾿ ὑπὸ χάριν.

Ρωμ. 6,14                  Ετσι δε ποτέ πλέον η αμαρτία δεν θα σας υποδουλώση, διότι δεν είσθε πλέον υπό την εξουσίαν του Νομου, ο οποίος κατεδίκαζε με την αμαρτίαν, χωρίς όμως να δίδη την λύτρωσιν, αλλά ευρίσκεσθε εις την βασιλείαν της χάριτος, που δίδει συγχώρησιν, ελευθερίαν και αγιασμόν.

Ρωμ. 6,15          Τί οὖν; ἁμαρτήσομεν ὅτι οὐκ ἐσμὲν ὑπὸ νόμον, ἀλλ᾿ ὑπὸ χάριν; μὴ γένοιτο.

Ρωμ. 6,15                  Τι λοιπόν; Εφ' όσον δεν είμεθα υπό την κυριαρχίαν του Νομου, αλλ' ευρισκόμεθα εις την δωρεάν της χάριτος, θα αμαρτήσωμεν, αφού είναι εύκολον να λάβωμεν άφεσιν; Μη γένοιτο!

Ρωμ. 6,16          οὐκ οἴδατε ὅτι ᾧ παριστάνετε ἑαυτοὺς δούλους εἰς ὑπακοήν, δοῦλοί ἐστε ᾧ ὑπακούετε, ἤτοι ἁμαρτίας εἰς θάνατον ἢ ὑπακοῆς εἰς δικαιοσύνην;

Ρωμ. 6,16                  Δεν γνωρίζετε ότι εις εκείνον, που προσφέρετε τους εαυτούς σας δούλους, δια να τον υπακούετε, γίνεσθε πράγματι δούλοι με την υπακοήν αυτήν. Δηλαδή είσθε η δούλοι υπακούοντες εις την αμαρτίαν δια να καταλήξετε στον πνευματικόν θάνατον η δούλοι υπακούοντες στον Χριστόν, δια να αποκτήσετε την δικαίωσιν και την αιωνίαν μακαριότητα.

Ρωμ. 6,17          χάρις δὲ τῷ Θεῷ ὅτι ἦτε δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας, ὑπηκούσατε δὲ ἐκ καρδίας εἰς ὃν παρεδόθητε τύπον διδαχῆς,

Ρωμ. 6,17                  Αλλά, δόξα στον Θεόν, διότι ναι μεν υπήρξατε άλλοτε δούλοι της αμαρτίας, υπηκούσατε όμως με όλην σας την ψυχήν και την καρδίαν στον τέλειον κανόνα της αρίστης διδασκαλίας, την οποίαν έχετε διδαχθή από τους Αποστόλους.

Ρωμ. 6,18          ἐλευθερωθέντες δὲ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας ἐδουλώθητε τῇ δικαιοσύνῃ.

Ρωμ. 6,18                  Ετσι δε, αφού εγίνατε ελεύθεροι από την αμαρτίαν, υπεδουλώθητε εις την αγιότητα και την αρετήν.

Ρωμ. 6,19          ἀνθρώπινον λέγω διὰ τὴν ἀσθένειαν τῆς σαρκὸς ὑμῶν. ὥσπερ γὰρ παρεστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦλα τῇ ἀκαθαρσίᾳ καὶ τῇ ἀνομίᾳ εἰς τὴν ἀνομίαν, οὕτω νῦν παραστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦλα τῇ δικαιοσύνῃ εἰς ἁγιασμόν.

Ρωμ. 6,19                  Χρησιμοποιώ ανθρωπίνας εικόνας και εκφράσεις εξ αιτίας της αδυναμίας, που παρουσιάζει η ανθρωπίνη, η σαρκική ακόμη κατάστασίς σας. Δηλαδή όπως είχατε προσφέρει τα μέλη σας δούλα εις την ακαθαρσίαν της αμαρτίας και της ανομίας, δια να διαπράττετε την αμαρτίαν, έτσι και τώρα πρέπει να προσφέρετε τα μέλη σας δούλα εις την αρετήν, δια να πρωχωρήσετε και επιτύχετε την αγιότητα.

Ρωμ. 6,20          ὅτε γὰρ δοῦλοι ἦτε τῆς ἁμαρτίας, ἐλεύθεροι ἦτε τῇ δικαιοσύνῃ.

Ρωμ. 6,20                 Αλλοτε, όταν ήσθε δούλοι εις την αμαρτίαν, ήσθε μεν ελεύθεροι ως προς την δικαίωσιν και την αρετήν, που θέλει ο Θεός,

Ρωμ. 6,21          τίνα οὖν καρπὸν εἴχετε τότε ἐφ᾿ οἷς νῦν ἐπαισχύνεσθε; τὸ γὰρ τέλος ἐκείνων θάνατος.

Ρωμ. 6,21                  αλλά ποίον καρπόν, ποίον κέρδος και ωφέλειαν είχατε τότε από τα έργα της αμαρτίας, δια τα οποία τώρα εντρέπεσθε κάθε φοράν που τα ενθυμείσθε. Διότι η κατάληξις εκείνων είναι ο αιώνιος πνευματικός θάνατος.

Ρωμ. 6,22          νυνὶ δὲ ἐλευθερωθέντες ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας δουλωθέντες δὲ τῷ Θεῷ ἔχετε τὸν καρπὸν ὑμῶν εἰς ἁγιασμόν, τὸ δὲ τέλος ζωὴν αἰώνιον.

Ρωμ. 6,22                 Τωρα δε που απεκτήσατε την ελευθερίαν και απηλλάγητε από την δουλείαν της αμαρτίας, υπεδουλώθητε δε θεληματικά στον Θεόν, έχετε ως καρπόν την προκοπήν εις την αγιότητα τελικόν δε και αναφαίρετον κέρδος την αιωνίαν ζωήν.

Ρωμ. 6,23          τὰ γὰρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος, τὸ δὲ χάρισμα τοῦ Θεοῦ ζωὴ αἰώνιος ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν.

Ρωμ. 6,23                 Διότι αι μεν συνέπειαι και ο μισθός της αμαρτίας είναι ο πνευματικός θάνατος, το δε δώρον του Θεού προς εκείνους, που τον υπακούουν, είναι η αιώνιος ζωή δια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

 

 

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ 7

 

Ρωμ. 7,1            Ἤ ἀγνοεῖτε, ἀδελφοί· γινώσκουσι γὰρ νόμον λαλῶ. ὅτι ὁ νόμος κυριεύει τοῦ ἀνθρώπου ἐφ᾿ ὅσον χρόνον ζῇ;

Ρωμ. 7,1                    Ομιλώ προς ανθρώπους, οι οποίοι γνωρίζουν τον Νομον. Η μήπως αγνοείτε, αδελφοί, ότο ο Νομος έχει κύρος και εξουσίαν στον άνθρωπον, εφ' όσον αυτός ζη;

Ρωμ. 7,2            ἡ γὰρ ὕπανδρος γυνὴ τῷ ζῶντι ἀνδρὶ δέδεται νόμῳ· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ ὁ ἀνήρ, κατήργηται ἀπὸ τοῦ νόμου τοῦ ἀνδρός.

Ρωμ. 7,2                    Διότι η υπανδρευμένη γυναίκα, παραδείγματος χάριν, έχει δια του νόμου του γάμου δεθή προς τον άνδρα της, εφ' όσον χρόνον εκείνος ζη. Εάν όμως αποθάνη ο σύζυγός της, έχει αυτή αποδεσμευθή από την εξουσίαν του νόμου, ο οποίος την έδενε προηγουμένως με τον άνδρα της.

Ρωμ. 7,3            ἄρα οὖν ζῶντος τοῦ ἀνδρὸς μοιχαλὶς χρηματίσει ἐὰν γένηται ἀνδρὶ ἑτέρῳ· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ ὁ ἀνήρ, ἐλευθέρα ἐστὶν ἀπὸ τοῦ νόμου, τοῦ μὴ εἶναι αὐτὴν μοιχαλίδα γενομένην ἀνδρὶ ἑτέρῳ·

Ρωμ. 7,3                    Αρα, όταν ζη ο σύζυγος της, εάν αυτή συνάψη σχέσεις με άλλον άνδρα, θα γίνη μοιχαλίς. Εάν όμως πεθάνη ο σύζυγος της είναι ελευθέρα από τον νόμον, να γίνη σύζυγος άλλου ανδρός, χωρίς να θεωρήται αυτή πλέον μοιχαλίς.

Ρωμ. 7,4            ὥστε, ἀδελφοί μου, καὶ ὑμεῖς ἐθανατώθητε τῷ νόμῳ διὰ τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸ γενέσθαι ὑμᾶς ἑτέρῳ, τῷ ἐκ νεκρῶν ἐγερθέντι, ἵνα καρποφορήσωμεν τῷ Θεῷ.

Ρωμ. 7,4                    Ωστε, αδελφοί μου, κατά το παράδειγμά που σας έφερα, έχετε θανατωθή και αποθάνει ως προς τον Νομον δια του σταυρωθέντος σώματος του Κυρίου, ώστε να έχετε το δικαίωμα να ανήκετε εις άλλον, δηλαδή στον αναστηθέντα Χριστόν, δια να φέρωμεν έτσι καρπούς πνευματικούς προς τιμήν και δόξαν του Θεού.

Ρωμ. 7,5            ὅτε γὰρ ἦμεν ἐν τῇ σαρκί, τὰ παθήματα τῶν ἁμαρτιῶν τὰ διὰ τοῦ νόμου ἐνηργεῖτο ἐν τοῖς μέλεσιν ἡμῶν εἰς τὸ καρποφορῆσαι τῷ θανάτῳ·

Ρωμ. 7,5                    Διότι, όταν εζούσαμεν τον σαρκικόν βίον του παλαιού ανθρώπου, τα πάθη των αμαρτιών, τα οποία κατεδίκαζε αλλά δεν εξήλειφεν ο παλαιός Νομος, ενεργούσαν έντος μας και επράττοντο δια των μελών μας, δια να παράγουν έτσι καρπούς που έφερναν τον αιώνιον θάνατον.

Ρωμ. 7,6            νυνὶ δὲ κατηργήθημεν ἀπὸ τοῦ νόμου, ἀποθανόντες ἐν ᾧ κατειχόμεθα, ὥστε δουλεύειν ἡμᾶς ἐν καινότητι πνεύματος καὶ οὐ παλαιότητι γράμματος.

Ρωμ. 7,6                    Τωρα όμως έχομεν αποδεσμευθή εντελώς από τον Νομον, διότι απεθάναμεν ως προς αυτόν, υπό την κατοχήν του οποίου προηγουμένως ευρισκόμεθα, ώστε τώρα να υπακούωμεν στον Θεόν, δια να ζήσωμεν την νέαν κατάστασιν, που μας εχάρισε το Πνεύμα, και να μη δουλεύωμεν εις την παλαιάν κατάστασιν, όπου εκυριαρχούσαν οι τύποι και το γράμμα του Νομου.

Ρωμ. 7,7            Τί οὖν ἐροῦμεν; ὁ νόμος ἁμαρτία; μὴ γένοιτο· ἀλλὰ τὴν ἁμαρτίαν οὐκ ἔγνων εἰ μὴ διὰ νόμου· τήν τε γὰρ ἐπιθυμίαν οὐκ ᾔδειν εἰ μὴ ὁ νόμος ἔλεγεν, οὐκ ἐπιθυμήσεις·

Ρωμ. 7,7                    Αλλά τότε, τι λοιπόν θα είπωμεν; Οτι ο Νομος, που μας εδημιουργούσε αυτήν την κατάστασιν της δουλείας, ήτο κάτι το αμαρτωλόν και κακόν; Ασφαλώς όχι. Αλλά πρέπει να λέγωμεν ότι την αμαρτίαν δεν την εγνωρίσαμεν ει μη μόνον δια του Νομου, ο οποίος και την απηγόρευε. Διότι και την αμαρτωλήν επιθυμίαν δεν θα την εγνώριζα ως αμαρτωλήν, εάν ο Νομος ρητώς δεν έλεγεν “ουκ επιθυμήσεις όσα τω πλησίον σου εστι”.

Ρωμ. 7,8            ἀφορμὴν δὲ λαβοῦσα ἡ ἁμαρτία διὰ τῆς ἐντολῆς κατειργάσατο ἐν ἐμοὶ πᾶσαν ἐπιθυμίαν· χωρὶς γὰρ νόμου ἁμαρτία νεκρά.

Ρωμ. 7,8                    Ελαβεν όμως αφορμήν από αυτάς τας απαγορεύσστου Νομου η αμαρτία, που υπήρχε μέσα μου και ως κατάστασις και ως ροπή προς το κακόν και εκαλλιέργησε και εφλόγισε μέσα μου κάθε αμαρτωλήν επιθυμίαν. Διότι χωρίς τον Νομον η αμαρτία είναι νεκρά, σαν να μην υπάρχη.

Ρωμ. 7,9            ἐγὼ δὲ ἔζων χωρὶς νόμου ποτέ· ἐλθούσης δὲ τῆς ἐντολῆς ἡ ἁμαρτία ἀνέζησεν,

Ρωμ. 7,9                    Εγώ δε εζούσα κάποτε χωρίς τον Νομον, χωρίς να έχω γνώσιν των εντολών του. Οταν δε εγνώρισα την εντολήν, τότε αναζωγονήθηκε μέσα μου και μου έγινε γνωστή η αμαρτία.

Ρωμ. 7,10          ἐγὼ δὲ ἀπέθανον, καὶ εὑρέθη μοι ἡ ἐντολὴ ἡ εἰς ζωήν, αὕτη εἰς θάνατον·

Ρωμ. 7,10                  Συνέπεια αυτού είναι, ότι εγώ απέθανα πνευματικώς εξ αιτίας των παραβάσεων. Και έτσι η εντολή του Νομου, που είχε δοθή δια να με χειραγωγήση εις την λύτρωσιν και ζωήν, αυτή ευρέθη ότι με ωδήγησεν στον θάνατον.

Ρωμ. 7,11          ἡ γὰρ ἁμαρτία ἀφορμὴν λαβοῦσα διὰ τῆς ἐντολῆς ἐξηπάτησέ με καὶ δι᾿ αὐτῆς ἀπέκτεινεν.

Ρωμ. 7,11                   Διότι η αμαρτία επήρε αφορμήν από την εντολήν, με ηπάτησε και με παρέσυρε δελεαστικώς εις την παράβασιν και δι' αυτής με εθανάτωσε πνευματικώς.

Ρωμ. 7,12          ὥστε ὁ μὲν νόμος ἅγιος, καὶ ἡ ἐντολὴ ἁγία καὶ δικαία καὶ ἀγαθή.

Ρωμ. 7,12                  Ωστε ο μεν Νομος, που εδόθη δια του Μωϋσέως, είναι άγιος και κάθε εντολή του είναι αγία και δικαία και αγαθή δι' εμέ τον άνθρωπον.

Ρωμ. 7,13          τὸ οὖν ἀγαθὸν ἐμοὶ γέγονε θάνατος; μὴ γένοιτο· ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία, ἵνα φανῇ ἁμαρτίᾳ, διὰ τοῦ ἀγαθοῦ μοι κατεργαζομένη θάνατον, ἵνα γένηται καθ᾿ ὑπερβολὴν ἁμαρτωλὸς ἡ ἁμαρτία διὰ τῆς ἐντολῆς.

Ρωμ. 7,13                  Αλλά θα ερωτήση κανείς· Αυτό, λοιπόν, το αγαθόν, ο άγιος δηλάδη και δίκαιος Νομος, έγινε δι' εμέ αιτία θανάτου; Μη γένοιτο! Αλλ' η αμαρτία, δια να φανή πόσον ολεθρία και φοβερά είναι, επέτυχε δια του Νομου, που είναι αγαθός και δίκαιος, να κατεργασθή και πραγματοποιήση έντος μου τον θάνατον· δια να γίνη έτσι και αποδειχθή ολοκάθαρα δια μέσου της εντολής, πόσον υπερβολικά καταστρεπτική και ύπουλος είναι η αμαρτία δια τον άνθρωπον.

Ρωμ. 7,14          οἴδαμεν γὰρ ὅτι ὁ νόμος πνευματικός ἐστιν· ἐγὼ δὲ σαρκικός εἰμι, πεπραμένος ὑπὸ τὴν ἁμαρτίαν.

Ρωμ. 7,14                  Διότι γνωρίζομεν ότι ο νόμος είναι πνευματικός, δώρον δηλαδή του Αγίου Πνεύματος, δια να εξυπηρετή την ιδικήν μας πνευματικήν ζωήν. Εγώ όμως είμαι δούλος της σαρκός, σαν πουλημένος σκλάβος υπό την κυριαρχίαν της αμαρτίας.

Ρωμ. 7,15          ὃ γὰρ κατεργάζομαι οὐ γινώσκω· οὐ γὰρ ὃ θέλω τοῦτο πράσσω, ἀλλ᾿ ὃ μισῶ τοῦτο ποιῶ.

Ρωμ. 7,15                  Κυριευμένος και σκοτισμένος από το πάθος δεν γνωρίζω καλά αυτό το κακόν που πράττω. Διότι δεν πράττω αυτό το οποίον εσωτερικώς θέλω, αλλά κάμνω εκείνο το οποίον μισώ.

Ρωμ. 7,16          εἰ δὲ ὃ οὐ θέλω τοῦτο ποιῶ, σύμφημι τῷ νόμῳ ὅτι καλός.

Ρωμ. 7,16                  Εάν δε, παρασυρόμενος από την εσωτερικήν μου αμαρτωλότητα και τους εξωτερικούς πειρασμούς, πράττω αυτό που δεν θέλω, τότε με την θέλησίν μου και αντίθετα προς τα έργα μου συμφωνώ με τον Νομον και ομολογώ ότι είναι καλός.

Ρωμ. 7,17          νυνὶ δὲ οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτό, ἀλλ᾿ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία.

Ρωμ. 7,17                  Τωρα δε δεν πράττω εγώ το κακόν, αλλά η αμαρτία, η οποία κατοικεί μέσα μου και με εξουσιάζει.

Ρωμ. 7,18          οἶδα γὰρ ὅτι οὐκ οἰκεῖ ἐν ἐμοί, τοῦτ᾿ ἔστιν ἐν τῇ σαρκί μου, ἀγαθόν· τὸ γὰρ θέλειν παράκειταί μοι, τὸ δὲ κατεργάζεσθαι τὸ καλὸν οὐχ εὑρίσκω·

Ρωμ. 7,18                  Διότι γνωρίζω καλά ότι δεν κατοικεί μέσα μου, δηλαδή εις την διεφθαρμένην ανθρωπίνην φύσιν, το αγαθόν· αυτό δε φαίνεται καθαρά και εκ του γεγονότος, ότι το να θέλω μεν το καλόν είναι τούτο κοντά μου, το να πραγματοποιώ όμως το καλόν δεν το ευρίσκω κοντά μου και εύκολον.

Ρωμ. 7,19          οὐ γὰρ ὃ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ᾿ ὃ οὐ θέλω κακὸν τοῦτο πράσσω.

Ρωμ. 7,19                  Διότι δεν πράττω το αγαθόν, το οποίον εσωτερικώς με όλην μου την θέλησιν επιθυμώ, αλλά το κακόν, που δεν θέλω, αυτό πράττω.

Ρωμ. 7,20          εἰ δὲ ὃ οὐ θέλω ἐγὼ τοῦτο ποιῶ, οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτό, ἀλλ᾿ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία.

Ρωμ. 7,20                 Εάν δε εγώ πράττω το κακόν, που εις την πραγματικότητα δεν το θέλω, αυτό σημαίνει ότι δεν το πραγματοποιώ πλέον εγώ, αλλ' η αμαρτία, που κατοικεί μέσα μου και η οποία με έχει κάμει δούλον της.

Ρωμ. 7,21          εὑρίσκω ἄρα τὸν νόμον τῷ θέλοντι ἐμοὶ ποιεῖν τὸ καλόν, ὅτι ἐμοὶ τὸ κακὸν παράκειται·

Ρωμ. 7,21                  Αρα ευρίσκω τον Νομον του Θεού βοηθόν και σύμφωνον με την θέλησίν μου, η οποία και θέλει να πράττω το καλόν. Δεν ημπορώ όμως να τηρήσω αυτόν, διότι υπάρχει κοντά μου και έντος μου το κακόν, η δύναμις της αμαρτίας.

Ρωμ. 7,22          συνήδομαι γὰρ τῷ νόμῳ τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον,

Ρωμ. 7,22                 Διότι ευχαριστούμαι και ευφραίνομαι στον νόμον του Θεού με όλην μου την ψυχήν, την καρδίαν και τον νουν.

Ρωμ. 7,23          βλέπω δὲ ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καὶ αἰχμαλωτίζοντά με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσί μου.

Ρωμ. 7,23                 Βλέπω όμως να κυριαρχή εις τα μέλη μου άλλος νόμος, η δύναμις της αμαρτίας, που αντιστρατεύεται και μάχεται όσα ο νους μου και η συνείδησις μου υποδεικνύουν ως ορθά, και με υποδουλώνει στον νόμον της αμαρτίας, ο οποίος κυριαρχεί εις την αμαρτωλήν ανθρωπίνην μου φύσιν.

Ρωμ. 7,24          Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος! τίς με ῥύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;

Ρωμ. 7,24                 Δυστυχισμένος και ταλαιπωρημένος εγώ άνθρωπος! Ποιός θα με ελευθερώση και θα με γλυτώση από το σώμα τούτο, μέσα στο οποίον κυριαρχεί η αμαρτία και δια της αμαρτίας ο θάνατος;

Ρωμ. 7,25          εὐχαριστῷ τῷ Θεῷ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν· ἄρα οὖν αὐτὸς ἐγὼ τῷ μὲν νοΐ δουλεύω νόμῳ Θεοῦ, τῇ δὲ σαρκὶ νόμῳ ἁμαρτίας.

Ρωμ. 7,25                 Ευχαριστώ τον Θεόν, ο οποίος με ηλευθέρωσε και με έσωσε δια του Ιησού Χριστού, του Κυρίου ημών. Το συμπέρασμα, λοιπόν, είναι ότι εγώ δουλεύω εις δύο κυρίους· με τον νουν και την συνείδησιν δουλεύω στον νόμον του Θεού, με τα μέλη όμως της σαρκός μου δουλεύω στον νόμον της αμαρτίας.

 

 

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ 8

 

Ρωμ. 8,1            Οὐδὲν ἄρα νῦν κατάκριμα τοῖς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ μὴ κατὰ σάρκα περιπατοῦσιν, ἀλλὰ κατὰ πνεῦμα.

Ρωμ. 8,1                    Επομένως δεν υπάρχει τώρα καμμία καταδίκη στους πιστεύοντας και τους ηνωμένους με τον Ιησούν Χριστόν, οι οποίοι ζουν και πολιτεύονται όχι σύμφωνα με τας αμαρτωλάς επιθυμίας της σαρκός, αλλά σύμφωνα με τας εντολάς του Πνεύματος.

Ρωμ. 8,2            ὁ γὰρ νόμος τοῦ πνεύματος τῆς ζωῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ἠλευθέρωσέ με ἀπὸ τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου.

Ρωμ. 8,2                   Διότι ο Νομος του Πνεύματος, η χάρις, ο φωτισμός και η δύναμις του Αγίου Πνεύματος, που μεταδίδει και καλλιεργεί και αναπτύσσει την κατά Χριστόν ζωήν, με απηλευθέρωσε από τον νόμον και την κυριαρχίαν της αμαρτίας και του θανάτου.

Ρωμ. 8,3            τὸ γὰρ ἀδύνατον τοῦ νόμου, ἐν ᾧ ἠσθένει διὰ τῆς σαρκός, ὁ Θεὸς τὸν ἑαυτοῦ υἱὸν πέμψας ἐν ὁμοιώματι σαρκὸς ἁμαρτίας καὶ περὶ ἁμαρτίας, κατέκρινε τὴν ἁμαρτίαν ἐν τῇ σαρκί,

Ρωμ. 8,3                    Διότι εκείνο το οποίον ήτο αδύνατον και ακατόρθωτον στον Νομον, που δεν ημπορούσε δηλαδή να κατανικήση την αμαρτωλότητα και την αντίστασιν του σαρκικού αμαρτωλού ανθρώπου, το επραγματοποίησε και το έφερεν εις πέρας ο Θεός με το να στείλη, δια την εξάλειψιν της αμαρτίας, τον Υιόν του τον μονογενή, με ανθρώπινον σώμα, χωρίς βέβαια και να είναι αμαρτωλόν. Και έτσι καταδίκασε και κατέλυσε την αμαρτίαν δια της αναμαρτήτου σαρκός του Υιού του, που παρεδόθη εις θάνατον.

Ρωμ. 8,4            ἵνα τὸ δικαίωμα τοῦ νόμου πληρωθῇ ἐν ἡμῖν τοῖς μὴ κατὰ σάρκα περιπατοῦσιν, ἀλλὰ κατὰ πνεῦμα·

Ρωμ. 8,4                   Δια να εκπληρωθούν πλέον με την χάριν του Θεού όλαι αι διατάξστου Νομου και από ημάς, οι οποίοι ζώμεν και φερόμεθα τώρα, όχι σύμφωνα με τας αμαρτωλάς επιθυμίας της σαρκός, αλλά σύμφωνα προς τα παραγγέλματα του Ευαγγελίου και τας υπαγορεύσστου Αγίου Πνεύματος.

Ρωμ. 8,5            οἱ γὰρ κατὰ σάρκα ὄντες τὰ τῆς σαρκὸς φρονοῦσιν, οἱ δὲ κατὰ πνεῦμα τὰ τοῦ πνεύματος.

Ρωμ. 8,5                    Διότι όσοι ευρίσκονται ακόμη υπό την κυριαρχίαν της σαρκός φρονούν και επιθυμούν όσα θέλει η σαρξ· όσοι όμως κατευθύνονται από την χάριν και την δύναμιν του Αγίου Πνεύματος, σκέπτονται και φρονούν και θέλουν όσα το Αγιον Πνεύμα τους υπαγορεύει.

Ρωμ. 8,6            τὸ γὰρ φρόνημα τῆς σαρκὸς θάνατος, τὸ δὲ φρόνημα τοῦ πνεύματος ζωὴ καὶ εἰρήνη· διότι τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς ἔχθρα εἰς Θεόν·

Ρωμ. 8,6                   Αι σκέψεις, τα φρονήματα και αι επιθυμίαι της σαρκός προκαλούν τον πνευματικόν θάνατον. Το δε φρόνημα, που υπαγορεύει το Πνεύμα το Αγιον και η αγία κατάστασις που δημιουργεί, οδηγεί εις την αληθινήν ζωήν και ειρήνην. Διότι η σαρκική κατάστασις και επιθυμία είναι εχθρά στον Θεόν και φέρει τον θάνατον.

Ρωμ. 8,7            τῷ γὰρ νόμῳ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑποτάσσεται· οὐδὲ γὰρ δύναται·

Ρωμ. 8,7                    Εις τον Νομον του Θεού δεν υποτάσσεται ο σαρκικός άνθρωπος και ούτε έχει την δύναμιν να υποταχθή.

Ρωμ. 8,8            οἱ δὲ ἐν σαρκὶ ὄντες Θεῷ ἀρέσαι οὐ δύνανται.

Ρωμ. 8,8                   Οσοι δε ζουν κατά σάρκα και πορεύονται κατά τας επιθυμίας της σαρκός, δεν ημπορούν να αρέσουν και να ευαρεστήσουν στον Θεόν.

Ρωμ. 8,9            ὑμεῖς δὲ οὐκ ἐστὲ ἐν σαρκί, ἀλλ᾿ ἐν πνεύματι, εἴπερ Πνεῦμα Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν. εἰ δέ τις Πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἔχει, οὗτος οὐκ ἔστιν αὐτοῦ.

Ρωμ. 8,9                   Σεις όμως δεν είσθε πλέον δούλοι της σαρκός, αλλ' ευρίσκεσθε υπό την καθοδήγησιν του πνεύματος σας, που έχει φωτισθή και αναγεννηθή από την χάριν του Αγίου Πνεύματος, εάν βέβαια κατοική έντος υμών το Πνεύμα του Θεού. Εάν δε κανείς δεν έχη μέσα του Πνεύμα Χριστού, αυτός δεν είναι άνθρωπος του Χριστού.

Ρωμ. 8,10          εἰ δὲ Χριστὸς ἐν ὑμῖν, τὸ μὲν σῶμα νεκρὸν δι᾿ ἁμαρτίαν, τὸ δὲ πνεῦμα ζωὴ διὰ δικαιοσύνην.

Ρωμ. 8,10                  Εάν δε κατοική ο Χριστός μέσα σας, τότε έστω και αν το σώμα σας υπόκειται στον θάνατον εξ αιτίας της αμαρτίας, το πνεύμα σας όμως έχει ζωήν αιωνίαν χάρις εις την δικαίωσιν, που ελάβατε από τον Χριστόν.

Ρωμ. 8,11          εἰ δὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ ἐγείραντος Ἰησοῦν ἐκ νεκρῶν οἰκεῖ ἐν ὑμῖν, ὁ ἐγείρας τὸν Χριστὸν ἐκ νεκρῶν ζωοποιήσει καὶ τὰ θνητὰ σώματα ὑμῶν διὰ τὸ ἐνοικοῦν αὐτοῦ Πνεῦμα ἐν ὑμῖν.

Ρωμ. 8,11                  Εάν δε το Πνεύμα του Θεού, που ανέστησε εκ νεκρών τον Ιησούν, κατοική μέσα σας, τότε αυτός που ανέστησε τον Χριστόν θα ζωοποιήση και τα θνητά σώματα σας ένεκα του Πνεύματός του, που κατοικεί μέσα σας.

Ρωμ. 8,12          Ἄρα οὖν, ἀδελφοί, ὀφειλέται ἐσμὲν οὐ τῇ σαρκὶ τοῦ κατὰ σάρκα ζῆν·

Ρωμ. 8,12                  Αρα, λοιπόν, αδελφοί, αφού τέτοιες ευεργεσίες ελάβομεν και τέτοιες δωρεές ετοιμάζονται δι' ημάς, δεν έχομεν υποχρέωσιν εις την σάρκα, να ζώμεν κατά τας επιθυμίας της σαρκός (αλλά στο Πνεύμα, να ζώμεν κατάς υπαγορεύσστου Πνεύματος).

Ρωμ. 8,13          εἰ γὰρ κατὰ σάρκα ζῆτε, μέλλετε ἀποθνήσκειν· εἰ δὲ Πνεύματι τὰς πράξεις τοῦ σώματος θανατοῦτε, ζήσεσθε.

Ρωμ. 8,13                  Διότι, εάν ζήτε κατά τας επιθυμίας της σαρκός, μέλλετε να αποθάνετε τον αιώνιον θάνατον. Εάν όμως, με τας πνευματικάς δυνάμεις που χαρίζει το Πνεύμα, αποστρέφεσθε και νεκρώνετε τας κακάς πράξστου σώματος, θα ζήσετε αιωνίως πλησίον του Θεού.

Ρωμ. 8,14          ὅσοι γὰρ Πνεύματι Θεοῦ ἄγονται, οὗτοί εἰσιν υἱοὶ Θεοῦ.

Ρωμ. 8,14                  Διότι, όσοι οδηγούνται και κατευθύνονται από το Πνεύμα του Θεού, αυτοί είναι οι πραγματικοί υιοί του Θεού.

Ρωμ. 8,15          οὐ γὰρ ἐλάβετε Πνεῦμα δουλείας πάλιν εἰς φόβον, ἀλλ᾿ ἐλάβετε Πνεῦμα υἱοθεσίας, ἐν ᾧ κράζομεν· ἀββᾶ ὁ πατήρ.

Ρωμ. 8,15                  Σεις δε, όταν επιστεύσατε και εβαπτίσθητε, δεν ελάβετε ψυχικήν κατάστασιν και φρονήματα δουλείας, δια να περιπέσετε πάλιν εις φόβον, αλλ' ελάβετε από το Πνεύμα το Αγιον ψυχικήν κατάστασιν και φρονήματα υιών του Θεού κατά χάριν, ώστε χάρις εις αυτά να φωνάζωμεν με θάρρος προς τον Θεόν; Αββά ο Πατήρ!

Ρωμ. 8,16          αὐτὸ τὸ Πνεῦμα συμμαρτυρεῖ τῷ πνεύματι ἡμῶν ὅτι ἐσμὲν τέκνα Θεοῦ.

Ρωμ. 8,16                  Αυτό δε το Αγιον Πνεύμα μαρτυρεί και επιβεβαιώνει μαζή με το ιδικόν μας πνεύμα ότι είμεθα τέκνα του Θεού.

Ρωμ. 8,17          εἰ δὲ τέκνα, καὶ κληρονόμοι, κληρονόμοι μὲν Θεοῦ, συγκληρονόμοι δὲ Χριστοῦ, εἴπερ συμπάσχομεν ἵνα καὶ συνδοξασθῶμεν.

Ρωμ. 8,17                  Εάν δε είμαθα τέκνα, κατά λογικήν συνέπειαν είμεθα και κληρονόμοι· κληρονόμοι μεν του Θεού, που είναι πατέρας μας, συγκληρονόμοι δε μαζή με τον Χριστόν, που είναι πρωτότοκος αδελφός μας. Αποκτώμεν δε αυτά τα δικαιώματα, εάν βεβαίως πάσχωμεν και ταλαιπωρούμεθα μαζή με τον Χριστόν δια να δοξασθώμεν έτσι μαζή του.

Ρωμ. 8,18          Λογίζομαι γὰρ ὅτι οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς.

Ρωμ. 8,18                  Φρονώ δε, και είναι απολύτως λογική η σκέψις μου, ότι τα όσα υποφέρομεν κατά το διάστημα της παρούσης ζωής δεν είναι άξια κατά κανένα τρόπον να συγκριθούν προς την δόξαν, η οποία μέλλει να αποκαλυφθή και δοθή εις ημάς.

Ρωμ. 8,19          ἡ γὰρ ἀποκαραδοκία τῆς κτίσεως τὴν ἀποκάλυψιν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ ἀπεκδέχεται.

Ρωμ. 8,19                  Και αυτή ακόμη η άψυχος κτίσις ευρίσκεται εις συνεχή έντονον αναμονήν, περιμένουσα με πόθον την ένδοξον φανέρωσιν των τέκνων του Θεού.

Ρωμ. 8,20          τῇ γὰρ ματαιότητι ἡ κτίσις ὑπετάγη, οὐχ ἑκοῦσα, ἀλλὰ διὰ τὸν ὑποτάξαντα, ἐπ᾿ ἐλπίδι

Ρωμ. 8,20                 Διότι και η κτίσις έχει υποδουλωθή εις την φθοράν όχι βέβαια με την θέλησίν της, αλλά από τον Θεόν, ο οποίος την υπέταξεν εις την φθοράν (μετά την πτώσιν του ανθρώπου) με την ελπίδα όμως της απαλλαγής.

Ρωμ. 8,21          ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ.

Ρωμ. 8,21                  Η βεβαία δε ελπίς είναι ότι και αυτή η κτίσις θα ελευθερωθή από τον ζυγόν της φθοράς και του θανάτου και άφθαρτος πλέον θα λάβη μέρος εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού.

Ρωμ. 8,22          οἴδαμεν γὰρ ὅτι πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν·

Ρωμ. 8,22                 Διότι γνωρίζομεν, ότι όλη η κτίσις μαζή στενάζει και πονεί πολύ μέχρι σήμερον.

Ρωμ. 8,23          οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ τὴν ἀπαρχὴν τοῦ Πνεύματος ἔχοντες καὶ ἡμεῖς αὐτοὶ ἐν ἑαυτοῖς στενάζομεν υἱοθεσίαν ἀπεκδεχόμενοι, τὴν ἀπολύτρωσιν τοῦ σώματος ἡμῶν.

Ρωμ. 8,23                 Και όχι μόνον η κτίσις, αλλά και ημείς οι ίδιοι, μολονότι έχομεν ήδη πάρει την απαρχήν των δωρεών του Αγίου Πνεύματος ως προκαταβολήν, τρόπον τινά, και εγγύησιν δια τα μέλλοντα αγαθά, στενάζομεν εν τούτοις εσωτερικώς, περιμένοντες το πλήρες και τέλειον δώρον της υιοθεσίας μας εκ μέρους του Θεού, την απολύτρωσιν του σώματος ημών εκ της φθοράς.

Ρωμ. 8,24          τῇ γὰρ ἐλπίδι ἐσώθημεν· ἐλπὶς δὲ βλεπομένη οὐκ ἔστιν ἐλπίς· ὃ γὰρ βλέπει τις, τί καὶ ἐλπίζει;

Ρωμ. 8,24                 Διότι τώρα έχομεν σωθή με την ελπίδα, την βεβαίαν και ασφαλή. Ελπίς όμως η οποία είναι αισθητή και ορατή, δεν είναι ελπίς. Διότι εκείνο το οποίον βλέπει κανείς με τα σωματικά του μάτια, τι λόγος υπάρχει να το ελπίζη, αφού το βλέπει ως πραγματικότητα;

Ρωμ. 8,25          εἰ δὲ ὃ οὐ βλέπομεν ἐλπίζομεν, δι᾿ ὑπομονῆς ἀπεκδεχόμεθα.

Ρωμ. 8,25                 Εάν όμως εκείνο, που δεν βλέπομεν, ελπίζωμεν να το αποκτήσωμεν στο μέλλον, τότε με πολλήν υπομονήν και σφοδράν επιθυμίαν το περιμένομεν.

Ρωμ. 8,26          Ὡσαύτως δὲ καὶ τὸ Πνεῦμα συναντιλαμβάνεται ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν· τὸ γὰρ τί προσευξόμεθα καθὸ δεῖ οὐκ οἴδαμεν, αὐτὸ τὸ Πνεῦμα ὑπερεντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις·

Ρωμ. 8,26                 Και αυτό επίσης το Αγιον Πνεύμα μας βοηθεί ωσαύτως εις όλας τας αδυναμίας μας, απαλύνει τους κόπους και τους πόνους και τας θλίψεις μας. Ειδικώτεον δε, επειδή ημείς δεν γνωρίζομεν πως πρέπει να προσευχηθώμεν και τι να ζητήσωμεν εις την προσευχήν μας, αυτό τούτο το Πνεύμα το Αγιον μεσιτεύει με το παραπάνω υπέρ ημών, εμπνέει εις τας καρδίας μας στεναγμούς ιεράς κατανύξεως, που δεν είναι δυνατόν να εκφρασθούν με λόγια, και οι οποίοι μας υψώνουν προς τον Θεόν.

Ρωμ. 8,27          ὁ δὲ ἐρευνῶν τὰς καρδίας οἶδε τί τὸ φρόνημα τοῦ Πνεύματος, ὅτι κατὰ Θεὸν ἐντυγχάνει ὑπὲρ ἁγίων.

Ρωμ. 8,27                 Ο Θεός όμως, ο οποίος ερευνά και τα βάθη των καρδιών, γνωρίζει τι θέλει να εκφράση με τους στεναγμούς αυτούς το Πνεύμα, διότι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, προσεύχεται και κατ' αυτόν τον τρόπον υπέρ των πιστών.

Ρωμ. 8,28          Οἴδαμεν δὲ ὅτι τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν, τοῖς κατὰ πρόθεσιν κλητοῖς οὖσιν·

Ρωμ. 8,28                 Τους στεναγμούς μας δια τας θλίψεις της παρούσης ζωής τους απαλύνει και το γεγονός, ότι γνωρίζομεν πως εις εκείνους που αγαπούν τον Θεόν όλα υποβοηθούν και συνεργάζονται δια το καλόν των· εις αυτούς δηλαδή, οι οποίοι σύμφωνα με την προαιώνιον πρόθεσιν του Θεού έχουν κληθή και έχουν δεχθή την σωτηρίαν.

Ρωμ. 8,29          ὅτι οὓς προέγνω, καὶ προώρισε συμμόρφους τῆς εἰκόνος τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν πρωτότοκον ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς·

Ρωμ. 8,29                 Διότι εκείνους τους οποίους ο Θεός έχει προγνωρίσει ως αξίους σωτηρίας δια την καλήν των διάθεσιν, τους προώρισε να γίνουν ομοιόμορφοι προς την ένδοξον εικόνα του Υιού του, ώστε να είναι ο Υιός του Θεού πρωτοτόκος μεταξύ πολλών αδελφών, που θα είναι όμοιοί του.

Ρωμ. 8,30          οὓς δὲ προώρισε, τούτους καὶ ἐκάλεσε, καὶ οὓς ἐκάλεσε, τούτους καὶ ἐδικαίωσεν, οὓς δὲ ἐδικαίωσε, τούτους καὶ ἐδόξασε.

Ρωμ. 8,30                 Εκείνους δε που προώρισε δια την δόξαν της ομοιώσεώς των προς τον Χριστόν, αυτούς και εκάλεσε· και αυτούς που εκάλεσε και εδέχθησαν την κλήσιν, τους κατέστησε δικαίους· και εκείνους που εδικαίωσε, αυτούς και εδόξασε εις την Βασιλείαν των ουρανών.

Ρωμ. 8,31          Τί οὖν ἐροῦμεν πρὸς ταῦτα; εἰ ὁ Θεὸς ὑπὲρ ἡμῶν, τίς καθ᾿ ἡμῶν;

Ρωμ. 8,31                  Τι λοιπόν, θα είπωμεν και τι συμπεράσματα θα βγάλωμεν δια τας μεγάλας αυτάς δωρεάς, που μας εχάρισεν ο Θεός; Το συμπέρασμα είναι ότι, εάν ο Θεός μας αγαπά και είναι υπερασπιστής μας, ποίος θα τολμήση να εναντιωθή προς ημάς και να μας βλάψη;

Ρωμ. 8,32          ὅς γε τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο, ἀλλ᾿ ὑπὲρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν αὐτόν, πῶς οὐχὶ καὶ σὺν αὐτῷ τὰ πάντα ἡμῖν χαρίσεται;

Ρωμ. 8,32                 Αυτός, ο οποίος δεν ελυπήθη ούτε τον μονογενή Υιόν του, αλλά τον παρέδωκεν στον σταυρικόν θάνατον υπέρ όλων ημών, πως μαζή με αυτόν δεν θα μας χαρίση και κάθε άλλην εύνοιαν και όλα τα άλλα, που μας χρειάζονται; (Αφού μας εδώρισε το απείρως ανώτερον, δεν θα μας χαρίση και τα άλλα αγαθά;)

Ρωμ. 8,33          τίς ἐγκαλέσει κατὰ ἐκλεκτῶν Θεοῦ; Θεὸς ὁ δικαιῶν·

Ρωμ. 8,33                 Ποίος θα τολμήση να παρουσιασθή επικριτής και κατήγορος εναντίον των εκλεκτών του Θεού; Κανείς· διότι “αυτός ο ίδιος ο Θεός σβήνει και εξαλείφει τας αμαρτίας μας και μας κάμνει δικαίους”.

Ρωμ. 8,34          τίς ὁ κατακρίνων; Χριστὸς ὁ ἀποθανών, μᾶλλον δὲ καὶ ἐγερθείς, ὃς καί ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ, ὃς καὶ ἐντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν.

Ρωμ. 8,34                 “Ποίος θα τολμήση να μας κατακρίνη και να μας καταδικάση”; Κανένας· διότι ο Χριστός είναι εκείνος, που απέθανε δι' ημάς, μάλλον δε και ανεστήθη δια την δικαίωσίν μας, ο οποίος και ευρίσκεται πάντοτε ένδοξος εις τα δεξιά του Θεού και μεσιτεύει προς τον Πατέρα δι' ημάς.

Ρωμ. 8,35          τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα;

Ρωμ. 8,35                 Ποιός, λοιπόν, θα ημπορέση ποτέ να μας χωρίση από την αγάπην του Χριστού; Θλίψις η εσωτερική στενοχωρία η διωγμός εκ μέρους των απίστων η πείνα η γυμνότης η οιοσδήποτε κίνδυνος η μαχαίρα, που να μας απειλή με σφαγήν;

Ρωμ. 8,36          καθὼς γέγραπται ὅτι ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην τὴν ἡμέραν· ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς.

Ρωμ. 8,36                 Αντικρύζομεν βέβαια και αυτόν τον κίνδυνον της σφαγής, όπως άλλωστε έχει προφητευθή και στους ψαλμούς ότι· “ένεκά σου, Κυριε, εκτιθέμεθα εις κίνδυνον θανάτου όλην την ημέραν. Εθεωρήθημεν από τους διώκτας μας σαν πρόβατα, προωρισμένα εις σφαγήν”.

Ρωμ. 8,37          ἀλλ᾿ ἐν τούτοις πᾶσιν ὑπερνικῶμεν διὰ τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς.

Ρωμ. 8,37                 Αλλά εις όλας αυτάς τας δυσκολίας και τας απειλάς βγαίνομεν με το παραπάνω νικηταί, δια της βοηθείας του Χριστού, ο οποίος τόσον πολύ μας έχει αγαπήσει.

Ρωμ. 8,38          πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα

Ρωμ. 8,38                 Διότι έχω απόλυτον πεποίθησιν και βεβαιότητα, ότι ούτε ο θάνατος, με τον οποίον μας απειλούν, ούτε αι τέρψεις και αι απολαύσεις της ζωής, τας οποίας μας υπόσχονται, ούτε αι υπερκόσμιαι δυνάμεις, τα εν ουρανοίς τάγματα των αγγέλων και των αρχών και των δυνάμεων, ούτε αι περιστάσεις και τα γεγονότα του παρόντος ούτε τα μελλοντικά γεγονότα

Ρωμ. 8,39          οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν.

Ρωμ. 8,39                 ούτε ύψος δόξης ούτε βάθος ταπεινώσεως και περιφρονήσεως ούτε καμμιά άλλη κτίσις διαφορετική απ' αυτήν που βλέπομεν, θα ημπορέση ποτέ να μας χωρίση από την αγάπην του Θεού, όπως μας την εφανέρωσεν ο ίδιος δια μέσου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

 

 

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ 9

 

Ρωμ. 9,1            Αλήθειαν λέγω ἐν Χριστῷ, οὐ ψεύδομαι, συμμαρτυρούσης μοι τῆς συνειδήσεώς μου ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ,

Ρωμ. 9,1                    Αλήθειαν σας λέγω, ως άνθρωπος που ομιλεί ενώπιον του Χριστού, δεν ψεύδομαι και έχω μαρτυρούσαν και επιβεβαιώνουσαν την αλήθειαν αυτήν ταύτην την συνείδησίν μου, η οποία φωτίζεται από το Αγιον Πνεύμα.

Ρωμ. 9,2            ὅτι λύπη μοί ἐστι μεγάλη καὶ ἀδιάλειπτος ὀδύνη τῇ καρδίᾳ μου.

Ρωμ. 9,2                   Σας λέγω, λοιπόν, ότι μεγάλη λύπη υπάρχει μέσα μου, συνεχής και ακατάπαυστος πόνος εις την καρδίαν μου, δια την σκληροκαρδίαν και απιστίαν των ομοεθνών μου Εβραίων.

Ρωμ. 9,3            ηὐχόμην γὰρ αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν συγγενῶν μου κατὰ σάρκα,

Ρωμ. 9,3                    Θα ηυχόμην δε να χωρισθώ εγώ ο ίδιος από τον Χριστόν και να γίνω ανάθεμα, εάν ήτο δυνατόν με την καταδίκην μου αυτήν να σωθούν οι κατά σάρκα αδελφοί μου, οι ομοεθνείς μου Ιουδαίοι.

Ρωμ. 9,4            οἵτινές εἰσιν Ἰσραηλῖται, ὧν ἡ υἱοθεσία καὶ ἡ δόξα καὶ αἱ διαθῆκαι καὶ ἡ νομοθεσία καὶ ἡ λατρεία καὶ αἱ ἐπαγγελίαι,

Ρωμ. 9,4                   Αυτοί που είναι απόγονοι του Ιακώβ, στους οποίους ανήκει η υιοθεσία και η δόξα με τα τόσα θαύματα που έκαμε προς χάριν αυτών ο Θεός· στους οποίους εδόθησαν αι συνθήκαι, που είχε κάμει ο Θεός με τους προγόνους των, και η νομοθεσία και η λατρεία και αι ανεκτίμητοι υποσχέσεις.

Ρωμ. 9,5            ὧν οἱ πατέρες, καὶ ἐξ ὧν ὁ Χριστὸς τὸ κατὰ σάρκα, ὁ ὢν ἐπὶ πάντων Θεὸς εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

Ρωμ. 9,5                    Αυτοί, των οποίων οι πατέρες και οι πατριάρχαι είναι επίσημοι και ένδοξοι και από τους οποίους κατάγεται, κατά σάρκα, ο Χριστός, ο οποίος είναι Θεός, κύριος και εξουσιαστής όλων, άξιος να υμνήται και να δοξάζεται στους αιώνας. Αμήν.

Ρωμ. 9,6            Οὐχ οἷον δὲ ὅτι ἐκπέπτωκεν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. οὐ γὰρ πάντες οἱ ἐξ Ἰσραήλ, οὗτοι Ἰσραήλ,

Ρωμ. 9,6                   Το γεγονός όμως ότι εξέπεσαν αυτοί από τας ευλογίας, δεν σημαίνει ότι έχει ξεπέσει και διαψευσθή υπό των πραγμάτων ο λόγος του Θεού, διότι αληθινοί Ισραηλίται δεν είναι όλοι όσοι κατάγονται σαρκικώς από τον Ισραήλ,

Ρωμ. 9,7            οὐδ᾿ ὅτι εἰσὶ σπέρμα Ἀβραάμ, πάντες τέκνα, ἀλλ᾿ ἐν Ἰσαὰκ κληθήσεταί σοι σπέρμα·

Ρωμ. 9,7                    ούτε, διότι είναι σαρκικοί απόγονοι του Αβραάμ, είναι όλοι άξια τέκνα του Αβραάμ. Αλλά, όπως ο Θεός είπεν στον Αβραάμ, “θα ονομασθούν αληθινοί απόγονοί σου από τον Ισαάκ”.

Ρωμ. 9,8            τοῦτ᾿ ἔστιν οὐ τὰ τέκνα τῆς σαρκὸς ταῦτα τέκνα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ τέκνα τῆς ἐπαγγελίας λογίζεται εἰς σπέρμα.

Ρωμ. 9,8                   δηλαδή τέκνα του Θεού δεν είναι όλοι οι κατά σάρκα απόγονοι του Αβραάμ, που γεννώνται σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους. Αλλά θεωρούνται και είναι γνήσια τέκνα και πραγματικοί απόγονοι του Αβραάμ αυτοί που γεννώνται σύμφωνα με την υπόσχεσιν του Θεού.

Ρωμ. 9,9            ἐπαγγελίας γὰρ ὁ λόγος οὗτος· κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον ἐλεύσομαι καὶ ἔσται τῇ Σάῤῥᾳ υἱός.

Ρωμ. 9,9                   Διότι είναι λόγος της επισήμου υποσχέσεως του Θεού, αυτός τον οποίον είπεν στον Αβραάμ· ότι δηλαδή, “κατά το ερχόμενον έτος, εις τέτοιαν εποχήν, θα έλθω, και η στείρα Σαρρα θα έχη παιδί”, δηλαδή τον Ισαάκ.

Ρωμ. 9,10          οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ Ῥεβέκκα ἐξ ἑνὸς κοίτην ἔχουσα, Ἰσαὰκ τοῦ πατρὸς ἡμῶν·

Ρωμ. 9,10                  Οχι μόνον δε η Σαρρα ετεκνοποίησε, σύμφωνα με την υπόσχεσιν του Θεού, αλλά και η Ρεβέκκα έλαβε τέτοια υπόσχεσιν και από ένα άνδρα, δηλαδή τον πατέρα μας Ισαάκ, ετεκνοποίησε.

Ρωμ. 9,11          μήπω γὰρ γεννηθέντων μηδὲ πραξάντων τι ἀγαθὸν ἢ κακόν, ἵνα ἡ κατ᾿ ἐκλογὴν τοῦ Θεοῦ πρόθεσις μένῃ, οὐκ ἐξ ἔργων, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ καλοῦντος,

Ρωμ. 9,11                  Είναι δε αξιοσημείωτον ο,τι πριν ακόμη γεννηθούν τα παιδιά, όταν δεν είχαν πράξει κάτι καλόν η κάτι κακόν, ελέχθη εις την Ρεβέκκαν από τον Θεόν, ,

Ρωμ. 9,12          ἐῤῥέθη αὐτῇ ὅτι ὁ μείζων δουλεύσει τῷ ἐλάσσονι,

Ρωμ. 9,12                  ότι “ο μεγαλύτερος, ο Ησαύ, θα υπηρετήση στον μικρότερον, στον Ιακώβ”, και τούτο δια να μένη στερεά και ακλόνητος η θεία βουλή και προαπόφασις η οποία δεν εκξαρτάται από τα έργα του ανθρώπου, αλλά από τον καλούντα Θεόν.

Ρωμ. 9,13          καθὼς γέγραπται· τὸν Ἰακὼβ ἠγάπησα, τὸν δὲ Ἠσαῦ ἐμίσησα.

Ρωμ. 9,13                  Πράγματι δε η βουλή του Θεού επραγματοποιήθη, σύμφωνα και με εκείνο που έχει γραφή και από τον προφήτην Μαλαχίαν· “τον Ιακώβ και τους απογόνους του Ισραηλίτας ηγάπησα, τον δε Ησαύ και τους Ιδουμαίους απογόνους του εμίσησα”.

Ρωμ. 9,14          Τί οὖν ἐροῦμεν; μὴ ἀδικία παρὰ τῷ Θεῷ; μὴ γένοιτο.

Ρωμ. 9,14                  Εμπρός στο γεγονός αυτό της εκλογής του Θεού τι θα είπωμεν; Μηπως διεπράχθη αδικία από τον Θεόν εις βάρος του Ησαύ; Μη γένοιτο!

Ρωμ. 9,15          τῷ γὰρ Μωϋσῇ λέγει· ἐλεήσω ὃν ἂν ἐλεῶ, καὶ οἰκτειρήσω ὃν ἂν οἰκτείρω.

Ρωμ. 9,15                  Αλλά και στον Μωϋσήν είπεν ο Θεός· “εγώ ο δίκαιος και απροσωπόληπτος θα ελεήσω εκείνον που κρίνω άξιον ελέους και θα εκδηλώσω την στοργήν και τους οικτιρμούς μου προς εκείνον, τον οποίον κρίνω άξιον της εσπλαγχνίας μου”.

Ρωμ. 9,16          ἄρα οὖν οὐ τοῦ θέλοντος οὐδὲ τοῦ τρέχοντος, ἀλλὰ τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ.

Ρωμ. 9,16                  Αρα το θείον έλεος δεν εξαρτάται κυρίως από εκείνον που το θέλει και τρέχει δια να το αποκτήση, αλλ' από τον ελεούντα Θεόν.

Ρωμ. 9,17          λέγει γὰρ ἡ γραφὴ τῷ Φαραῷ ὅτι εἰς αὐτὸ τοῦτο ἐξήγειρά σε, ὅπως ἐνδείξωμαι ἐν σοὶ τὴν δυναμίν μου, καὶ ὅπως διαγγελῇ τὸ ὄνομά μου ἐν πάσῃ τῇ γῇ.

Ρωμ. 9,17                  Διότι, όπως είναι γραμμένο εις την Εξοδον, είπεν ο Θεός στον Φαραώ· ότι “δι' αυτό τούτο επέτρεψα να εξερεθισθής και να σκληρυνθής, δια να δείξω δια μέσου σου στον λαόν μου, με τα μεγάλα θαύματά μου, την δύναμίν μου και να διαλαληθή τοιουτοτρόπως το όνομά μου εις όλην την γην”.

Ρωμ. 9,18          ἄρα οὖν ὃν θέλει ἐλεεῖ, ὃν δὲ θέλει σκληρύνει.

Ρωμ. 9,18                  Αρα, λοιπόν, όποιον θέλει ο παντοδύναμος Θεός ελεεί και όποιον θέλει τον αφίνει να σκληρυνθή, σύμφωνα με την δικαίαν αυτού πρόγνωσιν.

Ρωμ. 9,19          Ἐρεῖς οὖν μοι· τί ἔτι μέμφεται; τῷ γὰρ βουλήματι αὐτοῦ τίς ἀνθέστηκε;

Ρωμ. 9,19                  Θα μου είπης όμως τώρα· αφού όποιον θέλει τον αφίνει και σκληρύνεται, διατί τον καταδικάζει; Εις το θέλημά του ποιός ποτέ έχει αντισταθή;

Ρωμ. 9,20          μενοῦνγε, ὦ ἄνθρωπε, σὺ τίς εἶ ὁ ἀνταποκρινόμενος τῷ Θεῷ; μὴ ἐρεῖ τὸ πλάσμα τῷ πλάσαντι, τί με ἐποίησας οὕτως;

Ρωμ. 9,20                 Βεβαίως, κανείς δεν έχει αντισταθή και δεν έχει ματαιώσει το θέλημα του Θεού· αλλά, ω άνθρωπε, συ ποιός είσαι ο οποίος συζητείς και αντιλέγεις προς τον Θεόν; “Μηπως είναι δυνατόν ποτέ το πήλινον αγγείον να πη στον αγγειοπλάστην που το έπλασε· Διατί με έκαμες έτσι;

Ρωμ. 9,21          ἢ οὐκ ἔχει ἐξουσίαν ὁ κεραμεὺς τοῦ πηλοῦ, ἐκ τοῦ αὐτοῦ φυράματος ποιῆσαι ὃ μὲν εἰς τιμὴν σκεῦος, ὃ δὲ εἰς ἀτιμίαν;

Ρωμ. 9,21                  Η μήπως ο κεραμοποιός δεν είναι κύριος και εξουσιαστής στον πηλόν του, ώστε να κάμη από το αυτό φύραμα άλλο μεν σκεύος δια χρήσιν τιμητικήν και άλλο δια χρήσιν ευτελή;

Ρωμ. 9,22          εἰ δὲ θέλων ὁ Θεὸς ἐνδείξασθαι τὴν ὀργὴν καὶ γνωρίσαι τὸ δυνατὸν αὐτοῦ ἤνεγκεν ἐν πολλῇ μακροθυμίᾳ σκεύη ὀργῆς κατηρτισμένα εἰς ἀπώλειαν,

Ρωμ. 9,22                 Εάν δε ο Θεός, θέλων να δείξη την οργήν του και να κάμη γνωστήν την δύναμιν του, ηνέχθη με πολλήν μακροθυμίαν σκεύη οργής, τα οποία μόνα των, με την αμετανόητον κακίαν των, ετοίμασαν και προώρισαν τον ευατόν των δια την απώλειαν, συ τι ημπορείς στούτο νε πης;

Ρωμ. 9,23          καὶ ἵνα γνωρίσῃ τὸν πλοῦτον τῆς δόξης αὐτοῦ ἐπὶ σκεύη ἐλέους, -ἃ προητοίμασεν εἰς δόξαν,

Ρωμ. 9,23                 Και πάλιν τι ημπορείς να πης, εάν ο Θεός, θέλων να δείξη τον πλούτον της δόξης αυτού, έδωσε χάριν εις σκεύη ελέους, εις ανθρώπους δηλαδή αξίους του ελέους του, τους οποίους εκ των προτέρων παρεσκεύασε και ητοίμασε δια να τους δοξάση;

Ρωμ. 9,24          οὓς καὶ ἐκάλεσεν ἡμᾶς οὐ μόνον ἐξ Ἰουδαίων, ἀλλὰ καὶ ἐξ ἐθνῶν,

Ρωμ. 9,24                 Αυτούς δε τους ανθρώπους, δηλαδή ημάς, εκάλεσεν εις την δόξαν, όχι μόνον από τους Ιουδαίους αλλά και από τους εθνικούς.

Ρωμ. 9,25          ὡς καὶ ἐν τῷ Ὡσηὲ λέγει· καλέσω τὸν οὐ λαόν μου λαόν μου, καὶ τὴν οὐκ ἠγαπημένην ἠγαπημένην·

Ρωμ. 9,25                 Συμφωνα και με εκείνο που είπε ο Θεός δια του προφήτου Ωσηέ· “θα καλέσω και θα αναδείξω λαόν μου τους εθνικούς, οι οποίοι δεν είναι τώρα λαός μου και θα καλέσω και θα αναδείξω αγαπημένην μου την εκκλησίαν των ειδωλολατρών, η οποία τώρα δεν είναι αγαπημένη μου”.

Ρωμ. 9,26          καὶ ἔσται ἐν τῷ τόπῳ οὗ ἐρέθη αὐτοῖς, οὐ λαός μου ὑμεῖς, ἐκεῖ κληθήσονται υἱοὶ Θεοῦ ζῶντος.

Ρωμ. 9,26                 Και εις την χώραν όχι μόνον των Εβραίων, αλλά και των ειδωλολατρών, όπου ελέχθη εις αυτούς· “δεν είσθε σεις λαός μου”, και εκεί ακόμη θα ονομασθούν παιδιά του ζώντος Θεού.

Ρωμ. 9,27          Ἡσαΐας δὲ κράζει ὑπὲρ τοῦ Ἰσραήλ· ἐὰν ᾖ ὁ ἀριθμὸς τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ὡς ἡ ἄμμος τῆς θαλάσσης, τὸ κατάλειμμα σωθήσεται·

Ρωμ. 9,27                 Αλλά και ο Ησαΐας κράζει σχετικώς με τον Ισραηλιτικόν λαόν· “εάν το πλήθος των απογόνων του Ισραήλ είναι σαν την άμμον της θαλάσσης, δεν θα σωθούν όλοι, αλλά θα σωθή το εκλεκτόν υπόλοιπον των καλοπροαιρέτων”.

Ρωμ. 9,28          λόγον γὰρ συντελῶν καὶ συντέμνων ἐν δικαιοσύνῃ ὅτι λόγον συντετμημένον ποιήσει Κύριος ἐπὶ τῆς γῆς.

Ρωμ. 9,28                 Διότι “ο Θεός πραγματοποιεί και φέρει εις πέρας, σύντομα και με δικαιοσύνην, απόφασιν, που είχε λέβει, ότι δηλαδή θα πραγματοποιήση ταχέως εις την γην τον λόγον του”.

Ρωμ. 9,29          καὶ καθὼς προείρηκεν Ἡσαΐας, εἰ μὴ Κύριος Σαβαὼθ ἐγκατέλιπεν ἡμῖν σπέρμα, ὡς Σόδομα ἂν ἐγενήθημεν καὶ ὡς Γόμοῤῥα ἂν ὡμοιώθημεν.

Ρωμ. 9,29                 Και όπως ο προφήτης Ησαΐας έχει προαναγγείλει· “Εάν ο παντοδύναμος Κυριος δεν είχε αφήσει εν μέσω ημών αγαθούς, απογόνους του Αβραάμ, θα είχαμεν γίνει σαν τα Σοδομα και θα είχαμε ομοιωθή με τα Γομορρα”.

Ρωμ. 9,30          Τί οὖν ἐροῦμεν; ὅτι ἔθνη τὰ μὴ διώκοντα δικαιοσύνην κατέλαβε δικαιοσύνην, δικαιοσύνην δὲ τὴν ἐκ πίστεως,

Ρωμ. 9,30                 Τι λοιπόν θα συμπεράνωμεν τώρα; Οτι τα ειδωλολατρικά έθνη που δεν επεδίωκαν να δικαιωθούν, κατέλαβον ως κτήμα των την δικαίωσιν, δικαίωσιν δε η οποία προέρχεται από την πίστιν,

Ρωμ. 9,31          Ἰσραὴλ δὲ διώκων νόμον δικαιοσύνης εἰς νόμον δικαιοσύνης οὐκ ἔφθασε.

Ρωμ. 9,31                  οι δε Ισραηλίται, οι οποίοι επιζητούσα την δικαίωσιν των δια του Νομου στον αληθινόν Νομον της δικαιώσεως, δεν κατώρθωσαν να φθάσουν.

Ρωμ. 9,32          διατί; ὅτι οὐκ ἐκ πίστεως, ἀλλ᾿ ὡς ἐξ ἔργων νόμου· προσέκοψαν γὰρ τῷ λίθῳ τοῦ προσκόμματος,

Ρωμ. 9,32                 Διατί; Διότι δεν επεδίωκαν την δικαίωσίν των δια της πίστεως στον Χριστόν, αλλά δια του Μωσαϊκού Νομου, ως εάν ήτο δυνατόν με έργα του Νομου να δικαιωθούν. Διότι εξ αιτίας της απιστίας των “εσκόνταψαν επάνω στον Χριστόν, ο οποίος υπήρξε δι' αυτούς λίθος προσκόμματος”.

Ρωμ. 9,33          καθὼς γέγραπται· ἰδοὺ τίθημι ἐν Σιὼν λίθον προσκόμματος καὶ πέτραν σκανδάλου, καὶ πᾶς ὁ πιστεύων ἐπ᾿ αὐτῷ οὐ καταισχυνθήσεται.

Ρωμ. 9,33                 Ετσι δε έχει γραφή και στον προφήτην Ησαΐαν· “ιδού εγώ θέτω εις την Ιερουσαλήμ ακρογωνιαίον θεμέλιον λίθον, τον Ιησούν Χριστόν, στον οποίον όμως θα σκοντάπτουν και σαν εις πέτραν σκανδάλου θα πίπτουν όσοι δεν θα πιστεύσουν. Εξ αντιθέτου, καθένας που πιστεύει και θεμελιώνεται επάνω εις αυτόν, δεν θα εντροπιασθή”.

 

 

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ 10

 

Ρωμ. 10,1          Ἀδελφοί, ἡ μὲν εὐδοκία τῆς ἐμῆς καρδίας καὶ ἡ δέησις ἡ πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ τοῦ Ἰσραήλ ἐστιν εἰς σωτηρίαν·

Ρωμ. 10,1                  Αδελφοί, παρ' όλην την απιστίαν που μέχρι σήμερον έχουν δείξει οι Ισραηλίται, η θερμή επιθυμία μου και η ευμενής διάθεσις της καρδίας μου και η δέησίς μου προς τον Θεόν είναι υπέρ των Ισραηλιτών, δια να δεχθούν και αυτοί την σωτηρίαν.

Ρωμ. 10,2          μαρτυρῶ γὰρ αὐτοῖς ὅτι ζῆλον Θεοῦ ἔχουσιν, ἀλλ᾿ οὐ κατ᾿ ἐπίγνωσιν.

Ρωμ. 10,2                  Διότι γνωρίζω και δίδω μαρτυρίαν δι' αυτούς ότι έχουν ζήλον Θεού, αλλά όχι με φωτισμένην την γνώσιν και σύμφωνον προς το θέλημα του Θεού.

Ρωμ. 10,3          ἀγνοοῦντες γὰρ τὴν τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνην, καὶ τὴν ἰδίαν δικαιοσύνην ζητοῦντες στῆσαι, τῇ δικαιοσύνῃ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑπετάγησαν.

Ρωμ. 10,3                  Διότι αυτοί ηγνόησαν μεν και περεμέρισαν την δικαίωσιν, που παρέχει ο Θεός, ζητούν δε να στήσουν τας ιδικάς των αντιλήψεις περί δικαιώσεως και έτσι δεν υπετάχθησαν εις την δικαίωσιν του Θεού.

Ρωμ. 10,4          τέλος γὰρ νόμου Χριστὸς εἰς δικαιοσύνην παντὶ τῷ πιστεύοντι.

Ρωμ. 10,4                  Διότι σκοπός του Νομου αλλά και τέρμα της αποστολής του Νομου είναι ο Χριστός, ο οποίος δίδει την δικαίωσιν στον καθένα, που πιστεύει εις αυτόν.

Ρωμ. 10,5          Μωϋσῆς γὰρ γράφει τὴν δικαιοσύνην τὴν ἐκ τοῦ νόμου, ὅτι ὁ ποιήσας αὐτὰ ἄνθρωπος ζήσεται ἐν αὐτοῖς·

Ρωμ. 10,5                  Διότι ο Μωϋσής γράφει σχετικώς με την δικαίωσιν, η οποία προέρχεται από τον νόμον ότι· “ο άνθρωπος, ο οποίος θα τηρήση όλα όσα διατάσσει ο Νομος, αυτός θα ζήση δι' αυτών”.

Ρωμ. 10,6          ἡ δὲ ἐκ πίστεως δικαιοσύνη οὕτω λέγει· μὴ εἴπῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου, τίς ἀναβήσεται εἰς τὸν οὐρανόν; τοῦτ᾿ ἔστι Χριστὸν καταγαγεῖν·

Ρωμ. 10,6                  Δια δε την εκ πίστεως δικαίωσιν λέγει πάλιν ο Μωϋσής· “μη αφήσης να εισχωρήση λογισμός αμφιβολίας εις την καρδίαν σου, και είπης· ποιός θ' ανεβή στον ουρανόν;” δια να κατεβάση, δηλαδή, από εκεί τον Χριστόν, που θα μου δώση την σωτηρίαν.

Ρωμ. 10,7          ἢ τίς καταβήσεται εἰς τὴν ἄβυσσον; τοῦτ᾿ ἔστι Χριστὸν ἐκ νεκρῶν ἀναγαγεῖν.

Ρωμ. 10,7                  Η “ποιός θα κατεβή εις την άβυσσον του Αδου;” δια να αναστήση δηλαδή τον Χριστόν, που θα μας δώση την δικαίωσιν.

Ρωμ. 10,8          ἀλλὰ τί λέγει; ἐγγύς σου τὸ ῥῆμά ἐστιν, ἐν τῷ στόματί σου καὶ ἐν τῇ καρδίᾳ σου· τοῦτ᾿ ἔστι τὸ ῥῆμα τῆς πίστεως ὃ κηρύσσομεν.

Ρωμ. 10,8                  Αλλά τι λέγει ο Θεός δια της Γραφής; Λεγει ότι “κοντά σου είναι ο λόγος, στο στόμα και εις την καρδίαν σου”, δηλαδή το Ευαγγέλιον της πίστεως, το οποίον ημείς οι Απόστολοι κηρύσσομεν.

Ρωμ. 10,9          ὅτι ἐὰν ὁμολογήσῃς ἐν τῷ στόματί σου Κύριον Ἰησοῦν, καὶ πιστεύσῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου ὅτι ὁ Θεὸς αὐτὸν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, σωθήσῃ·

Ρωμ. 10,9                  Διότι, εάν με το στόμα σου ομολογήσης τον Ιησούν ως ύψιστον Κυριον, και με όλην σου την καρδίαν εσωτερικώς πιστεύσης ότι ο Θεός τον ανέστησε εκ νεκρών, θα σωθής.

Ρωμ. 10,10         καρδίᾳ γὰρ πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην, στόματι δὲ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν.

Ρωμ. 10,10                Διότι με την καρδίαν του πιστεύει κανείς στον Χριστόν και ως συνέπειαν αυτής της πίστεώς του έχει την δικαίωσιν· με το στόμα του δε ομολογεί τον Χριστόν εμπρός στους ανθρώπους και λαμβάνει έτσι την σωτηρίαν.

Ρωμ. 10,11         λέγει γὰρ ἡ γραφή· πᾶς ὁ πιστεύων ἐπ᾿ αὐτῷ οὐ καταισχυνθήσεται.

Ρωμ. 10,11                 Αλλωστε και η Αγία Γραφή λέγει· “καθένας, που πιστεύει εις αυτόν, είτε Ιουδαίος είναι είτε εθνικός, δεν θα εντροπιασθή ούτε θα ίδη να διαψεύδεται η πίστις του”.

Ρωμ. 10,12         οὐ γὰρ ἔστι διαστολὴ Ἰουδαίου τε καὶ Ἕλληνος· ὁ γὰρ αὐτὸς Κύριος πάντων, πλουτῶν εἰς πάντας τοὺς ἐπικαλουμένους αὐτόν·

Ρωμ. 10,12                Ναι, καθένας που πιστεύει, διότι δεν υπάρχει καμμία διάκρισις μεταξύ Ιουδαίου και Ελληνος, επειδή ο αυτός Κυριος είναι Κυριος και Θεός όλων, προσφέρων πλουσίας τας δωρεάς του εις όλους εκείνους, οι οποίοι τον επικαλούνται.

Ρωμ. 10,13         πᾶς γὰρ ὃς ἂν ἐπικαλέσηται τὸ ὄνομα Κυρίου σωθήσεται.

Ρωμ. 10,13                Αυτό προλέγει και ο προφήτης Ιωήλ· “καθένας που θα επικαλεσθή με πίστιν το όνομα του Κυρίου, θα σωθή”.

Ρωμ. 10,14         πῶς οὖν ἐπικαλέσονται εἰς ὃν οὐκ ἐπίστευσαν; πῶς δὲ πιστεύσουσιν οὗ οὐκ ἤκουσαν; πῶς δὲ ἀκούσουσι χωρὶς κηρύσσοντος;

Ρωμ. 10,14                Οι Εβραίοι όμως δεν επίστευσαν στον Χριστόν. Πως, λοιπόν, θα επικαλεσθούν Εκείνον, στον οποίον δεν επίστευσαν; Πως δε θα πιστεύσουν εις Εκείνον, δια τον οποίον δεν ήκουσαν κήρυγμα και διδασκαλίαν; Πως δε είναι δυνατόν να ακούσουν, χωρίς να υπάρχη δι' αυτούς ο κήρυξ, ο διδάσκαλος της αληθείας;

Ρωμ. 10,15         πῶς δὲ κηρύξουσιν ἐὰν μὴ ἀποσταλῶσι; καθὼς γέγραπται· ὡς ὡραῖοι οἱ πόδες τῶν εὐαγγελιζομένων εἰρήνην, τῶν εὐαγγελιζομένων τὰ ἀγαθά!

Ρωμ. 10,15                Πως δε θα κηρύξουν επιτυχώς την αλήθειαν του Ευαγγελίου οι κήρυκες, εάν δεν αποσταλούν εις την υπηρεσίαν αυτήν; Πρέπει δε να λάβουν, όπως και έλαβαν, προς τούτο εντολήν από τον Θεόν, καθώς έχει γραφή και στον προφήτην Ησαΐαν· “πόσον ωραίοι είναι οι πόδες εκείνων, που κηρύττουν το χαρμόσυνον μήνυμα της ειρήνης του Θεού προς τους ανθρώπους, αυτών που αναγγέλουν τα αγαθά και τας δωρεάς”, που μας προσφέρει δια της θυσίας του ο λυτρωτής!

Ρωμ. 10,16         Ἀλλ᾿ οὐ πάντες ὑπήκουσαν τῷ εὐαγγελίῳ· Ἡσαΐας γὰρ λέγει· Κύριε, τίς ἐπίστευσε τῇ ἀκοῇ ἡμῶν;

Ρωμ. 10,16                Αλλά, μολονότι ο Θεός έστειλε τους κήρυκάς του, δεν υπήκουσαν όλοι οι Εβραίοι στο Ευαγγέλιον. Αυτήν την απιστίαν προείπε και ο Ησαΐας, λέγων· “Κυριε, ποιός επίστευσεν εις όσα ήκουσεν από ημάς να κηρύττωμεν;”

Ρωμ. 10,17         ἄρα ἡ πίστις ἐξ ἀκοῆς, ἡ δὲ ἀκοὴ διὰ ῥήματος Θεοῦ.

Ρωμ. 10,17                Αρα η πίστις γεννάται μέσα εις την καρδίαν από την ακρόασιν του κηρύγματος· το δε κήρυγμα έχει ως περιεχόμενον και σκοπόν την ανάπτυξιν και γνωστοποίησιν των λόγων του Θεού.

Ρωμ. 10,18         ἀλλὰ λέγω, μὴ οὐκ ἤκουσαν; μενοῦνγε εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν, καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ῥήματα αὐτῶν.

Ρωμ. 10,18                Αλλά λέγω, ότι ίσως θα ημπορούσε να ισχυρισθή κανείς· μήπως τάχα οι Ιουδαίοι δεν ήκουσαν το κήρυγμα; Καθε άλλο, διότι βεβαιότατα “εις όλην την γην εξήλθε και διεδόθη φωτεινόν και έντονον το κήρυγμα των Αποστόλων, και εις τα πέρατα της οικουμένης έχουν φθάσει και έχουν ακουσθή οι λόγοι των”.

Ρωμ. 10,19         ἀλλὰ λέγω, μὴ οὐκ ἔγνω Ἰσραήλ; πρῶτος Μωϋσῆς λέγει· ἐγὼ παραζηλώσω ὑμᾶς ἐπ᾿ οὐκ ἔθνει, ἐπὶ ἔθνει ἀσυνέτῳ παροργιῶ ὑμᾶς.

Ρωμ. 10,19                Αλλά πάλιν λέγω, ότι θα ημπορούσε να ερωτήση κανείς· Μηπως δεν εγνώρισαν και δεν ενόησαν καλά τον λόγον του Θεού οι Ισραηλίται; Οχι, διότι απ' αρχής αυτοί ήσαν σκληρόκαρδοι και κωφοί στο θέλημα του Θεού. Πρώτος ο Μωϋσής λέγει, εκ μέρους του Θεού, δι' αυτούς· “εγώ θα σας κάμω να καταληφθήτε από ζήλειαν δι' έθνος, που δεν το θεωρείτε έθνος, και θα σας εξερεθίσω ένεκα του φθόνου σας εναντίον ειδωλολατρικού έθνους, το οποίον σεις θεωρείτε ασύνετον και το οποίον εν τούτοις εγώ δια την καλήν του διάθεσιν θα ελεήσω”.

Ρωμ. 10,20         Ἡσαΐας δὲ ἀποτολμᾷ καὶ λέγει· εὑρέθην τοῖς ἐμὲ μὴ ζητοῦσιν, ἐμφανὴς ἐγενόμην τοῖς ἐμὲ μὴ ἐπερωτῶσι.

Ρωμ. 10,20               Ο δε προφήτης Ησαΐας τολμά και λέγει εκ μέρους του Θεού προς τους Ισραηλίτας· απεκαλύφθην εγώ και έγινα γνωστός από τους εθνικούς, που δεν με ζητούν, έγινα φανερός εις εκείνους, οι οποίοι λόγω της αγνοίας των δεν με ερωτούν”.

Ρωμ. 10,21         πρὸς δὲ τὸν Ἰσραὴλ λέγει· ὅλην τὴν ἡμέραν ἐξεπέτασα τὰς χεῖράς μου πρὸς λαὸν ἀπειθοῦντα καὶ ἀντιλέγοντα.

Ρωμ. 10,21                Προς δε τον Ισραηλιτικόν λαόν λέγει· “όλας τας ημέρας συνεχώς άπλωσα με στοργήν τα χέρια μου, δια να αγκαλιάσω ένα λαόν, ο οποίος απειθεί και αντιλέγει”.

 

 

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ 11

 

Ρωμ. 11,1          Λέγω οὖν, μὴ ἀπώσατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ; μὴ γένοιτο· καὶ γὰρ ἐγὼ Ἰσραηλίτης εἰμί, ἐκ σπέρματος Ἀβραάμ, φυλῆς Βενιαμίν.

Ρωμ. 11,1                   Ερωτώ λοιπόν τώρα· Μηπως ο Θεός απώθησε και απέρριψε μακρυά τον λαόν του; Ποτέ ας μη λεχθή κάτι τέτοιο· διότι και εγώ, που έχω κληθή από τον Θεόν Απόστολος, είμαι Ισραηλίτης, από τους απογόνους του Αβραάμ, από την φυλήν του Βενιαμίν.

Ρωμ. 11,2          οὐκ ἀπώσατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ ὃν προέγνω. ἢ οὐκ οἴδατε ἐν Ἠλίᾳ τί λέγει ἡ γραφή, ὡς ἐντυγχάνει τῷ Θεῷ κατὰ τοῦ Ἰσραὴλ λέγων;

Ρωμ. 11,2                  Οχι, δεν απέρριψε ο Θεός τον λαόν του, τον οποίον είχε προγνωρίσει και εκλέξει. Η δεν γνωρίζετε και δεν ενθυμείσθε τι λέγει η Γραφή εις την ιστορίαν του Ηλία; Οτι δηλαδή ο Ηλίας προσεύχεται προς τον Θεόν εναντίον του Ισραηλιτικού λαού λέγων·

Ρωμ. 11,3          Κύριε, τοὺς προφήτας σου ἀπέκτειναν καὶ τὰ θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν, κἀγὼ ὑπελείφθην μόνος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου.

Ρωμ. 11,3                   “Κυριε, οι Ισραηλίται εφόνευσαν τους προφήτας σου, εκρήμνισαν και κατέσκαψαν τα θυσιαστήριά σου, εγώ δε απέμεινα πλέον μόνος και ζητούν αυτοί να μου πάρουν την ζωήν!”.

Ρωμ. 11,4          ἀλλὰ τί λέγει αὐτῷ ὁ χρηματισμός; κατέλιπον ἐμαυτῷ ἑπτακισχιλίους ἄνδρας, οἵτινες οὐκ ἔκαμψαν γόνυ τῷ Βάαλ.

Ρωμ. 11,4                  Αλλά τι λέγει εις αυτόν ο Θεός με ειδικήν αποκάλυψιν; “Εχω αφήσει και έχω φυλάξει δια τον ευατόν μου επτά χιλιάδας άνδρας, οι οποίοι δεν έκλιναν τα γόνατά των, δια να προσκυνήσουν το είδωλον του Βααλ”.

Ρωμ. 11,5          οὕτως οὖν καὶ ἐν τῷ νῦν καιρῷ λεῖμμα κατ᾿ ἐκλογὴν χάριτος γέγονεν.

Ρωμ. 11,5                   Ετσι λοιπόν και εις την σημερινήν εποχήν έχει απομείνει ένα υπόλοιπον πιστών Ισραηλιτών, σύμφωνα με την εκλογήν, την οποίαν κατά χάριν έκαμεν ο Θεός.

Ρωμ. 11,6          εἰ δὲ χάριτι, οὐκέτι ἐξ ἔργων· ἐπεὶ ἡ χάρις οὐκέτι γίνεται χάρις. εἰ δὲ ἐξ ἔργων, οὐκέτι ἐστὶ χάρις· ἐπεὶ τὸ ἔργον οὐκέτι ἐστὶν ἔργον.

Ρωμ. 11,6                  Εάν δε αυτό το υπόλοιπον το εξέλεξεν ο Θεός σύμφωνα με την ιδικήν του χάριν, τότε δεν το εξέλεξε δια την αξίαν των έργων. Διότι άλλως η χάρις παύει πλέον να είναι χάρις. Εάν όμως από τα έργα των εκείνοι εξελέγησαν και εδικαιώθησαν, δεν ημπορεί πλέον να γίνεται λόγος δια χάριν, διότι άλλως το έργον το αγαθόν παύει πλέον να είναι άξιον αμοιβής.

Ρωμ. 11,7          Τί οὖν; ὃ ἐπιζητεῖ Ἰσραήλ, τοῦτο οὐκ ἐπέτυχεν, ἡ δὲ ἐκλογὴ ἐπέτυχεν· οἱ δὲ λοιποὶ ἐπωρώθησαν,

Ρωμ. 11,7                   Τι, λοιπόν, ημπορούμεν να συμπεράνωμεν επί του προκειμένου; Αυτό το οποίον επιζητούσεν ο Ισραηλιτικός λαός, δηλαδή την δικαίωσίν του δια του Νομου, δεν το επέτυχεν. Οσοι όμως δια την πίστιν των εξελέγησαν από τον Θεόν, επέτυχαν και έλαβαν την δικαίωσιν· οι άλλοι όμως, οι οποίοι ένεκα της απιστίας των δεν εξελέγησαν, απεμακρύνθησαν από τον Θεόν, και εσκληρύνθησαν.

Ρωμ. 11,8          καθὼς γέγραπται· ἔδωκεν αὐτοῖς ὁ Θεὸς πνεῦμα κατανύξεως, ὀφθαλμοὺς τοῦ μὴ βλέπειν καὶ ὦτα τοῦ μὴ ἀκούειν, ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας.

Ρωμ. 11,8                  Ετσι άλλωστε έχει προφητευθή από τον Ησαΐαν· “παρεχώρησεν ο Θεός να τους καραλάβη πνεύμα και τάσις νυσταγμού και σκοτισμού, νάρκωσις και αναισθησία πνευματική. Τους έδωσεν ο Θεός οφθαλμούς, που οι ίδιοι τους εκότισαν, ώστε να μη βλέπουν την αλήθεια, και αυτιά να μην ακούουν την θείαν διδασκαλίαν μέχρι της σημερινής ημέρας”.

Ρωμ. 11,9          καὶ Δαυΐδ λέγει· γενηθήτω ἡ τράπεζα αὐτῶν εἰς παγίδα καὶ εἰς θήραν καὶ εἰς σκάνδαλον καὶ εἰς ἀνταπόδομα αὐτοῖς.

Ρωμ. 11,9                  Αλλά και ο Δαυίδ λέγει· “η τράπεζά των, εις την οποίαν απολαμβάνουν με ένα πνεύμα υλοφροσύνης τα εκλεκτά φαγητά, ας γίνη δι' αυτούς παγίδα, δίκτυ και θηλειά που θα τους πιάση, πρόσκομμα δια να σκοντάψουν και πέσουν και έτσι κατά λόγον δικαιοσύνης να τιμωρηθούν.

Ρωμ. 11,10         σκοτισθήτωσαν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν τοῦ μὴ βλέπειν, καὶ τὸν νῶτον αὐτῶν διὰ παντὸς σύγκαμψον.

Ρωμ. 11,10                 Ας σκοτισθούν τα μάτια της ψυχής και του νου των δια να μη βλέπουν, και ας λυγίση η ράχη των, δια να μένουν πάντοτε δούλοι κάτω από το βαρύ φορτίον της αμαρτίας των”.

Ρωμ. 11,11         Λέγω οὖν, μὴ ἔπταισαν ἵνα πέσωσι; μὴ γένοιτο· ἀλλὰ τῷ αὐτῶν παραπτώματι ἡ σωτηρία τοῖς ἔθνεσιν, εἰς τὸ παραζηλῶσαι αὐτούς.

Ρωμ. 11,11                 Ερωτώ ακόμη, μήπως οι Ισραηλίται έφταιξαν τόσο βαρειά, ώστε να πέσουν πολύ βαθειά, που να μη υπάρχη πλέον ελπίς ανορθώσεώς των; Μη γένοιτο! Αλλ' επεσαν, ώστε δια μέσου της ιδικής των απιστίας και πτώσεως, να κηρυχθή και διαδοθή η σωτηρία εις τα έθνη, έτσι δε να κεντήση ο Θεός την ζήλειαν των και να τους παρακινήση με τον τρόπον αυτόν να πιστεύσουν και οι ίδιοι.

Ρωμ. 11,12         εἰ δὲ τὸ παράπτωμα αὐτῶν πλοῦτος κόσμου καὶ τὸ ἥττημα αὐτῶν πλοῦτος ἐθνῶν, πόσῳ μᾶλλον τὸ πλήρωμα αὐτῶν;

Ρωμ. 11,12                 Εάν δε η πτώσις αυτών έφερε κατά ένα έμεσον τρόπον πλούτον δωρεών και ευλογιών εις τα έθνη και η ήττα των εις την πνευματικήν ζωήν έγινε πρόξενος πλουσίων ευεργεσιών, πόσω μάλλον η προσέλευσις όλων των στον Χριστόν, θα γίνη αιτία ακόμη πλουσιωτέρων ευλογιών δια τα έθνη;

Ρωμ. 11,13         Ὑμῖν γὰρ λέγω τοῖς ἔθνεσιν. ἐφ᾿ ὅσον μέν εἰμι ἐγὼ ἐθνῶν ἀπόστολος, τὴν διακονίαν μου δοξάζω,

Ρωμ. 11,13                 Εις σας τους εθνικούς τα λέγω αυτά, δια να μη υψηλοφρονήσετε και περιφρονήσετε τους Ιουδαίους. Εφ' όσον άλλωστε εγώ είμαι Απόστολος των εθνών, εργάζομαι με κάθε αυταπάρνησιν να σας μεταδώσω το Ευαγγέλιον, να εκπληρώσω την αποστολήν μου και να σας οδηγήσω εις την δόξαν του Θεού.

Ρωμ. 11,14         εἴ πως παραζηλώσω μου τὴν σάρκα καὶ σώσω τινὰς ἐξ αὐτῶν.

Ρωμ. 11,14                 Ακόμη δε μήπως και διεγείρω τον ζήλον των ομοεθνών μου και οδηγήσω, έστω και μερικούς από αυτούς, στον δρόμον της σωτηρίας.

Ρωμ. 11,15         εἰ γὰρ ἡ ἀποβολὴ αὐτῶν καταλλαγὴ κόσμου, τίς ἡ πρόσληψις εἰ μὴ ζωὴ ἐκ νεκρῶν;

Ρωμ. 11,15                 Διότι εάν η αποπομπή των από την Χριστινικήν πίστιν έγινεν έμμεσος αιτία να συμφιλιωθή ο ειδωλολατρικός κόσμος με τον Θεόν, η πρόσληψίς των εις την πίστιν τι άλλο θα είναι ειμή ζωή όλων και πνευματική ανάστασις εκ των νεκρών;

Ρωμ. 11,16         εἰ δὲ ἡ ἀπαρχὴ ἁγία, καὶ τὸ φύραμα· καὶ εἰ ἡ ῥίζα ἁγία, καὶ οἱ κλάδοι.

Ρωμ. 11,16                 Εάν δε η απαρχή του Ισραηλιτικού λαού, δηλαδή οι πατριάρχαι, οι προφήται, οι δίκαιοι, που πρώτοι δια την αξίαν των ευλογήθησαν από τον Θεόν, είναι αγία, τότε και η μάζα του Ισραηλιτικού λαού είναι δεκτική αγιότητος. Και εάν η ρίζα είναι αγία, τότε και οι κλάδοι, δηλαδή οι Ισραηλίται, ημπορεί να γίνουν άγιοι.

Ρωμ. 11,17         Εἰ δέ τινες τῶν κλάδων ἐξεκλάσθησαν, σὺ δὲ ἀγριέλαιος ὢν ἐνεκεντρίσθης ἐν αὐτοῖς καὶ συγκοινωνὸς τῆς ῥίζης καὶ τῆς ποιότητος τῆς ἐλαίας ἐγένου,

Ρωμ. 11,17                 Εάν δε μερικοί από τους κλάδους εκόπησαν από τον κορμόν, απεσπάσθησαν και επετάχθησαν δια την απιστίαν των, συ δε, ο ειδωλολάτρης, που μέχρι προ ολίγου παρέμεινες αγριέλαια και εκεντρώθηκες εις την θέσιν των αποκοπτέντων κλάδων, συνεδέθης δε με την ρίζαν και μετέχεις στους παχείς χυμούς της ελαίας,

Ρωμ. 11,18         μὴ κατακαυχῶ τῶν κλάδων· εἰ δὲ κατακαυχᾶσαι, οὐ σὺ τὴν ῥίζαν βαστάζεις, ἀλλ᾿ ἡ ῥίζα σέ.

Ρωμ. 11,18                 μη υπερηφανεύεσαι εις βάρος των κλάδων, που απεσπάσθησαν. Εάν δε αλαζονεύεσαι και υπερηφανεύεσαι, μάθε, ότι δεν βαστάζεις συ την ρίζαν, αλλά η ρίζα βαστάζει σε· “και ως Χριστιανός δε που είσαι, στηρίζεσαι στους πατριάρχας και τους προφήτας των Εβραίων.

Ρωμ. 11,19         ἐρεῖς οὖν· ἐξεκλάσθησαν οἱ κλάδοι, ἵνα ἐγὼ ἐγκεντρισθῶ.

Ρωμ. 11,19                 Θα πης ίσως προς δικαιολογίαν σου· Εκόπησαν οι κλάδοι, δια να κεντρωθώ εγώ εις την θέσιν των.

Ρωμ. 11,20         καλῶς· τῇ ἀπιστίᾳ ἐξεκλάσθησαν, σὺ δὲ τῇ πίστει ἕστηκας. μὴ ὑψηλοφρόνει, ἀλλὰ φοβοῦ·

Ρωμ. 11,20                Πολύ καλά· ένεκα της απιστίας των εκόπησαν και επετάχθησαν οι κλάδοι· συ δε όχι ένεκα των έργων σου, αλλά ένεκα της πίστεως στέκεις και είσαι κολλημένος με την ρίζαν. Λοιπόν μη υψηλοφρονής, αλλά ταπεινώσου με τον φόβον, μήπως τυχόν ξεπέσης απ' εκεί που είσαι.

Ρωμ. 11,21         εἰ γὰρ ὁ Θεὸς τῶν κατὰ φύσιν κλάδων οὐκ ἐφείσατο, μή πως οὐδὲ σοῦ φείσεται.

Ρωμ. 11,21                 Διότι εάν ο Θεός δεν ελυπήθη, αλλ' έκοψε και επέταξε τους φυσικούς κλάδους της ελαίας, δηλαδή τους Ισραηλίτας, φοβήσου μήπως δεν λυπηθή και σένα, εάν υψηλοφρονήσης.

Ρωμ. 11,22         ἴδε οὖν χρηστότητα καὶ ἀποτομίαν Θεοῦ, ἐπὶ μὲν τοὺς πεσόντας ἀποτομίαν, ἐπὶ δὲ σὲ χρηστότητα, ἐὰν ἐπιμείνῃς τῇ χρηστότητι· ἐπεὶ καὶ σὺ ἐκκοπήσῃ.

Ρωμ. 11,22                Πρόσεξε, λοιπόν, και κύτταξε την αγαθότητα, αλλά και την αυστηρότητα του Θεού· αυστηρότητα εναντίον εκείνων, που έδειξαν απιστίαν και έπεσαν, αγαθότητα δε εις σε, εάν επιμείνης να πιστεύης και να στηρίζεσαι εις αυτήν την αγαθότητα, διότι άλλως και συ θα αποκοπής.

Ρωμ. 11,23         καὶ ἐκεῖνοι δέ, ἐὰν μὴ ἐπιμείνωσι τῇ ἀπιστίᾳ, ἐγκεντρισθήσονται· δυνατὸς γὰρ ὁ Θεός ἐστι πάλιν ἐγκεντρίσαι αὐτούς,

Ρωμ. 11,23                Και εκείνοι δε, οι Ισραηλίται, εάν δεν επιμείνουν εις την απιστίαν των, θα κεντρωθούν πάλιν εις την ελαίαν. Διότι ο Θεός είναι δυνατός και ικανός να τους κεντρώση πάλιν.

Ρωμ. 11,24         εἰ γὰρ σὺ ἐκ τῆς κατὰ φύσιν ἐξεκόπης ἀγριελαίου καὶ παρὰ φύσιν ἐνεκεντρίσθης εἰς καλλιέλαιον, πόσῳ μᾶλλον οὗτοι οἱ κατὰ φύσιν ἐγκεντρισθήσονται τῇ ἰδίᾳ ἐλαίᾳ;

Ρωμ. 11,24                Διότι, εάν συ εκόπης ως άγριος κλάδος από την αγριελαίαν, που εκ φύσεως είναι τέτοια, και παρά την αγρίαν φύσιν σου εκεντρώθηκες εις την ήμερον ελαίαν, πόσω μάλλον θα κεντρωθούν εις την ιδικήν τους ήμερον ελαίαν αυτοί, που είναι της ιδίας φύσεως με εκείνην;

Ρωμ. 11,25         Οὐ γὰρ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, τὸ μυστήριον τοῦτο, ἵνα μὴ ἦτε παρ᾿ ἑαυτοῖς φρόνιμοι, ὅτι πώρωσις ἀπὸ μέρους τῷ Ἰσραὴλ γέγονεν ἄχρις οὗ τὸ πλήρωμα τῶν ἐθνῶν εἰσέλθῃ,

Ρωμ. 11,25                Σας τα λέγω αυτά, αδελφοί, διότι δεν θέλω να αγνοήτε αυτήν την κρυμμένην μέχρι σήμερον αλήθειαν, δια να μη θεωρήτε σστον ευατόν σας συνετόν και άγιον και περιφρονήτε τους Ισραηλίτας. Η αλήθεια δε αυτή είναι ότι εις ένα μεγάλο μέρος του Ισραηλιτικού λαού έχει γίνει σκλήρυνσις, μέχρις ότου το πλήθος των εθνικών, που έχει προγνωρίσει ο Θεός, εισέλθουν εις την βασιλείαν του Χριστού.

Ρωμ. 11,26         καὶ οὕτω πᾶς Ἰσραὴλ σωθήσεται, καθὼς γέγραπται· ἥξει ἐκ Σιὼν ὁ ῥυόμενος καὶ ἀποστρέψει ἀσεβείας ἀπὸ Ἰακώβ·

Ρωμ. 11,26                Και έτσι, όταν αυτό πραγματοποιηθή, όλος ο Ισραηλιτικός λαός θα σωθή, όπως άλλωστε είναι γραμμένον στον προφήτην Ησαΐαν· “θα έλθη από την Σιών ο υπερασπιστής και ελευθερωτής, ο οποίος θα αποβάλη και θα εξαλείψη τας ασεβείας και τας αμαρτίας από τους απογόνους του Ιακώβ.

Ρωμ. 11,27         καὶ αὕτη αὐτοῖς ἡ παρ᾿ ἐμοῦ διαθήκη, ὅταν ἀφέλωμαι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν.

Ρωμ. 11,27                Και αυτή είναι η συμφωνία και η διαθήκη μου με αυτούς, όταν θα αφαιρέσω και θα εξαλείψω τας αμαρτίας των”.

Ρωμ. 11,28         κατὰ μὲν τὸ εὐαγγέλιον ἐχθροὶ δι᾿ ὑμᾶς, κατὰ δὲ τὴν ἐκλογὴν ἀγαπητοὶ διὰ τοὺς πατέρας·

Ρωμ. 11,28                Οσον δηλαδή αφορά το Ευαγγέλιον, οι άπιστοι Εβραίοι είναι εχθροί του Θεού και εξ αιτίας του γεγονότος ότι εκάλεσε σας τους εθνικούς εις σωτηρίαν ο Θεός· όσον αφορά όμως την από αιώνων εκλογήν των, είναι αγαπητοί στον Θεόν και δια τους προγόνους, από τους οποίους κατάγονται.

Ρωμ. 11,29         ἀμεταμέλητα γὰρ τὰ χαρίσματα καὶ ἡ κλῆσις τοῦ Θεοῦ.

Ρωμ. 11,29                Διότι ο Θεός, όταν δίδη τα χαρίσματα και όταν εκλέγη και καλή ως αλάθητος και πάνσοφος που είναι, δεν κάμνει λάθος και είναι δι' αυτό τα χαρίσματά του αμετάκλητα και αμετακίνητα.

Ρωμ. 11,30         ὥσπερ γὰρ καὶ ὑμεῖς ποτε ἠπειθήσατε τῷ Θεῷ, νῦν δὲ ἠλεήθητε τῇ τούτων ἀπειθείᾳ,

Ρωμ. 11,30                Διότι, όπως ακριβώς και σεις στο παρελθόν είχατε απειθήσει στον Θεόν και εδουλεύσατε εις τα είδωλα, τώρα δε έχετε ελεηθή χάρις εις την απείθειαν των Ισραηλιτών,

Ρωμ. 11,31         οὕτω καὶ οὗτοι νῦν ἠπείθησαν, τῷ ὑμετέρῳ ἐλέει ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐλεηθῶσι·

Ρωμ. 11,31                 έτσι και αυτοί τώρα έχουν απειθήσει και απιστήσει, δια να ελεηθούν έπειτα παραδειγματιζόμενοι από το έλεος, που έχετε λάβει σεις.

Ρωμ. 11,32         συνέκλεισε γὰρ ὁ Θεὸς τοὺς πάντας εἰς ἀπείθειαν, ἵνα τοὺς πάντας ἐλεήσῃ.

Ρωμ. 11,32                Ετσι δε έκλεισε ο Θεός όλους μαζή τους ανθρώπους, Ιουδαίους και εθνικούς μέσα εις την απείθειάν των, δια να ελεήση τους πάντας.

Ρωμ. 11,33         Ὦ βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ! ὡς ἀνεξερεύνητα τὰ κρίματα αὐτοῦ καὶ ἀνεξιχνίαστοι αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ!

Ρωμ. 11,33                Ω απροσμέτρητον βάθος πλουσίων δωρεών και απείρους σοφίας και παγγνωσίας του Θεού! Ποσον ανεξερεύνητοι και ακατάληπτοι εις την ανθρωπίνην διάνοιαν είναι αι κρίσεις και αι αποφάσεις αυτού και πόσον ανεξιχνίαστοι είναι αι οδοί και αι μέθοδοι, δια των οποίων εργάζεται δια την σωτηρίαν των ανθρώπων!

Ρωμ. 11,34         τίς γὰρ ἔγνω νοῦν Κυρίου; ἢ τίς σύμβουλος αὐτοῦ ἐγένετο;

Ρωμ. 11,34                Διότι “ποίος ποτέ εγνώρισε τον άπειρον νουν του Κυρίου, τας πανσόφους σκέψεις και δικαίας αποφάσστου; Η ποίος έγινε σύμβουλός του;

Ρωμ. 11,35         ἢ τίς προέδωκεν αὐτῷ, καὶ ἀνταποδοθήσεται αὐτῷ;

Ρωμ. 11,35                Η ποίος τον επρόλαβε και του έδωσε πρώτος, ώστε να ζητή δικαιωματικώς ανταπόδοσιν;”

Ρωμ. 11,36         ὅτι ἐξ αὐτοῦ καὶ δι᾿ αὐτοῦ καὶ εἰς αὐτὸν τὰ πάντα. αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

Ρωμ. 11,36                Κανείς βέβαια. Διότι από αυτόν εκτίσθησαν τα πάντα και από αυτόν κυβερνώνται, και εις δόξαν του αγίου ονόματός του αποβλέπουν. Εις αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνας. Αμήν.

 

 

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ 12

 

Ρωμ. 12,1          Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, ἀδελφοί, διὰ τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Θεοῦ, παραστῆσαι τὰ σώματα ὑμῶν θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ, τὴν λογικὴν λατρείαν ὑμῶν,

Ρωμ. 12,1                  Σας παρακαλώ, λοιπόν, αδελφοί, και σας εξορκίζω εν ονόματι της στοργής και της ευσπλαγχνίας, που δεικνύει εις ημάς ο Θεός, να καταστήσετε και να παρυσιάσετε, σαν άλλοι ιερείς με θυσιαστήριον, τον ευατόν σας, τα σώματά σας, θυσίαν ζωντανήν, αγίαν, ευάρεστον στον Θεόν, η οποία αποτελεί έτσι την πράγματι ορθήν και πνευματικήν λατρείαν σας, αξίαν του λογικού σας.

Ρωμ. 12,2          καὶ μὴ συσχηματίζεσθαι τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλὰ μεταμορφοῦσθαι τῇ ἀνακαινώσει τοῦ νοὸς ὑμῶν, εἰς τὸ δοκιμάζειν ὑμᾶς τί τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀγαθὸν καὶ εὐάρεστον καὶ τέλειον.

Ρωμ. 12,2                  Και προσέχετε να μη συμμορφώνεσθε με τα φρονήματα και τον τρόπον της ζωής των ανθρώπων της υλόφρονος αυτής εποχής, αλλά συνεχώς να μεταμορφώνεσθε με το ξεκαινούργωμα και την ευθυκρισίαν του νου σας, ώστε να εξακριβώνετε και να διακρίνετε, ποίον είναι το θέλημα του Θεού, το οποίον έχει πάντοτε ως χαρακτηριστικόν του γνώρισμα, ότι είναι αγαθόν, ευάρεστον εις αυτόν και τέλειον.

Ρωμ. 12,3          Λέγω γὰρ διὰ τῆς χάριτος τῆς δοθείσης μοι παντὶ τῷ ὄντι ἐν ὑμῖν, μὴ ὑπερφρονεῖν παρ᾿ ὃ δεῖ φρονεῖν, ἀλλὰ φρονεῖν εἰς τὸ σωφρονεῖν, ἑκάστῳ ὡς ὁ Θεὸς ἐμέρισε μέτρον πίστεως.

Ρωμ. 12,3                  Διότι, φωτιζόμενος και εγώ από την αποστολικήν χάριν και κλήσίν που μου εδόθη, παρακαλώ και διδάσκω τον καθένα από σας να μη φρονή δια τον εαυτόν του υψηλότερα από ο,τι πρέπει να φρονή, αλλά να έχη το αληθές και δίκαιον φρόνημα, ώστε να σκέπτεται αληθινά και συνετά δια το χάρισμα της πίστεως και την θέσιν, που ο Θεός σύμφωνα με το δίκαιον μέτρον του του έχει δώσει. Ετσι δε θα υπάρχη αρμονία, ενότης και συνεργασία εις την Εκκλησίαν.

Ρωμ. 12,4          καθάπερ γὰρ ἐν ἑνὶ σώματι μέλη πολλὰ ἔχομεν, τὰ δὲ μέλη πάντα οὐ τὴν αὐτὴν ἔχει πρᾶξιν,

Ρωμ. 12,4                  Διότι όπως στο ένα σώμα έχομεν πολλά μέλη, όλα δε τα μέλη δεν έχουν την αυτήν λειτουργίαν και υπηρεσίαν,

Ρωμ. 12,5          οὕτως οἱ πολλοὶ ἓν σῶμά ἐσμεν ἐν Χριστῷ, ὁ δὲ καθ᾿ εἷς ἀλλήλων μέλη.

Ρωμ. 12,5                  έτσι και τα πολλά μέλη της Εκκλησίας, οι Χριστιανοί, είμεθα ένα σώμα με τον Χριστόν, και δια του Χριστού μεταξύ μας· ο καθένας μας δε είμεθα μέλη αλλήλων, με την υποχρέωσιν να συνεργαζώμεθα μεταξύ μας και να υπηρετούμεν ο ένας τον άλλον.

Ρωμ. 12,6          ἔχοντες δὲ χαρίσματα κατὰ τὴν χάριν τὴν δοθεῖσαν ἡμῖν διάφορα, εἴτε προφητείαν, κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς πίστεως,

Ρωμ. 12,6                  Εφ' όσον δε έχομεν διάφορα χαρίσματα σύμφωνα με την χάριν, που μας έχει δοθή από το Αγιον Πνεύμα, ας επαναπαυώμεθα εις αυτά και ας εργαζώμεθα πνευματικώς δι' αυτών. Είτε δηλαδή έχομεν προφητικόν χάρισμα, ας διδάσκωμεν την αλήθειαν ανάλογα με το χάρισμα αυτό.

Ρωμ. 12,7          εἴτε διακονίαν, ἐν τῇ διακονίᾳ, εἴτε ὁ διδάσκων, ἐν τῇ διδασκαλίᾳ,

Ρωμ. 12,7                  Είτε έχομεν χάρισμα πνευματικής διακονίας εις την Εκκλησίαν, ας μένωμεν συνεπείς εις αυτό· εκείνος, που έλαβε το χάρισμα να διδάσκη, ας μένη εις την διακονίαν της διδασκαλίας και ας αναλύη τας αληθείας του Θεού στους πιστούς.

Ρωμ. 12,8          εἴτε ὁ παρακαλῶν, ἐν τῇ παρακλήσει, ὁ μεταδιδούς, ἐν ἁπλότητι, ὁ προϊστάμενος, ἐν σπουδῇ, ὁ ἐλεῶν, ἐν ἱλαρότητι.

Ρωμ. 12,8                  Εκείνος που έχει το χάρισμα να παρηγορή, να ενθαρρύνη και να προτρέπη τους πιστούς στον δρόμον της αρετής, ας μένη στο έργον αυτό της ηθικής τονώσεως· εκείνος, που έχει αγαθά και αισθάνεται την εσωτερικήν κλίσιν να τα μοιράζη στους πτωχούς, ας το πράττη με απλότητα και διάκρισιν· εκείνος που έχει ορισθή προϊστάμενος, ας διαχειρίζεται την εξουσίαν και ας επιστατή εις κάθε καλόν έργον με επιμέλειαν και δραστηριότητα· εκείνος, που ελεεί, ας προσφέρη την ελεημοσύνην του με γλυκύτητα και καλωσύνην.

Ρωμ. 12,9          Ἡ ἀγάπη ἀνυπόκριτος. ἀποστυγοῦντες τὸ πονηρόν, κολλώμενοι τῷ ἀγαθῷ,

Ρωμ. 12,9                  Η αγάπη σας ας είναι πάντοτε ειλικρινής, απηλλαγμένη από κάθε υποκρισίαν και ιδιοτέλειαν· να αποστρέφεσθε και να μισήτε με όλην σας την δύναμιν το πονηρόν, να είσθε δε και να μένετε πάντοτε προσκολλημένοι στο αγαθόν.

Ρωμ. 12,10         τῇ φιλαδελφίᾳ εἰς ἀλλήλους φιλόστοργοι, τῇ τιμῇ ἀλλήλους προηγούμενοι,

Ρωμ. 12,10                Δια της ειλικρινούς και αδελφικής αγάπης να γίνεσθε φιλόστοργοι ο ένας στον άλλον και ο καθένας σας να αποδίδη τα πρωτεία της τιμής και του σεβασμού στους άλλους (και να μη σπεύδη να ζητή δια τον ευατόν του τιμάς και πρωτοκαθεδρίας).

Ρωμ. 12,11         τῇ σπουδῇ μὴ ὀκνηροί, τῷ πνεύματι ζέοντες, τῷ Κυρίῳ δουλεύοντες,

Ρωμ. 12,11                 Εις τον ζήλον και την δραστηριότητα, που απαιτείται δια κάθε καλόν έργον, να μη είσθε ράθυμοι και δυσκίνητοι. Το πνεύμα σας, αι εσωτερικαί πνευματικαί δυνάμεις σας, να είναι διαποτισμέναι και πλήρεις από την φλόγα του κατά Θεόν ζήλου. Δι' όλων δε αυτών των χαρισμάτων και αρετών να δουλεύετε με προθυμίαν και να ευαρεστήτε στον Κυριον.

Ρωμ. 12,12         τῇ ἐλπίδι χαίροντες, τῇ θλίψει ὑπομένοντες, τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες,

Ρωμ. 12,12                Εχοντες ακλόνητον την ελπίδα εις τα άπειρα αγαθά, που σας έχει ετοιμάσει ο Θεός, να χαίρετε και να αγάλλεσθε· εις την θλίψιν να δεικνύετε υπομονήν και γενναιότητα· να επιμένετε πάντοτε με προθυμίαν και ζήλον εις την προσευχήν.

Ρωμ. 12,13         ταῖς χρείαις τῶν ἁγίων κοινωνοῦντες, τὴν φιλοξενίαν διώκοντες.

Ρωμ. 12,13                Με τα δώρα της αγάπης σας να γίνεσθε συμμέτοχοι και βοηθοί εις τας ανάγκας των Χριστιανών· να επιδιώκετε την φιλοξενίαν, χωρίς να περιμένετε να σας την ζητήσουν.

Ρωμ. 12,14         εὐλογεῖτε τοὺς διώκοντας ὑμᾶς, εὐλογεῖτε καὶ μὴ καταρᾶσθε.

Ρωμ. 12,14                Να εύχεσθε και να παρακαλήτε, τον Θεόν δι' εκείνους που σας διώκουν. Να εύχεσθε και να λέγετε πάντοτε καλά λόγια δι' όλους και ποτέ να μη καταράσθε.

Ρωμ. 12,15         χαίρειν μετὰ χαιρόντων καὶ κλαίειν μετὰ κλαιόντων.

Ρωμ. 12,15                Πλημμυρισμένοι από ανεπίφθονον αγάπην να χαίρετε μαζή με εκείνους που χαίρουν και να κλαίετε μαζή με εκείνους που θλίβονται και κλαίουν.

Ρωμ. 12,16         τὸ αὐτὸ εἰς ἀλλήλους φρονοῦντες. μὴ τὰ ὑψηλὰ φρονοῦντες, ἀλλὰ τοῖς ταπεινοῖς συναπαγόμενοι. μὴ γίνεσθε φρόνιμοι παρ᾿ ἑαυτοῖς.

Ρωμ. 12,16                Να έχετε μεταξύ σας τα ίδια φρονήματα, τας αυτάς πεποιθήσεις και κατευθύνσεις. Μη έχετε υψηλόν φρόνημα δια τον εαυτόν σας (και μη ζητείτε υψηλάς διακρίσεις και τιμάς), αλλά να συγκαταβαίνετε με αγάπην και να συναναστρέφεσθε με απλότητα τους ταπεινούς. “Μη αυταπατάσθε και φαντάζεσθε δια τον εαυτόν σας ότι είσθε σεις συνετοί και φρόνημοι” (ώστε να μη σας χρειάζεται συμβουλή και καθοδήγησις από τους άλλους).

Ρωμ. 12,17         μηδενὶ κακὸν ἀντὶ κακοῦ ἀποδιδόντες. προνοούμενοι καλὰ ἐνώπιον πάντων ἀνθρώπων·

Ρωμ. 12,17                Ποτέ να μη αποδίδετε κακόν αντί κακού, αλλά “να λαμβάνετε πρόνοιαν και φροντίδα, ώστε να φέρεσθε καλά και να πράττετε τα καλά εις όλους τους ανθρώπους”, τους φίλους και τους εχθρούς.

Ρωμ. 12,18         εἰ δυνατόν, τὸ ἐξ ὑμῶν μετὰ πάντων ἀνθρώπων εἰρηνεύοντες.

Ρωμ. 12,18                Καθόσον δε εξαρτάται από σας να έχετε ειρήνην με όλους τους ανθρώπους.

Ρωμ. 12,19         μὴ ἑαυτοὺς ἐκδικοῦντες, ἀγαπητοί, ἀλλὰ δότε τόπον τῇ ὀργῇ· γέγραπται γάρ· ἐμοὶ ἐκδίκησις, ἐγὼ ἀνταποδώσω, λέγει Κύριος.

Ρωμ. 12,19                Να μην εκδικήτε και να μην υπερασπίζετε τον εαυτόν σας απέναντι εκείνων που σας αδικούν, αγαπητοί, αλλά αφήστε ελεύθερον τον τόπον να ενεργήση η δικαία οργή του Θεού εναντίον εκείνων που σας αδικούν. Διότι είναι γραμμένον· Μεις εμέ ανήκει η εκδίκησις· εγώ θα ανταποδώσω το δίκαιον”. λέγει ο Κυριος.

Ρωμ. 12,20         ἐὰν οὖν πεινᾷ ὁ ἐχθρός σου, ψώμιζε αὐτόν, ἐὰν διψᾷ, πότιζε αὐτόν· τοῦτο γὰρ ποιῶν ἄνθρακας πυρὸς σωρεύσεις ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ.

Ρωμ. 12,20               Κανετε κάτι πολύ περισσότερον· δηλαδή “εάν πεινά ο εχθρός σου δίδε του ψωμί, εάν διψά φέρε του νερό να πιή· διότι εάν αυτά τα καλά πράττης, είναι σαν να βάζης σωρούς από αναμμένα κάρβουνα στο κεφάλι του”. (Αυτός δηλαδή θα καταληφθή από φλογεράς τύψεις συνειδήσεως και θα δοκιμάση μεγάλην εντροπήν δια το κακόν, που σου έκαμε).

Ρωμ. 12,21         μὴ νικῶ ὑπὸ τοῦ κακοῦ, ἀλλὰ νίκα ἐν τῷ ἀγαθῷ τὸ κακόν.

Ρωμ. 12,21                Να μη νικάσαι από το κακόν και να μη κυριαρχήσαι από οργήν και εκδίκησιν εναντίον αυτού, που σε ηδίκησε, αλλά να νικάς το κακόν με την καλωσύνην και τα αγαθά σου έργα.

 

 

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ 13

 

Ρωμ. 13,1          Πᾶσα ψυχὴ ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτασσέσθω. οὐ γάρ ἔστιν ἐξουσία εἰ μὴ ὑπὸ Θεοῦ· αἱ δὲ οὖσαι ἐξουσίαι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τεταγμέναι εἰσίν.

Ρωμ. 13,1                   Καθε άνθρωπος, ας υποτάσσεται εις τας ανωτέρας εξουσίας της πολιτείας, τους άρχοντας δηλαδή, που είναι φορείς αυτής της εξουσίας, (εφ' Οσον αι εντολαί των δεν αντίκεινται στο θέλημα του Θεού)· διότι δεν υπάρχει εξουσία μέσα εις την κοινωνίαν, που να μη απορρέη από τον Θεόν· οι άρχοντες, που ασκούν σήμερον τας εξουσίας, έχουν ταχθή από τον Θεόν (έστω και κατ' ανοχήν).

Ρωμ. 13,2          ὥστε ὁ ἀντιτασσόμενος τῇ ἐξουσίᾳ τῇ τοῦ Θεοῦ διαταγῇ ἀνθέστηκεν· οἱ δὲ ἀνθεστηκότες ἑαυτοῖς κρῖμα λήψονται.

Ρωμ. 13,2                  Ωστε εκείνος που αντιτάσσεται εις την εξουσίαν, αντιτίθεται εις την διαταγήν του Θεού· δι' αυτό δε και όσοι αντιτάσσονται θα επισύρουν επάνω τους την τιμωρίαν, που τους πρέπει.

Ρωμ. 13,3          οἱ γὰρ ἄρχοντες οὐκ εἰσὶ φόβος τῶν ἀγαθῶν ἔργων, ἀλλὰ τῶν κακῶν. θέλεις δὲ μὴ φοβεῖσθαι τὴν ἐξουσίαν; τὸ ἀγαθὸν ποίει, καὶ ἕξεις ἔπαινον ἐξ αὐτῆς·

Ρωμ. 13,3                  Διότι οι άρχοντες (εφ' όσον διατάσσουν το ορθόν) δεν εμπνέουν φόβον δια τα καλά έργα, που υποβοηθούν την ζωήν και την πρόοδον της κοινωνίας, αλλά δια τα κακά έργα και τους κακούς· θέλεις δε να μη φοβήσαι την εξουσίαν των αρχόντων; Πράττε το αγαθόν και θα έχης έπαινον από αυτούς.

Ρωμ. 13,4          Θεοῦ γὰρ διάκονός ἐστι σοι εἰς τὸ ἀγαθόν. ἐὰν δὲ τὸ κακὸν ποιῇς, φοβοῦ· οὐ γὰρ εἰκῆ τὴν μάχαιραν φορεῖ· Θεοῦ γὰρ διάκονός ἐστιν εἰς ὀργήν, ἔκδικος τῷ τὸ κακὸν πράσσοντι.

Ρωμ. 13,4                  Διότι ο άρχων είναι υπηρέτης του Θεού δια το αγαθόν, το ιδικόν σου και των άλλων. Εάν όμως πράττης το κακόν, τότε να φοβήσαι, διότι δεν φέρει ματαίως και ανωφελώς ο άρχων την μάχαιραν, το δικαίωμα δηλαδή να δικάζη και να τιμωρή. Την φέρει δια να επιβάλλη τιμωρίας, και τας πλέον αυστηράς ακόμη, διότι είναι υπηρέτης Θεού, εκδικητής υπέρ του αγαθού και εναντίον του κακού, δια να επιβάλλη την πρέπουσαν τιμωρίαν στους κακοποιούς και παραβάτας.

Ρωμ. 13,5          διὸ ἀνάγκη ὑποτάσσεσθαι οὐ μόνον διὰ τὴν ὀργήν, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν συνείδησιν.

Ρωμ. 13,5                  Δι' αυτό είναι ανάγκη να υποτάσσεσθε, όχι μόνον δια τον φόβον της τιμωρίας, αλλά και από σεβασμόν προς την συνείδησίν σας, η οποία επιβάλλει, όπως και ο Θεός διατάσσει, αυτήν την υποταγήν.

Ρωμ. 13,6          διὰ τοῦτο γὰρ καὶ φόρους τελεῖτε· λειτουργοὶ γὰρ Θεοῦ εἰσιν εἰς αὐτὸ τοῦτο προσκαρτεροῦντες.

Ρωμ. 13,6                  Δι' αυτό άλλωστε και καταβάλλετε φόρους στους άρχοντας, διότι αυτοί είναι υπηρέται του Θεού, που αφήκαν κάθε άλλο ατομικόν των έργον, δια να ασχολούνται και επαγρυπνούν συνεχώς εις την εκπλήρωσιν του καθήκοντός των.

Ρωμ. 13,7          ἀπόδοτε οὖν πᾶσι τὰς ὀφειλάς, τῷ τὸν φόρον τὸν φόρον, τῷ τὸ τέλος τὸ τέλος, τῷ τὸν φόβον τὸν φόβον, τῷ τὴν τιμὴν τὴν τιμήν.

Ρωμ. 13,7                  Λοιπόν να αποδίδετε εις όλους αυτούς, που κατέχουν εξουσίας, τας οφειλάς σας· εις εκείνον που εισπράττει τον φόρον, αποδώσατε τον φόρον· εις εκείνον που έχει καθήκον να εισπράττη τον τελωνειακόν δασμόν, αποδώσατε αυτόν τον δασμόν· εις εκείνον που του ανήκει ο σεβασμός, όπως είναι τα δικαστικά και εκτελεστικά όργανα της Πολιτείας, αποδώσατε τον σεβασμόν· εις εκείνον που κατέχει ανώτερα αξιώματα και του πρέπει ιδιαιτέρα τιμή, αποδώσατε αυτήν την τιμήν.

Ρωμ. 13,8          μηδενὶ μηδὲν ὀφείλετε εἰ μὴ τὸ ἀγαπᾶν ἀλλήλους. ὁ γὰρ ἀγαπῶν τὸν ἕτερον νόμον πεπλήρωκε·

Ρωμ. 13,8                  Εις δε τους άλλους πολίτας της κοινωνίας τίποτε εις κανένα να μη χρεωστήτε, παρά μόνον το να αγαπάτε ο ένας τον άλλον. Διότι εκείνος που αγαπά τον άλλον έχει εκπληρώσει όλον τον Νομον.

Ρωμ. 13,9          τὸ γὰρ οὐ μοιχεύσεις, οὐ φονεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐκ ἐπιθυμήσεις, καὶ εἴ τις ἑτέρα ἐντολή, ἐν τούτῳ τῷ λόγῳ ἀνακεφαλαιοῦται, ἐν τῷ, ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν.

Ρωμ. 13,9                  Διότι αι αντολαί του Θεού· “δεν θα καταπατήσης την συζυγικήν πίστιν, δεν θα φονεύσης, δεν θα κλέψης, δεν θα ψευδομαρτυρήσης, δεν θα επιθυμήσης όσα ανήκουν στον πλησίον σου” και οποιαδήποτε άλλη εντολή του Θεού, συμπεριλαμβάνεται στούτο· “να αγαπήσης τον πλησίον σου, όπως τον εαυτόν σου”.

Ρωμ. 13,10         ἡ ἀγάπη τῷ πλησίον κακὸν οὐκ ἐργάζεται· πλήρωμα οὖν νόμου ἡ ἀγάπη.

Ρωμ. 13,10                Η αγάπη ποτέ δεν πράττει το κακόν εις βάρος του πλησίον. Είναι, λοιπόν, η τελεία αγάπη εκπλήρωσις και τήρησις όλου του νόμου.

Ρωμ. 13,11         Καὶ τοῦτο, εἰδότες τὸν καιρόν, ὅτι ὥρα ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι· νῦν γὰρ ἐγγύτερον ἡμῶν ἡ σωτηρία ἢ ὅτε ἐπιστεύσαμεν.

Ρωμ. 13,11                 Και αυτά θα τα πράττωμεν, έχοντες υπ' όψιν μας την προσωρινότητα και βραχύτητα της παρούσης ζωής· και ότι ακόμη είναι πλέον ώρα να εξυπνήσωμεν από τον ύπνον της πνευματικής ραθυμίας, που μας κάνει νωθρούς δια τα καλά έργα. Διότι τώρα είναι πιο κοντά η ημέρα της σωτηρίας και απολυτρώσεώς μας, παρ' όσον ήτο τότε που επιστεύσαμεν.

Ρωμ. 13,12         ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν. ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός.

Ρωμ. 13,12                Η νύχτα, δηλαδή η παρούσα ζωη, που ομοιάζει με νύχτα, έχει πλέον προχωρήσει· η δε ημέρα της μελλούσης ζωής και της εκδημίας μας προς τον ουρανόν επλησίασε. Ας αποθέσωμεν, λοιπόν, και ας πετάξωμεν από την ψυχήν μας και την ζωήν μας τα έργα του σκότους και ας ενδυθώμεν, σαν φωτεινά όπλα, τα έργα της αρετής.

Ρωμ. 13,13         ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίτας καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ,

Ρωμ. 13,13                Ας ζώμεν και ας φερώμεθα με ευπρέπειαν και σεμνότητα, όπως εκείνος, που περιπατεί κατά το διάστημα της ημέρας και τον βλέπουν οι άνθρωποι. Οχι με αμαρτωλά φαγοπότια και μέθας, ούτε με πράξεις αισχράς και εξευτελιστικάς ούτε με φιλονεικίας και ζηλοφθονίας.

Ρωμ. 13,14         ἀλλ᾿ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας.

Ρωμ. 13,14                Αλλά, σαν πολυτιμότατον φέρεμα της ψυχής σας, ενδυθήτε τον Κυριον Ιησούν Χριστόν, ώστε να ζήτε εν τω Χριστώ και ο Χριστός να ζη εις σας· και μη φροντίζετε δια τας ικανοποιήσεις των ατάκτων και παρανόμων επιθυμιών της σαρκός.

 

 

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ 14

 

Ρωμ. 14,1          Τὸν δὲ ἀσθενοῦντα τῇ πίστει προσλαμβάνεσθε, μὴ εἰς διακρίσεις διαλογισμῶν.

Ρωμ. 14,1                  Εκείνον τον αδελφόν, που είναι αδύνατος κατά την πίστιν (και προσέχει περισσότερον τους εξωτερικούς τύπους, όπως είναι π,χ. η διάκρισις των φαγητών σύμφωνα με τον μωσαϊκόν Νομον) πρέπει να τον δέχεσθε και να τον αγκαλιάζετε με στοργήν, χωρίς να συζητήτε και να επικρίνετε τας αντιλήψστου.

Ρωμ. 14,2          ὃς μὲν πιστεύει φαγεῖν πάντα, ὁ δὲ ἀσθενῶν λάχανα ἐσθίει.

Ρωμ. 14,2                  Αλλος μεν πιστεύει, ότι έχει το δικαίωμα να τρώγη όλα τα φαγητά· ο ασθενής όμως κατά την πίστιν τρώγει λάχανα, διότι φοβείται μήπως μολυνθή από τα άλλα φαγητά και χάση την ψυχήν του.

Ρωμ. 14,3          ὁ ἐσθίων τὸν μὴ ἐσθίοντα μὴ ἐξουθενείτω, καὶ ὁ μὴ ἐσθίων τὸν ἐσθίοντα μὴ κρινέτω· ὁ Θεὸς γὰρ αὐτὸν προσελάβετο.

Ρωμ. 14,3                  Εκείνος που έχει φωτισμένην πίστιν και τρώγει από όλα, ας μη καταφρονή και εξευτελίζη ως ολιγόπιστον και στενοκέφαλον τον άλλον. Και εκείνος πάλιν που δεν τρώγει από όλα, ας μη κατακρίνη τον άλλον· διότι και αυτόν ο Θεός τον έχει δεχθή και προσλάβει εις την Εκκλησίαν του.

Ρωμ. 14,4          σὺ τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην; τῷ ἰδίῳ Κυρίῳ στήκει ἢ πίπτει· σταθήσεται δέ· δυνατὸς γάρ ἐστιν ὁ Θεὸς στῆσαι αὐτόν.

Ρωμ. 14,4                  Επειτα συ ποίος είσαι που κατακρίνεις ξένον δούλον; Εάν στέκεται η εάν πίπτη, είναι υπεύθυνος απέναντι του Κυρίου του. Συ τον κατακρίνεις, αυτός όμως (εάν καταφύγη στον Θεόν) θα σταθή. Διότι ο Θεός έχει την δύναμιν να στήση και να στερεώση αυτόν εις την πίστιν.

Ρωμ. 14,5          ὃς μὲν κρίνει ἡμέραν παρ᾿ ἡμέραν, ὃς δὲ κρίνει πᾶσαν ἡμέραν. ἕκαστος ἐν τῷ ἰδίῳ νοΐ πληροφορείσθω.

Ρωμ. 14,5                  Αλλος μεν ξεχωρίζει την μίαν ημέραν ως αγιωτέραν από την άλλην. Αλλος δε κρίνει ως αγίαν κάθε ημέραν. Περί αυτών ο καθένας ας πληροφορήται και ας φωτίζεται από την συνείδησιν του.

Ρωμ. 14,6          ὁ φρονῶν τὴν ἡμέραν Κυρίῳ φρονεῖ, καὶ ὁ μὴ φρονῶν τὴν ἡμέραν Κυρίῳ οὐ φρονεῖ. καὶ ὁ ἐσθίων Κυρίῳ ἐσθίει· εὐχαριστεῖ γὰρ τῷ Θεῷ· καὶ ὁ μὴ ἐσθίων Κυρίῳ οὐκ ἐσθίει, καὶ εὐχαριστεῖ τῷ Θεῷ.

Ρωμ. 14,6                  Εκείνός που φρονεί ότι αυτή η ημέρα είναι αγιωτέρα από την άλλην, φρονεί τούτο εις δόξαν Θεού, και εκείνος που δεν ξεχωρίζει την μίαν ημέραν ως αγιωτέραν από την άλλην, αλλά θεωρεί κάθε ημέραν αγίαν, εις δόξαν του Κυρίου δεν την ξεχωρίζει. Και εκείνος που τρώγει από όλα τα φαγητά, τρώγει προς δόξαν Θεού (διότι δοξολογεί και ευχαριστεί τον Θεόν που του τα δίδει). Και εκείνος που δεν τρώγει από όλα, προς δόξαν του Θεού δεν τρώγει και ευχαριστεί τον Θεόν, (που τον αξιώνει να κάνη αυτήν την μικράν θυσίαν).

Ρωμ. 14,7          οὐδεὶς γὰρ ἡμῶν ἑαυτῷ ζῆ καὶ οὐδεὶς ἑαυτῷ ἀποθνήσκει·

Ρωμ. 14,7                  Και οι δύο προς δόξαν Θεού ενεργούν, όπως ενεργούν. Διότι κανείς από ημάς τους πιστούς δεν ζη δια τον εαυτόν του, δια να κάνη το ιδικόν του θέλημα, και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να πεθαίνη δια τον ευατόν του. (Η ζωή και ο θάνατός μας ανήκουν όχι εις ημάς, αλλά στον Θεόν).

Ρωμ. 14,8          ἐάν τε γὰρ ζῶμεν, τῷ Κυρίῳ ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τῷ Κυρίῳ ἀποθνήσκομεν. ἐάν τε οὖν ζῶμεν ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν.

Ρωμ. 14,8                  Διότι και εάν ζώμεν, ζώμεν δια να δοξάζωμεν με τα έργα μας τον Κυριον, και εάν πεθαίνωμεν, πεθαίνομεν όταν ο Θεός το θελήση, υποτασσόμενοι στο θείον του θέλημα. Λοιπόν και εάν ζώμεν και εάν αποθνήσκωμεν, ανήκομεν στον Κυριον.

Ρωμ. 14,9          εἰς τοῦτο γὰρ Χριστὸς καὶ ἀπέθανε καὶ ἀνέστη καὶ ἔζησεν, ἵνα καὶ νεκρῶν καὶ ζώντων κυριεύσῃ.

Ρωμ. 14,9                  Διότι και ο Χριστός δι' αυτόν ακριβώς τον σκοπόν και απέθανεν επί του σταυρού και ανεστήθη εκ των νεκρών και έλαβε πάλιν ως άνθρωπος την ζωήν, δια να είναι κύριος και εξουσιαστής νεκρών και ζώντων.

Ρωμ. 14,10         Σὺ δὲ τί κρίνεις τὸν ἀδελφόν σου; ἢ καὶ σὺ τί ἐξουθενεῖς τὸν ἀδελφόν σου; πάντες γὰρ παραστησόμεθα τῷ βήματι τοῦ Χριστοῦ.

Ρωμ. 14,10                Συ, λοιπόν, διατί κατακρίνστον αδελφόν σου, που τρώγει από όλα τα φαγητά; Η συ διατί καταφρονείς τον αδελφόν σου, που δεν τρώγει από όλα; Κανείς δεν έχει εξουσίαν να κρίνη και να κατακρίνη, διότι όλοι θα σταθώμεν εμπρός στο βήμα του Χριστού, που είναι κριτής όλων.

Ρωμ. 14,11         γέγραπται γάρ· ζῶ ἐγώ, λέγει Κύριος, ὅτι ἐμοὶ κάμψει πᾶν γόνυ, καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσεται τῷ Θεῷ.

Ρωμ. 14,11                 Είναι άλλωστε γραμμένον και εις την Αγίαν Γραφήν· “ζω εγώ, λέγει ο Κυριος, εις αιώνας αιώνων και κατευθύνω τα πάντα σύμφωνα με την βουλήν μου· βουλή μου δε είναι ότι κάθε γόνατο θα κάμψη εμπρός μου και κάθε γλώσσα θα δοξολογήση τον Θεόν”.

Ρωμ. 14,12         ἄρα οὖν ἕκαστος ἡμῶν περὶ ἑαυτοῦ λόγον δώσει τῷ Θεῷ.

Ρωμ. 14,12                Αρα, λοιπόν, ο καθένας από ημάς θα δώση δια τον εαυτόν του λόγον στον Θεόν.

Ρωμ. 14,13         Μηκέτι οὖν ἀλλήλους κρίνωμεν, ἀλλὰ τοῦτο κρίνατε μᾶλλον, τὸ μὴ τιθέναι πρόσκομμα τῷ ἀδελφῷ ἢ σκάνδαλον.

Ρωμ. 14,13                Από εδώ και πέρα, λοιπόν, ας μη κατακρίνωμεν πλέον ο ένας τον άλλον, αλλά τούτο προτιμήσατε και προσέξατε· κανείς να μη θέτη πρόσκομμα στον αδελφόν, δια να πέση η σκάνδαλον, δια να κλονισθή εις την πίστιν και παρασυρθή εις την αμαρτίαν.

Ρωμ. 14,14         οἶδα καὶ πέπεισμαι ἐν Κυρίῳ Ἰησοῦ ὅτι οὐδὲν κοινὸν δι᾿ αὐτοῦ· εἰ μὴ τῷ λογιζομένῳ τι κοινὸν εἶναι, ἐκείνῳ κοινόν.

Ρωμ. 14,14                Γνωρίζω πολύ καλά και έχω πεποίθησιν, που μου την εμπνέει ο Κυριος Ιησούς, ότι κανένα φάγητον δεν είναι ακάθαρτον από τον εαυτόν του και καμμιά τροφή δεν είναι μολυσμένη από την φύσιν της. Αλλά μόνο εις εκείνον που κρίνει και θεωρεί κάτι ακάθαρτον, γίνεται αυτό πράγματι ακάθαρτον.

Ρωμ. 14,15         εἰ δὲ διὰ βρῶμα ὁ ἀδελφός σου λυπεῖται, οὐκέτι κατὰ ἀγάπην περιπατεῖς. μὴ τῷ βρώματί σου ἐκεῖνον ἀπόλλυε, ὑπὲρ οὗ Χριστὸς ἀπέθανε.

Ρωμ. 14,15                Εάν όμως εξ αιτίας του φαγητού σου ο αδελφός σου λυπήται και δυσφορή εναντίον σου, δεν συμπεριφέρεσαι πλέον με αγάπην προς αυτόν. Πρόσεχε να μη εξωθήσης με το φαγητόν σου εις απώλειαν εκείνον, προς χάριν του οποίου ο Χριστός εθυσιάσθη.

Ρωμ. 14,16         μὴ βλασφημείσθω οὖν ὑμῶν τὸ ἀγαθόν.

Ρωμ. 14,16                Η ελευθερία που έχετε να τρώγετε απ' όλα τα φαγητά, ποτέ δεν πρέπει να γίνεται αφορμή να κακολογήται και να διαβάλεται το αγαθόν.

Ρωμ. 14,17         οὐ γάρ ἐστιν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρῶσις καὶ πόσις, ἀλλὰ δικαιοσύνη καὶ εἰρήνη καὶ χαρὰ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ·

Ρωμ. 14,17                Διότι η επίγειος βασιλεία του Χριστού δεν είναι υπόθεσις φαγητών και ποτών, αλλά δικαιοσύνη και ειρήνη και χαρά, την οποίαν δωρίζει το Αγιον Πνεύμα.

Ρωμ. 14,18         ὁ γὰρ ἐν τούτοις δουλεύων τῷ Χριστῷ εὐάρεστος τῷ Θεῷ καὶ δόκιμος τοῖς ἀνθρώποις.

Ρωμ. 14,18                Εκείνος δε, που έχει τας αρετάς αυτάς και με αυτάς υπηρετεί τον Χριστόν, γίνεται ευάρεστος στον Θεόν και ευϋπόληπτος μεταξύ των ανθρώπων.

Ρωμ. 14,19         ἄρα οὖν τὰ τῆς εἰρήνης διώκωμεν καὶ τὰ τῆς οἰκοδομῆς τῆς εἰς ἀλλήλους.

Ρωμ. 14,19                Αρα, λοιπόν, όλοι μας ας επιδιώκωμεν όλα εκείνα, που υποβοηθούν εις την ειρήνην και εις την αναμεταξύ μας πνευματικήν ωφέλειαν και πρόοδον.

Ρωμ. 14,20         μὴ ἕνεκεν βρώματος κατάλυε τὸ ἔργον τοῦ Θεοῦ. πάντα μὲν καθαρά, ἀλλὰ κακὸν τῷ ἀνθρώπῳ τῷ διὰ προσκόμματος ἐσθίοντι.

Ρωμ. 14,20               Μη καταλύης και εκμηδενίζης το σωτήριον έργον του Θεού ένεκα των φαγητών, που αδιακρίτως τρώγεις. Ολα βέβαια είναι καθαρά δια τον άνθρωπον, αλλά βλέπτει τον εαυτόν του και φορτώνεται ενόχην ενώπιον του Θεού, οποίος ένεκα του φαγητού του γίνεται πρόσκομμα εις την πνευματικήν ζωήν του άλλου.

Ρωμ. 14,21         καλὸν τὸ μὴ φαγεῖν κρέα μηδὲ πιεῖν οἶνον μηδὲ ἐν ᾧ ὁ ἀδελφός σου προσκόπτει ἢ σκανδαλίζεται ἢ ἀσθενεῖ.

Ρωμ. 14,21                Δι' αυτό, παρά την ελευθερίαν που έχομεν, καλόν και προτιμότερον είναι να μη φάγης κρέατα και να μη πίης οίνον και να μη κάμης καμμίαν πράξιν, εξ αιτίας της οποίας σκοντάπτει η σκανδαλίζεται η καταβάλλεται ο αδελφός σου.

Ρωμ. 14,22         σὺ πίστιν ἔχεις; κατὰ σεαυτὸν ἔχε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. μακάριος ὁ μὴ κρίνων ἑαυτὸν ἐν ᾧ δοκιμάζει.

Ρωμ. 14,22               Συ έχεις ορθήν και φωτισμένην πίστιν δια τα φαγητά; Κράτησέ την μέσα σου και ενώπιον του Θεού. Μακάριος είναι εκείνος, ο οποίος δεν ελέγχεται από την συνείδησίν του, όταν πράττη αυτό, το οποίον προηγουμένως έκρινεν ως ορθόν και το απεφάσιζε.

Ρωμ. 14,23         ὁ δὲ διακρινόμενος ἐὰν φάγῃ, κατακέκριται, ὅτι οὐκ ἐκ πίστεως· πᾶν δὲ ὃ οὐκ ἐκ πίστεως, ἁμαρτία ἐστίν.

Ρωμ. 14,23               Εκείνος όμως που αμφιβάλλει και μάλλον πιστεύει ότι το φάγητον τον μολύνει, αυτός εάν φάγη, έχει ήδη κατακριθή, διότι δεν έχει την πεποίθησιν ότι το φάγητον είναι καθαρόν. Καθε τι δε που δεν πραγματοποιείται με την πεποίθησιν, ότι είναι ορθόν, αυτό είναι αμαρτία.

Ρωμ. 14,24         Τῷ δὲ δυναμένῳ ὑμᾶς στηρίξαι κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου καὶ τὸ κήρυγμα Ἰησοῦ Χριστοῦ, κατὰ ἀποκάλυψιν μυστηρίου χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένου,

Ρωμ. 14,24               Δοξα και τιμή ας αποδίδεται από όλους μας εις Εκείνον, ο οποίος έχει την δύναμιν να σας στηρίξη εις την πίστιν και την αρετήν, σύμφωνα με το Ευαγγέλιόν μου και με το κήρυγμα, που σας έχω κάνει περί του Ιησού Χριστού. Αυτό δε το Ευαγγέλιον και το κήρυγμά μου, δια του οποίου σώζονται οι λαοί, γίνεται σύμφωνα με την αποκάλυψιν μυστηρίου, που αιώνας-αιώνων έμενε σκεπασμένον εις την σιωπήν και την μυστικότητα.

Ρωμ. 14,25         φανερωθέντος δὲ νῦν, διά τε γραφῶν προφητικῶν κατ᾿ ἐπιταγὴν τοῦ αἰωνίου Θεοῦ εἰς ὑπακοὴν πίστεως εἰς πάντα τὰ ἔθνη γνωρισθέντος,

Ρωμ. 14,25               Εφανερώθη όμως τώρα δια μέσου των προφητειών, που έχουν γραφή εις τα ιερά κείμενα και έγινε γνωστόν κατ' εντολήν του αιωνίου Θεού εις όλα τα έθνη, δια να δείξουν αυτά την υπακοήν που επιβάλλει εις ημάς η πίστις.

Ρωμ. 14,26         μόνῳ σοφῷ Θεῷ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

Ρωμ. 14,26               Εις αυτόν, λοιπόν, τον μόνον σοφόν Θεόν ανήκει και πρέπει να αναπέμπεται η δόξα δια του Ιησού Χριστού στους αιώνας. Αμήν.

 

 

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ 15

 

Ρωμ. 15,1          Ὀφείλομεν δὲ ἡμεῖς οἱ δυνατοὶ τὰ ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων βαστάζειν, καὶ μὴ ἑαυτοῖς ἀρέσκειν.

Ρωμ. 15,1                   Ημείς δε, οι προωδευμένοι και φωτισμένοι εις την πίστιν και την αρετήν, έχομεν υποχρέωσιν να ανεχώμεθα και να υπομένωμεν τας πνευματικάς ασθενείας των αδυνάτων αδελφών, να μη φερώμεθα δε με αυταρέσκειαν και να μη επιζητούμεν ο,τι ευχαριστεί τον ευατόν μας.

Ρωμ. 15,2          ἕκαστος ἡμῶν τῷ πλησίον ἀρεσκέτω εἰς τὸ ἀγαθὸν πρὸς οἰκοδομήν·

Ρωμ. 15,2                  Ο καθένας σας ας προσπαθή να αρέση στον πλησίον του, όχι δια λόγους κολακείας και ιδιοτελείας, αλλά δια να τον υποβοηθή στο καλόν και να τον οικοδομή εις την πνευματικήν ζωήν.

Ρωμ. 15,3          καὶ γὰρ ὁ Χριστὸς οὐχ ἑαυτῷ ἤρεσεν, ἀλλὰ καθὼς γέγραπται, οἱ ὀνειδισμοὶ τῶν ὀνειδιζόντων σε ἐπέπεσον ἐπ᾿ ἐμέ.

Ρωμ. 15,3                  Διότι και ο Χριστός δεν επιζητούσε ο,τι ήτο αρεστόν και ευχάριστον στον εαυτόν του, αλλ' εμόχθησε και εθυσιάσθη και υπέμεινε ταλαιπωρίας και εξευτελισμούς δια τους άλλους, όπως άλλωστε είναι γραμμένον και εις την Παλαιάν Διαθήκην· “Οι εμπαιγμοί και αι ύβρεις εκείνων, που σε βλασφημούν, ω Πατερ, έπεσαν επάνω εις εμέ”.

Ρωμ. 15,4          ὅσα γὰρ προεγράφη, εἰς τὴν ἡμετέραν διδασκαλίαν προεγράφη, ἵνα διὰ τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς παρακλήσεως τῶν γραφῶν τὴν ἐλπίδα ἔχωμεν.

Ρωμ. 15,4                  Αυτό δε αναφέρεται και εις ημάς, διότι όσα κατά το παρελθόν έχουν γραφή εις την Αγίαν Γραφήν, εγράφησαν προς νουθεσίαν και ημών, ίνα με την υπομονήν και την παρηγορίαν και την ενίσχυσιν των Αγίων Γραφών κρατούμεν και έχωμεν πάντοτε ζωντανήν την ελπίδα.

Ρωμ. 15,5          ὁ δὲ Θεὸς τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς παρακλήσεως δῴη ὑμῖν τὸ αὐτὸ φρονεῖν ἐν ἀλλήλοις κατὰ Χριστὸν Ἰησοῦν,

Ρωμ. 15,5                  Ο δε Θεός, ο οποίος είναι η πηγή και ο δοτήρ της παρηγορίας και της ενισχύσεως, εύχομαι να σας δώση να έχετε το ίδιο φρόνημα μεταξύ σας, τας αυτάς πεποιθήσεις και κατευθύνσεις σύμφωνα με το θέλημα του Ιησού Χριστού,

Ρωμ. 15,6          ἵνα ὁμοθυμαδὸν ἐν ἑνὶ στόματι δοξάζητε τὸν Θεὸν καὶ πατέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ρωμ. 15,6                  δια να δοξάζετε όλοι μαζή με ένα στόμα και με μια καρδία τον Θεόν και Πατέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

Ρωμ. 15,7          διὸ προσλαμβάνεσθε ἀλλήλους, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς προσελάβετο ἡμᾶς εἰς δόξαν Θεοῦ.

Ρωμ. 15,7                  Ακριβώς δε αυτό και σας παρακαλώ να δέχεσθε με αγάπην και καλωσύνην και να εξυπηρετήτε με προθυμίαν ο ένας τον άλλον, όπως ακριβώς και ο Χριστός σας εδέχθη με άπειρον αγάπην ως αδελφούς του εις δόξαν του Θεού.

Ρωμ. 15,8          Λέγω δὲ Χριστὸν Ἰησοῦν διάκονον γεγενῆσθαι περιτομῆς ὑπὲρ ἀληθείας Θεοῦ, εἰς τὸ βεβαιῶσαι τὰς ἐπαγγελίας τῶν πατέρων,

Ρωμ. 15,8                  Εδέχθη δε όλους αδιακρίτως, Ιουδαίους και εθνικούς, διότι σας λέγω ότι ο Ιησούς Χριστός ήλθε κατά πρώτον να υπηρετήση και οδηγήση εις σωτηρίαν τους Εβραίους της περιτομής, δια να φανή η θεία αλήθεια και αποδειχθούν βέβαιοι και αληθιναί αι υποσχέσστου Θεού προς τους πατέρας των Εβραίων.

Ρωμ. 15,9          τὰ δὲ ἔθνη ὑπὲρ ἐλέους δοξάσαι τὸν Θεόν, καθὼς γέγραπται· διὰ τοῦτο ἐξομολογήσομαί σοι ἐν ἔθνεσι, Κύριε, καὶ τῷ ὀνόματί σου ψαλῶ.

Ρωμ. 15,9                  Συγχρόνως δε να καλέση και τα έθνη να δοξάσουν τον Θεόν δια της συμμετοχής των στο έλεος και την σωτηρίαν, που αυτός τους προσφέρει. Ετσι άλλωστε έχει γραφή στους ψαλμούς, όπου ο Χριστός παρουσιάζεται να λέγη προς τον Πατέρα· “δια τούτο, Κυριε, θα σε δοξάσω μεταξύ των εθνών και θα υμνολογήσω το όνομά σου”.

Ρωμ. 15,10         καὶ πάλιν λέγει· εὐφράνθητε ἔθνη μετὰ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ.

Ρωμ. 15,10                Και πάλιν άλλου η Γραφή λέγει· “ευφρανθήτε και χαρήτε σεις οι εθνικοί μαζή με τους Εβραίους, που είναι λαός του Θεού”.

Ρωμ. 15,11         καὶ πάλιν αἰνεῖτε τὸν Κύριον πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἐπαινέσατε αὐτὸν πάντες οἱ λαοί.

Ρωμ. 15,11                 Και εις άλλο χωρίον λέγει· “υμνείτε και εγκωμιάζετε τον Κυριον όλα τα έθνη, που έχουν πιστεύσει, και επαινέσατε αυτόν όλοι οι λαοί, Εβραίοι και εθνικοί”.

Ρωμ. 15,12         καὶ πάλιν Ἡσαΐας λέγει· ἔσται ἡ ῥίζα τοῦ Ἰεσσαί, καὶ ὁ ἀνιστάμενος ἄρχειν ἐθνῶν· ἐπ᾿ αὐτῷ ἔθνη ἐλπιοῦσιν.

Ρωμ. 15,12                Και πάλιν ο Ησαΐας λέγει· “θα αναφανή από την ρίζαν του Ιεσσαί βλαστός και αυτός θα είναι εκείνος που θα εγερθή και ανυψωθή, δια να γίνη άρχων και κυβερνήτης εθνών. Εις αυτόν όλα τα έθνη θα στηρίξουν την ελπίδα της σωτηρίας των”.

Ρωμ. 15,13         Ὁ δὲ Θεὸς τῆς ἐλπίδος πληρώσαι ὑμᾶς πάσης χαρᾶς καὶ εἰρήνης ἐν τῷ πιστεύειν, εἰς τὸ περισσεύειν ὑμᾶς ἐν τῇ ἐλπίδι ἐν δυνάμει Πνεύματος Ἁγίου.

Ρωμ. 15,13                Είθε, λοιπόν, ο Θεός, που έδωσε στους εθνικούς αυτήν την ελπίδα, να σας γεμίση με κάθε χαράν και ειρήνην δια της σταθεράς και φωτισμένης πίστεως σας προς αυτόν, δια να έχετε και να κρατήτε πλουσίαν αυτήν την ελπίδα με την δύναμιν του Αγίου Πνεύματος.

Ρωμ. 15,14         Πέπεισμαι δέ, ἀδελφοί μου, καὶ αὐτὸς ἐγὼ περὶ ὑμῶν, ὅτι καὶ αὐτοὶ μεστοί ἐστε ἀγαθωσύνης, πεπληρωμένοι πάσης γνώσεως, δυνάμενοι καὶ ἀλλήλους νουθετεῖν.

Ρωμ. 15,14                Εχω δε εγώ ο ίδιος την πεποίθησιν, αδελφοί μου, για σας, ότι και σεις οι ίδιοι είσθε γεμάτοι από αγαθότητα και αρετήν, πλήρεις από κάθε γνώσιν των αληθειών του Θεού και ότι έχετε την δύναμιν και την ικανότητα να συμβουλεύετε και να καθοδηγήτε ο ένας τον άλλον.

Ρωμ. 15,15         τολμηρότερον δὲ ἔγραψα ὑμῖν, ἀδελφοί, ἀπὸ μέρους, ὡς ἐπαναμιμνήσκων ὑμᾶς, διὰ τὴν χάριν τὴν δοθεῖσάν μοι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ

Ρωμ. 15,15                Εις μερικά βέβαια σημεία της επιστολής μου, αδελφοί, σας έγραψα εντονώτερα και δριμύτερα, με τον σκοπόν να επαναφέρω ζωηρά εις την μνήμην σας τας αληθείας, που ξεύρετε. Και το έκαμα αυτό κατά καθήκον, σύμφωνα με την ειδικήν χάριν που μου έδωσε ο Θεός, σαν Απόστολος που είμαι.

Ρωμ. 15,16         εἰς τὸ εἶναί με λειτουργὸν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς τὰ ἔθνη, ἱερουργοῦντα τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ, ἵνα γένηται ἡ προσφορὰ τῶν ἐθνῶν εὐπρόσδεκτος, ἡγιασμένη ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.

Ρωμ. 15,16                Με αξίωσε δηλαδή να είμαι υπηρέτης του Ιησού Χριστού στους εθνικούς και σαν άλλην λατρείαν και θυσίαν να τελώ το ιερόν έργον του Ευαγγελίου του Θεού, ώστε να ελκυσθούν οι εθνικοί εις την πίστιν και να γίνουν αι ψυχαί και η ζωή των θυσία ευπρόσδεκτος στον Θεόν, αγιασμένη από το Πνεύμα το Αγιον.

Ρωμ. 15,17         ἔχω οὖν καύχησιν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τὰ πρὸς τὸν Θεόν·

Ρωμ. 15,17                Εχω, λοιπόν, και εγώ βαθείαν ηθικήν ικανοποίησιν και καύχησιν με την δύναμιν και τον φωτισμόν του Ιησού Χριστού δια την κατά Θεόν πνευματικήν αυτήν εργασίαν.

Ρωμ. 15,18         οὐ γὰρ τολμήσω λαλεῖν τι ὧν οὐ κατειργάσατο Χριστὸς δι᾿ ἐμοῦ εἰς ὑπακοὴν ἐθνῶν λόγῳ καὶ ἔργῳ,

Ρωμ. 15,18                Αυτό δε το έργον μου οφείλεται στον Κυριον. Δια τούτο και ποτέ δεν θα τολμήσω να ομιλήσω με αλαζονείαν, ότι υπάρχει τάχα κάτι από τα έργα μου, το οποίον αυτός ο ίδιος ο Χριστός να μη το έχη πραγματοποιήσει, χρησιμοποιών εμέ ως όργανον της ευδοκίας του. Αυτός με εφώτιζε και με ενίσχυεν, ώστε με την διδασκαλίαν μου, αλλά και με τα κατά Θεόν έργα μου να κηρύττω και να καλώ τους εθνικούς να πιστεύσουν και να υπακούσουν στον Θεόν.

Ρωμ. 15,19         ἐν δυνάμει σημείων καὶ τεράτων, ἐν δυνάμει Πνεύματος Θεοῦ, ὥστε με ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ καὶ κύκλῳ μέχρι τοῦ Ἰλλυρικοῦ πεπληρωκέναι τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ,

Ρωμ. 15,19                Αυτός επεκύρωνε και ενίσχυε το κήρυγμά μου με την δύναμιν υπερφυσικών έργων και καταπληκτικών θαυμάτων, που επραγματοποιούντο με την δύναμιν του Πνεύματος του Θεού, ώστε εγώ από την Ιερουσαλήμ και δια μεγάλης γύρω περιοδείας μέχρι του Ιλλυρικού να κηρύξω ανελλιπώς και πλήρως το Ευαγγέλιον του Χριστού.

Ρωμ. 15,20         οὕτω δὲ φιλοτιμούμενον εὐαγγελίζεσθαι οὐχ ὅπου ὠνομάσθη Χριστός, ἵνα μὴ ἐπ᾿ ἀλλότριον θεμέλιον οἰκοδομῶ,

Ρωμ. 15,20               Ετσι δε με εβοήθησεν ο Κυριον να θεωρώ μεγάλην μου τιμήν και μετά ζήλου να αγωνίζωμαι, δια να κηρύττω το Ευαγγέλιον όχι εκεί όπου έχει κηρυχθή ο Χριστός, δια να μη κτίζω επάνω εις ξένον θεμέλιον.

Ρωμ. 15,21         ἀλλὰ καθὼς γέγραπται, οἷς οὐκ ἀνηγγέλη περὶ αὐτοῦ ὄψονται, καὶ οἳ οὐκ ἀκηκόασι συνήσουσι.

Ρωμ. 15,21                Αλλ' εκήρυξα αλλού, όπως άλλωστε έχει γραφή εις την Π. Διαθήκην· “οι εθνικοί και ειδωλολάτραι στους οποίους δεν ανηγγέλθη το κήρυγμα περί του Χριστού, θα τον ίδουν και εκείνοι που δεν έχουν ακούσει, θα ακούσουν και θα εννοήσουν αυτό το κήρυγμα”.

Ρωμ. 15,22         Διὸ καὶ ἐνεκοπτόμην τὰ πολλὰ τοῦ ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς·

Ρωμ. 15,22               Ακριβώς διότι υπήρχον πολλαί περιοχαί, όπου δεν είχεν ακουσθή το περί του Χριστού κήρυγμα, εμποδίσθηκα πολλές φορές να έλθω εις σας.

Ρωμ. 15,23         νυνὶ δὲ μηκέτι τόπον ἔχων ἐν τοῖς κλίμασι τούτοις, ἐπιποθίαν δὲ ἔχων τοῦ ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς ἀπὸ πολλῶν ἐτῶν,

Ρωμ. 15,23                Τωρα όμως, που δεν έχω πλέον απασχόλησιν εις τα μέρη αυτά, διότι εις κάθε τόπον έγινε γνωστόν το περί Χριστού κήρυγμα, ποθώ πολύ σφοδρώς και από πολλάς χρόνια να έλθω εις σας.

Ρωμ. 15,24         ὡς ἐὰν πορεύωμαι εἰς τὴν Σπανίαν, ἐλεύσομαι πρὸς ὑμᾶς· ἐλπίζω γὰρ διαπορευόμενος θεάσασθαι ὑμᾶς καὶ ὑφ᾿ ὑμῶν προπεμφθῆναι ἐκεῖ, ἐὰν ὑμῶν πρῶτον ἀπὸ μέρους ἐμπλησθῶ.

Ρωμ. 15,24               Οταν, λοιπόν, θα επιχειρήσω το ταξίδιόν μου δια την Ισπανίαν, θα έλθω προς σας, διότι ελπίζω, καθώς θα διαβαίνω, να σταματήσω εις την πόλιν σας, να σας ίδω και, αφού πρώτον απολαύσω την χαράν από την επικοινωνίαν σας, να προπεμφθώ από σας προς την Ισπανίαν.

Ρωμ. 15,25         νυνὶ δὲ πορεύομαι εἰς Ἱερουσαλὴμ διακονῶν τοῖς ἁγίοις.

Ρωμ. 15,25                Τωρα δε πηγαίνω εις την Ιερουσαλήμ, εκτελών συγχρόνως υπηρεσίαν χάριν των εκεί Χριστιανών.

Ρωμ. 15,26         εὐδόκησαν γὰρ Μακεδονία καὶ Ἀχαΐα κοινωνίαν τινὰ ποιήσασθαι εἰς τοὺς πτωχοὺς τῶν ἁγίων τῶν ἐν Ἱερουσαλήμ.

Ρωμ. 15,26               Διότι με αγάπην και χαράν απεφάσισαν οι Χριστιανοί της Μακεδονίας και της Αχαΐας να κάμουν κάποιον έρανον μεταξύ των δια τους πτωχούς εκ των Χριστιανών, που κατοικούν εις την Ιερουσαλήμ.

Ρωμ. 15,27         εὐδόκησαν γὰρ καὶ ὀφειλέται αὐτῶν εἰσιν· εἰ γὰρ τοῖς πνευματικοῖς αὐτῶν ἐκοινώνησαν τὰ ἔθνη, ὀφείλουσι καὶ ἐν τοῖς σαρκικοῖς λειτουργῆσαι αὐτοῖς.

Ρωμ. 15,27                Από καλωσύνην βέβαια το απεφάσισαν, αλλά και από υποχρέωσιν αφού είναι και οφείλεται εις αυτούς. Διότι εάν οι εθνικοί επήραν μέρος εις τας πνευματικάς δωρεάς, τας οποίας είχαν οι Ιουδαίοι, οφείλουν και αυτοί, κατά λόγον δικαιοσύνης, να τους εξυπηρετήσουν με τα υλικά αγαθά των.

Ρωμ. 15,28         τοῦτο οὖν ἐπιτελέσας, καὶ σφραγισάμενος αὐτοῖς τὸν καρπόν τοῦτον, ἀπελεύσομαι δι᾿ ὑμῶν εἰς τὴν Σπανίαν.

Ρωμ. 15,28               Οταν, λοιπόν, εκτελέσω την αποστολήν μου και παραδώσω εις αυτούς ασφαλώς το προϊόν αυτόν της συνεισφοράς και αγάπης, θα αναχωρήσω δια μέσου της χώρας σας εις την Ισπανίαν.

Ρωμ. 15,29         οἶδα δὲ ὅτι ἐρχόμενος πρὸς ὑμᾶς ἐν πληρώματι εὐλογίας τοῦ εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ ἐλεύσομαι.

Ρωμ. 15,29               Γνωρίζω δε, ότι ερχόμενος εις σας, θα έλθω με πλουσίας τας ευλογίας του Ευαγγελίου του Χριστού.

Ρωμ. 15,30         Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ διὰ τῆς ἀγάπης τοῦ Πνεύματος, συναγωνίσασθαί μοι ἐν ταῖς προσευχαῖς ὑπὲρ ἐμοῦ πρὸς τὸν Θεόν,

Ρωμ. 15,30                Σας παρακαλώ δε θερμώς, αδελφοί, εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και εν ονόματι της αγάπης, που χαρίζει εις τας καρδίας μας το Αγιον Πνεύμα, να αγωνισθήτε μαζή μου εις τας προσευχάς και να παρακαλήτε τον Κυριον δι' εμέ.

Ρωμ. 15,31         ἵνα ῥυσθῶ ἀπὸ τῶν ἀπειθούντων ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ ἵνα ἡ διακονία μου ἡ εἰς Ἱερουσαλὴμ εὐπρόσδεκτος γένηται τοῖς ἁγίοις,

Ρωμ. 15,31                Αίτημα της προσευχής σας ας είναι, να γλυτώσω από τους απίστους Ιουδαίους, που έγιναν πλέον εχθροί και του Ευαγγελίου και εμού και δεύτερον να γίνη δεκτή με προθυμίαν και χαράν από τους εκεί Χριστιανούς αυτή μου η υπηρεσία της μεταφοράς των βοηθημάτων.

Ρωμ. 15,32         ἵνα ἐν χαρᾷ ἔλθω πρὸς ὑμᾶς διὰ θελήματος Θεοῦ καὶ συναναπαύσωμαι ὑμῖν.

Ρωμ. 15,32                Να προσεύχεσθε, δια να ευοδωθή το ταξίδιόν μου εις την Ιερουσαλήμ, ώστε, Θεού θέλοντος, με χαράν να έλθω εις σας, δια να γευθώ μαζή σας ανάπαυσιν και χαράν από αυτήν την επικοινωνίαν μας.

Ρωμ. 15,33         ὁ δὲ Θεὸς τῆς εἰρήνης μετὰ πάντων ὑμῶν· ἀμήν.

Ρωμ. 15,33                Ο δε Θεός, η πηγή και ο χορηγός της ειρήνης, ας είναι πάντοτε μαζή με όλους σας. Αμήν.

 

 

ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ 16

 

Ρωμ. 16,1          Συνίστημι δὲ ὑμῖν Φοίβην τὴν ἀδελφὴν ἡμῶν, οὖσαν διάκονον τῆς ἐκκλησίας τῆς ἐν Κεγχρεαῖς,

Ρωμ. 16,1                  Σας συνιστώ την Φοίβην, την εν Χριστώ αδελφήν μας, η οποία είναι διακόνισσα εις την Εκκλησίαν των Κεγχρεών.

Ρωμ. 16,2          ἵνα αὐτὴν προσδέξησθε ἐν Κυρίῳ ἀξίως τῶν ἁγίων καὶ παραστῆτε αὐτῇ ἐν ᾧ ἂν ὑμῶν χρῄζῃ πράγματι· καὶ γὰρ αὕτη προστάτις πολλῶν ἐγενήθη καὶ αὐτοῦ ἐμοῦ.

Ρωμ. 16,2                  Σας την συνιστώ και σας παρακαλώ να την δεχθήτε με αγάπην, όπως θέλει ο Κυριος και όπως αξίζει να υποδέχεται κανείς τους Χριστιανούς. Να της συμπαρασταθήτε δε και να την βοηθήσετε εις ο,τι σας χρειασθή. Διότι και αυτή έγινε προστάτις πολλών Χριστιανών και εμού του ιδίου.

Ρωμ. 16,3          Ἀσπάσασθε Πρίσκιλλαν καὶ Ἀκύλαν τοὺς συνεργούς μου ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ,

Ρωμ. 16,3                  Χαιρετήσατε εκ μέρους μου με αγάπην Θεού την Πρίσκιλλαν και τον σύζυγον της Ακύλαν, οι οποίοι είναι συνεργάται μου εν Χριστώ Ιησού.

Ρωμ. 16,4          οἵτινες ὑπὲρ τῆς ψυχῆς μου τὸν ἑαυτῶν τράχηλον ὑπέθηκαν, οἷς οὐκ ἐγὼ μόνος εὐχαριστῶ, ἀλλὰ καὶ πᾶσαι αἱ ἐκκλησίαι τῶν ἐθνῶν, καὶ τὴν κατ᾿ οἶκον αὐτῶν ἐκκλησίαν.

Ρωμ. 16,4                  Αυτοί, δια να με σώσουν από θανάσιμον κίνδυνον, έβαλαν το κεφάλι τους κάτω από το μαχαίρι και διέτρεξαν κίνδυνον να σφαγούν. Προς αυτούς δεν αισθάνομαι μόνον εγώ βαθείαν ευγνωμοσύνην, αλλά και όλαι αι Εκκλησίαι των εθνών. Χαιρετήσατε ακόμη εγκαρδίως εκ μέρους μου και την συγκέντρωσιν των πιστών, που γίνεται στο σπίτι των.

Ρωμ. 16,5          ἀσπάσασθε Ἐπαίνετον τὸν ἀγαπητόν μου, ὅς ἐστιν ἀπαρχὴ τῆς Ἀχαΐας εἰς Χριστόν.

Ρωμ. 16,5                  Χαιρετήσατε και τον αγαπητόν μου Επαίνετον, ο οποίος πρώτος εις την Αχαΐας επίστευσεν στον Χριστόν και έκαμε την καλήν αρχήν να πιστεύσουν και άλλοι.

Ρωμ. 16,6          ἀσπάσασθε Μαριάμ, ἥτις πολλὰ ἐκοπίασεν εἰς ἡμᾶς.

Ρωμ. 16,6                  Χαιρετήσατε την Μαριάμ, η οποία παρά πολύ εκοπίασεν προς χάριν ημών.

Ρωμ. 16,7          ἀσπάσασθε Ἀνδρόνικον καὶ Ἰουνίαν τοὺς συγγενεῖς μου καὶ συναιχμαλώτους μου, οἵτινές εἰσιν ἐπίσημοι ἐν τοῖς ἀποστόλοις, οἳ καὶ πρὸ ἐμοῦ γεγόνασιν ἐν Χριστῷ,

Ρωμ. 16,7                  Χαιρετήσατε τους δύο, Ανδρόνικον και Ιουνίαν, τους ομοεθνείς μου, οι οποίοι συνελήφθησαν και εφυλακίσθησαν μαζή με εμέ. Αυτοί, όπως ξεύρετε, είναι επίσημοι μεταξύ των Αποστόλων, και μάλιστα έχουν προσέλθει στον Χριστόν προ εμού.

Ρωμ. 16,8          ἀσπάσασθε Ἀμπλίαν τὸν ἀγαπητόν μου ἐν Κυρίῳ.

Ρωμ. 16,8                  Χαιρετήσατε τον Αμπλίαν, τον εν Κυρίω αγαπητόν μου.

Ρωμ. 16,9          ἀσπάσασθε Οὐρβανὸν τὸν συνεργὸν ἡμῶν ἐν Χριστῷ καὶ Στάχυν τὸν ἀγαπητόν μου.

Ρωμ. 16,9                  Χαιρετήσατε τον Ουρβανόν, τον συνεργάτην μας στο κήρυγμα του Ευαγγελίου του Χριστού, και τον αγαπητόν μου Στάχυν.

Ρωμ. 16,10         ἀσπάσασθε Ἀπελλῆν τὸν δόκιμον ἐν Χριστῷ. ἀσπάσασθε τοὺς ἐκ τῶν Ἀριστοβούλου.

Ρωμ. 16,10                Χαιρετήσατε τον Απελλήν, τον κατά πάντα γνήσιον και ενάρετον μαθητήν του Χριστού. Χαιρετήσατε τους Χριστιανούς, από τους περί τον Αριστόβουλον.

Ρωμ. 16,11         ἀσπάσασθε Ἡρῳδίωνα τὸν συγγενῆ μου. ἀσπάσασθε τοὺς ἐκ τῶν Ναρκίσσου τοὺς ὄντας ἐν Κυρίῳ.

Ρωμ. 16,11                 Χαιρετήσατε τον συμπατριώτην μου τον Ηρωδίωνα· χαιρετήσατε τους ανήκοντας στον Κυριον πιστούς, από τους περί τον Ναρκισσον.

Ρωμ. 16,12         ἀσπάσασθε Τρύφαιναν καὶ Τρυφῶσαν τὰς κοπιώσας ἐν Κυρίῳ. ἀσπάσασθε Περσίδα τὴν ἀγαπητήν, ἥτις πολλὰ ἐκοπίασεν ἐν Κυρίῳ.

Ρωμ. 16,12                Χαιρετήσατε την Τρύφαιναν και την Τρυφώσαν, αι οποίαι κοπιάζουν εργαζόμεναι εις την υπηρεσίαν του Κυρίου. Χαιρετήσατε την Περσίδα την αγαπητήν, η οποία πολύ εκοπίασεν στο έργον του Κυρίου.

Ρωμ. 16,13         ἀσπάσασθε Ῥοῦφον τὸν ἐκλεκτὸν ἐν Κυρίῳ καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ ἐμοῦ.

Ρωμ. 16,13                Χαιρετήσατε τον Ρούφον, ο οποίος είναι εκλεκτός Χριστιανός ενώπιον του Κυρίου, και την μητέρα του, που είναι και ιδική μου μητέρα δια την στοργήν και τας περιποιήσεις που μου έχει δείξει.

Ρωμ. 16,14         ἀσπάσασθε Ἀσύγκριτον, Φλέγοντα, Ἑρμᾶν, Πατρόβαν, Ἑρμῆν καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς ἀδελφούς.

Ρωμ. 16,14                Χαιρετήσατε τους αδελφούς Ασύγκριτον, Φλέγοντα, Ερμάν, Πατρόβαν, Ερμήν και τους άλλους αδελφούς, που είναι μαζή των.

Ρωμ. 16,15         ἀσπάσασθε Φιλόλογον καὶ Ἰουλίαν, Νηρέα καὶ τὴν ἀδελφὴν αὐτοῦ, καὶ Ὀλυμπᾶν καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς πάντας ἁγίους.

Ρωμ. 16,15                Χαιρετήσατε τον Φιλόλογον και την Ιουλίαν, τον Νηρέα και την αδελφήν του, τον Ολυμπάν και όλους τους πιστούς, που είναι μαζή των.

Ρωμ. 16,16         ἀσπάσασθε ἀλλήλους ἐν φιλήματι ἁγίῳ. ἀσπάζονται ὑμᾶς αἱ ἐκκλησίαι τοῦ Χριστοῦ.

Ρωμ. 16,16                Χαιρετήσατε ο ένας τον άλλον με άγιον φίλημα της αγάπης του Χριστού. Σας χαιρετούν όλαι αι Εκκλησίαι του Χριστού.

Ρωμ. 16,17         Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, σκοπεῖν τοὺς τὰς διχοστασίας καὶ τὰ σκάνδαλα παρὰ τὴν διδαχὴν ἣν ὑμεῖς ἐμάθετε ποιοῦντας, καὶ ἐκκλίνατε ἀπ᾿ αὐτῶν·

Ρωμ. 16,17                Σας παρακαλώ δε αδελφοί να είσθε άγρυπνοι και να προσέχετε αυτούς, που προκαλούν διαιρέσεις και σκάνδαλα και που δεν συμμορφώνονται, αλλά φέρονται αντίθετα προς την αποστολικήν διδασκαλίαν, την οποίαν σεις εμάθατε. Φεύγετε μακρυά από αυτούς.

Ρωμ. 16,18         οἱ γὰρ τοιοῦτοι τῷ Κυρίῳ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ οὐ δουλεύουσιν, ἀλλὰ τῇ ἑαυτῶν κοιλίᾳ, καὶ διὰ τῆς χρηστολογίας καὶ εὐλογίας ἐξαπατῶσι τὰς καρδίας τῶν ἀκάκων·

Ρωμ. 16,18                Διότι οι τέτοιοι άνθρωποι, ιδιοτελείς και φίλαυτοι, δεν υπηρετούν τον Κυριον ημών Ιησούν Χριστόν, αλλά την κοιλίαν των και γενικώτερα την καλοπέρασίν των. Αυτοί δε με τους καλούς λόγους, με τους επαίνους και τας κολακείας των, παρασύρουν και ξεγελούν τους απονήρευτους, δια να τους εκμεταλλεύωνται.

Ρωμ. 16,19         ἡ γὰρ ὑμῶν ὑπακοὴ εἰς πάντας ἀφίκετο. χαίρω οὖν τὸ ἐφ᾿ ὑμῖν· θέλω δὲ ὑμᾶς σοφοὺς μὲν εἶναι εἰς τὸ ἀγαθόν, ἀκεραίους δὲ εἰς τὸ κακόν.

Ρωμ. 16,19                Σας γράφω αυτά, διότι εις όλους έχει διαδοθή η φήμη της προθύμου υπακοής σας στον Χριστόν και φοβούμαι μήπως αγύρται και υποκριταί εκμεταλλευθούν αυτήν σας την υπακοήν. Εγώ δε προσωπικώς χαίρω δια την υπακοήν και την ενάρετον ζωήν σας. Σας θέλω όμως να είσθε συνετοί και φρόνιμοι στο να διακρίνετε και να πράττετε το αγαθόν, να είσθε δε ανεπηρέαστοι και αμέτοχοι στο κακόν.

Ρωμ. 16,20         ὁ δὲ Θεὸς τῆς εἰρήνης συντρίψει τὸν σατανᾶν ὑπὸ τοὺς πόδας ὑμῶν ἐν τάχει. Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μεθ᾿ ὑμῶν.

Ρωμ. 16,20               Ο δε Θεός της ειρήνης θα συντρίψη με την παντοδυναμίαν αυτού σύντομα τον σατανάν κάτω από τα πόδια σας. Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού εύχομαι ολοψύχως να είναι μαζή σας.

Ρωμ. 16,21         Ἀσπάζονται ὑμᾶς Τιμόθεος ὁ συνεργός μου, καὶ Λούκιος καὶ Ἰάσων καὶ Σωσίπατρος οἱ συγγενεῖς μου.

Ρωμ. 16,21                Σας χαιρετούν εν Κυρίων ο Τιμόθεος, ο συνεργάτης μου στο αποστολικόν έργον, και ο Λούκιος και ο Ιάσων και ο Σωσίπατρος, οι ομοεθνείς μου.

Ρωμ. 16,22         ἀσπάζομαι ὑμᾶς ἐγὼ Τέρτιος ὁ γράψας τὴν ἐπιστολὴν ἐν Κυρίῳ.

Ρωμ. 16,22               Σας χαιρετώ εν Κυρίω και εγώ ο Τερτιος, που έγραψα αυτήν την επιστολήν.

Ρωμ. 16,23         ἀσπάζεται ὑμᾶς Γάϊος ὁ ξένος μου καὶ τῆς ἐκκλησίας ὅλης. ἀσπάζεται ὑμᾶς Ἔραστος ὁ οἰκονόμος τῆς πόλεως καὶ Κούαρτος ὁ ἀδελφός.

Ρωμ. 16,23               Σας χαιρετά επίσης εν Κυρίω ο Γαϊος, που φιλοξενεί όχι μόνον εμέ, αλλά και τους Χριστιανούς, που από διαφόρους Εκκλησίας επισκέπτονται την Κορινθον. Σας χαιρετά ο Εραστος, ο διαχειριστής των δημοσίων εσόδων της πόλεως Κορίνθου και ο Κουάρτος ο εν Χριστώ αδελφός.

Ρωμ. 16,24         Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μετὰ πάντων ὑμῶν· ἀμήν.

Ρωμ. 16,24               Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού εύχομαι να είναι πάντοτε μαζή σας. Αμήν.