ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

 

ΠΡΑΞΕΙΣ 1

 

Πραξ. 1,1           Τὸν μὲν πρῶτον λόγον ἐποιησάμην περὶ πάντων, ὦ Θεόφιλε, ὧν ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν,

Πραξ. 1,1                   Εγώ, ω Θεόφιλε, στο πρώτον βιβλίον που έγραψα, δηλαδή στο Ευαγγέλιον, έκαμα λόγον δι' όλα όσα έπραξε και εδίδαξεν ο Ιησούς από την αχήν

Πραξ. 1,2           ἄχρι ἧς ἡμέρας ἐντειλάμενος τοῖς ἀποστόλοις διὰ Πνεύματος Ἁγίου οὓς ἐξελέξατο ἀνελήφθη·

Πραξ. 1,2                  μέχρι την ημέραν, που ανελήφθη στους ουρανούς, αφού προηγουμένως έδωκε, δια μέσου του Αγίου Πνεύματος, εντολάς στους Αποστόλους, τους οποίους ο ίδιος είχεν εκλέξει.

Πραξ. 1,3           οἷς καὶ παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις, δι᾿ ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς καὶ λέγων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Πραξ. 1,3                  Εις αυτούς δε και παρουσίασε τον ευατόν του ζωντανόν, ύστερα από το σωτήριον πάθος του, και έδωσε πολλάς αποδείξεις, ότι ήτο πράγματι ζωντανός. Επί σαράντα δε ημέρας παρουσιάζετο εις αυτούς και τους εδίδασκε αληθείας περί της βασιλείας του Θεού.

Πραξ. 1,4           καὶ συναλιζόμενος παρήγγειλεν αὐτοῖς ἀπὸ Ἱεροσολύμων μὴ χωρίζεσθαι, ἀλλὰ περιμένειν τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρὸς ἣν ἠκούσατέ μου·

Πραξ. 1,4                  Και καθώς συνανεστρέφετο και συνέτρωγε συχνά με αυτούς, τους έδωκε παραγγελίαν· “να μη απομακρύνεσθε από την Ιερουσαλήμ, αλλά να περιμένετε την εκπλήρωσιν της υποσχέσεως του Πατρός, την αποστολήν δηλαδή του Αγίου Πνεύματος, δια την οποίαν με έχετε ακούσει να σας ομιλώ.

Πραξ. 1,5           ὅτι Ἰωάννης μὲν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας.

Πραξ. 1,5                  Διότι ο μεν Ιωάννης εβάπτισε με νερό μόνον, χωρίς να μεταδώση αναγέννησιν και πνευματικήν ζωήν. Σεις όμως θα βαπτισθήτε με το Πνεύμα το Αγιον, ύστερα από ολίγας ημέρας”.

Πραξ. 1,6           οἱ μὲν οὖν συνελθόντες ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις τὴν βασιλείαν τῷ Ἰσραήλ;

Πραξ. 1,6                  Επειτα από αυτά τα λόγια του Κυρίου ήλθαν όλοι μαζή οι μαθηταί προς αυτόν και τον ηρώτησαν λέγοντες· “Κυριε, πες μας, εάν στον καιρόν τούτον, που διερχόμεθα, πρόκειται να αποκαταστήσης πάλιν ένδοξον την βασιλείαν του Ισραήλ;”

Πραξ. 1,7           εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ,

Πραξ. 1,7                  Ο Ιησούς όμως τους είπε· “δεν είναι ιδικόν σας έργον και δικαίωμα να γνωρίσετε τα χρόνια η τους ωρισμένους καιρούς, τους οποίους ο Πατήρ εκράτησε εις την ιδικήν του εξουσίαν και παγγνωσίαν.

Πραξ. 1,8           ἀλλὰ λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς.

Πραξ. 1,8                  Θα λάβετε όμως δύναμιν, όταν έλθη εις σας το Πνεύμα το Αγιον, και τότε θα γίνετε μάρτυρές μου, οι οποίοι θα διδάξετε τα περί εμού εις την Ιερουσαλήμ και όλην την Ιουδαίαν και Σαμάρειαν και έως τα πλέον μακρυνά και απομονωμένα σημεία της γης”.

Πραξ. 1,9           καὶ ταῦτα εἰπὼν βλεπόντων αὐτῶν ἐπήρθη, καὶ νεφέλη ὑπέλαβεν αὐτὸν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν.

Πραξ. 1,9                  Και αφού είπεν αυτά, ενώ εκείνοι τον έβλεπαν, υψώθηκε εις τα επάνω και ένα σύννεφον ολόφωτον τον παρέλαβε εκ των κάτω και τον απέκρυψε από τα μάτια των.

Πραξ. 1,10         καὶ ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τὸν οὐρανὸν πορευομένου αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο παρειστήκεισαν αὐτοῖς ἐν ἐσθῆτι λευκῇ,

Πραξ. 1,10                Και καθώς εκείνος ανελαμβάνετο και οι μαθηταί είχαν καρφωμένα τα βλέμματα των στον ουρανόν, ιδού εστάθησαν κοντά των ντυμένοι ολόλευκα φορέματα δύο άνδρες, οι οποίοι ήσαν άγγελοι εκ του ουρανού,

Πραξ. 1,11         οἳ καὶ εἶπον· ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν; οὗτος ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται, ὃν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν.

Πραξ. 1,11                 και είπαν προς αυτούς· “άνδρες Γαλιλαίοι, διατί εσταθήκατε εδώ με τα μάτια καρφωμένα στον ουρανόν; Αυτός ο Ιησούς, ο οποίος προ ολίγου ανελήφθη εκ μέσου υμών στον ουρανόν, θα έλθη και πάλιν έτσι, όπως τον είδατε ένδοξον επάνω εις ένα σύννεφον να πηγαίνη προς τον ουρανόν”.

Πραξ. 1,12         Τότε ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ ὄρους τοῦ καλουμένου ἐλαιῶνος, ὅ ἔστιν ἐγγὺς Ἱερουσαλήμ, σαββάτου ἔχον ὁδόν.

Πραξ. 1,12                Τοτε οι μαθηταί επέστρεψαν εις την Ιερουσαλήμ από το όρος, που ελέγετο Ελαιών και το οποίον είναι πλησίον της Ιερουσαλήμ, εις απόστασιν ενός και κάτι χιλιομέτρου, όσον δηλαδή επετρέπετο στους Ισραηλίτας να βαδίσουν κατά την ημέραν του Σαββάτου.

Πραξ. 1,13         καὶ ὅτε εἰσῆλθον, ἀνέβησαν εἰς τὸ ὑπερῷον οὗ ἦσαν καταμένοντες, ὅ τε Πέτρος καὶ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης καὶ Ἀνδρέας, Φίλιππος καὶ Θωμᾶς, Βαρθολομαῖος καὶ Ματθαῖος, Ἰάκωβος Ἀλφαίου καὶ Σίμων ὁ Ζηλωτὴς καὶ Ἰούδας Ἰακώβου.

Πραξ. 1,13                Και όταν εισήλθαν εις την πόλιν, ανέβηκαν στο γνωστόν υπερώον, όπου συνήθως συνηντώντο και παρέμεναν οι μαθηταί, ο Πετρος και ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης και ο Ανδρέας, ο Φιλιππος και ο Θωμάς, ο Βαρθολομαίος και ο Ματθαίος, ο Ιάκωβος ο υιός του Αλφαίου και ο Σιμων ο Ζηλωτής και ο Ιούδας ο υιός του Ιακώβου.

Πραξ. 1,14         οὗτοι πάντες ἦσαν προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει σὺν γυναιξὶ καὶ Μαρίᾳ τῇ μητρὶ τοῦ Ἰησοῦ καὶ σὺν τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ.

Πραξ. 1,14                Ολοι αυτοί με μια ψυχή και με μια καρδιά ακούραστα προσηύχοντο και εδέοντο στον Θεόν μαζή και με άλλας ευσεβείς γυναίκας, που είχαν ακολουθήσει τον Κυριον, όπως επίσης μαζή με την Μαρίαν την μητέρα του Ιησού και με αυτούς, που ενομίζοντο αδελφοί του.

Πραξ. 1,15         Καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις ἀναστὰς Πέτρος ἐν μέσῳ τῶν μαθητῶν εἶπεν· ἦν τε ὄχλος ὀνομάτων ἐπὶ τὸ αὐτὸ ὡς ἑκατὸν εἴκοσιν·

Πραξ. 1,15                Και κατά τας ημέρας αυτάς εσηκώθηκε ο Πετρος στο μέσον των μαθητών και είπε· ήσαν δε εκεί συνηθροισμένοι εκατόν είκοσι περίπου πρόσωπα·

Πραξ. 1,16         ἄνδρες ἀδελφοί, ἔδει πληρωθῆναι τὴν γραφὴν ταύτην ἣν προεῖπε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον διὰ στόματος Δαυΐδ περὶ Ἰούδα τοῦ γενομένου ὁδηγοῦ τοῖς συλλαβοῦσι τὸν Ἰησοῦν,

Πραξ. 1,16                “άνδρες αδελφοί, έπρεπε να εκπληρωθή ακριβώς η προφητεία της Γραφής, την οποίαν προείπε το Πνεύμα το Αγιον με το στόμα του Δαυίδ δια τον Ιούδαν, ο οποίος έγινε οδηγός εκείνων, που συνέλαβαν τον Ιησούν.

Πραξ. 1,17         ὅτι κατηριθμημένος ἦν σὺν ἡμῖν καὶ ἔλαχε τὸν κλῆρον τῆς διακονίας ταύτης.

Πραξ. 1,17                Η προφητεία λέγει, ότι είχε και αυτός συμπεριληφθή στον αριθμόν μας και έλαβεν εκ μέρους του Θεού ως τιμητικήν δωρεάν, ωσάν θείον λαχνόν, μέρος εις την αποστολικήν αυτήν διακονίαν.

Πραξ. 1,18         οὗτος μὲν οὖν ἐκτήσατο χωρίον ἐκ μισθοῦ τῆς ἀδικίας, καὶ πρηνὴς γενόμενος ἐλάκησε μέσος, καὶ ἐξεχύθη πάντα τὰ σπλάχνα αὐτοῦ·

Πραξ. 1,18                Αυτός μεν, λοιπόν, απέκτησε με τα χρήματα της προδοσίας του κάποιο χωράφι. Και όταν εκρεμάσθη, έπεσε πρηνής κάτω στο χώμα, διερράγη στο μέσον του σώματός του και εχύθηκαν έξω όλα τα σπλάγχνα του.

Πραξ. 1,19         καὶ γνωστὸν ἐγένετο πᾶσι τοῖς κατοικοῦσιν Ἱερουσαλήμ, ὥστε κληθῆναι τὸ χωρίον ἐκεῖνο τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ αὐτῶν Ἀκελδαμᾶ, τουτέστιν χωρίον αἵματος.

Πραξ. 1,19                Το φρικτόν αυτό τέλος του Ιούδα, όπως και η αγορά του χωραφιού με τα χρήματα της προδοσίας, έγιναν γνωστά εις όλους τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, ώστε να ονομασθή από αυτούς, εις την ιδικήν των γλώσσαν, το χωράφι εκείνο Ακελδαμά, δηλαδή χωράφι που έχει αγορασθή με το τίμημα αίματος, του αίματος δηλαδή του Χριστού.

Πραξ. 1,20         γέγραπται γὰρ ἐν βίβλῳ ψαλμῶν· γενηθήτω ἡ ἔπαυλις αὐτοῦ ἔρημος καὶ μὴ ἔστω ὁ κατοικῶν ἐν αὐτῇ· καὶ τὴν ἐπισκοπὴν αὐτοῦ λάβοι ἕτερος.

Πραξ. 1,20               Διότι είναι γραμμένο στο βιβλίον των ψαλμών· Ας γίνη η αγροτική του οικία έρημη και κανένας ας μη κατοική πλέον εις αυτήν· και το αποστολικόν του αξίωμα ας το πάρη άλλος.

Πραξ. 1,21         δεῖ οὖν τῶν συνελθόντων ἡμῖν ἀνδρῶν ἐν παντὶ χρόνῳ ἐν ᾧ εἰσῆλθε καὶ ἐξῆλθε ἐφ᾿ ἡμᾶς ὁ Κύριος Ἰησοῦς,

Πραξ. 1,21                Δια να εκπληρωθή και η τελευταία αυτή φράσις της προφητείας, πρέπει να πάρη την θέσιν του Ιούδα μεταξύ των Αποστόλων ένας από τους άνδρας εκείνους, οι οποίοι ήσαν μαζή μας όλον τον καιρόν, από τότε που ο Κυριος εισήλθε εις την δημοσίαν δράσιν μέχρι την ημέραν, που έφυγε από ημάς.

Πραξ. 1,22         ἀρξάμενος ἀπὸ τοῦ βαπτίσματος Ἰωάννου ἕως τῆς ἡμέρας ἧς ἀνελήφθη ἀφ᾿ ἡμῶν, μάρτυρα τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ γενέσθαι σὺν ἡμῖν ἕνα τούτων.

Πραξ. 1,22               Δηλαδή από την ημέραν της βαπτίσεώς του υπό του Ιωάννου, μέχρι και της ημέρας, που ανελήφθη στους ουρανούς. Αυτός δε που θα πάρη τώρα το αποστολικόν αξίωμα πρέπει να γίνη μάρτυς και κήρυξ, μαζή με ημάς, της αναστάσεως του Κυρίου”.

Πραξ. 1,23         Καὶ ἔστησαν δύο, Ἰωσὴφ τὸν καλούμενον Βαρσαββᾶν, ὃς ἐπεκλήθη Ἰοῦστος, καὶ Ματθίαν,

Πραξ. 1,23                Και επρότειναν δύο, τον Ιωσήφ, που ελέγετο Βαρσαββάς και έλαβε κατόπιν το επώνυμον Ιούστος, και τον Ματθίαν.

Πραξ. 1,24         καὶ προσευξάμενοι εἶπον· σὺ Κύριε, καρδιογνῶστα πάντων, ἀνάδειξον ὃν ἐξελέξω ἐκ τούτων τῶν δύο ἕνα,

Πραξ. 1,24               Και προσηυχήθησαν οι μαθηταί και είπαν· “Συ, Κυριε, που γνωρίζεις τας καρδίας όλων, φανέρωσε και ανάδειξε εκείνον, που εδιάλεξες, ένα από τους δύο τούτους,

Πραξ. 1,25         λαβεῖν τὸν κλῆρον τῆς διακονίας ταύτης καὶ ἀποστολῆς, ἐξ ἧς παρέβη Ἰούδας πορευθῆναι εἰς τὸν τόπον τὸν ἴδιον.

Πραξ. 1,25                δια να λάβη, σαν θείον λαχνόν, το αξίωμα της υπηρεσίας αυτής, δηλαδή το αποστολικόν, από το οποίον εξέπεσε ο Ιούδας, δια να πορευθή στον τόπον της καταδίκης, που του ήρμοζε”.

Πραξ. 1,26         καὶ ἔδωκαν κλήρους αὐτῶν, καὶ ἔπεσεν ὁ κλῆρος ἐπὶ Ματθίαν, καὶ συγκατεψηφίσθη μετὰ τῶν ἕνδεκα ἀποστόλων.

Πραξ. 1,26               Και έβαλαν κλήρους με τα ονόματα των δύο και έπεσε ο κλήρος στον Ματθίαν, ο οποίος και κατετάχθη μαζή με τους ένδεκα Αποστόλους.

 

 

ΠΡΑΞΕΙΣ 2

 

Πραξ. 2,1           Καὶ ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό.

Πραξ. 2,1                  Καθώς δε επροχωρούσε να συμπληρωθή και να κλείση η ημέρα της Πεντηκοστής, η οποία είχε αρχίσει από την προηγουμένην εσπέραν, ήσαν όλοι οι πιστοί ομόψυχοι, συγκεντρωμένοι στο ίδιον μέρος.

Πραξ. 2,2           καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι·

Πραξ. 2,2                 Και έξαφνα ήλθε από τον ουρανόν ένας ήχος, σαν ισχυρή βοή ανέμου που κινείται με ορμήν, και εγέμισε όλο το σπίτι, μέσα στο οποίον εκάθηντο οι μαθηταί.

Πραξ. 2,3           καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ᾿ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν,

Πραξ. 2,3                 Και παρουσιάσθησαν εις αυτούς γλώσσες σαν από φλόγες πυρός, να διαμοιράζωνται· και στον καθένα από αυτούς εκάθισε από μία γλώσσα.

Πραξ. 2,4           καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι.

Πραξ. 2,4                 Και εγέμισαν όλοι από Πνεύμα Αγιον και ήρχισαν να ομιλούν ξένας γλώσσας και να κηρύττουν τας υψηλάς αληθείας, όπως το Πνεύμα το Αγιον τους εφώτιζε και τους έδιδε την δύναμιν να ομιλούν.

Πραξ. 2,5           Ἦσαν δὲ ἐν Ἱερουσαλὴμ κατοικοῦντες Ἰουδαῖοι, ἄνδρες εὐλαβεῖς ἀπὸ παντὸς ἔθνους τῶν ὑπὸ τὸν οὐρανόν·

Πραξ. 2,5                 Ευρίσκοντο δε εις την Ιερουσαλήμ κατά την ημέραν εκείνην, άλλοι μεν ως μόνιμοι κάτοικοι, άλλοι δε ως προσωρινοί λόγω της εορτής, άνδρες Ιουδαίοι ευσεβείς από κάθε έθνος που υπήρχε κάτω από τον ουρανόν.

Πραξ. 2,6           γενομένης δὲ τῆς φωνῆς ταύτης συνῆλθε τὸ πλῆθος καὶ συνεχύθη, ὅτι ἤκουον εἷς ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ λαλούντων αὐτῶν.

Πραξ. 2,6                 Οταν δε έγινε η βοή από τον ουρανόν, εμαζεύτηκε το πλήθος εκεί και όλοι εκυριεύθησαν από σύγχυσιν και απορίαν, διότι ο καθένας των ήκουε τους μαθητάς να ομιλούν την ιδικήν του γλώσσαν.

Πραξ. 2,7           ἐξίσταντο δὲ πάντες καὶ ἐθαύμαζον λέγοντες πρὸς ἀλλήλους· οὐκ ἰδοὺ πάντες οὗτοί εἰσιν οἱ λαλοῦντες Γαλιλαῖοι;

Πραξ. 2,7                 Εξεπλήσσοντο δε όλοι και εθαύμαζαν, λέγοντες μεταξύ των· “τι συμβαίνει; Ολοι αυτοί, που ομιλούν, δεν είναι Γαλιλαίοι;

Πραξ. 2,8           καὶ πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ ἡμῶν ἐν ᾗ ἐγεννήθημεν,

Πραξ. 2,8                 Και πως, ο καθένας από ημάς, τους ακούομεν να ομιλούν την ιδικήν μας γλώσσαν, την οποίαν εμάθαμεν από της γεννήσεώς μας;

Πραξ. 2,9           Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμῖται, καὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν Μεσοποταμίαν, Ἰουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ τὴν Ἀσίαν,

Πραξ. 2,9                 Και είμεθα από τόσα πολλά έθνη· Παρθοι και Μήδοι και Ελαμίται και κάτοικοι της Μεσοποταμίας, της Ιουδαίας και της Καππαδοκίας, του Ποντου και της Ασίας,

Πραξ. 2,10         Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης τῆς κατὰ Κυρήνην, καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες Ῥωμαῖοι, Ἰουδαῖοί τε καὶ προσήλυτοι,

Πραξ. 2,10               της Φρυγίας και της Παμφυλίας, της Αιγύπτου και των περιοχών της Λιβύης, που είναι πλησίον της Κυρήνης, όπως επίσης και οι παρεπίδημοι Ρωμαίοι, Ιουδαίοι την καταγωγήν και προσήλυτοι από άλλα έθνη.

Πραξ. 2,11         Κρῆτες καὶ Ἄραβες, ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ;

Πραξ. 2,11                Ακόμη δε Κρήτες και Αραβες, όλοι όσοι καταγόμεθα από τα πολλά και διάφορα αυτά μέρη, πως συμβαίνει να τους ακούωμεν να κηρύττουν τα μεγαλεία του Θεού εις τας ιδικάς μας γλώσσας;”

Πραξ. 2,12         ἐξίσταντο δὲ πάντες καὶ διηπόρουν, ἄλλος πρὸς ἄλλον λέγοντες· τί ἂν θέλοι τοῦτο εἶναι;

Πραξ. 2,12               Εξεπλήσσοντο δε όλοι και απορούσαν, λέγοντες ο ένας προς τον άλλον· “τι τάχα σημαίνει το έκτακτον αυτό γεγονός;”

Πραξ. 2,13         ἕτεροι δὲ χλευάζοντες ἔλεγον ὅτι γλεύκους μεμεστωμένοι εἰσί.

Πραξ. 2,13                Αλλοι δε περιγελούσαν και έλεγαν· “έπιαν πολύ και δυνατό κρασί και γι' αυτό δεν ξέρουν τι λένε”.

Πραξ. 2,14         Σταθεὶς δὲ Πέτρος σὺν τοῖς ἕνδεκα ἐπῆρε τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἀπεφθέγξατο αὐτοῖς· ἄνδρες Ἰουδαῖοι καὶ οἱ κατοικοῦντες Ἱερουσαλὴμ ἅπαντες, τοῦτο ὑμῖν γνωστὸν ἔστω καὶ ἐνωτίσασθε τὰ ῥήματά μου.

Πραξ. 2,14               Και τότε ο Πετρος μαζή με τους ένδεκα εστάθηκε, ώστε να τον βλέπουν όλοι, ύψωσε την φωνήν αυτού και ήρχισε να ομιλή, όπως το Πνεύμα το Αγιον τον εφώτιζε· “άνδρες Ιουδαίοι και σεις όλοι που κατοικείτε την Ιερουσαλήμ, ας γίνη γνωστόν εις σας αυτό, που θα σας πω και ακούσατε με προσοχήν τα λόγια μου.

Πραξ. 2,15         οὐ γάρ, ὡς ὑμεῖς ὑπολαμβάνετε, οὗτοι μεθύουσιν· ἔστι γὰρ ὥρα τρίτη τῆς ἡμέρας·

Πραξ. 2,15                Δεν είναι ορθόν αυτό που είπατε, διότι αυτοί οι άνθρωποι που ομιλούν ενώπιόν σας ξένας γλώσσας, δεν είναι μεθυσμένοι, όπως σεις νομίζετε· άλλωστε η ώρα είναι τρεις μετά την ανατολήν του ηλίου, που ως γνωστόν και σύμφωνα με την διδασκαλίαν των ραββίνων δεν πίνουν ακόμη κρασί οι άνθρωποι.

Πραξ. 2,16         ἀλλὰ τοῦτό ἐστι τὸ εἰρημένον διὰ τοῦ προφήτου Ἰωήλ·

Πραξ. 2,16               Αλλά αυτό, που βλέπετε, είναι εκπλήρωσις εκείνου που ελέχθη από τον προφήτην Ιωήλ, ο οποίος και προείπε·

Πραξ. 2,17         καὶ ἔσται ἐν ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις, λέγει ὁ Θεός, ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός μου ἐπὶ πᾶσαν σάρκα, καὶ προφητεύσουσιν οἱ υἱοὶ ὑμῶν καὶ αἱ θυγατέρες ὑμῶν, καὶ οἱ νεανίσκοι ὑμῶν ὁράσεις ὄψονται καὶ οἱ πρεσβύτεροι ὑμῶν ἐνύπνια ἐνυπνιασθήσονται·

Πραξ. 2,17                Και κατά τις τελευταίες εκείνες ημέρες, που θα επακολουθήσουν την έλευσιν του Μεσσίου, θα χύσω-λέγει ο Θεός-από τας δωρεάς και τα χαρίσματα του Πνεύματός μου εις κάθε άνθρωπον· και θα προφητεύσουν οι υιοί σας και αι θυγατέρες σας· οι δε νέοι σας θα ίδουν αποκαλυπτικά οράματα και οι γέροντές σας θα λάβουν θεία και αποκαλυπτικά όνειρα.

Πραξ. 2,18         καί γε ἐπὶ τοὺς δούλους μου καὶ ἐπὶ τὰς δούλας μου ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός μου, καὶ προφητεύσουσι.

Πραξ. 2,18               Ακόμη δε στους δούλους μου και εις τας δούλας μου θα χορηγήσω κατά τις ημέρες εκείνες από τα χαρίσματα του Πνεύματός μου και θα προφητεύσουν.

Πραξ. 2,19         καὶ δώσω τέρατα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ σημεῖα ἐπὶ τῆς γῆς κάτω, αἷμα καὶ πῦρ καὶ ἀτμίδα καπνοῦ·

Πραξ. 2,19               Και θα δώσω θαύματα επάνω στον ουρανόν και σημεία εις την γην κάτω, που θα μαρτυρούν την θείαν μου δύμαμιν· αιματοχυσίας και πυρκαϊάς και σύνεφα καπνού, που θα ανεβαίνουν από τας καιομένας πόλεις σας.

Πραξ. 2,20         ὁ ἥλιος μεταστραφήσεται εἰς σκότος καὶ ἡ σελήνη εἰς αἷμα πρὶν ἢ ἐλθεῖν τὴν ἡμέραν Κυρίου τὴν μεγάλην καὶ ἐπιφανῆ.

Πραξ. 2,20               Ο ήλιος από φωτεινός που είναι, θα αλλάξη και θα γίνη σκοτάδι· το φεγγάρι θα φένεται σαν αίμα, πριν έλθη η ημέρα του Κυρίου η μεγάλη και περίβλεπτος.

Πραξ. 2,21         καὶ ἔσται πᾶς ὃς ἂν ἐπικαλέσηται τὸ ὄνομα Κυρίου σωθήσεται.

Πραξ. 2,21               Και τότε καθένας, που με πίστιν θα επικαλεσθή το όνομα του Κυρίου θα σωθή.

Πραξ. 2,22         Ἄνδρες Ἰσραηλῖται, ἀκούσατε τοὺς λόγους τούτους. Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον, ἄνδρα ἀπὸ τοῦ Θεοῦ ἀποδεδειγμένον εἰς ὑμᾶς δυνάμεσι καὶ τέρασι καὶ σημείοις οἷς ἐποίησε δι᾿ αὐτοῦ ὁ Θεὸς ἐν μέσῳ ὑμῶν, καθὼς καὶ αὐτοὶ οἴδατε,

Πραξ. 2,22               Ανδρες Ισραηλίται, ακούστε με προσοχήν τους λόγους αυτούς, που θα σας πω· Τον Ιησούν τον Ναζωραίον, ο οποίος απεδείχθη και εμαρτυρήθη εις σας από τον ίδιον τον Θεόν με υπερφυσικάς δυνάμεις και καταπληκτικά θαύματα και υπερφυσικά σημεία, που δι' αυτού έκαμε ανάμεσα εις όλους σας ο Θεός, όπως άλωστε και σεις οι ίδιοι καλά γνωρίζετε,

Πραξ. 2,23         τοῦτον τῇ ὡρισμένῃ βουλῇ καὶ προγνώσει τοῦ Θεοῦ ἔκδοτον λαβόντες, διὰ χειρῶν ἀνόμων προσπήξαντες ἀνείλετε·

Πραξ. 2,23               αυτόν τον Ιησούν, ο οποίος σύμφωνα με την ωρισμένην θέλησιν και πρόγνωσιν του Θεού σας παρεδόθη από τον προδότην, αφού τον επιάσατε, τον εσταυρώσατε και τον εφονεύσατε με τα χέρια των Ρωμαίων στρατιωτών, οι οποίοι, σαν εθνικοί που είναι, δεν έχουν και δεν γνωρίζουν τον νόμον του Θεού.

Πραξ. 2,24         ὃν ὁ Θεὸς ἀνέστησε λύσας τὰς ὠδῖνας τοῦ θανάτου, καθότι οὐκ ἦν δυνατὸν κρατεῖσθαι αὐτὸν ὑπ᾿ αὐτοῦ.

Πραξ. 2,24               Αυτόν ο Θεός τον ανέστησεν εκ νεκρών και κατέλυσε τας φοβεράς θλίψστου θανάτου, διότι δεν ήτο δυνατόν να κρατήται αυτός από τον θάνατον.

Πραξ. 2,25         Δαυΐδ γὰρ λέγει εἰς αὐτόν· προωρῴμην τὸν Κύριον ἐνώπιόν μου διὰ παντός, ὅτι ἐκ δεξιῶν μού ἐστιν ἵνα μὴ σαλευθῶ.

Πραξ. 2,25               Επειδή και ο Δαυίδ λέγει δια λογαριασμόν αυτού· Εγώ ο Μεσσίας έβλεπα εμπρός μου τον Κυριον διαρκώς, ότι είναι εις τα δεξιά μου, έτοιμος και ισχυρός να με προστατεύση, δια να μη κλονισθώ από το φρικτόν μαρτύριον και τον σκληρόν θάνατον.

Πραξ. 2,26         διὰ τοῦτο εὐφράνθη ἡ καρδία μου καὶ ἠγαλλιάσατο ἡ γλῶσσά μου, ἔτι δὲ καὶ ἡ σάρξ μου κατασκηνώσει ἐπ᾿ ἐλπίδι,

Πραξ. 2,26               Δια τούτο ακριβώς ευφράνθηκε η καρδιά μου και η γλώσσα μου εξεδήλωσε την αγαλλίασίν μου, ακόμη δε και το σώμα μου θα αναπαυθή κατά την ώραν του θανάτου και θα κατοικήση εις τάφον με βεβαίαν την ελπίδα ότι συντομώτατα θα αναστηθή.

Πραξ. 2,27         ὅτι οὐκ ἐγκαταλείψεις τὴν ψυχήν μου εἰς ᾅδου οὐδὲ δώσεις τὸν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν.

Πραξ. 2,27               Διότι συ, ουράνιε Πατερ, δεν θα εγκαταλείψης την ψυχήν μου στον Αδην και δεν θα επιτρέψης ο αφωσιωμένος εις σε άγιος Μεσσίας να ίδη το σώμα του φθειρόμενον εις την αποσύνθεσιν του τάφου.

Πραξ. 2,28         ἐγνώρισάς μοι ὁδοὺς ζωῆς, πληρώσεις με εὐφροσύνης μετὰ τοῦ προσώπου σου.

Πραξ. 2,28               Συ έκαμες εις εμέ γνωστούς τους πνευματικούς δρόμους, που οδηγούν εις την πνευματικήν ζωήν· θα με γεμίσης με ευφροσύνην, όταν θα με αξιώσης και ως άνθρωπος να απολαμβάνω την δόξαν του προσώπου σου.

Πραξ. 2,29         Ἄνδρες ἀδελφοί, ἐξὸν εἰπεῖν μετὰ παῤῥησίας πρὸς ὑμᾶς περὶ τοῦ πατριάρχου Δαυΐδ ὅτι καὶ ἐτελεύτησε καὶ ἐτάφη καὶ τὸ μνῆμα αὐτοῦ ἐστιν ἐν ἡμῖν ἄχρι τῆς ἡμέρας ταύτης.

Πραξ. 2,29               Ανδρες αδελφοί, είναι επιτετραμμένον να σας πω με όλον το θάρρος δια τον πατριάρχην Δαυίδ ότι και απέθανε και ετάφη και το μνημείον του ευρίσκεται εδώ μεταξύ μας μέχρι της ημέρας αυτής. (Αρα η παρά πάνω προφητεία του δεν αναφέρεται εις αυτόν).

Πραξ. 2,30         προφήτης οὖν ὑπάρχων, καὶ εἰδὼς ὅτι ὅρκῳ ὤμοσεν αὐτῷ ὁ Θεὸς ἐκ καρποῦ τῆς ὀσφύος αὐτοῦ τὸ κατὰ σάρκα ἀναστήσειν τὸν Χριστὸν καθίσαι ἐπὶ τοῦ θρόνου αὐτοῦ,

Πραξ. 2,30               Αλλά προφήτης πραγματικός υπάρχων ο Δαυίδ και γνωρίζων πολύ καλά, ότι ο Θεός του είχε υποσχεθή με όρκον, πως από απόγονον των σπλάγχνων του, δηλαδή από την Παρθένον Μαρίαν, επρόκειτο να αναστήση τον Χριστόν, κατά το ανθρώπινον, και να τον καθίση στον θρόνον ως βασιλέαν αιώνιον,

Πραξ. 2,31         προϊδὼν ἐλάλησε περὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ὅτι οὐ κατελείφθη ἡ ψυχὴ αὐτοῦ εἰς ᾅδου οὐδὲ ἡ σὰρξ αὐτοῦ εἶδε διαφθοράν.

Πραξ. 2,31                προείδε και ελάλησε δια την ανάστασιν του Χριστού, ότι δεν εγκατελείφθη η ψυχή του στον Αδην ούτε το σώμα του είδε την φθοράν και την αποσύνθεσιν του θανάτου.

Πραξ. 2,32         τοῦτον τὸν Ἰησοῦν ἀνέστησεν ὁ Θεός, οὗ πάντες ἡμεῖς ἐσμεν μάρτυρες.

Πραξ. 2,32               Αυτό τον Ιησούν τον ανέστησεν πράγματι ο Θεός και αυτού του μεγάλου γεγονότος είμεθα ημείς μάρτυρες.

Πραξ. 2,33         τῇ δεξιᾷ οὖν τοῦ Θεοῦ ὑψωθείς, τήν τε ἐπαγγελίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος λαβὼν παρὰ τοῦ πατρός, ἐξέχεε τοῦτο ὃ νῦν ὑμεῖς βλέπετε καὶ ἀκούετε.

Πραξ. 2,33               Αφού, λοιπόν, με την παντοδύναμον δεξιάν του Θεού ανεστήθη εκ των νεκρών και υψώθηκε στους ουρανούς και έλαβεν από τον Πατέρα το Αγιον Πνεύμα, που είχε υποσχεθή και εις ημάς, το έστειλε με τας πλουσίας του δωρεάς και ενεργείας εις ημάς, πράγμα το οποίον σεις σήμερα και βλέπετε και ακούετε.

Πραξ. 2,34         οὐ γὰρ Δαυΐδ ἀνέβη εἰς τοὺς οὐρανούς, λέγει δὲ αὐτός· εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου

Πραξ. 2,34               Αλλά και περί της αναλήψεως του Μεσσίου στους ουρανούς επροφήτευσε ο Δαΐδ, διότι δεν ανέβηκε ο Δαυίδ στους ουρανούς, εν τούτοις όμως λέγει ο ίδιος· Είπεν ο Κυριος και Θεός στον Μεσσίαν, που είναι απόγονός μου κατά το ανθρώπινον, αλλά Κυριος μου ως Θεός, ίσος με τον Πατέρα, κάθισε εις τα δεξιά μου,

Πραξ. 2,35         ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου.

Πραξ. 2,35               έως ότου βάλω κάτω από τα πόδια σου νικημένους τους εχθρούς σου.

Πραξ. 2,36         ἀσφαλῶς οὖν γινωσκέτω πᾶς οἶκος Ἰσραὴλ ὅτι καὶ Κύριον καὶ Χριστὸν αὐτὸν ὁ Θεὸς ἐποίησε, τοῦτον τὸν Ἰησοῦν ὃν ὑμεῖς ἐσταυρώσατε.

Πραξ. 2,36               Ας γνωρίζη, λοιπόν, με κάθε βεβαιότητα όλη η φυλή του Ισραήλ, ότι αυτόν τον Ιησούν, τον οποίον σεις εσταυρώσατε, ο Θεός τον ανέδειξε Κυριον και Χριστόν”.

Πραξ. 2,37         Ἀκούσαντες δὲ κατενύγησαν τῇ καρδίᾳ, εἶπόν τε πρὸς τὸν Πέτρον καὶ τοὺς λοιποὺς ἀποστόλους· τί ποιήσομεν, ἄνδρες ἀδελφοί;

Πραξ. 2,37               Αφού δε ήκουσαν τα θεόπνευστα αυτά λόγια, κατελήφθησαν από λύπην και κατάνυξιν καρδίας δια την βαρείαν ενοχήν των και είπαν προς τον Πετρον και τους άλλους Αποστόλους· “τι να κάμωμεν, άνδρες αδελφοί;”

Πραξ. 2,38         Πέτρος δὲ ἔφη πρὸς αὐτούς· μετανοήσατε, καὶ βαπτισθήτω ἕκαστος ὑμῶν ἐπὶ τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, καὶ λήψεσθε τὴν δωρεὰν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Πραξ. 2,38               Είπε δε προς αυτούς ο Πετρος· “μετανοήσατε και ας βαπτισθή ο καθένας σας στο όνομα του Ιησού Χριστού δια την άφεσιν των αμαρτιών σας· και θα λάβετε και σεις την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος.

Πραξ. 2,39         ὑμῖν γάρ ἐστιν ἡ ἐπαγγελία καὶ τοῖς τέκνοις ὑμῶν καὶ πᾶσι τοῖς εἰς μακράν, ὅσους ἂν προσκαλέσηται Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν.

Πραξ. 2,39               Διότι η υπόσχεσις, που εδόθη δια του προφήτου Ιωήλ περί των δωρεών του Αγίου Πνεύματος, είναι και δια σας και δια τα παιδιά σας και δι' όλους, που ευρίσκονται μακράν από τον Θεόν εις την πλάνην της ειδωλολατρίας και τους οποίους θα προσκαλέση ο Κυριος και Θεός μας εις την νέαν πίστιν”.

Πραξ. 2,40         ἑτέροις τε λόγοις πλείοσι διεμαρτύρετο καὶ παρεκάλει λέγων· σώθητε ἀπὸ τῆς γενεᾶς τῆς σκολιᾶς ταύτης.

Πραξ. 2,40               Και με άλλους περισσοτέρους λόγους, κατά ένα τρόπον ζωηρόν και έντονον, εκήρυττε και εμαρτυρούσε ο Πετρος την περί του Χριστού αλήθειαν και τους παρακινούσε να μετανοήσουν και πιστεύσουν λέγων· “σωθήτε από την πονηράν και διεστραμμένην αυτήν γενεάν, που βαδίζει προς την φοβεράν τιμωρίαν και καταστροφήν”.

Πραξ. 2,41         οἱ μὲν οὖν ἀσμένως ἀποδεξάμενοι τὸν λόγον αὐτοῦ ἐβαπτίσθησαν, καὶ προσετέθησαν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ψυχαὶ ὡσεὶ τρισχίλιαι.

Πραξ. 2,41               Και αυτοί, τότε εδέχθησαν με χαράν την διδασκαλίαν του Πετρου, εβαπτίσθησαν και προσετέθησαν εις την Εκκλησίαν του Χριστού κατά την ημέραν εκείνην τρεις περίπου χιλιάδες ψυχές.

Πραξ. 2,42         ἦσαν δὲ προσκαρτεροῦντες τῇ διδαχῇ τῶν ἀποστόλων καὶ τῇ κοινωνίᾳ καὶ τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καὶ ταῖς προσευχαῖς.

Πραξ. 2,42               Με επιμονήν και ζήλον μεγάλον ήκουαν την διδασκαλίαν των Αποστόλων, επικοινωνούσαν με αγάπην μεταξύ των, μετελάμβαναν στο μυστήριον της θείας Ευχαριστίας και προσηύχοντο.

Πραξ. 2,43         Ἐγένετο δὲ πάσῃ ψυχῇ φόβος, πολλά τε τέρατα καὶ σημεῖα διὰ τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο.

Πραξ. 2,43               Επεσε δε φόβος μεγάλος εις κάθε ψυχήν και εις αυτούς που δεν επίστευαν και προηγουμένως περιγελούσαν τους μαθητάς, διότι πολλά καταπληκτικά θαύματα και υπερφυσικά σημεία εγίνοντο δια των Αποστόλων.

Πραξ. 2,44         πάντες δὲ οἱ πιστεύοντες ἦσαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ εἶχον ἅπαντα κοινά,

Πραξ. 2,44               Ολοι δε αυτοί που είχαν πιστεύσει ευρίσκοντο εις συνεχή επικοινωνίαν και ενότητα μεταξύ των και είχαν τα πάντα κοινά.

Πραξ. 2,45         καὶ τὰ κτήματα καὶ τὰς ὑπάρξεις ἐπίπρασκον καὶ διεμέριζον αὐτὰ πᾶσι καθότι ἂν τις χρείαν εἶχε·

Πραξ. 2,45               Επωλούσαν δε τα κτήματα και τα άλλα υπάρχοντά των και τα εισπραττόμενα χρήματα εμοίραζαν στους πτωχούς αδελφούς, ανάλογα με τας ανάγκας που είχε ο καθένας από αυτούς.

Πραξ. 2,46         καθ᾿ ἡμέραν τε προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν ἐν τῷ ἱερῷ, κλῶντές τε κατ᾿ οἶκον ἄρτον. μετελάμβανον τροφῆς ἐν ἀγαλλιάσει καὶ ἀφελότητι καρδίας,

Πραξ. 2,46               Καθε δε ημέραν ήρχοντο με ζήλον και με μίαν ψυχήν όλοι στον ναόν, και αφού έκοπταν το ψωμί, ιδιαιτέρως εις τα σπίτια, μετείχαν εις την τροφήν που παρετίθετο και έτρωγαν με αγαλλίασιν και απλότητα καρδίας

Πραξ. 2,47         αἰνοῦντες τὸν Θεὸν καὶ ἔχοντες χάριν πρὸς ὅλον τὸν λαόν. ὁ δὲ Κύριος προσετίθει τοὺς σῳζομένους καθ᾿ ἡμέραν τῇ ἐκκλησίᾳ.

Πραξ. 2,47               δοξολογούντες τον Θεόν και έχοντες την εκτίμησιν και εύνοιαν όλου του λαού. Ο δε Κυριος προσέθετε κάθε ημέραν και άλλους πιστούς εις την Εκκλησίαν.

 

 

ΠΡΑΞΕΙΣ 3

 

Πραξ. 3,1           Ἐπὶ τὸ αὐτὸ δὲ Πέτρος καὶ Ἰωάννης ἀνέβαινον εἰς τὸ ἱερὸν ἐπὶ τὴν ὥραν τῆς προσευχῆς τὴν ἐνάτην.

Πραξ. 3,1                  Ο Πετρος δε και ο Ιωάννης ανέβαιναν μαζή στον ναόν μίαν από τας ημέρας εκείνας, κατά την τρίτην απογευματινήν, που ήτο ώρα προσευχής.

Πραξ. 3,2           καί τις ἀνὴρ χωλὸς ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ ὑπάρχων ἐβαστάζετο, ὃν ἐτίθουν καθ᾿ ἡμέραν πρὸς τὴν θύραν τοῦ ἱεροῦ τὴν λεγομένην ὡραίαν τοῦ αἰτεῖν ἐλεημοσύνην παρὰ τῶν εἰσπορευομένων εἰς τὸ ἱερόν·

Πραξ. 3,2                 Και έφεραν, κατά την ώραν εκείνη, εις τα χέρια, ένα άνθρωπον εκ γενετής χωλόν, τον οποίον κάθε ημέραν έβαζαν εις την θύραν της αυλής του ναού, η οποία ελέγετο ωραία, δια να ζητή ελεημοσύνην από εκείνους, που εισήρχοντο στον ναόν.

Πραξ. 3,3           ὃς ἰδὼν Πέτρον καὶ Ἰωάννην μέλλοντας εἰσιέναι εἰς τὸ ἱερὸν ἠρώτα ἐλεημοσύνην.

Πραξ. 3,3                  Αυτός, όταν είδε τον Πετρον και τον Ιωάννην να προχωρούν, δια να εισέλθουν στον ναόν, τους παρεκάλεσε να τον ελεήσουν.

Πραξ. 3,4           ἀτενίσας δὲ Πέτρος εἰς αὐτὸν σὺν τῷ Ἰωάννῃ εἶπε· βλέψον εἰς ἡμᾶς.

Πραξ. 3,4                 Τον εκύτταξε κατάματα ο Πετρος μαζή με τον Ιωάννην και είπε· “κύτταξέ μας”.

Πραξ. 3,5           ὁ δὲ ἐπεῖχεν αὐτοῖς προσδοκῶν τι παρ᾿ αὐτῶν λαβεῖν.

Πραξ. 3,5                  Εκείνος δε τους εκύτταξε με πολύ ενδιαφέρον και προσοχήν, περιμένων κάτι να λάβη από αυτούς.

Πραξ. 3,6           εἶπε δὲ Πέτρος· ἀργύριον καὶ χρυσίον οὐχ ὑπάρχει μοι· ὃ δὲ ἔχω τοῦτό σοι δίδωμι· ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου ἔγειρε καὶ περιπάτει.

Πραξ. 3,6                 Είπε δε ο Πετρος· “αργυρά και χρυσά νομίσματα δεν έχω. Εκείνο δε που έχω, αυτό και σου δίδω, εν τω ονόματι Ιησού Χριστού του Ναζωραίου, σήκω όρθιος και περιπάτει ελεύθερα”.

Πραξ. 3,7           καὶ πιάσας αὐτὸν τῆς δεξιᾶς χειρὸς ἤγειρε· παραχρῆμα δὲ ἐστερεώθησαν αὐτοῦ αἱ βάσεις καὶ τὰ σφυρά,

Πραξ. 3,7                  Και αφού τον επιασε από το δέξι χέρι τον εσήκωσε. Αμέσως δε εστερεώθησαν τα πέλματα αυτού και οι αστράγαλοι

Πραξ. 3,8           καὶ ἐξαλλόμενος ἔστη καὶ περιεπάτει, καὶ εἰσῆλθε σὺν αὐτοῖς εἰς τὸ ἱερὸν περιπατῶν καὶ ἁλλόμενος καὶ αἰνῶν τὸν Θεόν.

Πραξ. 3,8                 και γεμάτος χαράν εσηκώθηκε με πήδημα, εστάθηκε όρθιος και περιπατούσε χωρίς καμμίαν δυσκολίαν. Εμπήκε δε μαζή με αυτούς εις την αυλήν του ναού, ελεύθερα περιπατών και πηδών και δοξάζων τον Θεόν δια την θεραπείαν του.

Πραξ. 3,9           καὶ εἶδεν αὐτὸν πᾶς ὁ λαὸς περιπατοῦντα καὶ αἰνοῦντα τὸν Θεόν·

Πραξ. 3,9                 Ολος δε ο λαός τον είδε να περιπατή εντελώς υγιής και να δοξάζη τον Θεόν.

Πραξ. 3,10         ἐπεγίνωσκόν τε αὐτὸν ὅτι οὗτος ἦν ὁ πρὸς τὴν ἐλεημοσύνην καθήμενος ἐπὶ τῇ ὡραίᾳ πύλῃ τοῦ ἱεροῦ, καὶ ἐπλήσθησαν θάμβους καὶ ἐκστάσεως ἐπὶ τῷ συμβεβηκότι αὐτῷ.

Πραξ. 3,10                Εγνώριζαν δε πολύ καλά αυτόν και ήσαν απολύτως βέβαιοι ότι αυτός ήτο εκείνος, που εκάθητο εις την ωραίαν πύλην της αυλής του ναού, δια να ζητή ελεημοσύνην. Και εγέμισαν από θάμβος και κατάπληξιν εμπρός στο μεγάλο αυτό γεγονός.

Πραξ. 3,11         Κρατοῦντος δὲ τοῦ ἰαθέντος χωλοῦ τὸν Πέτρον καὶ Ἰωάννην συνέδραμε πρὸς αὐτοὺς πᾶς ὁ λαὸς ἐπὶ τῇ στοᾷ τῇ καλουμένῃ Σολομῶντος ἔκθαμβοι.

Πραξ. 3,11                Ενώ δε ο θεραπευθείς χωλός ακολουθούσε κατά πόδας τον Πετρον και τον Ιωάννην και δεν εχωρίζετο καθόλου από αυτούς, έτρεξε προς αυτούς όλος ο λαός μαζή με πολύν θαυμασμόν και έκπληξιν στο υπόστεγον, που ωνομάζετο στοά του Σολομώντος.

Πραξ. 3,12         ἰδὼν δὲ Πέτρος ἀπεκρίνατο πρὸς τὸν λαόν· ἄνδρες Ἰσραηλῖται, τί θαυμάζετε ἐπὶ τούτῳ, ἢ ἡμῖν τί ἀτενίζετε ὡς ἰδίᾳ δυνάμει ἢ εὐσεβείᾳ πεποιηκόσι τοῦ περιπατεῖν αὐτόν;

Πραξ. 3,12                Οταν δε είδε ο Πετρος τον λαόν, έλαβε τον λόγον και είπε· “άνδρες Ισραηλίται, τι θαυμάζετε, δια το γεγονός αυτό, η διατί έχετε καρφώσει τα μάτια σας εις ημάς, ως εάν ημείς με την ιδικήν μας δύναμιν η ευσέβειαν εκάμαμε αυτόν να περιπατή;

Πραξ. 3,13         ὁ Θεὸς Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, ἐδόξασε τὸν παῖδα αὐτοῦ Ἰησοῦν· ὃν ὑμεῖς μὲν παρεδώκατε καὶ ἠρνήσασθε αὐτὸν κατὰ πρόσωπον Πιλάτου, κρίναντος ἐκείνου ἀπολύειν·

Πραξ. 3,13                Ο Θεός του Αβραάμ και του Ισαάκ και του Ιακώβ, ο Θεός των προγόνων μας, εδόξασε τον παίδα αυτού Ιησούν, ο οποίος με την ενανθρώπησίν του έγινε κατά πάντα υπάκουος στον Πατέρα του, δια την σωτηρίαν των ανθρώπων. Σεις όμως τον παρεδώκατε στον σταυρικόν θάνατον και τον αρνηθήκατε εμπρός στον Πιλάτον, όταν εκείνος έκρινε ότι έπρεπε να τον απολύση.

Πραξ. 3,14         ὑμεῖς δὲ τὸν ἅγιον καὶ δίκαιον ἠρνήσασθε, καὶ ᾐτήσασθε ἄνδρα φονέα χαρισθῆναι ὑμῖν,

Πραξ. 3,14                Σεις όμως αντιθέτως προς τον Πιλάτον αρνηθήκατε τον απολύτως άγιον και δίκαιον, τον Ιησούν, και εζητήσατε να σας χαρισθή ένας φονιάς.

Πραξ. 3,15         τὸν δὲ ἀρχηγὸν τῆς ζωῆς ἀπεκτείνατε, ὃν ὁ Θεὸς ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, οὗ ἡμεῖς μάρτυρές ἐσμεν.

Πραξ. 3,15                Αυτόν δε, ο οποίος είναι αρχηγός και χορηγός της ζωής, τον εφονεύσατε. Ο Θεός όμως τον ανέστησε εκ νεκρών και του γεγονότος αυτού ημείς οι Απόστολοί του είμεθα οι αυτόπται μάρτυρες.

Πραξ. 3,16         καὶ ἐπὶ τῇ πίστει τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ τοῦτον, ὃν θεωρεῖτε καὶ οἴδατε, ἐστερέωσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ, καὶ ἡ πίστις ἡ δι᾿ αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτῷ τὴν ὁλοκληρίαν ταύτην ἀπέναντι πάντων ὑμῶν.

Πραξ. 3,16                Και αυτή η πίστις μας στο όνομα αυτού εστερέωσε εις τα πόδια του τούτον τον άνθρωπον, τον οποίον βλέπετε υγιή και εγνωρίζατε καλά ότι ήτο προηγουμένως χωλός. Η πίστις, η οποία προέρχεται από αυτόν και αναφέρεται εις αυτόν, έδωσε στον τέως χωλόν πλήρη και τελείαν την θεραπείαν εμπρός εις τα μάτια όλων.

Πραξ. 3,17         καὶ νῦν, ἀδελφοί, οἶδα ὅτι κατὰ ἄγνοιαν ἐπράξατε, ὥσπερ καὶ οἱ ἄρχοντες ὑμῶν·

Πραξ. 3,17                Τωρα δε, αδελφοί, προσέξατε αυτά, που θα σας πω. Γνωρίζω ότι εξ αγνοίας επράξατε σεις, όπως και οι άρχοντες σας, το μεγάλο αυτό έγκλημα της σταυρώσεως του αθώου.

Πραξ. 3,18         ὁ δὲ Θεὸς ἃ προκατήγγειλε διὰ στόματος πάντων τῶν προφητῶν αὐτοῦ παθεῖν τὸν Χριστόν, ἐπλήρωσεν οὕτω.

Πραξ. 3,18                Ο Θεός όμως με την σταυρικήν θυσίαν του Υιού του επραγματοποίησε όσα είχε προαναγγείλει με το στόμα όλων των προφητών του δια το σωτήριον πάθος του Χριστού.

Πραξ. 3,19         μετανοήσατε οὖν καὶ ἐπιστρέψατε εἰς τὸ ἐξαλειφθῆναι ὑμῶν τὰς ἁμαρτίας,

Πραξ. 3,19                Μετανοήσατε, λοιπόν, και γυρίσατε πλησίον στον Θεόν· πιστεύσατε στον Χριστόν, δια να εξαλειφθούν αι αμαρτίαι σας.

Πραξ. 3,20         ὅπως ἂν ἔλθωσι καιροὶ ἀναψύξεως ἀπὸ προσώπου τοῦ Κυρίου καὶ ἀποστείλῃ τὸν προκεχειρισμένον ὑμῖν Χριστὸν Ἰησοῦν,

Πραξ. 3,20               Και δια να έλθουν εις σας εκ μέρους του Κυρίου καιροί λυτρώσεως και αναψυχής και να αποστείλη εις σας λυτρωτήν τον Ιησούν Χριστόν, τον οποίον προ πάντων των αιώνων είχε προορίσει και ως ιδικόν σας Μεσσίαν.

Πραξ. 3,21         ὃν δεῖ οὐρανὸν μὲν δέξασθαι ἄχρι χρόνων ἀποκαταστάσεως πάντων ὧν ἐλάλησεν ὁ Θεὸς διὰ στόματος πάντων ἁγίων αὐτοῦ προφητῶν ἀπ᾿ αἰῶνος.

Πραξ. 3,21                Αυτόν, σύμφωνα με τας προφητείας, πρέπει να τον υποδεχθή και να τον έχη εκεί εν μέσω του πνευματικού κόσμου ένδοξον ο ουρανός, έως ότου έλθουν οι προκαθωρισμένοι χρόνοι δια την αποκατάστασιν και ανακαίνισιν του σύμπαντος, δια τους οποίους χρόνους έχει ομιλήσει ο Θεός με το στόμα όλων των δια μέσου των αιώνων αγίων προφητών του.

Πραξ. 3,22         Μωϋσῆς μὲν γὰρ πρὸς τοὺς πατέρας εἶπεν ὅτι προφήτην ὑμῖν ἀναστήσει Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν ἐκ τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν ὡς ἐμέ· αὐτοῦ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἂν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾶς.

Πραξ. 3,22               Διότι ο μεν Μωϋσής είπε στους προγόνους σας, ότι προφήτην ωσάν εμέ, νομοθέτην και μεσίτην, θα αναδείξη εις σας Κυριος ο Θεός σας από τους αδελφούς σας. Αυτόν έχετε καθήκον να υπακούετε εις όλα όσα θα σας διδάξη.

Πραξ. 3,23         ἔσται δὲ πᾶσα ψυχή, ἥτις ἐὰν μὴ ἀκούσῃ τοῦ προφήτου ἐκείνου, ἐξολοθρευθήσεται ἐκ τοῦ λαοῦ.

Πραξ. 3,23               Καθε δε ψυχή, η οποία δεν θα υπακούση στον προφήτην εκείνον, θα εξολοθρευθή ανάμεσα από τον λαόν.

Πραξ. 3,24         καὶ πάντες δὲ οἱ προφῆται ἀπὸ Σαμουὴλ καὶ τῶν καθεξῆς ὅσοι ἐλάλησαν, καὶ κατήγγειλαν τὰς ἡμέρας ταύτας.

Πραξ. 3,24               Και όλοι οι προφήται από τον Σαμουήλ και έπειτα, όσοι εκήρυξαν προς τους προγόνους σας, προανήγγειλαν αυτάς τας ημέρας που ζώμεν σήμερα.

Πραξ. 3,25         ὑμεῖς ἐστε υἱοὶ τῶν προφητῶν καὶ τῆς διαθήκης ἧς διέθετο ὁ Θεὸς πρὸς τοὺς πατέρας ἡμῶν, λέγων πρὸς Ἀβραάμ· καὶ ἐν τῷ σπέρματί σου ἐνευλογηθήσονται πᾶσαι αἱ πατριαὶ τῆς γῆς.

Πραξ. 3,25               Σεις είσθε οι απόγονοι των προφητών και οι κληρονόμοι της διαθήκης, την οποίαν ο Θεός έκαμε με τους πατέρας σας λέγων προς τον Αβραάμ· Δια του Μεσσίου, ο οποίος κατά σάρκα θα είναι ιδικός σου απόγονος, θα ευλογηθούν όλαι αι φυλαί της γης.

Πραξ. 3,26         ὑμῖν πρῶτον ὁ Θεὸς ἀναστήσας τὸν παῖδα αὐτοῦ Ἰησοῦν ἀπέστειλεν αὐτὸν εὐλογοῦντα ὑμᾶς ἐν τῷ ἀποστρέφειν ἕκαστον ἀπὸ τῶν πονηριῶν ὑμῶν.

Πραξ. 3,26               Εις σας πρώτον ο Θεός, αφού ανέστησε τον παίδα του τον Ιησούν, και τον απέδειξε ως Μεσσίαν, τον έστειλε να σας ευλογή, όταν θα μετανοήσετε δια τας αμαρτίας σας και ο καθένας σας θα ξεκόβη από τας πονηρίας σας

 

 

ΠΡΑΞΕΙΣ 4

 

Πραξ. 4,1           Λαλούντων δὲ αὐτῶν πρὸς τὸν λαὸν ἐπέστησαν αὐτοῖς οἱ ἱερεῖς καὶ ὁ στρατηγὸς τοῦ ἱεροῦ καὶ οἱ Σαδδουκαῖοι,

Πραξ. 4,1                  Καθ' ον δε χρόνον ωμιλούσαν οι δύο Απόστολοι στον λαόν, ώρμησαν ξαφνικά εις αυτούς οι ιερείς και ο αξιωματικός ιερεύς, ο στρατηγός, που ήτο επί κεφαλής της φρουράς του ναού και οι Σαδδουκαίοι,

Πραξ. 4,2           διαπονούμενοι διὰ τὸ διδάσκειν αὐτοὺς τὸν λαὸν καὶ καταγγέλλειν ἐν τῷ Ἰησοῦ τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν·

Πραξ. 4,2                 στενοχωρούμενοι και αγανακτούντες επειδή οι Απόστολοι εδίδασκαν τον λαόν και εκύρυτταν την ανάστασιν των νεκρών δια του Ιησού Χριστού.

Πραξ. 4,3           καὶ ἐπέβαλον αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ ἔθεντο εἰς τήρησιν εἰς τὴν αὔριον· ἦν γὰρ ἑσπέρα ἤδη.

Πραξ. 4,3                 Και άπλωσαν επάνω εις αυτούς τα χέρια των, τους επιασαν και τους έβαλαν υπό επιτήρησιν εις την φυλακήν, δια να τους δικάσουν την επομένην ημέραν. Διότι ήτο πλέον εσπέρα και δεν επετρέπετο να γίνη δίκη κατά την νύκτα.

Πραξ. 4,4           πολλοὶ δὲ τῶν ἀκουσάντων τὸν λόγον ἐπίστευσαν, καὶ ἐγενήθη ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀνδρῶν ὡσεὶ χιλιάδες πέντε.

Πραξ. 4,4                 Ομως πολλοί από όσους ήκουσαν το κήρυγμα του Πετρου επίστευσαν και έτσι ο αριθμός των πιστών έγινε περίπου πέντε χιλιάδες, εκτός από τας γυναίκας και τα παιδιά.

Πραξ. 4,5           Ἐγένετο δὲ ἐπὶ τὴν αὔριον συναχθῆναι αὐτῶν τοὺς ἄρχοντας καὶ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ γραμματεῖς εἰς Ἱερουσαλήμ,

Πραξ. 4,5                 Κατά την επομένην ημέραν συνεκεντρώθησαν οι άρχοντες των Ιουδαίων και οι πρεσβύτεροι και οι γραμματείς, που κατοικούσαν εις την Ιερουσαλήμ,

Πραξ. 4,6           καὶ Ἄνναν τὸν ἀρχιερέα καὶ Καϊάφαν καὶ Ἰωάννην καὶ Ἀλέξανδρον καὶ ὅσοι ἦσαν ἐκ γένους ἀρχιερατικοῦ,

Πραξ. 4,6                 όπως επίσης και ο Αννας ο αρχιερεύς και ο Καϊάφας και ο Ιωάννης και ο Αλέξανδρος και όσοι κατήγοντο από οικογένειαν αρχιερατικήν.

Πραξ. 4,7           καὶ στήσαντες αὐτοὺς ἐν τῷ μέσῳ ἐπυνθάνοντο· ἐν ποίᾳ δυνάμει ἢ ἐν ποίῳ ὀνόματι ἐποιήσατε τοῦτο ὑμεῖς;

Πραξ. 4,7                 Αφού, λοιπόν, έβαλαν τους Αποστόλους να σταθούν όρθιοι στο μέσον, τους ανέκριναν και τους ερωτούσαν· “με ποίαν δύναμιν η δια μέσου ποίου ονόματος εκάματε σστούτο, δηλαδή την θεραπείαν του χωλού;”

Πραξ. 4,8           τότε Πέτρος πλησθεὶς Πνεύματος Ἁγίου εἶπε πρὸς αὐτούς· ἄρχοντες τοῦ λαοῦ καὶ πρεσβύτεροι τοῦ Ἰσραήλ,

Πραξ. 4,8                 Τοτε ο Πετρος, αφού εγέμισε και εφωτίσθη από το Πνεύμα το Αγιον, τους είπε· “άρχοντες του λαού και πρεσβύτεροι του Ισραηλιτικού έθνους,

Πραξ. 4,9           εἰ ἡμεῖς σήμερον ἀνακρινόμεθα ἐπὶ εὐεργεσίᾳ ἀνθρώπου ἀσθενοῦς, ἐν τίνι οὗτος σέσωσται,

Πραξ. 4,9                 εάν ημείς σήμερα ανακρινώμεθα δια την ευεργεσίαν, που εκάμαμεν στον άνθρωπον αυτόν, και ειδικώτερον δια μέσου τίνος έχει αυτός σωθή και θεραπευθή από την ασθένειάν του,

Πραξ. 4,10         γνωστὸν ἔστω πᾶσιν ὑμῖν καὶ παντὶ τῷ λαῷ Ἰσραὴλ ὅτι ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου, ὃν ὑμεῖς ἐσταυρώσατε, ὃν ὁ Θεὸς ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, ἐν τούτῳ οὗτος παρέστηκεν ἐνώπιον ὑμῶν ὑγιής.

Πραξ. 4,10               ας γίνη γνωστόν εις όλους σας και εις όλον τον Ισραηλιτικόν λαόν, ότι ο τέως χωλός εθεραπεύθη και στέκεται τώρα ενώπιόν σας υγιής με την επίκλησιν του ονόματος του Ιησού Χριστού του Ναζωραίου, τον οποίον σεις μεν εσταυρώσατε, ο δε Θεός ανέστησε εκ νεκρών.

Πραξ. 4,11         οὗτός ἐστιν ὁ λίθος ὁ ἐξουθενηθεὶς ὑφ᾿ ὑμῶν τῶν οἰκοδομούντων, ὁ γενόμενος εἰς κεφαλὴν γωνίας.

Πραξ. 4,11                Αυτός είναι ο λίθος, τον οποίον σεις, οι πρωτοστατούντες εις την πνευματικήν οικοδομήν του Ισραήλ, τον επεριφρονήσατε ως άχρηστον και ο οποίος εν τούτοις έγινε θεμελιακό αγκωνάρι εις νέαν πνευματικήν οικοδομήν Ισραηλιτών και ειδωλολατρών.

Πραξ. 4,12         καὶ οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία· οὐδὲ γὰρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς.

Πραξ. 4,12               Και δεν είναι δυνατόν με κανένα άλλο πρόσωπον και τρόπον να επιτύχωμεν την σωτηρίαν, διότι δεν υπάρχει κανένα άλλο όνομα κάτω από τον ουρανόν και εις όλην την γην, που να έχη δοθή εκ μέρους του Θεού στους ανθρώπους, δια του οποίου, σύμφωνα με την βουλήν του Θεού, έχει ορισθή να σωθώμεν όλοι μας”.

Πραξ. 4,13         Θεωροῦντες δὲ τὴν τοῦ Πέτρου παῤῥησίαν καὶ Ἰωάννου, καὶ καταλαβόμενοι ὅτι ἄνθρωποι ἀγράμματοί εἰσι καὶ ἰδιῶται, ἐθαύμαζον, ἐπεγίνωσκόν τε αὐτοὺς ὅτι σὺν τῷ Ἰησοῦ ἦσαν,

Πραξ. 4,13                Εκείνοι βλέποντες το θάρρος του Πετρου και του Ιωάννου και έχοντες υπ' όψιν των, ότι ήσαν αγράμματοι άνθρωποι του λαού, κατελαμβάνοντο από θαυμασμόν δια την σοφίαν και την δύναμιν του λόγου των και συγχρόνως ανεγνώριζαν και παρεδέχοντο ότι αυτοί ήσαν μαζή με τον Ιησούν.

Πραξ. 4,14         τὸν δὲ ἄνθρωπον βλέποντες σὺν αὐτοῖς ἑστῶτα τὸν τεθεραπευμένον, οὐδὲν εἶχον ἀντειπεῖν.

Πραξ. 4,14               Βλέποντες δε θεραπευμένον τον τέως χωλόν να στέκεται μαζή με αυτούς, δεν είχαν και δεν εύρισκαν να αντείπουν τίποτε.

Πραξ. 4,15         κελεύσαντες δὲ αὐτοὺς ἔξω τοῦ συνεδρίου ἀπελθεῖν, συνέβαλλον πρὸς ἀλλήλους

Πραξ. 4,15                Αφού δε τους διέταξαν να βγουν έξω από την αίθουσαν του συνεδρίου, ήρχισαν να συζητούν μεταξύ των και να ανταλλάσσουν τας σκέψεις των.

Πραξ. 4,16         λέγοντες· τί ποιήσομεν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις; ὅτι μὲν γὰρ γνωστὸν σημεῖον γέγονε δι᾿ αὐτῶν, πᾶσι τοῖς κατοικοῦσιν Ἱερουσαλὴμ φανερὸν καὶ οὐ δυνάμεθα ἀρνήσασθαι·

Πραξ. 4,16               Λεγοντες· “τι να κάμωμεν με αυτούς τους ανθρώπους; Διότι, ότι μεν βέβαια έγινε από αυτούς θαύμα γνωστόν και αναντίρρητον, είναι πλέον φανερόν εις όλους τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, και δεν ημπορούμεν να το αρνηθούμεν.

Πραξ. 4,17         ἀλλ᾿ ἵνα μὴ ἐπὶ πλεῖον διανεμηθῇ εἰς τὸν λαόν, ἀπειλῇ ἀπειλησώμεθα αὐτοῖς μηκέτι λαλεῖν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τούτῳ μηδενὶ ἀνθρώπων.

Πραξ. 4,17                Δια να μη διαδοθή όμως περισσότερον μεταξύ του λαού το θαύμα, ας τους απειλήσωμεν με μεγάλας τιμωρίας, ώστε να μη ομιλούν εις κανένα πλέον των ανθρώπων δια το όνομά του, δηλαδή δια τον Χριστόν”.

Πραξ. 4,18         καὶ καλέσαντες αὐτοὺς παρήγγειλαν αὐτοῖς τὸ καθόλου μὴ φθέγγεσθαι μηδὲ διδάσκειν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ.

Πραξ. 4,18               Και αφού τους εκάλεσαν πάλιν εις την αίθουσαν, τους έδωσαν την εντολήν να μη κηρύττουν πλέον και να μη διδάσκουν πίστιν στο όνομα του Ιησού Χριστού.

Πραξ. 4,19         ὁ δὲ Πέτρος καὶ Ἰωάννης ἀποκριθέντες πρὸς αὐτοὺς εἶπον· εἰ δίκαιόν ἐστιν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὑμῶν ἀκούειν μᾶλλον ἢ τοῦ Θεοῦ κρίνατε.

Πραξ. 4,19               Αλλά ο Πετρος και ο Ιωάννης απεκρίθησαν προς αυτούς και είπαν· “εάν είναι ορθόν και δίκαιον ενώπιον του Θεού, να υπακούωμεν περισσότερον εις σας παρά στον Θεόν, σκεφθήτε και κρίνετε μόνοι σας.

Πραξ. 4,20         οὐ δυνάμεθα γὰρ ἡμεῖς ἃ εἴδομεν καὶ ἠκούσαμεν μὴ λαλεῖν.

Πραξ. 4,20               Διότι ημείς δεν ημπορούμεν να μη κηρύττωμεν αυτά που είδαμε και ακούσαμε”.

Πραξ. 4,21         οἱ δὲ προσαπειλησάμενοι ἀπέλυσαν αὐτούς, μηδὲν εὑρίσκοντες τὸ πῶς κολάσονται αὐτούς, διὰ τὸν λαόν. ὅτι πάντες ἐδόξαζον τὸν Θεὸν ἐπὶ τῷ γεγονότι·

Πραξ. 4,21               Εκείνοι όμως, αφού διετύπωσαν και νέας απειλάς, τους απέλυσαν, αφ' ενός μεν διότι δεν εύρισκαν τίποτε το ένοχον, δια να τους τιμωρήσουν, αφ' ετέρου δε εξ αιτίας του λαού, διότι όλοι εδόξαζαν τον Θεόν, δια το θαυμαστόν αυτό γεγονός της θεραπείας του χωλού.

Πραξ. 4,22         ἐτῶν γὰρ ἦν πλειόνων τεσσαράκοντα ὁ ἄνθρωπος ἐφ᾿ ὃν ἐγεγόνει τὸ σημεῖον τοῦτο τῆς ἰάσεως.

Πραξ. 4,22               Εδικαιολογείτο δε ο θαυμασμός του λαού, διότι ο εκ γενετής χωλός, στον οποίον έγινε το θαύμα της θεραπείας, ήτο σαράντα ετών και πλέον.

Πραξ. 4,23         Ἀπολυθέντες δὲ ἦλθον πρὸς τοὺς ἰδίους καὶ ἀπήγγειλαν ὅσα πρὸς αὐτοὺς οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι εἶπον.

Πραξ. 4,23               Οταν δε οι Απόστολοι απελύθησαν, ήλθαν στους άλλους πιστούς, με τους οποίους στενότατα, ως αδελφοί της αυτής πνευματικής οικογενείας, συνεδέοντο και τους ανήγγειλαν όσα οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι είχαν είπει εις αυτούς.

Πραξ. 4,24         οἱ δὲ ἀκούσαντες ὁμοθυμαδὸν ἦραν φωνὴν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ εἶπον· Δέσποτα, σὺ ὁ ποιήσας τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς,

Πραξ. 4,24               Εκείνοι δε, όταν ήκουσαν, με μια ψυχή και με μια καρδιά ύψωσαν φωνήν προς τον Θεόν και είπαν· “Δεσποτα, συ, ο οποίος έκαμες τον ουρανόν και την γην και την θάλασσαν και όλα όσα υπάρχουν εις αυτά,

Πραξ. 4,25         ὁ διὰ στόματος Δαυΐδ παιδός σου εἰπών· ἵνα τί ἐφρύαξαν ἔθνη καὶ λαοὶ ἐμελέτησαν κενά;

Πραξ. 4,25               συ, που με το στόμα του δούλου σου Δαυίδ είπες· Διατί εφρύαξαν τα έθνη οι δε λαοί κατέστρωσαν καλομελετημένα, μάταια όμως και ανωφελη, πονηρά σχέδια;

Πραξ. 4,26         παρέστησαν οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ οἱ ἄρχοντες συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ κατὰ τοῦ Κυρίου καὶ κατὰ τοῦ Χριστοῦ αὐτοῦ.

Πραξ. 4,26               Παρετάχθησαν εις πολεμικήν παράταξιν οι βασιλείς της γης και εμαζεύθηκαν στον ίδιον τόπον όλοι οι άρχοντες εναντίον Κυρίου του Θεού και εναντίον του Μεσσίου, τον οποίον ο Θεός έχρισε βασιλέα, προφήτην και αρχιερέα.

Πραξ. 4,27         συνήχθησαν γὰρ ἐπ᾿ ἀληθείας ἐπὶ τὸν ἅγιον παῖδά σου Ἰησοῦν, ὃν ἔχρισας, Ἡρῴδης τε καὶ Πόντιος Πιλᾶτος σὺν ἔθνεσι καὶ λαοῖς Ἰσραήλ,

Πραξ. 4,27               Διότι, πράγματι, Κυριε, εμαζεύθηκαν όλοι αυτοί εναντίον του αγίου παιδός σου Ιησού, τον οποίον συ έστειλες και έχρισες Σωτήρα, ο Ηρώδης και ο Ποντιος Πιλάτος μαζή με τα ειδωλολατρικά έθνη και με τας φυλάς του Ισραήλ,

Πραξ. 4,28         ποιῆσαι ὅσα ἡ χείρ σου καὶ ἡ βουλή σου προώρισε γενέσθαι.

Πραξ. 4,28               δια να πράξουν όχι όλα όσα αυτοί εν τη πονηρία των ήθελαν, αλλά όσα η παντοδύναμος δεξιά σου και η πάνσοφος ιδική σου θέλησις είχε προορίσει να γίνουν.

Πραξ. 4,29         καὶ τὰ νῦν, Κύριε, ἔπιδε ἐπὶ τὰς ἀπειλὰς αὐτῶν, καὶ δὸς τοῖς δούλοις σου μετὰ παῤῥησίας πάσης λαλεῖν τὸν λόγον σου

Πραξ. 4,29               Και τώρα, Κυριε, ρίξε το βλέμμα σου εις τας απειλάς των, με τας οποίας μας φοβερίζουν και δώσε στους δούλους σου δύναμιν και φωτισμόν να λαλούν με κάθε παρρησίαν και να κηρύττουν το θέλημά σου,

Πραξ. 4,30         ἐν τῷ τὴν χεῖρά σου ἐκτείνειν σε εἰς ἴασιν καὶ σημεῖα καὶ τέρατα γίνεσθαι διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ ἁγίου παιδός σου Ἰησοῦ.

Πραξ. 4,30               καθ' ον χρόνον συ θα απλώνης το χέρι σου εις θαυματουργικήν θεραπείαν και θα γίνωνται με την επίκλησιν του ονόματος του αγίου παιδός σου Ιησού καταπληκτικά και αποδεικτικά σημεία και θαύματα”.

Πραξ. 4,31         καὶ δεηθέντων αὐτῶν ἐσαλεύθη ὁ τόπος ἐν ᾧ ἦσαν συνηγμένοι, καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου, καὶ ἐλάλουν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ μετὰ παῤῥησίας.

Πραξ. 4,31                Και όταν αυτοί έτσι παρεκάλεσαν τον Θεόν, εσείσθη ο τόπος, στον οποίον ήσαν συγκεντρωμένοι, και έλαβαν πλουσίως όλοι Αγιον Πνεύμα, διεποτίσθησαν από αυτό και εκήρυτταν τον λόγον του Θεού με θάρρος.

Πραξ. 4,32         Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά.

Πραξ. 4,32               Ολο δε εκείνο το πλήθος των πιστών είχε μια καρδιά και μια ψυχή, ώστε να αποτελούν μίαν αρμονικήν και πνευματικήν κοινωνίαν· και κανείς δεν έλεγεν ότι και το ελάχιστον από τα υπάρχοντα του είναι ιδικόν του, αλλά ήσαν τα πάντα εις αυτούς κοινά και διετίθεντο δια την εξυπηρέτησιν όλων.

Πραξ. 4,33         καὶ μεγάλῃ δυνάμει ἀπεδίδουν τὸ μαρτύριον οἱ ἀπόστολοι τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ χάρις τε μεγάλη ἦν ἐπὶ πάντας αὐτούς.

Πραξ. 4,33               Και με μεγάλην δύναμιν και ως καθήκον ιερόν και μέγα προσέφεραν οι Απόστολοι την μαρτυρίαν των δια την ανάστασιν του Κυρίου Ιησού. Μεγάλη δε χάρις Θεού ήτο εις όλους τους πιστούς.

Πραξ. 4,34         οὐδὲ γὰρ ἐνδεής τις ὑπῆρχεν ἐν αὐτοῖς· ὅσοι γὰρ κτήτορες χωρίων ἢ οἰκιῶν ὑπῆρχον, πωλοῦντες ἔφερον τὰς τιμὰς τῶν πιπρασκομένων καὶ ἐτίθουν παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων·

Πραξ. 4,34               Απόδειξις δε τούτου ήτο ότι δεν υπήρχε μεταξύ αυτών, κανένας που να στερήται, διότι όσοι ήσαν ιδιοκτήται χωραφιών η σπιτιών τα επωλούσαν και έφερναν το αντίτιμον των πωλουμένων και το έθεταν με ευλάβειαν πολλήν κατά γης, κοντά εις τα πόδια των Αποστόλων.

Πραξ. 4,35         διεδίδετο δὲ ἑκάστῳ καθότι ἄν τις χρείαν εἶχεν.

Πραξ. 4,35               Εμοιράζετο δε κατόπιν αυτό το χρήμα στον καθένα ανάλογα με την ανάγκην που είχε.

Πραξ. 4,36         Ἰωσῆς δὲ ὁ ἐπικληθεὶς Βαρνάβας ὑπὸ τῶν ἀποστόλων, ὅ ἔστι μεθερμηνευόμενον υἱὸς παρακλήσεως, Λευΐτης, Κύπριος τῷ γένει,

Πραξ. 4,36               Ο Ιωσής δε, ο οποίος ωνομάσθηκε από τους Αποστόλους Βαρνάβας, που σημαίνει εις την ελληνικήν υιός παρηγορίας και ενισχύσεως και ο οποίος ήτο Λευΐτης γεννηθείς εις την Κυπρον,

Πραξ. 4,37         ὑπάρχοντος αὐτῷ ἀγροῦ, πωλήσας ἤνεγκε τὸ χρῆμα καὶ ἔθηκε παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων.

Πραξ. 4,37               είχε ένα αγρόν. Και αφού τον επώλησε, έφερε τα χρήματα και τα έθεσεν εμπρός εις τα πόδια των Αποστόλων.

 

 

ΠΡΑΞΕΙΣ 5

 

Πραξ. 5,1           Ἀνὴρ δέ τις Ἀνανίας ὀνόματι σὺν Σαπφείρῃ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ ἐπώλησε κτῆμα

Πραξ. 5,1                  Ενας άνθρωπος, Ανανίας ονόματι, μαζή με την γυναίκα του την Σαπφείραν επώλησε το κτήμα του

Πραξ. 5,2           καὶ ἐνοσφίσατο ἀπὸ τῆς τιμῆς, συνειδυίας καὶ τῆς γυναικὸς αὐτοῦ, καὶ ἐνέγκας μέρος τι παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων ἔθηκεν.

Πραξ. 5,2                 και εξεχώρισε και εκράτησε δια τον εαυτόν του ένα μέρος από τα εισπραχθέντα χρήματα, με γνώσιν και συγκατάθεσιν της γυναικός του, εν αγνοία των Αποστόλων. Και αφού έφερε το υπόλοιπον μέρος των χρημάτων, το έθεσε στους πόδας των Αποστόλων.

Πραξ. 5,3           εἶπε δὲ Πέτρος· Ἀνανία, διατί ἐπλήρωσεν ὁ σατανᾶς τὴν καρδίαν σου, ψεύσασθαί σε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ νοσφίσασθαι ἀπὸ τῆς τιμῆς τοῦ χωρίου;

Πραξ. 5,3                  Είπε δε ο Πετρος· “Ανανία, διατί αφήκες τον σατανάν να γεμίση με πονηρίαν την καρδίαν σου, ώστε να πης ψέματα και να θελήσης να απατήσης το Πνεύμα το Αγιον και να κρατήσης δολίως δια τον εαυτόν σου ένα μέρος από το αντίτιμον του χωραφιού;

Πραξ. 5,4           οὐχὶ μένον σοι ἔμενε καὶ πραθὲν ἐν τῇ σῇ ἐξουσίᾳ ὑπῆρχε; τί ὅτι ἔθου ἐν τῇ καρδίᾳ σου τὸ πρᾶγμα τοῦτο; οὐκ ἐψεύσω ἀνθρώποις, ἀλλὰ τῷ Θεῷ.

Πραξ. 5,4                 Πριν πωληθή το χωράφι δεν έμενε ιδικόν σου και αφού επωλήθη, δεν ήτο το αντίτιμόν του εις την εξουσίαν σου να το κρατήσης η να το δώσης; Διατί έβαλες εις την καρδίαν σου αυτήν την πονηράν πράξιν, να εξαπατήσης την Εκκλησίαν και να φανής, ότι από χριστιανικήν τάχα αγάπην προσφέρεις τα πάντα στους πιστούς; Δεν είπες ψέματα εις ανθρώπους, αλλά στο Αγιον Πνεύμα, στον Θεόν”.

Πραξ. 5,5           ἀκούων δὲ ὁ Ἀνανίας τοὺς λόγους τούτους πεσὼν ἐξέψυξε, καὶ ἐγένετο φόβος μέγας ἐπὶ πάντας τοὺς ἀκούοντας ταῦτα.

Πραξ. 5,5                  Ενώ δε ήκουε τους λόγους αυτούς ο Ανανίας και σχεδόν πριν τελειώση ο Πετρος, έπεσε καταγής και εξεψύχησε. Και έπεσε μεγάλος φόβος εις όλους εκείνους που ήκουαν αυτά.

Πραξ. 5,6           ἀναστάντες δὲ οἱ νεώτεροι συνέστειλαν αὐτὸν καὶ ἐξενέγκαντες ἔθαψαν.

Πραξ. 5,6                 Οι νεώτεροι δε εσηκώθησαν αμέσως, περιετύλιξαν το νεκρό σώμα του Ανανίου με νεκρικά σάβανα, το μετέφεραν έξω από την πόλιν και το έθαψαν.

Πραξ. 5,7           Ἐγένετο δὲ ὡς ὡρῶν τριῶν διάστημα καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ, μὴ εἰδυῖα τὸ γεγονός, εἰσῆλθεν.

Πραξ. 5,7                  Υστερον δε από διάστημα τριών περίπου ωρών η σύζυγος του Ανανίου, η οποία δεν είχε ακόμη πληροφορηθή το γεγονός αυτό, ήλθεν στον τόπον της συγκεντρώσεως των πιστών.

Πραξ. 5,8           ἀπεκρίθη δὲ αὐτῇ ὁ Πέτρος· εἰπέ μοι, εἰ τοσούτου τὸ χωρίον ἀπέδοσθε; ἡ δὲ εἶπε· ναί, τοσούτου.

Πραξ. 5,8                 Την ηρώτησε δε ο Πετρος· πες μου, πράγματι αντί τόσου ποσού επωλήσατε το χωράφι;” Εκείνη δε είπε· “ναι, αντί τόσου”.

Πραξ. 5,9           ὁ δὲ Πέτρος εἶπε πρὸς αὐτήν· τί ὅτι συνεφωνήθη ὑμῖν πειράσαι τὸ Πνεῦμα Κυρίου; ἰδοὺ οἱ πόδες τῶν θαψάντων τὸν ἄνδρα σου ἐπὶ τῇ θύρᾳ καὶ ἐξοίσουσί σε.

Πραξ. 5,9                 Ο δε Πετρος της είπε τότε· “διατί εσυμφωνήσατε συ και ο σύζυγός σου να πειράξετε με την ψευδολογίαν και απάτην το Πνεύμα του Κυρίου; Ιδού, τα πόδια εκείνων, που έθαψαν τον άνδρα σου είναι τώρα εις την θύραν και θα μεταφέρουν και σε έξω από την πόλιν, δια να σε θάψουν”.

Πραξ. 5,10         ἔπεσε δὲ παραχρῆμα παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ἐξέψυξεν· εἰσελθόντες δὲ οἱ νεανίσκοι εὗρον αὐτὴν νεκράν, καὶ ἐξενέγκαντες ἔθαψαν πρὸς τὸν ἄνδρα αὐτῆς.

Πραξ. 5,10                Επεσε δε και αυτή αμέσως κοντά εις τα πόδια του Πετρου και εξεψύχησε. Οταν δε εισήλθαν οι νέοι, ευρήκαν και αυτήν νεκράν. Και αφού την έβγαλαν έξω από την πόλιν, την έθαψαν κοντά στον σύζυγόν της.

Πραξ. 5,11         καὶ ἐγένετο φόβος μέγας ἐφ᾿ ὅλην τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἐπὶ πάντας τοὺς ἀκούοντας ταῦτα.

Πραξ. 5,11                Και έπεσε μεγάλος φόβος εις όλην την Εκκλησίαν και εις όλους όσοι επληροφορούντο τα φοβερά αυτά γεγονότα.

Πραξ. 5,12         Διὰ δὲ τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τῷ λαῷ πολλά· καὶ ἦσαν ὁμοθυμαδὸν ἅπαντες ἐν τῇ στοᾷ Σολομῶντος·

Πραξ. 5,12                Με τα χέρια δε των Αποστόλων εγίνοντο πολλά και μεγάλα θαύματα, που επιμαρτυρούσαν την αλήθειαν του κηρύγματός των και επροκαλούσαν κατάπληξιν στον λαόν. Και ήσαν όλοι με μια καρδιά και με μια γνώμη εις την στοάν του Σολομώντος.

Πραξ. 5,13         τῶν δὲ λοιπῶν οὐδεὶς ἐτόλμα κολλᾶσθαι αὐτοῖς, ἀλλ᾿ ἐμεγάλυνεν αὐτοὺς ὁ λαός·

Πραξ. 5,13                Από δε τους άλλους, που είχαν πιστεύσει, κανείς δεν ετολμούσε να τους πλησιάση και να ανακατευθή με θάρρος μαζή των, αλλά ο λαός τους ετιμούσε και τους εδόξαζε.

Πραξ. 5,14         μᾶλλον δὲ προσετίθεντο πιστεύοντες τῷ Κυρίῳ πλήθη ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν,

Πραξ. 5,14                Οσον δε επερνούσαν αι ημέραι, ολονέν περισσότερα πλήθη ανδρών και γυναικών προσειλκύοντο εις την πίστιν του Κυρίου και επροστίθεντο στον αριθμόν των πιστών.

Πραξ. 5,15         ὥστε κατὰ τὰς πλατείας ἐκφέρειν τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τιθέναι ἐπὶ κλινῶν καὶ κραβάττων, ἵνα ἐρχομένου Πέτρου κἂν ἡ σκιὰ ἐπισκιάσῃ τινὶ αὐτῶν.

Πραξ. 5,15                Ο σεβασμός δε και η εκτίμησις του λαού προς αυτούς δια την θείαν δύναμιν, που ενεργούσε δια μέσου αυτών, ήτο τόσος, ώστε έβγαζαν τους ασθενείς εις τας πλατείας και τους έβαζαν οι μεν πλούσιοι επάνω εις κλίνας, οι δε πτωχοί εις απέριττα κρεββάτια, ώστε, όταν θα ήρχετο και θα επερνούσε ο Πετρος, και η σκια του έστω να πέση επάνω εις κανένα από αυτούς, δια να τον θεραπεύση.

Πραξ. 5,16         συνήρχετο δὲ καὶ τὸ πλῆθος τῶν πέριξ πόλεων εἰς Ἱερουσαλὴμ φέροντες ἀσθενεῖς καὶ ὀχλουμένους ὑπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων, οἵτινες ἐθεραπεύοντο ἅπαντες.

Πραξ. 5,16                Αλλά και το πλήθος των γύρω πόλεων εμαζεύοντο εις την Ιερουσαλήμ και έφεραν τους ασθενείς και αυτούς που ηνωχλούντο από πονηρά πνεύματα, οι οποίοι και εθεραπεύοντο όλοι.

Πραξ. 5,17         Ἀναστὰς δὲ ὁ ἀρχιερεὺς καὶ πάντες οἱ σὺν αὐτῷ, ἡ οὖσα αἵρεσις τῶν Σαδδουκαίων, ἐπλήσθησαν ζήλου

Πραξ. 5,17                Ο αρχιερεύς όμως και όλοι όσοι ήσαν μαζή με αυτόν, αυτοί που αποτελούσαν την θρησκευτικήν παράταξιν των Σαδδουκαίων, εκυριεύθησαν από φθόνον και κακίαν και εκινήθησαν εναντίον των Αποστόλων.

Πραξ. 5,18         καὶ ἐπέβαλον τὰς χεῖρας αὐτῶν ἐπὶ τοὺς ἀποστόλους, καὶ ἔθεντο αὐτοὺς ἐν τηρήσει δημοσίᾳ.

Πραξ. 5,18                Απλωσαν δε τα χέρια τους στους Αποστόλους, τους επιασαν και τους έβαλαν υπό επιτήρησιν εις την δημοσίαν φυλακήν.

Πραξ. 5,19         ἄγγελος δὲ Κυρίου διὰ τῆς νυκτὸς ἤνοιξε τὰς θύρας τῆς φυλακῆς, ἐξαγαγών τε αὐτοὺς εἶπε·

Πραξ. 5,19                Αγγελος όμως Κυρίου κατά την νύκτα ήνοιξε τας θύρας της φυλακής, τους έβγαλε έξω και τους είπε·

Πραξ. 5,20         πορεύεσθε, καὶ σταθέντες λαλεῖτε ἐν τῷ ἱερῷ τῷ λαῷ πάντα τὰ ῥήματα τῆς ζωῆς ταύτης.

Πραξ. 5,20               “πηγαίνετε, σταθήτε με θάρρος και διδάσκετε εις τας αυλάς του ναού τον λαόν όλα τα λόγια της νέας αυτής ζωής, που σας μετέδωκε ο Ιησούς”.

Πραξ. 5,21         ἀκούσαντες δὲ εἰσῆλθον ὑπὸ τὸν ὄρθρον εἰς τὸ ἱερὸν καὶ ἐδίδασκον. παραγενόμενος δὲ ὁ ἀρχιερεὺς καὶ οἱ σὺν αὐτῷ συνεκάλεσαν τὸ συνέδριον καὶ πᾶσαν τὴν γερουσίαν τῶν υἱῶν Ἰσραήλ. καὶ ἀπέστειλαν εἰς τὸ δεσμωτήριον ἀχθῆναι αὐτούς.

Πραξ. 5,21                Ηκουσαν οι Απόστολοι αυτά, εισήλθαν, ενώ ακόμη ήτο όρθρος, στον ιερόν τόπον και εδίδασκον. Ηλθε δε κατά την πρωΐαν ο αρχιερεύς και όσοι ήσαν μαζή του στον τόπον των συνεδριάσεων, εκάλεσαν το συνέδριον και όλην την γερουσίαν των Ισραηλιτών και έστειλαν ανθρώπους εις την φυλακήν, δια να φέρουν προ του συνεδρίου τους Αποστόλους.

Πραξ. 5,22         οἱ δὲ ὑπηρέται παραγενόμενοι οὐχ εὗρον αὐτοὺς ἐν τῇ φυλακῇ, ἀναστρέψαντες δὲ ἀπήγγειλαν

Πραξ. 5,22               Οι υπηρέται όμως ήλθον εις την φυλακήν και δεν τους ευρήκαν· επιστρέψαντες δε στο συνέδριον ανέφεραν το γεγονός,

Πραξ. 5,23         λέγοντες ὅτι τὸ μὲν δεσμωτήριον εὕρομεν κεκλεισμένον ἐν πάσῃ ἀσφαλείᾳ καὶ τοὺς φύλακας ἑστῶτας πρὸ τῶν θυρῶν, ἀνοίξαντες δὲ ἔσω οὐδένα εὕρομεν.

Πραξ. 5,23               λέγοντες· “ότι το μεν δεσμωτήριον το ευρήκαμεν κλεισμένον με κάθε ασφάλειαν και τους φρουρούς να στέκωνται όρθιοι εμπρός από τας θύρας, όταν όμως ανοίξαμε, δεν ευρήκαμε κανένα μέσα εις την φυλακήν”.

Πραξ. 5,24         ὡς δὲ ἤκουσαν τοὺς λόγους τούτους ὅ τε ἱερεὺς καὶ ὁ στρατηγὸς τοῦ ἱεροῦ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς, διηπόρουν περὶ αὐτῶν τί ἂν γένοιτο τοῦτο.

Πραξ. 5,24               Οταν δε ήκουσαν αυτούς τους λόγους ο αρχιερεύς και ο στρατηγός της φρουράς του ιερού και οι άλλοι αρχιερείς κατελήφθησαν από μεγάλην απορίαν δι' αυτά, που ήκουσαν, και διηρωτώντο, πως συνέβη και τι ημπορεί τάχα να γίνη με το γεγονός αυτό.

Πραξ. 5,25         παραγενόμενος δέ τις ἀπήγγειλεν αὐτοῖς ὅτι ἰδοὺ οἱ ἄνδρες, οὓς ἔθεσθε ἐν τῇ φυλακῇ, εἰσὶν ἐν τῷ ἱερῷ ἑστῶτες καὶ διδάσκοντες τὸν λαόν.

Πραξ. 5,25               Εν τω μεταξύ όμως ήλθεν κάποιος και τους ανήγγειλε ότι· “ιδού, οι άνδρες, τους οποίους σεις εβάλατε εις την φυλακήν, ευρίσκονται τώρα εις την αυλήν του ναού και διδάσκουν τον λαόν”.

Πραξ. 5,26         τότε ἀπελθὼν ὁ στρατηγὸς σὺν τοῖς ὑπηρέταις ἤγαγεν αὐτοὺς οὐ μετὰ βίας· ἐφοβοῦντο γὰρ τὸν λαόν, ἵνα μὴ λιθασθῶσιν·

Πραξ. 5,26               Τοτε επήγε εκεί ο στρατηγός, μαζή με τους υπηρέτας και τους έφερε στο συνέδριον όχι δια της βίας, επειδή εφοβούντο μήπως λιθοβοληθούν από τον λαόν.

Πραξ. 5,27         ἀγαγόντες δὲ αὐτοὺς ἔστησαν ἐν τῷ συνεδρίῳ. καὶ ἐπηρώτησεν αὐτοὺς ὁ ἀρχιερεὺς

Πραξ. 5,27               Αφού δε τους έφεραν, τους έβαλαν ως κατηγορουμένους και υποδίκους, να σταθούν όρθιοι εν μέσω του συνεδρίου και τους ηρώτησεν ο αρχιερεύς

Πραξ. 5,28         λέγων· οὐ παραγγελίᾳ παρηγγείλαμεν ὑμῖν μὴ διδάσκειν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τούτῳ; καὶ ἰδοὺ πεπληρώκατε τὴν Ἱερουσαλὴμ τῆς διδαχῆς ὑμῶν, καὶ βούλεσθε ἐπαγαγεῖν ἐφ᾿ ἡμᾶς τὸ αἷμα τοῦ ἀνθρώπου τούτου.

Πραξ. 5,28               λέγων· “δεν σας εδώσαμε αυστηράν εντολήν, να μη διδάσκετε στο όνομα τούτο; Και ιδού σεις εγεμίσατε την Ιερουσαλήμ με την διδασκαλίαν σας και θέλετε να ρίξετε επάνω εις ημάς την ευθύνην δια το αίμα αυτού του ανθρώπου” (την οποίαν εν τούτοις ευθύνην αυτοί είχαν αναλάβει ενώπιον του Πιλάτου λέγοντες· Το αίμα αυτού εφ' ημάς και επί τα τέκνα ημών).

Πραξ. 5,29         ἀποκριθεὶς δὲ Πέτρος καὶ οἱ ἀπόστολοι εἶπον· πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις.

Πραξ. 5,29               Απεκρίθη δε ο Πετρος και οι άλλοι Απόστολοι και είπαν· “πρέπει να υπακούωμεν στον Θεόν μάλλον (ο οποίος και κατά την νύκτα αυτήν μας διέταξε με τον άγγελόν του να κηρύξωμεν την αλήθειαν) και όχι εις σας τους ανθρώπους, που μας εδώσατε διαταγήν να σιωπήσωμεν.

Πραξ. 5,30         ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν ἤγειρεν Ἰησοῦν, ὃν ὑμεῖς διεχειρίσασθε κρεμάσαντες ἐπὶ ξύλου·

Πραξ. 5,30               Ο Θεός των πατέρων μας ανέστησε εκ νεκρών τον Ιησούν, τον οποίον σεις εφονεύσατε, κρεμάσαντες επάνω στο ξύλον του σταυρού.

Πραξ. 5,31         τοῦτον ὁ Θεὸς ἀρχηγὸν καὶ σωτῆρα ὕψωσε τῇ δεξιᾷ αὐτοῦ δοῦναι μετάνοιαν τῷ Ἰσραὴλ καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν.

Πραξ. 5,31                Αυτόν ο Θεός τον ύψωσε με την παντοδύναμον αυτού δεξιάν και τον ανέδειξε αρχηγόν και Σωτήρα, να δίδη μετάνοιαν στους Ισραηλίτας και άφεσιν αμαρτιών.

Πραξ. 5,32         καὶ ἡμεῖς ἐσμεν αὐτοῦ μάρτυρες τῶν ῥημάτων τούτων, καὶ τὸ Πνεῦμα δὲ τὸ Ἅγιον ὃ ἔδωκεν ὁ Θεὸς τοῖς πειθαρχοῦσιν αὐτῷ.

Πραξ. 5,32               Και ημείς είμεθα αυτόπται μάρτυρες, που ηκούσαμεν και είδομεν αυτόν, δια να κηρύττωμεν τα λόγια και τα γεγονότα αυτά, καθ' ον χρόνον και αυτό το Αγιον Πνεύμα, που έδωκεν ο Θεός εις όσους τον υπακούουν, μαρτυρεί την αλήθειαν των λόγων μας με τα θαύματα και τα χαρίσματά του”.

Πραξ. 5,33         οἱ δὲ ἀκούσαντες διεπρίοντο καὶ ἐβουλεύοντο ἀνελεῖν αὐτούς.

Πραξ. 5,33               Εκείνοι όμως, όταν ήκουσαν τα λόγια αυτά, εταράχθησαν, έτριζαν τα δόντια των με οργήν και συζητούσαν μεταξύ των, να καταδικάσουν αυτούς εις θάνατον.

Πραξ. 5,34         Ἀναστὰς δέ τις ἐν τῷ συνεδρίῳ Φαρισαῖος ὀνόματι Γαμαλιήλ, νομοδιδάσκαλος τίμιος παντὶ τῷ λαῷ, ἐκέλευσεν ἔξω βραχύ τι τοὺς ἀποστόλους ποιῆσαι,

Πραξ. 5,34               Εσηκώθηκε όμως μέσα στο συνέδριον ένας Φαρισαίος, ονόματι Γαμαλιήλ, διδάσκαλος του Νομου, άνθρωπος κύρους και υπολήψεως ενώπιον όλου του λαού, και διέταξε να βγάλουν δι' ολίγον έξω από την αίθουσαν τους Αποστόλους.

Πραξ. 5,35         εἶπέ τε πρὸς αὐτούς· ἄνδρες Ἰσραηλῖται, προσέχετε ἑαυτοῖς ἐπὶ τοῖς ἀνθρώποις τούτοις τί μέλλετε πράσσειν.

Πραξ. 5,35               Και είπε τότε προς τους συνέδρους· “άνδρες Ισραηλίται, προσέχετε καλά τους εαυτούς σας και αναλογισθήτε την ευθύνην σας, δι' αυτό που σκέπτεσθε να πράξετε εναντίον αυτών των ανθρώπων.

Πραξ. 5,36         πρὸ γὰρ τούτων τῶν ἡμερῶν ἀνέστη Θευδᾶς, λέγων εἶναί τινα ἑαυτόν, ᾧ προσεκλίθη ἀριθμὸς ἀνδρῶν ὡσεὶ τετρακοσίων· ὃς ἀνῃρέθη, καὶ πάντες ὅσοι ἐπείθοντο αὐτῷ διελύθησαν καὶ ἐγένοντο εἰς οὐδέν.

Πραξ. 5,36               Διότι, πριν από τας ημέρας αυτάς, παρουσιάστηκε ο Θευδάς, ο οποίος έλεγε δια τον ευατόν του ότι είναι τάχα κάποιος μεγάλος. Τον ηκολούθησαν ως οπαδοί του κάπου τετρακόσιοι άνθρωποι. Αλλά εφονεύθη αυτός, και όλοι όσοι επίστευον εις αυτόν διελύθησαν και εξωλοθρεύθησαν.

Πραξ. 5,37         μετὰ τοῦτον ἀνέστη Ἰούδας ὁ Γαλιλαῖος ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς ἀπογραφῆς καὶ ἀπέστησε λαὸν ἱκανὸν ὀπίσω αὐτοῦ· κἀκεῖνος ἀπώλετο, καὶ πάντες ὅσοι ἐπείθοντο αὐτῷ διεσκορπίσθησαν.

Πραξ. 5,37               Επειτα από αυτόν παρουσιάσθηκε ο Ιούδας ο Γαλιλαίος κατά τας ημέρας που έγινε από τους Ρωμαίους η απογραφή, και ετράβηξε με το μέρος του αρκετόν λαόν, αλλά και εκείνος εθανατώθηκε και εχάθηκε και όλοι όσοι τον υπήκουαν διεσκορπίσθησαν.

Πραξ. 5,38         καὶ τὰ νῦν λέγω ὑμῖν, ἀπόστητε ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων τούτων καὶ ἐάσατε αὐτούς· ὅτι ἐὰν ᾖ ἐξ ἀνθρώπων ἡ βουλὴ αὕτη ἢ τὸ ἔργον τοῦτο, καταλυθήσεται·

Πραξ. 5,38               Και τώρα εγώ σας λέγω, σταθήτε μακρυά από τους ανθρώπους τούτους, αφήσατέ τους και μη απλώνετε επάνω των τα χέρια σας. Διότι, εάν αυτό που σχεδιάζουν η το έργον που πράττουν προέρχεται εξ ανθρώπων, θα διαλυθή μόνο του.

Πραξ. 5,39         εἰ δὲ ἐκ Θεοῦ ἐστιν, οὐ δύνασθε καταλῦσαι αὐτό, μή ποτε καὶ θεομάχοι εὑρεθῆτε.

Πραξ. 5,39               Εάν όμως είναι εκ του Θεού, δεν ημπορείτε σεις να το καταστρέψετε. Σκεφθήτε δε, μήπως γίνετε και θεομάχοι, πολεμούντες τον Θεόν και το έργον του”.

Πραξ. 5,40         ἐπείσθησαν δὲ αὐτῷ, καὶ προσκαλεσάμενοι τοὺς ἀποστόλους δείραντες παρήγγειλαν μὴ λαλεῖν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἀπέλυσαν αὐτούς.

Πραξ. 5,40               Επείσθησαν δε εις αυτόν τα μέλη του συνεδρίου και αφού επροσκάλεσαν τους Αποστόλους πάλιν εις την αίθουσαν, τους έδειραν, τους παρήγγειλαν να μη κηρύττουν πλέον επί τω ονόματι του Ιησού και κατόπιν τους απέλυσαν.

Πραξ. 5,41         οἱ μὲν οὖν ἐπορεύοντο χαίροντες ἀπὸ προσώπου τοῦ συνεδρίου, ὅτι ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ κατηξιώθησαν ἀτιμασθῆναι·

Πραξ. 5,41                Αλλά οι Απόστολοι, ύστερα από όλα αυτά, ανεχώρησαν από το συνέδριον χαίροντες, διότι ηξιώθησαν της μεγάλης τιμής να υποστούν εξευτελιστικήν τιμωρίαν χάριν του ονόματος του Χριστού.

Πραξ. 5,42         πᾶσαν τε ἡμέραν ἐν τῷ ἱερῷ καὶ κατ᾿ οἶκον οὐκ ἐπαύοντο διδάσκοντες καὶ εὐαγγελιζόμενοι Ἰησοῦν τὸν Χριστόν.

Πραξ. 5,42               Δεν εσταματούσαν δε κάθε ημέραν, τόσον ενώπιον του λαού στο ιερόν, όσον και ιδιαιτέρως εις τα σπίτια, να διδάσκουν και να μεταδίδουν την χαρμόσυνον αγγελίαν, ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός ο σταλμένος από τον Θεόν Σωτήρ.

 

 

ΠΡΑΞΕΙΣ 6

 

Πραξ. 6,1           Ἐν δὲ ταῖς ἡμέραις ταύταις πληθυνόντων τῶν μαθητῶν ἐγένετο γογγυσμὸς τῶν Ἑλληνιστῶν πρὸς τοὺς Ἑβραίους, ὅτι παρεθεωροῦντο ἐν τῇ διακονίᾳ τῇ καθημερινῇ αἱ χῆραι αὐτῶν.

Πραξ. 6,1                  Κατά τας ημέρας δε αυτάς, καθώς ηύξανε ο αριθμός των πιστών, οι Εβραίοι Χριστιανοί, οι οποίοι κατήγοντο από ξένας περιοχάς και ωμιλούσαν την ελληνικήν γλώσσαν και ελέγοντο Ελληνισταί, ήρχισαν να γογγύζουν και να παραπονούνται εναντίον των Εβραίων Χριστιανών της Ιουδαίας, διότι αι χήραι αυτών παρεμερίζοντο και παρημελούντο εις την καθημερινήν υπηρεσίαν της διανομής τροφών και βοηθημάτων.

Πραξ. 6,2           προσκαλεσάμενοι δὲ οἱ δώδεκα τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν εἶπον· οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις.

Πραξ. 6,2                 Οι δώδεκα Απόστολοι τότε, αφού προσεκάλεσαν όλον το πλήθος των πιστών, είπαν· “δεν είναι ορθόν και αρεστόν στον Θεόν, να αφήσωμεν ημείς το κήρυγμα του θείου λόγου και να υπηρετούμεν εις τας τραπέζας του φαγητού.

Πραξ. 6,3           ἐπισκέψασθε οὖν, ἀδελφοί, ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρτυρουμένους ἑπτά, πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καὶ σοφίας, οὓς καταστήσομεν ἐπὶ τῆς χρείας ταύτης·

Πραξ. 6,3                 Δι' αυτό, αδελφοί, εξετάσατε με πολλήν προσοχήν και εκλέξατε ανάμεσα σας επτά άνδρας, οι οποίοι να έχουν καλήν μαρτυρίαν από όλους, να είναι δε γεμάτοι από Αγιον Πνεύμα και σοφίαν και τους οποίους ημείς θα εγκαταστήσωμεν δια την υπηρεσίαν αυτήν.

Πραξ. 6,4           ἡμεῖς δὲ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου προσκαρτερήσομεν.

Πραξ. 6,4                 Ημείς δε θα επιμείνωμεν ακόμη περισσότερον και θα ασχοληθώμεν με μεγαλύτερον ζήλον εις την προσευχήν και την υπηρεσίαν του κηρύγματος”.

Πραξ. 6,5           καὶ ἤρεσεν ὁ λόγος ἐνώπιον παντὸς τοῦ πλήθους· καὶ ἐξελέξαντο Στέφανον, ἄνδρα πλήρη πίστεως καὶ Πνεύματος Ἁγίου, καὶ Φίλιππον καὶ Πρόχορον καὶ Νικάνορα καὶ Τίμωνα καὶ Παρμενᾶν καὶ Νικόλαον προσήλυτον Ἀντιοχέα,

Πραξ. 6,5                 Και ήρεσεν ο λόγος αυτός εις όλον το πλήθος των πιστών. Και εξέλεξαν τον Στέφανον, άνδρα γεμάτον πίστιν και Πνεύμα Αγιον, και τον Φιλιππον και τον Πρόχορον και τον Νικάνορα και τον Τιμωνα και τον Παρμενάν και τον Νικόλαον, ο οποίος υπήρξεν ειδωλολάτρης από την Αντιόχειαν και πριν να πιστεύση στον Χριστόν είχε προσηλυτισθή εις την ιουδαϊκήν θρησκείαν.

Πραξ. 6,6           οὓς ἔστησαν ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων, καὶ προσευξάμενοι ἐπέθηκαν αὐτοῖς τὰς χεῖρας.

Πραξ. 6,6                 Αυτούς, λοιπόν, τους παρουσίασαν μετά την εκλογήν των εμπρός στους Αποστόλους. Και οι Απόστολοι, αφού προσευχήθηκαν, έβαλαν επάνω εις αυτούς τας χείρας των, δια να τους μεταδοθή η ειδική δια το έργον των θεία χάρις.

Πραξ. 6,7           καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ηὔξανε, καὶ ἐπληθύνετο ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν ἐν Ἱερουσαλὴμ σφόδρα, πολύς τε ὄχλος τῶν Ἰουδαίων ὑπήκουον τῇ πίστει.

Πραξ. 6,7                 Και το κήρυγμα του θείου λόγου ηπλώνετο και διεδίδετο και ο αριθμός των μαθητών εις την Ιερουσαλήμ ηύξανε και επληθύνετο παρά πολύ και πολύ πλήθος από τους Ιουδαίους εδέχοντο την νέαν πίστιν και υπετάσσοντο εις αυτήν.

Πραξ. 6,8           Στέφανος δὲ πλήρης πίστεως καὶ δυνάμεως ἐποίει τέρατα καὶ σημεῖα μεγάλα ἐν τῷ λαῷ

Πραξ. 6,8                 Ο δε Στέφανος, γεμάτος πίστιν και δύναμιν Θεού, έκανε μεταξύ του λαού καταπληκτικά θαύματα και υπερφυσικά έργα, που μαρτυρούσαν την αλήθειαν της πίστεως.

Πραξ. 6,9           ἀνέστησαν δέ τινες τῶν ἐκ τῆς συναγωγῆς τῆς λεγομένης Λιβερτίνων καὶ Κυρηναίων καὶ Ἀλεξανδρέων καὶ τῶν ἀπὸ Κιλικίας καὶ Ἀσίας συζητοῦντες τῷ Στεφάνῳ,

Πραξ. 6,9                 Μερικοί δε Εβραίοι από την συναγωγήν, που ελέγετο συναγωγή των Λιβερτίνων, των δούλων δηλαδή που είχαν απελευθερώσει οι Ρωμαίοι, και από την συναγωγήν των Κυρηναίων και Αλεξανδρέων καθώς και των Ιουδαίων της Κιλικίας και της Ασίας, εσηκώθηκαν με φανατισμόν και πείσμα και συζητούσαν με τον Στέφανον.

Πραξ. 6,10         καὶ οὐκ ἴσχυον ἀντιστῆναι τῇ σοφίᾳ καὶ τῷ πνεύματι ᾧ ἐλάλει.

Πραξ. 6,10               Αλλά δεν ημπορούσαν να αντισταθούν εις την σοφίαν και στο πνεύμα, με το οποίον ωμιλούσε ο Στέφανος.

Πραξ. 6,11         τότε ὑπέβαλον ἄνδρας λέγοντας ὅτι ἀκηκόαμεν αὐτοῦ λαλοῦντος ῥήματα βλάσφημα εἰς Μωϋσῆν καὶ τὸν Θεόν·

Πραξ. 6,11                Τοτε εδωροδόκησαν και έβαλαν μερικούς άνδρας, οι οποίοι και ήρχισαν να λέγουν ότι ημείς έχομεν ακούσει τον Στέφανον να λέγη βλάσφημα λόγια εναντίον του Μωϋσέως και του Θεού.

Πραξ. 6,12         συνεκίνησάν τε τὸν λαὸν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ τοὺς γραμματεῖς, καὶ ἐπιστάντες συνήρπασαν αὐτὸν καὶ ἤγαγον εἰς τὸ συνέδριον,

Πραξ. 6,12               Και έφεραν αναταραχήν και εξέγερσιν στον λαόν και τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς εναντίον του Στεφάνου, και όλοι μαζή ώρμησαν έξαφνα και ήρπασαν τον Στέφανον και τον έφεραν στο συνέδριον.

Πραξ. 6,13         ἔστησάν τε μάρτυρας ψευδεῖς λέγοντας· ὁ ἄνθρωπος οὗτος οὐ παύεται ῥήματα βλάσφημα λαλῶν κατὰ τοῦ τόπου τοῦ ἁγίου καὶ τοῦ νόμου·

Πραξ. 6,13                Και παρουσίασαν ψευδομάρτυρας, οι οποίοι έλεγαν· “ο άνθρωπος αυτός δεν παύει να λέγη βλάσφημα λόγια εναντίον του αγίου τόπου, δηλαδή του ναού, και εναντίον του Νομου.

Πραξ. 6,14         ἀκηκόαμεν γὰρ αὐτοῦ λέγοντος ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος οὗτος καταλύσει τὸν τόπον τοῦτον καὶ ἀλλάξει τὰ ἔθη ἃ παρέδωκεν ἡμῖν Μωϋσῆς.

Πραξ. 6,14               Διότι ημείς με τα ίδια μας τα αυτιά τον έχομε ακούσει να λέγη ότι ο Ιησούς ο Ναζωραίος θα καταστρέψη αυτόν τον ιερόν τόπον και θα αλλάξη τα ιερά έθιμα, που μας έχει παραδώσει ο Μωϋσής με τον νόμον του”.

Πραξ. 6,15         καὶ ἀτενίσαντες εἰς αὐτὸν ἅπαντες οἱ καθεζόμενοι ἐν τῷ συνεδρίῳ εἶδον τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡσεὶ πρόσωπον ἀγγέλου.

Πραξ. 6,15                Και όταν όλοι οι δικασταί, που εκάθηντο στο συνέδριον, εγύρισαν τα βλέμματα προς τον Στέφανον, είδαν το πρόσωπόν του ν' ακτινοβολή ωσάν να ήτο πρόσωπον αγγέλου.

 

 

ΠΡΑΞΕΙΣ 7

 

Πραξ. 7,1           Εἶπε δὲ ὁ ἀρχιερεύς· εἰ ἄρα ταῦτα οὕτως ἔχει;

Πραξ. 7,1                  Είπε δε ο αρχιερεύς· “πες μας, είναι τάχα αληθινά, όσα καταγγέλλουν οι μάρτυρες;”

Πραξ. 7,2           ὁ δὲ ἔφη· ἄνδρες ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἀκούσατε. ὁ Θεὸς τῆς δόξης ὤφθη τῷ πατρὶ ἡμῶν Ἀβραὰμ ὄντι ἐν τῇ Μεσοποταμίᾳ, πρὶν ἢ κατοικῆσαι αὐτὸν ἐν Χαῤῥάν,

Πραξ. 7,2                 Ο δε Στέφανος είπε· “άνδρες αδελφοί και πατέρες, ακούσατε. Ο Θεός της δόξης παρουσιάσθηκε στον πρόγονον μας, τον Αβραάμ, όταν ήτο εις την Μεσοποταμίαν, πριν ακόμη κατοικήση εις την Χαρράν.

Πραξ. 7,3           καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου, καὶ δεῦρο εἰς γῆν ἥν ἄν σοι δείξω.

Πραξ. 7,3                  Και είπε εις αυτόν· Αναχώρησε από τον τόπον σου και από τους συγγενείς σου και έλα εις περιοχήν, την οποίαν εγώ θα σου δείξω.

Πραξ. 7,4           τότε ἐξελθὼν ἐκ γῆς Χαλδαίων κατῴκησεν ἐν Χαῤῥάν. κἀκεῖθεν μετὰ τὸ ἀποθανεῖν τὸν πατέρα αὐτοῦ μετῴκησεν αὐτὸν εἰς τὴν γῆν ταύτην εἰς ἣν ὑμεῖς νῦν κατοικεῖτε·

Πραξ. 7,4                 Τοτε ο Αβραάμ ανεχώρησε από την χώραν των Χαλδαίων και εγκατεστάθη εις την Χαρράν. Από εκεί, μετά τον θάνατον του πατρός του, τον έβαλε ο Θεός να κατοικήση εις την γην αυτήν, εις την οποίαν και σεις τώρα κατοικείτε.

Πραξ. 7,5           καὶ οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ κληρονομίαν ἐν αὐτῇ οὐδὲ βῆμα ποδός, καὶ ἐπηγγείλατο δοῦναι αὐτῷ εἰς κατάσχεσιν αὐτὴν καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ μετ᾿ αὐτόν, οὐκ ὄντος τέκνου.

Πραξ. 7,5                  Και εν τούτοις δεν του έδωκε εις την περιοχήν αυτήν ως κληρονομίαν ούτε ενός βήματος τόπον. Και όμως είχε υποσχεθη ο Θεός να δώση ως ιδιοκτησίαν την χώραν αυτήν, εις αυτόν τον ίδιον και ύστερα από αυτόν στους απογόνους του, καίτοι όταν υπέσχετο αυτά ο Θεός, δεν είχεν ο Αβραάμ τέκνον.

Πραξ. 7,6           ἐλάλησε δὲ οὕτως ὁ Θεός, ὅτι ἔσται τὸ σπέρμα αὐτοῦ πάροικον ἐν γῇ ἀλλοτρίᾳ, καὶ δουλώσουσιν αὐτὸ καὶ κακώσουσιν ἔτη τετρακόσια·

Πραξ. 7,6                 Ελάλησε δε ο Θεός κατ' αυτόν τον τρόπον, ότι δηλαδή οι απόγονοί του θα μείνουν ως πάροικοι εις ξένην χώραν. Και οι άνθρωποι της χώρας εκείνης θα τους κάμουν δούλους των και θα τους ταλαιπωρήσουν τετρακόσια χρόνια.

Πραξ. 7,7           καὶ τὸ ἔθνος ᾧ ἐὰν δουλεύσωσι κρινῶ ἐγώ, εἶπεν ὁ Θεός· καὶ μετὰ ταῦτα ἐξελεύσονται καὶ λατρεύσουσί μοι ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ.

Πραξ. 7,7                  Και είπεν ο Θεός· Το έθνος, στο οποίον θα εργασθούν ως δούλοι, θα το δικάσω εγώ. Και έπειτα από αυτά θα φύγουν από εκεί και θα με λατρεύσουν στον τόπον αυτόν.

Πραξ. 7,8           καὶ ἔδωκεν αὐτῷ διαθήκην περιτομῆς· καὶ οὕτως ἐγέννησε τὸν Ἰσαὰκ καὶ περιέτεμεν αὐτὸν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ὀγδόῃ, καὶ ὁ Ἰσαὰκ τὸν Ἰακώβ, καὶ ὁ Ἰακὼβ τοὺς δώδεκα πατριάρχας.

Πραξ. 7,8                 Και έδωκεν ο Θεός στον Αβραάμ διαθήκην, που την επεκύρωσε με την περιτομήν. Και έτσι, σύμφωνα με την πίστιν και την διαθήκην αυτήν, εγέννησε ο Αβραάμ τον Ισαάκ και τον περιέταμε την ογδόην ημέραν. Το ίδιο και ο Ισαάκ τον Ιακώβ και ο Ιακώβ τους δώδεκα πατριάρχας.

Πραξ. 7,9           Καὶ οἱ πατριάρχαι ζηλώσαντες τὸν Ἰωσὴφ ἀπέδοντο εἰς Αἴγυπτον.

Πραξ. 7,9                 Και οι δώδεκα πατριάρχαι επειδή εφθόνησαν τον Ιωσήφ τον επώλησαν ως δούλον εις εμπόρους, οι οποίοι και τον μετέφεραν εις την Αίγυπτον.

Πραξ. 7,10         καὶ ἦν ὁ Θεὸς μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἐξείλετο αὐτὸν ἐκ πασῶν τῶν θλίψεων αὐτοῦ, καὶ ἔδωκεν αὐτῷ χάριν καὶ σοφίαν ἐναντίον Φαραὼ βασιλέως Αἰγύπτου, καὶ κατέστησεν αὐτὸν ἡγούμενον ἐπ᾿ Αἴγυπτον καὶ ὅλον τὸν οἶκον αὐτοῦ.

Πραξ. 7,10                Ο Θεός όμως ήτο μαζή του, τον έβγαλε και τον εγλύτωσε από όλας τας θλίψστου και του έδωκε χάριν και σοφίαν, όπως αυτή εφάνηκε ενώπιον Φαραώ, του βασιλέως της Αιγύπτου. Και εγκατέστησε αυτόν ο Φαραώ άρχοντα εις όλην την Αίγυπτον και εις όλον το ανάκτορόν του.

Πραξ. 7,11         ἦλθε δὲ λιμὸς ἐφ᾿ ὅλην τὴν γῆν Αἰγύπτου καὶ Χαναὰν καὶ θλῖψις μεγάλη, καὶ οὐχ εὕρισκον χορτάσματα οἱ πατέρες ἡμῶν.

Πραξ. 7,11                Ηλθε δε πείνα εις όλην την χώραν της Αιγύπτου και της Χαναάν και θλίψις μεγάλη, και δεν εύρισκαν τροφάς οι πρόγονοί μας δια τον εαυτόν τους και τα βοσκήματά τους.

Πραξ. 7,12         ἀκούσας δὲ Ἰακὼβ ὄντα σῖτα ἐν Αἰγύπτῳ ἐξαπέστειλε τοὺς πατέρας ἡμῶν πρῶτον·

Πραξ. 7,12                Οταν δε ήκουσεν ο Ιακώβ, ότι εις την Αίγυπτον υπάρχει σιτάρι, έστειλε δια πρώτην φοράν τους προγόνους μας.

Πραξ. 7,13         καὶ ἐν τῷ δευτέρῳ ἀνεγνωρίσθη Ἰωσὴφ τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ καὶ φανερὸν ἐγένετο τῷ Φαραὼ τὸ γένος τοῦ Ἰωσήφ.

Πραξ. 7,13                Και κατά το δεύτερον ταξίδιόν των εφανέρωσε τον εαυτόν του ο Ιωσήφ στους αδελφούς του και έγινε πλέον γνωστή στον Φαραώ η οικογένεια του Ιωσήφ.

Πραξ. 7,14         ἀποστείλας δὲ Ἰωσὴφ μετεκαλέσατο τὸν πατέρα αὐτοῦ Ἰακὼβ καὶ πᾶσαν τὴν συγγένειαν αὐτοῦ ἐν ψυχαῖς ἑβδομήκοντα πέντε.

Πραξ. 7,14                Εστειλε δε ο Ιωσήφ και εκάλεσεν εις την Αίγυπτον τον πατέρα του τον Ιακώβ και όλην την οικογένειάν του, η οποία απετελείτο από εβδομήκοντα πέντε ψυχάς.

Πραξ. 7,15         κατέβη δὲ Ἰακὼβ εἰς Αἴγυπτον καὶ ἐτελεύτησεν αὐτὸς καὶ οἱ πατέρες ἡμῶν,

Πραξ. 7,15                Κατέβηκε πράγματι ο Ιακώβ εις την Αίγυπτον και εκεί απέθανε αυτός και οι δώδεκα πρόγονοί μας.

Πραξ. 7,16         καὶ μετετέθησαν εἰς Συμὲχ καὶ ἐτέθησαν ἐν τῷ μνήματι ᾧ ὠνήσατο Ἀβραὰμ τιμῆς ἀργυρίου παρὰ τῶν υἱῶν Ἐμμόρ τοῦ Συχέμ.

Πραξ. 7,16                Και μετεφέρθησαν τα οστά των εις την Συχέμ και ετέθησαν στο μνήμα, το οποίον είχε αγοράσει ο Αβραάμ με αργυρά νομίσματα από τους υιούς του Εμμόρ, που κατοικούσε εις την Συχέμ.

Πραξ. 7,17         Καθὼς δὲ ἤγγιζεν ὁ χρόνος τῆς ἐπαγγελίας ἣν ὤμοσεν ὁ Θεὸς τῷ Ἀβραάμ, ηὔξησεν ὁ λαὸς καὶ ἐπληθύνθη ἐν Αἰγύπτῳ,

Πραξ. 7,17                Καθώς δε επλησίαζε ο χρόνος δια την εκπλήρωσιν της υποσχέσεως, την οποίαν με όρκον είχε δώσει ο Θεός στον Αβραάμ, αυξήθηκε ο λαός και έγινε πλήθος πολύ ο αριθμός του εις την Αίγυπτον.

Πραξ. 7,18         ἄχρις οὗ ἀνέστη βασιλεὺς ἕτερος, ὃς οὐκ ᾔδει τὸν Ἰωσήφ.

Πραξ. 7,18                Μεχρις ότου παρουσιάσθηκε άλλος βασιλεύς, ο οποίος δεν εγνώριζε τον Ιωσήφ και τας υπηρεσίας τας οποίας είχε προσφέρει αυτός εις την Αίγυπτον.

Πραξ. 7,19         οὗτος κατασοφισάμενος τὸ γένος ἡμῶν ἐκάκωσε τοὺς πατέρας ἡμῶν τοῦ ποιεῖν ἔκθετα τὰ βρέφη αὐτῶν, εἰς τὸ μὴ ζωογονεῖσθαι·

Πραξ. 7,19                Αυτός εσκέφθηκε πονηρά και δόλια εναντίον του γένους ημών, εταλαιπώρησε τους πατέρας ημών και τους εξηνάγκασε να αφίνουν έκθετα τα βρέφη των, ώστε να μη διατηρούνται αυτά εις την ζωήν.

Πραξ. 7,20         ἐν ᾧ καιρῷ ἐγεννήθη Μωϋσῆς, καὶ ἦν ἀστεῖος τῷ Θεῷ· ὃς ἀνετράφη μῆνας τρεῖς ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ.

Πραξ. 7,20               Κατά τον καιρόν δε εκείνον εγεννήθηκε ο Μωϋσής, ο οποίος ήτο ωραίος και αγαπητός στον Θεόν. Αυτός ανατράφηκε κρυφά τρεις μήνες στο σπίτι του πατρός του.

Πραξ. 7,21         ἐκτεθέντα δὲ αὐτὸν ἀνείλετο αὐτὸ ἡ θυγάτηρ Φαραὼ καὶ ἀνεθρέψατο αὐτὸν ἑαυτῇ εἰς υἱόν.

Πραξ. 7,21                Οταν δε τον έρριψαν έκθετον εις τα νερά του ποταμού, τον ανέσυρε από εκεί και τον επήρε η κόρη του Φαραώ και τον ανέθρεψε, δια να τον έχη ως θετόν υιόν της.

Πραξ. 7,22         καὶ ἐπαιδεύθη Μωϋσῆς πάσῃ σοφίᾳ Αἰγυπτίων, ἦν δὲ δυνατὸς ἐν λόγοις καὶ ἐν ἔργοις.

Πραξ. 7,22               Και εμορφώθηκε ο Μωϋσής με όλην την σοφίαν των Αιγυπτίων. Ητο δε δυνατός και συνετός και στους λόγους και εις τα καλά έργα, που έκανε.

Πραξ. 7,23         Ὡς δὲ ἐπληροῦτο αὐτῷ τεσσαρακονταετὴς χρόνος, ἀνέβη εἰς τὴν καρδίαν αὐτοῦ ἐπισκέψασθαι τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ τοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ.

Πραξ. 7,23               Καθώς δε αυτός συνεπλήρωσε τα σαράντα χρόνια της ηλικίας του, ήρθε εις την καρδίαν του η επιθυμία, να επισκεφθή τους αδελφούς του, τους απογόνους του Ισραήλ.

Πραξ. 7,24         καὶ ἰδών τινα ἀδικούμενον ἠμύνατο, καὶ ἐποιήσατο ἐκδίκησιν τῷ καταπονουμένῳ πατάξας τὸν Αἰγύπτιον.

Πραξ. 7,24               Και όταν είδε κάποιον Ισραηλίτην να αδικήται, τον υπερησπίσθη και εξεδικήθη τον αδικούμενον και βασανιζόμενον αυτόν αδελφόν του, φονεύσας τον Αιγύπτιον.

Πραξ. 7,25         ἐνόμιζε δὲ συνιέναι τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ ὅτι ὁ Θεὸς διὰ χειρὸς αὐτοῦ δίδωσιν αὐτοῖς σωτηρίαν· οἱ δὲ οὐ συνῆκαν.

Πραξ. 7,25               Ενόμιζε δε ότι θα εκαταλάβαιναν οι αδελφοί του, πως ο Θεός με το χέρι το ιδικόν του δίδει εις αυτούς σωτηρίαν. Εκείνοι όμως δεν το εκατάλαβαν.

Πραξ. 7,26         τῇ τε ἐπιούσῃ ἡμέρᾳ ὤφθη αὐτοῖς μαχομένοις, καὶ συνήλασεν αὐτοὺς εἰς εἰρήνην εἰπών· ἄνδρες, ἀδελφοί ἐστε ὑμεῖς· ἵνα τί ἀδικεῖτε ἀλλήλους;

Πραξ. 7,26               Και την άλλην ημέραν, ενώ δύο από αυτούς εφιλονεικούσαν και είχαν έλθει εις τα χέρια, παρουσιάσθηκε άξαφνα ο Μωϋσής και τους παρεκίνησε να ειρηνεύσουν ειπών· “Ανθρωποι, σεις είσθε αδελφοί μεταξύ σας. Διατί αδικείτε ο ένας τον άλλον;

Πραξ. 7,27         ὁ δὲ ἀδικῶν τὸν πλησίον ἀπώσατο αὐτὸν εἰπών· τίς σε κατέστησεν ἄρχοντα καὶ δικαστὴν ἐφ᾿ ἡμῶν;

Πραξ. 7,27               Αλλά εκείνος, που αδικούσε τον πλησίον του, έσπρωξε τον Μωϋσέα και του είπε· Ποιός σε έβαλε άρχοντα και δικαστήν εις ημάς;

Πραξ. 7,28         μὴ ἀνελεῖν με σὺ θέλεις ὃν τρόπον ἀνεῖλες χθὲς τὸν Αἰγύπτιον;

Πραξ. 7,28               Μηπως συ θέλεις να με φονεύσης, όπως εφόνευσες χθες τον Αιγύπτιον;

Πραξ. 7,29         ἔφυγε δὲ Μωϋσῆς ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ καὶ ἐγένετο πάροικος ἐν γῇ Μαδιάμ, οὗ ἐγέννησεν υἱοὺς δύο.

Πραξ. 7,29               Ενεκα δε του λόγου αυτού, που εφανέρωνεν ότι ο χθεσινός φόνος έγινε πλέον γνωστός, έφυγε ο Μωϋσής από την Αίγυπτον και ήλθε και έμεινε ως ξένος εις την γην Μαδιάμ, όπου και επέκτησε δύο υιούς.

Πραξ. 7,30         Καὶ πληρωθέντων ἐτῶν τεσσαράκοντα ὤφθη αὐτῷ ἐν τῇ ἐρήμῳ τοῦ ὄρους Σινᾶ ἄγγελος Κυρίου ἐν φλογὶ πυρὸς βάτου.

Πραξ. 7,30               Οταν δε συνεπληρώθησαν σαράντα χρόνια από την ημέραν της φυγής του, παρουσιάσθηκε προς αυτόν εις την έρημον του όρους Σινά ο Υιός του Θεού, ο άγγελος της μεγάλης βουλής του Κυρίου, μέσα εις φλόγα πυρός, που έβγαινε από ένα βάτο.

Πραξ. 7,31         ὁ δὲ Μωϋσῆς ἰδὼν ἐθαύμαζε τὸ ὅραμα· προσερχομένου δὲ αὐτοῦ κατανοῆσαι ἐγένετο φωνὴ Κυρίου πρὸς αὐτόν·

Πραξ. 7,31                Ο δε Μωϋσής, όταν είδε αυτό το περίργον γεγονός, εθαύμαζε το θέαμα· καθώς δε επροχωρούσε δια να το αντιληφθή καλύτερα, ήλθε φωνή Κυρίου προς αυτόν, η οποία του έλεγε·

Πραξ. 7,32         ἐγὼ ὁ Θεὸς τῶν πατέρων σου, ὁ Θεὸς Ἀβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς Ἰσαὰκ καὶ ὁ Θεὸς Ἰακώβ. ἔντρομος δὲ γενόμενος Μωϋσῆς οὐκ ἐτόλμα κατανοῆσαι.

Πραξ. 7,32               Εγώ είμαι ο Θεός των πατέρων σου, ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ. Επειδή δε εκυριεύθηκε από τρόμον ο Μωϋσής, δεν ετολμούσε να ερευνήση περισσότερον το όραμα.

Πραξ. 7,33         εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Κύριος· λῦσον τὸ ὑπόδημα τῶν ποδῶν σου. ὁ γὰρ τόπος ἐν ᾧ ἕστηκας γῆ ἁγία ἐστίν.

Πραξ. 7,33               Είπε δε εις αυτόν ο Κυριος· Λύσε και βγάλε το υπόδημα των ποδών σου, διότι ο τόπος, επάνω στον οποίον στέκεσαι, είναι γη αγία.

Πραξ. 7,34         ἰδὼν εἶδον τὴν κάκωσιν τοῦ λαοῦ μου τοῦ ἐν Αἰγύπτῳ καὶ τοῦ στεναγμοῦ αὐτῶν ἤκουσα, καὶ κατέβην ἐξελέσθαι αὐτούς· καὶ νῦν δεῦρο ἀποστελῶ σε εἰς Αἴγυπτον.

Πραξ. 7,34               Εγώ είδα πολύ καλά την ταλαιπωρίαν και καταπίεσιν του λαού μου εις την Αίγυπτον και ήκουσα τους στεναγμούς των και κατέβηκα να τους ελευθερώσω. Και τώρα εμπρός, θα σε στείλω εις την Αίγυπτον.

Πραξ. 7,35         Τοῦτον τὸν Μωϋσῆν ὃν ἠρνήσαντο εἰπόντες· τίς σε κατέστησεν ἄρχοντα καὶ δικαστήν; τοῦτον ὁ Θεὸς ἄρχοντα καὶ λυτρωτὴν ἀπέστειλεν ἐν χειρὶ ἀγγέλου τοῦ ὀφθέντος αὐτῷ ἐν τῇ βάτῳ.

Πραξ. 7,35               Αυτόν, λοιπόν, τον Μωϋσήν, τον οποίον εκείνοι είχον αρνηθή και του είπαν· Ποιός σε έβαλε άρχοντα και δικαστήν; Αυτόν ο Θεός άρχοντα και ελευθερωτήν έστειλεν με το χέρι και την δύναμιν του αγγέλου της μεγάλης βουλής του Κυρίου, που είχε παρουσιασθή προς αυτόν εις την βάτον.

Πραξ. 7,36         οὗτος ἐξήγαγεν αὐτοὺς ποιήσας τέρατα καὶ σημεῖα ἐν γῇ Αἰγύπτῳ καὶ ἐν Ἐρυθρᾷ θαλάσσῃ καὶ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἔτη τεσσαράκοντα.

Πραξ. 7,36               Αυτός, λοιπόν, ο Μωϋσής τους ωδήγησε έξω από την χώραν της δουλείας, αφού έκαμε μεγάλα θαύματα εις την Αίγυπτον και την Ερυθράν θάλασσαν και εις την έρημον επί σαράντα έτη, και τα οποία θαύματα εμαρτυρούσαν την δύναμιν του Θεού.

Πραξ. 7,37         οὗτός ἐστιν ὁ Μωϋσῆς ὁ εἰπὼν τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ· προφήτην ὑμῖν ἀναστήσει Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν ἐκ τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν ὡς ἐμέ· αὐτοῦ ἀκούσεσθε.

Πραξ. 7,37               Αυτός είναι ο Μωϋσής, που είπε στους Ισραηλίτας· Προφήτην εις σας θα αναδείξη Κυριος ο Θεός σας από τους αδελφούς σας, ωσάν εμέ, νομοθέτην και ελευθερωτήν. Εις αυτόν θα υπακούετε.

Πραξ. 7,38         οὗτός ἐστιν ὁ γενόμενος ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἐν τῇ ἐρήμῳ μετὰ τοῦ ἀγγέλου τοῦ λαλοῦντος αὐτῷ ἐν τῷ ὄρει Σινᾶ καὶ τῶν πατέρων ἡμῶν, ὃς ἐδέξατο λόγια ζῶντα δοῦναι ἡμῖν.

Πραξ. 7,38               Αυτός ο Μωϋσής είναι που ήλθε εις την συγκέντρωσιν του λαού εις την έρημον μετά του αγγέλου ο οποίος του ωμιλούσε στο όρος Σινά, και των πατέρων μας· αυτός έλαβε τα λόγια του Θεού, που δίδουν ζωήν, δια να τα παραδώση εις ημάς.

Πραξ. 7,39         ᾧ οὐκ ἠθέλησαν ὑπήκοοι γενέσθαι οἱ πατέρες ἡμῶν, ἀλλ᾿ ἀπώσαντο καὶ ἐστράφησαν τῇ καρδίᾳ αὐτῶν εἰς Αἴγυπτον

Πραξ. 7,39               Εις αυτόν δεν ηθέλησαν να υπακούσουν οι πατέρες μας αλλά τον απώθησαν και κατά την καρδίαν και την διάθεσίν των εγύρισαν πίσω εις την Αίγυπτον,

Πραξ. 7,40         εἰπόντες τῷ Ἀαρών· ποίησον ἡμῖν θεοὺς οἳ προπορεύσονται ἡμῶν· ὁ γὰρ Μωϋσῆς οὗτος ὃς ἐξήγαγεν ἡμᾶς ἐκ γῆς Αἰγύπτου, οὐκ οἴδαμεν τί γέγονεν αὐτῷ.

Πραξ. 7,40               αφού είπαν στον Ααρών· Κατασκεύασέ μας θεούς, οι οποίοι θα προπορεύωνται εμπρός μας, διότι αυτός ο Μωϋσής, που μας έβγαλε από την χώραν της Αιγύπτου, εχάθηκε και δεν γνωρίζομεν, τι του συνέβη.

Πραξ. 7,41         καὶ ἐμοσχοποίησαν ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ ἀνήγαγον θυσίαν τῷ εἰδώλῳ, καὶ εὐφραίνοντο ἐν τοῖς ἔργοις τῶν χειρῶν αὐτῶν.

Πραξ. 7,41                Και κατεσκεύασαν ένα είδωλον μοσχαριού κατά τας ημέρας εκείνας και προσέφεραν θυσίας στο είδωλον και ευφραίνοντο και εγλεντούσαν δια τα έργα των χειρών των. (Και έδειξαν έτσι φοβεράν απιστίαν και αχαριστίαν προς τον αληθινόν Θεόν, ο οποίος με τόσα θαύματα τους έχει λυτρώσει από την δουλείαν των Αιγυπτίων).

Πραξ. 7,42         ἔστρεψε δὲ ὁ Θεὸς καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς λατρεύειν τῇ στρατιᾷ τοῦ οὐρανοῦ, καθὼς γέγραπται ἐν βίβλῳ τῶν προφητῶν· μὴ σφάγια καὶ θυσίας προσηνέγκατέ μοι ἔτη τεσσαράκοντα ἐν τῇ ἐρήμῳ, οἶκος Ἰσραήλ;

Πραξ. 7,42               Ενεκα δε τούτων έφυγε από αυτούς ο Θεός και τους αφήκε να λατρεύουν τα αστέρια του ουρανού, όπως έχει γραφή στο βιβλίον των προφητών· Μηπως και μου προσφέρατε σεις, απόγονοι του Ισραήλ, με πίστιν και ευλάβειαν σφάγια και θυσίας επί σαράντα έτη εις την έρημον; Οχι βέβαια.

Πραξ. 7,43         καὶ ἀνελάβετε τὴν σκηνὴν τοῦ Μολὸχ καὶ τὸ ἄστρον τοῦ θεοῦ ὑμῶν Ῥεμφάν, τοὺς τύπους οὕς ἐποιήσατε προσκυνεῖν αὐτοῖς· καὶ μετοικιῶ ὑμᾶς ἐπέκεινα Βαβυλῶνος.

Πραξ. 7,43               Αλλά εσηκώσατε στους ώμους σας την ειδωλολατρικήν σκηνήν του Μολόχ και το αστέρι του θεού σας Ρεμφάν, δηλαδή του Κρόνου, είδωλα που εκάματε δια να τα προσκυνήτε. Και δια τούτο προς τιμωρίαν σας, θα σας διώξω και θα σας βάλω να κατοικήσετε μακρύτερα από την Βαβυλώνα.

Πραξ. 7,44         Ἡ σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου ἦν τοῖς πατράσιν ἡμῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ, καθὼς διετάξατο ὁ λαλῶν τῷ Μωϋσῇ ποιῆσαι αὐτὴν κατὰ τὸν τύπον ὃν ἑωράκει·

Πραξ. 7,44               Η ιερά όμως σκηνή του μαρτυρίου υπήρχε εις την έρημον δια τους πατέρας μας, όπως είχε διατάξει αυτός που ωμιλούσε προς τον Μωϋσέα, να κατασκευάση αυτήν σύμφωνα με τον τύπον, τον οποίον είχε ίδει στο όρος.

Πραξ. 7,45         ἣν καὶ εἰσήγαγον διαδεξάμενοι οἱ πατέρες ἡμῶν μετὰ Ἰησοῦ ἐν τῇ κατασχέσει τῶν ἐθνῶν ὧν ἔξωσεν ὁ Θεὸς ἀπὸ προσώπου τῶν πατέρων ἡμῶν, ἕως τῶν ἡμερῶν Δαυΐδ·

Πραξ. 7,45               Αυτήν, λοιπόν, την σκηνήν οι πατέρες μας, που διεδέχθησαν τον Μωϋσέα, την έφεραν μαζή με τον Ιησούν του Ναυή εις την κυριευθείσαν χώραν των εθνικών, τους οποίους έδιωξε ο Θεός εμπρός από τους πατέρας μας, και αυτή η σκηνή έμεινε έως εις τας ημέρας του Δαυΐδ.

Πραξ. 7,46         ὃς εὗρε χάριν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ᾐτήσατο εὑρεῖν σκήνωμα τῷ Θεῷ Ἰακώβ.

Πραξ. 7,46               Αυτός ευρήκε χάριν ενώπιον του Θεού και εζήτησε να εύρη κατάλληλον περιοχήν, δια να ανεγείρη κατοικίαν στον Θεόν του Ιακώβ.

Πραξ. 7,47         Σολομὼν δὲ ᾠκοδόμησεν αὐτῷ οἶκον.

Πραξ. 7,47               Αλλά ο Σολομών έκτισε ναόν στον Θεόν.

Πραξ. 7,48         ἀλλ᾿ οὐχ ὁ ὕψιστος ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ, καθὼς ὁ προφήτης λέγει·

Πραξ. 7,48               Ομως ο Υψιστος δεν κατοικεί εις χειροποιήτους ναούς, όπως άλλωστε και ο προφήτης λέγει·

Πραξ. 7,49         ὁ οὐρανός μοι θρόνος, ἡ δὲ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου· ποῖον οἶκον οἰκοδομήσετέ μοι, λέγει Κύριος, ἢ τίς τόπος τῆς καταπαύσεώς μου;

Πραξ. 7,49               Ο ουρανός είναι δι' εμέ θρόνος και η γη υποπόδιον των ποδών μου. Ποίον οίκον ημπορείτε να μου οικοδομήσετε, λέγει ο Κυριος, η ποίος θα είναι ο τόπος της μονίμου παραμονής και αναπαύσεώς μου;

Πραξ. 7,50         οὐχὶ ἡ χείρ μου ἐποίησε ταῦτα πάντα;

Πραξ. 7,50               Ολα αυτά, που ημπορείτε σεις οι άνθρωποι να μου τα προσφέρετε, δεν τα έχει κάμει το παντοδύναμον χέρι μου;

Πραξ. 7,51         Σκληροτράχηλοι καὶ ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ καὶ τοῖς ὠσίν, ὑμεῖς ἀεὶ τῷ Πνεύματι τῷ Ἁγίῳ ἀντιπίπτετε, ὡς οἱ πατέρες ὑμῶν καὶ ὑμεῖς.

Πραξ. 7,51                Σκληροτράχηλοι, που δεν θέλετε να σκύψετε το κεφάλι σας ενώπιον του Θεού και που έχετε περικόψει από την καρδίαν σας τας κακίας, έχετε βαρειά τ' αυτιά σας, ώστε να μη ακούετε το θέλημα του Θεού· σεις πάντοτε αντιπράττετε και ανθίστασθε στο Πνεύμα το Αγιον, όπως και οι πατέρες σας.

Πραξ. 7,52         τίνα τῶν προφητῶν οὐκ ἐδίωξαν οἱ πατέρες ὑμῶν; καὶ ἀπέκτειναν τοὺς προκαταγγείλαντας περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ δικαίου, οὗ νῦν ὑμεῖς προδόται καὶ φονεῖς γεγένησθε·

Πραξ. 7,52               Ποίον από τους προφήτας δεν κατεδίωξαν οι πατέρες σας; Αυτοί και εφόνευσαν εκείνους, που προανήγγειλαν, δια την έλευσιν του δικαίου, του οποίου τώρα σεις έχετε γίνει προδόται και φονείς.

Πραξ. 7,53         οἵτινες ἐλάβετε τὸν νόμον εἰς διαταγὰς ἀγγέλων, καὶ οὐκ ἐφυλάξατε.

Πραξ. 7,53               Σεις οι οποίοι ελάβατε τον νόμον με εντολάς, που ο Θεός σας έδωσε δια μέσου των αγγέλων, και δεν τον εφυλάξατε”.

Πραξ. 7,54         Ἀκούοντες δὲ ταῦτα διεπρίοντο ταῖς καρδίαις αὐτῶν καὶ ἔβρυχον τοὺς ὀδόντας ἐπ᾿ αὐτόν.

Πραξ. 7,54               Ενώ δε ήκουαν αυτά ησθάνοντο τας καρδίας των να σχίζωνται από άγριον θυμόν και έτριζαν τα δόντια των εναντίων του Στεφάνου.

Πραξ. 7,55         ὑπάρχων δὲ πλήρης Πνεύματος Ἁγίου, ἀτενίσας εἰς τὸν οὐρανὸν εἶδε δόξαν Θεοῦ καὶ Ἰησοῦν ἑστῶτα ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ,

Πραξ. 7,55               Αυτός δε, γεμάτος Πνεύμα Αγιον, έστρεψε και προσήλωσε το βλέμμα του στον ουρανόν, είδε την δόξαν και λαμπρότητα του ουρανού και τον Ιησούν να στέκεται εις τα δεξιά του Θεού

Πραξ. 7,56         καὶ εἶπεν· ἰδοὺ θεωρῶ τοὺς οὐρανοὺς ἀνεῳγμένους καὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ ἑστῶτα.

Πραξ. 7,56               και είπε· “ιδού, βλέπω ανοιγμένους τους ουρανούς και τον υιόν του ανθρώπου να στέκεται εκ δεξιών του Θεού”.

Πραξ. 7,57         κράξαντες δὲ φωνῇ μεγάλῃ συνέσχον τὰ ὦτα αὐτῶν καὶ ὥρμησαν ὁμοθυμαδὸν ἐπ᾿ αὐτόν,

Πραξ. 7,57               Οι σύνεδροι και οι άλλοι Ιουδαίοι, αφού εκραύγασαν με μεγάλην φωνήν, εβούλλωσαν τ' αυτιά των, δια να μη ακούουν τα βλάσφημα τάχα αυτά λόγια του Στεφάνου και ώρμησαν με μια γνώμη όλοι μαζή εναντίον του.

Πραξ. 7,58         καὶ ἐκβαλόντες ἔξω τῆς πόλεως ἐλιθοβόλουν. καὶ οἱ μάρτυρες ἀπέθεντο τὰ ἱμάτια αὐτῶν παρὰ τοὺς πόδας νεανίου καλουμένου Σαύλου,

Πραξ. 7,58               Και αφού τον έβγαλαν έξω από την πόλιν, τον λιθοβολούσαν. Και μάρτυρες της κατηγορίας, οι οποίοι, σύμφωνα με τον νόμον, πρώτοι έπρεπε να ρίψουν λίθον εναντίον του καταδίκου, έβγαλαν και αφήκαν προς φύλαξιν τα ρούχα των κοντά εις τα πόδια ενός νέου, που ελέγετο Σαύλος,

Πραξ. 7,59         καὶ ἐλιθοβόλουν τὸν Στέφανον, ἐπικαλούμενον καὶ λέγοντα· Κύριε Ἰησοῦ, δέξαι τὸ πνεῦμά μου.

Πραξ. 7,59               και ελιθοβολούσαν τον Στέφανον, καθ' ον χρόνον εκείνος επεκαλείτο τον Κυριον και έλεγε· “Κυριε Ιησού, δέξου το πνεύμα μου”.

Πραξ. 7,60         θεὶς δὲ τὰ γόνατα ἔκραξε φωνῇ μεγάλῃ· Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐκοιμήθη. Σαῦλος δὲ ἦν συνευδοκῶν τῇ ἀναιρέσει αὐτοῦ.

Πραξ. 7,60               Αφού δε εγονάτισε, εφώναξε με μεγάλην φωνήν· “Κυριε, μη καταλογίσης εις αυτούς αυτήν την αμαρτίαν”. Και αφού είπε την προσευχήν αυτήν της συγγνώμης, εκοιμήθηκε εν Κυρίω. Ο δε Σαύλος επεδοκίμαζε την θανατικήν εκτέλεσιν του Στεφάνου.

 

 

ΠΡΑΞΕΙΣ 8

 

Πραξ. 8,1           Ἐγένετο δὲ ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ διωγμὸς μέγας ἐπὶ τὴν ἐκκλησίαν τὴν ἐν Ἱεροσολύμοις· πάντες δὲ διεσπάρησαν κατὰ τὰς χώρας τῆς Ἰουδαίας καὶ Σαμαρείας, πλὴν τῶν ἀποστόλων.

Πραξ. 8,1                  Εγινε δε κατά την ημέραν εκείνην μεγάλος διωγμός εναντίον της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων και σχεδόν όλοι οι Χριστιανοί διεσκορπίσθησαν εις τα διάφορα μέρη της Ιουδαίας και της Σαμαρείας, πλην των Αποστόλων.

Πραξ. 8,2           συνεκόμισαν δὲ τὸν Στέφανον ἄνδρες εὐλαβεῖς καὶ ἐποίησαν κοπετὸν μέγαν ἐπ᾿ αὐτῷ.

Πραξ. 8,2                 Ανδρες δε ευλαβείς επήραν και έθαψαν το νεκρό σώμα του Στεφάνου και έκαμαν μεγάλον θρήνον δι' αυτόν.

Πραξ. 8,3           Σαῦλος δὲ ἐλυμαίνετο τὴν ἐκκλησίαν κατὰ τοὺς οἴκους εἰσπορευόμενος, σύρων τε ἄνδρας καὶ γυναῖκας παρεδίδου εἰς φυλακήν.

Πραξ. 8,3                 Ο δε Σαύλος κατεδίωκε την Εκκλησίαν των Ιεροσολύμων, εισερχόμενος από σπίτι σε σπίτι· και αφού έσυρε από εκεί άνδρας και γυναίκας, τους παρέδιδε εις την φυλακήν.

Πραξ. 8,4           Οἱ μὲν οὖν διασπαρέντες διῆλθον εὐαγγελιζόμενοι τὸν λόγον.

Πραξ. 8,4                 Οσοι μεν, λοιπόν, έφυγαν και διεσκορπίσθησαν από την Ιερουσαλήμ, επέρασαν από διάφορα μέρη κηρύττοντες το χαρούμενο μήνυμα του Ευαγγελίου.

Πραξ. 8,5           Φίλιππος δὲ κατελθὼν εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας ἐκήρυσσεν αὐτοῖς τὸν Χριστόν.

Πραξ. 8,5                 Ο δε Φιλιππος κατέβηκε εις κάποιαν πόλιν της Σαμαρείας και εκήρυττε στους κατοίκους τον Χριστόν.

Πραξ. 8,6           προσεῖχον δὲ οἱ ὄχλοι τοῖς λεγομένοις ὑπὸ τοῦ Φιλίππου ὁμοθυμαδὸν ἐν τῷ ἀκούειν αὐτοὺς καὶ βλέπειν τὰ σημεῖα ἃ ἐποίει.

Πραξ. 8,6                 Επρόσεχαν δε πλήθη λαού το κήρυγμα του Φιλίππου, όλοι μαζή με μα καρδιά ήκουαν τα όσα έλεγε, αλλά συγχρόνως έβλεπαν και τα θαύματα, που έκανε ο Φιλιππος.

Πραξ. 8,7           πολλῶν γὰρ τῶν ἐχόντων πνεύματα ἀκάθαρτα βοῶντα φωνῇ μεγάλῃ ἐξήρχετο, πολλοὶ δὲ παραλελυμένοι καὶ χωλοὶ ἐθεραπεύθησαν,

Πραξ. 8,7                 Διότι από πολλούς, που είχαν ακάθαρτα πνεύματα, έφευγαν αυτά, αφού έβγαζαν μεγάλην κραυγήν· πολλοί δε παράλυτοι και χωλοί εθεραπεύθησαν.

Πραξ. 8,8           καὶ ἐγένετο χαρὰ μεγάλη ἐν τῇ πόλει ἐκείνῃ.

Πραξ. 8,8                 Και έγινε μεγάλη χαρά εις την πόλιν εκείνην.

Πραξ. 8,9           Ἀνὴρ δέ τις ὀνόματι Σίμων προϋπῆρχεν ἐν τῇ πόλει μαγεύων καὶ ἐξιστῶν τὸ ἔθνος τῆς Σαμαρείας, λέγων εἶναί τινα ἑαυτὸν μέγαν·

Πραξ. 8,9                 Εζούσε όμως εις την πόλιν εκείνην και κάποιος άνθρωπος, ονόματι Σιμων, ο οποίος έκανε μαγείες και εξέπληττε τον λαόν της Σαμαρείας, λέγων δια τον εαυτόν του, ότι είναι κάποιος μεγάλος.

Πραξ. 8,10         ᾧ προσεῖχον πάντες ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου λέγοντες· οὗτός ἐστιν ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ ἡ μεγάλη.

Πραξ. 8,10               Επρόσεχαν δε εις αυτόν όλοι, μικροί μεγάλοι, και έλεγαν· Αυτός είναι η μεγάλη δύναμις του Θεού.

Πραξ. 8,11         προσεῖχον δὲ αὐτῷ διὰ τὸ ἱκανῷ χρόνῳ ταῖς μαγείαις ἐξεστακέναι αὐτούς.

Πραξ. 8,11                Επρόσεχαν δε εις αυτόν, διότι επί πολύν χρόνον τους είχε καταπλήξει με τας μαγείας του.

Πραξ. 8,12         ὅτε δὲ ἐπίστευσαν τῷ Φιλίππῳ εὐαγγελιζομένῳ τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ὀνόματος Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐβαπτίζοντο ἄνδρες τε καὶ γυναῖκες.

Πραξ. 8,12               Οταν όμως επίστευσαν στον Φιλιππον, που εκήρυττε το χαρμόσυνον μήνυμα περί της βασιλείας του Θεού και περί του προσώπου του Ιησού Χριστού, εβαπτίζοντο και άνδρες και γυναίκες. (Οι καλοπροαίρετες ψυχές δέχονται, όταν ακούσουν, την αλήθειαν και ελευθερώνοντο από τας πλάνας, εις τας οποίας καλή τη πίστει είχαν παρασυρθή).

Πραξ. 8,13         ὁ δὲ Σίμων καὶ αὐτὸς ἐπίστευσε, καὶ βαπτισθεὶς ἦν προσκαρτερῶν τῷ Φιλίππῳ, θεωρῶν τε δυνάμεις καὶ σημεῖα γινόμενα ἐξίστατο.

Πραξ. 8,13                Αλλά και ο ίδιος ο Σιμων επίστευσε και αφού εβαπτίσθη, έμενε συνεχώς και με επιμονήν κοντά στον Φιλιππον. Βλέπων δε τα υπερφυσικά θαύματα και τα σημεία, που εγίνοντο από τον Φιλιππον, εθαύμαζε και εξεπλήσσετο, διότι αυτός δεν ημπορούσε να κάμη τα ίδια.

Πραξ. 8,14         Ἀκούσαντες δὲ οἱ ἐν Ἱεροσολύμοις ἀπόστολοι ὅτι δέδεκται ἡ Σαμάρεια τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἀπέστειλαν πρὸς αὐτοὺς τὸν Πέτρον καὶ Ἰωάννην·

Πραξ. 8,14               Οταν δε ήκουσαν οι Απόστολοι, που ήσαν εις τα Ιεροσόλυμα, ότι η Σαμάρεια εδέχθη τον λόγον του Θεού, έστειλαν προς τους Σαμαρείτας τον Πετρον και τον Ιωάννην.

Πραξ. 8,15         οἵτινες καταβάντες προσηύξαντο περὶ αὐτῶν ὅπως λάβωσι Πνεῦμα Ἅγιον·

Πραξ. 8,15                Αυτοί δε, αφού κατέβηκαν εις την Σαμάρειαν, προσευχήθηκαν υπέρ των Σαμαρειτών, δια να λάβουν τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος.

Πραξ. 8,16         οὔπω γὰρ ἦν ἐπ᾿ οὐδενὶ αὐτῶν ἐπιπεπτωκός, μόνον δὲ βεβαπτισμένοι ὑπῆρχον εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.

Πραξ. 8,16               Διότι δεν είχεν ακόμη κατεβή εις κανένα από αυτούς το Αγιον Πνεύμα· ήσαν δε μόνον βαπτισμένοι στο όνομα του Κυρίου Ιησού.

Πραξ. 8,17         τότε ἐπετίθουν τὰς χεῖρας ἐπ᾿ αὐτούς, καὶ ἐλάμβανον Πνεῦμα Ἅγιον.

Πραξ. 8,17                Τοτε έβαζαν οι Απόστολοι επάνω εις αυτούς τα χέρια των και έπερναν εκείνοι Πνεύμα Αγιον.

Πραξ. 8,18         ἰδὼν δὲ ὁ Σίμων ὅτι διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων δίδοται τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, προσήνεγκεν αὐτοῖς χρήματα

Πραξ. 8,18               Οταν όμως ο Σιμων είδε ότι με την επίθεσιν των χειρών των Αποστόλων μετεδίδοντο τα θαυμαστά χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, επρόσφερε εις αυτούς χρήματα

Πραξ. 8,19         λέγων· δότε κἀμοὶ τὴν ἐξουσίαν ταύτην, ἵνα ᾧ ἐὰν ἐπιθῶ τὰς χεῖρας λαμβάνῃ Πνεῦμα Ἅγιον.

Πραξ. 8,19               λέγων· “δώστε και εις εμέ αυτήν την εξουσίαν, ώστε εις οποιανδήποτε βάλω επάνω τα χέρια, να παίρνη Πνεύμα Αγιον”.

Πραξ. 8,20         Πέτρος δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· τὸ ἀργύριόν σου σὺν σοὶ εἴη εἰς ἀπώλειαν, ὅτι τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ ἐνόμισας διὰ χρημάτων κτᾶσθαι.

Πραξ. 8,20               Ο Πετρος όμως είπε προς αυτόν με αγανάκτησιν· “το χρήμα σου μαζή με σένα ας καταστραφή και ας χαθή, διότι ενόμισες ότι αποκτάται με χρήματα η δωρεά του Θεού.

Πραξ. 8,21         οὐκ ἔστι σοι μερὶς οὐδὲ κλῆρος ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ· ἡ γὰρ καρδία σου οὐκ ἔστιν εὐθεῖα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Πραξ. 8,21               Δεν υπάρχει εις σε μερίδιον ούτε κλήρος εις τας δωρεάς του Αγίου Πνεύματος, δια τας οποίας γίνεται λόγος. Και τούτο, διότι η καρδία σου δεν είναι ειλικρινής και ανιδιοτελής ενώπιον του Θεού.

Πραξ. 8,22         μετανόησον οὖν ἀπὸ τῆς κακίας σου ταύτης, καὶ δεήθητι τοῦ Θεοῦ εἰ ἄρα ἀφεθήσεταί σοι ἡ ἐπίνοια τῆς καρδίας σου·

Πραξ. 8,22               Μετανόησε, λοιπόν, από αυτήν την κακίαν σου και παρεκάλεσε τον Θεόν, μήπως τυχόν και σου συγχωρηθή η πονηρά αυτή επινόησις της καρδίας σου.

Πραξ. 8,23         εἰς γὰρ χολὴν πικρίας καὶ σύνδεσμον ἀδικίας ὁρῶ σε ὄντα.

Πραξ. 8,23               Αμφιβάλλω όμως, διότι σε βλέπω να είσαι μέσα εις πικράν χολήν, που σου δημιουργεί η κακία σου, και μέσα εις τα δεσμά της αδικίας”.

Πραξ. 8,24         ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Σίμων εἶπε· δεήθητε ὑμεῖς ὑπὲρ ἐμοῦ πρὸς τὸν Θεὸν ὅπως μηδὲν ἐπέλθῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ὧν εἰρήκατε.

Πραξ. 8,24               Απήντησε τότε ο Σιμων και είπε· “παρακαλέσατε και σεις για μένα τον Θεόν, να μη πέση επάνω μου κανένα από τα κακά, που είπατε”.

Πραξ. 8,25         Οἱ μὲν οὖν διαμαρτυράμενοι καὶ λαλήσαντες τὸν λόγον τοῦ Κυρίου ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλήμ, πολλάς τε κώμας τῶν Σαμαρειτῶν εὐηγγελίσαντο.

Πραξ. 8,25               Και οι μεν λοιπόν Απόστολοι, αφού επεβεβαίωσαν με τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος το κήρυγμα περί του Κυρίου Ιησού, επέστρεψαν εις την Ιερουσαλήμ και καθώς προχωρούσαν εκήρυτταν εις πολλάς χωριά των Σαμαρειτών το Ευαγγέλιον.

Πραξ. 8,26         Ἄγγελος δὲ Κυρίου ἐλάλησε πρὸς Φίλιππον λέγων· ἀνάστηθι καὶ πορεύου κατὰ μεσημβρίαν ἐπὶ τὴν ὁδὸν τὴν καταβαίνουσαν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Γάζαν· αὕτη ἐστὶν ἔρημος.

Πραξ. 8,26               Αγγελος δε Κυρίου ελάλησε στον Φιλιππον και του είπε· “σήκω και προχώρησε προς νότον στον δρόμον, ο οποίος κατεβαίνει από την Ιερουσαλήμ εις την Γαζαν· αυτός ο δρόμος είναι έρημος, δεν έχει κίνησιν”.

Πραξ. 8,27         καὶ ἀναστὰς ἐπορεύθη. καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ Αἰθίοψ εὐνοῦχος δυνάστης Κανδάκης τῆς βασιλίσσης Αἰθιόπων, ὃς ἦν ἐπὶ πάσης τῆς γάζης αὐτῆς, ὃς ἐληλύθει προσκυνήσων εἰς Ἱερουσαλήμ.

Πραξ. 8,27               Ο Φιλιππος εσηκώθηκε και επήγε, όπως του είχε είπει ο άγγελος. Και ιδού ένας άνθρωπος Αιθίοψ, ευνούχος, άρχων και αυλικός της Κανδάκης, βασιλίσσης της Αιθιοπίας, ο οποίος ήτο διευθυντής όλων των οικονομικών αυτής, και ο οποίος είχεν έλθει να προσκυνήση εις την Ιερουσαλήμ,

Πραξ. 8,28         ἦν τε ὑποστρέφων καὶ καθήμενος ἐπὶ τοῦ ἅρματος αὐτοῦ, καὶ ἀνεγίνωσκε τὸν προφήτην Ἡσαΐαν.

Πραξ. 8,28               επέστρεφε τότε εις την πατρίδα του, καθήμενος εις την άμαξάν του, και εδιάβαζε δυνατά τον προφήτην Ησαΐαν.

Πραξ. 8,29         εἶπε δὲ τὸ Πνεῦμα τῷ Φιλίππῳ· πρόσελθε καὶ κολλήθητι τῷ ἅρματι τούτῳ.

Πραξ. 8,29               Είπε δε το Πνεύμα το Αγιον στον Φιλιππον· “πλησίασε και προχώρει κολλητά εις την άμαξαν αυτήν”.

Πραξ. 8,30         προσδραμὼν δὲ ὁ Φίλιππος ἤκουσεν αὐτοῦ ἀναγινώσκοντος τὸν προφήτην Ἡσαΐαν, καὶ εἶπεν· Ἁρά γε γινώσκεις ἃ ἀναγινώσκεις;

Πραξ. 8,30               Ετρεξε πράγματι ο Φιλιππος προς την άμαξαν, ήκουσε αυτόν να διαβάζη τον προφήτην Ησαΐαν και είπεν· “άρά γε καταλαβαίνεις αυτά, που διαβάζεις;”

Πραξ. 8,31         ὁ δὲ εἶπε· πῶς γὰρ ἂν δυναίμην, ἐὰν μή τις ὁδηγήσῃ με; παρεκάλεσέ τε τὸν Φίλιππον ἀναβάντα καθίσαι σὺν αὐτῷ.

Πραξ. 8,31                Εκείνος δε είπε· “δεν τα καταλαβαίνω· διότι πως είναι δυνατόν να τα εννοήσω, εάν κάποιος δεν με οδηγήση;” Και παρεκάλεσε τον Φιλιππον να ανεβή εις την άμαξαν και να καθίση μαζή του.

Πραξ. 8,32         ἡ δὲ περιοχὴ τῆς γραφῆς ἣν ἀνεγίνωσκεν ἦν αὕτη· ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη· καὶ ὡς ἀμνὸς ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτὸν ἄφωνος, οὕτως οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ.

Πραξ. 8,32               Το δε χωρίον της Γραφής, που εδιάβαζε, ήτο αυτό· “Σαν πρόβατον ωδηγήθηκε εις την σφαγήν· και σαν αρνί, που μένει άφωνον εμπρός εις αυτόν που το κουρεύει, έτσι και αυτός δεν ανοίγει το στόμα του.

Πραξ. 8,33         ἐν τῇ ταπεινώσει αὐτοῦ ἡ κρίσις αὐτοῦ ἤρθη· τὴν δὲ γενεὰν αὐτοῦ τίς διηγήσεται; ὅτι αἴρεται ἀπὸ τῆς γῆς ἡ ζωὴ αὐτοῦ.

Πραξ. 8,33               Εις την βαθείαν ταπείνωσίν του, εις την οποίαν υπεβλήθη, του ηρνήθησαν την δικαίαν του κρίσιν και το δίκαιόν του και όμως επέτυχε το έργον του, την σωτηρίαν των ανθρώπων· αυτό δε το πλήθος των πνευματικών του απογόνων, που έχει αναγεννήσει εις σωτηρίαν, ποιός ημπορεί να διηγηθή; Διότι του αφήρεσαν με βίαιον θάνατον την ζωήν του από την γην· εδοξάσθη όμως κατόπιν”.

Πραξ. 8,34         ἀποκριθεὶς δὲ ὁ εὐνοῦχος τῷ Φιλίππῳ εἶπε· δέομαί σου, περὶ τίνος ὁ προφήτης λέγει τοῦτο; περὶ ἑαυτοῦ ἢ περὶ ἑτέρου τινός;

Πραξ. 8,34               Ελαβε τότε τον λόγον ο ευνούχος και είπε στον Φιλιππον· “σε παρακαλώ πολύ, δια ποίον ο προφήτης λέγει αυτό; Δια τον εαυτόν του η δια κανένα άλλον;”

Πραξ. 8,35         ἀνοίξας δὲ ὁ Φίλιππος τὸ στόμα αὐτοῦ καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ τῆς γραφῆς ταύτης εὐηγγελίσατο αὐτῷ τὸν Ἰησοῦν.

Πραξ. 8,35               Ηνοιξε τότε το στόμα του ο Φιλιππος, και αφού ήρχισε από το χωρίον αυτό της Γραφής, εκήρυξε εις αυτόν το χαρμόσυνον μήνυμα δια τον Ιησούν και την σωτηρίαν, που εκείνος προσφέρει στους πιστούς.

Πραξ. 8,36         ὡς δὲ ἐπορεύοντο κατὰ τὴν ὁδόν, ἦλθον ἐπὶ τὸ ὕδωρ, καί φησιν ὁ εὐνοῦχος· ἰδοὺ ὕδωρ· τί κωλύει με βαπτισθῆναι;

Πραξ. 8,36               Καθώς δε επροχωρούσαν στον δρόμον, έφθασαν κάπου εκεί, που υπήρχε ύδωρ, και είπε τότε ο ευνούχος· “ιδού, υπάρχει εδώ νερό· τι με εμποδίζει να βαπτισθώ;”

Πραξ. 8,37         εἶπε δὲ ὁ Φίλιππος· εἰ πιστεύεις ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἔξεστιν. ἀποκριθεὶς δὲ εἶπε· πιστεύω τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸν Ἰησοῦν Χριστόν.

Πραξ. 8,37               Είπε δε ο Φιλιππος· “Εάν πιστεύης με όλην σου την καρδιά, έχστο δικαίωμα να βαπτισθής”. Απεκρίθη δε και είπε· “πιστεύω ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Υιός του Θεού”.

Πραξ. 8,38         καὶ ἐκέλευσε στῆναι τὸ ἅρμα, καὶ κατέβησαν ἀμφότεροι εἰς τὸ ὕδωρ, ὅ τε Φίλιππος καὶ ὁ εὐνοῦχος, καὶ ἐβάπτισεν αὐτόν.

Πραξ. 8,38               Και διέταξς αμέσως να σταθή η άμαξα· κατέβηκαν και οι δύο στο νερό, και ο Φιλιππος και ο ευνούχος. Και ο Φιλιππος τον εβάπτισε.

Πραξ. 8,39         ὅτε δὲ ἀνέβησαν ἐκ τοῦ ὕδατος Πνεῦμα Κυρίου ἥρπασε τὸν Φίλιππον, καὶ οὐκ εἶδεν αὐτὸν οὐκέτι ὁ εὐνοῦχος· ἐπορεύετο γὰρ τὴν ὁδὸν αὐτοῦ χαίρων.

Πραξ. 8,39               Αμέσως δε μόλις ανέβηκαν από το νερό, το Πνεύμα του Κυρίου ήρπασε τον Φιλιππον και δεν τον ξαναείδε πλέον ο ευνούχος, ο οποίος και συνέχισε το ταξίδι του γεμάτος χαράν.

Πραξ. 8,40         Φίλιππος δὲ εὑρέθη εἰς Ἄζωτον, καὶ διερχόμενος εὐηγγελίζετο τὰς πόλεις πάσας ἕως τοῦ ἐλθεῖν αὐτὸν εἰς Καισάρειαν.

Πραξ. 8,40               Ο δε Φιλιππος ευρέθηκε, χωρίς να το καταλάβη πως, εις την Αζωτον· και καθώς επερνούσε από τα διάφορα μέρη, εκήρυττε το Ευαγγέλιον εις όλας τας πόλεις, έως ότου ήλθεν εις την Καισάρειαν.

 

 

ΠΡΑΞΕΙΣ 9

 

Πραξ. 9,1           Ὁ δὲ Σαῦλος ἔτι ἐμπνέων ἀπειλῆς καὶ φόνου εἰς τοὺς μαθητὰς τοῦ Κυρίου, προσελθὼν τῷ ἀρχιερεῖ

Πραξ. 9,1                  Ο Σαύλος όμως, κυριευμένος από μίσος και μανίαν, εξακολουθούσε να αποπνέη και να εκδηλώνη αισθήματα απειλής και φόνου εναντίον των μαθητών του Κυρίου. Προσήλθε στον αρχιερέα

Πραξ. 9,2           ᾐτήσατο παρ᾿ αὐτοῦ ἐπιστολὰς εἰς Δαμασκὸν πρὸς τὰς συναγωγάς, ὅπως ἐάν τινας εὕρῃ τῆς ὁδοῦ ὄντας, ἄνδρας τε καὶ γυναῖκας, δεδεμένους ἀγάγῃ εἰς Ἱερουσαλήμ.

Πραξ. 9,2                 και εζήτησε από αυτόν συστατικάς επιστολάς προς τας συναγωγάς της Δαμασκού, όπως, εάν εύρη μερικούς άνδρας και γυναίκας να ανήκουν στον δρόμον του Ιησού, δεμένους τους οδηγήση εις την Ιερουσαλήμ.

Πραξ. 9,3           ἐν δὲ τῷ πορεύεσθαι ἐγένετο αὐτὸν ἐγγίζειν τῇ Δαμασκῷ, καὶ ἐξαίφνης περιήστραψεν αὐτὸν φῶς ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ,

Πραξ. 9,3                 Ενώ δε επροχωρούσε και επλησίαζε πλέον εις την Δαμασκόν, αίφνης άστραψε ολόγυρά του από τον ουρανόν λαμπρόν φως.

Πραξ. 9,4           καὶ πεσὼν ἐπὶ τὴν γῆν ἤκουσε φωνὴν λέγουσαν αὐτῷ· Σαοὺλ Σαούλ, τί με διώκεις;

Πραξ. 9,4                 Και καθώς από την απαστράπτουσαν λάμψιν έπεσε κάτω εις την γης, ήκουσε μίαν φωνήν, η οποία του έλεγε· “Σαούλ, Σαούλ, διατί με καταδιώκεις;”

Πραξ. 9,5           εἶπε δέ· τίς εἶ, κύριε; ὁ δὲ Κύριος εἶπεν· ἐγώ εἰμι Ἰησοῦς ὃν σὺ διώκεις·

Πραξ. 9,5                 Είπε δε ο Σαύλος· “ποιός είσαι, κύριε;” Ο δε Κυριος απήντησε· “εγώ είμαι ο Ιησούς, τον οποίον συ καταδιώξεις, αφού καταδιώκστους οπαδούς μου.

Πραξ. 9,6           ἀλλὰ ἀνάστηθι καὶ εἴσελθε εἰς τὴν πόλιν, καὶ λαληθήσεταί σοι τί σε δεῖ ποιεῖν.

Πραξ. 9,6                 Αλλά σήκω επάνω και πήγαινε εις την πόλιν και εκεί θα σου ανακοινωθή, τι πρέπει να κάμης”.

Πραξ. 9,7           οἱ δὲ ἄνδρες οἱ συνοδεύοντες αὐτῷ εἱστήκεισαν ἐνεοί, ἀκούοντες μὲν τῆς φωνῆς, μηδένα δὲ θεωροῦντες.

Πραξ. 9,7                 Οι άνδρες όμως, που τον συνώδευαν, έμειναν άφωνοι, με ανοικτό το στόμα, διότι ήκουαν μεν την φωνήν, αλλά δεν έβλεπαν κανένα.

Πραξ. 9,8           ἠγέρθη δὲ ὁ Σαῦλος ἀπὸ τῆς γῆς, ἀνεῳγμένων τε τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ οὐδένα ἔβλεπε· χειραγωγοῦντες δὲ αὐτὸν εἰσήγαγον εἰς Δαμασκόν.

Πραξ. 9,8                 Εσηκώθηκε ο Σαύλος από την γην, και ενώ ήσαν ανοικτά τα μάτια του, δεν έβλεπε κανένα. Οι στρατιώται οδηγούντες αυτό από το χέρι, τον έφεραν μέσα εις την Δαμασκόν.

Πραξ. 9,9           καὶ ἦν ἡμέρας τρεῖς μὴ βλέπων, καὶ οὐκ ἔφαγεν οὐδὲ ἔπιεν.

Πραξ. 9,9                 Και έμεινε τρεις ημέρας τυφλός, χωρίς να βλέπη· και ούτε έφαγε ούτε έπιε.

Πραξ. 9,10         Ἦν δέ τις μαθητὴς ἐν Δαμασκῷ ὀνόματι Ἀνανίας, καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ Κύριος ἐν ὁράματι· Ἀνανία. ὁ δὲ εἶπεν· ἰδοὺ ἐγώ, Κύριε·

Πραξ. 9,10               Υπήρχε δε εις την Δαμασκόν ένας μαθητής, ονόματι Ανανίας, και με όραμα είπε προς αυτόν ο Κυριος· “Ανανία”. Εκείνος δε είπε· “ιδού, εδώ είμαι, Κυριε”.

Πραξ. 9,11         ὁ δὲ Κύριος πρὸς αὐτόν· ἀναστὰς πορεύθητι ἐπὶ τὴν ῥύμην τὴν καλουμένην εὐθεῖαν καὶ ζήτησον ἐν οἰκίᾳ Ἰούδα Σαῦλον ὀνόματι Ταρσέα· ἰδοὺ γὰρ προσεύχεται,

Πραξ. 9,11                Ο δε Κυριος είπε τότε προς αυτόν· “σήκω και πήγαινε εις την οδόν, που λέγεται ευθεία, και ζήτησε στο σπίτι του Ιούδα κάποιον, που ονομάζεται Σαύλος και κατάγεται από την Ταρσόν. Διότι, ιδού, κατά την ώραν αυτήν προσεύχεται και ζητεί την βοήθειάν μου.

Πραξ. 9,12         καὶ εἶδεν ἐν ὁράματι ἄνδρα ὀνόματι Ἀνανίαν εἰσελθόντα καὶ ἐπιθέντα αὐτῷ χεῖρα, ὅπως ἀναβλέψῃ.

Πραξ. 9,12               Είδε και αυτός εις όραμα ένα άνθρωπον, ονόματι Ανανίαν, ο οποίος εισήλθε στο σπίτι και έθεσε επάνω εις αυτόν το χέρι, δια να τον θεραπεύση από την τύφλωσιν και ξαναϊδή έτσι το φως”.

Πραξ. 9,13         ἀπεκρίθη δὲ Ἀνανίας· Κύριε, ἀκήκοα ἀπὸ πολλῶν περὶ τοῦ ἀνδρὸς τούτου, ὅσα κακὰ ἐποίησε τοῖς ἁγίοις σου ἐν Ἱερουσαλήμ·

Πραξ. 9,13                Απήντησε δε ο Ανανίας· “Κυριε, έχω ακούσει από πολλούς δια τον άνθρωπον αυτόν, δια τα τόσα και τόσα κακά, που έκαμε στους αγίους οπαδούς σου, οι οποίοι μενουν εις την Ιερουσαλήμ

Πραξ. 9,14         καὶ ὧδε ἔχει ἐξουσίαν παρὰ τῶν ἀρχιερέων δῆσαι πάντας τοὺς ἐπικαλουμένους τὸ ὄνομά σου.

Πραξ. 9,14               Και εδώ εις την Δαμασκόν έχει εξουσίαν από τους αρχιερείς να δέση όλους, όσοι επικαλούνται το όνομά σου”.

Πραξ. 9,15         εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Κύριος· πορεύου, ὅτι σκεῦος ἐκλογῆς μοί ἐστιν οὗτος τοῦ βαστάσαι τὸ ὄνομά μου ἐνώπιον ἐθνῶν καὶ βασιλέων υἱῶν τε Ἰσραήλ·

Πραξ. 9,15                Είπε δε προς αυτόν ο Κυριος· “πήγαινε και μη φοβείσαι. Διότι αυτός είναι όργανον της ιδικής μου εκλογής, δια να βαστάση και κηρύξη το όνομά μου εμπρός εις εθνικούς και εις βασιλείς και στους απογόνους του Ισραήλ.

Πραξ. 9,16         ἐγὼ γὰρ ὑποδείξω αὐτῷ ὅσα δεῖ αὐτὸν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματός μου παθεῖν.

Πραξ. 9,16               Διότι εγώ ο ίδιος θα του δείξω από τώρα, όσα πρέπει να πάθη δια το όνομά μου”

Πραξ. 9,17         Ἀπῆλθε δὲ Ἀνανίας καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν, καὶ ἐπιθεὶς ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς χεῖρας εἶπε· Σαοὺλ ἀδελφέ, ὁ Κύριος ἀπέσταλκέ με, Ἰησοῦς ὁ ὀφθείς σοι ἐν τῇ ὁδῷ ᾗ ἤρχου, ὅπως ἀναβλέψῃς καὶ πλησθῇς Πνεύματος Ἁγίου.

Πραξ. 9,17                Επήγε πράγματι ο Ανανίας· εισήλθε εις την οικίαν και αφού έθεσε επάνω εις αυτόν τα χέρια του, είπε· “Σαούλ, αδελφέ, ο Κυριος Ιησούς, ο οποίος σου παρουσιάσθηκε στον δρόμον, που ήρχεσο· με έστειλε, να αποκτήσης και πάλιν το φως και να γεμίσης από Αγιον Πνεύμα”.

Πραξ. 9,18         καὶ εὐθέως ἀπέπεσον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ ὡσεὶ λεπίδες, ἀνέβλεψέ τε, καὶ ἀναστὰς ἐβαπτίσθη, καὶ λαβὼν τροφὴν ἐνίσχυσεν.

Πραξ. 9,18               Και αμέσως έπεσαν από τα μάτια του κάτι σαν λέπια, απέκτησε το φως του, εσηκώθηκε και εβαπτίσθηκε αμέσως. Και κατόπιν έφαγε τροφήν και απέκτησεν πάλιν τας δυνάμστου, τας σωματικάς και τας πνευματικάς.

Πραξ. 9,19         Ἐγένετο δὲ ὁ Σαῦλος μετὰ τῶν ὄντων ἐν Δαμασκῷ μαθητῶν ἡμέρας τινάς,

Πραξ. 9,19               Εμεινε δε ο Σαύλος ολίγας ημέρας μαζή με τους μαθητάς, που ήσαν εις την Δαμασκόν.

Πραξ. 9,20         καὶ εὐθέως ἐν ταῖς συναγωγαῖς ἐκήρυσσε τὸν Ἰησοῦν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ.

Πραξ. 9,20               Και αμέσως εκήρυττε εις τας συναγωγάς τον Ιησούν, λέγων ότι αυτός είναι πράγματι ο μονογενής Υιός του Θεού.

Πραξ. 9,21         ἐξίσταντο δὲ πάντες οἱ ἀκούοντες καὶ ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ πορθήσας ἐν Ἱερουσαλὴμ τοὺς ἐπικαλουμένους τὸ ὄνομα τοῦτο, καὶ ᾧδε εἰς τοῦτο ἐλήλυθεν, ἵνα δεδεμένους αὐτοὺς ἀγάγῃ ἐπὶ τοὺς ἀρχιερεῖς;

Πραξ. 9,21               Ολοι δε όσοι τον ήκουσαν εκυριεύθησαν από έκπληξιν και απορίαν και έλεγαν· “δεν είναι αυτός, που κατεδίωξε με μίσος μέχρις αφανισμού εις την Ιερουσαλήμ εκείνους, που επεκαλούντο με πίστιν το όνομα τούτο και ο οποίος έχει έλθει εδώ, με αυτός ακριβώς τον σκοπόν, να συλλάβη αυτούς και δεμένους να τους οδηγήση στους αρχιερείς;”

Πραξ. 9,22         Σαῦλος δὲ μᾶλλον ἐνεδυναμοῦτο καὶ συνέχυνε τοὺς Ἰουδαίους τοὺς κατοικοῦντας ἐν Δαμασκῷ, συμβιβάζων ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός.

Πραξ. 9,22               Ο Παύλος όμως ενισχύετο ακόμη περισσότερον με την χάριν του Θεού και με το φωτισμένον κήρυγμά του έφερε σύγχυσιν στους Ιουδαίους, που κατοικούσαν εις την Δαμασκόν, αποδεικνύων, με την πραγματοποίησιν των προφητειών, ότι αυτός είναι ο Χριστός.

Πραξ. 9,23         ὡς δὲ ἐπληροῦντο ἡμέραι ἱκαναί, συνεβουλεύσαντο οἱ Ἰουδαῖοι ἀνελεῖν αὐτόν·

Πραξ. 9,23               Οταν δε επέρασαν αρκετές ημέρες, συνεσκέφθησαν και απεφάσισαν οι Ιουδαίοι να τον φονεύσουν.

Πραξ. 9,24         ἐγνώσθη δὲ τῷ Σαύλῳ ἡ ἐπιβουλὴ αὐτῶν, παρετήρουν τε τὰς πύλας ἡμέρας τε καὶ νυκτὸς ὅπως αὐτὸν ἀνέλωσι·

Πραξ. 9,24               Εγινε όμως γνωστή στον Σαύλον η επιβουλή των. Και οι Ιουδαίοι παρατηρούσαν ημέραν και νύκτα τας πύλας της πόλεως, δια να τον φονεύσουν.

Πραξ. 9,25         λαβόντες δὲ αὐτὸν οἱ μαθηταὶ νυκτὸς καθῆκαν διὰ τοῦ τείχους χαλάσαντες ἐν σπυρίδι.

Πραξ. 9,25               Οι μαθηταί όμως επήραν τον Σαύλον και εις καιρόν νυκτός τον κατέβασαν μέσα εις ένα κοφίνι από κάποιο παράθυρο του τείχους.

Πραξ. 9,26         Παραγενόμενος δὲ ὁ Σαῦλος εἰς Ἱερουσαλὴμ ἐπειρᾶτο κολλᾶσθαι τοῖς μαθηταῖς· καὶ πάντες ἐφοβοῦντο αὐτόν, μὴ πιστεύοντες ὅτι ἐστὶ μαθητής.

Πραξ. 9,26               Οταν δε ο Σαύλος έφθασε εις την Ιερουσαλήμ, προσπαθούσε να επικοινωνήση και να προσκολληθή στους μαθητάς. Ολοι όμως τον εφοβούντο, διότι δεν επίστευαν ότι είναι πράγματι μαθητής του Χριστού.

Πραξ. 9,27         Βαρνάβας δὲ ἐπιλαβόμενος αὐτὸν ἤγαγε πρὸς τοὺς ἀποστόλους, καὶ διηγήσατο αὐτοῖς πῶς ἐν τῇ ὁδῷ εἶδε τὸν Κύριον καὶ ὅτι ἐλάλησεν αὐτῷ, καὶ πῶς ἐν Δαμασκῷ ἐπαῤῥησιάσατο ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Ἰησοῦ.

Πραξ. 9,27               Αλλά ο Βαρνάβας τον επήρε με εμπιστοσύνην και τον ωδήγησε στους Αποστόλους. Και διηγήθηκε τότε εις αυτούς ο Σαύλος, πως στον δρόμον είδε τον Κυριον και ότι του ωμίλησε ο Κυριος και πως εις την Δαμασκόν εκήρυξε με θάρρος πίστιν στον Ιησούν Χριστόν.

Πραξ. 9,28         καὶ ἦν μετ᾿ αὐτῶν εἰσπορευόμενος καὶ ἐκπορευόμενος ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ παῤῥησιαζόμενος ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ,

Πραξ. 9,28               Και συνεδέθη πλέον με αυτούς στενότατα, επήγαινε και ήρχετο μαζή των συνεχώς εις Ιερουσαλήμ και με παρρησίαν ωμιλούσε δια τον Κυριον Ιησούν.

Πραξ. 9,29         ἐλάλει τε καὶ συνεζήτει πρὸς τοὺς Ἑλληνιστάς· οἱ δὲ ἐπεχείρουν αὐτὸν ἀνελεῖν.

Πραξ. 9,29               Ακόμη δε ωμιλούσε και εσυζητούσε με τους Ελληνιστάς Ιουδαίους. Εκείνοι όμως εζητούσαν ευκαιρίαν, να τον φονεύσουν.

Πραξ. 9,30         ἐπιγνόντες δὲ οἱ ἀδελφοὶ κατήγαγον αὐτὸν εἰς Καισάρειαν καὶ ἐξαπέστειλαν αὐτὸν εἰς Ταρσόν.

Πραξ. 9,30               Οταν δε οι αδελφοί έμαθαν τους σκοπούς των, συνώδευσαν και ωδήγησαν τον Παύλον εις την Καισάρειαν και τον έστειλαν εις την Ταρσόν, την πατρίδα του, όπου και θα ήτο ασφαλής από τας επιβουλάς των Εβραίων, που έμειναν άπιστοι και αμετανόητοι.

Πραξ. 9,31         Αἱ μὲν οὖν ἐκκλησίαι καθ᾿ ὅλης τῆς Ἰουδαίας καὶ Γαλιλαίας καὶ Σαμαρείας εἶχον εἰρήνην οἰκοδομούμεναι καὶ πορευόμεναι τῷ φόβῳ τοῦ Κυρίου, καὶ τῇ παρακλήσει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπληθύνοντο.

Πραξ. 9,31                Αι Εκκλησίαι, λοιπόν, που ήσαν εις όλην την Ιουδαίαν και την Γαλιλαίαν και την Σαμάρειαν, είχαν ειρήνην και οικοδομούντο εις την χριστιανικήν ζωήν και εζούσαν με τον φόβον του Κυρίου και με την δύναμιν και παρηγορίαν, που τους έδιδε το Πνεύμα το Αγιον, επληθύνοντο.

Πραξ. 9,32         Ἐγένετο δὲ Πέτρον διερχόμενον διὰ πάντων κατελθεῖν καὶ πρὸς τοὺς ἁγίους τοὺς κατοικοῦντας Λύδδαν.

Πραξ. 9,32               Συνέβη δε, όταν ο Πετρος περιώδευε όλα αυτά τα μέρη, να κατεβή στους πιστούς, οι οποίοι κατοικούσαν εις την Λυδδαν.

Πραξ. 9,33         εὗρε δὲ ἐκεῖ ἄνθρωπόν τινα Αἰνέαν ὀνόματι, ἐξ ἐτῶν ὀκτὼ κατακείμενον ἐπὶ κραβάττῳ, ὃς ἦν παραλελυμένος.

Πραξ. 9,33               Ευρήκε δε εκεί ένα άνθρωπον, ονόματι Αινέαν, ο οποίος κατέκειτο επί οκτώ έτη παράλυτος επάνω εις ένα κρεββάτι.

Πραξ. 9,34         καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Πέτρος· Αἰνέα, ἰᾶταί σε Ἰησοῦς ὁ Χριστός· ἀνάστηθι καὶ στρῶσον σεαυτῷ. καὶ εὐθέως ἀνέστη.

Πραξ. 9,34               Και του είπεν ο Πετρος· “Αινέα, ο Ιησούς, ο Χριστός σε θεραπεύει από την ασθένειάν σου. Σηκω και στρώσε μόνος σου το κρεββάτι σου”. Και αμέσως εκείνος εσηκώθηκε υγιής.

Πραξ. 9,35         καὶ εἶδον αὐτὸν πάντες οἱ κατοικοῦντες Λύδδαν καὶ τὸν Σάρωνα, οἵτινες ἐπέστρεψαν ἐπὶ τὸν Κύριον.

Πραξ. 9,35               Και τον είδαν όλοι, όσοι κατοικούσαν την Λυδδαν και την περιοχήν του Σαρωνος, οι οποίοι επίστευσαν και επέστρεψαν στον Κυριον, παρακινηθέντες από το θαύμα αυτό.

Πραξ. 9,36         Ἐν Ἰόππῃ δέ τις ἦν μαθήτρια ὀνόματι Ταβιθά, ἣ διερμηνευομένη λέγεται Δορκάς· αὕτη ἦν πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν ὧν ἐποίει.

Πραξ. 9,36               Εις δε την Ιόππην εζούσε μία μαθήτρια του Κυρίου, ονόματι Ταβιθά, της οποίας το όνομα εις την ελληνικήν σημαίνει Δορκάς. Αυτή ήτο γεμάτη από καλά έργα και ελεημοσύνας, τας οποίας έκανε συνεχώς.

Πραξ. 9,37         ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἀσθενήσασαν αὐτὴν ἀποθανεῖν· λούσαντες δὲ αὐτὴν ἔθηκαν ἐν ὑπερῴῳ.

Πραξ. 9,37               Συνέβη όμως κατά τας ημέρας εκείνας να ασθενήση και να πεθάνη. Αφού δε, σύμφωνα με τα ιουδαϊκά έθιμα, την έλουσαν και την ετοίμασαν δια την ταφήν, την έβαλαν στο υπερώον.

Πραξ. 9,38         ἐγγὺς δὲ οὔσης Λύδδης τῇ Ἰόππῃ οἱ μαθηταὶ ἀκούσαντες ὅτι Πέτρος ἐστὶν ἐν αὐτῇ, ἀπέστειλαν δύο ἄνδρας πρὸς αὐτὸν παρακαλοῦντες μὴ ὀκνῆσαι διελθεῖν ἕως αὐτῶν.

Πραξ. 9,38               Επειδή δε η Λυδδα ήτο κοντά εις την Ιόππην και οι μαθηταί είχαν ακούσει, ότι ο Πετρος ήταν εκεί, έστειλαν δύο άνδρας προς αυτόν και τον παρακαλούσαν να μη βραδύνη να έλθη μέχρις αυτών.

Πραξ. 9,39         ἀναστὰς δὲ Πέτρος συνῆλθεν αὐτοῖς· ὃν παραγενόμενον ἀνήγαγον εἰς τὸ ὑπερῶον, καὶ παρέστησαν αὐτῶ πᾶσαι αἱ χῆραι κλαίουσαι καὶ ἐπιδεικνύμεναι χιτῶνας καὶ ἱμάτια ὅσα ἐποίει μετ᾿ αὐτῶν οὖσα ἡ Δορκάς.

Πραξ. 9,39               Πράγματι ο Πετρος εσηκώθηκε και επήγε μαζή με τους δύο απεσταλμένους. Οταν δε έφθασε, τον ανέβασαν στο υπερώον. Εκεί δε παρουσιάσθησαν εις αυτόν όλαι αι χήραι κλαίουσαι δια τον θάνατον της Ταβιθάς, και εδείκνυαν στον Πετρον χιτώνας και επανωφόρια, όσα έφκιανε, όταν ήτο εν ζωή η Δορκάς.

Πραξ. 9,40         ἐκβαλὼν δὲ ἔξω πάντας ὁ Πέτρος θεὶς τὰ γόνατα προσηύξατο, καὶ ἐπιστρέψας πρὸς τὸ σῶμα εἶπε· Ταβιθά, ἀνάστηθι. ἡ δὲ ἤνοιξε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῆς, καὶ ἰδοῦσα τὸν Πέτρον ἀνεκάθισε.

Πραξ. 9,40               Ο Πετρος, αφού έβγαλε όλους έξω από το υπερώον, εγονάτισε και προσευχήθηκε. Επειτα εστράφη προς το σώμα και είπε· “Ταβιθά, σήκω”. Εκείνη δε άνοιξε αμέσως τα μάτια της και όταν είδε τον Πετρον ανασηκώθηκε στο κρεββάτι της.

Πραξ. 9,41         δοὺς δὲ αὐτῇ χεῖρα ἀνέστησεν αὐτήν, φωνήσας δὲ τοὺς ἁγίους καὶ τὰς χήρας παρέστησεν αὐτὴν ζῶσαν.

Πραξ. 9,41               Της έδωσε τότε το χέρι του ο Πετρος και την εσήκωσε. Και αφού εκάλεσε τους Χριστιανούς και μάλιστα τας χήρας, τους την παρουσίασε ζωντανήν.

Πραξ. 9,42         γνωστὸν δὲ ἐγένετο καθ᾿ ὅλης τῆς Ἰόππης, καὶ πολλοὶ ἐπίστευσαν ἐπὶ τὸν Κύριον.

Πραξ. 9,42               Εγινε δε γνωστόν το θαύμα αυτό της αναστάσεως εις όλην την Ιόππην και πολλοί επίστευσαν στον Κυριον.

Πραξ. 9,43         Ἐγένετο δὲ ἡμέρας ἱκανὰς μεῖναι αὐτὸν ἐν Ἰόππῃ παρά τινι Σίμωνι βυρσεῖ.

Πραξ. 9,43               Εμεινε δε εις την Ιόππην ο Πετρος αρκετάς ημέρας στο σπίτι κάποιου Σιμωνος βυρσοδέψου.

 

 

ΠΡΑΞΕΙΣ 10

 

Πραξ. 10,1         Ἀνὴρ δέ τις ἐν Καισαρείᾳ ὀνόματι Κορνήλιος, ἑκατοντάρχης ἐκ σπείρης τῆς καλουμένης Ἰταλικῆς,

Πραξ. 10,1                Υπήρχε δε εις την Καισάρειαν κάποιος άνθρωπος, ονόματι Κορνήλιος, εκατόνταρχος, από την στρατιωτικήν μονάδα, που ελέγετο σπείρα Ιταλική.

Πραξ. 10,2         εὐσεβὴς καὶ φοβούμενος τὸν Θεὸν σὺν παντὶ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ, ποιῶν τε ἐλεημοσύνας πολλὰς τῷ λαῷ καὶ δεόμενος τοῦ Θεοῦ διὰ παντός,

Πραξ. 10,2               Αυτός ήτο ευσεβής και θεοφοβούμενος μαζή με όλον του τον οίκον. Εκανε πολλάς ελεημοσύνας στον λαόν και παρακαλούσε πάντοτε τον Θεόν να τον φωτίζη.

Πραξ. 10,3         εἶδεν ἐν ὁράματι φανερῶς ὡσεὶ ὥραν ἐνάτην τῆς ἡμέρας ἄγγελον τοῦ Θεοῦ εἰσελθόντα πρὸς αὐτὸν καὶ εἰπόντα αὐτῷ· Κορνήλιε.

Πραξ. 10,3                Είδε, λοιπόν, κατά την τρίτην απογευματινήν ώραν, φανερά εις ένα όραμα, άγγελον του Θεού, ο οποίος εισήλθε στο σπίτι του δι' αυτόν και του είπε· “Κορνήλιε”.

Πραξ. 10,4         ὁ δὲ ἀτενίσας αὐτῷ καὶ ἔμφοβος γενόμενος εἶπε· τί ἐστι, κύριε; εἶπε δὲ αὐτῷ· αἱ προσευχαί σου καὶ αἱ ἐλεημοσύναι σου ἀνέβησαν εἰς μνημόσυνον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Πραξ. 10,4               Αυτός προσήλωσε τα μάτια του στον άγγελον, κατελήφθη από φόβον και είπε· “τι είναι, κύριε;” Ο δε άγγελος του απήντησε· “αι προσευχαί σου και αι ελεημοσύναι σου ανέβησαν στον ουρανόν προς τον Θεόν, δια να σε ενθυμήται συνεχώς.

Πραξ. 10,5         καὶ νῦν πέμψον εἰς Ἰόππην ἄνδρας καὶ μετάπεμψαι Σίμωνα τὸν ἐπικαλούμενον Πέτρον·

Πραξ. 10,5                Και τώρα στείλε εις την Ιόππην ανθρώπους σου και προσκάλεσε εδώ τον Σιμωνα, που επονομάζεται Πετρος.

Πραξ. 10,6         οὗτος ξενίζεται παρά τινι Σίμωνι βυρσεῖ, ᾧ ἐστιν οἰκία παρὰ θάλασσαν.

Πραξ. 10,6               Αυτός φιλοξενείται από κάποιον βυρσοδέψην Σιμωνα, του οποίου το σπίτι είναι κοντά εις την θάλασσαν”.

Πραξ. 10,7         ὡς δὲ ἀπῆλθεν ὁ ἄγγελος ὁ λαλῶν τῷ Κορνηλίῳ, φωνήσας δύο τῶν οἰκετῶν αὐτοῦ καὶ στρατιώτην εὐσεβῆ τῶν προσκαρτερούντων αὐτῷ,

Πραξ. 10,7                Αμέσως δε μόλις ο άγγελος που ωμιλούσε προς τον Κορνήλιον έφυγεν, εφώναξε αυτός δύο υπηρέτας του και ένα ευσεβή στρατιώτην, από εκείνους που ήσαν απεσπασμένοι εις την υπηρεσίαν του,

Πραξ. 10,8         καὶ ἐξηγησάμενος αὐτοῖς ἅπαντα, ἀπέστειλεν αὐτοὺς εἰς τὴν Ἰόππην.

Πραξ. 10,8               και αφού τους εξήγησε όλα όσα είδε και ήκουσε, τους έστειλε εις την Ιόππην γεμάτος ελπίδας και εμπιστοσύνην εις τα λόγια του αγγέλου.

Πραξ. 10,9         Τῇ δὲ ἐπαύριον ὁδοιπορούντων ἐκείνων καὶ τῇ πόλει ἐγγιζόντων ἀνέβη Πέτρος ἐπὶ τὸ δῶμα προσεύξασθαι περὶ ὥραν ἕκτην.

Πραξ. 10,9               Την άλλην ημέραν, ενώ εκείνοι επεζοπορούσαν και επλησίαζαν εις την πόλιν, ανέβηκε ο Πετρος εις την ταράτσα της οικίας, κατά τας δώδεκα το μεσημέρι, δια να προσευχηθή.

Πραξ. 10,10       ἐγένετο δὲ πρόσπεινος καὶ ἤθελε γεύσασθαι· παρασκευαζόντων δὲ ἐκείνων ἐπέπεσεν ἐπ᾿ αὐτὸν ἔκστασις,

Πραξ. 10,10              Ησθάνθη δε πείναν μεγάλην και ήθελε να φάγη. Ενώ δε εκείνοι που ήσαν στο σπίτι ετοίμαζαν τα του φαγητού, κατέλαβε τον Πετρον έκτασις, ώστε να βλέπη αποκαλύψεις Θεού.

Πραξ. 10,11       καὶ θεωρεῖ τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγμένον καὶ καταβαῖνον ἐπ᾿ αὐτὸν σκεῦός τι ὡς ὀθόνην μεγάλην, τέσσαρσιν ἀρχαῖς δεδεμένον καὶ καθιέμενον ἐπὶ τῆς γῆς,

Πραξ. 10,11              Και βλέπει τον ουρανόν ανοιγμένο και να κατεβαίνη προς αυτόν ένα σκεύος, που ωμοίαζε με μεγάλο σινδόνι, δεμένον από τα τέσσερα άκρα, και το οποίον σιγά-σιγά κατέβαινε εις την γην.

Πραξ. 10,12       ἐν ᾧ ὑπῆρχε πάντα τὰ τετράποδα τῆς γῆς καὶ τὰ θηρία καὶ τὰ ἑρπετὰ καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ.

Πραξ. 10,12              Εις αυτό υπήρχαν όλα τα τετράποδα της γης και τα θηρία και τα ερπετά και τα πτηνά του ουρανού.

Πραξ. 10,13       καὶ ἐγένετο φωνὴ πρὸς αὐτόν· ἀναστάς, Πέτρε, θῦσον καὶ φάγε.

Πραξ. 10,13              Και έγινε μια φωνή προς αυτόν, η οποία του έλεγε· “Πετρε, σήκω, σφάξε και φάγε”.

Πραξ. 10,14       ὁ δὲ Πέτρος εἶπε· μηδαμῶς, Κύριε· ὅτι οὐδέποτε ἔφαγον πᾶν κοινὸν ἢ ἀκάθαρτον.

Πραξ. 10,14              Ο δε Πετρος απήντησε· “ποτέ και με κανένα τρόπο, δεν θα κάμω αυτό, Κυριε· διότι ποτέ έως τώρα δεν έφαγα κανένα μολυσμένον η ακάθαρτον, που το απαγορεύει ο νόμος”.

Πραξ. 10,15       καὶ φωνὴ πάλιν ἐκ δευτέρου πρὸς αὐτόν· ἃ ὁ Θεὸς ἐκαθάρισε σὺ μὴ κοίνου.

Πραξ. 10,15              Και πάλιν δια δευτέραν φοράν ήλθε η φωνή προς τον Πετρον· “αυτά, που ο Θεός έχει κάμει πλέον καθαρά, συ μη τα θεωρείς μολυσμένα και ακάθαρτα”.

Πραξ. 10,16       τοῦτο δὲ ἐγένετο ἐπὶ τρίς, καὶ πάλιν ἀνελήφθη τὸ σκεῦος εἰς τὸν οὐρανόν.

Πραξ. 10,16              Αυτό επανελήφθη τρεις φορές και ενελήφθη πάλιν το σκεύος στον ουρανόν.

Πραξ. 10,17       Ὡς δὲ ἐν ἑαυτῷ διηπόρει ὁ Πέτρος τί ἂν εἴη τὸ ὅραμα ὃ εἶδε, καὶ ἰδοὺ οἱ ἄνδρες οἱ ἀπεσταλμένοι ἀπὸ τοῦ Κορνηλίου διερωτήσαντες τὴν οἰκίαν Σίμωνος ἐπέστησαν ἐπὶ τὸν πυλῶνα,

Πραξ. 10,17              Καθώς δε απορούσε από μέσα του ο Πετρος, τι τάχα να εσήμαινε το όραμα, που είδε, και ιδού οι άνθρωποι οι σταλμένοι από τον Κορνήλιον, αφού εν τω μεταξύ είχαν πληροφορηθή, που ήτο το σπίτι του Σιμωνος, ετάθησαν εις την εξωτερικήν πόρταν.

Πραξ. 10,18       καὶ φωνήσαντες ἐπυνθάνοντο εἰ Σίμων ὁ ἐπικαλούμενος Πέτρος ἐνθάδε ξενίζεται.

Πραξ. 10,18              Εφώναξαν δυνατά και εζητούσαν να πληροφορηθούν, εάν ο Σιμων, που λέγεται και Πετρος, φιλοξενείται εδώ.

Πραξ. 10,19       τοῦ δὲ Πέτρου διενθυμουμένου περὶ τοῦ ὁράματος εἶπεν αὐτῷ τὸ Πνεῦμα· ἰδοὺ ἄνδρες τρεῖς ζητοῦσί σε·

Πραξ. 10,19              Ενώ δε ο Πετρος εσυλλογίζετο δια το όραμα, που είδε, είπε εις αυτόν το Αγιον Πνεύμα· “ιδού, τρεις άνδρες, σε ζητούν, Είναι εθνικοί.

Πραξ. 10,20       ἀλλὰ ἀναστὰς κατάβηθι καὶ πορεύου σὺν αὐτοῖς μηδὲν διακρινόμενος, διότι ἐγὼ ἀπέσταλκα αὐτούς.

Πραξ. 10,20             Αλλά σήκω, κατέβα από το δώμα και πήγαινε μαζή τους, χωρίς κανένα δισταγμόν, διότι εγώ τους έχω στείλει”.

Πραξ. 10,21       καταβὰς δὲ Πέτρος πρὸς τοὺς ἄνδρας εἶπεν· ἰδοὺ ἐγώ εἰμι ὃν ζητεῖτε· τίς ἡ αἰτία δι᾿ ἣν πάρεστε;

Πραξ. 10,21              Κατέβηκε πράγματι ο Πετρος προς τους ανθρώπους αυτούς και είπε· “ιδού, εγώ είμαι αυτός που ζητείτε, ποιός είναι ο λόγος δια τον οποίον ήρθατε εδώ;”

Πραξ. 10,22       οἱ δὲ εἶπον· Κορνήλιος ἑκατοντάρχης, ἀνὴρ δίκαιος καὶ φοβούμενος τὸν Θεόν, μαρτυρούμενός τε ὑπὸ ὅλου τοῦ ἔθνους τῶν Ἰουδαίων, ἐχρηματίσθη ὑπὸ ἀγγέλου ἁγίου μεταπέμψασθαί σε εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ καὶ ἀκοῦσαι ῥήματα παρὰ σοῦ.

Πραξ. 10,22             Εκείνοι δε του είπαν· “ο Κορνήλιος, ο εκατόνταρχος, άνθωπος δίκαιος και φοβούμενος τον Θεόν, που μαρτυρείται ως ευσεβής από όλον το έθνος των Ιουδαίων, επήρε εντολήν από άγιον άγγελον, να σε καλέση στο σπίτι του και να ακούση από σένα λόγια Θεού”.

Πραξ. 10,23       εἰσκαλεσάμενος οὖν αὐτοὺς ἐξένισε. Τῇ δὲ ἐπαύριον ἀναστὰς ἐξῆλθε σὺν αὐτοῖς, καί τινες τῶν ἀδελφῶν τῶν ἀπὸ τῆς Ἰόππης συνῆλθον αὐτῷ,

Πραξ. 10,23             Ο Πετρος τους εκάλεσε μέσα στο σπίτι και τους εφολοξένησε. Την άλλην ημέραν εσηκώθηκε και μαζή με αυτούς ανεχώρησε δια την Καισάρειαν. Μαζή του δε ανεχώρησαν και μερικοί αδελφοί από αυτούς, που έμεναν εις την Ιόππην.

Πραξ. 10,24       καὶ τῇ ἐπαύριον εἰσῆλθον εἰς τὴν Καισάρειαν. ὁ δὲ Κορνήλιος ἦν προσδοκῶν αὐτοὺς συγκαλεσάμενος τοὺς συγγενεῖς αὐτοῦ καὶ τοὺς ἀναγκαίους φίλους.

Πραξ. 10,24             Και την άλλην ημέραν εισήλθαν εις την Καισάρειαν. Ο δε Κορνήλιος εν τω μεταξύ τους επερίμενε και είχε καλέσει τους συγγενείς του και τους στενοτέρους φίλους του.

Πραξ. 10,25       Ὡς δὲ ἐγένετο τοῦ εἰσελθεῖν τὸν Πέτρον, συναντήσας αὐτῷ ὁ Κορνήλιος πεσὼν ἐπὶ τοὺς πόδας προσεκύνησεν.

Πραξ. 10,25             Οταν δε επρόκειτο να εισέλθη ο Πετρος στο σπίτι, εβγήκε και τον προϋπάντησε ο Κορνήλιος και αφού έπεσε εις τα πόδια του, επροσκύνησε.

Πραξ. 10,26       ὁ δὲ Πέτρος αὐτὸν ἤγειρε λέγων· ἀνάστηθι· κἀγὼ αὐτὸς ἄνθρωπός εἰμι.

Πραξ. 10,26             Ο Πετρος όμως τον εσήκωσε λέγων· “σήκω επάνω, διότι και εγώ είμαι άνθρωπος”.

Πραξ. 10,27       καὶ συνομιλῶν αὐτῷ εἰσῆλθε, καὶ εὑρίσκει συνεληλυθότας πολλούς,

Πραξ. 10,27             Και συνομιλών μαζή του εισήλθεν στο σπίτι και ευρήκε εκεί πολλούς συγκεντρωμένους.

Πραξ. 10,28       ἔφη τε πρὸς αὐτούς· ὑμεῖς ἐπίστασθε ὡς ἀθέμιτόν ἐστιν ἀνδρὶ Ἰουδαίῳ κολλᾶσθαι ἢ προσέρχεσθαι ἀλλοφύλῳ· καὶ ἐμοὶ ὁ Θεὸς ἔδειξε μηδένα κοινὸν ἢ ἀκάθαρτον λέγειν ἄνθρωπον·

Πραξ. 10,28             Και είπε προς αυτούς ο Πετρος· “σεις γνωρίζετε ότι είναι παράνομον και απαγορεύεται από τον νόμον του Μωϋσέως, Ιουδαίος άνθρωπος να έρχεται εις στενήν επικοινωνίαν και συναναστροφήν η και να πλησιάζη απλώς αλλοεθνή. Εις εμέ όμως ο Θεός εφανέρωσε με όραμα, να μη θεωρώ μολυσμένον η ακάθαρτον κανένα άνθρωπον.

Πραξ. 10,29       διὸ καὶ ἀναντιῤῥήτως ἦλθον μεταπεμφθείς. πυνθάνομαι οὖν τίνι λόγῳ μετεπέμψασθέ με;

Πραξ. 10,29             Δι' αυτό, και όταν με εκαλέσατε, ήλθα χωρίς καμμίαν αντίρρησιν. Παρακαλώ λοιπόν, πληροφορήσατέ με, δια ποίον λόγον με εκαλέσατε;”

Πραξ. 10,30       καὶ ὁ Κορνήλιος ἔφη· ἀπὸ τετάρτης ἡμέρας μέχρι ταύτης τῆς ὥρας ἤμην νηστεύων, καὶ τὴν ἐνάτην ὥραν προσευχόμενος ἐν τῷ οἴκῳ μου· καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ἔστη ἐνώπιόν μου ἐν ἐσθῆτι λαμπρᾷ,

Πραξ. 10,30             Και ο Κορνήλιος είπε· “τέσσαρες ημέρες, από το πρωϊ και έως την ώρα αυτήν, ενήστευα και εις τας τρστο απόγευμα προσευχόμουν στο σπίτι μου και ιδού ένας άνθρωπος, με λαμπράν ενδυμασίαν, εστάθηκε εμπρός μου

Πραξ. 10,31       καί φησι· Κορνήλιε, εἰσηκούσθη σου ἡ προσευχὴ καὶ αἱ ἐλεημοσύναι σου ἐμνήσθησαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Πραξ. 10,31              και είπε· Κορνήλιε, η προσευχή σου έγινε ακουστή από τον Θεόν και αι ελεημοσύναι σου έχουν γίνει γνωσταί και φανεραί ενώπιον του.

Πραξ. 10,32       πέμψον οὖν εἰς Ἰόππην καὶ μετακάλεσαι Σίμωνα ὃς ἐπικαλεῖται Πέτρος· οὗτος ξενίζεται ἐν οἰκίᾳ Σίμωνος βυρσέως παρὰ θάλασσαν· ὃς παραγενόμενος λαλήσει σοι.

Πραξ. 10,32             Στείλε λοιπόν εις την Ιόππην και προσκάλεσε εδώ τον Σιμωνα, που επονομάζεται Πετρος. Αυτός φιλοξενείται εις την οικίαν του Σιμωνος του βυρσοδέψου, κοντά εις την θάλασσαν. Οταν έλθη θα σου ομιλήση, τι πρέπει να πράξης δια την σωτηρίαν σου.

Πραξ. 10,33       ἐξαυτῆς οὖν ἔπεμψα πρός σε, σύ τε καλῶς ἐποίησας παραγενόμενος. νῦν οὖν πάντες ἡμεῖς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ πάρεσμεν ἀκοῦσαι πάντα τὰ προστεταγμένα σοι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ.

Πραξ. 10,33             Αμέσως, λοιπόν, την στιγμήν εκείνην έστειλα και σε εκάλεσα και συ έκαμες καλά που ήλθες. Τωρα όλοι ημείς είμεθα εμπρός στον Θεόν, δια να ακούσωμεν με προσοχήν, όλα όσα έχει διατάξει εις σε ο Θεός”.

Πραξ. 10,34       Ἀνοίξας δὲ Πέτρος τὸ στόμα αὐτοῦ εἶπεν· ἐπ᾿ ἀληθείας καταλαμβάνομαι ὅτι οὐκ ἔστι προσωπολήπτης ὁ Θεός,

Πραξ. 10,34             Ηνοιξε ο Πετρος το στόμα αυτού και με ευλάβειαν και επισημότητα είπεν· “αλήθεια, καταλαβαίνω τώρα πολύ καλά, ότι ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης.

Πραξ. 10,35       ἀλλ᾿ ἐν παντὶ ἔθνει ὁ φοβούμενος αὐτὸν καὶ ἐργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτὸς αὐτῷ ἐστι.

Πραξ. 10,35             Αλλά εις κάθε έθνος, κάθε ένας, που ευλαβείται τον Θεόν και εφαρμόζει δικαιοσύνην εις την ζωήν του, γίνεται δεκτός από αυτόν.

Πραξ. 10,36       τὸν λόγον ὃν ἀπέστειλε τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ εὐαγγελιζόμενος εἰρήνην διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ· οὗτός ἐστι πάντων Κύριος·

Πραξ. 10,36             Συμφωνα, άλλωστε, και με τον λόγον, τον οποίον έστειλε ο Θεός στους Ισραηλίτας, αναγγέλων το χαρμόσυνον μήνυμα της ειρήνης δια του Ιησού Χριστού. Αυτός δε είναι και Κυριος όλων.

Πραξ. 10,37       ὑμεῖς οἴδατε τὸ γενόμενον ῥῆμα καθ᾿ ὅλης τῆς Ἰουδαίας, ἀρξάμενον ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας μετὰ τὸ βάπτισμα ὃ ἐκήρυξεν Ἰωάννης,

Πραξ. 10,37             Σεις γνωρίζετε καλά το γεγονός, που εκηρύχθηκε και διαδόθηκε εις όλην την Ιουδαίαν και το οποίον έχει αρχίσει από την Γαλιλαίαν έπειτα από το βάπτισμα μετανοίας, που είχε κηρύξει ο Ιωάννης.

Πραξ. 10,38       Ἰησοῦν τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ, ὡς ἔχρισεν αὐτὸν ὁ Θεὸς Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ δυνάμει, ὃς διῆλθεν εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος πάντας τοὺς καταδυναστευομένους ὑπὸ τοῦ διαβόλου, ὅτι ὁ Θεὸς ἦν μετ᾿ αὐτοῦ·

Πραξ. 10,38             Γνωρίζετε δηλαδή τον Ιησούν, τον εκ της Ναζαρέτ, πως έχρισεν αυτόν ο Θεός με Πνεύμα Αγιον και του έδωσε την θείαν δύναμιν και ο οποίος επέρασε περιοχάς και χώρας ευεργετών και θεραπεύων, όλους όσοι εβασανίζοντο και ετυραννούντο από τον διάβολον· έκανε δε τα αναρίθμητα και μεγάλα αυτά θαύματα, διότι ο Θεός ήτο μαζή του.

Πραξ. 10,39       καὶ ἡμεῖς ἐσμεν μάρτυρες πάντων ὧν ἐποίησεν ἔν τε τῇ χώρᾳ τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐν Ἱερουσαλήμ· ὃν καὶ ἀνεῖλον κρεμάσαντες ἐπὶ ξύλου.

Πραξ. 10,39             Και ημείς είμεθα αυτόπται μάρτυρες δι' όλα όσα έπραξεν ο Ιησούς εις την χώραν των Ιουδαίων και εις την Ιερουσαλήμ. Αλλά αυτόν, τον μέγιστον ευεργέτην των, τον εφόνευσαν οι Εβραίοι κρεμάσαντες στο ξύλον του σταυρού.

Πραξ. 10,40       τοῦτον ὁ Θεὸς ἤγειρε τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ καὶ ἔδωκεν αὐτὸν ἐμφανῆ γενέσθαι,

Πραξ. 10,40             Ο Θεός όμως τον ανέστησε κατά την τρίτην ημέραν και, πανάγαθος, όπως είναι, γεμάτος στοργή και ενδιαφέρον πάντοτε δια την σταθεράν πίστιν και σωτηρίαν των καλοπροαιρέτων ψυχών, ηυδόκησε και επέστρεψε να γίνη ορατός και φανερός,

Πραξ. 10,41       οὐ παντὶ τῷ λαῷ, ἀλλὰ μάρτυσι τοῖς προκεχειροτονημένοις ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, ἡμῖν, οἵτινες συνεφάγομεν καὶ συνεπίομεν αὐτῶ μετὰ τὸ ἀναστῆναι αὐτὸν ἐκ νεκρῶν·

Πραξ. 10,41              όχι πλέον εις όλον τον λαόν, όπως πρώτα, αλλά στους αυτόπτας μάρτυρας, οι οποίοι είχαν εκλεγή εκ των προτέρων από τον Θεόν, εις ημάς δηλαδή, οι οποίοι εφάγαμεν και έπιαμεν μαζή του, μετά την εκ νεκρών ανάστασίν του.

Πραξ. 10,42       καὶ παρήγγειλεν ἡμῖν κηρῦξαι τῷ λαῷ καὶ διαμαρτύρασθαι ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ ὡρισμένος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ κριτὴς ζώντων καὶ νεκρῶν.

Πραξ. 10,42             Και μας παρήγγειλε να κηρύξωμεν το Ευαγγέλιον εις όλον τον λαόν, να μαρτυρήσωμεν επισήμως και να διαλαλήσωμεν ότι αυτός ο Ιησούς είναι ο ωρισμένος από τον Θεόν κριτής ζώντων και νεκρών.

Πραξ. 10,43       τούτῳ πάντες οἱ προφῆται μαρτυροῦσιν, ἄφεσιν ἁμαρτιῶν λαβεῖν διὰ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ πάντα τὸν πιστεύοντα εἰς αὐτόν.

Πραξ. 10,43             Δι' αυτόν όλοι οι προφήται μαρτυρούν και διδάσκουν ότι καθένας που πιστεύει εις αυτόν, θα λάβη άφεσιν αμαρτιών με την χάριν και την δύναμιν του ονόματός του”.

Πραξ. 10,44       Ἔτι λαλοῦντος τοῦ Πέτρου τὰ ῥήματα ταῦτα ἐπέπεσε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐπὶ πάντας τοὺς ἀκούοντας τὸν λόγον.

Πραξ. 10,44             Ενώ δε ο Πετρος συνέχιζε να λέγη τα λόγια αυτά, αίφνης έπεσε το Πνεύμα το Αγιον εις όλους αυτούς, που ήκουαν την διδασκαλίαν.

Πραξ. 10,45       καὶ ἐξέστησαν οἱ ἐκ περιτομῆς πιστοὶ ὅσοι συνῆλθον τῷ Πέτρῳ, ὅτι καὶ ἐπὶ τὰ ἔθνη ἡ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκκέχυται·

Πραξ. 10,45             Οι εκ περιτομής Χριστιανοί, που είχαν έλθει μαζή με τον Πετρον, όταν είδαν το γεγονός αυτό, κατελήφθησαν από θαυμασμόν, διότι και στους εθνικούς ξεχύθηκε πλουσία η δωρεά του Αγίου Πνεύματος.

Πραξ. 10,46       ἤκουον γὰρ αὐτῶν λαλούντων γλώσσαις καὶ μεγαλυνόντων τὸν Θεόν.

Πραξ. 10,46             Και εβεβαιώθησαν δια το γεγονός, διότι ήκουαν αυτούς να ομιλούν ξένας γλώσσας και να δοξολογούν τον Θεόν.

Πραξ. 10,47       τότε ἀπεκρίθη ὁ Πέτρος· μήτι τὸ ὕδωρ κωλῦσαι δύναταί τις τοῦ μὴ βαπτισθῆναι τούτους, οἵτινες τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἔλαβον καθὼς καὶ ἡμεῖς;

Πραξ. 10,47             Τοτε έλαβε τον λόγον ο Πετρος και είπε· “μήπως ημπορεί να εμποδίση κανείς το νερό, δια να μη βαπτισθούν αυτοί, οι οποίοι, όπως και ημείς, έλαβαν το Πνεύμα το Αγιον;”

Πραξ. 10,48       προσέταξέ τε αὐτοὺς βαπτισθῆναι ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου. τότε ἠρώτησαν αὐτὸν ἐπιμεῖναι ἡμέρας τινάς.

Πραξ. 10,48             Και διέταξε να βαπτισθούν αυτοί στο όνομα του Κυρίου. Τοτε τον παρεκάλεσαν να μείνη μαζή των μερικάς ημέρας.

 

 

ΠΡΑΞΕΙΣ 11

 

Πραξ. 11,1         Ἤκουσαν δὲ οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ ἀδελφοὶ οἱ ὄντες κατὰ τὴν Ἰουδαίαν ὅτι καὶ τὰ ἔθνη ἐδέξαντο τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ.

Πραξ. 11,1                 Επληροφορήθησαν δε οι Απόστολοι και οι αδελφοί, που ήσαν εις την περιοχήν της Ιουδαίας, ότι και οι εθνικοί εδέχθησαν τον λόγον του Θεού και εβαπτίσθησαν.

Πραξ. 11,2         καὶ ὅτε ἀνέβη Πέτρος εἰς Ἱεροσόλυμα, διεκρίνοντο πρὸς αὐτὸν οἱ ἐκ περιτομῆς

Πραξ. 11,2                Και όταν ενέβηκε ο Πετρος εις τα Ιεροσόλυμα, οι εκ περιτομής Χριστιανοί τον απέφευγαν

Πραξ. 11,3         λέγοντες ὅτι πρὸς ἄνδρας ἀκροβυστίαν ἔχοντας εἰσῆλθες καὶ συνέφαγες αὐτοῖς.

Πραξ. 11,3                και του απηύθηναν παρατηρήσεις λέγοντες ότι· “εισήλθες στο σπίτι ανθρώπων, που δεν είχαν περιτμηθή, και έφαγες μαζή των, χωρίς να λάβης υπ' όψιν σου τας απαγορεύσστου μωσαϊκού νόμου”.

Πραξ. 11,4         ἀρξάμενος δὲ ὁ Πέτρος ἐξετίθετο αὐτοῖς καθεξῆς λέγων·

Πραξ. 11,4                Ηρχισε τότε ο Πετρος να εκθέτη με την σειράν τα γεγονότα λέγων·

Πραξ. 11,5         ἐγὼ ἤμην ἐν πόλει Ἰόππῃ προσευχόμενος, καὶ εἶδον ἐν ἐκστάσει ὅραμα, καταβαῖνον σκεῦός τι ὡς ὀθόνην μεγάλην τέσσαρσιν ἀρχαῖς καθιεμένην ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἦλθεν ἄχρις ἐμοῦ·

Πραξ. 11,5                “εγώ προσηυχόμην εις την Ιόππην και εις στιγμήν εκστάσεως είδα ένα όραμα· είδα, δηλαδή, ένα σκεύος, σαν μεγάλο σινδόνι, να κρατήται από τέσσερα άκρα και να κατεβαίνη σιγά-σιγά από τον ουρανόν, έως ότου ήλθε εκεί, που ήμουν εγώ.

Πραξ. 11,6         εἰς ἣν ἀτενίσας κατενόουν, καὶ εἶδον τὰ τετράποδα τῆς γῆς καὶ τὰ θηρία καὶ τὰ ἑρπετὰ καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ.

Πραξ. 11,6                Εις αυτό το σινδόνι, αφού εκύτταξα με προσοχήν, αντελήφθην πολύ καλά και ολοκάθαρα είδα τα τετράποδα της γης και τα θηρία και τα ερπετά και τα πτηνά του ουρανού.

Πραξ. 11,7         ἤκουσα δὲ φωνῆς λεγούσης μοι· ἀναστάς, Πέτρε, θῦσον καὶ φάγε.

Πραξ. 11,7                Ηκουσα δε φωνήν, η οποία μου έλεγε· “Πετρε, σήκω, σφάξε και φάγε”.

Πραξ. 11,8         εἶπον δέ, μηδαμῶς, Κύριε· ὅτι πᾶν κοινὸν ἢ ἀκάθαρτον οὐδέποτε εἰσῆλθεν εἰς τὸ στόμα μου.

Πραξ. 11,8                Εγώ δε είπα· “κατά κανένα τρόπον, Κυριε, δεν θα κάμω εγώ αυτό· διότι ποτέ δεν εμπήκε στο στόμα μου κάτι μολυσμένον η ακάθαρτον”.

Πραξ. 11,9         ἀπεκρίθη δέ μοι φωνὴ ἐκ δευτέρου ἐκ τοῦ οὐρανοῦ· ἃ ὁ Θεὸς ἐκαθάρισε σὺ μὴ κοίνου.

Πραξ. 11,9                Μου απήντησε δε δια δευτέραν φοράν η φωνή εκ του ουρανού· “αυτά, που Θεός εκαθάρισε, συ μη τα θεωρείς μολυσμένα”.

Πραξ. 11,10       τοῦτο δὲ ἐγένετο ἐπὶ τρίς, καὶ πάλιν ἀνεσπάσθη ἅπαντα εἰς τὸν οὐρανόν.

Πραξ. 11,10              Αυτό επανελήφθη τρεις φορές. Και πάλιν όλα ανεσύρθησαν στον ουρανόν.

Πραξ. 11,11       καὶ ἰδοὺ ἐξαυτῆς τρεῖς ἄνδρες ἐπέστησαν ἐπὶ τὴν οἰκίαν ἐν ᾗ ἤμην, ἀπεσταλμένοι ἀπὸ Καισαρείας πρός με.

Πραξ. 11,11               Και ιδού, εκείνην ακριβώς την στιγμήν εστάθησαν απέξω από το σπίτι, όπου ευρισκόμουνα, άνθρωποι από την Καισάρειαν, σταλμένοι εις εμέ.

Πραξ. 11,12       εἶπε δέ μοι τὸ Πνεῦμα συνελθεῖν αὐτοῖς μηδὲν διακρινόμενον. ἦλθον δὲ σὺν ἐμοὶ καὶ οἱ ἓξ ἀδελφοὶ οὗτοι, καὶ εἰσήλθομεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ ἀνδρός.

Πραξ. 11,12              Μου είπε δε το Πνεύμα να έλθω μαζή τους, χωρίς κανένα δισταγμόν. Ηλθαν δε μαζή μου εις την Καισάρειαν και οι εξ αυτοί αδελφοί και εισήλθαμε μαζή στο σπίτι του ανθρώπου, που μας είχε καλέσει.

Πραξ. 11,13       ἀπήγγειλέ τε ἡμῖν πῶς εἶδε τὸν ἄγγελον ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ σταθέντα καὶ εἰπόντα αὐτῷ· ἀπόστειλον εἰς Ἰόππην ἄνδρας καὶ μετάπεμψαι Σίμωνα τὸν ἐπικαλούμενον Πέτρον,

Πραξ. 11,13               Αυτός διηγήθηκε λεπτομερώς εις ημάς πως είδε τον άγγελον στο σπίτι του, που εστάθηκε εμπρός του και ο οποίος του είπε· Στείλε εις την Ιόππην ανθρώπους και κάλεσε εδώ τον Σιμωνα, που λέγεται και Πετρος.

Πραξ. 11,14       ὃς λαλήσει ῥήματα πρός σε, ἐν οἷς σωθήσῃ σὺ καὶ πᾶς ὁ οἷκός σου.

Πραξ. 11,14              Αυτός θα λαλήση προς σε λόγια Θεού, δια των οποίων, εάν τα πιστεύσης και τα παραδεχθής, θα εύρης την σωτηρίαν συ και όλοι όσοι είναι στο σπίτι σου.

Πραξ. 11,15       ἐν δὲ τῷ ἄρξασθαί με λαλεῖν ἐπέπεσε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐπ᾿ αὐτοὺς ὥσπερ καὶ ἐφ᾿ ἡμᾶς ἐν ἀρχῇ.

Πραξ. 11,15               Οταν δε εγώ ήρχισα να ομιλώ, ξεχύθηκε το Πνεύμα το Αγιον εις αυτούς, όπως ακριβώς και εις ημάς εις την αρχήν, κατά την ημέραν της Πεντηκοστής.

Πραξ. 11,16       ἐμνήσθην δὲ τοῦ ῥήματος Κυρίου ὡς ἔλεγεν· Ἰωάννης μὲν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.

Πραξ. 11,16              Εθυμήθηκα τότε τα λόγια του Κυρίου, που έλεγε· Ο Ιωάννης μεν εβάπτιζε τους ανθρώπους με νερό, σεις όμως θα βαπτισθήτε με Πνεύμα Αγιον.

Πραξ. 11,17       εἰ οὖν τὴν ἴσην δωρεὰν ἔδωκεν αὐτοῖς ὁ Θεὸς ὡς καὶ ἡμῖν, πιστεύσασιν ἐπὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἐγὼ δὲ τίς ἤμην δυνατὸς κωλῦσαι τὸν Θεόν;

Πραξ. 11,17               Εάν λοιπόν ο Θεός έδωκε εις αυτούς την ίδιαν δωρεάν, τα ίδια χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, όπως και εις ημάς, επειδή και εκείνοι και ημείς επιστεύσαμεν στον Κυριον Ιησούν Χριστόν, ποιός ήμουν εγώ, που θα είχα την δύναμιν να εμποδίσω τον Θεόν, να δεχθή στο βάπτισμα και εις την σωτηρίαν τους εθνικούς;”

Πραξ. 11,18       ἀκούσαντες δὲ ταῦτα ἡσύχασαν καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεὸν λέγοντες· ἄρα γε καὶ τοῖς ἔθνεσιν ὁ Θεὸς τὴν μετάνοιαν ἔδωκεν εἰς ζωήν.

Πραξ. 11,18              Οταν δε ήκουσαν αυτάς τας εξηγήσεις, ησύχασαν και ειρήνευσαν και εδόξαζαν τον Θεόν, λέγοντες· “άρα λοιπόν από αυτά βγαίνει το συμπέρασμα, ότι και στους εθνικούς έδωκε ο Θεός μετάνοιαν, δια να κερδήσουν και αυτοί την σωτηρίαν και την ζωήν”.

Πραξ. 11,19       Οἱ μὲν οὖν διασπαρέντες ἀπὸ τῆς θλίψεως τῆς γενομένης ἐπὶ Στεφάνῳ διῆλθον ἕως Φοινίκης καὶ Κύπρου καὶ Ἀντιοχείας, μηδενὶ λαλοῦντες τὸν λόγον εἰ μὴ μόνον Ἰουδαίοις.

Πραξ. 11,19              Προηγουμένως οι Χριστιανοί, που είχαν διασκορπισθή, ένεκα του διωγμού εξ αιτίας του Στεφάνου, επέρασαν έως την Φοινίκην και την Κυπρον και την Αντιόχειαν και δεν εκήρυτταν τον λόγον του Θεού, παρά μόνον στους Ιουδαίους, επειδή δεν είχαν εννοήσει ακόμη ότι το Ευαγγέλιον προωρίζετο και δια τους εθνικούς.

Πραξ. 11,20       Ἦσαν δέ τινες ἐξ αὐτῶν ἄνδρες Κύπριοι καὶ Κυρηναῖοι, οἵτινες εἰσελθόντες εἰς Ἀντιόχειαν ἐλάλουν πρὸς τοὺς Ἑλληνιστάς, εὐαγγελιζόμενοι τὸν Κύριον Ἰησοῦν.

Πραξ. 11,20              Μερικοί δε από αυτούς ήσαν Ιουδαίοι την καταγωγήν, γεννημένοι όμως εις την Κυπρον και την Κυρήνην της Λιβύης. Αυτοί, όταν ήλθαν εις την Αντιόχειαν, εδίδασκαν προς τους Ελληνιστάς Εβραίους, κηρύττοντες το Ευαγγέλιον της σωτηρίας δια του Ιησού Χριστού.

Πραξ. 11,21       καὶ ἦν χεὶρ Κυρίου μετ᾿ αὐτῶν, πολύς τε ἀριθμὸς πιστεύσας ἐπέστρεψεν ἐπὶ τὸν Κύριον.

Πραξ. 11,21              Και το χέρι του Κυρίου ήτο μαζή των και έτσι με την θείαν δύναμιν πολύς αριθμός από τους Ιουδαίους αυτούς ελληνιστάς επέστρεψεν στον Κυριον.

Πραξ. 11,22       Ἠκούσθη δὲ ὁ λόγος εἰς τὰ ὦτα τῆς ἐκκλησίας τῆς ἐν Ἱεροσολύμοις περὶ αὐτῶν, καὶ ἐξαπέστειλαν Βαρνάβαν διελθεῖν ἕως Ἀντιοχείας·

Πραξ. 11,22              Εφθασε δε εις τα αυτιά της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων η πληροφορία αυτή δια την διάδοσιν του Ευαγγελίου και έστειλαν τον Βαρνάβαν να υπάγη έως την Αντιόχειαν.

Πραξ. 11,23       ὃς παραγενόμενος καὶ ἰδὼν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ ἐχάρη, καὶ παρεκάλει πάντας τῇ προθέσει τῆς καρδίας προσμένειν τῷ Κυρίῳ,

Πραξ. 11,23              Αυτός, όταν ήλθε και είδε την χάριν και την ευλογίαν αυτήν του Κυρίου, εχάρηκε παρά πολύ, παρακαλούσε δε και παρακινούσε όλους αυτούς, που είχαν πιστεύσει, να μένουν με όλην τους την καρδιά πιστοί και αφωσιωμένοι στον Κυριον.

Πραξ. 11,24       ὅτι ἦν ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ πλήρης Πνεύματος Ἁγίου καὶ πίστεως καὶ προσετέθη ὄχλος ἱκανὸς τῷ Κυρίῳ.

Πραξ. 11,24              Εδικίμασε δε αυτήν την πνευματικήν χαράν και αγαλλίασιν ο Βαρνάβας, διότι ήτο άνθρωπος αγαθός, γεμάτος Πνεύμα Αγιον και πίστιν. Από την διδασκαλίαν δε και το παράδειγμα του Βαρνάβα προσετέθη πολύς λαός εις την Εκκλησίαν του Κυρίου.

Πραξ. 11,25       ἐξῆλθε δὲ εἰς Ταρσὸν ὁ Βαρνάβας ἀναζητῆσαι Σαῦλον, καὶ εὑρὼν αὐτὸν ἤγαγεν αὐτὸν εἰς Ἀντιόχειαν.

Πραξ. 11,25              Επήγε δε ο Βαρνάβας εις Ταρσόν, δια να ζητήση τον Παύλον ως βοηθόν του. Και αφού τον ευρήκε, τον έφερε εις την Αντιόχειαν.

Πραξ. 11,26       ἐγένετο δὲ αὐτοὺς ἐνιαυτὸν ὅλον συναχθῆναι ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ καὶ διδάξαι ὄχλον ἱκανόν, χρηματίσαι τε πρῶτον ἐν Ἀντιοχείᾳ τοὺς μαθητὰς Χριστιανούς.

Πραξ. 11,26              Επί ένα δε ολόκληρον έτος οι δύο αυτοί Απόστολοι συμετείχαν εις τας συγκεντρώσεις των πιστών της εκεί Εκκλησίας και εδίδασκαν πλήθος πολύ. Εκεί δε εις την Αντιόχειαν, δια πρώτη φοράν, ωνομάσθησαν οι μαθηταί του Χριστού, Χριστιανοί.

Πραξ. 11,27       Ἐν ταύταις δὲ ταῖς ἡμέραις κατῆλθον ἀπὸ Ἱεροσολύμων προφῆται εἰς Ἀντιόχειαν·

Πραξ. 11,27              Κατά τας ημέρας δε αυτάς ήλθαν εις την Αντιόχειαν από τα Ιεροσόλυμα μερικοί προφήται.

Πραξ. 11,28       ἀναστὰς δὲ εἷς ἐξ αὐτῶν ὀνόματι Ἄγαβος ἐσήμανε διὰ τοῦ Πνεύματος λιμὸν μέγαν μέλλειν ἔσεσθαι ἐφ᾿ ὅλην τὴν οἰκουμένην· ὅστις καὶ ἐγένετο ἐπὶ Κλαυδίου Καίσαρος.

Πραξ. 11,28              Ενας δε από αυτούς, ονόματι Αγαβος, εσηκώθηκε και, φωτισμένος από το Πνεύμα το Αγιον, προανήγγειλε ότι έμελλε να γίνη μεγάλη πείνα εις όλην την οικουμένην. Αυτή δε η πείνα έγινε πράγματι επί της αυτοκρατορίας του Κλαυδίου Καίσαρος.

Πραξ. 11,29       τῶν δὲ μαθητῶν καθὼς ηὐπορεῖτό τις, ὥρισαν ἕκαστος αὐτῶν εἰς διακονίαν πέμψαι τοῖς κατοικοῦσιν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ ἀδελφοῖς·

Πραξ. 11,29              Ολοι δε οι Χριστιανοί, ανάλογα έκαστος με τας οικονομικάς του δυνατότητας, απεφάσισαν να στείλουν βοηθήματα δια την εξυπηρέτησιν των αδελφών, που κατοικούσαν εις την Ιουδαίαν.

Πραξ. 11,30       ὃ καὶ ἐποίησαν ἀποστείλαντες πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους διὰ χειρὸς Βαρνάβα καὶ Σαύλου.

Πραξ. 11,30              Αυτό πράγματι και το έκαμαν και έστειλαν με τον Βαρνάβαν και τον Σαύλον τας εισφοράς των προς τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων.

 

 

ΠΡΑΞΕΙΣ 12

 

Πραξ. 12,1         Κατ᾿ ἐκεῖνον δὲ τὸν καιρὸν ἐπέβαλεν Ἡρῴδης ὁ βασιλεὺς τὰς χεῖρας κακῶσαί τινας τῶν ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας.

Πραξ. 12,1                Κατά τον καιρόν εκείνον, ο βασιλεύς Ηρώδης Αγρίππας, άπλωσε τα χέρια και επιασε μερικούς από τους πιστούς της Εκκλησίας, δια να τους κακοποιήση.

Πραξ. 12,2         ἀνεῖλε δὲ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν Ἰωάννου μαχαίρᾳ.

Πραξ. 12,2               Εξετέλεσε δε δια μαχαίρας τον απόστολον Ιάκωβον, αδελφόν του ευαγγελιστού Ιωάννου.

Πραξ. 12,3         καὶ ἰδὼν ὅτι ἀρεστόν ἐστι τοῖς Ἰουδαίοις, προσέθετο συλλαβεῖν καὶ Πέτρον· ἦσαν δὲ αἱ ἡμέραι τῶν ἀζύμων·

Πραξ. 12,3                Και όταν είδε ότι αυτό ήτο ευχάριστον στους Ιουδαίους, απεφάσισε εν συνεχεία να συλάβη και τον Πετρον. Ησαν δε τότε αι ημέραι των αζύμων, δηλαδή της εορτής του πάσχα.

Πραξ. 12,4         ὃν καὶ πιάσας ἔθετο εἰς φυλακήν, παραδοὺς τέσσαρσι τετραδίοις στρατιωτῶν φυλάσσειν αὐτόν, βουλόμενος μετὰ τὸ πάσχα ἀναγαγεῖν αὐτὸν τῷ λαῷ.

Πραξ. 12,4               Και αφού τον συνέλαβε, τον έβαλε εις την φυλακήν, παραδώσας αυτόν εις τέσσαρες τετράδες στρατιωτών να τον φρουρούν υπευθύνως, επειδή ήθελε έπειτα από το πάσχα να τον δικάση ενώπιον του λαού.

Πραξ. 12,5         ὁ μὲν οὖν Πέτρος ἐτηρεῖτο ἐν τῇ φυλακῇ· προσευχὴ δὲ ἦν ἐκτενὴς γινομένη ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ αὐτοῦ.

Πραξ. 12,5                Ετσι, λοιπόν, ο Πετρος εφρουρείτο μέσα εις την φυλακήν. Από όλην όμως την Εκκλησίαν εγίνετο συνεχώς μακρά και θερμή προσευχή δι' αυτόν στον Θεόν.

Πραξ. 12,6         Ὅτε δὲ ἔμελλεν αὐτὸν προάγειν ὁ Ἡρῴδης, τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ ἦν ὁ Πέτρος κοιμώμενος μεταξὺ δύο στρατιωτῶν δεδεμένος ἁλύσεσι δυσί, φύλακές τε πρὸ τῆς θύρας ἐτήρουν τὴν φυλακήν.

Πραξ. 12,6               Οταν δε επρόκειτο να τον φέρη ο Ηρώδης στο δικαστήριον, την νύκτα εκείνη ο Πετρος εκοιμάτο μεταξύ δύο στρατιωτών δεμένος μαζή με αυτούς με δύο αλυσίδες. Και επί πλέον φρουροί εμπρός εις την θύραν εφρουρούσαν την φυλακήν.

Πραξ. 12,7         καὶ ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη καὶ φῶς ἔλαμψεν ἐν τῷ οἰκήματι· πατάξας δὲ τὴν πλευρὰν τοῦ Πέτρου ἤγειρεν αὐτὸν λέγων. ἀνάστα ἐν τάχει· καὶ ἐξέπεσον αὐτοῦ αἱ ἁλύσεις ἐκ τῶν χειρῶν.

Πραξ. 12,7                Και ιδού άγγελος Κυρίου έξαφνα εισήλθε και φως έλαμψε στο κελλί, όπου εκοιμάτο ο Πετρος. Εκτύπησε την πλευράν του Πετρου, τον εξύπνησε και του είπε· “σήκω γρήγορα”. Και έπεσαν οι αλυσίδες από τα χέρια του.

Πραξ. 12,8         εἶπέ τε ὁ ἄγγελος πρὸς αὐτόν· περίζωσαι καὶ ὑπόδησαι τὰ σανδάλιά σου. ἐποίησε δὲ οὕτω. καὶ λέγει αὐτῷ· περιβαλοῦ τὸ ἱμάτιόν σου καὶ ἀκολούθει μοι.

Πραξ. 12,8               Και είπεν ο άγγελος προς αυτόν· “ζώσε τον χιτώνα σου και δέσε τα πέδιλά σου”. Και ο Πετρος έκαμε έτσι. Και του λέγει ο άγγελος· “φόρεσε τώρα το ιμάτιόν σου και ακολούθησέ με”.

Πραξ. 12,9         καὶ ἐξελθὼν ἠκολούθει αὐτῷ, καὶ οὐκ ᾔδει ὅτι ἀληθές ἐστι τὸ γινόμενον διὰ τοῦ ἀγγέλου, ἐδόκει δὲ ὅραμα βλέπειν.

Πραξ. 12,9               Και εξελθών ο Πετρος ακολουθούσε τον άγγελον και δεν είχεν ακόμη εννοήσει ότι ήτο πραγματικότης αυτό, που εγίνετο δια μέσου του αγγέλου. Ενόμιζε ότι βλέπει κάποιο όραμα.

Πραξ. 12,10       διελθόντες δὲ πρώτην φυλακὴν καὶ δευτέραν ἦλθον ἐπὶ τὴν πύλην τὴν σιδηρᾶν τὴν φέρουσαν εἰς τὴν πόλιν, ἥτις αὐτομάτη ἠνοίχθη αὐτοῖς, καὶ ἐξελθόντες προῆλθον ῥύμην μίαν, καὶ εὐθέως ἀπέστη ὁ ἄγγελος ἀπ᾿ αὐτοῦ.

Πραξ. 12,10              Αφού δε επέρασαν την πρώτην και την δευτέραν φρουράν, ήλθαν εις την σιδερένιαν θύραν, που ωδηγούσε προς την πόλιν, η οποία και ανοίχθηκε δι' αυτούς μόνη της. Αφού εβγήκαν, επέρασαν μαζή ένα δρόμον και αμέσως έφυγε από αυτόν ο άγγελος.

Πραξ. 12,11       καὶ ὁ Πέτρος γενόμενος ἐν ἑαυτῶ εἶπε· νῦν οἶδα ἀληθῶς ὅτι ἐξαπέστειλε Κύριος τὸν ἄγγελον αὐτοῦ καὶ ἐξείλετό με ἐκ χειρὸς Ἡρῴδου καὶ πάσης τῆς προσδοκίας τοῦ λαοῦ τῶν Ἰουδαίων.

Πραξ. 12,11              Συνήλθε τότε ο Πετρος και είπε· “τώρα καταλαβαίνω καλά, ότι πράγματι έστειλε ο Κυριος τον άγγελόν του και με έβγαλε από τα χέρια του Ηρώδου και με εγλύτωσε από κάθε κακόν, που ο λαός των Ιουδαίων επερίμενε να μου γίνη”.

Πραξ. 12,12       συνιδών τε ἦλθεν ἐπὶ τὴν οἰκίαν Μαρίας τῆς μητρὸς Ἰωάννου τοῦ ἐπικαλουμένου Μάρκου, οὗ ἦσαν ἱκανοὶ συνηθροισμένοι καὶ προσευχόμενοι.

Πραξ. 12,12              Και αφού είδε πλέον καλά που ευρίσκετο, ήλθε στο σπίτι της Μαρίας της Μητρός του Ιωάννου, ο οποίος ελέγετο και Μάρκος, όπου ήσαν συγκεντρωμένοι αρκετοί και προσηύχοντο.

Πραξ. 12,13       κρούσαντος δὲ αὐτοῦ τὴν θύραν τοῦ πυλῶνος προσῆλθε παιδίσκη ὑπακοῦσαι ὀνόματι Ῥόδη,

Πραξ. 12,13              Οταν δε εκτύπησε την αυλόπορταν, ήλθε μία νεαρά υπηρέτρια, ονόματι Ροδη, να ερωτήση και να ακούση, ποιός ήτο.

Πραξ. 12,14       καὶ ἐπιγνοῦσα τὴν φωνὴν τοῦ Πέτρου, ἀπὸ τῆς χαρᾶς οὐκ ἤνοιξε τὸν πυλῶνα, εἰσδραμοῦσα δὲ ἀπήγγειλεν ἑστάναι τὸν Πέτρον πρὸ τοῦ πυλῶνος.

Πραξ. 12,14              Και επειδή εγνώρισε καλά την φωνήν του Πετρου, από την χαράν της δεν άνοιξε την εξώπορτα, αλλά έτρεξε μέσα και τους επληροφόρησε ότι ο Πετρος στέκεται εμπρός εις την εξώπορτα.

Πραξ. 12,15       οἱ δὲ πρὸς αὐτὴν εἶπον· μαίνῃ. ἡ δὲ διισχυρίζετο οὕτως ἔχειν. οἱ δὲ ἔλεγον· ὁ ἄγγελος αὐτοῦ ἐστιν.

Πραξ. 12,15              Εκείνοι δε της είπαν· “έχεις παρακρούσεις, δεν είσαι στα καλά σου”. Εκείνη όμως επέμενε και τους διεβεβαίωνε ότι όπως είπε, έτσι είναι. Εκείνοι δε στο τέλος είπεν ότι όχι ο Πετρος, αλλά ο άγγελος του είναι.

Πραξ. 12,16       ὁ δὲ Πέτρος ἐπέμενε κρούων. ἀνοίξαντες δὲ εἶδον αὐτὸν καὶ ἐξέστησαν.

Πραξ. 12,16              Ο Πετρος όμως επέμενε να κτυπά την θύραν. Και όταν επί τέλους ήνοιξαν, τον είδαν και έμειναν έκπληκτοι.

Πραξ. 12,17       κατασείσας δὲ αὐτοῖς τῇ χειρὶ σιγᾶν διηγήσατο αὐτοῖς πῶς ὁ Κύριος ἐξήγαγεν αὐτὸν ἐκ τῆς φυλακῆς, εἶπε δέ· ἀπαγγείλατε Ἰακώβῳ καὶ τοῖς ἀδελφοῖς ταῦτα. καὶ ἐξελθὼν ἐπορεύθη εἰς ἕτερον τόπον.

Πραξ. 12,17              Αυτός δε, αφού με το χέρι του τους έκανε νόημα να σιωπήσουν, τους διηγήθηκε πως ο Κυριος τον έβγαλε από την φυλακήν και είπε· “αναφέρατε στον Ιάκωβον και στους αδελφούς αυτά”. Και αφού εβγήκε από το σπίτι, έφυγε από την πόλιν και επήγε εις άλλο μέρος.

Πραξ. 12,18       Γενομένης δὲ ἡμέρας ἦν τάραχος οὐκ ὀλίγος ἐν τοῖς στρατιώταις, τί ἄρα ὁ Πέτρος ἐγένετο.

Πραξ. 12,18              Οταν δε έγινε ημέρα, μεγάλη ταραχή συνέβη μεταξύ των στρατιωτών, δια το τι άραγε είχε γίνει ο Πετρος.

Πραξ. 12,19       Ἡρῴδης δὲ ἐπιζητήσας αὐτὸν καὶ μὴ εὑρών, ἀνακρίνας τοὺς φύλακας ἐκέλευσεν ἀπαχθῆναι, καὶ κατελθὼν ἀπὸ τῆς Ἰουδαίας εἰς τὴν Καισάρειαν διέτριβεν.

Πραξ. 12,19              Εν τω μεταξύ δε ο Ηρώδης τον εζήτησε και επειδή φυσικά δεν τον ευρήκε, υπέβαλεν εις ανάκρισιν τους φύλακας. Επειδή δε τους εθεώρησε υπευθύνους δια την αποφυλάκισιν του Πετρου, διέταξε και τους ωδήγησαν στον τόπον της θανατικής των εκτελέσεως, (όπου και τους εξετέλεσαν. Υπεύθυνοι οι στρατιώται δια την τήρησιν των κρατουμένων) έπρεπε εν περιπτώσει δραπετεύσεως αυτών να υποστούν, κατά τον ρωμαϊκόν νόμον, την ποινήν, που θα υφίσταντο οι κρατούμενοι). Επειτα δε από αυτά κατέβηκε από την Ιουδαίαν εις την Καισάρειαν, όπου και έμενε.

Πραξ. 12,20       Ἦν δὲ Ἡρῴδης θυμομαχῶν Τυρίοις καὶ Σιδωνίοις· ὁμοθυμαδόν τε παρῆσαν πρὸς αὐτόν, καὶ πείσαντες Βλάστον τὸν ἐπὶ τοῦ κοιτῶνος τοῦ βασιλέως ᾐτοῦντο εἰρήνην, διὰ τὸ τρέφεσθαι αὐτῶν τὴν χώραν ἀπὸ τῆς βασιλικῆς.

Πραξ. 12,20             Συνέβη δε τότε να είναι ο Ηρώδης πολύ ωργισμένος εναντίον των καστοίκων Τυρου και Σιδώνος. Εκείνοι δε συνεφώνησαν και έστειλαν αντιπροσώπους των προς αυτόν. Και αφού κατώρθωσαν να πάρουν με το μέρος των τον Βλάστον, τον θαλαμηπόλον του βασιλέως, που επεριποιείτο τον κοιτώνα του, εζητούσαν ειρήνην και φιλίαν με τον Ηρώδην, διότι η χώρα των έπαιρνε τα τρόφιμα της από την χώραν του βασιλέως Ηρώδου.

Πραξ. 12,21       τακτῇ δὲ ἡμέρᾳ ὁ Ἡρῴδης ἐνδυσάμενος ἐσθῆτα βασιλικὴν καὶ καθίσας ἐπὶ τοῦ βήματος ἐδημηγόρει πρὸς αὐτούς.

Πραξ. 12,21              Εις ωρισμένην δε ημέραν ο Ηρώδης, αφού εφόρεσε λαμπράν βασιλικήν στολήν, εκάθησε στον θρόνον και ήρχισε να δημηγορή προς αυτούς και προς τον λαόν.

Πραξ. 12,22       ὁ δὲ δῆμος ἐπεφώνει· Θεοῦ φωνὴ καὶ οὐκ ἀνθρώπου.

Πραξ. 12,22             Ο ειδωλολατρικός δε λαός της Καισαρείας επεδοκίμαζε και εφώναζε· “αυτή είναι η φωνή Θεού και όχι ανθρώπου!”

Πραξ. 12,23       παραχρῆμα δὲ ἐπάταξεν αὐτὸν ἄγγελος Κυρίου ἀνθ᾿ ὧν οὐκ ἔδωκε τὴν δόξαν τῷ Θεῷ, καὶ γενόμενος σκωληκόβρωτος ἐξέψυξεν.

Πραξ. 12,23             Αμέσως όμως την ώραν εκείνην άγγελος Κυρίου εκτύπησε με φοβεράν νόσον τον Ηρώδην, διότι δεν έδωσε την δόξαν στον Θεόν, αλλά στον εαυτόν του, και μετά το κτύπημα αυτό σκώληκες έτρωγαν τας σάρκας του, έως ότου επέθανε.

Πραξ. 12,24       Ὁ δὲ λόγος τοῦ Θεοῦ ηὔξανε καὶ ἐπληθύνετο.

Πραξ. 12,24             Ο δε λόγος του Θεού προώδευε και οι πιστοί επληθύνοντο.

Πραξ. 12,25       Βαρνάβας δὲ καὶ Σαῦλος ὑπέστρεψαν ἐξ Ἱερουσαλὴμ πληρώσαντες τὴν διακονίαν, συμπαραλαβόντες καὶ Ἰωάννην τὸν ἐπικληθέντα Μᾶρκον.

Πραξ. 12,25             Ο Βαρνάβας δε και ο Σαύλος, αφού εξεπλήρωσαν την αποστολήν των και έφεραν τα βοηθήματα, επέστρεψαν από την Ιερουσαλήμ εις την Αντιόχειαν, παραλαβόντες μαζή των και τον Ιωάννην, ο οποίος ελέγετο και Μάρκος.

 

 

ΠΡΑΞΕΙΣ 13

 

Πραξ. 13,1         Ἦσαν δέ τινες ἐν Ἀντιοχείᾳ κατὰ τὴν οὖσαν ἐκκλησίαν προφῆται καὶ διδάσκαλοι, ὅ τε Βαρνάβας καὶ Συμεὼν ὁ ἐπικαλούμενος Νίγερ, καὶ Λούκιος ὁ Κυρηναῖος, Μαναήν τε Ἡρῴδου τοῦ τετράρχου σύντροφος καὶ Σαῦλος.

Πραξ. 13,1                Ησαν δε εις την Αντιόχειαν, μέλη της εκεί Εκκλησίας, μερικοί προφήται και διδάσκαλοι και ο Βαρνάβας και ο Συμεών, που ελέγετο και Νιγερ, και ο Λούκιος ο Κυρηναίος και ο Μαναήν, ο οποίος είχε ανατραφή μαζή με τον τετράρχην Ηρώδην και ο Σαύλος.

Πραξ. 13,2         λειτουργούντων δὲ αὐτῶν τῷ Κυρίῳ καὶ νηστευόντων εἶπε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον· ἀφορίσατε δή μοι τὸν Βαρνάβαν καὶ τὸν Σαῦλον εἰς τὸ ἔργον ὃ προσκέκλημαι αὐτούς.

Πραξ. 13,2                Ενώ δε αυτοί προσέφεραν την λατρείαν των προς τον Κυριον και ενήστευαν, είπε το Πνεύμα το Αγιον· “ξεχωρίστε μου αμέσως τον Βαρνάβαν και τον Σαύλον δια το έργον, δια το οποίον εγώ τους έχω προσκαλέσει”.

Πραξ. 13,3         τότε νηστεύσαντες καὶ προσευξάμενοι καὶ ἐπιθέντες αὐτοῖς τὰς χεῖρας ἀπέλυσαν.

Πραξ. 13,3                Τοτε, αφού και πάλιν ενήστευσαν και προσευχήθησαν, έβαλαν επάνω εις αυτούς τας χέρια των (δια να τους αναδείξουν επισήμως τρόπον τινά εκπροσώπους και πληρεξουσίους των) και τους έστειλαν στο ειδικόν έργον, που τους είχε καλέσει ο Κυριος.

Πραξ. 13,4         Οὗτοι μὲν οὖν ἐκπεμφθέντες ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου κατῆλθον εἰς τὴν Σελεύκειαν, ἐκεῖθεν τε ἀπέπλευσαν εἰς τὴν Κύπρον,

Πραξ. 13,4                Αυτοί τότε, αφού έλαβαν την ειδικήν αυτήν αποστολήν από το Αγιον Πνεύμα, κατέβηκαν εις την Σελεύκειαν και από εκεί έπλευσαν εις την Κυπρον.

Πραξ. 13,5         καὶ γενόμενοι ἐν Σαλαμῖνι κατήγγελλον τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἐν ταῖς συναγωγαῖς τῶν Ἰουδαίων· εἶχον δὲ καὶ Ἰωάννην ὑπηρέτην.

Πραξ. 13,5                Και όταν έφθασαν εις την Σαλαμίνα της Κυπρου, εκήρυτταν τον λόγον του Θεού εις τας συναγωγάς των Ιουδαίων· είχον δε μαζή των και τον Ιωάννην, δια να τους υπηρετή.

Πραξ. 13,6         Διελθόντες δὲ τὴν νῆσον ἄχρι Πάφου εὗρόν τινα μάγον ψευδοπροφήτην Ἰουδαῖον ᾧ ὄνομα Βαριησοῦς,

Πραξ. 13,6                Αφού δε επέρασαν όλην την νήσον μέχρι της Παφου, ευρήκαν εκεί κάποιον μάγον ψευδοπροφήτην Ιουδαίον, του οποίου το όνομα ήτο Βαριησούς.

Πραξ. 13,7         ὃς ἦν σὺν τῷ ἀνθυπάτῳ Σεργίῳ Παύλῳ, ἀνδρὶ συνετῷ. οὗτος προσκαλεσάμενος Βαρνάβαν καὶ Σαῦλον ἐπεζήτησεν ἀκοῦσαι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ·

Πραξ. 13,7                Αυτός ανήκε εις την ακολουθίαν του ανθυπάτου Σεργίου Παύλου, ο οποίος ήτο άνθρωπος συνετός. Αυτός επροσκάλεσε τον Βαρνάβαν και τον Σαύλον και εζήτησε να ακούση τον λόγον του Θεού.

Πραξ. 13,8         ἀνθίστατο δὲ αὐτοῖς Ἐλύμας ὁ μάγος -οὕτω γὰρ μεθερμηνεύεται τὸ ὄνομα αὐτοῦ- ζητῶν διαστρέψαι τὸν ἀνθύπατον ἀπὸ τῆς πίστεως.

Πραξ. 13,8                Ανθίστατο όμως εις αυτούς ο Ελύμας ο μάγος-έτσι, με την λέξιν μάγος μεταφράζεται το όνομά του-ο οποίος προσπαθούσε με σοφίσματα να απομακρύνη τον ανθύπατον από την πίστιν.

Πραξ. 13,9         Σαῦλος δέ, ὁ καὶ Παῦλος, πλησθεὶς Πνεύματος ἁγίου καὶ ἀτενίσας πρὸς αὐτὸν

Πραξ. 13,9                Ο Σαύλος δε, ο οποίος είχε και το ρωμαϊκόν όνομα Παύλος καθό Ρωμαίος πολίτης, αφού εγέμισε από Πνεύμα Αγιον, εκύτταξε κατάματα τον μάγον

Πραξ. 13,10       εἶπεν· ὦ πλήρης παντὸς δόλου καὶ πάσης ῥαδιουργίας, υἱὲ διαβόλου, ἐχθρὲ πάσης δικαιοσύνης, οὐ παύσῃ διαστρέφων τὰς ὁδοὺς Κυρίου τὰς εὐθείας;

Πραξ. 13,10              και είπε· “ω υιέ του διαβόλου, που είσαι γεμάτος από κάθε δολιότητα και κάθε ραδιουργίαν, εχθρέ κάθε δικαιοσύνης, δεν θα παύσης να διαστρέφης με τα σοφίσματα και τας πονηρίας σου τας ευθείας οδούς του Κυρίου;

Πραξ. 13,11       καὶ νῦν ἰδοὺ χεὶρ Κυρίου ἐπὶ σέ, καὶ ἔσῃ τυφλὸς μὴ βλέπων τὸν ἥλιον ἄχρι καιροῦ. παραχρῆμα δὲ ἔπεσεν ἐπ᾿ αὐτὸν ἀχλὺς καὶ σκότος, καὶ περιάγων ἐζήτει χειραγωγούς.

Πραξ. 13,11               Και τώρα, ιδού, το εκδικητικόν χέρι του Κυρίου είναι επάνω σου και θα μείνης τυφλός μέχρις ωρισμένου καιρού μη βλέπων τον ήλιον”. Και αμέσως έπεσε επάνω εις αυτόν κάτι σαν πυκνή ομίχλη και σκοτάδι, περιεφέρετο εδώ και εκεί και εζητούσε ανθρώπους, να τον οδηγούν από το χέρι.

Πραξ. 13,12       τότε ἰδὼν ὁ ἀνθύπατος τὸ γεγονὸς ἐπίστευσεν, ἐκπλησσόμενος ἐπὶ τῇ διδαχῇ τοῦ Κυρίου.

Πραξ. 13,12              Τοτε, όταν ο ανθύπατος είδε το καταπληκτικόν αυτό θαύμα, επίστευσε. Και καθώς ήκουε από τους δύο Αποστόλους την διδασκαλίαν του Κυρίου, εξεπλήσσετο και εθαύμαζε δ' αυτήν.

Πραξ. 13,13       Ἀναχθέντες δὲ ἀπὸ τῆς Πάφου οἱ περὶ τὸν Παῦλον ἦλθον εἰς Πέργην τῆς Παμφυλίας· Ἰωάννης δὲ ἀποχωρήσας ἀπ᾿ αὐτῶν ὑπέστρεψεν εἰς Ἱεροσόλυμα.

Πραξ. 13,13              Αφού δε απέπλευσαν από την Παφον ο Παύλος και οι συνοδοί του, ήλθαν εις την Περγην της Παμφυλίας. Ο Ιωάννης όμως απεχώρησε από αυτούς και επέστρεψε εις Ιεροσόλυμα.

Πραξ. 13,14       Αὐτοὶ δὲ διελθόντες ἀπὸ τῆς Πέργης παρεγένοντο εἰς Ἀντιόχειαν τῆς Πισιδίας, καὶ εἰσελθόντες εἰς τὴν συναγωγὴν τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων ἐκάθισαν.

Πραξ. 13,14              Αυτοί δε, αφού επέρασαν από την περιοχήν της Περγης, έφθασαν εις την Αντιόχειαν της Πισιδίας και κατά την ημέραν του Σαββάτου εισελθόντες εις την συναγωγήν εκάθισαν.

Πραξ. 13,15       μετὰ δὲ τὴν ἀνάγνωσιν τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν ἀπέστειλαν οἱ ἀρχισυνάγωγοι πρὸς αὐτοὺς λέγοντες· ἄνδρες ἀδελφοί, εἰ ἔστι λόγος ἐν ὑμῖν παρακλήσεως πρὸς τὸν λαόν, λέγετε.

Πραξ. 13,15              Μετά δε την ανάγνωσιν περικοπών από τον νόμον και τους προφήτας, έστειλαν οι ερχισυνάγωγοι προς αυτούς τον υπηρέτην της συναγωγής και τους είπαν· “άνδρες αδελφοί, εάν έχετε λόγον διδασκαλίας και παρηγορίας προς τον λαόν, λέγετε”.

Πραξ. 13,16       ἀναστὰς δὲ Παῦλος καὶ κατασείσας τῇ χειρὶ εἶπεν· ἄνδρες Ἰσραηλῖται καὶ οἱ φοβούμενοι τὸν Θεόν, ἀκούσατε.

Πραξ. 13,16              Αφού δε εσηκώθηκε ο Παύλος και με το χέρι του έκαμε σημείον, ότι ήθελε να ομιλήση, είπε· “άνδρες Ισραηλίται και όσοι εθνικοί, που φοβείσθε τον Θεόν είσθε εδώ, ακούσατε.

Πραξ. 13,17       ὁ Θεὸς τοῦ λαοῦ τούτου Ἰσραὴλ ἐξελέξατο τοὺς πατέρας ἡμῶν, καὶ τὸν λαὸν ὕψωσεν ἐν τῇ παροικίᾳ ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, καὶ μετὰ βραχίονος ὑψηλοῦ ἐξήγαγεν αὐτοὺς ἐξ αὐτῆς,

Πραξ. 13,17              Ο Θεός τούτου του ισραηλιτικού λαού εξέλεξε τους προγόνους μας και εξύψωσε και επλήθυνε τον λαόν, καθ' ον χρόνον έμεινε εις την χώραν της Αγύπτου και με την παντοδύναμον δεξιάν του τους έβγαλε ελευθέρους από αυτήν.

Πραξ. 13,18       καὶ ὡς τεσσαρακονταετῆ χρόνον ἐτροποφόρησεν αὐτοὺς ἐν τῇ ἐρήμῳ,

Πραξ. 13,18              Και επί σαράντα περίπου χρόνια υπέμεινε τας δυστροπίας των εις την έρημον.

Πραξ. 13,19       καὶ καθελὼν ἔθνη ἑπτὰ ἐν γῇ Χαναὰν κατεκληρονόμησεν αὐτοῖς τὴν γῆν αὐτῶν.

Πραξ. 13,19              Και αφού κατέλυσε επτά έθνη εις την χώραν της Χαναάν, έδωκε εις αυτούς κληρονομίαν την γην των εθνών αυτών.

Πραξ. 13,20       καὶ μετὰ ταῦτα ὡς ἔτεσι τετρακοσίοις καὶ πεντήκοντα ἔδωκε κριτὰς ἕως Σαμουὴλ τοῦ προφήτου.

Πραξ. 13,20             Επειτα δε από αυτά, επί τετρακόσια πενήντα περίπου έτη, τους έδωσε κριτάς, δια να τους κυβερνήσουν μέχρι της εποχής του Σαμουήλ του προφήτου.

Πραξ. 13,21       κἀκεῖθεν ᾐτήσαντο βασιλέα, καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς ὁ Θεὸς τὸν Σαοὺλ υἱὸν Κίς, ἄνδρα ἐκ φυλῆς Βενιαμίν, ἔτη τεσσαράκοντα·

Πραξ. 13,21              Από την εποχήν δε του Σαμουήλ εζήτησαν βασιλέαν και τους έδωκεν ο Θεός τον Σαούλ, τον υιόν του Κις, που κατήγετο από την φυλήν Βενιαμίν, και ο οποίος εβασίλευσε σαράντα έτη.

Πραξ. 13,22       καὶ μεταστήσας αὐτὸν ἤγειρεν αὐτοῖς τὸν Δαυΐδ εἰς βασιλέα, ᾧ καὶ εἶπε μαρτυρήσας· εὗρον Δαυΐδ τὸν τοῦ Ἰεσσαί, ἄνδρα κατὰ τὴν καρδίαν μου, ὃς ποιήσει πάντα τὰ θελήματά μου.

Πραξ. 13,22             Και όταν, δια την ανυπακοήν και τας αμαρτίας του, τον εδίωξε ο Θεός, ανέδειξε εις αυτούς βασιλέα τον Δαυίδ, δια τον οποίον και είπε αυτήν την μαρτυρίαν· Ευρήκα τον Δαυίδ, τον υιόν του Ιεσσαί, άνθρωπον κατά την καρδίαν μου, ο οποίος θα εκτελέση όλα τα θελήματά μου.

Πραξ. 13,23       τούτου ὁ Θεὸς ἀπὸ τοῦ σπέρματος κατ᾿ ἐπαγγελίαν ἤγαγε τῷ Ἰσραὴλ σωτηρίαν,

Πραξ. 13,23             Από τους απογόνους δε τούτου ανέδειξε ο Θεός, σύμφωνα με την υπόσχεσίν του, τον Ιησούν Χριστόν Σωτήρα στον Ισραήλ.

Πραξ. 13,24       προκηρύξαντος Ἰωάννου πρὸ προσώπου τῆς εἰσόδου αὐτοῦ βάπτισμα μετανοίας παντὶ τῷ λαῷ Ἰσραήλ.

Πραξ. 13,24             Ολίγον δε χρόνον προηγουμένως πριν εισέλθη ο Ιησούς εις την δημοσίαν δράσιν του, εκήρυξε ο Ιωάννης βάπτισμα μετανοίας εις όλον τον λαόν του Ισραήλ.

Πραξ. 13,25       ὡς δὲ ἐπλήρου ὁ Ἰωάννης τὸν δρόμον, ἔλεγε· τίνα με ὑπονοεῖτε εἶναι; οὐκ εἰμὶ ἐγώ, ἀλλ᾿ ἰδοὺ ἔρχεται μετ᾿ ἐμὲ οὗ οὐκ εἰμὶ ἄξιος τὸ ὑπόδημα τῶν ποδῶν λῦσαι.

Πραξ. 13,25             Κατά τον καιρόν δε που ο Ιωάννης εξεπλήρωνε την αποστολήν του και ακολουθούσε τον δρόμον, που του είχεν ορίσει ο Θεός, έλεγε· Ποίον με νομίζετε ότι είμαι; Δεν είμαι εγώ ο Μεσσίας, αλλ' ιδού, ύστερα από εμέ έρχεται εκείνος, του οποίου εγώ δεν είμαι άξιος να λύσω το υπόδημα των ποδών.

Πραξ. 13,26       Ἄνδρες ἀδελφοί, υἱοὶ γένους Ἀβραὰμ καὶ οἱ ἐν ὑμῖν φοβούμενοι τὸν Θεόν, ὑμῖν ὁ λόγος τῆς σωτηρίας ταύτης ἀπεστάλη.

Πραξ. 13,26             Ανδρες αδελφοί, παιδιά του γένους Αβραάμ, και σεις οι εθνικοί, που φοβείσθε τον Θεόν, ακούσατε τούτο· προς σας απευθύνεται το κήρυγμα αυτής της σωτηρίας.

Πραξ. 13,27       οἱ γὰρ κατοικοῦντες ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ οἱ ἄρχοντες αὐτῶν τοῦτον ἀγνοήσαντες, καὶ τὰς φωνὰς τῶν προφητῶν τὰς κατὰ πᾶν σάββατον ἀναγινωσκομένας κρίναντες ἐπλήρωσαν.

Πραξ. 13,27             Διότι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ και οι άρχοντές των παρεγνώρισαν τούτον, τον Ιησούν, όπως επίσης και τας φωνάς των προφητών, που αναγινώσκονται και ακούονται κάθε Σαββατον εις τας συναγωγάς, και τον κατεδίκασαν εις θάνατον, χωρίς να αντιληφθούν ότι έτσι επραγματοποιήσαν τας προφητείας.

Πραξ. 13,28       καὶ μηδεμίαν αἰτίαν θανάτου εὑρόντες ᾐτήσαντο Πιλᾶτον ἀναιρεθῆναι αὐτόν.

Πραξ. 13,28             Και ενώ δεν ευρήκαν εις αυτόν καμμίαν ενοχήν, που να τιμωρήται με θάνατον, εζήτησαν από τον Πιλάτον να θανατωθή αυτός.

Πραξ. 13,29       ὡς δὲ ἐτέλεσαν πάντα τὰ περὶ αὐτοῦ γεγραμμένα, καθελόντες ἀπὸ τοῦ ξύλου ἔθηκαν εἰς μνημεῖον.

Πραξ. 13,29             Αφού δε με εκείνα τα οποία εν τη κακία των έπραξαν, εξεπλήρωσαν όλα όσα είχαν γραφή στους προφήτας δι' αυτόν, τον κατέβασαν από το ξύλον του σταυρού και τον έβαλαν εις μνημείον.

Πραξ. 13,30       ὁ δὲ Θεὸς ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν·

Πραξ. 13,30             Ο Θεός όμως τον ανέστησε εκ νεκρών.

Πραξ. 13,31       ὃς ὤφθη ἐπὶ ἡμέρας πλείους τοῖς συναναβᾶσιν αὐτῷ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας εἰς Ἱερουσαλήμ, οἵτινές εἰσι μάρτυρες αὐτοῦ πρὸς τὸν λαόν.

Πραξ. 13,31              Και αυτός παρουσιάσθηκε επί πολλάς ημέρας εις εκείνους, που είχαν ανεβή μαζή του από την Γαλιλαίαν εις την Ιερουσαλήμ και οι οποίοι είναι αυτόπται μάρτυρες αυτού και της αναστάσεώς του προς τον λαόν.

Πραξ. 13,32       καὶ ἡμεῖς ὑμᾶς εὐαγγελιζόμεθα τὴν πρὸς τοὺς πατέρας ἐπαγγελίαν γενομένην, ὅτι ταύτην ὁ Θεὸς ἐκπεπλήρωκε τοῖς τέκνοις αὐτῶν, ἡμῖν, ἀναστήσας Ἰησοῦν,

Πραξ. 13,32             Και ημείς σήμερον κηρύττομεν προς σας το χαρμόσυνον μήνυμα, ότι την υπόσχεσιν, που έδωσεν ο Θεός προς τους προγόνους μας, αυτήν την έχει εκπληρώσει τώρα εις τα τέκνα των, δηλαδή εις ημάς, αναστήσας τον Ιησούν εκ νεκρών.

Πραξ. 13,33       ὡς καὶ ἐν τῷ ψαλμῷ τῷ δευτέρῳ γέγραπται· υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε.

Πραξ. 13,33              Αυτά έγιναν σύμφωνα και με όσα είναι γραμμένα στον δεύτερον ψαλμόν· Υιός μου είσαι συ, τον οποίον εγώ προαιωνίως εγέννησα εκ της ουσίας μου· και σήμερον, που δια της υπακοής σου και της σταυρικής σου θυσίας ενίκησες τον θάνατον, εβεβαίωσα εγώ δια της αναστάσεώς σου, ότι όντως έχεις γεννηθή από εμέ.

Πραξ. 13,34       ὅτι δὲ ἀνέστησεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν μηκέτι μέλλοντα ὑποστρέφειν εἰς διαφθοράν, οὕτως εἴρηκεν, ὅτι δώσω ὑμῖν τὰ ὅσια Δαυΐδ τὰ πιστά.

Πραξ. 13,34             Οτι δε ο Θεός τον ανέστησε, όχι όπως μερικούς άλλους νεκρούς της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίοι απέθανον πάλιν, αλλά δια να μη δοκιμάση ποτέ πλέον τον θάνατον και να μη επιστρέψη εις την φθοράν του τάφου, είχε προείπει ο ίδιος ο Θεός λέγων ότι θα δώσω εις σας τας ιεράς και αξιοπίστους πάντοτε υποσχέσεις μου, που είχα δώσει στον Δαυίδ.

Πραξ. 13,35       διὸ καὶ ἐν ἑτέρῳ λέγει· οὐ δώσεις τὸν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν.

Πραξ. 13,35              Δι' αυτό και εις άλλον ψαλμόν με το στόμα του Δαυίδ προφητεύει· Δεν θα επιτρέψης να ίδη την φθοράν και αποσύνθεσιν του θανάτου ο Μεσσίας, ο αφωσιωμένος εντελώς εις σε.

Πραξ. 13,36       Δαυΐδ μὲν γὰρ ἰδίᾳ γενεᾷ ὑπηρετήσας τῇ τοῦ Θεοῦ βουλῇ ἐκοιμήθη καὶ προσετέθη πρὸς τοὺς πατέρας αὐτοῦ καὶ εἶδε διαφθοράν·

Πραξ. 13,36             Η προφητεία αυτή δεν εξεπληρώθη στον Δαυίδ, διότι ο Δαυίδ, αφού υπηρέτησε τους ανθρώπους της εποχής του, σύμφωνα με την θέλησιν του Θεού, απέθανε και προσετέθη στους προγόνους του και είδε την αποσύνθεσιν του θανάτου.

Πραξ. 13,37       ὃν δὲ ὁ Θεὸς ἤγειρεν, οὐκ εἶδε διαφθοράν.

Πραξ. 13,37              Ο Ιησούς όμως, τον οποίον ο Θεός ανέστησε εκ νεκρών, δεν είδε αυτήν την φθοράν και αποσύνθεσιν.

Πραξ. 13,38       γνωστὸν οὖν ἔστω ὑμῖν, ἄνδρες ἀδελφοί, ὅτι διὰ τούτου ὑμῖν ἄφεσις ἁμαρτιῶν καταγγέλλεται,

Πραξ. 13,38             Ας είναι λοιπόν γνωστόν εις σας, άνδρες αδελφοί, ότι σήμερον κηρύττεται προς σας άφεσις αμαρτιών δια του Ιησού Χριστού.

Πραξ. 13,39       καὶ ἀπὸ πάντων ὧν οὐκ ἠδυνήθητε ἐν τῷ νόμῳ Μωϋσέως δικαιωθῆναι, ἐν τούτῳ πᾶς ὁ πιστεύων δικαιοῦται.

Πραξ. 13,39             Και από όλας τας παραβάσεις και τα αμαρτήματα, που δεν ημπορέσατε να απαλλαγήτε και να δικαιωθήτε δια του μωσαϊκού νόμου, κάθε ένας που πιστεύει στον Ιησούν Χριστόν, παίρνει δι' αυτού την άφεσιν και την δικαίωσιν.

Πραξ. 13,40       βλέπετε οὖν μὴ ἐπέλθῃ ἐφ᾿ ὑμᾶς τὸ εἰρημένον ἐν τοῖς προφήταις·

Πραξ. 13,40             Προσέχετε όμως, μήπως δείξετε απιστίαν και πέσει επάνω σας εκείνο, που έχει λεχθή εις τα βιβλία των προφητών·

Πραξ. 13,41       ἴδετε, οἱ καταφρονηταί, καὶ θαυμάσατε καὶ ἀφανίσθητε, ὅτι ἔργον ἐγὼ ἐργάζομαι ἐν ταῖς ἡμέραις ὑμῶν, ἔργον ᾧ οὐ μὴ πιστεύσητε ἐάν τις ἐκδιηγῆται ὑμῖν.

Πραξ. 13,41              Ιδέτε σεις, που καταφρονείτε τον Θεόν και τα προστάγματά του. Θαυμάσατε και εξαφανισθήτε· διότι εγώ πραγματοποιώ εις τας ημέρας σας έργον τιμωρίας και καταστροφής, έργον το οποίον εάν κανείς εκ των προτέρων σας το διηγηθή, θα σας φανή τόσον παράδοξον, ώστε δεν θα το πιστεύσετε”.

Πραξ. 13,42       Ἐξιόντων δὲ αὐτῶν ἐκ τῆς συναγωγῆς τῶν Ἰουδαίων παρεκάλουν τὰ ἔθνη εἰς τὸ μεταξὺ σάββατον λαληθῆναι αὐτοῖς τὰ ῥήματα ταῦτα.

Πραξ. 13,42             Οταν δε ο Παύλος και ο Βαρνάβας εβγήκαν από την συναγωγήν των Ιουδαίων, οι εθνικοί που είχαν ακούσει το κήρυγμά του μέσα εις την συναγωγήν, τους παρακαλούσαν να κηρύξουν εις αυτούς πάλιν τα λόγια αυτά κατά το προσεχές Σαββατον.

Πραξ. 13,43       λυθείσης δὲ τῆς συναγωγῆς ἠκολούθησαν πολλοὶ τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν σεβομένων προσηλύτων τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Βαρνάβᾳ, οἵτινες προλαλοῦντες αὐτοῖς ἔπειθον αὐτοὺς προσμένειν τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ.

Πραξ. 13,43             Οταν δε έληξε η συγκέντρωσις της συναγωγής, πολλοί από τους Ιουδαίους και τους προσηλύτους εθνικούς, που εσέβοντο τον Θεόν, ηκολούθησαν τον Παύλον και τον Βαρνάβαν, οι οποίοι και συνωμιλούσαν με απλότητα μαζή των και τους έπειθαν να μένουν πιστοί εις την χάριν που τους έδωκε ο Θεός.

Πραξ. 13,44       Τῷ τε ἐρχομένῳ σαββάτῳ σχεδὸν πᾶσα ἡ πόλις συνήχθη ἀκοῦσαι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ.

Πραξ. 13,44             Κατά το επόμενον δε Σαββατον, όλη σχεδόν η πόλις είχε συγκεντρωθή, δια να ακούση τον λόγον του Θεού.

Πραξ. 13,45       ἰδόντες δὲ οἱ Ἰουδαῖοι τοὺς ὄχλους ἐπλήσθησαν ζήλου καὶ ἀντέλεγον τοῖς ὑπὸ τοῦ Παύλου λεγομένοις ἀντιλέγοντες καὶ βλασφημοῦντες.

Πραξ. 13,45             Οι Ιουδαίοι όμως, όταν είδαν τα πλήθη αυτά του λαού, κατελήφθησαν από φθόνον και ζηλοτυπίαν και αντέλεγαν εις όσα εδίδασκε ο Παύλος, παρατάσσοντες ολονέν και νέας σοφιστικάς αντιλογίας, υβρίζοντες και βλασφημούντες τον Χριστόν και τους Αποστόλους.

Πραξ. 13,46       παῤῥησιασάμενοι δὲ ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας εἶπον· ὑμῖν ἦν ἀναγκαῖον πρῶτον λαληθῆναι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ· ἐπειδὴ δὲ ἀπωθεῖσθε αὐτὸν καὶ οὐκ ἀξίους κρίνετε ἑαυτοὺς τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἰδοὺ στρεφόμεθα εἰς τὰ ἔθνη.

Πραξ. 13,46             Ο Παύλος όμως και ο Βαρνάβας ωμίλησαν με παρρησίαν και θάρρος και τους είπαν· “εις σας, σύμφωνα με το θείον σχέδιον, ήτο ανάγκη να κηρυχθή πρώτον ο λόγος του Θεού. Επειδή όμως σστον αποκρούετε και δεν τον δέχεσθε και οι ίδιοι δεν κρίνετε αξίους τους εαυτούς σας δια την αιώνιον ζωήν, ιδού, στρεφόμεθα τώρα προς τα έθνη.

Πραξ. 13,47       οὕτω γὰρ ἐντέταλται ἡμῖν ὁ Κύριος· τέθεικά σε εἰς φῶς ἐθνῶν τοῦ εἶναί σε εἰς σωτηρίαν ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς.

Πραξ. 13,47             Διότι τέτοια εντολή μας έχει δώσει ο Κυριος. Δια του προφήτου Ησαΐου ομιλών προς τον Μεσσίαν είπε· Σε έχω θέσει φως των εθνών, δια να είσαι συ εις σωτηρίαν όλων ανεξαιρέτως των ανθρώπων έως τα πέρατα της γης”.

Πραξ. 13,48       ἀκούοντα δὲ τὰ ἔθνη ἔχαιρον καὶ ἐδέξαντο τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, καὶ ἐπίστευσαν ὅσοι ἦσαν τεταγμένοι εἰς ζωὴν αἰώνιον·

Πραξ. 13,48             Οι εθνικοί ακούοντες τα λόγια αυτά έχαιραν και εδέχθησαν τον λόγον του Κυρίου και επίστευσαν, όσοι, δια την καλήν των διάθεσιν, είχαν προορισθή από τον Θεόν δια την αιώνιον ζωήν.

Πραξ. 13,49       διεφέρετο δὲ ὁ λόγος τοῦ Κυρίου δι᾿ ὅλης τῆς χώρας.

Πραξ. 13,49             Διεδίδετο δε ο λόγος του Κυρίου εις όλην την χώραν.

Πραξ. 13,50       οἱ δὲ Ἰουδαῖοι παρώτρυναν τὰς σεβομένας γυναῖκας καὶ τὰς εὐσχήμονας καὶ τοὺς πρώτους τῆς πόλεως καὶ ἐπήγειραν διωγμὸν ἐπὶ τὸν Παῦλον καὶ τὸν Βαρνάβαν, καὶ ἐξέβαλον αὐτοὺς ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν.

Πραξ. 13,50             Οι δε Ιουδαίοι εξηρέθισαν και παρεκίνησαν τας προσηλύτους γυναίκας, που εσέβοντο τον Θεόν, τας γυναίκας της αριστοκρατίας και τους πρώτους της πόλεως και εξήγειραν διωγμόν εναντίον του Παύλου και του Βαρνάβα και τους έβγαλαν έξω από τα σύνορα της χώρας των.

Πραξ. 13,51       οἱ δὲ ἐκτιναξάμενοι τὸν κονιορτὸν τῶν ποδῶν αὐτῶν ἐπ᾿ αὐτοὺς ἦλθον εἰς Ἰκόνιον.

Πραξ. 13,51              Εκείνοι δε εις ένδειξιν διαμαρτυρίας εναντίον των, ετίναξαν την σκόνην των ποδιών των και ήλθαν στο Ικόνιον.

Πραξ. 13,52       οἱ δὲ μαθηταὶ ἐπληροῦντο χαρᾶς καὶ Πνεύματος Ἁγίου.

Πραξ. 13,52             Οι Χριστιανοί όμως, που έμεναν εις την Αντιόχειαν και την περιοχήν εγέμιζαν ολονέν και με περισσοτέραν χαράν και Πνεύμα Αγιον.

 

 

ΠΡΑΞΕΙΣ 14

 

Πραξ. 14,1         Ἐγένετο δὲ ἐν Ἰκονίῳ κατὰ τὸ αὐτὸ εἰσελθεῖν αὐτοὺς εἰς τὴν συναγωγὴν τῶν Ἰουδαίων καὶ λαλῆσαι οὕτως ὥστε πιστεῦσαι Ἰουδαίων τε καὶ Ἑλλήνων πολὺ πλῆθος.

Πραξ. 14,1                Συνέβη δε στο Ικόνιον το ίδιο με εκείνο, που είχε συμβή εις την Αντιόχειαν· εισήλθαν δηλαδή ο Παύλος και ο Βαρνάβας εις την συναγωγήν των Ιουδαίων και ωμίλησαν με τόσην πολλήν δύναμιν και πειστικότητα, ώστε να πιστεύσουν πλήθος Ιουδαίοι και Ελληνες.

Πραξ. 14,2         οἱ δὲ ἀπειθοῦντες Ἰουδαῖοι ἐπήγειραν καὶ ἐκάκωσαν τὰς ψυχὰς τῶν ἐθνῶν κατὰ τῶν ἀδελφῶν.

Πραξ. 14,2               Οι Ιουδαίοι όμως, που επέμεναν εις την απιστίαν των, εξηρέθισαν και ανετάραξαν τας ψυχάς των εθνικών εναντίον των αδελφών Χριστιανών.

Πραξ. 14,3         ἱκανὸν μὲν οὖν χρόνον διέτριψαν παῤῥησιαζόμενοι ἐπὶ τῷ Κυρίῳ μαρτυροῦντι τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ, διδόντι σημεῖα καὶ τέρατα γίνεσθαι διὰ τῶν χειρῶν αὐτῶν.

Πραξ. 14,3                Παρ' όλον όμως τούτο οι Απόστολοι, διότι το κήρυγμά των έφερνε πολλά αγαθά αποτελέσματα, έμειναν αρκετόν χρόνον εκεί. Εκήρυτταν δε αφόβως με το θάρρος, που τους έδιδε η πίστις των στον Κυριον, ο οποίος επεβεβαίωνε το κήρυγμά των περί της χάριτος αυτού και τους έδιδε την δύναμιν, ώστε με τα χέρια των να γίνωνται καταπληκτικά σημεία και θαύματα.

Πραξ. 14,4         ἐσχίσθη δὲ τὸ πλῆθος τῆς πόλεως, καὶ οἱ μὲν ἦσαν σὺν τοῖς Ἰουδαίοις, οἱ δὲ σὺν τοῖς ἀποστόλοις.

Πραξ. 14,4               Διαιρέθηκε δε το πλήθος της πόλεως εις δύο παρατάξεις· και άλλοι μεν ήσαν με το μέρος των Ιουδαίων, άλλοι δε με το μέρος των Αποστόλων.

Πραξ. 14,5         ὡς δὲ ἐγένετο ὁρμὴ τῶν ἐθνῶν τε καὶ Ἰουδαίων σὺν τοῖς ἄρχουσιν αὐτῶν ὑβρίσαι καὶ λιθοβολῆσαι αὐτούς,

Πραξ. 14,5                Επειδή δε έγινε πολύς ερεθισμός και εξέγερσις των απιστούντων εθνικών και Ιουδαίων μαζή με τους άρχοντάς των και επήραν την απόφασιν να υβρίσουν και να λιθοβολήσουν τους Αποστόλους,

Πραξ. 14,6         συνιδόντες κατέφυγον εἰς τὰς πόλεις τῆς Λυκαονίας Λύστραν καὶ Δέρβην καὶ τὴν περίχωρον,

Πραξ. 14,6               εκατάλαβαν αυτοί τας κακάς εκείνων διαθέσεις και κατέφυγαν εις τας πόλεις της Λυκαονίας, την Λυστραν και την Δερβην και εις τα περίχωρα.

Πραξ. 14,7         κἀκεῖ ἦσαν εὐαγγελιζόμενοι.

Πραξ. 14,7                Και εκεί εκήρυτταν το Ευαγγέλιον.

Πραξ. 14,8         Καί τις ἀνὴρ ἐν Λύστροις ἀδύνατος τοῖς ποσὶν ἐκάθητο, χωλὸς ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ ὑπάρχων, ὃς οὐδέποτε περιπεπατήκει.

Πραξ. 14,8               Εις τα Λυστρα εκάθητο κάποιος άνθρωπος, ο οποίος είχε αδύνατα πόδια, διότι ήτο χωλός από την κοιλίαν της μητέρας του και δεν είχε ποτέ περιπατήσει.

Πραξ. 14,9         οὗτος ἤκουσε τοῦ Παύλου λαλοῦντος· ὃς ἀτενίσας αὐτῷ καὶ ἰδὼν ὅτι πίστιν ἔχει τοῦ σωθῆναι,

Πραξ. 14,9               Αυτός ήκουσε με προσοχήν και πίστιν τον Παύλον. Ο Παύλος, όταν τον παρετήρησε προσεκτικά και είδε ότι είχεν πίστιν, δια να γίνη το θαύμα της θεραπείας του,

Πραξ. 14,10       εἶπε μεγάλῃ τῇ φωνῇ· ἀνάστηθι ἐπὶ τοὺς πόδας σου ὀρθός. καὶ ἥλατο καὶ περιεπάτει.

Πραξ. 14,10              είπε με μεγάλην φωνήν· “σήκω εις τα πόδια σου ορθός”. Και αμέσως εκείνος επήδησε και εντελώς υγιής περιπατούσε.

Πραξ. 14,11       οἱ δὲ ὄχλοι ἰδόντες ὃ ἐποίησεν ὁ Παῦλος ἐπῆραν τὴν φωνὴν αὐτῶν λυκαονιστὶ λέγοντες· οἱ θεοὶ ὁμοιωθέντες ἀνθρώποις κατέβησαν πρὸς ἡμᾶς·

Πραξ. 14,11              Τα πλήθη δε του λαού, όταν είδαν το θαύμα αυτό, που έκαμε ο Παύλος, εσήκωσαν μεγάλην την φωνήν των λέγοντες εις την λυκαονικήν γλώσσαν των· “οι θεοί επήραν μορφήν ανθρώπων και κατέβηκαν εις ημάς”.

Πραξ. 14,12       ἐκάλουν τε τὸν μὲν Βαρνάβαν Δία, τὸν δὲ Παῦλον Ἑρμῆν, ἐπειδὴ αὐτὸς ἦν ὁ ἡγούμενος τοῦ λόγου.

Πραξ. 14,12              Ωνόμαζαν δε τον με Βαρνάβαν Διαν, δια το παράστημα και την σοβαρότητα του, τον δε Παύλον Ερμήν, επειδή αυτός ήτο ο αρχηγός του λόγου.

Πραξ. 14,13       ὁ δὲ ἱερεὺς τοῦ Διὸς τοῦ ὄντος πρὸ τῆς πόλεως αὐτῶν, ταύρους καὶ στέμματα ἐπὶ τοὺς πυλῶνας ἐνέγκας, σὺν τοῖς ὄχλοις ἤθελε θύειν.

Πραξ. 14,13              Ο δε ιερεύς του Διός, του οποίου ο ναός ήτο κτισμένος εμπρός από την πόλιν, έφερε ταύρους και στεφάνια κοντά εις τας μεγάλας θύρας του τείχους, όπου ευρίσκετο ο ναός, και ήθελε μαζή με το πλήθος του λαού να προσφέρη θυσίαν προς τιμήν των δύο Αποστόλων.

Πραξ. 14,14       ἀκούσαντες δὲ οἱ ἀπόστολοι Βαρνάβας καὶ Παῦλος, διαῤῥήξαντες τὰ ἱμάτια αὐτῶν εἰσεπήδησαν εἰς τὸν ὄχλον κράζοντες

Πραξ. 14,14              Οι δε Απόστολοι Βαρνάβας και Παύλος, όταν ήκουσαν αυτό, έσχισαν τα ιμάτιά των, δια να εκφράσουν έτσι την διαμαρτυρίαν και αγανάκτησίν των και ώρμησαν μέσα στο πλήθος φωνάζοντες

Πραξ. 14,15       καὶ λέγοντες· ἄνδρες, τί ταῦτα ποιεῖτε; καὶ ἡμεῖς ὁμοιοπαθεῖς ἐσμεν ὑμῖν ἄνθρωποι, εὐαγγελιζόμενοι ὑμᾶς ἀπὸ τούτων τῶν ματαίων ἐπιστρέφειν ἐπὶ τὸν Θεὸν τὸν ζῶντα, ὃς ἐποίησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς·

Πραξ. 14,15              και λέγοντες· “άνθρωποι, διατί κάνετε όλα αυτά; Και ημείς είμεθα όμοιοι με σας άνθρωποι, έχοντες την ιδίαν ασθενή και αδύνατον ανθρωπίνην φύσιν. Κηρύττομεν δε εις σας, να αφήσετε αυτά τα ψευδή και μάταια περί θεών και θυσιών, που έως τώρα επιστεύατε, και να γυρίσετε στον Θεόν τον ζωντανόν και αληθινόν, ο οποίος έκαμε τον ουρανόν και την γην και την θάλασσαν και όλα όσα υπάρχουν εις αυτά.

Πραξ. 14,16       ὃς ἐν ταῖς παρῳχημέναις γενεαῖς εἴασε πάντα τὰ ἔθνη πορεύεσθαι ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν

Πραξ. 14,16              Αυτός ο Θεός, εις τας περασμένας γενεάς, αφήκε τους εθνικούς να βαδίζουν τον δρόμον των, να ζουν και να συμπεριφέρωνται σύμφωνα με τας αμαρτωλάς διαθέσεις της καρδίας των,

Πραξ. 14,17       καίτοι γε οὐκ ἀμάρτυρον ἑαυτὸν ἀφῆκεν ἀγαθοποιῶν, οὐρανόθεν ὑμῖν ὑετοὺς διδοὺς καὶ καιροὺς καρποφόρους, ἐμπιπλῶν τροφῆς καὶ εὐφροσύνης τὰς καρδίας ὑμῶν.

Πραξ. 14,17              μολονότι δεν αφήκε και μεταξύ αυτών ο Θεός τον ευατόν του χωρίς μαρτυρίας, δια την ύπαρξίν του και τας τελειότητάς του, διότι και τότε σας ευεργετούσε, έστελνε από τον ουρανόν ωφελίμους βροχάς και καταλλήλους καιρούς δια πλουσίαν καρποφορίαν και σας έδιδεν άφθονον τροφήν και χαράν εις τας καρδίας σας”.

Πραξ. 14,18       καὶ ταῦτα λέγοντες μόλις κατέπαυσαν τοὺς ὄχλους τοῦ μὴ θύειν αὐτοῖς.

Πραξ. 14,18              Και με αυτά τα λόγια οι Απόστολοι μόλις και μετά βίας εσταμάτησαν τους όχλους, να μη προσφέρουν εις αυτούς τας θυσίας εκείνας.

Πραξ. 14,19       Ἐπῆλθον δὲ ἀπὸ Ἀντιοχείας καὶ Ἰκονίου Ἰουδαῖοι καὶ πείσαντες τοὺς ὄχλους καὶ λιθάσαντες τὸν Παῦλον ἔσυραν ἔξω τῆς πόλεως, νομίσαντες αὐτὸν τεθνάναι.

Πραξ. 14,19              Τοτε όμως ήλθαν εις την Λυστραν από την Αντιόχειαν και το Ικόνιον φανατικοί Ιουδαίοι, οι οποίοι έπεισαν τους όχλους και ελιθοβόλησαν τον Παύλον και τον έσυραν αναίσθητον έξω από την πόλιν, επειδή ενόμισαν ότι είχε αποθάνει.

Πραξ. 14,20       κυκλωσάντων δὲ αὐτὸν τῶν μαθητῶν ἀναστὰς εἰσῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ τῇ ἐπαύριον ἐξῆλθε σὺν τῷ Βαρνάβᾳ εἰς Δέρβην.

Πραξ. 14,20             Οταν δε οι Χριστιανοί περιεκύκλωσαν με πόνον αυτόν, δια να τον κηδεύσουν, εσηκώθηκε ο Παύλος υγιής, με την δύναμιν του Θεού, και εισήλθε εις την πόλιν. Την επομένην δε έφυγε μαζή με τον Βαρνάβαν και ήλθε εις την Δερβην.

Πραξ. 14,21       εὐαγγελισάμενοί τε τὴν πόλιν ἐκείνην καὶ μαθητεύσαντες ἱκανοὺς ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Λύστραν καὶ Ἰκόνιον καὶ Ἀντιόχειαν,

Πραξ. 14,21              Αφού δε εκήρυξαν και εις την πόλιν εκείνην το Ευαγγέλιον και εδίδαξαν πολλούς, επέστρεψαν εις την Λυστραν και το Ικόνιον και την Αντιόχειαν

Πραξ. 14,22       ἐπιστηρίζοντες τὰς ψυχὰς τῶν μαθητῶν, παρακαλοῦντες ἐμμένειν τῇ πίστει, καὶ ὅτι διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.

Πραξ. 14,22             στηρίζοντες περισσότερον τας ψυχάς των μαθητών, παρακαλούντες αυτούς να μένουν ακλόνητοι εις την πίστιν και λέγοντες ότι δια μέσου πολλών θλίψεων θα εισέλθωμεν εις την βασιλείαν των ουρανών.

Πραξ. 14,23       χειροτονήσαντες δὲ αὐτοῖς πρεσβυτέρους κατ᾿ ἐκκλησίαν καὶ προσευξάμενοι μετὰ νηστειῶν παρέθεντο αὐτοὺς τῷ Κυρίῳ, εἰς ὃν πεπιστεύκασι.

Πραξ. 14,23             Αφού δε εχειροτόνησαν δι' αυτούς πρεσβυτέρους εις κάθε Εκκλησίαν και προσηυχήθησαν με νηστείας, ενεπιστεύθησαν αυτούς στον Κυριον, στον οποίον είχαν πιστεύσει.

Πραξ. 14,24       καὶ διελθόντες τὴν Πισιδίαν ἦλθον εἰς Παμφυλίαν,

Πραξ. 14,24             Και αφού περιώδευσαν την χώραν της Πισιδίας, ήλθαν εις την Παμφυλίαν.

Πραξ. 14,25       καὶ λαλήσαντες ἐν Πέργῃ τὸν λόγον κατέβησαν εἰς Ἀττάλειαν,

Πραξ. 14,25             Αφού δε και εις την Περγην εκήρυξαν τον λόγον του Θεού, κατέβηκαν εις την παράλιον πόλιν Αττάλειαν.

Πραξ. 14,26       κἀκεῖθεν ἀπέπλευσαν εἰς Ἀντιόχειαν, ὅθεν ἦσαν παραδεδομένοι τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ εἰς τὸ ἔργον ὃ ἐπλήρωσαν.

Πραξ. 14,26             Από εκεί έπλευσαν εις την Αντιόχειαν, εις πόλιν όπου οι αδελφοί τους είχαν παραδώσει εις την χάριν του Θεού δια το έργον του ευαγγελισμού, το οποίον και έφεραν εις πέρας.

Πραξ. 14,27       Παραγενόμενοι δὲ καὶ συναγαγόντες τὴν ἐκκλησίαν ἀνήγγειλαν ὅσα ἐποίησεν ὁ Θεὸς μετ᾿ αὐτῶν, καὶ ὅτι ἤνοιξε τοῖς ἔθνεσι θύραν πίστεως.

Πραξ. 14,27             Οταν λοιπόν ήλθαν, συνεκέντρωσαν τους πιστούς της Εκκλησίας και εγνωστοποίησαν εις αυτούς όσα ο Θεός, χρησιμοποιών αυτούς ως συνεργούς του, έκαμε και ότι ήνοιξε στους εθνικούς την θύραν της πίστεως και της σωτηρίας.

Πραξ. 14,28       διέτριβον δὲ ἐκεῖ χρόνον οὐκ ὀλίγον σὺν τοῖς μαθηταῖς.

Πραξ. 14,28             Εμειναν δε εκεί μαζή με τους άλλους Χριστιανούς αρκετόν χρόνον.

 

 

ΠΡΑΞΕΙΣ 15

 

Πραξ. 15,1         Καὶ τινες κατελθόντες ἀπὸ τῆς Ἰουδαίας ἐδίδασκον τοὺς ἀδελφοὺς ὅτι ἐὰν μὴ περιτέμνησθε τῷ ἔθει Μωϋσέως, οὐ δύνασθε σωθῆναι.

Πραξ. 15,1                Τοτε κατέβηκαν μερικοί από την Ιουδαίαν εις την Αντιόχειαν και εδίδασκαν τους εθνικούς Χριστιανούς, ότι “εάν δεν περιτέμνεσθε, σύμφωνα με το έθιμον, το οποίον και ο Μωϋσής ενομοθέτησε, δεν είναι δυνατόν να σωθήτε”.

Πραξ. 15,2         γενομένης οὖν στάσεως καὶ ζητήσεως οὐκ ὀλίγης τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Βαρνάβᾳ πρὸς αὐτούς, ἔταξαν ἀναβαίνειν Παῦλον καὶ Βαρνάβαν καί τινας ἄλλους ἐξ αὐτῶν πρὸς τοὺς ἀποστόλους καὶ πρεσβυτέρους εἰς Ἱερουσαλὴμ περὶ τοῦ ζητήματος τούτου.

Πραξ. 15,2                Επειδή λοιπόν έγινε φιλονεικία και μεγάλη συζήτησις του Παύλου και του Βαρνάβα προς αυτούς, ώρισαν οι αδελφοί της Αντιοχείας να ανεβούν ο Παύλος και ο Βαρνάβας και μερικοί άλλοι από αυτούς εις τα Ιεροσόλυμα προς τους Αποστόλους και τους πρεσβυτέρους, δια να θέσουν και λύσουν οριστικώς το ζήτημα αυτό.

Πραξ. 15,3         Οἱ μὲν οὖν προπεμφθέντες ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας διήρχοντο τὴν Φοινίκην καὶ Σαμάρειαν ἐκδιηγούμενοι τὴν ἐπιστροφὴν τῶν ἐθνῶν, καὶ ἐποίουν χαρὰν μεγάλην πᾶσι τοῖς ἀδελφοῖς.

Πραξ. 15,3                Αυτοί λοιπόν καταυοδωθέντες από τα μέλη της Εκκλησίας, επερνούσαν την περιοχήν της Φοινίκης και της Σαμαρείας, διηγούμενοι την επιστροφήν των εθνικών στον Χριστόν και επροκαλούσαν έτσι χαράν μεγάλην εις όλους τους αδελφούς.

Πραξ. 15,4         παραγενόμενοι δὲ εἰς Ἱερουσαλὴμ ἀπεδέχθησαν ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας καὶ τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν πρεσβυτέρων, ἀνήγγειλάν τε ὅσα ὁ Θεὸς ἐποίησε μετ᾿ αὐτῶν, καὶ ὅτι ἤνοιξε τοῖς ἔθνεσι θύραν πίστεως.

Πραξ. 15,4                Οταν δε έφθασαν εις την Ιερουσαλήμ, τους υπεδέχθησαν τα μέλη της Εκκλησίας και οι Απόστολοι και οι πρεσβύτεροι. Και αυτοί εγνωστοποίησαν όσα ο Θεός έκαμε μαζή των και ότι ήνοιξε στους εθνικούς την θύραν της πίστεως και της σωτηρίας.

Πραξ. 15,5         Ἐξανέστησαν δέ τινες τῶν ἀπὸ τῆς αἱρέσεως τῶν Φαρισαίων πεπιστευκότες, λέγοντες ὅτι δεῖ περιτέμνειν αὐτοὺς παραγγέλλειν τε τηρεῖν τὸν νόμον Μωϋσέως.

Πραξ. 15,5                Εσηκώθηκαν όμως μερικοί, οι οποίοι προήρχοντο από την τάξιν των Φαρισαίων αλλά είχαν πιστεύσει στον Χριστόν, και έλεγαν, ότι πρέπει να περιτέμνουν τους εθνικούς, που δέχονται την νέαν πίστιν, και να τους παραγγέλουν να τηρούν όλας τας διατάξστου μωσαϊκού νόμου.

Πραξ. 15,6         Συνήχθησαν δὲ οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πρεσβύτεροι ἰδεῖν περὶ τοῦ λόγου τούτου.

Πραξ. 15,6                Συνεκεντρώθησαν λοιπόν οι Απόστολοι και οι πρεσβύτεροι, δια να ιδούν και συσκεφθούν επάνω εις αυτό το ζήτημα.

Πραξ. 15,7         Πολλῆς δὲ συζητήσεως γενομένης ἀναστὰς Πέτρος εἶπε πρὸς αὐτούς· ἄνδρες ἀδελφοί, ὑμεῖς ἐπίστασθε ὅτι ἀφ᾿ ἡμερῶν ἀρχαίων ὁ Θεὸς ἐν ἡμῖν ἐξελέξατο διὰ τοῦ στόματός μου ἀκοῦσαι τὰ ἔθνη τὸν λόγον τοῦ εὐαγγελίου καὶ πιστεῦσαι.

Πραξ. 15,7                Αφού δε έγινε πολλή συζήτησις, εσηκώθηκε ο Πετρος και είπε εις αυτούς· “άνδρες αδελφοί, σεις γνωρίζετε ότι εδώ και αρκετά χρόνια ο Θεός εδιάλεξε μεταξύ των Αποστόλων εμέ, δια να ακούσουν οι εθνικοί από το στόμα μου τα λόγια του Ευαγγελίου και να πιστεύσουν (Εννοώ τον Κορνήλιον και την ομάδα του).

Πραξ. 15,8         καὶ ὁ καρδιογνώστης Θεὸς ἐμαρτύρησεν αὐτοῖς δοὺς αὐτοῖς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καθὼς καὶ ἡμῖν,

Πραξ. 15,8                Και ο Θεός, που γνωρίζει τας καρδίας των ανθρώπων, έδωκε μαρτυρίαν υπέρ αυτών, ότι ημπορούν να πιστεύσουν και να σωθούν, διότι μετέδωσε εις αυτούς τότε το Πνεύμα το Αγιον, όπως και εις ημάς.

Πραξ. 15,9         καὶ οὐδὲν διέκρινε μεταξὺ ἡμῶν τε καὶ αὐτῶν τῇ πίστει καθαρίσας τὰς καρδίας αὐτῶν.

Πραξ. 15,9                Και δεν έκαμε καμμίαν απολύτως διάκρισιν μεταξύ ημών, που είμεθα περιτμημένοι και εκείνων, που ήσαν απερίτμητοι, καθαρίσας και αγιάσας τας καρδίας αυτών με μόνην την πίστιν στον Χριστόν.

Πραξ. 15,10       νῦν οὖν τί πειράζετε τὸν Θεόν, ἐπιθεῖναι ζυγὸν ἐπὶ τὸν τράχηλον τῶν μαθητῶν, ὃν οὔτε οἱ πατέρες ἡμῶν οὔτε ἡμεῖς ἰσχύσαμεν βαστάσαι;

Πραξ. 15,10              Τωρα λοιπόν, ύστερα από αυτό το ολοφάνερο γεγονός, διατί προκαλείτε τον Θεόν να κάμη κάτι διαφορετικόν από ο,τι προηγουμένως είχε πράξει, να επιβάλη δηλαδή ζυγόν στον τράχηλον των εθνικών Χριστιανών, τον οποίον ζυγόν ούτε οι πατέρες μας ούτε ημείς ημπορέσαμεν να βαστάσωμεν;

Πραξ. 15,11       ἀλλὰ διὰ τῆς χάριτος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ πιστεύομεν σωθῆναι καθ᾿ ὃν τρόπον κἀκεῖνοι.

Πραξ. 15,11               Αλλά πιστεύομεν ότι και ημείς οι Ιουδαίοι θα σωθώμεν όχι με τας τυπικάς διατάξστου Νομου, αλλά με την χάριν του Θεού, όπως και εκείνοι”.

Πραξ. 15,12       Ἐσίγησε δὲ πᾶν τὸ πλῆθος καὶ ἤκουον Βαρνάβα καὶ Παύλου ἐξηγουμένων ὅσα ἐποίησεν ὁ Θεὸς σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τοῖς ἔθνεσι δι᾿ αὐτῶν.

Πραξ. 15,12              Εμεινε δε άφωνον όλο εκείνο το πλήθος των πιστών και ήκουον με προσοχήν τον Βαρνάβαν και τον Παύλον, οι οποίοι διηγούντο όσα καταπληκτικά θαύματα και σημεία, εις επικύρωσιν του κηρύγματος, έκαμε ο Θεός δια μέσου αυτών στους εθνικούς.

Πραξ. 15,13       Μετὰ δὲ τὸ σιγῆσαι αὐτοὺς ἀπεκρίθη Ἰάκωβος λέγων· ἄνδρες ἀδελφοί, ἀκούσατέ μου.

Πραξ. 15,13              Αφού δε και αυτοί έπαυσαν να ομιλούν, απήντησεν ο Ιάκωβος προς τους αντιλέγοντας Ιουδαίους και είπε· “άνδρες αδελφοί, ακούστε με με προσοχήν.

Πραξ. 15,14       Συμεὼν ἐξηγήσατο καθὼς πρῶτον ὁ Θεὸς ἐπεσκέψατο λαβεῖν ἐξ ἐθνῶν λαὸν ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.

Πραξ. 15,14              Ο Συμεών, δηλαδή ο Πετρος, σας διηγήθηκε και σας έδωκε εξηγήσεις, πως πρώτην φοράν ο Θεός επεσκέφθη με την χάριν του τα ειδωλολατρικά έθνη, ώστε να αποκτήση από αυτά πιστόν λαόν εν τω ονόματί του.

Πραξ. 15,15       καὶ τούτῳ συμφωνοῦσιν οἱ λόγοι τῶν προφητῶν, καθὼς γέγραπται·

Πραξ. 15,15              Και με το γεγονός αυτό συμφωνούν και οι λόγοι των προφητών, όπως έχει γραφή και από τον προφήτην Αμώς·

Πραξ. 15,16       μετὰ ταῦτα ἀναστρέψω καὶ ἀνοικοδομήσω τὴν σκηνὴν Δαυΐδ τὴν πεπτωκυῖαν, καὶ τὰ κατεσκαμμένα αὐτῆς ἀνοικοδομήσω καὶ ἀνορθώσω αὐτήν,

Πραξ. 15,16              Επειτα από αυτά, λέγει ο Θεός, ύστερα δηλαδή από την έλευσιν του Μεσσίου, θα επιστρέψω και θα ανοικοδομήσω τον κρημνισμένον οίκον και τον βασιλικόν θρόνον του Δαυίδ και τα ερείπια αυτών θα τα ξανακτίσω και θα ανορθώσω την βασιλείαν του με την πνευματικήν βασιλεία του Χριστού.

Πραξ. 15,17       ὅπως ἂν ἐκζητήσωσιν οἱ κατάλοιποι τῶν ἀνθρώπων τὸν Κύριον, καὶ πάντα τὰ ἔθνη ἐφ᾿ οὓς ἐπικέκληται τὸ ὄνομά μου ἐπ᾿ αὐτούς, λέγει Κύριος ὁ ποιῶν ταῦτα πάντα.

Πραξ. 15,17              Και τούτο, δια να ζητήσουν τον Κυριον, όχι μόνον οι Ιουδαίοι, αλλά και οι υπόλοιποι εκ των ανθρώπων και όλοι οι εθνικοί, στους οποίους θα έχη δοθή ως όνομα το όνομά μου, δια να είναι ιδικοί μου, λέγει ο Κυριος, ο οποίος κάμνει όλα αυτά.

Πραξ. 15,18       γνωστὰ ἀπ᾿ αἰῶνός ἐστι τῷ Θεῷ πάντα τὰ ἔργα αὐτοῦ.

Πραξ. 15,18              Είναι δε στον Θεόν προαιωνίως γνωστά όλα αυτά τα έργα του.

Πραξ. 15,19       διὸ ἐγὼ κρίνω μὴ παρενοχλεῖν τοῖς ἀπὸ τῶν ἐθνῶν ἐπιστρέφουσιν ἐπὶ τὸν Θεόν,

Πραξ. 15,19              Δια τούτο εγώ κρίνω να μην ενοχλούμεν και να μη φορτώνωμεν με τας διατάξστου μωσαϊκού νόμου τους εθνικούς, οι οποίοι επιστρέφουν με πίστιν στον Θεόν.

Πραξ. 15,20       ἀλλὰ ἐπιστεῖλαι αὐτοῖς τοῦ ἀπέχεσθαι ἀπὸ τῶν ἀλισγημάτων τῶν εἰδώλων καὶ τῆς πορνείας καὶ τοῦ πνικτοῦ καὶ τοῦ αἵματος.

Πραξ. 15,20             Αλλά κρίνω μόνον να στείλωμε εις αυτούς γραπτόν μήμυμα να απέχουν από τους μολυσμούς των ειδώλων, από την πορνείαν και να μη τρώγουν πνιγμένον ζώον και να μη πίνουν αίμα.

Πραξ. 15,21       Μωϋσῆς γὰρ ἐκ γενεῶν ἀρχαίων κατὰ πόλιν τοὺς κηρύσσοντας αὐτὸν ἔχει ἐν ταῖς συναγωγαῖς κατὰ πᾶν σάββατον ἀναγινωσκόμενος.

Πραξ. 15,21              Πρέπει δε να απαγορεύσωμεν εκτός της πορνείας και τα ειδωλόθυτα και το κρέας του πνικτού ζώου και το αίμα, διότι ο Μωϋσής από αρχαίας γενεάς έχει εις κάθε πόλιν ραββίνους, που τον κηρύττουν εις τας συναγωγάς, αφού κάθε Σαββατον διαβάζονται περικοπαί από τον Νομον του”.

Πραξ. 15,22       Τότε ἔδοξε τοῖς ἀποστόλοις καὶ τοῖς πρεσβυτέροις σὺν ὅλῃ τῇ ἐκκλησίᾳ ἐκλεξαμένους ἄνδρας ἐξ αὐτῶν πέμψαι εἰς Ἀντιόχειαν σὺν τῷ Παύλῳ καὶ Βαρνάβᾳ, Ἰούδαν τὸν ἐπικαλούμενον Βαρσαββᾶν καὶ Σίλαν, ἄνδρας ἡγουμένους ἐν τοῖς ἀδελφοῖς,

Πραξ. 15,22             Τοτε εφάνηκε ορθόν στους Αποστόλους και τους πρεσβυτέρους μαζή με όλην την Εκκλησίαν, αφού εκλέξουν άνδρας εκ των Χριστιανών της Ιερουσαλήμ, να τους στείλουν εις την Αντιόχειαν μαζή με τον Παύλον και τον Βαρνάβαν· εξέλεξαν δε τον Ιούδαν, που ελέγετο και Βαρσαββάς, και τον Σιλαν άνδρας, οι οποίοι κατείχαν ηγετικάς θέσεις μεταξύ των αδελφών.

Πραξ. 15,23       γράψαντες διὰ χειρὸς αὐτῶν τάδε· Οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ ἀδελφοὶ τοῖς κατὰ τὴν Ἀντιόχειαν καὶ Συρίαν καὶ Κιλικίαν ἀδελφοῖς τοῖς ἐξ ἐθνῶν χαίρειν.

Πραξ. 15,23             Εγραψαν δε επιστολήν με το εξής περιεχόμενον, την οποίαν έστειλαν με τους δύο αυτούς αντιπροσώπους· “Οι Απόστολοι και οι πρεσβύτεροι και οι Χριστιανοί των Ιεροσολύμων χαιρετίζουν τους αδελφούς, που προέρχονται από τα έθνη και κατοικούν εις την Αντιόχειαν, την Συρίαν και την Κιλικίαν.

Πραξ. 15,24       Ἐπειδὴ ἠκούσαμεν ὅτι τινὲς ἐξ ἡμῶν ἐξελθόντες ἐτάραξαν ὑμᾶς λόγοις ἀνασκευάζοντες τὰς ψυχὰς ὑμῶν, λέγοντες περιτέμνεσθαι καὶ τηρεῖν τὸν νόμον, οἷς οὐ διεστειλάμεθα,

Πραξ. 15,24             Επειδή ηκούσαμεν ότι μερικοί, οι οποίοι προέρχονται από ημάς τους εξ Ιουδαίων Χριστιανούς και στους οποίους ημείς δεν εδώσαμεν καμμίαν σχετικήν εντολήν, σας ετάραξαν και με αστηρίκτους λόγους κλονίζουν τας ψυχάς σας, διδάσκοντες να περιτέμνεσθε και να τηρήτε τον Νομον του Μωϋσέως,

Πραξ. 15,25       ἔδοξεν ἡμῖν γενομένοις ὁμοθυμαδόν, ἐκλεξαμένους ἄνδρας πέμψαι πρὸς ὑμᾶς σὺν τοῖς ἀγαπητοῖς ἡμῶν Βαρνάβᾳ καὶ Παύλῳ,

Πραξ. 15,25             μας εφάνη καλόν και ορθόν και ελάβομεν ομόφωνον απόφασιν, αφού εκλέξωμεν σοβαρούς και πιστούς άνδρας ως αντιπροσώπους μας, να τους στείλωμεν προς σας μαζή με τους αγαπητούς μας Βαρνάβαν και Παύλον,

Πραξ. 15,26       ἀνθρώποις παρεδεδωκόσι τὰς ψυχὰς αὐτῶν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ·

Πραξ. 15,26             ανθρώπους οι οποίοι έχουν παραδώσει και εκθέσει την ζωήν των εις κίνδυνον δια το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

Πραξ. 15,27       ἀπεστάλκαμεν οὖν Ἰούδαν καὶ Σίλαν καὶ αὐτοὺς διὰ λόγου ἀπαγγέλλοντας τὰ αὐτά.

Πραξ. 15,27             Λοιπόν μαζή με αυτούς εστείλαμεν τον Ιούδαν και τον Σιλαν, οι οποίοι θα σας πουν και προφορικώς τα ίδια, που είναι γραμμένα και εις την επιστολήν μας.

Πραξ. 15,28       ἔδοξε γὰρ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν μηδὲν πλέον ἐπιτίθεσθαι ὑμῖν βάρος πλὴν τῶν ἐπάναγκες τούτων,

Πραξ. 15,28             Εκρίθη και απεφασίσθη ως ορθόν και αληθές από το Αγιον Πνεύμα και ημάς, να μη σας επιβάλωμεν κανένα άλλο βάρος πλην από αυτά, που είναι απαραίτητα και αναγκαία.

Πραξ. 15,29       ἀπέχεσθαι εἰδωλοθύτων καὶ αἵματος καὶ πνικτοῦ καὶ πορνείας· ἐξ ὧν διατηροῦντες ἑαυτοὺς εὖ πράξετε. ἔῤῥωσθε.

Πραξ. 15,29             Δηλαδή, να απέχετε από τα ειδωλόθυτα και από το αίμα και από το πνικτόν και από την πορνείαν. Από αυτά εάν φυλάττετε τους εαυτούς σας καθαρούς, θα προοδεύσετε εις την ειρηνικήν κατά Χριστόν ζωήν. Χαίρετε”.

Πραξ. 15,30       Οἱ μὲν οὖν ἀπολυθέντες ἦλθον εἰς Ἀντιόχειαν, καὶ συναγαγόντες τὸ πλῆθος ἐπέδωκαν τὴν ἐπιστολήν.

Πραξ. 15,30             Αυτοί λοιπόν κατευοδωθέντες με τας ευχάς της Εκκλησίας ήλθαν εις την Αντιόχειαν, εμάζεψαν το πλήθος των Χριστιανών και παρέδωκαν την επιστολήν.

Πραξ. 15,31       ἀναγνόντες δὲ ἐχάρησαν ἐπὶ τῇ παρακλήσει.

Πραξ. 15,31              Οταν δε οι Χριστιανοί την ανέγνωσαν, εχάρησαν δια την ειρήνην και την ενίσχυσιν, που τους έδωκε.

Πραξ. 15,32       Ἰούδας τε καὶ Σίλας, καὶ αὐτοὶ προφῆται ὄντες, διὰ λόγου πολλοῦ παρεκάλεσαν τοὺς ἀδελφοὺς καὶ ἐπεστήριξαν.

Πραξ. 15,32             Και ο Ιούδας και ο Σιλας, οι οποίοι ήσαν προφήται και αυτοί, με πολλούς λόγους παρηγόρησαν, καθησύχασαν και εστήριξαν εις την ορθήν πίστιν τους αδελφούς.

Πραξ. 15,33       ποιήσαντες δὲ χρόνον ἀπελύθησαν μετ᾿ εἰρήνης ἀπὸ τῶν ἀδελφῶν πρὸς τοὺς ἀποστόλους.

Πραξ. 15,33              Αφού δε έμειναν αρκετόν χρόνον εκεί, κατευωδώθησαν με ευχάς ειρηνικάς από τους αδελφούς της Αντιοχείας δια τα Ιεροσόλυμα.

Πραξ. 15,34       ἔδοξε δὲ τῷ Σίλᾳ ἐπιμεῖναι αὐτοῦ.

Πραξ. 15,34             Εις τον Σιλαν όμως εφάνη προτιμότερον να παραμείνη εκεί.

Πραξ. 15,35       Παῦλος δὲ καὶ Βαρνάβας διέτριβον ἐν Ἀντιοχείᾳ διδάσκοντες καὶ εὐαγγελιζόμενοι μετὰ καὶ ἑτέρων πολλῶν τὸν λόγον τοῦ Κυρίου.

Πραξ. 15,35              Ο δε Παύλος και ο Βαρνάβας παρέμειναν εις την Αντιόχειαν διδάσκοντες και κηρύττοντες το Ευαγγέλιον του Κυρίου μαζή και με πολλούς άλλους κήρυκας.

Πραξ. 15,36       Μετὰ δέ τινας ἡμέρας εἶπε Παῦλος πρὸς Βαρνάβαν· ἐπιστρέψαντες δὴ ἐπισκεψώμεθα τοὺς ἀδελφοὺς ἡμῶν κατὰ πᾶσαν πόλιν ἐν αἷς κατηγγείλαμεν τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, πῶς ἔχουσι.

Πραξ. 15,36             Επειτα δε από μερικάς ημέρας είπε ο Παύλος προς τον Βαρνάβαν· “λοιπόν τώρα, ας επανέλθωμεν και ας επισκεφθώμεν τους αδελφούς μας εις όλας εκείνας τας πόλεις, εις τας οποίας κατά την προηγουμένην περιοδείαν μας εκηρύξαμεν τον λόγον του Κυρίου, και ας ίδωμεν εις ποίαν κατάστασιν ευρίσκονται ως προς την πίστιν και την αρετήν.

Πραξ. 15,37       Βαρνάβας δὲ ἐβουλεύσατο συμπαραλαβεῖν τὸν Ἰωάννην τὸν ἐπικαλούμενον Μᾶρκον·

Πραξ. 15,37              Ο Βαρνάβας δε εσκέφθηκε και ηθέλησε να πάρη μαζή του τον Ιωάννην, που ελέγετο Μάρκος.

Πραξ. 15,38       Παῦλος δὲ ἠξίου, τὸν ἀποστάντα ἀπ᾿ αὐτῶν ἀπὸ Παμφυλίας καὶ μὴ συνελθόντα αὐτοῖς εἰς τὸ ἔργον, μὴ συμπαραλαβεῖν τοῦτον.

Πραξ. 15,38             Ο Παύλος όμως έκρινε ορθόν, να μη πάρουν μαζή των εκείνον, που τους είχε εγκαταλείψει από την Παμφυλίαν και δεν επήγε μαζή των στο έργον της ιεραποστολής.

Πραξ. 15,39       ἐγένετο οὖν παροξυσμός, ὥστε ἀποχωρισθῆναι αὐτοὺς ἀπ᾿ ἀλλήλων, τόν τε Βαρνάβαν παραλαβόντα τὸν Μᾶρκον ἐκπλεῦσαι εἰς Κύπρον.

Πραξ. 15,39             Εγινε δε τότε ζωηρά διαφωνία και φιλονεικία, ώστε οι δύο Απόστολοι να χωρίσουν ο ένας από τον άλλον και ο Βαρνάβας μαζή με τον Μάρκον να πλεύσουν εις την Κυπρον.

Πραξ. 15,40       Παῦλος δὲ ἐπιλεξάμενος Σίλαν ἐξῆλθε, παραδοθεὶς τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ ὑπὸ τῶν ἀδελφῶν,

Πραξ. 15,40             Ο Παύλος όμως, αφού εξέλεξε ως συνοδόν του τον Σιλαν, ανεχώρησεν από την Αντιόχειαν με τας ευχάς των αδελφών, οι οποίοι τον παρέδωσαν και τον ενεπιστεύθησαν εις την χάριν του Θεού.

Πραξ. 15,41       διήρχετο δὲ τὴν Συρίαν καὶ Κιλικίαν ἐπιστηρίζων τὰς ἐκκλησίας.

Πραξ. 15,41              Περιώδευε δε την Συρίαν και την Κιλικίαν στηρίζων εις την κατά Χριστόν πίστιν και ζωήν τους Χριστιανούς των κατά τόπους Εκκλησιών.

 

 

ΠΡΑΞΕΙΣ 16

 

Πραξ. 16,1         Κατήντησε δὲ εἰς Δέρβην καὶ Λύστραν. καὶ ἰδοὺ μαθητής τις ἦν ἐκεῖ ὀνόματι Τιμόθεος, υἱὸς γυναικός τινος Ἰουδαίας πιστῆς, πατρὸς δὲ Ἕλληνος,

Πραξ. 16,1                Εφθασε δε εις την Δερβην και εις την Λυστραν και ιδού υπήρχε εκεί κάποιος μαθητής, ονόματι Τιμόθεος, υιός μιας γυναικός Ιουδαίας, πιστής στον Χριστόν, πατρός δε Ελληνος, εθνικού.

Πραξ. 16,2         ὃς ἐμαρτυρεῖτο ὑπὸ τῶν ἐν Λύστροις καὶ Ἰκονίῳ ἀδελφῶν.

Πραξ. 16,2               Ο Τιμόθεος είχε την καλήν μαρτυρίαν δια την πίστιν και την αρετήν αυτού από τους αδελφούς, που ήσαν εις τα Λυστρα και το Ικόνιον.

Πραξ. 16,3         τοῦτον ἠθέλησεν ὁ Παῦλος σὺν αὐτῷ ἐξελθεῖν, καὶ λαβὼν περιέτεμεν αὐτὸν διὰ τοὺς Ἰουδαίους τοὺς ὄντας ἐν τοῖς τόποις ἐκείνοις· ᾔδεισαν γὰρ ἅπαντες τὸν πατέρα αὐτοῦ ὅτι Ἕλλην ὑπῆρχεν.

Πραξ. 16,3                Αυτόν ηθέλησε ο Παύλος να τον πάρη μαζή του εις την περιοδείαν· δια να μη προκληθή δε σκάνδαλον στους Ιουδαίους, που ήσαν εις τας περιοχάς εκείνας-διότι όλοι αυτοί εγνώριζαν ότι ήτο Ελλην ο πατήρ του Τιμοθέου-του έκαμε περιτομήν με τα ίδια του τα χέρια.

Πραξ. 16,4         Ὡς δὲ διεπορεύοντο τὰς πόλεις, παρεδίδουν αὐτοῖς φυλάσσειν τὰ δόγματα τὰ κεκριμένα ὑπὸ τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν πρεσβυτέρων τῶν ἐν Ἱερουσαλήμ.

Πραξ. 16,4               Καθώς δε επερνούσαν τας διαφόρους πόλεις, εδίδασκαν οι Απόστολοι τους αδελφούς να τηρούν τας αποφάσεις, αι οποίαι είχαν κριθή και θεσπισθή από τους Αποστόλους και τους πρεσβυτέρους των Ιεροσολύμων.

Πραξ. 16,5         αἱ μὲν οὖν ἐκκλησίαι ἐστερεοῦντο τῇ πίστει καὶ ἐπερίσσευον τῷ ἀριθμῷ καθ᾿ ἡμέραν.

Πραξ. 16,5                Αι Εκκλησίαι λοιπόν, χάρις στο κήρυγμα των Αποστόλων, εστερεώνοντο ακόμη περισότερον εις την πίστιν και επληθύνοντο κάθε ημέραν ως προς τον αριθμόν των πιστών.

Πραξ. 16,6         Διελθόντες δὲ τὴν Φρυγίαν καὶ τὴν Γαλατικὴν χώραν, κωλυθέντες ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος λαλῆσαι τὸν λόγον ἐν τῇ Ἀσίᾳ,

Πραξ. 16,6               Αφού δε επέρασαν την Φρυγίαν και την χώραν της Γαλατίας, εμποδίσθησαν από το Αγιον Πνεύμα να κηρύξουν τον λόγον του Θεού εις την Ασίαν.

Πραξ. 16,7         ἐλθόντες κατὰ τὴν Μυσίαν ἐπείραζον κατὰ τὴν Βιθυνίαν πορεύεσθαι· καὶ οὐκ εἴασεν αὐτοὺς τὸ Πνεῦμα.

Πραξ. 16,7                Ηλθαν προς την περιοχήν της Μυσίας και εδοκίμαζαν να προχωρήσουν εις την Βιθυνίαν· και πάλιν όμως το Πνεύμα το Αγιον δεν τους άφησε.

Πραξ. 16,8         παρελθόντες δὲ τὴν Μυσίαν κατέβησαν εἰς Τρῳάδα.

Πραξ. 16,8               Αφού δε επέρασαν σύντομα την Μυσίαν, κατέβηκαν εις τα παράλια, εις την Τρωάδα.

Πραξ. 16,9         καὶ ὅραμα διὰ τῆς νυκτὸς ὤφθη τῷ Παύλῳ· ἀνήρ τις ἦν Μακεδὼν ἑστώς, παρακαλῶν αὐτὸν καὶ λέγων· διαβὰς εἰς Μακεδονίαν βοήθησον ἡμῖν.

Πραξ. 16,9               Εκεί δε κατά το διάστημα της νυκτός παρουσιάσθηκε στον Παύλον ένα όραμα· κάποιος δηλαδή Μακεδών εστέκετο όρθιος εμπρός του και τον παρακαλούσε λέγων· “πέρασε από την Ασίαν εις την Μακεδονίαν και βοήθησέ μας”.

Πραξ. 16,10       ὡς δὲ τὸ ὅραμα εἶδεν, εὐθέως ἐζητήσαμεν ἐξελθεῖν εἰς τὴν Μακεδονίαν, συμβιβάζοντες ὅτι προσκέκληται ἡμᾶς ὁ Κύριος εὐαγγελίσασθαι αὐτούς.

Πραξ. 16,10              Αμέσως δε μόλις είδε αυτό το όραμα ο Παύλος, επήραμε την απόφασιν να ταξιδεύσωμεν εις την Μακεδονίαν, διότι εβγάλαμε το συμπέρασμα, ότι ο Κυριος μας είχε προσκαλέσει και διατάξει να κηρύξωμεν το Ευαγγέλιον στους κατοίκους της Μακεδονίας.

Πραξ. 16,11       Ἀναχθέντες οὖν ἀπὸ τῆς Τρῳάδος εὐθυδρομήσαμεν εἰς Σαμοθρᾴκην, τῇ δὲ ἐπιούσῃ εἰς Νεάπολιν,

Πραξ. 16,11              Αφού δε από την Τρωάδα ανοιχθήκαμε με το πλοίον εις την θάλασσαν, επλεύσαμεν κατ' ευθείαν εις την Σαμοθράκην· την επομένην δε εις την Νεάπολιν.

Πραξ. 16,12       ἐκεῖθέν τε εἰς Φιλίππους, ἥτις ἐστὶ πρώτη τῆς μερίδος τῆς Μακεδονίας πόλις κολωνία. Ἦμεν δὲ ἐν αὐτῇ τῇ πόλει διατρίβοντες ἡμέρας τινάς,

Πραξ. 16,12              Από εκεί επροχωρήσαμεν στους Φιλίππους, πόλιν η οποία είναι η σπουδαιοτέρα ρωμαϊκή αποικία της περιοχής της Μακεδονίας. Εμείναμεν δε εις την πόλιν αυτήν μερικάς ημέρας.

Πραξ. 16,13       τῇ τε ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων ἐξήλθομεν ἔξω τῆς πόλεως παρὰ ποταμὸν οὗ ἐνομίζετο προσευχὴ εἶναι, καὶ καθίσαντες ἐλαλοῦμεν ταῖς συνελθούσαις γυναιξί.

Πραξ. 16,13              Και κατά την ημέραν του Σαββάτου εβγήκαμεν έξω από την πόλιν καντά στον ποταμόν, όπου εθεωρείτο τόπος προσευχής των Ιουδαίων. Και αφού εκαθίσαμεν, συνωμιλούσαμεν με τας γυναίκας, που είχαν συγκεντρωθή εκεί.

Πραξ. 16,14       καί τις γυνὴ ὀνόματι Λυδία, πορφυρόπωλις πόλεως Θυατείρων, σεβομένη τὸν Θεόν, ἤκουεν, ἧς ὁ Κύριος διήνοιξε τὴν καρδίαν προσέχειν τοῖς λαλουμένοις ὑπὸ τοῦ Παύλου.

Πραξ. 16,14              Και μία γυναίκα, ονόματι Λυδία, που κατήγετο από τα Θυάτειρα και επωλούσε στους Φιλίππους πορφυρά πολύτιμα υφάσματα και η οποία εσέβετο τον αληθινόν Θεόν, ήκουε με προσοχήν τα λόγια μας. Αυτής ο Κυριος ήνοιξε, με την θείαν του χάριν, την καρδίαν, δια να δώση έτσι μεγάλην προσοχήν εις όσα έλεγεν ο Παύλος.

Πραξ. 16,15       ὡς δὲ ἐβαπτίσθη καὶ ὁ οἶκος αὐτῆς, παρεκάλεσε λέγουσα· εἰ κεκρίκατέ με πιστὴν τῷ Κυρίῳ εἶναι, εἰσελθόντες εἰς τὸν οἶκόν μου μείνατε· καὶ παρεβιάσατο ἡμᾶς.

Πραξ. 16,15              Οταν δε εβαπτίσθηκε μαζή με όλην την οικογένειάν της, μας επροσκάλεσε στο σπίτι της λέγουσα· “εάν με έχετε κρίνει πιστήν στον Κυριον, ελάτε στο σπίτι μου και μείνατε ως φιλοξενούμενοι”. Και με την πολλήν και ευλαβή επιμονήν της μας ηνάγκασε να μείνωμεν στο σπίτι της.

Πραξ. 16,16       Ἐγένετο δὲ πορευομένων ἡμῶν εἰς προσευχὴν παιδίσκην τινὰ ἔχουσαν πνεῦμα πύθωνος ἀπαντῆσαι ἡμῖν, ἥτις ἐργασίαν πολλὴν παρεῖχε τοῖς κυρίοις αὐτῆς μαντευομένη.

Πραξ. 16,16              Καποτε δε, όταν ημείς επηγαίναμε στον τόπον της προσευχής, μας συνήντησε στον δρόμον μια νεαρά δούλη, που είχε πονηρόν, μαντικόν πνεύμα μέσα της και έδιδε διαφόρους μαντείας επί μέσα της και έδιδε διαφόρους μαντείας επί πληρωμή. Αυτή με τας μαντείας που έδινε, απέδιδε πολλά κέρδη στους κυρίους της.

Πραξ. 16,17       αὕτη κατακολουθήσασα τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ ἔκραζε λέγουσα· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου εἰσίν, οἵτινες καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας.

Πραξ. 16,17              Αυτή, λοιπόν, ηκολούθησε από κοντά τον Παύλον και τον Σιλαν και έκραζε λέγουσα· “αυτοί οι άνθρωποι είναι δούλοι του Θεού του υψίστου, οι οποίοι μας κάνουν γνωστόν τον δρόμον της σωτηρίας”.

Πραξ. 16,18       τοῦτο δὲ ἐποίει ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας. διαπονηθεὶς δὲ ὁ Παῦλος καὶ ἐπιστρέψας τῷ πνεύματι εἶπε· παραγγέλλω σοι ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῆς. καὶ ἐξῆλθεν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ.

Πραξ. 16,18              Αυτό δε έκανε επί πολλάς ημέρας (διότι το πανούργον πονηρόν πνεύμα ήθελε ν' αποκτήση έτσι την εμπιστοσύνην και εκείνων, που θα επίστευαν στον Χριστόν). Ενοχληθείς δε και οργισθείς ο Παύλος από την πανούργον αυτήν μαρτυρίαν εγύρισε προς την παιδίσκην, που τον ακολουθούσε, και είπε στο πονηρόν πνεύμα· “σε διατάσσω, εν ονόματι του Ιησού Χριστού, να εξέλθης από αυτήν”. Και πράγματι το πονηρόν πνεύμα εβγήκε αμέσως την στιγμήν εκείνην.

Πραξ. 16,19       Ἰδόντες δὲ οἱ κύριοι αὐτῆς ὅτι ἐξῆλθεν ἡ ἐλπὶς τῆς ἐργασίας αὐτῶν, ἐπιλαβόμενοι τὸν Παῦλον καὶ τὸν Σίλαν εἵλκυσαν εἰς τὴν ἀγορὰν ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας,

Πραξ. 16,19              Οι κύριοι όμως αυτής όταν είδαν, ότι έφυγε η ελπίς της προσοδοφόρου εργασίας των, συνέλαβαν τον Παύλον και τον Σιλαν και τους έφεραν εις την αγοράν προς τους άρχοντας.

Πραξ. 16,20       καὶ προσαγαγόντες αὐτοὺς τοῖς στρατηγοῖς εἶπον· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι ἐκταράσσουσιν ἡμῶν τὴν πόλιν Ἰουδαῖοι ὑπάρχοντες.

Πραξ. 16,20             Και αφού τους ωδήγησαν εμπρός στους στρατηγούς, είπαν· “αυτοί οι άνθρωποι, που είναι Ιουδαίοι, αναστατώνουν τον πόλιν μας·

Πραξ. 16,21       καὶ καταγγέλλουσιν ἔθη ἃ οὐκ ἔξεστιν ἡμῖν παραδέχεσθαι οὐδὲ ποιεῖν Ῥωμαίοις οὖσι.

Πραξ. 16,21              και κηρύττουν θρησκευτικά έθιμα, τα οποία δεν επιτρέπεται ημείς οι Ρωμαίοι να τα παραδεχώμεθα και να τα τηρούμεν”.

Πραξ. 16,22       καὶ συνεπέστη ὁ ὄχλος κατ᾿ αὐτῶν. καὶ οἱ στρατηγοὶ περιῤῥήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια ἐκέλευον ῥαβδίζειν,

Πραξ. 16,22             Και συνεκεντρώθη ο όχλος εναντίον των. Οι στρατηγοί τότε έσχισαν τα ιμάτια των Αποστόλων και διέταξαν τους ραβδούχους να τους ραβδίσουν.

Πραξ. 16,23       πολλάς τε ἐπιθέντες αὐτοῖς πληγὰς ἔβαλον εἰς φυλακήν, παραγγείλαντες τῷ δεσμοφύλακι ἀσφαλῶς τηρεῖν αὐτούς·

Πραξ. 16,23             Αφού δε τους κατέφεραν πολλά κτυπήματα, τους έβαλαν εις την φυλακήν παραγγείλαντες στον δεσμοφύλακα να τους φρουρή με κάθε ασφάλειαν.

Πραξ. 16,24       ὃς παραγγελίαν τοιαύτην εἰληφὼς ἔβαλεν αὐτοὺς εἰς τὴν ἐσωτέραν φυλακὴν καὶ τοὺς πόδας αὐτῶν ἠσφαλίσατο εἰς τὸ ξύλον.

Πραξ. 16,24             Αυτός δε, επειδή έλαβε μίαν τέτοιαν αυστηράν εντολήν, έρριψε αυτούς στο βαθύτερον κελλί των φυλακών και έδεσε τα πόδια των εις ένα ειδικόν ξύλον, ώστε να τους είναι αδύνατος κάθε κίνησις.

Πραξ. 16,25       Κατὰ δὲ τὸ μεσονύκτιον Παῦλος καὶ Σίλας προσευχόμενοι ὕμνουν τὸν Θεόν· ἐπηκροῶντο δὲ αὐτῶν οἱ δέσμιοι.

Πραξ. 16,25             Κατά το μεσονύκτιον όμως ο Παύλος και ο Σιλας προσηύχοντο και έψαλλαν ύμνους προς τον Θεόν. Τους ήκουον δε με προσοχήν οι φυλακισμένοι.

Πραξ. 16,26       ἄφνω δὲ σεισμὸς ἐγένετο μέγας, ὥστε σαλευθῆναι τὰ θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου, ἀνεῴχθησάν τε παραχρῆμα αἱ θύραι πᾶσαι καὶ πάντων τὰ δεσμὰ ἀνέθη.

Πραξ. 16,26             Και αίφνης έγινε μεγάλος σεισμός, ώστε εκλονίσθησαν τα θεμέλια της φυλακής. Ανοίχτηκαν δε αμέσως μόναι των όλαι αι θύραι και όλων των φυλακισμένων τα δεσμά έπεσαν.

Πραξ. 16,27       ἔξυπνος δὲ γενόμενος ὁ δεσμοφύλαξ καὶ ἰδὼν ἀνεῳγμένας τὰς θύρας τῆς φυλακῆς, σπασάμενος μάχαιραν ἔμελλεν ἑαυτὸν ἀναιρεῖν, νομίζων ἐκπεφευγέναι τοὺς δεσμίους.

Πραξ. 16,27             Καθώς δε εξύπνησε ο δεσμοφύλαξ από τον σεισμόν και είδε αναικτάς τας θύρας της φυλακής, ανέσυρε μάχαιραν και ητοιμάζετο να αυτοκτονήση, διότι ενόμισεν ότι είχαν δραπετεύσει οι φυλακισμένοι.

Πραξ. 16,28       ἐφώνησε δὲ φωνῇ μεγάλῃ ὁ Παῦλος λέγων· μηδὲν πράξῃς σεαυτῷ κακόν· ἅπαντες γάρ ἐσμεν ἐνθάδε.

Πραξ. 16,28             Ο Παύλος όμως εφώναξε με μεγάλην φωνήν λέγων· “μη κάμης κανένα κακόν κατά του εαυτού σου· διότι όλοι ανεξαιρέτως οι φυλακισμένοι είμεθα εδώ”.

Πραξ. 16,29       αἰτήσας δὲ φῶτα εἰσεπήδησε, καὶ ἔντρομος γενόμενος προσέπεσε τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ,

Πραξ. 16,29             Αφού δε εζήτησε φώτα ο δεσμοφύλαξ, εισώρμησε εις την φυλακήν και είδε, όπως του είχε πει ο Παύλος, όλους τους φυλακισμένους εκεί, εκατάλαβε αμέσως το θαύμα, εκυριεύθηκε από τρόμον και έπεσε εις τα πόδια του Παύλου και του Σιλα.

Πραξ. 16,30       καὶ προαγαγὼν αὐτοὺς ἔξω ἔφη· κύριοι, τί με δεῖ ποιεῖν ἵνα σωθῶ;

Πραξ. 16,30             Και αφού τους έβγαλε έξω από το βαθύ κελλί, εις την αυλήν της φυλακής, τους είπε· “κύριοι, τι πρέπει να κάμω, δια να εύρω και εγώ την σωτηρίαν;”

Πραξ. 16,31       οἱ δὲ εἶπον· πίστευσον ἐπὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ σωθήσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός σου.

Πραξ. 16,31              Και εκείνοι του είπαν· “πίστευσε συ στον Κυριον Ιησούν Χριστόν και θα σωθής συ και όλο σου το σπίτι”.

Πραξ. 16,32       καὶ ἐλάλησαν αὐτῷ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου καὶ πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ.

Πραξ. 16,32             Και εκήρυξαν εις αυτόν τον λόγον του Κυρίου και εις όλους όσοι ήσαν στο σπίτι του.

Πραξ. 16,33       καὶ παραλαβὼν αὐτοὺς ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τῆς νυκτὸς ἔλουσεν ἀπὸ τῶν πληγῶν, καὶ ἐβαπτίσθη αὐτὸς καὶ οἱ αὐτοῦ πάντες παραχρῆμα,

Πραξ. 16,33             Και αφού τους επήρε εκείνην την ώραν της νυκτός, τους έλουσε από τα αίματα των πληγών των. Και αμέσως εβαπτίσθηκε αυτός και όλοι οι δικοί του.

Πραξ. 16,34       ἀναγαγών τε αὐτοὺς εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ παρέθηκε τράπεζαν, καὶ ἠγαλλιάσατο πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ Θεῷ.

Πραξ. 16,34             Και αφού τους ανέβασε στο σπίτι του, παρέθεσε τράπεζαν φαγητών και εδοκίμασε μεγάλην χαράν μαζή με όλην την οικογένειάν του, επειδή ακριβώς είχε πιστεύσει στον Θεόν.

Πραξ. 16,35       Ἡμέρας δὲ γενομένης ἀπέστειλαν οἱ στρατηγοὶ τοὺς ῥαβδούχους λέγοντες· ἀπόλυσον τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους.

Πραξ. 16,35             Αφού δε έγινε ημέρα, έστειλαν οι στρατηγοί τους ραβδούχους στον δεσμοφύλακα και είπαν· “απόλυσε εκείνους τους ανθρώπους από την φυλακήν”.

Πραξ. 16,36       ἀπήγγειλε δὲ ὁ δεσμοφύλαξ τοὺς λόγους τούτους πρὸς τὸν Παῦλον, ὅτι ἀπεστάλκασιν οἱ στρατηγοὶ ἵνα ἀπολυθῆτε. νῦν οὖν ἐξελθόντες πορεύεσθε ἐν εἰρήνῃ.

Πραξ. 16,36             Ανήγγειλε δε ο δεσμοφύλαξ αυτούς τους λόγους προς τον Παύλον, ότι δηλαδή, “έστειλαν οι στρατηγοί και με διέταξαν να αποφυλακισθήτε. Τωρα λοιπόν εβγάτε από την φυλακήν και πηγαίνετε στο καλό”.

Πραξ. 16,37       ὁ δὲ Παῦλος ἔφη πρὸς αὐτούς· δείραντες ἡμᾶς δημοσίᾳ ἀκατακρίτους, ἀνθρώπους Ῥωμαίους ὑπάρχοντας, ἔβαλον εἰς φυλακήν· καὶ νῦν λάθρᾳ ἡμᾶς ἐκβάλλουσιν; οὐ γάρ, ἀλλὰ ἐλθόντες αὐτοὶ ἡμᾶς ἐξαγαγέτωσαν.

Πραξ. 16,37             Ο Παύλος όμως είπε στους ραβδούχους· “αφού μας έδειραν οι στρατηγοί σας δημοσία, χωρίς προηγουμένως να μας δικάσουν, ημάς οι οποίοι είμεθα Ρωμαίοι πολίται, μας έβαλαν εις την φυλακήν. Και τώρα μας αποφυλακίζουν κρυφά; Λοιπόν δεν θα βγούμε μόνοι, αλλά πρέπει να έλθουν εδώ οι στρατηγοί να μας βγάλουν και να μας συνοδεύσουν οι ίδιοι έξω από την φυλακήν”.

Πραξ. 16,38       ἀνήγγειλαν δὲ τοῖς στρατηγοῖς οἱ ῥαβδοῦχοι τὰ ῥήματα ταῦτα· καὶ ἐφοβήθησαν ἀκούσαντες ὅτι Ῥωμαῖοί εἰσι,

Πραξ. 16,38             Εγνωστοποίησαν δε οι ραβδούχοι στους στρατηγούς αυτά τα λόγια. Και εκείνοι, όταν ήκουσαν ότι οι δύο Απόστολοι είναι Ρωμαίοι πολίται, εφοβήθησαν δια την άδικον και αδικαιολόγητον ποινήν, που τους είχαν επιβάλει.

Πραξ. 16,39       καὶ ἐλθόντες παρεκάλεσαν αὐτούς, καὶ ἐξαγαγόντες ἠρώτων ἐξελθεῖν τῆς πόλεως.

Πραξ. 16,39             Και λοιπόν, ελθόντες τους παρεκάλεσαν να βγουν από την φυλακήν. Και αφού τους έβγαλαν, τους παρακαλούσαν να αναχωρήσουν από την πόλιν.

Πραξ. 16,40       ἐξελθόντες δὲ ἐκ τῆς φυλακῆς εἰσῆλθον πρὸς τὴν Λυδίαν, καὶ ἰδόντες τοὺς ἀδελφοὺς παρεκάλεσαν αὐτοὺς καὶ ἐξῆλθον.

Πραξ. 16,40             Οταν όμως οι Απόστολοι εβγήκαν από την φυλακήν, επήγαν στο σπίτι της Λυδίας. Και αφού είδαν εκεί όλους τους αδελφούς, τους παρηγόρησαν και τους ενίσχυσαν να μείνουν πιστοί στο Ευαγγέλιον. Κατόπιν δε ανεχώρησαν.

 

 

ΠΡΑΞΕΙΣ 17

 

Πραξ. 17,1         Διοδεύσαντες δὲ τὴν Ἀμφίπολιν καὶ Ἀπολλωνίαν ἦλθον εἰς Θεσσαλονίκην, ὅπου ἦν ἡ συναγωγὴ τῶν Ἰουδαίων.

Πραξ. 17,1                Αφού δε επέρασαν την Αμφίπολιν και την Απολλωνίαν ήλθαν εις την Θεσσαλονίκην, όπου υπήρχε η συναγωγή των Ιουδαίων.

Πραξ. 17,2         κατὰ δὲ τὸ εἰωθὸς τῷ Παύλῳ εἰσῆλθε πρὸς αὐτούς, καὶ ἐπὶ σάββατα τρία διελέγετο αὐτοῖς ἀπὸ τῶν γραφῶν,

Πραξ. 17,2                Ο Παύλος, καθώς εσυνήθιζε, εισήλθε εις την συναγωγήν προς τους Ιουδαίους και επί τρία κατά συνέχειαν Σαββατα συνωμιλούσε με αυτούς, έφερε χωρία και θέματα από τας Γραφάς,

Πραξ. 17,3         διανοίγων καὶ παρατιθέμενος ὅτι τὸν Χριστὸν ἔδει παθεῖν καὶ ἀναστῆναι ἐκ νεκρῶν, καὶ ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός, Ἰησοῦς ὃν ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν.

Πραξ. 17,3                τα ερμήνευε και παρέθετε από αυτά μαρτυρίας, δια να πιστοποιηθή έτσι από τα ιερά κείμενα η αλήθεια ότι έπρεπε, σύμφωνα με το πάνσοφον σχέδιον του Θεού, να πάθη ο Χριστός και ν' αναστηθή εκ νεκρών και ότι “αυτός είναι ο Μεσσίας, ο Ιησούς, τον οποίον εγώ κηρύττω εις σας”.

Πραξ. 17,4         καί τινες ἐξ αὐτῶν ἐπείσθησαν καὶ προσεκληρώθησαν τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ, τῶν τε σεβομένων Ἑλλήνων πολὺ πλῆθος γυναικῶν τε τῶν πρώτων οὐκ ὀλίγαι.

Πραξ. 17,4                Και μερικοί από αυτούς επείσθησαν και ηκολούθησαν, ως μαθηταί πλέον του Χριστού, τον Παύλον και τον Σιλαν, όπως επίσης και από τους προσηλύτους Ελληνας πολύ πλήθος επίστευσε και πολλαί γυναίκες από την ανωτέραν τάξιν.

Πραξ. 17,5         Προσλαβόμενοι δὲ οἱ ἀπειθοῦντες Ἰουδαῖοι τῶν ἀγοραίων τινὰς ἄνδρας πονηροὺς καὶ ὀχλοποιήσαντες ἐθορύβουν τὴν πόλιν, ἐπιστάντες τε τῇ οἰκίᾳ Ἰάσονος ἐζήτουν αὐτοὺς ἀγαγεῖν εἰς τὸν δῆμον·

Πραξ. 17,5                Οι Ιουδαίοι όμως, που έμεναν με φανατισμόν εις την απιστίαν των, επήραν μαζή των μερικούς πονηρούς και αργόσχολους ανθρώπους και εδημιουργούσαν θόρυβον εις την πόλιν εναντίον των Αποστόλων. Αφού δε όλοι μαζή εστάθησαν εμπρός εις την οικίαν του Ιάσονος, εζητούσαν να οδηγήσουν τους Αποστόλους εις την συνέλευσιν των πολιτών και των αρχόντων, δια να τους καταδικάσουν.

Πραξ. 17,6         μὴ εὑρόντες δὲ αὐτοὺς ἔσυρον τὸν Ἰάσονα καί τινας ἀδελφοὺς ἐπὶ τοὺς πολιτάρχας, βοῶντες ὅτι οἱ τὴν οἰκουμένην ἀναστατώσαντες οὗτοι καὶ ἐνθάδε πάρεισιν,

Πραξ. 17,6                Επειδή όμως δεν ευρήκαν τους Αποστόλους, έσυραν με βαρβαρότητα τον Ιάσονα και μερικούς Χριστιανούς προς τους άρχοντας της πόλεως κραυγάζοντες, ότι αυτοί, που αναστάτωσαν την οικουμένην, ήλθαν και εδώ, δια να κάμουν το ίδιο.

Πραξ. 17,7         οὓς ὑποδέδεκται Ἰάσων· καὶ οὗτοι πάντες ἀπέναντι τῶν δογμάτων Καίσαρος πράσσουσι, βασιλέα ἕτερον λέγοντες εἶναι, Ἰησοῦν.

Πραξ. 17,7                Αυτούς δε τους ανθρώπους τους έχει υποδεχθή και τους φιλοξενοί ο Ιάσων. Και έλεγαν ακόμη, ότι όλοι αυτοί ενεργούν εναντίον των νόμων του Καίσαρος, λέγοντες ότι υπάρχει άλλος βασιλεύς, ο Ιησούς.

Πραξ. 17,8         ἐτάραξαν δὲ τὸν ὄχλον καὶ τοὺς πολιτάρχας ἀκούοντας ταῦτα,

Πραξ. 17,8                Ανεστάτωσαν δε τον λαόν και τους πολιτάρχας, οι οποίοι ήκουαν τας θορυβώδεις αυτάς κατηγορίας.

Πραξ. 17,9         καὶ λαβόντες τὸ ἱκανὸν παρὰ τοῦ Ἰάσονος καὶ τῶν λοιπῶν ἀπέλυσαν αὐτούς.

Πραξ. 17,9                Οι πολιτάρχαι όμως, αφού έλαβαν από τον Ιάσονα και τους άλλους Χριστιανούς, ικανοποιητικήν εγγύησιν δια την βεβαίαν αναχώρησιν του Παύλου και του Σιλα από την Θεσσαλονίκην, τους απέλυσαν.

Πραξ. 17,10       Οἱ δὲ ἀδελφοὶ εὐθέως διὰ τῆς νυκτὸς ἐξέπεμψαν τόν τε Παῦλον καὶ τὸν Σίλαν εἰς Βέροιαν, οἵτινες παραγενόμενοι εἰς τὴν συναγωγὴν τῶν Ἰουδαίων ἀπῄεσαν.

Πραξ. 17,10              Οι δε αδελφοί αμέσως έστειλαν δια νυκτός τον Παύλον και τον Σιλαν εις την Βεροιαν. Αυτοί δε, όταν έφθασαν εκεί, επήγαν εις την συναγωγήν των Ιουδαίων.

Πραξ. 17,11       οὗτοι δὲ ἦσαν εὐγενέστεροι τῶν ἐν Θεσσαλονίκῃ, οἵτινες ἐδέξαντο τὸν λόγον μετὰ πάσης προθυμίας, τὸ καθ᾿ ἡμέραν ἀνακρίνοντες τὰς γραφὰς εἰ ἔχοι ταῦτα οὕτως.

Πραξ. 17,11               Οι δε Ιουδαίοι της Βεροίας είχαν ευγενέστερα αισθήματα και καλυτέραν διάθεσιν από τους της Θεσσαλονίκης. Εδέχθησαν τον λόγον του Θεού με κάθε προθυμίαν, μελετώντες και ερευνώντες κάθε ημέραν τας Γραφάς, δια να πεισθούν, εάν τα πράγματα ήσαν όπως τα έλεγε ο Παύλος.

Πραξ. 17,12       πολλοὶ μὲν οὖν ἐξ αὐτῶν ἐπίστευσαν, καὶ τῶν Ἑλληνίδων γυναικῶν τῶν εὐσχημόνων καὶ ἀνδρῶν οὐκ ὀλίγοι.

Πραξ. 17,12              Πολλοί μεν λοιπόν από αυτούς επίστευσαν και από τας Ελληνίδας γυναίκας της ανωτέρας τάξεως και αρκετοί άνδρες.

Πραξ. 17,13       Ὡς δὲ ἔγνωσαν οἱ ἀπὸ τῆς Θεσσαλονίκης Ἰουδαῖοι ὅτι καὶ ἐν τῇ Βεροίᾳ κατηγγέλη ὑπὸ τοῦ Παύλου ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἦλθον κἀκεῖ σαλεύοντες τοὺς ὄχλους.

Πραξ. 17,13              Οταν όμως οι Ιουδαίοι της Θεσσαλονίκης (φανατισμένοι και εμπαθείς καθώς ήσαν) επληροφορήθησαν ότι και εις την Βεροιαν εκηρύχθη ο λόγος του Θεού, ήλθαν και εκεί προσπαθούντες να εξεγείρουν τα πλήθη.

Πραξ. 17,14       εὐθέως δὲ τότε τὸν Παῦλον ἐξαπέστειλαν οἱ ἀδελφοὶ πορεύεσθαι ὡς ἐπὶ τὴν θάλασσαν· ὑπέμενον δὲ ὅ τε Σίλας καὶ ὁ Τιμόθεος ἐκεῖ.

Πραξ. 17,14              Αμέσως δε τότε οι αδελφοί έστειλαν τον Παύλον, σαν να επρόκειτο να ταξιδεύση δια θαλάσσης· έμειναν δε εκεί ο Σιλας και ο Τιμόθεος.

Πραξ. 17,15       οἱ δὲ καθιστῶντες τὸν Παῦλον ἤγαγον αὐτὸν ἕως Ἀθηνῶν, καὶ λαβόντες ἐντολὴν πρὸς τὸν Σίλαν καὶ Τιμόθεον ἵνα ὡς τάχιστα ἔλθωσι πρὸς αὐτόν, ἐξῄεσαν.

Πραξ. 17,15              Αυτοί δε που συνώδευαν τον Παύλον, τον έφεραν έως τας Αθήνας. Ανεχώρησαν δε, αφού έλαβον από τον Παύλον εντολήν δια τον Τμόθεον και τον Σιλαν, να έλθουν όσον το δυνατόν συντομώτερα εις συνάντησίν του.

Πραξ. 17,16       Ἐν δὲ ταῖς Ἀθήναις ἐκδεχομένου αὐτοὺς τοῦ Παύλου, παρωξύνετο τὸ πνεῦμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ θεωροῦντι κατείδωλον οὖσαν τὴν πόλιν.

Πραξ. 17,16              Ενώ δε ο Παύλος επερίμενε αυτούς εις τας Αθήνας, εξερεθίζετο το πνεύμα του, διότι έβλεπε την πόλιν να είναι γεμάτη είδωλα.

Πραξ. 17,17       διελέγετο μὲν οὖν ἐν τῇ συναγωγῇ τοῖς Ἰουδαίοις καὶ τοῖς σεβομένοις καὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ κατὰ πᾶσαν ἡμέραν πρὸς τοὺς παρατυγχάνοντας.

Πραξ. 17,17              Συζητούσε λοιπόν επί του θέματος αυτού εις την συναγωγήν με τους Ιουδαίους και με τους προσηλύτους Ελληνας, που εσέβοντο τον Θεόν, και με όσους συναντούσε κάθε ημέραν εις την αγοράν.

Πραξ. 17,18       τινὲς δὲ τῶν Ἐπικουρείων καὶ τῶν Στωϊκῶν φιλοσόφων συνέβαλλον αὐτῷ, καί τινες ἔλεγον· τί ἂν θέλοι ὁ σπερμολόγος οὗτος λέγειν; οἱ δέ· ξένων δαιμονίων δοκεῖ καταγγελεὺς εἶναι· ὅτι τὸν Ἰησοῦν καὶ τὴν ἀνάστασιν εὐηγγελίζετο αὐτοῖς.

Πραξ. 17,18              Μερικοί δε από τους Επικουρείους και τους Στωϊκούς φιλοσόφους συζητούσαν με αυτόν. Και μερικοί άλλοι έλεγαν· “τι θέλει να μας πη αυτός ο διαδοσίας;” Αλλοι δε έλεγαν· “φαίνεται ότι κηρύττει ξένας και αγνώστους θεότητας”. Αυτό δε το έλεγαν, διότι ο Παύλος εκύρυττε εις αυτούς τον Ιησούν και την ανάστασιν.

Πραξ. 17,19       ἐπιλαβόμενοί τε αὐτοῦ ἐπὶ τὸν Ἄρειον πάγον ἤγαγον λέγοντες· δυνάμεθα γνῶναι τίς ἡ καινὴ αὕτη ἡ ὑπὸ σοῦ λαλουμένη διδαχή;

Πραξ. 17,19              Και αφού τον επήραν, τον έφεραν στον Αρειον Παγον και του είπαν· “ημπορούμεν να μάθωμεν ποιά είναι αυτή η νέα διδασκαλία, την οποίαν κηρύττεις;

Πραξ. 17,20       ξενίζοντα γάρ τινα εἰσφέρεις εἰς τὰς ἀκοὰς ἡμῶν· βουλόμεθα οὖν γνῶναι τί ἂν θέλοι ταῦτα εἶναι.

Πραξ. 17,20             Διότι εκαταλάβαμε, ότι κάτι παράδοξα πράγματα βάζεις εις τα αυτιά μας· θέλομεν να μάθωμεν, τι τάχα είναι αυτά”.

Πραξ. 17,21       Ἀθηναῖοι δὲ πάντες καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες ξένοι εἰς οὐδὲν ἕτερον ηὐκαίρουν ἢ λέγειν τι καὶ ἀκούειν καινότερον.

Πραξ. 17,21              Εζήτησαν δε να μάθουν, διότι οι Αθηναίοι και όλοι οι ξένοι, που έμεναν εις τας Αθήνας, δια τίποτε άλλο δεν είχαν καιρόν, παρά μόνον δια να λέγουν και να ακούουν νεώτερα.

Πραξ. 17,22       Σταθεὶς δὲ ὁ Παῦλος ἐν μέσῳ τοῦ Ἀρείου πάγου ἔφη· ἄνδρες Ἀθηναῖοι, κατὰ πάντα ὡς δεισιδαιμονεστέρους ὑμᾶς θεωρῶ.

Πραξ. 17,22             Αφού εστάθηκε ο Παύλος εν μέσω του Αρείου Παγου είπε· “άνδρες Αθηναίοι, εγώ σας θεωρώ ως τους περισσότερον θρήσκους από τους άλλους ανθρώπους.

Πραξ. 17,23       διερχόμενος γὰρ καὶ ἀναθεωρῶν τὰ σεβάσματα ὑμῶν εὗρον καὶ βωμὸν ἐν ᾧ ἐπεγέγραπτο, ἀγνώστῳ Θεῷ. ὃν οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε, τοῦτον ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν.

Πραξ. 17,23             Διότι, καθώς επερνούσα τους δρόμους της πόλεώς σας και έβλεπα με προσοχήν τα ιερά, που σέβεσθε, ευρήκα και ένα βωμόν, στον οποίον ήτο χαραγμένη η επιγραφή· Εις τον άγνωστον Θεόν. Αυτόν λοιπόν τον οποίον σέβεσθε χωρίς να τον γνωρίζετε, αυτόν εγώ κηρύττω εις σας.

Πραξ. 17,24       ὁ Θεὸς ὁ ποιήσας τὸν κόσμον καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῷ, οὗτος οὐρανοῦ καὶ γῆς Κύριος ὑπάρχων οὐκ ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ,

Πραξ. 17,24             Ο Θεός, ο οποίος έκαμε τον κόσμον και όλα όσα υπάρχουν εις αυτόν, αυτός υπάρχει απόλυτος κύριος του ουρανού και της γης και δεν κατοικεί εις ναούς, που τους κατασκευάζουν τα χέρια των ανθρώπων.

Πραξ. 17,25       οὐδὲ ὑπὸ χειρῶν ἀνθρώπων θεραπεύεται προσδεόμενός τινος, αὐτὸς διδοὺς πᾶσι ζωὴν καὶ πνοὴν καὶ τὰ πάντα·

Πραξ. 17,25             Ούτε και υπηρετείται από τα χέρια ανθρώπων, σαν να έχη ανάγκην από κάτι. Δεν έχει ανάγκην από τίποτε, εξ αντιθέτου δε δίδει εις όλα ζωήν και αναπνοήν και όλα όσα τους χρειάζονται δια την συντήρησίν των.

Πραξ. 17,26       ἐποίησέ τε ἐξ ἑνὸς αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, ὁρίσας προστεταγμένους καιροὺς καὶ τὰς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν,

Πραξ. 17,26             Αυτός έκαμε από ένα αίμα όλα τα έθνη των ανθρώπων, να κατοικούν στο πρόσωπον της γης και ώρισε δια τον καθένα από αυτά προσδιωρισμένους καιρούς εμφανίσεως και ζωής, όπως επίσης και τα σύνορα της κατοικίας των.

Πραξ. 17,27       ζητεῖν τὸν Κύριον, εἰ ἄρα γε ψηλαφήσειαν αὐτὸν καὶ εὕροιεν, καί γε οὐ μακρὰν ἀπὸ ἑνὸς ἑκάστου ἡμῶν ὑπάρχοντα.

Πραξ. 17,27             Τους ενεφύτευσε δε τον πόθον να αναζητούν πάντοτε τον Κυριον, μήπως και θα κατώρθωναν να τον ψηλαφήσουν και να τον εύρουν, αν και αυτός υπάρχη πολύ κοντά στον καθένα από ημάς.

Πραξ. 17,28       ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν, ὡς καί τινες τῶν καθ᾿ ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασι· τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν.

Πραξ. 17,28             Διότι μέσα εις την θείαν αυτού παρουσίαν και αγαθότητα ζώμεν και κινούμεθα και υπάρχομεν, όπως και μερικοί από τους ποιητάς σας έχουν πει. Διότι είμεθα ιδικόν του γένος, πλασθέντες από αυτόν κατ' εικόνα αυτού και καθ' ομοίωσιν.

Πραξ. 17,29       γένος οὖν ὑπάρχοντες τοῦ Θεοῦ οὐκ ὀφείλομεν νομίζειν χρυσῷ ἢ ἀργύρῳ ἢ λίθῳ, χαράγματι τέχνης καὶ ἐνθυμήσεως ἀνθρώπου, τὸ θεῖον εἶναι ὅμοιον.

Πραξ. 17,29             Εφ' οσον λοιπόν είμεθα γένος του Θεού, δεν πρέπει να νομίζωμεν ότι η θεότης είναι ομοία με χρυσόν η με άργυρον η με μάρμαρον, με αγάλματα δηλαδή που έχουν χαραχθή με τέχνην και σύμφωνα με τας καλλιτεχνικάς επινοήσστου ανθρώπου.

Πραξ. 17,30       τοὺς μὲν οὖν χρόνους τῆς ἀγνοίας ὑπεριδὼν ὁ Θεὸς τανῦν παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν,

Πραξ. 17,30             Τωρα λοιπόν ο Θεός, μακρόθυμος καθώς είναι, αφήκε τους χρόνους αυτούς της αγνοίας και ειδωλολατρίας των ανθρώπων και παραγγέλει εις όλους τους ανθρώπους πανταχού της γης να μετανοήσουν.

Πραξ. 17,31       διότι ἔστησεν ἡμέραν ἐν ᾗ μέλλει κρίνειν τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ, ἐν ἀνδρὶ ᾧ ὥρισε, πίστιν παρασχὼν πᾶσιν ἀναστήσας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν.

Πραξ. 17,31              Διότι ώρισεν ημέραν, κατά την οποίαν μέλλει να κρίνη όλην την οικουμένην με δικαιοσύνην δια μέσου ενός ανδρός, τον οποίον ο ίδιος ώρισε κριτήν και τον επρόβαλε εις όλους με αδιαφιλονίκητον απόδειξιν και κύρος, αναστήσας αυτόν εκ νεκρών”.

Πραξ. 17,32       ἀκούσαντες δὲ ἀνάστασιν νεκρῶν οἱ μὲν ἐχλεύαζον, οἱ δὲ εἶπον· ἀκουσόμεθά σου πάλιν περὶ τούτου.

Πραξ. 17,32             Οταν όμως ήκουσαν δι' ανάστασιν νεκρών, άλλοι μεν τον ενέπαιζαν, άλλοι δε του είπαν· “θα σε ακούσωμεν και πάλιν δια το ζήτημα αυτό”.

Πραξ. 17,33       καὶ οὕτως ὁ Παῦλος ἐξῆλθεν ἐκ μέσου αὐτῶν.

Πραξ. 17,33              Ετσι δε, αφού είπε και ήκουσε αυτά ο Παύλος, ανεχώρησε από τον Αρειον Παγον εκ μέσου αυτών.

Πραξ. 17,34       τινὲς δὲ ἄνδρες κολληθέντες αὐτῷ ἐπίστευσαν, ἐν οἷς καὶ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ γυνὴ ὀνόματι Δάμαρις καὶ ἕτεροι σὺν αὐτοῖς.

Πραξ. 17,34             Μερικοί όμως άνθρωποι προσκολλήθηκαν εις αυτόν και τον ηκολούθησαν με εμπιστοσύνην και επίστευσαν στο κήρυγμά του. Μεταξύ δε αυτών ήτο και ο Διονύσιος ο Αεροπαγίτης και κάποια γυναίκα, ονόματι Δαμαρις, και μερικοί άλλοι μαζή με αυτούς.

 

 

ΠΡΑΞΕΙΣ 18

 

Πραξ. 18,1         Μετὰ δὲ ταῦτα χωρισθεὶς ὁ Παῦλος ἐκ τῶν Ἀθηνῶν ἦλθεν εἰς Κόρινθον·

Πραξ. 18,1                Επειτα δε από αυτά ανεχώρησε ο Παύλος από τας Αθήνας και ήλθε εις την Κορινθον.

Πραξ. 18,2         καὶ εὑρών τινα Ἰουδαῖον ὀνόματι Ἀκύλαν, Ποντικὸν τῷ γένει, προσφάτως ἐληλυθότα ἀπὸ τῆς Ἰταλίας, καὶ Πρίσκιλλαν γυναῖκα αὐτοῦ, διὰ τὸ διατεταχέναι Κλαύδιον χωρίζεσθαι πάντας τοὺς Ἰουδαίους ἀπὸ τῆς Ῥώμης, προσῆλθεν αὐτοῖς,

Πραξ. 18,2               Εκεί δε ευρήκε κάποιον Ιουδαίον, Ακύλαν ονόματι, ο οποίος κατήγετο από τον Ποντον. Είχε δε έλθει κατάς τας ημέρας εκείνας αυτός και η γυναίκα του η Πρίσκιλλα από την Ιταλίαν, επειδή είχε διατάξει ο Κλαύδιος να απομακρυνθούν όλοι οι Ιουδαίοι από την Ρωμην. Εις αυτούς λοιπόν ήλθεν ο Παύλος.

Πραξ. 18,3         καὶ διὰ τὸ ὁμότεχνον εἶναι ἔμεινε παρ᾿ αὐτοῖς καὶ εἰργάζετο· ἦσαν γὰρ σκηνοποιοὶ τῇ τέχνῃ.

Πραξ. 18,3                Επειδή δε εγνώριζε την ιδίαν τέχνην με εκείνους, έμενε στο σπίτι των και ειργάζετο. Διότι και εκείνοι ήσαν σκηνοποιοί.

Πραξ. 18,4         διελέγετο δὲ ἐν τῇ συναγωγῇ κατὰ πᾶν σάββατον, ἔπειθέ τε Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνας.

Πραξ. 18,4               Καθε δε Σαββατον ωμιλούσε και συνωμιλούσε με τους Εβραίους εις την συναγωγήν και έπειθεν Ιπυδαίους και Ελληνας με την διδασκαλίαν του.

Πραξ. 18,5         Ὡς δὲ κατῆλθον ἀπὸ τῆς Μακεδονίας ὅ τε Σίλας καὶ ὁ Τιμόθεος, συνείχετο τῷ πνεύματι ὁ Παῦλος διαμαρτυρόμενος τοῖς Ἰουδαίοις τὸν Χριστὸν Ἰησοῦν.

Πραξ. 18,5                Οταν δε κατέβηκαν από την Μακεδονίαν ο Σιλας και ο Τιμόθεος, ο Παύλος ευρίσκετο εις κατάστασιν στενοχωρίας δια την απροθυμίαν των Ιουδαίων, προς τους οποίους αυτός απεδείκνυε ότι ο Ιησούς ήτο ο Χριστός.

Πραξ. 18,6         ἀντιτασσομένων δὲ αὐτῶν καὶ βλασφημούντων ἐκτιναξάμενος τὰ ἱμάτια, εἶπε πρὸς αὐτούς· τὸ αἷμα ὑμῶν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν ὑμῶν· καθαρὸς ἐγώ· ἀπὸ τοῦ νῦν εἰς τὰ ἔθνη πορεύσομαι.

Πραξ. 18,6               Επειδή όμως εκείνοι αντετάσσοντο στο έργον του και εξεστόμιζαν ύβρεις και βλασφημίας εναντίον αυτού και του Χριστού, ετίναξε τα ενδύματά του και είπε προς αυτούς· “η ευθύνη δια την απιστίαν σας ας πέση επάνω εις τα κεφάλια σας· εγώ είμαι ανεύθυνος. Από τώρα δε και στο εξής θα υπάγω να κηρύξω στους εθνικούς της Κορίνθου”.

Πραξ. 18,7         καὶ μεταβὰς ἐκεῖθεν ἦλθεν εἰς οἰκίαν τινὸς ὀνόματι Ἰούστου, σεβομένου τὸν Θεόν, οὗ ἡ οἰκία ἦν συνομοροῦσα τῇ συναγωγῇ.

Πραξ. 18,7                Και πράγματι έφυγε από την συναγωγήν. Και ήλθε στο σπίτι κάποιου προσηλύτου, ονόματι Ιούστου, που εσέβετο τον Θεόν και του οποίου η οικία εγειτόνευε με την συναγωγήν.

Πραξ. 18,8         Κρίσπος δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος ἐπίστευσε τῷ Κυρίῳ σὺν ὅλῳ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ, καὶ πολλοὶ τῶν Κορινθίων ἀκούοντες ἐπίστευον καὶ ἐβαπτίζοντο.

Πραξ. 18,8               Ο Κρίσπος δε ο αρχισυνάγωγος επίστευσε στον Κυριον μαζή με όλο του το σπίτι και πολλοί από τους Κορινθίους, καθώς ήκουαν το κήρυγμα του Παύλου, επίστευαν και εβαπτίζοντο.

Πραξ. 18,9         Εἶπε δὲ ὁ Κύριος δι᾿ ὁράματος ἐν νυκτὶ τῷ Παύλῳ· μὴ φοβοῦ, ἀλλὰ λάλει καὶ μὴ σιωπήσῃς,

Πραξ. 18,9               Είπε δε ο Κυριος στον Παύλον κατά την νύκτα με ένα όραμα· “μη φοβάσαι, αλλά κήρυττε και μη σιωπήσης.

Πραξ. 18,10       διότι ἐγώ εἰμι μετὰ σοῦ, καὶ οὐδεὶς ἐπιθήσεταί σοι τοῦ κακῶσαί σε, διότι λαός ἐστί μοι πολὺς ἐν τῇ πόλει ταύτῃ.

Πραξ. 18,10              Διότι εγώ είμαι μαζή σου και κανείς δεν θα σου επιτεθή δια να σε βλάψη. Κηρυττε, διότι εις την πόλιν αυτήν είναι πολύς λαός μου”.

Πραξ. 18,11       ἐκάθισέ τε ἐνιαυτὸν καὶ μῆνας ἓξ διδάσκων ἐν αὐτοῖς τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ.

Πραξ. 18,11              Εκάθισε, πράγματι, ο Παύλος εκεί ένα έτος και εξ μήνες, διδάσκων μεταξύ των κατοίκων τον λόγον του Θεού.

Πραξ. 18,12       Γαλλίωνος δὲ ἀνθυπατεύοντος τῆς Ἀχαΐας κατεπέστησαν ὁμοθυμαδὸν οἱ Ἰουδαῖοι τῷ Παύλῳ καὶ ἤγαγον αὐτὸν ἐπὶ τὸ βῆμα,

Πραξ. 18,12              Κατά τον καιρόν δε που εκυβερνούσε την Αχαΐαν ως ανθύπατος ο Γαλλίων, εξηγέρθησαν οι Ιουδαίοι με μια γνώμη εναντίον του Παύλου και τον έφεραν εμπρός εις την δικαστικήν έδραν του Γαλλίωνος

Πραξ. 18,13       λέγοντες ὅτι παρὰ τὸν νόμον οὗτος ἀναπείθει τοὺς ἀνθρώπους σέβεσθαι τὸν Θεόν.

Πραξ. 18,13              λέγοντες ότι αυτός παρασύρει με δολίους λόγους τους ανθρώπους να λατρεύουν τον Θεόν, με τρόπον διαφορετικόν από αυτόν, που λέγει ο νόμος του Μωϋσέως.

Πραξ. 18,14       μέλλοντος δὲ τοῦ Παύλου ἀνοίγειν τὸ στόμα εἶπεν ὁ Γαλλίων πρὸς τοὺς Ἰουδαίους· εἰ μὲν οὖν ἦν ἀδίκημά τι ἢ ῥᾳδιούργημα πονηρόν, ὦ Ἰουδαῖοι, κατὰ λόγον ἂν ἠνεσχόμην ὑμῶν·

Πραξ. 18,14              Οταν δε επρόκειτο να ανοίξη το στόμα του ο Παύλος και να απολογηθή, είπε ο Γαλλίων προς τους Ιουδαίους· “εάν μεν αυτό που καταγγέλετε, ω Ιουδαίοι, ήτο αδίκημα που το τιμωρεί ο νόμος η ήτο κάποια εγκληματική πράξις εναντίον σας, θα σας ήκουα με υπομονήν κατά λόγον δικαιοσύνης.

Πραξ. 18,15       εἰ δὲ ζήτημά ἐστι περὶ λόγου καὶ ὀνομάτων καὶ νόμου τοῦ καθ᾿ ὑμᾶς, ὄψεσθε αὐτοί· κριτὴς γὰρ ἐγὼ τούτων οὐ βούλομαι εἶναι.

Πραξ. 18,15              Εάν όμως είναι ζήτημα σχετικόν με διδασκαλίας και ονόματα και με διατάξστου νόμου σας, τακτοποιήσατέ το σεις μόνοι σας. Διότι εγώ δεν θέλω να γίνω δικαστής εις τέτοια ζητήματα”.

Πραξ. 18,16       καὶ ἀπήλασεν αὐτοὺς ἀπὸ τοῦ βήματος.

Πραξ. 18,16              Και τους εδίωξε από το δικαστήριον.

Πραξ. 18,17       ἐπιλαβόμενοι δὲ πάντες οἱ Ἕλληνες Σωσθένην τὸν ἀρχισυνάγωγον ἔτυπτον ἔμπροσθεν τοῦ βήματος· καὶ οὐδὲν τούτων τῷ Γαλλίωνι ἔμελεν.

Πραξ. 18,17              Τοτε όλοι οι Ελληνες επιασαν τον Σωσθένην, τον αρχισυνάγωγον, και τον εκτυπούσαν εμπρός στο δικαστικόν βήμα. Αλλά όλα αυτά αφήκαν εντελώς αδιάφορον τον Γαλλίωνα.

Πραξ. 18,18       Ὁ δὲ Παῦλος ἔτι προσμείνας ἡμέρας ἱκανάς, τοῖς ἀδελφοῖς ἀποταξάμενος ἐξέπλει εἰς τὴν Συρίαν, καὶ σὺν αὐτῷ Πρίσκιλλα καὶ Ἀκύλας, κειράμενος τὴν κεφαλὴν ἐν Κεγχρεαῖς· εἶχε γὰρ εὐχήν.

Πραξ. 18,18              Ο δε Παύλος, αφού έμεινε αρκετάς ημέρας ακόμη εκεί, απεχαιρέτησε τους αδελφούς και με πλοίον ανεχώρησε δια την Συρίαν. Μαζή δε με αυτόν ανεχώρησαν η Πρίσκιλλα και ο Ακύλας. Πριν δε ο Παύλος αναχωρήση εκούρευσε την κεφαλήν του εις τας Κεγχρεάς· διότι είχε κάνει τάξιμον σύμφωνα με τον ιουδαϊκόν έθιμον να μείνη ακούρευτος επί ωρισμένον χρόνον και να προσφέρη κατόπιν την κόμην του θυσίαν στον Θεόν.

Πραξ. 18,19       κατήντησε δὲ εἰς Ἔφεσον, κἀκείνους κατέλιπεν αὐτοῦ, αὐτὸς δὲ εἰσελθὼν εἰς τὴν συναγωγὴν διελέχθη τοῖς Ἰουδαίοις.

Πραξ. 18,19              Ηλθε δε εις την Εφεσον· και τον μεν Ακύλαν και την Πρίσκιλλαν άφησε εκεί, αυτός δε εισελθών εις την συναγωγήν συνωμίλησε με τους Ιουδαίους.

Πραξ. 18,20       ἐρωτώντων δὲ αὐτῶν ἐπὶ πλείονα χρόνον μεῖναι παρ᾿ αὐτοῖς οὐκ ἐπένευσεν,

Πραξ. 18,20             Επειδή δε εκείνοι τον παρακαλούσαν να μείνη περισσότερον χρόνον κοντά των, αυτός δεν συγκατετέθη,

Πραξ. 18,21       ἀλλ᾿ ἀπετάξατο αὐτοῖς εἰπών· δεῖ με πάντως τὴν ἑορτὴν τὴν ἐρχομένην ποιῆσαι εἰς Ἱεροσόλυμα, πάλιν δὲ ἀνακάμψω πρὸς ὑμᾶς τοῦ Θεοῦ θέλοντος. καὶ ἀνήχθη ἀπὸ τῆς Ἐφέσου,

Πραξ. 18,21              αλλά τους απεχαιρέτησε και είπε· “πρέπει οπωσδήποτε την προσεχή εορτήν να την κάνω εις τα Ιεροσόλυμα. Παλιν δε, Θεού θέλοντος, θα επιστρέψω εις σας”. Και ανεχώρησε από την Εφεσον με πλοίον.

Πραξ. 18,22       καὶ κατελθὼν εἰς Καισάρειαν, ἀναβὰς καὶ ἀσπασάμενος τὴν ἐκκλησίαν κατέβη εἰς Ἀντιόχειαν,

Πραξ. 18,22             Απεβιβάσθη εις την Καισάρειαν και αφού ανέβηκε εις τα Ιεροσόλυμα και εχαιρέτησε την εκεί Εκκλησίαν των πιστών, κατέβηκε εις την Αντιόχειαν.

Πραξ. 18,23       καὶ ποιήσας χρόνον τινὰ ἐξῆλθε διερχόμενος καθεξῆς τὴν Γαλατικὴν χώραν καὶ Φρυγίαν, ἐπιστηρίζων πάντας τοὺς μαθητάς.

Πραξ. 18,23             Αφού δε έμεινεν ολίγον χρόνον εκεί, έφυγε και περιώδευε εν συνεχεία την χώραν της Γαλατίας και την Θρυγίαν, στηρίζων εις την κατά Χριστόν πίστιν και ζωήν όλους τους μαθητάς.

Πραξ. 18,24       Ἰουδαῖος δέ τις Ἀπολλὼς ὀνόματι, Ἀλεξανδρεὺς τῷ γένει, ἀνὴρ λόγιος, κατήντησεν εἰς Ἔφεσον, δυνατὸς ὢν ἐν ταῖς γραφαῖς.

Πραξ. 18,24             Εν τω μεταξύ δε κάποιος Ιουδαίος, ονόματι Απολλώς, που κατήγετο από την Αλεξάνδρειαν και ήτο μορφωμένος και εύγλωττος και βαθύς γνώστης της Αγίας Γραφής, ήλθεν εις την Εφεσον.

Πραξ. 18,25       οὗτος ἦν κατηχημένος τὴν ὁδὸν τοῦ Κυρίου, καὶ ζέων τῷ πνεύματι ἐλάλει καὶ ἐδίδασκεν ἀκριβῶς τὰ περὶ τοῦ Κυρίου, ἐπιστάμενος μόνον τὸ βάπτισμα Ἰωάννου·

Πραξ. 18,25             Αυτός είχε διδαχθή την οδόν του Κυρίου και ήτο θερμός και ενθουσιώδης κατά το πνεύμα. Ωμιλούσε και εδίδασκε με ακρίβειαν τα περί του Κυρίου, μολονότι εγνώριζε μόνον το βάπτισμα και το κήρυγμα του Ιωάννου.

Πραξ. 18,26       οὗτός τε ἤρξατο παῤῥησιάζεσθαι ἐν τῇ συναγωγῇ. ἀκούσαντες δὲ αὐτοῦ Ἀκύλας καὶ Πρίσκιλλα προσελάβοντο αὐτὸν καὶ ἀκριβέστερον αὐτῷ ἐξέθεντο τὴν ὁδὸν τοῦ Θεοῦ.

Πραξ. 18,26             Αυτός ήρχισε με θάρρος να κηρύττη εις την συναγωγήν. Οταν δε τον ήκουσαν ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα, τον επήραν με αγάπην κοντά των και εξέθεσαν εις αυτόν με ακόμη μεγαλυτέραν ακρίβειαν τον δρόμον του Θεού.

Πραξ. 18,27       βουλομένου δὲ αὐτοῦ διελθεῖν εἰς τὴν Ἀχαΐαν προτρεψάμενοι οἱ ἀδελφοὶ ἔγραψαν τοῖς μαθηταῖς ἀποδέξασθαι αὐτόν· ὃς παραγενόμενος συνεβάλετο πολὺ τοῖς πεπιστευκόσι διὰ τῆς χάριτος.

Πραξ. 18,27             Επειδή δε αυτός ήθελε να περάση εις την Αχαΐαν, τον παρεκίνησαν και τον ενεθάρρυναν οι αδελφοί δι' αυτό και έγραψαν στους εκεί Χριστιανούς να τον δεχθούν με κάθε αγάπην και εμπιστοσύνην. Αυτός δε, όταν ήλθε εις την Κορινθον, ωφέλησε και εστήριξε εις την πίστιν πολύ εκείνους, οι οποίοι με την χάριν του Θεού είχον πιστεύσει στον Κυριον.

Πραξ. 18,28       εὐτόνως γὰρ τοῖς Ἰουδαίοις διακατηλέγχετο δημοσίᾳ ἐπιδεικνὺς διὰ τῶν γραφῶν εἶναι τὸν Χριστὸν Ἰησοῦν.

Πραξ. 18,28             Διότι με πολλήν δύναμιν εξήλεγχε και απεστόμωνε δημοσία τους Ιουδαίους αποδεικνύων δια των Γραφών, ότι ο Ιησούς ήτο ο Μεσσίας, ο Χριστός.

 

 

ΠΡΑΞΕΙΣ 19

 

Πραξ. 19,1         Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ τὸν Ἀπολλὼ εἶναι ἐν Κορίνθῳ Παῦλον διελθόντα τὰ ἀνωτερικὰ μέρη ἐλθεῖν εἰς Ἔφεσον· καὶ εὑρὼν μαθητάς τινας

Πραξ. 19,1                Οταν δε ο Απολλώς ευρίσκετο εις την Κορινθον, ο Παύλος, αφού επέρασε τα βαρειότερα μέρη της Μ. Ασίας, ήλθε εις την Εφεσον, όπου και ευρήκε μερικούς μαθητάς.

Πραξ. 19,2         εἶπε πρὸς αὐτούς· εἰ Πνεῦμα Ἅγιον ἐλάβετε πιστεύσαντες; οἱ δὲ εἶπον πρὸς αὐτόν· ἀλλ᾿ οὐδὲ εἰ Πνεῦμα Ἅγιόν ἐστιν ἠκούσαμεν.

Πραξ. 19,2               Είπε δε προς αυτούς εάν, όταν επίστευσαν, έλαβαν Πνεύμα Αγιον. Εκείνοι δε του απήντησαν· “ημείς δεν έχομεν ακούσει ούτε και αν υπάρχη Πνεύμα Αγιον”.

Πραξ. 19,3         εἶπέ τε πρὸς αὐτούς· εἰς τί οὖν βαπτίσθητε; οἱ δὲ εἶπον· εἰς τὸ Ἰωάννου βάπτισμα.

Πραξ. 19,3                Και είπε τότε προς αυτούς· “εις τίνος το όνομα και ποίου είδους βάπτισμα εβαπτίσθητε;” Εκείνοι δε του είπαν· “εβαπτίσθημεν στο βάπτισμα του Ιωάννου”.

Πραξ. 19,4         εἶπε δὲ Παῦλος· Ἰωάννης μὲν ἐβάπτισε βάπτισμα μετανοίας, τῷ λαῷ λέγων εἰς τὸν ἐρχόμενον μετ᾿ αὐτὸν ἵνα πιστεύσωσι, τοῦτ᾿ ἔστιν εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν.

Πραξ. 19,4               Είπε δε ο Παύλος· “ο Ιωάννης μεν σας εβάπτισε εις βάπτισμα μετανοίας και προπαρασκευής, λέγων συγχρόνως στον λαόν να πιστεύσουν εις εκείνον, που θα ήρχετο κατόπιν από αυτόν, δηλαδή στον Ιησούν Χριστόν, ο οποίος και μόνος θα έδιδε άφεσιν και σωτηρίαν”.

Πραξ. 19,5         ἀκούσαντες δὲ ἐβαπτίσθησαν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.

Πραξ. 19,5                Οταν δε εκείνοι ήκουσαν αυτά, επίστευσαν και εβαπτίσθησαν στο όνομα του Κυρίου Ιησού.

Πραξ. 19,6         καὶ ἐπιθέντος αὐτοῖς τοῦ Παύλου τὰς χεῖρας ἦλθε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐπ᾿ αὐτούς, ἐλάλουν τε γλώσσαις καὶ προεφήτευον.

Πραξ. 19,6               Και όταν ο Παύλος έθεσε τας χείρας του επάνω εις την κεφαλήν των, κατήλθεν εις αυτούς το Πνεύμα το Αγιον, επήραν και ειδικά χαρίσματα, ωμιλούσαν διαφόρους γλώσσας αγνώστους προηγουμένως εις αυτούς και επροφήτευσαν.

Πραξ. 19,7         ἦσαν δὲ οἱ πάντες ἄνδρες ὡσεὶ δεκαδύο.

Πραξ. 19,7                Ολοι δε αυτοί ήσαν περίπου δώδεκα άνδρες.

Πραξ. 19,8         Εἰσελθὼν δὲ εἰς τὴν συναγωγὴν ἐπαῤῥησιάζετο ἐπὶ μῆνας τρεῖς διαλεγόμενος καὶ πείθων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Πραξ. 19,8               Επειτα δε από το γεγονός αυτό ο Παύλος εισήλθε εις την συναγωγήν των Εβραίων, εκήρυττε με θάρρος επί τρεις μήνας, συνδιελέγετο με τους Ιουδαίους και με τα χωρία της Γραφής και τα άλλα επιχειρήματα τους έπειθε να πιστεύσουν εις την βασιλείαν του Θεού.

Πραξ. 19,9         ὡς δέ τινες ἐσκληρύνοντο καὶ ἠπείθουν κακολογοῦντες τὴν ὁδὸν ἐνώπιον τοῦ πλήθους, ἀποστὰς ἀπ᾿ αὐτῶν ἀφώρισε τοὺς μαθητάς, καθ᾿ ἡμέραν διαλεγόμενος ἐν τῇ σχολῇ Τυράννου τινός.

Πραξ. 19,9               Επειδή όμως μερικοί από τους Ιουδαίους εσκληρύνοντο και δεν επίστευαν, διέβαλλαν δε και εβλασφημούσαν την οδόν της πίστεως και της σωτηρίας εμπρός στο πλήθος, απομακρύνθηκε από αυτούς ο Παύλος, εξεχώρισε τους μαθητάς από όσους δεν είχαν πιστεύσει και από τότε εκήρυττε και συνδιελέγετο καθημερινώς εις την σχολήν κάποιου, που ελέγετο Τυραννος.

Πραξ. 19,10       τοῦτο δὲ ἐγένετο ἐπὶ ἔτη δύο, ὥστε πάντας τοὺς κατοικοῦντας τὴν Ἀσίαν ἀκοῦσαι τὸν λόγον τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, Ἰουδαίους τε καὶ Ἕλληνας.

Πραξ. 19,10              Το έργον δε αυτό του Παύλου συνεχίσθηκε επί δύο έτη, ώστε όλοι όσοι κατοικούσαν την Ασίαν, και Ιουδαίοι και Ελληνες, ήκουσαν την διδασκαλίαν του Κυρίου Ιησού.

Πραξ. 19,11       Δυνάμεις τε οὐ τὰς τυχούσας ἐποίει ὁ Θεὸς διὰ τῶν χειρῶν Παύλου,

Πραξ. 19,11              Και ο Θεός, δια μέσου των χειρών του Παύλου, έκανε θαύματα όχι μικρά και τυχαία,

Πραξ. 19,12       ὥστε καὶ ἐπὶ τοὺς ἀσθενοῦντας ἐπιφέρεσθαι ἀπὸ τοῦ χρωτὸς αὐτοῦ σουδάρια ἢ σιμικίνθια καὶ ἀπαλλάσσεσθαι ἀπ᾿ αὐτῶν τὰς νόσους, τά τε πνεύματα τὰ πονηρὰ ἐξέρχεσθαι ἀπ᾿ αὐτῶν.

Πραξ. 19,12              ώστε έπαιρναν οι άνθρωποι πετσέτες, με τις οποίες είχε καλύψει το πρόσωπόν του ο Παύλος η μανδήλιά που εσφόγγιζε τον ιδρώτα, τα έφερναν επάνω στους αρρώστους και έφευγαν από αυτούς αι ασθένειαι, όπως επίσης έβγαιναν από αυτούς και τα πονηρά πνεύματα.

Πραξ. 19,13       Ἐπεχείρησαν δέ τινες ἀπὸ τῶν περιερχομένων Ἰουδαίων ἐξορκιστῶν ὀνομάζειν ἐπὶ τοὺς ἔχοντας τὰ πνεύματα τὰ πονηρὰ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ λέγοντες· ὁρκίζομεν ὑμᾶς τὸν Ἰησοῦν ὃν ὁ Παῦλος κηρύσσει.

Πραξ. 19,13              Μερικοί δε από τους Ιουδαίους, που περιήρχοντο τα διάφορα μέρη και με εξορκισμούς έδιωχναν δαιμόνια, επεχείρησαν να επικαλεσθούν το όνομα του Κυρίου Ιησού, δια να θεραπεύσουν εκείνους, που είχαν πονηρά πνεύματα, λέγοντες· “σας εξορκίζομεν στον Ιησούν, τον οποίον ο Παύλος κηρύττει, να φύγετε από αυτούς, που βασανίζετε”.

Πραξ. 19,14       ἦσαν δέ τινες υἱοὶ Σκευᾶ Ἰουδαίου ἀρχιερέως ἑπτὰ οἱ τοῦτο ποιοῦντες.

Πραξ. 19,14              Αυτοί δε που έκαναν τούτο ήσαν επτά παιδιά του Ιουδαίου αρχιερέως Σκευά.

Πραξ. 19,15       ἀποκριθὲν δὲ τὸ πνεῦμα τὸ πονηρὸν εἶπε· τὸν Ἰησοῦν γινώσκω καὶ τὸν Παῦλον ἐπίσταμαι· ὑμεῖς δὲ τίνες ἐστέ;

Πραξ. 19,15              Απήντησε δε το πονηρόν πνεύμα και είπε· “γνωρίζω τον Ιησούν, και τον Παύλον επίσης τον ξεύρω καλά· σεις όμως ποίοι είσθε;”

Πραξ. 19,16       καὶ ἐφαλλόμενος ἐπ᾿ αὐτοὺς ὁ ἄνθρωπος, ἐν ᾧ ἦν τὸ πνεῦμα τὸ πονηρόν, καὶ κατακυριεύσας αὐτῶν ἴσχυσε κατ᾿ αὐτῶν, ὥστε γυμνοὺς καὶ τετραυματισμένους ἐκφυγεῖν ἐκ τοῦ οἴκου ἐκείνου.

Πραξ. 19,16              Και ο άνθρωπος μέσα στον οποίον υπήρχε το πονηρόν πνεύμα, επήδησε με ορμήν επάνω εις αυτούς τους ήρπασε με μεγάλην δύναμιν (κατά παραχώρησιν Θεού δια να τους τιμωρήση) τους έβαλε κάτω και ήρχισε να τους κτυπά, ώστε αυτοί μισόγυμνοι και τραυματισμένοι κατώρθωσαν να ξεφύγουν από το σπίτι του δαιμονιζομένου εκείνου.

Πραξ. 19,17       τοῦτο δὲ ἐγένετο γνωστὸν πᾶσιν Ἰουδαίοις τε καὶ Ἕλλησι τοῖς κατοικοῦσι τὴν Ἔφεσον, καὶ ἐπέπεσε φόβος ἐπὶ πάντας αὐτούς, καὶ ἐμεγαλύνετο τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ·

Πραξ. 19,17              Το γεγονός δε αυτό έγινε γνωστόν εις όλους τους Ιουδαίους και τους Ελληνας, που κατοικούσαν εις την Εφεσον και οι οποίοι δεν είχαν πιστεύσει στον Χριστόν, και εκυριεύθησαν όλοι από μεγάλον φόβον και εδοξάζετο το όνομα του Κυρίου Ιησού.

Πραξ. 19,18       πολλοί τε τῶν πεπιστευκότων ἤρχοντο ἐξομολογούμενοι καἰ ἀναγγέλλοντες τὰς πράξεις αὐτῶν.

Πραξ. 19,18              Πολλοί δε από εκείνους, που είχαν πιστεύσει, ήρχοντο, εξωμολογούντο και ανεκοίνωναν δημοσία τας κακάς των πράξεις.

Πραξ. 19,19       ἱκανοὶ δὲ τῶν τὰ περίεργα πραξάντων συνενέγκαντες τὰς βίβλους κατέκαιον ἐνώπιον πάντων· καὶ συνεψήφισαν τὰς τιμὰς αὐτῶν καὶ εὗρον ἀργυρίου μυριάδας πέντε.

Πραξ. 19,19              Αρκετοί δε πάλιν από εκείνους, που είχαν κάμει διαφόρους μαγικάς πράξεις, έφεραν μαζή των τα μαγικά βιβλία και τα έκαιαν εμπρός εις όλους. Και υπελόγισαν την τιμήν της πωλήσεως των βιβλίων αυτών και ευρήκαν ότι άξιζαν πενήντα χιλιάδες αργυρά νομίσματα.

Πραξ. 19,20       Οὕτω κατὰ κράτος ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ηὔξανε καὶ ἴσχυεν.

Πραξ. 19,20             Ετσι ο λόγος του Κυρίου διεδίδετο με δύναμιν πολλήν και επεβάλλετο ολονέν και περισσότερον.

Πραξ. 19,21       Ὡς δὲ ἐπληρώθη ταῦτα, ἔθετο ὁ Παῦλος ἐν τῷ πνεύματι διελθὼν τὴν Μακεδονίαν καὶ Ἀχαΐαν πορεύεσθαι εἰς Ἱερουσαλήμ, εἰπὼν ὅτι μετὰ τὸ γενέσθαι με ἐκεῖ δεῖ με καὶ Ῥώμην ἰδεῖν.

Πραξ. 19,21              Οταν δε έγιναν όλα αυτά, εσκέφθηκε και επήρε την απόφασιν ο Παύλος να περιοδεύση την Μακεδονίαν και Αχαΐαν και κατόπιν να πορευθή εις την Ιερουσαλήμ, προσθέσας ότι “μετά την άφιξίν μου εις Ιεροσόλυμα πρέπει να υπάγω να ίδω και την Ρωμην”.

Πραξ. 19,22       ἀποστείλας δὲ εἰς τὴν Μακεδονίαν δύο τῶν διακονούντων αὐτῷ, Τιμόθεον καὶ Ἔραστον, αὐτὸς ἐπέσχε χρόνον εἰς τὴν Ἀσίαν.

Πραξ. 19,22             Αφού δε έστειλε εις την Μακεδονίαν δύο από τους μαθητάς του, που τον υπηρετούσαν στο έργον του, τον Τιμόθεον και τον Εραστον, αυτός έμεινε ολίγον ακόμη χρόνον εις την Ασίαν.

Πραξ. 19,23       Ἐγένετο δὲ κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον τάραχος οὐκ ὀλίγος περὶ τῆς ὁδοῦ.

Πραξ. 19,23             Εγινε δε κατά τον χρόνον αυτόν μεγάλη αναταραχή δια την οδόν της σωτηρίας που είχε αποκαλύψει ο Κυριος.

Πραξ. 19,24       Δημήτριος γάρ τις ὀνόματι, ἀργυροκόπος, ποιῶν ναοὺς ἀργυροῦς Ἀρτέμιδος παρείχετο τοῖς τεχνίταις ἐργασίαν οὐκ ὀλίγην·

Πραξ. 19,24             Διότι κάποιος, ονόματι Δημήτριος, που κατειργάζετο τον άργυρον και έκανε μικρούς αργυρούς ναούς, μικρογραφίες του ναού της Αρτέμιδος, και έδιδε επικερδή εργασίαν στους τεχνίτας,

Πραξ. 19,25       οὓς συναθροίσας καὶ τοὺς περὶ τὰ τοιαῦτα ἐργάτας εἶπεν· ἄνδρες, ἐπίστασθε ὅτι ἐκ ταύτης τῆς ἐργασίας ἡ εὐπορία ἡμῶν ἐστι,

Πραξ. 19,25             αυτός εμάζευσε όλους εκείνους, που ησχολούντο με τα έργα αυτά, και τους είπε· “άνδρες, γνωρίζετε πολύ καλά, ότι από αυτό το επάγγελμα μας προέρχεται το πλούσιον εισόδημά μας.

Πραξ. 19,26       καὶ θεωρεῖτε καὶ ἀκούετε ὅτι οὐ μόνον Ἐφέσου, ἀλλὰ σχεδὸν πάσης τῆς Ἀσίας ὁ Παῦλος οὗτος πείσας μετέστησεν ἱκανὸν ὄχλον, λέγων ὅτι οὐκ εἰσὶ θεοὶ οἱ διὰ χειρῶν γινόμενοι.

Πραξ. 19,26             Βλέπετε δε οι ίδιοι και ακούετε ότι πολύ πλήθος, όχι μόνον της Εφέσου αλλά σχεδόν όλης της Ασίας, αυτός ο Παύλος το έπεισε και το απεμάκρυνε από την θρησκείαν μας, λέγων ότι οι θεοί που κατασκευάζονται με τα χέρια των ανθρώπων δεν είναι αληθινοί θεοί.

Πραξ. 19,27       οὐ μόνον δὲ τοῦτο κινδυνεύει ἡμῖν τὸ μέρος εἰς ἀπελεγμὸν ἐλθεῖν, ἀλλὰ καὶ τὸ τῆς μεγάλης θεᾶς Ἀρτέμιδος ἱερὸν εἰς οὐθὲν λογισθῆναι, μέλλειν τε καὶ καθαιρεῖσθαι τὴν μεγαλειότητα αὐτῆς, ἣν ὅλη ἡ Ἀσία καὶ ἡ οἰκουμένη σέβεται.

Πραξ. 19,27             Και δεν είναι μόνον ότι κινδυνεύει η εργασία μας να πέση εις παρακμήν, αλλά δεν θα λογαριάζεται πλέον εις τίποτε και ο ναός της μεγάλης θεάς Αρτέμιδος και μέλλει να καθαιρεθή και να σβήση η μεγαλειότης αυτής, την οποίαν όλη η Ασία και η οικουμένη σέβεται”.

Πραξ. 19,28       ἀκούσαντες δὲ καὶ γενόμενοι πλήρεις θυμοῦ ἔκραζον λέγοντες· μεγάλη ἡ Ἄρτεμις Ἐφεσίων.

Πραξ. 19,28             Οταν δε άκουσαν εκείνοι αυτά, εκυριεύθησαν από θυμόν και έκραζαν λέγοντες· “είναι μεγάλη η θεά Αρτεμις των Εφεσίων”.

Πραξ. 19,29       καὶ ἐπλήσθη ἡ πόλις τῆς συγχύσεως, ὥρμησάν τε ὁμοθυμαδὸν εἰς τὸ θέατρον συναρπάσαντες Γάϊον καὶ Ἀρίσταρχον Μακεδόνας, συνεκδήμους Παύλου.

Πραξ. 19,29             Και εγέμισεν η πόλις από αναστάτωσιν και ταραχήν, ώρμησαν όλοι μαζή στο θέατρον και ήρπασαν τους δύο Μακεδόνας Γαϊον και Αρίσταρχον, οι οποίοι ήσαν συνεργάται και συνοδοιπόροι του Παύλου.

Πραξ. 19,30       τοῦ δὲ Παύλου βουλομένου εἰσελθεῖν εἰς τὸν δῆμον οὐκ εἴων αὐτὸν οἱ μαθηταί.

Πραξ. 19,30             Οταν δε ο Παύλος ηθέλησε να έλθη εις την συγκέντρωσιν αυτήν του λαού, δεν τον άφιναν οι μαθηταί.

Πραξ. 19,31       τινὲς δὲ καὶ τῶν Ἀσιαρχῶν, ὄντες αὐτῷ φίλοι, πέμψαντες πρὸς αὐτὸν παρεκάλουν μὴ δοῦναι ἑαυτὸν εἰς τὸ θέατρον.

Πραξ. 19,31              Μερικοί δε από τους Ασιάρχας, που ήσαν φίλοι του, έστειλαν προς αυτόν ανθρώπους και τον παρακαλούσαν να μη μεταβή στο θέατρον και εκθέση τον ευατόν του εις κίνδυνον.

Πραξ. 19,32       ἄλλοι μὲν οὖν ἄλλο τι ἔκραζον· ἦν γὰρ ἡ ἐκκλησία συγκεχυμένη, καὶ οἱ πλείους οὐκ ᾔδεισαν τίνος ἕνεκεν συνεληλύθεισαν.

Πραξ. 19,32             Εν τω μεταξύ άλλοι άλλα εκραύγαζον, διότι η συνέλευσις του λαού ευρίσκετο εις αναστάτωσιν και σύγχυσιν και οι περισσότεροι δεν εγνώριζαν, δια ποίον λόγον είχον συγκεντρωθή εκεί.

Πραξ. 19,33       ἐκ δὲ τοῦ ὄχλου προεβίβασαν Ἀλέξανδρον, προβαλλόντων αὐτὸν τῶν Ἰουδαίων· ὁ δὲ Ἀλέξανδρος κατασείσας τὴν χεῖρα ἤθελεν ἀπολογεῖσθαι τῷ δήμῳ.

Πραξ. 19,33             Μερικοί δε από τον λαόν ωδήγησαν προς τα εμπρός κάποιον Αλέξανδρον, τον οποίον οι Ιουδαίοι προσπαθούσαν να προβάλουν και παρυσιάσουν στο πλήθος. Ο δε Αλέξανδρος εκίνησε το χέρι, δια να δηλώση, ότι ήθελε να ομιλήση στον λαόν και να απολογηθή υπέρ των Ιουδαίων.

Πραξ. 19,34       ἐπιγνόντες δὲ ὅτι Ἰουδαῖός ἐστι, φωνὴ ἐγένετο μία ἐκ πάντων, ὡς ἐπὶ ὥρας δύο κραζόντων· μεγάλη ἡ Ἄρτεμις Ἐφεσίων.

Πραξ. 19,34             Οταν όμως τα πλήθη εκατάλαβαν ότι είναι Ιουδαίος, τότε έγινε μία μεγάλη φωνή από όλους και επί δύο περίπου ώρας έκραζον· “μεγάλη η θεά Αρτεμις των Εφεσίων”!

Πραξ. 19,35       καταστείλας δὲ ὁ γραμματεὺς τὸν ὄχλον φησίν· ἄνδρες Ἐφέσιοι, τίς γάρ ἐστιν ἄνθρωπος ὃς οὐ γινώσκει τὴν Ἐφεσίων πόλιν νεωκόρον οὖσαν τῆς μεγάλης θεᾶς Ἀρτέμιδος καὶ τοῦ Διοπετοῦς;

Πραξ. 19,35             Τοτε ο γραμματεύς της Εφέσου, αφού καθησύχασε τα πλήθη, είπε· “άνδρες Εφέσιοι, ηρεμήσατε· διότι ποιός είναι ο άνθρωπος εκείνος, που δεν γνωρίζει ότι η πόλις των Εφεσίων έχει κτίσει και τιμά τον ναόν της μεγάλης θεάς Αρτέμιδος και ιδιαιτέρως λατρεύει αυτήν και το άγαλμα της, που μας έχει ρίξει ο Ζεύς;

Πραξ. 19,36       ἀναντιῤῥήτων οὖν ὄντων τούτων δέον ἐστὶν ὑμᾶς κατεσταλμένους ὑπάρχειν καὶ μηδὲν προπετὲς πράσσειν.

Πραξ. 19,36             Αφού λοιπόν η τιμή, που αποδίδεται εις την θεάν και η προέλευσις του αγάλματος από τον Δια είναι αναντίρρητος και δεν επιδέχονται καμμίαν αμφιβολία, πρέπει σεις να μένετε ήσυχοι και να μη κάνετε τίποτε το απερίσκεπτον και παράφορον.

Πραξ. 19,37       ἠγάγετε γὰρ τοὺς ἄνδρας τούτους οὔτε ἱεροσύλους οὔτε βλασφημοῦντας τὴν θεὰν ὑμῶν.

Πραξ. 19,37             Διότι εφέρατε αυτούς τους άνδρας, τον Γαϊον και Αρίσταρχον, οι οποίοι ούτε έκλεψαν τίποτε από τον ναόν ούτε βλασφημούν την θεάν σας.

Πραξ. 19,38       εἰ μὲν οὖν Δημήτριος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ τεχνῖται ἔχουσι πρός τινα λόγον, ἀγοραῖοι ἄγονται καὶ ἀνθύπατοί εἰσιν, ἐγκαλείτωσαν ἀλλήλοις.

Πραξ. 19,38             Εάν λοιπόν ο Δημήτριος και οι μαζή με αυτόν τεχνίται έχουν να διατυπώσουν κατηγορίαν εναντίον κάποιου ανθρώπου, γίνονται δημόσιαι συγκεντρώσεις εις απονομήν δικαιοσύνης, έχομεν δε και τους ανθυπάτους, δια να αποδώσουν το δίκαιον και ας καταγγείλουν ο ένας τον άλλον εις τα δικαστήρια.

Πραξ. 19,39       εἰ δέ τι περὶ ἑτέρων ἐπιζητεῖτε, ἐν τῇ ἐννόμῳ ἐκκλησίᾳ ἐπιλυθήσεται.

Πραξ. 19,39             Εάν όμως ζητήτε και κάτι άλλο περί άλλων υποθέσεων, που δεν μπορούν να τακτοποιηθούν από τους ανθυπάτους, τότε αυτό θα λυθή από την συνέλευσιν του λαού, η οποία σύμφωνα με τον νόμον, συγκαλείται ωρισμένας ημέρας.

Πραξ. 19,40       καὶ γὰρ κινδυνεύομεν ἐγκαλεῖσθαι στάσεως περὶ τῆς σήμερον, μηδενὸς αἰτίου ὑπάρχοντος περὶ οὗ δυνησόμεθα ἀποδοῦναι λόγον τῆς συστροφῆς ταύτης.

Πραξ. 19,40             Αναγκάζομαι να σας είπω αυτά, διότι κινδυνεύομεν να κατηγορηθώμεν επί στάσει δια την σημερινήν αυτήν συγκέντρωσιν, αφού δεν υπάρχει καμμία δικαιολογία με την οποίαν θα ημπορέσωμεν να απολογηθώμεν δια την συρροήν αυτήν και αναταραχήν του λαού”.

Πραξ. 19,41       καὶ ταῦτα εἰπὼν ἀπέλυσε τὴν ἐκκλησίαν.

Πραξ. 19,41              Και αφού είπε αυτά, διέλυσε την συγκέντρωσιν του λαού.

 

 

ΠΡΑΞΕΙΣ 20

 

Πραξ. 20,1         Μετὰ δὲ τὸ παύσασθαι τὸν θόρυβον προσκαλεσάμενος ὁ Παῦλος τοὺς μαθητὰς καὶ ἀσπασάμενος ἐξῆλθε πορευθῆναι εἰς Μακεδονίαν.

Πραξ. 20,1               Οταν πλέον έπαυσεν ο θόρυβος, εκάλεσε ο Παύλος τους μαθητάς, τους αποχαιρέτησε και ανεχώρησε, δια να μεταβή εις Μακεδονίαν.

Πραξ. 20,2         διελθὼν δὲ τὰ μέρη ἐκεῖνα καὶ παρακαλέσας αὐτοὺς λόγῳ πολλῷ ἦλθεν εἰς τὴν Ἑλλάδα·

Πραξ. 20,2               Αφού δε επέρασε τα γνωστά του μέρη της Μακεδονίας και με την διδασκαλίαν του και πολλούς άλλους λόγους του Ευαγγελίου ενίσχυσε τους εκεί μαθητάς, ήλθε εις την Ελλάδα.

Πραξ. 20,3         ποιήσας τε μῆνας τρεῖς, γενομένης αὐτῷ ἐπιβουλῆς ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων μέλλοντι ἀνάγεσθαι εἰς τὴν Συρίαν, ἐγένετο γνώμη τοῦ ὑποστρέφειν διὰ Μακεδονίας.

Πραξ. 20,3               Εις αυτήν έμεινε επί τρεις μήνας. Επειδή δε μερικοί Ιουδαίοι τον επιβουλεύθησαν και εσχεδίαζαν να τον φονεύσουν, όταν επρόκειτο να ταξιδεύση με πλοίον δια την Συρίαν, απεφασίσθη να επιστρέψη δια μέσου της Μακεδονίας.

Πραξ. 20,4         συνείπετο δὲ αὐτῷ ἄχρι τῆς Ἀσίας Σώπατρος Βεροιαῖος, Θεσσαλονικέων δὲ Ἀρίσταρχος καὶ Σεκοῦνδος, καὶ Γάϊος Δερβαῖος καὶ Τιμόθεος, Ἀσιανοὶ δὲ Τυχικὸς καὶ Τρόφιμος.

Πραξ. 20,4               Συνώδευαν δε αυτόν μέχρι της Ασίας ο Σωπατρος από την Βεροιαν, ο Αρίσταρχος και ο Σεκούνδος από την Θεσσαλονίκην, όπως επίσης ο Γαϊος, που κατήγετο από την Δερβην, και ο Τιμόθεος, από δε την Ασίαν ο Τυχικός και Τρόφιμος.

Πραξ. 20,5         οὗτοι προελθόντες ἔμενον ἡμᾶς ἐν Τρῳάδι·

Πραξ. 20,5               Αυτοί δε ήλθαν ενωρίτερον εις την Τρωάδα και μας επερίμεναν.

Πραξ. 20,6         ἡμεῖς δὲ ἐξεπλεύσαμεν μετὰ τὰς ἡμέρας τῶν ἀζύμων ἀπὸ Φιλίππων καὶ ἤλθομεν πρὸς αὐτοὺς εἰς τὴν Τρῳάδα ἄχρις ἡμερῶν πέντε, οὗ διετρίψαμεν ἡμέρας ἑπτά.

Πραξ. 20,6               Ημείς δε εξεκινήσαμεν με πλοίον από την Νεάπολιν, έπειτα από την εορτήν των αζύμων, έπειτα δηλαδή από το εβραϊκόν πάσχα, και μετά πέντε ημέρας ήλθαμε προς αυτούς εις την Τρωάδα, όπου και εμείναμεν επτά ημέρας.

Πραξ. 20,7         Ἐν δὲ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων συνηγμένων τῶν μαθητῶν κλάσαι ἄρτον, ὁ Παῦλος διελέγετο αὐτοῖς, μέλλων ἐξιέναι τῇ ἐπαύριον, παρέτεινέ τε τὸν λόγον μέχρι μεσονυκτίου.

Πραξ. 20,7               Κατά δε την πρώτην ημέραν της εβδομάδος, δηλαδή την Κυριακήν, όταν οι μαθηταί είχαν συγκεντρωθή, δια να κόψουν και κοινωνήσουν τον άρτον της θείας Ευχαριστίας, ο Παύλος ωμιλούσε και συνωμιλούσε προς αυτούς, επειδή την επομένη έμελλε ν' αναχωρήση. Παρέτεινε δε την διδασκαλίαν μέχρι του μεσονυκτίου.

Πραξ. 20,8         ἦσαν δὲ λαμπάδες ἱκαναὶ ἐν τῷ ὑπερῴῳ οὗ ἦμεν συνηγμένοι.

Πραξ. 20,8               Εκεί δε στο υπερώον, όπου είμεθα συγκεντρωμένοι. ήσαν αρκεταί λαμπάδες ανεμμέναι.

Πραξ. 20,9         καθήμενος δέ τις νεανίας ὀνόματι Εὔτυχος ἐπὶ τῆς θυρίδος, καταφερόμενος ὕπνῳ βαθεῖ διαλεγομένου τοῦ Παύλου ἐπὶ πλεῖον, κατενεχθεὶς ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἔπεσεν ἀπὸ τοῦ τριστέγου κάτω καὶ ἤρθη νεκρός.

Πραξ. 20,9               Ενας νέος, ονόματι Εύτυχος εκάθητο στο παράθυρον και είχε καταληφθή από βαθύν ύπνον. Επειδή δε ο Παύλος παρέτεινε πολλήν ώραν την διδασκαλίαν, εκυριεύθη εξ ολοκλήρου ο Εύτυχος από τον ύπνον και έπεσε από το τρίτο πάτωμα κάτω, απ' όπου και τον εσήκωσαν νεκρόν.

Πραξ. 20,10       καταβὰς δὲ ὁ Παῦλος ἐπέπεσεν αὐτῷ καὶ συμπεριλαβὼν εἶπε· μὴ θορυβεῖσθε· ἡ γὰρ ψυχὴ αὐτοῦ ἐν αὐτῷ ἐστιν.

Πραξ. 20,10             Αλλά ο Παύλος κατέβηκε κάτω, έπεσε επάνω εις αυτόν, τον επήρε εις την αγκάλην του και είπε· “μη ταράσσεσθε και μη λυπείσθε, διότι η ψυχή του επανήλθε και υπάρχει μέσα του”.

Πραξ. 20,11       ἀναβὰς δὲ καὶ κλάσας ἄρτον καὶ γευσάμενος ἐφ᾿ ἱκανόν τε ὁμιλήσας ἄχρις αὐγῆς, οὕτως ἐξῆλθεν.

Πραξ. 20,11              Ανέβηκε δε και πάλιν επάνω, έκοψε τον άρτον της θείας Ευχαριστίας και έφαγε και αφού επί αρκετάς ακόμη ώρας, μέχρι την αυγήν, τους ωμίλησε, έτσι κουρασμένος από την αϋπνίαν και το κήρυγμα ανεχώρησε.

Πραξ. 20,12       ἤγαγον δὲ τὸν παῖδα ζῶντα, καὶ παρεκλήθησαν οὐ μετρίως.

Πραξ. 20,12             Εφεραν δε στο υπερώον τον νέον ζωντανόν και παρηγορήθηκαν όλοι παρά πολύ.

Πραξ. 20,13       Ἡμεῖς δὲ προελθόντες ἐπὶ τὸ πλοῖον ἀνήχθημεν εἰς τὴν Ἄσσον, ἐκεῖθεν μέλλοντες ἀναλαμβάνειν τὸν Παῦλον· οὕτω γὰρ ἦν διατεταγμένος, μέλλων αὐτὸς πεζεύειν.

Πραξ. 20,13             Ημείς δε ήλθαμε ολίγον ενωρίτερα στο πλοίον και επλεύσαμεν εις την Ασσον, απ' όπου επρόκειτο να πάρωμεν μαζή μας τον Παύλον. Διότι έτσι είχε κανονίσει ο Παύλος, επειδή αυτός επρόκειτο να ταξιδεύση έως εκεί δια ξηράς.

Πραξ. 20,14       ὡς δὲ συνέβαλεν ἡμῖν εἰς τὴν Ἄσσον, ἀναλαβόντες αὐτὸν ἤλθομεν εἰς Μυτιλήνην·

Πραξ. 20,14             Οταν δε μας συνήντησε εις την Ασσον, τον επήραμεν στο πλοίον και ήλθαμε εις την Μιτυλήνην.

Πραξ. 20,15       κἀκεῖθεν ἀποπλεύσαντες τῇ ἐπιούσῃ κατηντήσαμεν ἀντικρὺ Χίου, τῇ δὲ ἑτέρᾳ παρεβάλομεν εἰς Σάμον, καὶ μείναντες ἐν Τρωγυλίῳ τῇ ἐχομένῃ ἤλθομεν εἰς Μίλητον.

Πραξ. 20,15             Από εκεί την επομένην ημέραν απεπλεύσαμεν και εφθάσαμεν αντικρύ εις την Χιον. Κατά δε την άλλην ημέραν προσεγγίσαμεν εις την Σαμον, και αφού εμείναμεν την νύκτα στον Τρωγύλιον, ήλθομεν κατά την τρίτην ημέραν εις την Μιλητον.

Πραξ. 20,16       ἔκρινε γὰρ ὁ Παῦλος παραπλεῦσαι τὴν Ἔφεσον, ὅπως μὴ γένηται αὐτῷ χρονοτριβῆσαι ἐν τῇ Ἀσίᾳ· ἔσπευδε γάρ, εἰ δυνατὸν ἦν αὐτῷ, τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς γενέσθαι εἰς Ἱεροσόλυμα.

Πραξ. 20,16             Ηλθομεν δε εκεί, διότι ο Παύλος απεφάσισε να προσπεράση με το πλοίον την Εφεσον και να μη αποβιβασθή εις αυτήν, δια να μη χρονοτριβήση εις την Ασίαν. Και τούτο, διότι εβιάζετο, εάν θα του ήτο δυνατόν, κατά την ημέραν της Πεντηκοστής να φθάση εις Ιεροσόλυμα.

Πραξ. 20,17       Ἀπὸ δὲ τῆς Μιλήτου πέμψας εἰς Ἔφεσον μετεκαλέσατο τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας.

Πραξ. 20,17             Από την Μιλητον δε έστειλε ανθρώπους εις την Εφεσον και εκάλεσε τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας.

Πραξ. 20,18       ὡς δὲ παρεγένοντο πρὸς αὐτόν, εἶπεν αὐτοῖς· ὑμεῖς ἐπίστασθε, ἀπὸ πρώτης ἡμέρας ἀφ᾿ ἧς ἐπέβην εἰς τὴν Ἀσίαν, πῶς μεθ᾿ ὑμῶν τὸν πάντα χρόνον ἐγενόμην,

Πραξ. 20,18             Οταν δε ήλθαν προς αυτόν, τους είπε· “σεις γνωρίζετε πολύ καλά, πως συμπεριεφέρθην μαζή σας από την πρώτην ημέραν που ήλθα εις την Ασίαν και καθ' όλον τον χρόνον της παραμονής μου.

Πραξ. 20,19       δουλεύων τῷ Κυρίῳ μετὰ πάσης ταπεινοφροσύνης καὶ πολλῶν δακρύων καὶ πειρασμῶν τῶν συμβάντων μοι ἐν ταῖς ἐπιβουλαῖς τῶν Ἰουδαίων,

Πραξ. 20,19             Υπηρετούσα, ως πιστός δούλος τον Κυριον, με κάθε ταπεινοφροσύνην και με πολλά δάκρυα, που έχυνα δια τους απιστούντας και πολεμούντας το Ευαγγέλιον, και με πολλήν υπομονήν εν μέσω των δυσκολιών και των κατατρεγμών, που μου συνέβησαν από τας επιβουλάς των Ιουδαίων.

Πραξ. 20,20       ὡς οὐδὲν ὑπεστειλάμην τῶν συμφερόντων τοῦ μὴ ἀναγγεῖλαι ὑμῖν καὶ διδάξαι ὑμᾶς δημοσίᾳ καὶ κατ᾿ οἴκους,

Πραξ. 20,20            Γνωρίζετε ακόμη, ότι καμμία δυσκολία και κανένας κίνδυνος δεν με ημπόδισε από του να κηρύξω εις σας, και εις δημόσια κέντρα και ιδιαιτέρως εις τα σπίτια σας, κάθε τι που εξυπηρετούσε το πνευματικόν σας συμφέρον.

Πραξ. 20,21       διαμαρτυρόμενος Ἰουδαίοις τε καὶ Ἕλλησι τὴν εἰς τὸν Θεὸν μετάνοιαν καὶ πίστιν τὴν εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.

Πραξ. 20,21             Ετόνιζα δε στους Ιουδαίους και στους Ελληνας την ανάγκην της μετανοίας απέναντι του Θεού και την ανάγκην της πίστεως στον Κυριον ημών Ιησούν Χριστόν.

Πραξ. 20,22       καὶ νῦν ἰδοὺ ἐγὼ δεδεμένος τῷ πνεύματι πορεύομαι εἰς Ἱερουσαλήμ, τὰ ἐν αὐτῇ συναντήσοντά μοι μὴ εἰδώς,

Πραξ. 20,22            Και ιδού τώρα εγώ, σαν να είμαι δεμένος από το Πνεύμα το Αγιον, πηγαίνω υποχρεωτικά εις την Ιερουσαλήμ, χωρίς να ξέρω εκείνα, που θα μου συμβούν εις αυτήν.

Πραξ. 20,23       πλὴν ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον κατὰ πόλιν διαμαρτύρεται λέγον ὅτι δεσμά με καὶ θλίψεις μένουσιν.

Πραξ. 20,23            Πλην τούτο μόνον γνωρίζω ότι το Πνεύμα το Αγιον από πόλεως εις πόλιν μαρτυρεί καθαρά μέσα μου και μου λέγει, ότι με περιμένουν δεσμά και θλίψεις.

Πραξ. 20,24       ἀλλ᾿ οὐδενὸς λόγον ποιοῦμαι οὐδὲ ἔχω τὴν ψυχήν μου τιμίαν ἐμαυτῷ, ὡς τελειῶσαι τὸν δρόμον μου μετὰ χαρᾶς καὶ τὴν διακονίαν ἣν ἔλαβον παρὰ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, διαμαρτύρασθαι τὸ εὐαγγέλιον τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.

Πραξ. 20,24            Αλλά τίποτε από αυτά δεν θεωρώ άξιον λόγου, να με εμποδίση από την πορείαν μου, ούτε και θεωρώ την ζωήν μου πολύτιμον δι' εμέ, όσον θεωρώ σπουδαίον να φθάσω στο τέλος του δρόμου μου με χαράν και ειρήνην συνειδήσεως και να φέρω εις πέρας την αποστολήν, που έχω λάβει από τον Κυριον Ιησούν, και η οποία είναι να κηρύξω και να δώσω αφόβως την καλήν μαρτυρίαν δια το Ευαγγέλιον της χάριτος του Θεού.

Πραξ. 20,25       καὶ νῦν ἰδοὺ ἐγὼ οἶδα ὅτι οὐκέτι ὄψεσθε τὸ πρόσωπόν μου ὑμεῖς πάντες, ἐν οἷς διῆλθον κηρύσσων τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.

Πραξ. 20,25            Και ιδού τώρα εγώ προβλέπω, κατά το ανθρώπινον, ότι δεν θα ξαναϊδήτε πλέον το πρόσωπόν μου όλοι σεις, ανάμεσα στους οποίους επέρασα, κηρύσσων την βασιλείαν του Θεού.

Πραξ. 20,26       διὸ μαρτύρομαι ὑμῖν ἐν τῇ σήμερον ἡμέρᾳ ὅτι καθαρὸς ἐγὼ ἀπὸ τοῦ αἵματος πάντων·

Πραξ. 20,26            Δι' αυτό και κατά την σημερινήν ημέραν, την τελευταίαν που με βλέπετε, βεβαιώνω, με καθαράν την συνείδησιν ενώπιον του Θεού, ότι είμαι ανεύθυνος δι' όλους σας, εάν συμβή και παραστρατήση κανείς από σας.

Πραξ. 20,27       οὐ γὰρ ὑπεστειλάμην τοῦ μὴ ἀναγγεῖλαι ὑμῖν πᾶσαν τὴν βουλὴν τοῦ Θεοῦ.

Πραξ. 20,27            Δεν έχω ευθύνην, διότι δεν παρέλειψα ποτέ να μη καταστήσω γνωστήν εις σας κάθε βουλήν του Θεού, που σχετίζεται με την σωτηρίαν του ανθρώπου.

Πραξ. 20,28       προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος.

Πραξ. 20,28            Προσέχετε λοιπόν στον εαυτόν σας, πως θα ζήτε. Προσέχετε δε πως θα φέρεσθε και τι θα διδάσκετε εις όλον το πνευματικόν σας ποίμνιον, στο οποίον το Πνεύμα το Αγιον σας έβαλε επισκόπους, να ποιμαίνετε την Εκκλησίαν του Κυρίου και Θεού, την οποίαν αυτός ο Κυριος απέκτησε με το αίμα του.

Πραξ. 20,29       ἐγὼ γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου·

Πραξ. 20,29            Διότι εγώ γνωρίζω τούτο· ότι μετά την έλευσίν μου αυτήν και την αναχώρησιν θα εισέλθουν μεταξύ σας ψευδοδιδάσκαλοι και αιρετικοί, σαν άγριοι λύκοι, οι οποίοι δεν θα λογαριάζουν καθόλου τα λογικά πρόβατα του Χριστού, αλλά θα προσπαθούν να τα παρασύρουν εις τας πλάνας των και να τα κατασπαράξουν ψυχικώς.

Πραξ. 20,30       καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν.

Πραξ. 20,30            Και από σας τους ίδιους θα εγερθούν εγωπαθείς άνδρες, οι οποίοι θα διδάσκουν διεστραμμένας και ψευδείς διδασκαλίας, δια να αποσπούν τους μαθητάς από τον ορθόν δρόμον της σωτηρίας και να τους παρασύρουν με το μέρος των ως ιδικούς των οπαδούς.

Πραξ. 20,31       διὸ γρηγορεῖτε, μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καὶ ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον.

Πραξ. 20,31             Δι' αυτό πρέπει να είσθε άγρυπνοι και προσεκτικοί, ενθυμούμενοι το παράδειγμά μου, ότι επί τρία κατά συνέχειαν έτη δεν έπαυσα νύκτα και ημέραν με δάκρυα να συμβουλεύω και καθοδηγώ τον καθένα σας.

Πραξ. 20,32       καὶ τὰ νῦν παρατίθεμαι ὑμᾶς, ἀδελφοί, τῷ Θεῷ καὶ τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ τῷ δυναμένῳ ἐποικοδομῆσαι καὶ δοῦναι ὑμῖν κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πᾶσιν.

Πραξ. 20,32            Και τώρα, αδελφοί, σας εμπιστεύομαι εις τα χέρια του Θεού και εις την διδασκαλίαν της χάριτος αυτού, ο οποίος Θεός μόνος ημπορεί να σας οικοδομήση εις την κατά Χριστόν ζωήν και να σας δώση κληρονομίαν μεταξύ όλων εκείνων, οι οποίοι έχουν προχωρήσει στον αγιασμόν δια της χάριτος του Χριστού.

Πραξ. 20,33       ἀργυρίου ἢ χρυσίου ἢ ἱματισμοῦ οὐδενὸς ἐπεθύμησα·

Πραξ. 20,33             Αργύριον η χρυσίον η ενδύματα, τίποτε από αυτά δεν επεθύμησα.

Πραξ. 20,34       αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται.

Πραξ. 20,34            Σεις δε οι ίδιοι γνωρίζετε ότι εις τας ανάγκας μου και εις τας ανάγκας εκείνων, που ήσαν μαζή μου, υπηρέτησαν αυτά τα χέρια.

Πραξ. 20,35       πάντα ὑπέδειξα ὑμῖν ὅτι οὕτω κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων, μνημονεύειν τε τὸν λόγον τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ὅτι αὐτὸς εἶπε· μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν.

Πραξ. 20,35             Ολα, έργω και λόγω, σας τα έχω υποδείξει, ότι δηλαδή έτσι εργαζόμενοι πνευματικώς και υλικώς θα βοηθήτε και θα στηρίζετε τους ασθενείς εις την πίστιν αδελφούς. Να ενθυμήσθε τους λόγους του Κυρίου Ιησού, τους οποίους αυτός είπε· Είναι περισσότερον μακάριον να δίδη κανείς, παρά να λαμβάνη”.

Πραξ. 20,36       καὶ ταῦτα εἰπών, θεὶς τὰ γόνατα αὐτοῦ σὺν πᾶσιν αὐτοῖς προσηύξατο.

Πραξ. 20,36            Και αφού είπε αυτά, εγονάτισε και μαζή με όλους προσευχήθηκε.

Πραξ. 20,37       ἱκανὸς δὲ ἐγένετο κλαυθμὸς πάντων, καὶ ἐπιπεσόντες ἐπὶ τὸν τράχηλον τοῦ Παύλου κατεφίλουν αὐτόν,

Πραξ. 20,37             Εγινε δε πολύς κλαυθμός από όλους και αφού έπεσαν στον τράχηλον του Παύλου, τον εφιλούσαν και τον ξαναφιλούσαν με πολλήν στοργήν,

Πραξ. 20,38       ὀδυνώμενοι μάλιστα ἐπὶ τῷ λόγῳ ᾧ εἰρήκει, ὅτι οἰκέτι μέλλουσι τὸ πρόσωπον αὐτοῦ θεωρεῖν. προέπεμπον δὲ αὐτὸν εἰς τὸ πλοῖον.

Πραξ. 20,38            πονούντες μάλιστα και λυπούμενοι δια τον λόγον, που τους είπε, ότι δεν πρόκειτε πλέον να ξαναϊδούν το πρόσωπόν του. Ετσι δε συγκινημένοι τον συνώδευσαν έως το πλοίον και τον κατευώδωσαν.

 

 

ΠΡΑΞΕΙΣ 21

 

Πραξ. 21,1         Ὡς δὲ ἐγένετο ἀναχθῆναι ἡμᾶς ἀποσπασθέντας ἀπ᾿ αὐτῶν, εὐθυδρομήσαντες ἤλθομεν εἰς τὴν Κῶ, τῇ δὲ ἑξῆς εἰς τὴν Ῥόδον, κἀκεῖθεν εἰς Πάταρα.

Πραξ. 21,1                Οταν δε, καθώς με δυσκολίαν απεσπάνθημεν από αυτούς, επεπλεύσαμεν, ήλθαμεν κατ' ευθείαν εις την Κω, την δε άλλη ημέραν εις την Ροδον και από εκεί εις τα Παταρα.

Πραξ. 21,2         καὶ εὑρόντες πλοῖον διαπερῶν εἰς Φοινίκην ἐπιβάντες ἀνήχθημεν.

Πραξ. 21,2               Και αφού ευρήκαμεν πλοίον, που επρόκειτο να περάση εις την Φοινίκην, επεβιβάσθημεν εις αυτό και επεπλεύσαμεν.

Πραξ. 21,3         ἀναφανέντες δὲ τὴν Κύπρον καὶ καταλιπόντες αὐτὴν εὐώνυμον ἐπλέομεν εἰς Συρίαν, καὶ κατήχθημεν εἰς Τύρον· ἐκεῖσε γὰρ ἦν τὸ πλοῖον ἀποφορτιζόμενον τὸν γόμον.

Πραξ. 21,3                Οταν δε επροχωρήσαμεν αρκετά, ώστε να φανή από μακρυά η Κυπρος, την αφήσαμεν αριστερά και επλέσαμεν εις την Συρίαν και ερρίξαμε άγκυρα εις την Τυρον. Διότι εκεί επρόκειτο το πλοίον να ξεφορτώση το φορτίον του.

Πραξ. 21,4         καὶ ἀνευρόντες τοὺς μαθητὰς ἐπεμείναμεν αὐτοῦ ἡμέρας ἑπτά· οἵτινες τῷ Παύλῳ ἔλεγον διὰ τοῦ Πνεύματος μὴ ἀναβαίνειν εἰς Ἱεροσόλυμα.

Πραξ. 21,4               Αφού δε ανεζητήσαμεν και ευρήκαμεν τους μαθητάς, εμείναμεν εις την πόλιν αυτήν επτά ημέρας. Και οι Χριστιανοί αυτοί, επειδή είχαν φωτισθή από το Αγιον Πνεύμα δι' όσα έμελλον να συμβούν στον Παύλον, του έλεγαν να μη ανεβή εις τα Ιεροσόλυμα, δια να αποφύγη τας σκληράς περιπετείας.

Πραξ. 21,5         ὅτε δὲ ἐγένετο ἡμᾶς ἐξαρτίσαι τὰς ἡμέρας, ἐξελθόντες ἐπορευόμεθα προπεμπόντων ἡμᾶς πάντων σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις ἕως ἔξω τῆς πόλεως, καὶ θέντες τὰ γόνατα ἐπὶ τὸν αἰγιαλὸν προσηυξάμεθα,

Πραξ. 21,5                Οταν όμως συνεπληρώσαμεν τας επτά ημέρας, εβγήκαμεν από το σπίτι, που εφιλοξενούμεθα, και επηγαίναμε, συνοδευόμενοι και προπεμπόμενοι από όλους συν γυναιξί και τέκνοις, έως έξω από την πόλιν. Και εκεί εις την παραλίαν γονατιστοί προσευχηθήκαμε.

Πραξ. 21,6         καὶ ἀσπασάμενοι ἀλλήλους ἐπέβημεν εἰς τὸ πλοῖον, ἐκεῖνοι δὲ ὑπέστρεψαν εἰς τὰ ἴδια.

Πραξ. 21,6               Και αφού αποχαιρετήσαμεν αλλήλους, ημείς μεν ανεβήκαμε στο πλοίον, εκείνοι δε επέστρεψαν εις τα σπίτια των.

Πραξ. 21,7         Ἡμεῖς δὲ τὸν πλοῦν διανύσαντες ἀπὸ Τύρου κατηντήσαμεν εἰς Πτολεμαΐδα, καὶ ἀσπασάμενοι τοὺς ἀδελφοὺς ἐμείναμεν ἡμέραν μίαν παρ᾿ αὐτοῖς.

Πραξ. 21,7                Ημείς δε αφού ετελειώσαμε το θαλασσινό ταξίδι, εφθάσαμεν από την Τυρον εις την Πτολεμαΐδα και αφού αχαιρετήσαμεν με εγκαρδιότητα τους αδελφούς εμείναμεν κοντά των μίαν ημέραν.

Πραξ. 21,8         τῇ δὲ ἐπαύριον ἐξελθόντες ἤλθομεν εἰς Καισάρειαν, καὶ εἰσελθόντες εἰς τὸν οἶκον Φιλίππου τοῦ εὐαγγελιστοῦ, ὄντος ἐκ τῶν ἑπτά, ἐμείναμεν παρ᾿ αὐτῷ.

Πραξ. 21,8               Την δε άλλην ημέραν ανεχωρήσαμεν και ήλθαμεν εις την Καισάρειαν. Επήγαμεν δε στο σπίτι του Φιλίππου του Ευαγγελιστού, ο οποίος ήτο ένας από τους επτά διακόνους και εμείναμεν πλησίον του.

Πραξ. 21,9         τούτῳ δὲ ἦσαν θυγατέρες παρθένοι τέσσαρες προφητεύουσαι.

Πραξ. 21,9               Είχε δε αυτός τέσσαρας θυγατέρας παρθένους, αι οποίαι εδίδασκαν και επροφήτευαν.

Πραξ. 21,10       ἐπιμενόντων δὲ ἡμῶν ἡμέρας πλείους κατῆλθέ τις ἀπὸ τῆς Ἰουδαίας προφήτης ὀνόματι Ἄγαβος,

Πραξ. 21,10              Ενώ δε ημείς εμέναμεν περισσοτέρας ημέρας εις την Καισάρειαν, κατέβηκε από την Ιουδαίαν ένας προφήτης, ονόματι Αγαβος.

Πραξ. 21,11       καὶ ἐλθὼν πρὸς ἡμᾶς καὶ ἄρας τὴν ζώνην τοῦ Παύλου, δήσας τε αὐτοῦ τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας εἶπε· τάδε λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον· τὸν ἄνδρα οὗ ἐστιν ἡ ζώνη αὕτη, οὕτω δήσουσιν εἰς Ἱερουσαλὴμ οἱ Ἰουδαῖοι καὶ παραδώσουσιν εἰς χεῖρας ἐθνῶν.

Πραξ. 21,11              Ηλθεν εκεί όπου εμέναμεν, επήρε την ζώνην του Παύλου, έδεσε με αυτήν τα δικά του πόδια και χέρια και είπε· “αυτά λέγει το Πνεύμα το Αγιον· τον άνδρα στον οποίον ανήκει η ζώνη αυτή, έτσι θα τον δέσουν εις την Ιερουσαλήμ οι Ιουδαίοι και θα τον παραδώσουν εις τα χέρια των εθνικών Ρωμαίων”.

Πραξ. 21,12       ὡς δὲ ἠκούσαμεν ταῦτα, παρεκαλοῦμεν ἡμεῖς τε καὶ οἱ ἐντόπιοι τοῦ μὴ ἀναβαίνειν αὐτὸν εἰς Ἱερουσαλήμ.

Πραξ. 21,12              Ημείς δε και οι εντόπιοι, αμέσως μόλις ηκούσαμεν τα λόγια αυτά, παρακαλούσαμεν με δάκρυα τον Παύλον να μη ανεβή εις Ιερουσαλήμ.

Πραξ. 21,13       ἀπεκρίθη τε ὁ Παῦλος· τί ποιεῖτε κλαίοντες καὶ συνθρύπτοντές μου τὴν καρδίαν; ἐγὼ γὰρ οὐ μόνον δεθῆναι, ἀλλὰ καὶ ἀποθανεῖν εἰς Ἱερουσαλὴμ ἑτοίμως ἔχω ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.

Πραξ. 21,13              Απεκρίθη τότε ο Παύλος· “τι είναι αυτό που κάνετε, κλαίετε και μου κομματιάζετε την καρδιά; Διότι εγώ είμαι έτοιμος δια το όνομα του Κυρίου Ιησού, όχι μόνον να δεθώ, αλλά και να αποθάνω εις την Ιερουσαλήμ”.

Πραξ. 21,14       μὴ πειθομένου δὲ αὐτοῦ ἡσυχάσαμεν εἰπόντες· τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου γινέσθω.

Πραξ. 21,14              Επειδή δε ο Παύλος δεν επείθετο εις τας παρακλήσεις μας, ησυχάσαμεν ειπόντες· “ας γίνη το θέλημα του Κυρίου”.

Πραξ. 21,15       Μετὰ δὲ τὰς ἡμέρας ταύτας ἐπισκευασάμενοι ἀνεβαίνομεν εἰς Ἱερουσαλήμ·

Πραξ. 21,15              Επειτα δε από τας ημέρας αυτάς, αφού ετοιμάσαμεν τα του ταξιδίου μας, εξεκινήσαμεν δια την Ιερουσαλήμ.

Πραξ. 21,16       συνῆλθον δὲ καὶ τῶν μαθητῶν ἀπὸ Καισαρείας σὺν ἡμῖν, ἄγοντες παρ᾿ ᾧ ξενισθῶμεν Μνάσωνί τινι Κυπρίῳ, ἀρχαίῳ μαθητῇ.

Πραξ. 21,16              Ηλθαν δε μαζή μας και μερικοί μαθηταί από την Καισάρειαν, οι οποίοι μάλιστα και μας ωδήγησαν, δια να φιλοξενηθώμεν κατά το ταξίδι μας, εις κάποιον, ονόματι Μνάσωνα, Κυπριον, αρχαίον μαθητήν.

Πραξ. 21,17       Γενομένων δὲ ἡμῶν εἰς Ἱεροσόλυμα ἀσμένως ἐδέξαντο ἡμᾶς οἱ ἀδελφοί.

Πραξ. 21,17              Οταν σε εφθάσαμεν εις Ιεροσόλυμα, μας εδέχθησαν με χαράν οι αδελφοί.

Πραξ. 21,18       τῇ δὲ ἐπιούσῃ εἰσῄει ὁ Παῦλος σὺν ἡμῖν πρὸς Ἰάκωβον, πάντες τε παρεγένοντο οἱ πρεσβύτεροι.

Πραξ. 21,18              Την επομένην επήγε ο Παύλος μαζή με ημάς στο σπίτι του Ιακώβου, όπου και ήλθαν όλοι οι πρεσβύτεροι.

Πραξ. 21,19       καὶ ἀσπασάμενος αὐτοὺς ἐξηγεῖτο καθ᾿ ἓν ἕκαστον ὧν ἐποίησεν ὁ Θεός ἐν τοῖς ἔθνεσι διὰ τῆς διακονίας αὐτοῦ.

Πραξ. 21,19              Και αφού τους εχαιρέτησε, ανέφερε και εξήγησε ένα προς ένα, όσα ο Θεός επραγματοποίησε μεταξύ των εθνών δια της αποστολικής διακονίας αυτού.

Πραξ. 21,20       οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐδόξαζον τὸν Κύριον, εἶπόν τε αὐτῷ· θεωρεῖς, ἀδελφέ, πόσαι μυριάδες εἰσὶν Ἰουδαίων τῶν πεπιστευκότων, καὶ πάντες ζηλωταὶ τοῦ νόμου ὑπάρχουσι.

Πραξ. 21,20             Εκείνοι δε, όταν ήκουσαν αυτά, εδόξασαν τον Κυριον και του είπον· “βλέπεις, αδελφέ, πόσαι χιλιάδες είναι οι Εβραίοι, που έχουν πιστεύσει στον Κυριον, και όλοι αυτοί εξακολουθούν με ζήλον να κρατούν και να ομιλούν δια τον νόμον του Μωϋσέως.

Πραξ. 21,21       κατηχήθησαν δὲ περὶ σοῦ ὅτι ἀποστασίαν διδάσκεις ἀπὸ Μωϋσέως τοὺς κατὰ τὰ ἔθνη πάντας Ἰουδαίους, λέγων μὴ περιτέμνειν αὐτοὺς τὰ τέκνα μηδὲ τοῖς ἔθεσι περιπατεῖν.

Πραξ. 21,21              Ηκουσαν δε πολλές φορές και με επιμονήν δια σε, ότι διδάσκεις όλους τους Ιουδαίους, που ευρίσκονται μεταξύ των διαφόρων εθνών, να αποστατήσουν από τον νόμον του Μωϋσέως, λέγων εις αυτούς να μη περιτέμνουν τα τέκνα των ούτε να ζουν σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα έθιμα των Εβραίων.

Πραξ. 21,22       τί οὖν ἐστι; πάντως δεῖ πλῆθος συνελθεῖν· ἀκούσονται γὰρ ὅτι ἐλήλυθας.

Πραξ. 21,22             Τι θα γίνη λοιπόν τώρα; Παντως, θα συγκεντρωθή οπωσδήποτε το πλήθος των Χριστιανών Ιουδαίων, διότι θα ακούσουν ότι ήλθες.

Πραξ. 21,23       τοῦτο οὖν ποίησον ὅ σοι λέγομεν· εἰσὶν ἡμῖν ἄνδρες τέσσαρες εὐχὴν ἔχοντες ἐφ᾿ ἑαυτῶν·

Πραξ. 21,23             Δια να διαλύσης λοιπόν τας υποψίας και να προλάβης το σκάνδαλον, κάμε αυτό που θα σου είπωμεν. Υπάρχουν εδώ μαζή μας τέσσαρες άνδρες, που έχουν κάμει τάξιμο επί του ευατού των να ζήσουν με ειδικήν εγκράτειαν και να μη κόψουν επί ωρισμένον χρονικόν διάστημα τας τρίχας της κεφαλής των, δια να τας αφιερώσουν κατόπιν στο θυσιαστήριον σύμφωνα με το έθιμον περί των Ναζηραίων.

Πραξ. 21,24       τούτους παραλαβὼν ἁγνίσθητι σὺν αὐτοῖς καὶ δαπάνησον ἐπ᾿ αὐτοῖς ἵνα ξυρήσωνται τὴν κεφαλήν, καὶ γνῶσι πάντες ὅτι ὧν κατήχηνται περὶ σοῦ οὐδέν ἐστιν, ἀλλὰ στοιχεῖς καὶ αὐτὸς τὸν νόμον φυλάσσων.

Πραξ. 21,24             Αφού λοιπόν πάρης αυτούς μαζή σου, κάμε και συ μαζή με αυτούς ο,τι ορίζει ο μωσαϊκός νόμος δια τον αγνισμόν και πλήρωσε δι' αυτούς ο,τι θα χρειασθή, δια τας θυσίας, που πρέπει να γίνουν, δια να ξυρίσουν οι άνθρωποι αυτοί την κεφαλήν των. Ετσι δε θα μάθουν όλοι ότι δεν έχουν καμμίαν βάσιν όσα εις βάρος σου έχουν πληροφορηθή, αλλ' ότι και συ ο ίδιος πορεύεσαι φυλάσσων τον μωσαϊκόν νόμον.

Πραξ. 21,25       περὶ δὲ τῶν πεπιστευκότων ἐθνῶν ἡμεῖς ἐπεστείλαμεν κρίναντες μηδὲν τοιοῦτον τηρεῖν αὐτούς, εἰ μὴ φυλάσσεσθαι αὐτοὺς τό τε εἰδωλόθυτον καὶ τὸ αἷμα καὶ πνικτὸν καὶ πορνείαν.

Πραξ. 21,25             Οσον δε δια τους εθνικούς, που έχουν πιστεύσει, ημείς τους εστείλαμεν επιστολήν, σύμφωνα με την απόφασιν που ελάβομεν, να μη τηρούν κανένα από τους τύπους αυτούς του Νομου, ει μη μόνον να προφυλάσσωνται από το ειδωλόθυτον και το αίμα και το πνικτόν και την πορνείαν”.

Πραξ. 21 ,26      τότε ὁ Παῦλος παραλαβὼν τοὺς ἄνδρας τῇ ἐχομένῃ ἡμέρᾳ σὺν αὐτοῖς ἁγνισθεὶς εἰσῄει εἰς τὸ ἱερόν, διαγγέλλων τὴν ἐκπλήρωσιν τῶν ἡμερῶν τοῦ ἁγνισμοῦ, ἕως οὗ προσηνέχθη ὑπὲρ ἑνὸς ἑκάστου αὐτῶν ἡ προσφορά.

Πραξ. 21,26             Τοτε ο Παύλος επήρε την επομένην ημέραν τους τέσσαρας άνδρας, υπεβλήθη στους αγνισμούς, που ώριζε ο νόμος, εισήλθε στο ιερόν και ανήγγειλε εις όλους ότι συνεπληρώθησαν αι ημέραι του αγνισμού, έως ότου προσεφέρθη δι' ένα έκαστον από αυτούς η καθιερωμένη θυσία.

Πραξ. 21,27       Ὡς δὲ ἔμελλον αἱ ἑπτὰ ἡμέραι συντελεῖσθαι, οἱ ἀπὸ τῆς Ἀσίας Ἰουδαῖοι θεασάμενοι αὐτὸν ἐν τῷ ἱερῷ συνέχεον πάντα τὸν ὄχλον, καὶ ἐπέβαλον τὰς χεῖρας ἐπ᾿ αὐτὸν

Πραξ. 21,27             Οτυαν δε επρόκειτο να συμπληρωθούν αι επτά ημέραι, κατά τας οποίας θα έληγε η όλη τελετή του αγνισμού, οι από την Ασίαν Ιουδαίοι, όταν είδαν τον Παύλον στο ιερόν, ανεστάτωσαν και εξεσήκωσαν όλον τον λαόν και τον έπιασαν,

Πραξ. 21,28       κράζοντες· ἄνδρες Ἰσραηλῖται, βοηθεῖτε· οὗτός ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ κατὰ τοῦ λαοῦ καὶ τοῦ νόμου καὶ τοῦ τόπου τούτου πάντας πανταχοῦ διδάσκων· ἔτι τε καὶ Ἕλληνας εἰσήγαγεν εἰς τὸ ἱερὸν καὶ κεκοίνωκε τὸν ἅγιον τόπον τοῦτον·

Πραξ. 21,28             κράζοντες· “άνδρες Ισραηλίται, βοηθήστε μας· αυτός είναι ο άνθρωπος, ο οποίος εις όλα τα μέρη διδάσκει όλους εναντίον του ισραηλιτικού λαού και εναντίον του μωσαϊκού Νομου και εναντίον του ιερού τούτου τόπου. Ακόμη δε και Ελληνας ειδωλολάτρας έφερε στο ιερόν και εμόλυνε τον άγιον τούτον τόπον”.

Πραξ. 21,29       ἦσαν γὰρ ἑωρακότες Τρόφιμον τὸν Ἐφέσιον ἐν τῇ πόλει σὺν αὐτῷ, ὃν ἐνόμιζον ὅτι εἰς τὸ ἱερὸν εἰσήγαγεν ὁ Παῦλος.

Πραξ. 21,29             Ελεγαν δε αυτό, διότι είχαν ιδεί τον Τρόφιμον, τον Εφέσιον, εις την πόλιν μαζή με τον Παύλον, τον οποίον και ενόμιζαν ότι τον είχεν εισαγάγει ο Παύλος στο ιερόν.

Πραξ. 21,30       ἐκινήθη τε ἡ πόλις ὅλη καὶ ἐγένετο συνδρομὴ τοῦ λαοῦ, καὶ ἐπιλαβόμενοι τοῦ Παύλου εἷλκον αὐτὸν ἔξω τοῦ ἱεροῦ, καὶ εὐθέως ἐκλείσθησαν αἱ θύραι.

Πραξ. 21,30             Εταράχθηκε όλη η πόλις, εμαζεύτηκε ταχέως εκεί λαός Εβραίων και αφού έπιασαν τον Παύλον, τον έσυραν έξω από την αυλήν του ναού και αμέσως εκλείσθησαν αι θύραι, μήπως και μολυνθή ο ναός με το αίμα του Παύλου, τον οποίον είχαν απόφασιν να εκτελέσουν αμέσως εκεί.

Πραξ. 21,31       ζητούντων δὲ αὐτὸν ἀποκτεῖναι ἀνέβη φάσις τῷ χιλιάρχῳ τῆς σπείρης ὅτι ὅλη συγκέχυται Ἱερουσαλήμ·

Πραξ. 21,31              Ενώ δε εκείνοι με τα κτυπήματα των επιχειρούσαν να τον φονεύσουν, έγινε γνωστόν στον χιλίαρχον του ρωμαϊκού τάγματος ότι όλη η Ιερουσαλήμ είναι αναστατωμένη.

Πραξ. 21,32       ὃς ἐξαυτῆς παραλαβὼν στρατιώτας καὶ ἑκατοντάρχους κατέδραμεν ἐπ᾿ αὐτούς. οἱ δὲ ἰδόντες τὸν χιλίαρχον καὶ τοὺς στρατιώτας ἐπαύσαντο τύπτοντες τὸν Παῦλον.

Πραξ. 21,32             Αυτός παραλαβών αμέσως στρατιώτας και εκατοντάρχους, έτρεξε κάτω εις αυτούς. Οταν δε εκείνοι είδαν τον χιλίαρχον και τους στρατιώτας, έπαυσαν να κτυπούν τον Παύλον.

Πραξ. 21,33       ἐγγίσας δὲ ὁ χιλίαρχος ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ ἐκέλευσε δεθῆναι ἁλύσεσι δυσί, καὶ ἐπυνθάνετο τίς ἂν εἴη καὶ τί ἐστι πεποιηκώς.

Πραξ. 21,33             Αφού επλησίασε ο χιλίαρχος, έπιασε τον Παύλον, διέταξε να τον δέσουν με δύο αλυσίδες και εζητούσε πληροφορίες, ποιός είναι αυτός και τι έχει κάμει.

Πραξ. 21,34       ἄλλοι δὲ ἄλλο τι ἐβόων ἐν τῷ ὄχλῳ· μὴ δυνάμενος δὲ γνῶναι τὸ ἀσφαλὲς διὰ τὸν θόρυβον, ἐκέλευσεν ἄγεσθαι αὐτὸν εἰς τὴν παρεμβολήν.

Πραξ. 21,34             Ομως άλλοι άλλα εφώναζαν μέσα στο πλήθος. Επειδή δε ο χιλίαρχος ένεκα της οχλοβοής δεν ημπορούσε να μάθη κάτι το βέβαιον, διέταξε να οδηγήσουν τον Παύλον στο περιτειχισμένον στρατόπεδον.

Πραξ. 21,35       ὅτε δὲ ἐγένετο ἐπὶ τοὺς ἀναβαθμούς, συνέβη βαστάζεσθαι αὐτὸν ὑπὸ τῶν στρατιωτῶν διὰ τὴν βίαν τοῦ ὄχλου·

Πραξ. 21,35             Οταν δε ήλθε εις τα σκαλοπάτια της κλίμακος του φρουρίου, ηναγκάσθησαν οι στρατιώται να βαστάζουν εις τα χέρια τον Παύλον, δια να τον προφυλάξουν από το στρύμωγμα και την ορμήν του όχλου.

Πραξ. 21,36       ἠκολούθει γὰρ τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ κρᾶζον· αἶρε αὐτόν.

Πραξ. 21,36             Διότι όλον το πλήθος του λαού ακολουθούσε και εκραύγαζε· “φόνευσέ τον, να λείψη από την γην”.

Πραξ. 21,37       Μέλλων τε εἰσάγεσθαι εἰς τὴν παρεμβολὴν ὁ Παῦλος λέγει τῷ χιλιάρχῳ· εἰ ἔξεστί μοι εἰπεῖν τι πρός σε; ὁ δὲ ἔφη· ἑλληνιστὶ γινώσκεις;

Πραξ. 21,37             Και όταν ο Παύλος επρόκειτο να εισαχθή στο φρούριον, είπε στον εκατόνταρχον· “μου επιτρέπεται να σου πω κάτι;” Εκείνος δε είπε· “ώστε γνωρίζεις την ελληνικήν;

Πραξ. 21,38       οὐκ ἄρα σὺ εἶ ὁ Αἰγύπτιος ὁ πρὸ τούτων τῶν ἡμερῶν ἀναστατώσας καὶ ἐξαγαγὼν εἰς τὴν ἔρημον τοὺς τετρακισχιλίους ἄνδρας τῶν σικαρίων;

Πραξ. 21,38             Δεν είσαι λοιπόν συ ο Αιγύπτιος, ο οποίος τώρα προ ολίγων ημερών είχε αναστατώσει και έβγαλε εις την έρημον τις τέσσαρες χιλιάδες δολοφόνους, τους ωπλισμένους με μαχαίρια;”

Πραξ. 21,39       εἶπε δὲ ὁ Παῦλος· ἐγὼ ἄνθρωπος μέν εἰμι Ἰουδαῖος Ταρσεύς, τῆς Κιλικίας οὐκ ἀσήμου πόλεως πολίτης· δέομαι δέ σου, ἐπίτρεψόν μοι λαλῆσαι πρὸς τὸν λαόν.

Πραξ. 21,39             Είπε δε ο Παύλος· “εγώ είμαι μεν Ιουδαίος, κατάγομαι όμως από την Ταρσόν και είμαι συνεπώς πολίτης μιας επισήμου πόλεως της Κιλικίας. Σε παρακαλώ πολύ, δος μου την άδειαν, να ομιλήσω προς τον λαόν”.

Πραξ. 21,40       ἐπιτρέψαντος δὲ αὐτοῦ ὁ Παῦλος ἑστὼς ἐπὶ τῶν ἀναβαθμῶν κατέσεισε τῇ χειρὶ τῷ λαῷ· πολλῆς δὲ σιγῆς γενομένης προσεφώνησε τῇ ἑβραΐδι διαλέκτῳ λέγων·

Πραξ. 21,40             Αφού δε ο χιλίαρχος έδωσε την άδειαν, ο Παύλος εστάθηκε εις τα σκαλιά και εκίνησε το χέρι προς τον λαόν, δια να φανερώση ότι θέλει να ομιλήση. Οταν δε έγινε πολλή ησυχία, ωμίλησε προς αυτούς εις την εβραϊκήν γλώσσαν λέγων·

 

 

ΠΡΑΞΕΙΣ 22

 

Πραξ. 22,1         Ἄνδρες ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἀκούσατέ μου τῆς πρὸς ὑμᾶς νυνὶ ἀπολογίας.

Πραξ. 22,1               Ανδρες αδελφοί και πατέρες, ακούσατε την απολογίαν μου, που απευθύνω τώρα προς σας”.

Πραξ. 22,2         ἀκούσαντες δὲ ὅτι τῇ ἑβραΐδι διαλέκτῳ προσεφώνει αὐτοῖς, μᾶλλον παρέσχον ἡσυχίαν.

Πραξ. 22,2               Οταν δε ήκουσαν ότι ωμιλούσε την εβραϊκήν γλώσσαν, τον επρόσεξαν περισσότερον και έκαμαν μεγαλυτέραν ησυχίαν.

Πραξ. 22,3         καί φησιν· ἐγὼ μέν εἰμι ἀνὴρ Ἰουδαῖος, γεγεννημένος ἐν Ταρσῷ τῆς Κιλικίας, ἀνατεθραμμένος δὲ ἐν τῇ πόλει ταύτῃ παρὰ τοὺς πόδας Γαμαλιήλ, πεπαιδευμένος κατὰ ἀκρίβειαν τοῦ πατρῴου νόμου, ζηλωτὴς ὑπάρχων τοῦ Θεοῦ καθὼς πάντες ὑμεῖς ἐστε σήμερον.

Πραξ. 22,3               Και τότε ο Παύλος είπε· “εγώ είμαι άνθρωπος Ιουδαίος, που έχω γεννηθή εις την Ταρσόν της Κιλικίας· έχω όμως εκπαιδευθή εις την πόλιν αυτήν, εις την Ιερουσαλήμ, κοντά στον γνωστόν σας διδάσκαλον Γαμαλιήλ. Επομένως έχω διδαχθή με πολλήν ακρίβειαν τον νόμον των πατέρων μας και ήμουν πάντοτε γεμάτος ζήλον δια την δόξαν του Θεού, όπως είσθε και σεις σήμερα.

Πραξ. 22,4         ὃς ταύτην τὴν ὁδὸν ἐδίωξα ἄχρι θανάτου, δεσμεύων καὶ παραδιδοὺς εἰς φυλακὰς ἄνδρας τε καὶ γυναῖκας,

Πραξ. 22,4               Ακριβώς δε διότι είχα τέτοιον ζήλον, κατεδίωξα μέχρι θανάτου την νέαν αυτήν πίστιν, τον δρόμον της χριστιανικής ζωής, συλλαμβάνων, δεσμεύων και παραδίδων εις τας φυλακάς άνδρας και γυναίκας.

Πραξ. 22,5         ὡς καὶ ὁ ἀρχιερεὺς μαρτυρεῖ μοι καὶ πᾶν τὸ πρεσβυτέριον· παρ᾿ ὧν καὶ ἐπιστολὰς δεξάμενος πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς εἰς Δαμασκὸν ἐπορευόμην ἄξων καὶ τοὺς ἐκεῖσε ὄντας δεδεμένους εἰς Ἱερουσαλὴμ ἵνα τιμωρηθῶσιν.

Πραξ. 22,5               Αυτά ακριβώς τα βεβαιώνουν ο αρχιερεύς και όλον το συνέδριον των Ιουδαίων. Από αυτούς δε αφού έλαβα συστατικάς και εξουσιοδοτικάς επιστολάς δια τους Ιουδαίους αδελφούς της Δαμασκού, επήγαινα με τον σκοπόν να φέρω εις την Ιερουσαλήμ δεμένους τους χριστιανούς, που θα ήσαν εκεί, δια να τιμωρηθούν.

Πραξ. 22,6         Ἐγένετο δέ μοι πορευομένῳ καὶ ἐγγίζοντι τῇ Δαμασκῷ περὶ μεσημβρίαν ἐξαίφνης ἐκ τοῦ οὐρανοῦ περιαστράψαι φῶς ἱκανὸν περὶ ἐμέ,

Πραξ. 22,6               Ενώ δε επροχωρούσα και επλησίαζα εις την Δαμασκόν, αίφνης κατά το μεσημέρι άστραψε γύρω μου ολόλαμπρο φως από τον ουρανόν.

Πραξ. 22,7         ἔπεσόν τε εἰς τὸ ἔδαφος καὶ ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι· Σαοὺλ Σαούλ, τί με διώκεις;

Πραξ. 22,7               Επεσα τότε κάτω στο έδαφος και ήκουσα φωνήν, που μου έλεγε· Σαούλ, Σαούλ, διατί με καταδιώκεις;

Πραξ. 22,8         ἐγὼ δὲ ἀπεκρίθην· τίς εἶ, Κύριε; εἶπέ τε πρός με· ἐγώ εἰμι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ὃν σὺ διώκεις.

Πραξ. 22,8               Εγώ δε απήντησα· Ποιός είσαι Κυριε; Και μου είπε· Εγώ είμαι ο Ιησούς, ο Ναζωραίος, τον οποίον συ καταδιώκεις.

Πραξ. 22,9         οἱ δὲ σὺν ἐμοὶ ὄντες τὸ μὲν φῶς ἐθεάσαντο καὶ ἔμφοβοι ἐγένοντο, τὴν δὲ φωνὴν οὐκ ἤκουσαν τοῦ λαλοῦντός μοι.

Πραξ. 22,9               Αυτοί δε που ήσαν μαζή μου, είδαν το φως, εκυριεύθησαν από φόβον, αλλά δεν εξεχώρισαν τις λέξεις εκείνου, ο οποίος μου ωμιλούσε.

Πραξ. 22,10       εἶπον δέ· τί ποιήσω, Κύριε; ὁ δὲ Κύριος εἶπε πρός με· ἀναστὰς πορεύου εἰς Δαμασκόν, κἀκεῖ σοι λαληθήσεται περὶ πάντων ὧν τέτακταί σοι ποιῆσαι.

Πραξ. 22,10             Εγώ δε είπα· Τι να κάμω, Κυριε; Ο δε Κυριος μου είπε· Σηκω, πήγαινε εις την Δαμασκόν και εκεί θα σου λεχθή δι' όλα όσα ο Θεός έχει ορίσει να κάμης εσύ.

Πραξ. 22,11       ὡς δὲ οὐκ ἐνέβλεπον ἀπὸ τῆς δόξης τοῦ φωτὸς ἐκείνου, χειραγωγούμενος ὑπὸ τῶν συνόντων μοι ἦλθον εἰς Δαμασκόν.

Πραξ. 22,11              Επειδή δε, εξ αιτίας του λαμπρού εκείνου φωτός, δεν έβλεπα πλέον, ήλθα εις την Δαμασκόν χειραγωγούμενος, από εκείνους, που ήσαν μαζή μου.

Πραξ. 22,12       Ἀνανίας δέ τις, ἀνὴρ εὐσεβὴς κατὰ τὸν νόμον, μαρτυρούμενος ὑπὸ πάντων τῶν κατοικούντων ἐν Δαμασκῷ Ἰουδαίων,

Πραξ. 22,12             Καποιος δε, ονόματι Ανανίας, άνθρωπος σύμφωνα με τον Νομον πιστός και ευλαβής και ο οποίος εμαρτυρείτο ως ενάρετος από όλους τους Ιουδαίους κατοίκους της Δαμασκού,

Πραξ. 22,13       ἐλθὼν πρός με καὶ ἐπιστὰς εἶπέ μοι· Σαοὺλ ἀδελφέ, ἀνάβλεψον. κἀγὼ αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἀνέβλεψα εἰς αὐτόν.

Πραξ. 22,13             ήλθε εις εμέ, εστάθηκε κοντά μου και μου είπε· Σαούλ, αδελφέ, σήκωσε τα μάτια σου επάνω. Και εγώ αμέσως την στιγμήν εκείνην απέκτησα το φως των οφθαλμών μου και τον εκύτταξα.

Πραξ. 22,14       ὁ δὲ εἶπεν· ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν προεχειρίσατό σε γνῶναι τὸ θέλημα αὐτοῦ καὶ ἰδεῖν τὸν δίκαιον καὶ ἀκοῦσαι φωνὴν ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ,

Πραξ. 22,14             Εκείνος δε είπε· Ο Θεός των πατέρων μας σε προώρισε να μάθης το θέλημα του και να ιδής τον δίκαιον Ιησούν και να ακούσης τα λόγια του από το ίδιο του το στόμα.

Πραξ. 22,15       ὅτι ἔσῃ μάρτυς αὐτῷ πρὸς πάντας ἀνθρώπους ὧν ἑώρακας καὶ ἤκουσας.

Πραξ. 22,15             Και τούτο, διότι θα είσαι κήρυξ και μάρτυς αυτού προς όλους τους ανθρώπους, στους οποίους θα αναγγείλης αυτά που είδες και ήκουσες.

Πραξ. 22,16       καὶ νῦν τί μέλλεις; ἀναστὰς βάπτισαι καὶ ἀπόλουσαι τὰς ἁμαρτίας σου, ἐπικαλεσάμενος τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου.

Πραξ. 22,16             Και τώρα τι περιμένεις; (Θεσε αμέσως εις ενέργειαν αυτά που ήκουσες). Σηκω, βαπτίσου και καθαρίσου από τας αμαρτίας σου με το άγιον βάπτισμα, αφού επικαλεσθής το όνομα του Κυρίου Ιησού.

Πραξ. 22,17       Ἐγένετο δέ μοι ὑποστρέψαντι εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ προσευχομένου μου ἐν τῷ ἱερῷ γενέσθαι με ἐν ἐκστάσει καὶ ἰδεῖν αὐτὸν λέγοντά μοι·

Πραξ. 22,17             Οταν δε επέστρεψα εις την Ιερουσαλήμ και εις ώραν που προσευχόμουν στο ιερόν, περιέπεσα εις έκστασιν και είδα αυτόν τον Κυριον να μου λέγη·

Πραξ. 22,18       σπεῦσον καὶ ἔξελθε ἐν τάχει ἐξ Ἱερουσαλήμ, διότι οὐ παραδέξονταί σου τὴν μαρτυρίαν περὶ ἐμοῦ.

Πραξ. 22,18             Σπεύσε και φύγε γρήγορα από την Ιερουσαλήμ, διότι οι Ιουδαίοι δεν θα παραδεχθούν την μαρτυρίαν και το κύρυγμά σου περί εμού.

Πραξ. 22,19       κἀγὼ εἶπον· Κύριε, αὐτοὶ ἐπίστανται ὅτι ἐγὼ ἤμην φυλακίζων καὶ δέρων κατὰ τὰς συναγωγὰς τοὺς πιστεύοντας ἐπὶ σέ·

Πραξ. 22,19             Και εγώ είπα· Κυριε, αυτοί γνωρίζουν πολύ καλά ότι εγώ εφυλάκιζα και έδερνα εις τας διαφόρους συναγωγάς εκείνους, που επίστευσαν εις σε.

Πραξ. 22,20       καὶ ὅτε ἐξεχεῖτο τὸ αἷμα Στεφάνου τοῦ μάρτυρός σου, καὶ αὐτὸς ἤμην ἐφεστὼς καὶ συνευδοκῶν τῇ ἀναιρέσει αὐτοῦ καὶ φυλάσσων τὰ ἱμάτια τῶν ἀναιρούντων αὐτόν.

Πραξ. 22,20            Και όταν εχύνετο το αίμα του Στεφάνου, του μάρτυρός σου εγώ ο ίδιος ήμουν εκεί κοντά παρών και επεδοκίμαζα τον φόνον του και εφύλασσα τα ενδύματα εκείνω, που τον εφόνευαν.

Πραξ. 22,21       καὶ εἶπε πρός με· πορεύου, ὅτι ἐγὼ εἰς ἔθνη μακρὰν ἐξαποστελῶ σε.

Πραξ. 22,21             Και μου είπε· Πηγαινε, διότι εγώ θα σε στείλω εις έθνη μακράν”.

Πραξ. 22,22       Ἤκουον δὲ αὐτοῦ ἄχρι τούτου τοῦ λόγου, καὶ ἐπῆραν τὴν φωνὴν αὐτῶν λέγοντες· αἶρε ἀπὸ τῆς γῆς τὸν τοιοῦτον· οὐ γὰρ καθῆκεν αὐτὸν ζῆν.

Πραξ. 22,22            Οι Ιουδαίοι τον ήκουαν ήσυχοι έως το σημείον αυτό του λόγου. Οταν όμως ανέφερε τα έθνη (εκυριεύθησαν από φανατισμόν και σκοτισμόν νου) εσήκωσαν την φωνήν των κράζοντες· “φόνευσέ τον, εξαφάνισε από την γην αυτόν τον άνθρωπον. Διότι δεν θα έπρεπε ήδη να ζη αυτός”.

Πραξ. 22,23       κραυγαζόντων δὲ αὐτῶν καὶ ῥιπτόντων τὰ ἱμάτια καὶ κονιορτὸν βαλλόντων εἰς τὸν ἀέρα,

Πραξ. 22,23            Επειδή δε αυτοί εκραύγαζαν και έρριπταν τα ρούχα των και επετούσαν χώμα στον αέρα,

Πραξ. 22,24       ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ χιλίαρχος ἄγεσθαι εἰς τὴν παρεμβολήν, εἰπὼν μάστιξιν ἀνετάζεσθαι αὐτόν, ἵνα ἐπιγνῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν οὕτως ἐπεφώνουν αὐτῶ.

Πραξ. 22,24            διέταξε ο χιλίαρχος να οδηγηθή ο Παύλος στο στρατόπεδον και έδωσε εντολήν να τον ανακρίνουν χρησιμοποιούντες και την μαστίγωσιν, δια να τον αναγκάσουν έτσι να πη την αλήθειαν, ώστε να μάθη ο χιλίαρχος την αιτίαν, δια την οποίαν εκραύγαζαν έτσι εναντίον του οι Εβραίοι.

Πραξ. 22,25       ὡς δὲ προέτειναν αὐτὸν τοῖς ἱμᾶσιν, εἶπε πρὸς τὸν ἑστῶτα ἑκατόνταρχον ὁ Παῦλος· εἰ ἄνθρωπον Ῥωμαῖον καὶ ἀκατάκριτον ἔξεστιν ὑμῖν μαστίζειν;

Πραξ. 22,25            Οταν όμως γυμνόν τον ετέντωσαν και τον έδεσαν εις την σανίδα, δια να τον μαστιγώσουν, είπε ο Παύλος στον εκατόνταρχον, που εστέκετο εκεί όρθιος· “έχετε λοιπόν το δικαίωμα και την εξουσίαν να μαστιγώσετε Ρωμαίον πολίτην, χωρίς προηγουμένως να τον δικάσετε και να τον κρίνετε;”

Πραξ. 22,26       ἀκούσας δὲ ὁ ἑκατόνταρχος, προσελθὼν ἀπήγγειλε τῷ χιλιάρχῳ λέγων· ὅρα τί μέλλεις ποιεῖν· ὁ γὰρ ἄνθρωπος οὗτος Ῥωμαῖός ἐστι.

Πραξ. 22,26            Οταν ο εκατόνταρχος ήκουσε αυτό, προσήλθε στον χιλίαρχον και του είπε· “πρόσεχε τι μέλλεις να πράξης· διότι ο άνθρωπος αυτός είναι Ρωμαίος πολίτης”.

Πραξ. 22,27       προσελθὼν δὲ ὁ χιλίαρχος εἶπεν αὐτῷ· λέγε μοι εἰ σὺ Ῥωμαῖος εἶ. ὁ δὲ ἔφη· ναί.

Πραξ. 22,27            Ηλθε τότε ο χιλίαρχος προς τον Παύλον και του είπε· “λέγε μου, εάν πράγματι συ είσαι Ρωμαίος πολίτης”. Ο δε Παύλος του είπε· “ναι”.

Πραξ. 22,28       ἀπεκρίθη τε ὁ χιλίαρχος· ἐγὼ πολλοῦ κεφαλαίου τὴν πολιτείαν ταύτην ἐκτησάμην. ὁ δὲ Παῦλος ἔφη· ἐγὼ δὲ καὶ γεγέννημαι.

Πραξ. 22,28            Απεκρίθη ο χιλίαρχος· “εγώ με πολλά χρήματα απέκτησα το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτου”. Ο δε Παύλος είπε· “εγώ όμως και έχω γεννηθή Ρωμαίος πολίτης”.

Πραξ. 22,29       εὐθέως οὖν ἀπέστησαν ἀπ᾿ αὐτοῦ οἱ μέλλοντες αὐτὸν ἀνετάζειν· καὶ ὁ χιλίαρχος δὲ ἐφοβήθη ἐπιγνοὺς ὅτι Ῥωμαῖός ἐστι, καὶ ὅτι ἦν αὐτὸν δεδεκώς.

Πραξ. 22,29            Αμέσως δε τότε απεμακρύνθησαν από αυτόν εκείνοι, που επρόκειτο να τον ανακρίνουν. Αλλά και ο χιλίαρχος εφοβήθηκε, όταν έμαθε ότι είναι Ρωμαίος πολίτης και διότι τον είχε δέσει.

Πραξ. 22,30       Τῇ δὲ ἐπαύριον βουλόμενος γνῶναι τὸ ἀσφαλές, τὸ τί κατηγορεῖται παρὰ τῶν Ἰουδαίων, ἔλυσεν αὐτὸν ἀπὸ τῶν δεσμῶν καὶ ἐκέλευσεν ἐλθεῖν τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ ὅλον τὸ συνέδριον αὐτῶν, καὶ καταγαγὼν τὸν Παῦλον ἔστησεν εἰς αὐτούς.

Πραξ. 22,30            Την άλλην δε ημέραν επειδή ήθελε να μάθη με ακρίβειαν, τι είναι εκείνο, δια το οποίον κατηγορείται από τους Εβραίους, έλυσε αυτόν από τις αλυσίδες και διέταξε να συγκεντρωθούν οι αρχιερείς και όλον το συνέδριόν των και αφού κατέβασε τον Παύλον από το στρατόπεδον, τον έβαλε να σταθή όρθιος εμπρός εις αυτούς.

 

 

ΠΡΑΞΕΙΣ 23

 

Πραξ. 23,1         Ἀτενίσας δὲ ὁ Παῦλος τῷ συνεδρίῳ εἶπεν· ἄνδρες ἀδελφοί, ἐγὼ πάσῃ συνειδήσει ἀγαθῇ πεπολίτευμαι τῷ Θεῷ ἄχρι ταύτης τῆς ἡμέρας.

Πραξ. 23,1                Ο δε Παύλος, αφού προσήλωσε το βλέμμα στο συνέδριον, είπε· “άνδρες αδελφοί, εγώ έχω πολιτευθή απένεντι του Θεού με καθαράν συνείδησιν έως την ημέραν αυτήν”.

Πραξ. 23,2         ὁ δὲ ἀρχιερεὺς Ἀνανίας ἐπέταξε τοῖς παρεστῶσιν αὐτῷ τύπτειν αὐτοῦ τὸ στόμα.

Πραξ. 23,2               Αλλ' ο αρχιερεύς Ανανίας διέταξε τους υπηρέτας, που εστέκοντο κοντά στον Παύλον, να του κτυπήσουν το στόμα.

Πραξ. 23,3         τότε ὁ Παῦλος πρὸς αὐτὸν εἶπε· τύπτειν σε μέλλει ὁ Θεός, τοῖχε κεκονιαμένε· καὶ σὺ κάθῃ κρίνων με κατὰ τὸν νόμον, καὶ παρανομῶν κελεύεις με τύπτεσθαι!

Πραξ. 23,3               Τοτε ο Παύλος είπε· “θα σε κτυπήση και σε ο Θεός, τοίχε ασβεστωμένε· και συ κάθεσαι να με κρίνης σύμφωνα με τον νόμον και αυτόν τον νόμον (ο οποίος δίδει το δικαίωμα στον κατηγορούμενον ν' απολογήται ελεύθερα και δεν επιτρέπει να τον κτυπούν) τον καταπατείς, με το να διατάσσης να με κτυπήσουν”.

Πραξ. 23,4         οἱ δὲ παρεστῶτες εἶπον· τὸν ἀρχιερέα τοῦ Θεοῦ λοιδορεῖς;

Πραξ. 23,4               Αυτοί δε, που εστέκοντο κοντά στον Παύλον, είπαν· “τον αρχιερέα του Θεού υβρίζεις;”

Πραξ. 23,5         ἔφη τε ὁ Παῦλος· οὐκ ᾔδειν, ἀδελφοί, ὅτι ἐστὶν ἀρχιερεύς· γέγραπται γάρ· ἄρχοντα τοῦ λαοῦ σου οὐκ ἐρεῖς κακῶς.

Πραξ. 23,5               Και ο Παύλος είπε· “δεν εγνώριζα, αδελφοί, ότι είναι αρχιερεύς· διότι έχει γραφή· Δεν θα είπης λόγια κακά και υβριστικά εναντίον άρχοντος του λαού σου”.

Πραξ. 23,6         γνοὺς δὲ ὁ Παῦλος ὅτι τὸ ἓν μέρος ἐστὶ Σαδδουκαίων, τὸ δὲ ἕτερον Φαρισαίων, ἔκραξεν ἐν τῷ συνεδρίῳ· ἄνδρες ἀδελφοί, ἐγὼ Φαρισαῖός εἰμι, υἱὸς Φαρισαίου· περὶ ἐλπίδος καὶ ἀναστάσεως νεκρῶν ἐγὼ κρίνομαι.

Πραξ. 23,6               Επειδή δε ο Παύλος αντελήφθη ότι ένα μέρος του συνεδρίου ήσαν Σαδδουκαίοι, το δε άλλο Φαρισαίοι, εφώναξε δυνατά· “άνδρες αδελφοί, εγώ είμαι Φαρισαίος, υιός Φαρισαίου και αυτήν την στιγμήν εγώ δικάζομαι, επειδή πιστεύω και ελπίζω εις την ανάστασιν των νεκρών”.

Πραξ. 23,7         τοῦτο δὲ αὐτοῦ λαλήσαντος ἐγένετο στάσις τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν Σαδδουκαίων, καὶ ἐσχίσθη τὸ πλῆθος.

Πραξ. 23,7               Οταν δε είπε αυτό ο Παύλος, έγινε ζωηρά φιλονεικία μεταξύ των Φαρισαίων και των Σαδδουκαίων και εδιχάσθησαν μεταξύ των οι σύνεδροι.

Πραξ. 23,8         Σαδδουκαῖοι μὲν γὰρ λέγουσι μὴ εἶναι ἀνάστασιν μήτε ἄγγελον μήτε πνεῦμα, Φαρισαῖοι δὲ ὁμολογοῦσι τὰ ἀμφότερα.

Πραξ. 23,8               Διότι οι μεν Σαδδουκαίοι λέγουν ότι δεν υπάρχει ανάστασις ούτε άγγελος ούτε ψυχή έξω από το σώμα. Οι δε Φαρισαίοι ομολογούν και τα δύο, και την ανάστασιν των νεκρών και την ύπαρξιν αγγέλων και ψυχών.

Πραξ. 23,9         ἐγένετο δὲ κραυγὴ μεγάλη, καὶ ἀναστάντες οἱ γραμματεῖς τοῦ μέλους τῶν Φαρισαίων διεμάχοντο λέγοντες· οὐδὲν κακὸν εὑρίσκομεν ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ· εἰ δὲ πνεῦμα ἐλάλησεν αὐτῷ ἢ ἄγγελος, μὴ θεομαχῶμεν.

Πραξ. 23,9               Εγινε δε μεγάλη κραυγή και αφού εσηκώθηκαν οι γραμματείς της παρατάξεως των Φαρισαίων, ελογομαχούσαν με θυμόν και έλεγαν· “τίποτε το κακόν δεν ευρίσκομεν στον άνθρωπον αυτόν· εάν δε πνεύμα η άγγελος ωμίλησε και έκαμε αποκαλύψεις εις αυτόν, ας μη μαχώμεθα εναντίον του Θεού”.

Πραξ. 23,10       πολλῆς δὲ γενομένης στάσεως εὐλαβηθεὶς ὁ χιλίαρχος μὴ διασπασθῇ ὁ Παῦλος ὑπ᾿ αὐτῶν, ἐκέλευσε τὸ στράτευμα καταβῆναι καὶ ἁρπάσαι αὐτὸν ἐκ μέσου αὐτῶν ἄγειν τε εἰς τὴν παρεμβολήν.

Πραξ. 23,10             Επειδή δε έγινε έντονος αντίθεσις και μεγάλη φιλονεικία, εφοβήθηκε ο χιλίαρχος, μήπως και ξεσχισθή από αυτούς ο Παύλος, διέταξε να κατεβούν οι στρατιώται και να αρπάξουν τον Παύλον εκ μέσου των συνέδρων και να τον οδηγήσουν στο στρατόπεδον.

Πραξ. 23,11       Τῇ δὲ ἐπιούσῃ νυκτὶ ἐπιστὰς αὐτῷ ὁ Κύριος εἶπε· θάρσει, Παῦλε· ὡς γὰρ διεμαρτύρω τὰ περὶ ἐμοῦ εἰς Ἱερουσαλήμ, οὕτω σὲ δεῖ καὶ εἰς Ῥώμην μαρτυρῆσαι.

Πραξ. 23,11              Κατά δε την επομένην νύκτα παρουσιάσθηκε έξαφνα στον Παύλον ο Κυριος και είπε· “έχε θάρρος, Παύλε· διότι, όπως με παρρησίαν εμαρτύρησες και εκήρυξες την αλήθειαν περί εμού εις την Ιερουσαλήμ, έτσι σύμφωνα με το θείον σχέδιον θα κηρύξης και εις την Ρωμην”.

Πραξ. 23,12       Γενομένης δὲ ἡμέρας ποιήσαντές τινες τῶν Ἰουδαίων συστροφὴν ἀνεθεμάτισαν ἑαυτούς, λέγοντες μήτε φαγεῖν μήτε πιεῖν ἕως οὗ ἀποκτείνωσι τὸν Παῦλον.

Πραξ. 23,12             Οταν δε έγινε ημέρα, μερικοί από τους Ιουδαίους εμαζεύτηκαν και έκαμαν συνωμοσίαν, ωρκίσθησαν και αναθεμάτισαν τον εαυτόν τους λέγοντες, να μη φάγουν και να μη πίουν, έως ότου φονεύσουν τον Παύλον.

Πραξ. 23,13       ἦσαν δὲ πλείους τεσσαράκοντα οἱ ταύτην τὴν συνωμοσίαν πεποιηκότες·

Πραξ. 23,13             Αυτοί δε που έκαμαν την συνωμοσίαν ήσαν περισσότεροι από σαράντα.

Πραξ. 23,14       οἵτινες προσελθόντες τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ τοῖς πρεσβυτέροις εἶπον· ἀναθέματι ἀνεθεματίσαμεν ἑαυτοὺς μηδενὸς γεύσασθαι ἕως οὗ ἀποκτείνωμεν τὸν Παῦλον.

Πραξ. 23,14             Αυτοί λοιπόν προσήλθαν στους αρχιερείς και πρεσβυτέρους και είπαν· “αναθεματίσαμεν με φοβερόν ανάθεμα τους ευτούς μας, να μη γευθούμε τίποτε έως ότου φονεύσωμεν τον Παύλον.

Πραξ. 23,15       νῦν οὖν ὑμεῖς ἐμφανίσατε τῷ χιλιάρχῳ σὺν τῷ συνεδρίῳ, ὅπως αὔριον αὐτὸν καταγάγῃ πρὸς ὑμᾶς, ὡς μέλλοντας διαγινώσκειν ἀκριβέστερον τὰ περὶ αὐτοῦ· ἡμεῖς δὲ πρὸ τοῦ ἐγγίσαι αὐτὸν ἕτοιμοί ἐσμεν τοῦ ἀνελεῖν αὐτόν.

Πραξ. 23,15             Τωρα λοιπόν σεις μαζή με το συνέδριον δηλώσατε στον χιλίαρχον, να κατεβάση αύριον τον Παύλον εις σας, διότι τάχα πρόκειται να μάθετε με μεγαλυτέραν ακρίβειαν τα περί αυτού. Ημείς δε προτού να πλησιάση αυτός στο συνέδριον, είμεθα έτοιμοι να τον φονεύσωμεν”.

Πραξ. 23,16       ἀκούσας δὲ ὁ υἱὸς τῆς ἀδελφῆς Παύλου τὸ ἔνεδρον, παραγενόμενος καὶ εἰσελθὼν εἰς τὴν παρεμβολὴν ἀπήγγειλε τῷ Παύλῳ.

Πραξ. 23,16             Ο υιός όμως της αδελφής του Παύλου ήκουσε την σχεδιαζομένην ενέδραν, έφθασε και εισήλθε στο στρατόπεδον και εγνωστοποίησε στον Παύλον αυτά, που είχε ακούσει.

Πραξ. 23,17       προσκαλεσάμενος δὲ ὁ Παῦλος ἕνα τῶν ἑκατοντάρχων ἔφη· τὸν νεανίαν τοῦτον ἀπάγαγε πρὸς τὸν χιλίαρχον· ἔχει γάρ τι ἀπαγγεῖλαι αὐτῷ.

Πραξ. 23,17             Τοτε ο Παύλος εκάλεσε ένα από τους εκατοντάρχους και είπε· “αυτόν τον νέον οδήγησέ τον στον χιλίαρχον, διότι κάτι έχει να του αναγγείλη”.

Πραξ. 23,18       ὁ μὲν οὖν παραλαβὼν αὐτὸν ἤγαγε πρὸς τὸν χιλίαρχον καί φησιν· ὁ δέσμιος Παῦλος προσκαλεσάμενός με ἠρώτησε τοῦτον τὸν νεανίαν ἀγαγεῖν πρός σε, ἔχοντά τι λαλῆσαί σοι.

Πραξ. 23,18             Αυτός λοιπόν επήρε τον νέον, τον οδήγησε προς τον χιλίαρχον και είπε· “ο Παύλος, ο φυλακισμένος, με επροσκάλεσε και με παρεκάλεσε να οδηγήσω εις σε αυτόν τον νέον, διότι κάτι έχει να σου πη”.

Πραξ. 23,19       ἐπιλαβόμενος δὲ τῆς χειρός αὐτοῦ ὁ χιλίαρχος καὶ ἀναχωρήσας κατ᾿ ἰδίαν ἐπυνθάνετο, τί ἐστιν ὃ ἔχεις ἀπαγγεῖλαί μοι;

Πραξ. 23,19             Τον επιασε τότε από το χέρι ο χιλίαρχος, επήγε εις ένα ιδιαίτερον μέρος και τον ηρώτησε· “ποιό είναι αυτό, που έχεις να μου αναγγείλης;”

Πραξ. 23,20       εἶπε δὲ ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι συνέθεντο τοῦ ἐρωτῆσαί σε ὅπως αὔριον εἰς τὸ συνέδριον καταγάγῃς τὸν Παῦλον, ὡς μελλόντων τι ἀκριβέστερον πυνθάνεσθαι περὶ αὐτοῦ.

Πραξ. 23,20            Είπε δε ο νέος· “οι Ιουδαίοι συνεφώνησαν να σε παρακαλέσουν να κατεβάσης αύριον τον Παύλον στο συνέδριον, διότι τάχα πρόκειται να εξετάσουν και να πληροφορηθούν ακριβέστερον τα περί αυτού.

Πραξ. 23,21       σὺ οὖν μὴ πεισθῇς αὐτοῖς· ἐνεδρεύουσι γὰρ αὐτὸν ἐξ αὐτῶν ἄνδρες πλείους τεσσαράκοντα, οἵτινες ἀνεθεμάτισαν ἑαυτοὺς μήτε φαγεῖν μήτε πιεῖν ἕως οὗ ἀνέλωσιν αὐτόν, καὶ νῦν ἕτοιμοί εἰσι προσδεχόμενοι τὴν ἀπὸ σοῦ ἐπαγγελίαν.

Πραξ. 23,21             Συ όμως να μη πεισθής εις αυτούς. Διότι του στήνουν καρτέρι σαράντα και πλέον άνδρες από αυτούς, οι οποίοι επήραν όρκον και ανάθεμα, να μη φάγουν και να μη πίουν, έως ότου τον φονεύσουν. Και τώρα είναι έτοιμοι, περιμένοντες την υπόσχεσίν σου, να οδηγήσης εκεί τον Παύλον”.

Πραξ. 23,22       ὁ μὲν οὖν χιλίαρχος ἀπέλυσε τὸν νεανίαν, παραγγείλας μηδενὶ ἐκλαλῆσαι ὅτι ταῦτα ἐνεφάνισας πρός με.

Πραξ. 23,22            Ο χιλίαρχος λοιπόν αφήκε ελεύθερον τον νέον, αφού του παρήγγειλε να μη πη εις κανένα “ότι εφανέρωσες αυτά εις εμέ”.

Πραξ. 23,23       Καὶ προσκαλεσάμενος δύο τινὰς τῶν ἑκατοντάρχων εἶπεν· ἑτοιμάσατε στρατιώτας διακοσίους ὅπως πορευθῶσιν ἕως Καισαρείας, καὶ ἱππεῖς ἑβδομήκοντα καὶ δεξιολάβους διακοσίους, ἀπὸ τρίτης ὥρας τῆς νυκτός,

Πραξ. 23,23             Και αφού επροσκάλεσε δύο από τους εκατοντάρχους είπε· “ετοιμάσατε διακοσίους στρατιώτας να υπάγουν μέχρι την Καισάρειαν και εβδομήντα ιππείς και διακοσίους λογχοφόρους, να είναι έτοιμοι εις τας εννέα την νύκτα.

Πραξ. 23,24       κτήνη τε παραστῆσαι, ἵνα ἐπιβιβάσαντες τὸν Παῦλον διασώσωσι πρὸς Φήλικα τὸν ἡγεμόνα,

Πραξ. 23,24            Και να πάρουν μαζή των ζώα, δια να επιβιβάσουν και να μεταφέρουν σώον και ασφαλή τον Παύλον προς τον Φηλικα, τον επίτροπον της Ιουδαίας”.

Πραξ. 23,25       γράψας ἐπιστολὴν περιέχουσαν τὸν τύπον τοῦτον·

Πραξ. 23,25             Εγραψε δε και επιστολήν, η οποία περιείχε τα εξής·

Πραξ. 23,26       Κλαύδιος Λυσίας τῷ κρατίστῳ ἡγεμόνι Φήλικι χαίρειν.

Πραξ. 23,26            “Ο Κλαύδιος Λυσίας χαιρετίζει τον ευγενέστατον ηγεμόνα Φηλικα.

Πραξ. 23,27       τὸν ἄνδρα τοῦτον συλληφθέντα ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων καὶ μέλλοντα ἀναιρεῖσθαι ὑπ᾿ αὐτῶν ἐπιστὰς σὺν τῷ στρατεύματι ἐξειλόμην αὐτόν, μαθὼν ὅτι Ῥωμαῖός ἐστι.

Πραξ. 23,27             Τον άνδρα αυτόν, που συνελήφθη από τους Ιουδαίους και επρόκειτο να φονευθή από αυτούς, ώρμησα εγώ μαζή με το στράτευμα και τον έσωσα από τα χέρια των, διότι έμαθα ότι είναι Ρωμαίος.

Πραξ. 23,28       βουλόμενος δὲ γνῶναι τὴν αἰτίαν δι᾿ ἣν ἐνεκάλουν αὐτῷ, κατήγαγον αὐτὸν εἰς τὸ συνέδριον αὐτῶν·

Πραξ. 23,28            Επειδή δε ήθελα να μάθω την αιτίαν, δια την οποίαν τον κατηγορούσαν, τον εκατέβασα στο συνέδριόν των.

Πραξ. 23,29       ὃν εὗρον ἐγκαλούμενον περὶ ζητημάτων τοῦ νόμου αὐτῶν, μηδὲν δὲ ἄξιον θανάτου ἢ δεσμῶν ἔγκλημα ἔχοντα.

Πραξ. 23,29            Ευρήκα όμως να τον κατηγορούν δια ζητήματα του θρησκευτικού των νόμου, χωρίς να έχη υποπέσει εις κανένα έγκλημα, το οποίον να τιμωρήται από τους νόμους μας με θάνατον η με φυλάκισιν.

Πραξ. 23,30       μηνυθείσης δέ μοι ἐπιβουλῆς εἰς τὸν ἄνδρα μέλλειν ἔσεσθαι ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων, ἐξαυτῆς ἔπεμψα πρός σε, παραγγείλας καὶ τοῖς κατηγόροις λέγειν τὰ πρὸς αὐτὸν ἐπὶ σοῦ. ἔῤῥωσο.

Πραξ. 23,30             Επειδή δε μου κατηγγέλθη ότι επρόκειτο να γίνη κάποια δολοφονική απόπειρα εναντίον του ανδρός αυτού εκ μέρους των Ιουδαίων, τον έστειλα αμέσως προς σε και παρήγγειλα στους κατηγόρους του να εκθέσουν ενώπιόν σου όσα έχουν εναντίον του. Υγίαινε”.

Πραξ. 23,31       Οἱ μὲν οὖν στρατιῶται κατὰ τὸ διατεταγμένον αὐτοῖς ἀναλαβόντες τὸν Παῦλον ἤγαγον διὰ τῆς νυκτὸς εἰς τὴν Ἀντιπατρίδα,

Πραξ. 23,31             Οι στρατιώται λοιπόν σύμφωνα με την διαταγήν που έλαβον, επήραν τον Παύλον και τον έφεραν δια νυκτός εις την Αντιπατρίδα.

Πραξ. 23,32       τῇ δὲ ἐπαύριον ἐάσαντες τοὺς ἱππεῖς πορεύεσθαι σὺν αὐτῷ, ὑπέστρεψαν εἰς τὴν παρεμβολήν·

Πραξ. 23,32             Την άλλην δε ημέραν οι πεζοί στρατιώται αφήκαν τους ιππείς να πορευθούν μαζή με τον Παύλον και αυτοί επέστρεψαν στο στρατόπεδον της Ιερουσαλήμ.

Πραξ. 23,33       οἵτινες εἰσελθόντες εἰς τὴν Καισάρειαν καὶ ἀναδόντες τὴν ἐπιστολὴν τῷ ἡγεμόνι παρέστησαν καὶ τὸν Παῦλον αὐτῷ.

Πραξ. 23,33             Οι δε ιππείς, αφού εισήλθαν εις την Καισάρειαν, παρέδωσαν την επιστολήν στον επίτροπον και του παρουσίασαν και τον Παύλον.

Πραξ. 23,34       ἀναγνοὺς δὲ ὁ ἡγεμὼν καὶ ἐπερωτήσας ἐκ ποίας ἐπαρχίας ἐστί, καὶ πυθόμενος ὅτι ἀπὸ Κιλικίας,

Πραξ. 23,34             Οταν δε ο ηγεμών εδιάβασε την επιστολήν, ηρώτησε τον Παύλον από ποίαν επαρχίαν είναι και αφού επληροφορήθηκε ότι είναι από την Κιλικίαν,

Πραξ. 23,35       διακούσομαί σου, ἔφη, ὅταν καὶ οἱ κατήγοροί σου παραγένωνται· ἐκέλευσέ τε αὐτὸν ἐν τῷ πραιτωρίῳ τοῦ Ἡρῴδου φυλάσσεσθαι.

Πραξ. 23,35             είπε· “θα σε ακούσω με προσοχήν, όταν έλθουν και οι κατήγοροί σου”. Διέταξε δε να φρουρήται ο Παύλος εις φυλακήν του ανακτόρου, που είχε κτίσει ο Ηρώδης και το οποίον ήτο τώρα οίκημα του πραίτωρος.

 

 

ΠΡΑΞΕΙΣ 24

 

Πραξ. 24,1         Μετὰ δὲ πέντε ἡμέρας κατέβη ὁ ἀρχιερεὺς Ἀνανίας μετὰ τῶν πρεσβυτέρων καὶ ῥήτορος Τερτύλλου τινός, οἵτινες ἐνεφάνισαν τῷ ἡγεμόνι κατὰ τοῦ Παύλου.

Πραξ. 24,1               Επειτα δε από πέντε ημέρας κατέβηκε ο αρχιερεύς Ανανίας εις την Καισάρειαν μαζή με τους πρεσβυτέρους και με κάποιον δικηγόρον, ονόματι Τερτυλλον, οι οποίοι και κατέθεσαν στον επίτροπον καταγγελίαν εναντίον του Παύλου.

Πραξ. 24,2         κληθέντος δὲ αὐτοῦ ἤρξατο κατηγορεῖν ὁ Τέρτυλλος λέγων·

Πραξ. 24,2               Αφού δε εκλήθη ο Παύλος, ήρχισε ο Τερτυλλος να τον κατηγορή λέγων·

Πραξ. 24,3         πολλῆς εἰρήνης τυγχάνοντες διὰ σοῦ καὶ κατορθωμάτων γινομένων τῷ ἔθνει τούτῳ διὰ τῆς σῆς προνοίας, πάντῃ τε καὶ πανταχοῦ ἀποδεχόμεθα, κράτιστε Φῆλιξ, μετὰ πάσης εὐχαριστίας.

Πραξ. 24,3               “επειδή, ευγενέστατε Φήλιξ, απολαμβάνομεν χάρις εις σε πολλήν ειρήνην και γίνονται μεγάλα έργα στο έθνος τούτο, χάρις εις την ιδικήν σου φροντίδα, εις κάθε περίστασιν και εις όλας τας περιοχάς τα βλέπομεν και τα δεχόμεθα με κάθε ευγνωμοσύνην.

Πραξ. 24,4         ἵνα δὲ μὴ ἐπὶ πλεῖόν σε ἐγκόπτω, παρακαλῶ ἀκοῦσαί σε ἡμῶν συντόμως τῇ σῇ ἐπιεικείᾳ.

Πραξ. 24,4               Δια να μη σε ενοχλώ δε περισσότερον, διηγούμενος τα έργα σου, σε παρακαλώ να ακούσης με ευμένειαν αυτά, που με συντομίαν θα σου είπωμεν.

Πραξ. 24,5         εὑρόντες γὰρ τὸν ἄνδρα τοῦτον λοιμὸν καὶ κινοῦντα στάσιν πᾶσι τοῖς Ἰουδαίοις τοῖς κατὰ τὴν οἰκουμένην, πρωτοστάτην τε τῆς τῶν Ναζωραίων αἱρέσεως,

Πραξ. 24,5               Διότι ευρήκαμεν αυτόν τον άνθρωπον πολύ επικίνδυνον δια τον λαόν, αληθινήν πληγήν, να αναταράσση και να εξερεθίζη εις στάσιν όλους τους Ιουδαίους, ανά τας διαφόρους επαρχίας, να είναι δε η ψυχή και ο πρωτοστάτης της αιρέσεως των Ναζωραίων.

Πραξ. 24,6         ὃς καὶ τὸ ἱερὸν ἐπείρασε βεβηλῶσαι, ὃν καὶ ἐκρατήσαμεν καὶ κατὰ τὸν ἡμέτερον νόμον ἠθελήσαμεν κρίνειν·

Πραξ. 24,6               Αυτός επεχείρησε να βεβηλώση και το ιερόν. Δι' αυτό και τον επιάσαμε· και ηθελήσαμεν σύμφωνα με τον Νομον μας να τον δικάσωμεν.

Πραξ. 24,7         παρελθὼν δὲ Λυσίας ὁ χιλίαρχος μετὰ πολλῆς βίας ἐκ τῶν χειρῶν ἡμῶν ἀπήγαγε,

Πραξ. 24,7               Αλλά κατέφθασε ο Λυσίας ο χιλίαρχος και τον ήρπασε από τα χέρια μας με πολλήν βίαν.

Πραξ. 24,8         κελεύσας τοὺς κατηγόρους αὐτοῦ ἔρχεσθαι ἐπὶ σέ· παρ᾿ οὗ δυνήσῃ αὐτὸς ἀνακρίνας περὶ πάντων τούτων ἐπιγνῶναι ὧν ἡμεῖς κατηγοροῦμεν αὐτοῦ.

Πραξ. 24,8               Διέταξε δε να έλθουν οι κατήγοροί του ενώπιόν σου. Από τον ίδιον δε τον Λυσίαν, εάν κάμης έρευναν και ανάκρισιν, θα γνωρίσης πολύ καλά όλα αυτά, δια τα οποία ημείς τον κατηγορούμε”.

Πραξ. 24,9         συνεπέθεντο δὲ καὶ οἱ Ἰουδαῖοι φάσκοντες ταῦτα οὕτως ἔχειν.

Πραξ. 24,9               Συνεφώνησαν δε και οι παριστάμενοι Ιουδαίοι λέγοντες ότι έτσι ακριβώς έχουν τα πράγματα.

Πραξ. 24,10       Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Παῦλος νεύσαντος αὐτῷ τοῦ ἡγεμόνος λέγειν· ἐκ πολλῶν ἐτῶν ὄντα σε κριτὴν τῷ ἔθνει τούτῳ ἐπιστάμενος εὐθυμότερον τὰ περὶ ἐμαυτοῦ ἀπολογοῦμαι,

Πραξ. 24,10             Ο δε Παύλος, όταν ο ηγεμών του έκαμε νεύμα να ομιλήση, απεκρίθη· “επειδή γνωρίζω, ότι από πολλά χρόνια είσαι δικαστής στο έθνος τούτο, με πρόθυμον διάθεσιν και με εμπιστοσύνην απολογούμαι ενώπιόν σου δια τα περί εμέ.

Πραξ. 24,11       δυναμένου σου γνῶναι ὅτι οὐ πλείους εἰσί μοι ἡμέραι δεκαδύο ἀφ᾿ ἧς ἀνέβην προσκυνήσων εἰς Ἱερουσαλήμ·

Πραξ. 24,11              Και τούτο, διότι ημπορείς συ να πληροφορηθής, ότι δεν είναι περισσότερες από δώδεκα ημέρες από τότε που ανέβηκα εις Ιεροσόλυμα, δια να προσκυνήσω.

Πραξ. 24,12       καὶ οὔτε ἐν τῷ ἱερῷ εὗρόν με πρός τινα διαλεγόμενον ἢ ἐπισύστασιν ποιοῦντα ὄχλου, οὔτε ἐν ταῖς συναγωγαῖς οὔτε κατὰ τὴν πόλιν·

Πραξ. 24,12             Και ούτε στο ιερόν με ευρήκαν να συζητώ με κανένα η να κάνω συναγερμόν του όχλου ούτε εις τας συναγωγάς ούτε εις οποιονδήποτε άλλο μέρος της πόλεως.

Πραξ. 24,13       οὔτε παραστῆσαι δύνανται περὶ ὧν νῦν κατηγοροῦσί μου.

Πραξ. 24,13             Ούτε ημπορούν να αποδείξουν αυτά, δια τα οποία τώρα με κατηγορούν.

Πραξ. 24,14       ὁμολογῶ δὲ τοῦτό σοι, ὅτι κατὰ τὴν ὁδὸν ἣν λέγουσιν αἵρεσιν οὕτω λατρεύω τῷ πατρῴῳ Θεῷ, πιστεύων πᾶσι τοῖς κατὰ τὸν νόμον καὶ τοῖς ἐν τοῖς προφήταις γεγραμμένοις,

Πραξ. 24,14             Ομολογώ όμως εις σε τούτο· ότι σύμφωνα με την νέαν πίστιν, την χριστιανικήν, την οποίαν αυτοί ονομάζουν αίρεσιν, έτσι λατρεύω τον Θεόν των πατέρων μας, πιστεύων εις όλα όσα διατάσσει ο Νομος και εις όσα είνα γραμμένα στους προφήτας.

Πραξ. 24,15       ἐλπίδα ἔχων εἰς τὸν Θεὸν ἣν καὶ αὐτοὶ οὗτοι προσδέχονται, ἀνάστασιν μέλλειν ἔσεσθαι νεκρῶν, δικαίων τε καὶ ἀδίκων·

Πραξ. 24,15             Εχω πίστιν και ελπίδα στον Θεόν, την οποίαν και αυτοί οι ίδιοι έχουν και συμμερίζονται, ότι δηλαδή θα γίνη ανάστασις νεκρών, δικαίων και αδίκων.

Πραξ. 24,16       ἐν τούτῳ δὲ καὶ αὐτὸς ἀσκῶ ἀπρόσκοπτον συνείδησιν ἔχειν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τοὺς ἀνθρώπους διὰ παντός.

Πραξ. 24,16             Ακριβώς δε διότι έχω αυτή την ελπίδα, εργάζομαι προσπαθών να έχω πάντοτε συνείδησιν αγαθήν, χωρίς καμμίαν τύψιν ενώπιον του Θεού και ενώπιον των ανθρώπων.

Πραξ. 24,17       δι᾿ ἐτῶν δὲ πλειόνων παρεγενόμην ἐλεημοσύνας ποιήσων εἰς τὸ ἔθνος μου καὶ προσφοράς·

Πραξ. 24,17             Αφού δε απουσίασα αρκετά έτη, ήρθα εις την Ιερουσαλήμ, δια να φέρω ελεημοσύνας στο έθνος μου και να προσφέρω θυσίας στον ναόν.

Πραξ. 24,18       ἐν οἷς εὗρόν με ἡγνισμένον ἐν τῷ ἱερῷ, οὐ μετὰ ὄχλου οὐδὲ μετὰ θορύβου, τινὲς ἀπὸ τῆς Ἀσίας Ἰουδαῖοι,

Πραξ. 24,18             Εις αυτά ακριβώς τα έργα μου με ευρήκαν στο ιερόν να εκπληρώνω όσα δια τον αγνισμόν είναι καθιερωμένα, όχι με όχλον ούτε με αναταραχήν και αναστάτωσιν. Με ευρήκαν δε μερικοί Ιουδαίοι από την Ασίαν,

Πραξ. 24,19       οὓς ἔδει ἐπὶ σοῦ παρεῖναι καὶ κατηγορεῖν εἴ τι ἔχοιεν πρός με.

Πραξ. 24,19             οι οποίοι έπρεπε και να παρουσιασθούν ενώπιόν σου και να καταθέσουν κατηγορίαν, εάν βέβαια υποτεθή ότι έχουν κάτι εναντίον να καταθέσουν.

Πραξ. 24,20       ἢ αὐτοὶ οὗτοι εἰπάτωσαν τί εὗρον ἐν ἐμοὶ ἀδίκημα στάντος μου ἐπὶ τοῦ συνεδρίου,

Πραξ. 24,20            Η επί τέλους, ας πουν αυτοί εδώ, ποίον αδίκημα ευρήκαν εις εμέ, όταν εστάθηκα ως κατηγορούμενος στο συνέδριόν των.

Πραξ. 24,21       ἢ περὶ μιᾶς ταύτης φωνῆς ἧς ἔκραξα ἑστὼς ἐν αὐτοῖς, ὅτι περὶ ἀναστάσεως νεκρῶν ἐγὼ κρίνομαι σήμερον ὑφ᾿ ὑμῶν.

Πραξ. 24,21             Εκτός εάν αδίκημα θεωρούν μίαν φωνήν, που εφώναξα δυνατά όρθιος εν μέσω αυτών, ότι εγώ δικάζομαι σήμερα από σας περί αναστάσεως νεκρών”.

Πραξ. 24,22       Ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Φῆλιξ ἀνεβάλετο αὐτούς, ἀκριβέστερον εἰδὼς τὰ περὶ τῆς ὁδοῦ, εἰπών· ὅταν Λυσίας ὁ χιλίαρχος καταβῇ, διαγνώσομαι τὰ καθ᾿ ὑμᾶς,

Πραξ. 24,22            Οταν δε ο Φήλιξ ήκουσε αυτά, ανέβαλε να βγάλη απόφασιν, και τούτο διότι εγνώριζε πολύ καλύτερα τα περί νέας θρησκείας και αντελήφθη ότι είναι ασύστατοι αι κατηγορίαι των Ιουδαίων εναντίον του Παύλου. Είπε όμως· “όταν ο Λυσίας ο χιλίαρχος κατεβή εις την Καισάρειαν, θα πληροφορηθώ καλύτερον το ζήτημά σας”.

Πραξ. 24,23       διαταξάμενός τε τῷ ἑκατοντάρχῃ τηρεῖσθαι τὸν Παῦλον ἔχειν τε ἄνεσιν καὶ μηδένα κωλύειν τῶν ἰδίων αὐτοῦ ὑπηρετεῖν ἢ προσέρχεσθαι αὐτῷ.

Πραξ. 24,23            Εδωσε δε διαταγήν στον εκατόνταρχον, να φρουρήται ο Παύλος, να έχη σχετικήν ελευθερίαν και ευκολίαν και να μη εμποδίζεται κανείς από τους ιδικούς του να τον υπηρετή η να τον επισκέπτεται.

Πραξ. 24,24       Μετὰ δὲ ἡμέρας τινὰς παραγενόμενος ὁ Φῆλιξ σὺν Δρουσίλλῃ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ, οὔσῃ Ἰουδαίᾳ, μετεπέμψατο τὸν Παῦλον καὶ ἤκουσεν αὐτοῦ περὶ τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως.

Πραξ. 24,24            Επειτα δε από ολίγας ημέρας ήλθε ο Φήλιξ μαζή με την σύζυγόν του την Δρούσιλλαν, η οποία ήτο Ιουδαία, εκάλεσε τον Παύλον και τον ήκουσε να ομιλή περί της πίστεως στον Χριστόν.

Πραξ. 24,25       διαλεγομένου δὲ αὐτοῦ περὶ δικαιοσύνης καὶ ἐγκρατείας καὶ τοῦ κρίματος τοῦ μέλλοντος ἔσεσθαι, ἔμφοβος γενόμενος ὁ Φῆλιξ ἀπεκρίθη· τὸ νῦν ἔχον πορεύου, καιρὸν δὲ μεταλαβὼν μετακαλέσομαί σε,

Πραξ. 24,25            Καθώς όμως αυτός ωμιλούσε περί δικαιοσύνης και περί εγκρατείας και περί της κρίσεως, η οποία έμελλε να γίνη, ο Φήλιξ, καθό ένοχος εις πολλά αμαρτήματα, κατελήφθη από φόβον και απήντησεν στον Παύλον· “επί του παρόντος πήγαινε και όταν εύρω ευκαιρίαν θα στείλω να σε καλέσω πάλιν”.

Πραξ. 24,26       ἅμα δὲ καὶ ἐλπίζων ὅτι χρήματα δοθήσεται αὐτῷ ὑπὸ τοῦ Παύλου ὅπως λύσῃ αὐτόν· διὸ καὶ πυκνότερον αὐτὸν μεταπεμπόμενος ὡμίλει αὐτῷ.

Πραξ. 24,26            Συγχρόνως ήλπιζε ο Φήλιξ ότι θα πάρη χρήματα από τον Παύλον, δια να τον απολύση. Δι' αυτό δε και τον προσκαλούσε συχνότερα και συνωμιλούσε μαζή του.

Πραξ. 24,27       Διετίας δὲ πληρωθείσης ἔλαβε διάδοχον ὁ Φῆλιξ Πόρκιον Φῆστον· θέλων δὲ χάριν καταθέσθαι τοῖς Ἰουδαίοις ὁ Φῆλιξ κατέλιπε τὸν Παῦλον δεδεμένον.

Πραξ. 24,27            Οταν δε συνεπληρώθησαν δύο χρόνια, ήλθε διάδοχος του Φηλικος ο Πορκιος Φήστος. Επειδή δε ο Φήλιξ ήθελε να κάμη χάριν στους Ιουδαίους και να τους καλοπιάση, αφήκε τον Παύλον φυλακισμένον.

 

 

ΠΡΑΞΕΙΣ 25

 

Πραξ. 25,1         Φῆστος οὖν ἐπιβὰς τῇ ἐπαρχίᾳ μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἀνέβη εἰς Ἱεροσόλυμα ἀπὸ Καισαρείας·

Πραξ. 25,1                Ο Φήστος λοιπόν, όταν ήλθε και εγκατεστάθηκε εις την επαρχίαν της Συρίας, έπειτα από τρεις ημέρας ανέβηκε από την Καισάρειαν εις τα Ιεροσόλυμα.

Πραξ. 25,2         ἐνεφάνισαν δὲ αὐτῷ ὁ ἀρχιερεὺς καὶ οἱ πρῶτοι τῶν Ἰουδαίων κατὰ τοῦ Παύλου, καὶ παρεκάλουν αὐτόν,

Πραξ. 25,2               Παρουσίασαν δε εις αυτόν ο αρχιερεύς και οι πρώτοι ματαξύ των Ιουδαίων καταγγελίαν εναντίον του Παύλου και τον παρακαλούσαν,

Πραξ. 25,3         αἰτούμενοι χάριν κατ᾿ αὐτοῦ, ὅπως μεταπέμψηται αὐτὸν εἰς Ἱερουσαλήμ, ἐνέδραν ποιοῦντες ἀνελεῖν αὐτὸν κατὰ τὴν ὁδόν.

Πραξ. 25,3               ζητούντες ως χάριν ιδικήν των εναντίον του Παύλου, να τον καλέση ο Φήστος εις την Ιερουσαλήμ. Ενώ συγχρόνως ετοίμαζαν ενέδραν να τον φονεύσουν στον δρόμον.

Πραξ. 25,4         ὁ μὲν οὖν Φῆστος ἀπεκρίθη τηρεῖσθαι τὸν Παῦλον ἐν Καισαρείᾳ ἑαυτὸν δὲ μέλλειν ἐν τάχει ἐκπορεύεσθαι·

Πραξ. 25,4               Ο Φήστος όμως απήντησε, να κρατήται ο Παύλος εις την Καισάρειαν και ότι αυτός σύντομα επρόκειτο να αναχωρήση από την Ιερουσαλήμ δια την Καισάρειαν.

Πραξ. 25,5         οἱ οὖν δυνατοὶ ἐν ὑμῖν, φησί, συγκαταβάντες, εἴ τί ἐστιν ἐν τῷ ἀνδρὶ τούτῳ, κατηγορείτωσαν αὐτοῦ.

Πραξ. 25,5               “Αυτοί λοιπόν που κατέχουν τας πρώτας θέσεις μεταξύ σας, είπεν, ας κατεβούν μαζή μου, και εάν υπάρχη κάποια ενοχή εναντίον του ανθρώπου τούτου, ας διατυπώσουν εκεί την κατηγορίαν των”.

Πραξ. 25,6         Διατρίψας δὲ ἐν αὐτοῖς ἡμέρας πλείους ἢ δέκα, καταβὰς εἰς Καισάρειαν, τῇ ἐπαύριον καθίσας ἐπὶ τοῦ βήματος ἐκέλευσε τὸν Παῦλον ἀχθῆναι.

Πραξ. 25,6               Αφού δε έμεινε μεταξύ αυτών περισσότερον από δέκα ημέρες, κατέβηκε εις την Καισάρειαν. Την δε άλλην ημέραν καθίσας στο δικαστικόν βήμα, διέταξε να φέρουν τον Παύλον.

Πραξ. 25,7         παραγενομένου δὲ αὐτοῦ περιέστησαν οἱ ἀπὸ Ἱεροσολύμων καταβεβηκότες Ἰουδαῖοι, πολλὰ καὶ βαρέα αἰτιώματα φέροντες κατὰ τοῦ Παύλου, ἃ οὐκ ἴσχυον ἀποδεῖξαι,

Πραξ. 25,7               Οταν δε αυτός ήλθε, τον περιεκύκλωσαν οι Ιουδαίοι, που είχαν κατεβή από την Ιερουσαλήμ, διατυπώνοντες εναντίον του Παύλου πολλάς και βαρείας κατηγορίας, τας οποίας όμως δεν ημπορούσαν να αποδείξουν.

Πραξ. 25,8         ἀπολογουμένου αὐτοῦ ὅτι οὔτε εἰς τὸν νόμον τῶν Ἰουδαίων οὔτε εἰς τὸ ἱερὸν οὔτε εἰς Καίσαρά τι ἥμαρτον.

Πραξ. 25,8               Και τούτο διότι ο Παύλος απολογούμενος, διεκήρυσσε ότι· “ούτε στον νόμον των Ιουδαίων ούτε στον ναόν ούτε στον Καίσαρα διέπραξα το παραμικρότερον σφάλμα”.

Πραξ. 25,9         ὁ Φῆστος δὲ θέλων τοῖς Ἰουδαίοις χάριν καταθέσθαι, ἀποκριθεὶς τῷ Παύλῳ εἶπε· θέλεις εἰς Ἱερουσαλὴμ ἀναβὰς ἐκεῖ περὶ τούτων κρίνεσθαι ἐπ᾿ ἐμοῦ;

Πραξ. 25,9               Ο δε Φήστος θέλων να ευχαριστήση τους Ιουδαίους απεκρίθη στον Παύλον και είπε· “θέλεις να ανεβής εις την Ιερουσαλήμ και να δικασθής εκεί ενώπιόν μου δια τα ζητήματα αυτά;”

Πραξ. 25,10       εἶπε δὲ ὁ Παῦλος· ἐπὶ τοῦ βήματος Καίσαρος ἑστώς εἰμι, οὗ με δεῖ κρίνεσθαι. Ἰουδαίους οὐδὲν ἠδίκησα, ὡς καὶ σὺ κάλλιον ἐπιγνώσκεις·

Πραξ. 25,10             Ο δε Παύλος είπε· “εγώ στέκομαι εδώ, εμπρός στο δικαστήριον του Καίσαρος, στο οποίον και πρέπει να δικασθώ ως Ρωμαίος πολίτης. Τους Ιουδαίους δεν τους έχω αδικήσει εις τίποτε, όπως και συ ο ίδιος καλύτερα από κάθε άλλον γνωρίζεις.

Πραξ. 25,11       εἰ μὲν γὰρ ἀδικῶ καὶ ἄξιον θανάτου πέπραχά τι, οὐ παραιτοῦμαι τὸ ἀποθανεῖν· εἰ δὲ οὐδέν ἐστιν ὧν οὗτοι κατηγοροῦσί μου, οὐδείς με δύναται αὐτοῖς χαρίσασθαι· Καίσαρα ἐπικαλοῦμαι.

Πραξ. 25,11              Διότι εάν μεν τους αδικώ και έχω διαπράξει κάτι άξιον θανάτου, δεν αρνούμαι να καταδικασθώ εις θάνατον και να αποθάνω. Εάν όμως τίποτε δεν είναι αληθινόν από εκείνα, που αυτοί με κατηγορούν, κανείς δεν έχει το δικαίωμα και την εξουσίαν να με χαρίση εις αυτούς, δια να με θανατώσουν. Καμνω έφεσιν στον Καίσαραν και ζητώ να δικασθώ ενώπιόν του”.

Πραξ. 25,12       τότε ὁ Φῆστος συλλαλήσας μετὰ τοῦ συμβουλίου ἀπεκρίθη· Καίσαρα ἐπικέκλησαι, ἐπὶ Καίσαρα πορεύσῃ.

Πραξ. 25,12             Τοτε ο Φήστος, αφού συνεζήτησε με το συμβούλιόν του, απεκρίθη· “τον Καίσαρα έχεις επικαλεσθή; Εις τον Καίσαρα θα πορευθής”.

Πραξ. 25,13       Ἡμερῶν δὲ διαγενομένων τινῶν Ἀγρίππας ὁ βασιλεὺς καὶ Βερνίκη κατήντησαν εἰς Καισάρειαν ἀσπασόμενοι τὸν Φῆστον.

Πραξ. 25,13             Αφού δε επέρασαν μερικές ημέρες, ο βασιλεύς Αγρίππας και η αδελφή του Βερνίκη ήλθαν εις την Καισάρειαν με τον σκοπόν να χαιρετήσουν και να συγχαρούν τον Φήστον.

Πραξ. 25,14       ὡς δὲ πλείους ἡμέρας διέτριβον ἐκεῖ, ὁ Φῆστος τῷ βασιλεῖ ἀνέθετο τὰ κατὰ τὸν Παῦλον λέγων· ἀνήρ τίς ἐστι καταλελειμμένος ὑπὸ Φήλικος δέσμιος,

Πραξ. 25,14             Καθώς δε παρέμειναν εκεί περισσότερες ημέρες, ο Φήστος εξέθεσε στον βασιλέα τα κατά τον Παύλον λέγων· “κάποιος άνθρωπος έχει αφεθή φυλακισμένος από τον Φηλικα.

Πραξ. 25,15       περὶ οὗ γενομένου μου εἰς Ἱεροσόλυμα ἐνεφάνισαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τῶν Ἰουδαίων αἰτούμενοι κατ᾿ αὐτοῦ δίκην·

Πραξ. 25,15             Δι' αυτόν, όταν εγώ επήγα εις Ιεροσόλυμα, μου επέδωσαν καταγγελίαν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι των Ιουδαίων, ζητούντες να τον δικάσω και καταδικάσω.

Πραξ. 25,16       πρὸς οὓς ἀπεκρίθην ὅτι οὐκ ἔστιν ἔθος Ῥωμαίοις χαρίζεσθαί τινα ἄνθρωπον εἰς ἀπώλειαν πρὶν ἢ ὁ κατηγορούμενος κατὰ πρόσωπον ἔχοι τοὺς κατηγόρους τόπον τε ἀπολογίας λάβοι περὶ τοῦ ἐγκλήματος.

Πραξ. 25,16             Απήντησα όμως εις αυτούς ότι δεν υπάρχει συνήθεια στους Ρωμαίους, δια να φανούν ευχάριστοι εις κάποιους, να παραδίδουν ένα άνθρωπον εις θάνατον, πριν ο κατηγορούμενος έλθη εις αντιπαράστασιν προς τους μηνυτάς του και πριν λάβη το δικαίωμα να απολογηθή δια το έγκλημα, που κατηγορείται.

Πραξ. 25,17       συνελθόντων οὖν αὐτῶν ἐνθάδε ἀναβολὴν μηδεμίαν ποιησάμενος τῇ ἑξῆς καθίσας ἐπὶ τοῦ βήματος ἐκέλευσα ἀχθῆναι τὸν ἄνδρα·

Πραξ. 25,17             Οταν δε αυτοί ήλθαν μαζή μου εδώ, εγώ χωρίς καμμίαν αναβολήν εκάθισα αμέσως την επομένην ημέραν στο δικαστικόν βήμα και διέταξα να προσαχθή ο άνθρωπος αυτός.

Πραξ. 25,18       περὶ οὗ σταθέντες οἱ κατήγοροι οὐδεμίαν αἰτίαν ἐπέφερον ὧν ὑπενόουν ἐγώ,

Πραξ. 25,18             Οι κατήγοροι όμως, όταν εστάθησαν εις την δικαστικήν αίθουσαν, δεν διετύπωσαν καμμίαν εναντίον του κατηγορίαν, από εκείνας τας οποίας εγώ υπέθετα και επερίμενα.

Πραξ. 25,19       ζητήματα δέ τινα περὶ τῆς ἰδίας δεισιδαιμονίας εἶχον πρὸς αὐτὸν καὶ περί τινος Ἰησοῦ τεθνηκότος, ὃν ἔφασκεν ὁ Παῦλος ζῆν.

Πραξ. 25,19             Αλλά είχαν εναντίον του κάποια ζητήματα περί της ιδικής των θρησκείας και δια κάποιον Ιησούν πεθαμένον, δια τον οποίον ο Παύλος έλεγε ότι ζη.

Πραξ. 25,20       ἀπορούμενος δὲ ἐγὼ τὴν περὶ τούτου ζήτησιν ἔλεγον εἰ βούλοιτο πορεύεσθαι εἰς Ἱεροσόλυμα κἀκεῖ κρίνεσθαι περὶ τούτων.

Πραξ. 25,20            Επειδή δε εγώ ευρέθηκα εις απορίαν δια την έρευναν του ζητήματος αυτού, είπα στον Παύλον, εάν ήθελε, να μεταβη εις Ιεροσόλυμα και να δικασθή εκεί δι' αυτά τα ζητήματα.

Πραξ. 25,21       τοῦ δὲ Παύλου ἐπικαλεσαμένου τηρηθῆναι αὐτὸν εἰς τὴν τοῦ Σεβαστοῦ διάγνωσιν, ἐκέλευσα τηρεῖσθαι αὐτὸν ἕως οὗ πέμψω αὐτὸν πρὸς Καίσαρα.

Πραξ. 25,21             Επειδή όμως ο Παύλος, επικαλεσθείς την ρωμαϊκήν του υπηκοότητα, εζήτησε να φρουρηθή, δια να δικασθή από τον σεβαστόν αυτοκράτορα, διέταξα να φρουρήται αυτός, έως ότου τον στείλω στον Καίσαρα”.

Πραξ. 25,22       Ἀγρίππας δὲ πρὸς τὸν Φῆστον ἔφη· ἐβουλόμην καὶ αὐτὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀκοῦσαι. ὁ δέ, αὔριον, φησίν, ἀκούσῃ αὐτοῦ.

Πραξ. 25,22            Είπε δε ο Αγρίππας προς τον Φήστον· “ήθελα και εγώ ο ίδιος να ακούσω αυτόν τον άνθρωπον”. Ο δε Φήστος απήντησε· “αύριον θα τον ακούσης”.

Πραξ. 25,23       Τῇ οὖν ἐπαύριον ἐλθόντος τοῦ Ἀγρίππα καὶ τῆς Βερνίκης μετὰ πολλῆς φαντασίας καὶ εἰσελθόντων εἰς τὸ ἀκροατήριον σύν τε τοῖς χιλιάρχοις καὶ ἀνδράσι τοῖς κατ᾿ ἐξοχὴν οὖσι τῆς πόλεως, καὶ κελεύσαντος τοῦ Φήστου ἤχθη ὁ Παῦλος.

Πραξ. 25,23             Την επομένην, αφού ήλθε ο Αγρίππας και η Βερνίκη λαμπροστολισμένοι και με πολλήν συνοδείαν και εισήλθαν εις την αίθουσαν του δικαστηρίου μαζή με τους χιλιάρχους και τους άλλους επισήμους άνδρας, που ήσαν εις την πόλιν, διέταξε ο Φήστος και ωδηγήθηκε εκεί ο Παύλος.

Πραξ. 25,24       καί φησιν ὁ Φῆστος· Ἀγρίππα βασιλεῦ καὶ πάντες οἱ συμπαρόντες ἡμῖν ἄνδρες, θεωρεῖτε τοῦτον περὶ οὗ πᾶν τὸ πλῆθος τῶν Ἰουδαίων ἐνέτυχόν μοι ἔν τε Ἱεροσολύμοις καὶ ἐνθάδε, ἐπιβοῶντες μὴ δεῖν ζῆν αὐτὸν μηκέτι.

Πραξ. 25,24            Και λέγει τότε ο Φήστος· “Βασιλεύ Αγρίππα και όλοι όσοι είσθε παρόντες εδώ μαζή μας, βλέπετε τον άνθρωπον αυτόν, δια τον οποίον όλος ο λαός των Ιουδαίων ήλθαν και με συνήντησαν και εις τα Ιεροσόλυμα και εδώ και εφώναζαν ότι δεν πρέπει πλέον αυτός να ζη.

Πραξ. 25,25       ἐγὼ δὲ καταλαβόμενος μηδὲν ἄξιον θανάτου αὐτὸν πεπραχέναι, καὶ αὐτοῦ δὲ τούτου ἐπικαλεσαμένου τὸν Σεβαστόν, ἔκρινα πέμπειν αὐτόν.

Πραξ. 25,25             Εγώ όμως επειδή εκατάλαβα ότι τίποτε άξιον θανάτου δεν έχει πράξει αυτός και επειδή και αυτός ο ίδιος επεκαλέσθη τον σεβαστόν αυτοκράτορα, επήρα την απόφασιν να τον στείλω εις την Ρωμην.

Πραξ. 25,26       περὶ οὗ ἀσφαλές τι γράψαι τῷ κυρίῳ οὐκ ἔχω· διὸ προήγαγον αὐτὸν ἐφ᾿ ὑμῶν καὶ μάλιστα ἐπὶ σοῦ, βασιλεῦ Ἀγρίππα, ὅπως τῆς ἀνακρίσεως γενομένης σχῷ τι γράψαι.

Πραξ. 25,26            Δεν έχω όμως τίποτε το σαφές και βέβαιον να γράψω δι' αυτόν στον κύριον. Δι' αυτό, τον έφερα από την φυλακήν εις σας και μάλιστα εμπρός εις σε, βασιλεύ Αγρίππα, δια να γίνη ανάκρισις και από αυτήν να έχω κάτι να γράψω.

Πραξ. 25,27       ἄλογον γὰρ μοι δοκεῖ πέμποντα δέσμιον μὴ καὶ τὰς κατ᾿ αὐτοῦ αἰτίας σημᾶναι.

Πραξ. 25,27             Διότι μου φαίνεται παράλογον να στέλνω κάποιον δεμένον εις την Ρωμην, χωρίς να καθορίσω τας εναντίον του κατηγορίας”.

 

 

ΠΡΑΞΕΙΣ 26

 

Πραξ. 26,1         Ἀγρίππας δὲ πρὸς τὸν Παῦλον ἔφη· ἐπιτρέπεταί σοι ὑπὲρ σεαυτοῦ λέγειν. τότε ὁ Παῦλος ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἀπελογεῖτο·

Πραξ. 26,1               Ο Αγρίππας ο βασιλεύς είπε προς τον Παύλον· “σου επιτρέπεται να ομιλήσης υπέρ του ευατού σου”. Τοτε ο Παύλος, αφού άπλωσε το χέρι, ήρχισε την απολογίαν του.

Πραξ. 26,2         περὶ πάντων ὧν ἐγκαλοῦμαι ὑπὸ Ἰουδαίων, βασιλεῦ Ἀγρίππα, ἥγημαι ἐμαυτὸν μακάριον ἐπὶ σοῦ μέλλων ἀπολογεῖσθαι σήμερον,

Πραξ. 26,2               “Δι' όλα όσα κατηγορούμαι από τους Ιουδαίους, θεωρώ τον ευατόν μου ευτυχή, βασιλεύ Αγρίππα, διότι μέλλω να απολογηθώ ενώπιόν σου σήμερον.

Πραξ. 26,3         μάλιστα γνώστην ὄντα σε πάντων τῶν κατὰ Ἰουδαίους ἐθῶν τε καὶ ζητημάτων· διὸ δέομαί σου μακροθύμως ἀκοῦσαί μου.

Πραξ. 26,3               Και τούτο, διότι συ γνωρίζεις πολύ καλά, όλα τα έθιμα των Ιουδαίων, όπως και όλα τα ζητήματά των. Δι' αυτό και σε παρακαλώ, να με ακούσης με υπομονήν.

Πραξ. 26,4         Τὴν μὲν οὖν βίωσίν μου τὴν ἐκ νεότητος τὴν ἀπ᾿ ἀρχῆς γενομένην ἐν τῷ ἔθνει μου ἐν Ἱεροσολύμοις ἴσασι πάντες οἱ Ἰουδαῖοι,

Πραξ. 26,4               Ποία μεν υπήρξε η ζωή και η δράσις μου στο έθνος μου και εις τα Ιεροσόλυμα από την αρχήν της νεότητός μου και εντεύθεν, γνωρίζουν όλοι οι Ιουδαίοι.

Πραξ. 26,5         προγινώσκοντές με ἄνωθεν, ἐὰν θέλωσι μαρτυρεῖν, ὅτι κατὰ τὴν ἀκριβεστάτην αἵρεσιν τῆς ἡμετέρας θρησκείας ἔζησα Φαρισαῖος.

Πραξ. 26,5               Αυτοί με έχουν γνωρίσει πολύ ενωρίτερα και εάν θέλουν να καταθέσουν την αλήθειαν, θα βεβαιώσουν ότι εγώ έζησα σύμφωνα με την διδασκαλίαν και τας παραδόσεις της πλέον αυστηράς ομάδος της θρησκείας μας· έζησα δηλαδή και επολιτεύθην ως Φαρισαίος.

Πραξ. 26,6         καὶ νῦν ἐπ᾿ ἐλπίδι τῆς πρὸς τοὺς πατέρας ἐπαγγελίας γενομένης ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ἕστηκα κρινόμενος,

Πραξ. 26,6               Και τώρα εγώ στέκομαι υπόδικος στο δικαστήριον τούτο δια την ελπίδα περί του Μεσσίου, η οποία στηρίζεται εις την υπόσχεσιν, που ο Θεός έδωκε στους πατέρας μας.

Πραξ. 26,7         εἰς ἣν τὸ δωδεκάφυλον ἡμῶν ἐν ἐκτενείᾳ νύκτα καὶ ἡμέραν λατρεῦον ἐλπίζει καταντῆσαι· περὶ ἧς ἐλπίδος ἐγκαλοῦμαι, βασιλεῦ Ἀγρίππα, ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων.

Πραξ. 26,7               Και δια την πραγματοποίησιν αυτής της υποσχέσεως αι δώδεκα φυλαί του λαού μας συνεχώς νύκτα και ημέραν προσφέρουν τας θυσίας της λατρείας και έχουν την ελπίδα να φθάσουν εις αυτήν. Δι' αυτήν την ελπίδα εγώ κατηγορούμαι από τους Ιουδαίους, βασιλεύ Αγρίππα.

Πραξ. 26,8         τί ἄπιστον κρίνεται παρ᾿ ὑμῖν εἰ ὁ Θεὸς νεκροὺς ἐγείρει;

Πραξ. 26,8               Διατί θεωρείται απίστευτον από σας, ότι ο Θεός ανασταίνει τους νεκρούς;

Πραξ. 26,9         ἐγὼ μὲν οὖν ἔδοξα ἐμαυτῷ πρὸς τὸ ὄνομα Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου δεῖν πολλὰ ἐναντία πρᾶξαι·

Πραξ. 26,9               Και εγώ έδειξα απιστίαν εις την ανάστασιν του Ιησού και εις αυτόν τον Ιησούν. Και ενόμισα λοιπόν ότι είχα καθήκον πολλά να πράξω αντίθετα και εχθρικά κατά του ονόματος του Ιησού του Ναζωραίου.

Πραξ. 26,10       ὃ καὶ ἐποίησα ἐν Ἱεροσολύμοις, καὶ πολλοὺς τῶν ἁγίων ἐγὼ ἐν φυλακαῖς κατέκλεισα τὴν παρὰ τῶν ἀρχιερέων ἐξουσίαν λαβών, ἀναιρουμένων τε αὐτῶν κατήνεγκα ψῆφον,

Πραξ. 26,10             Πράγμα άλλως τε, το οποίον έκανα και εις Ιεροσόλυμα, και πολλούς από τους μαθητάς του Χριστού εγώ έρριψα και έκλεισα εις τας φυλακάς, αφού είχα λάβει αυτήν την εξουσίαν από τους αρχιερείς, και όταν οι άνθρωποι αυτοί εφονεύοντο, εγώ είχα δώσει καταδικαστικήν ψήφον εναντίον των.

Πραξ. 26,11       καὶ κατὰ πάσας τὰς συναγωγὰς πολλάκις τιμωρῶν αὐτοὺς ἠνάγκαζον βλασφημεῖν, περισσῶς τε ἐμμαινόμενος αὐτοῖς ἐδίωκον ἕως καὶ εἰς τὰς ἔξω πόλεις.

Πραξ. 26,11              Και εις όλας τας συναγωγάς, όπου ωδηγούντο δια να δικασθούν, εγώ εις πολλάς περιστάσεις βασανίζων αυτούς προσπαθούσα να τους εξαναγκάσω να βλασφημήσουν εναντίον του Ιησού. Κυριαρχούμενος δε από ασυγκράτητον μανίαν εναντίον των, τους κατεδίωκα ακόμη και εις πόλεις, αι οποίαι είναι έξω από την Παλαιστίνην.

Πραξ. 26,12       Ἐν οἷς καὶ πορευόμενος εἰς τὴν Δαμασκὸν μετ᾿ ἐξουσίας καὶ ἐπιτροπῆς τῆς παρὰ τῶν ἀρχιερέων,

Πραξ. 26,12             Ακριβώς επάνω στο έργον μου αυτό επήγαινα εις την Δαμασκόν, δια να καταδιώξω και εκεί τους Χριστιανούς με εξουσίαν και εγκρισιν, που είχα λάβει από τους αρχιερείς.

Πραξ. 26,13       ἡμέρας μέσης κατὰ τὴν ὁδὸν εἶδον, βασιλεῦ, οὐρανόθεν ὑπὲρ τὴν λαμπρότητα τοῦ ἡλίου περιλάμψαν με φῶς καὶ τοὺς σὺν ἐμοὶ πορευομένους·

Πραξ. 26,13             Κατά το μεσημέρι, καθώς επροχωρούσα στον δρόμον, είδα, βασιλεύ Αγρίππα, να λάμπη γύρω από εμέ και από εκείνους, που επήγαιναν μαζή μου, ένα φως από τον ουρανόν εντονώτερον από την λαμπρότητα του ηλίου.

Πραξ. 26,14       πάντων δὲ καταπεσόντων ἡμῶν εἰς τὴν γῆν ἤκουσα φωνὴν λαλοῦσαν πρός με καὶ λέγουσαν τῇ ἑβραΐδι διαλέκτῳ· Σαοὺλ Σαούλ, τί με διώκεις; σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν.

Πραξ. 26,14             Ενώ δε όλοι επέσαμεν κάτω εις την γην, διότι δεν αντείχαμεν εις την καταπληκτικήν αυτήν λάμψιν, ήκουσα μίαν φωνήν να μου ομιλή και να λέγη εις την εβραϊκήν γλώσσαν· Σαούλ, Σαούλ, διατί με καταδιώκεις; Είναι σκληρόν δια σε να κλωτσάς εις τα καρφιά.

Πραξ. 26,15       ἐγὼ δὲ εἶπον· τίς εἶ, Κύριε; ὁ δὲ εἶπεν· ἐγώ εἰμι Ἰησοῦς ὃν σὺ διώκεις.

Πραξ. 26,15             Εγώ δε είπα· Ποιός είσαι, Κυριε; Εκείνος δε είπε· Εγώ είμαι ο Ιησούς, τον οποίον συ καταδιώκεις.

Πραξ. 26,16       ἀλλὰ ἀνάστηθι καὶ στῆθι ἐπὶ τοὺς πόδας σου· εἰς τοῦτο γὰρ ὤφθην σοι, προχειρίσασθαί σε ὑπηρέτην καὶ μάρτυρα ὧν τε εἶδες ὧν τε ὀφθήσομαί σοι,

Πραξ. 26,16             Αλλά σήκω και στάσου ορθός εις τα πόδια σου· δια τούτο παρουσιάσθηκα εις σε, να σε αναδείξω υπηρέτην και κήρυκα αυτών που είδες και εκείνων τα οποία στο μέλλον θα σου αποκαλύψω.

Πραξ. 26,17       ἐξαιρούμενός σε ἐκ τοῦ λαοῦ καὶ τῶν ἐθνῶν, εἰς οὓς ἐγώ σε ἀποστέλλω

Πραξ. 26,17             Εγώ δε θα σε σώζω από τους κινδύνους, που θα διατρέξης εκ μέρους του Ιουδαϊκού λαού και εκ μέρους των εθνών, εις τα οποία εγώ σε στέλλω.

Πραξ. 26,18       ἀνοῖξαι ὀφθαλμοὺς αὐτῶν, τοῦ ἐπιστρέψαι ἀπὸ σκότους εἰς φῶς καὶ τῆς ἐξουσίας τοῦ σατανᾶ ἐπὶ τὸν Θεόν, τοῦ λαβεῖν αὐτοὺς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ κλῆρον ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πίστει τῇ εἰς ἐμέ.

Πραξ. 26,18             Και σε στέλνω να ανοίξης τα μάτια της ψυχής των, δια να πιστεύσουν και επιστρέψουν από το σκότος στο φως και από την εξουσίαν του σατανά στον Θεόν, και να πάρουν δια της πίστεώς των εις εμέ άφεσιν αμαρτιών και κληρονομίαν μαζή με εκείνους, που έχουν αγιασθή.

Πραξ. 26,19       Ὅθεν, βασιλεῦ Ἀγρίππα, οὐκ ἐγενόμην ἀπειθὴς τῇ οὐρανίῳ ὀπτασίᾳ,

Πραξ. 26,19             Οθεν, βασιλεύ Αγρίππας, δεν έγινα ανυπάκουος στο ουράνιον αυτό όραμα.

Πραξ. 26,20       ἀλλὰ τοῖς ἐν Δαμασκῷ πρῶτον καὶ Ἱερολύμοις, εἰς πᾶσάν τε τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας καὶ τοῖς ἔθνεσιν ἀπαγγέλλω μετανοεῖν καὶ ἐπιστρέφειν ἐπὶ τὸν Θεόν, ἄξια τῆς μετανοίας ἔργα πράσσοντας.

Πραξ. 26,20            Αλλά πρώτον εις αυτούς που κατοικούσαν εις την Δαμασκόν και εις τα Ιεροσόλυμα, έπειτα δε εις όλην την περιοχήν της Ιουδαίας και εις τα έθνη, εκήρυττα και κηρύττω ματάνοιαν και επιστροφήν στον Θεόν και να πράττουν έργα άξια της μετανοίας των.

Πραξ. 26,21       ἕνεκα τούτων με οἱ Ἰουδαῖοι συλλαβόμενοι ἐν τῷ ἱερῷ ἐπειρῶντο διαχειρίσασθαι.

Πραξ. 26,21             Ενεκα δε αυτών ακριβώς των κηρυγμάτων μου, οι Ιουδαίοι με συνέλαβαν εις την αυλήν του ναού και επροσπαθούσαν να με φονεύσουν.

Πραξ. 26,22       ἐπικουρίας οὖν τυχὼν τῆς παρὰ τοῦ Θεοῦ ἄχρι τῆς ἡμέρας ταύτης ἕστηκα μαρτυρόμενος μικρῷ τε καὶ μεγάλῳ, οὐδὲν ἐκτὸς λέγων ὧν τε οἱ προφῆται ἐλάλησαν μελλόντων γενέσθαι καὶ Μωϋσῆς,

Πραξ. 26,22            Ελαβα όμως βοήθειαν και προστασίαν από τον Θεόν τότε και μέχρις αυτής της ημέρας, που στέκομαι σώος και υγιής εμπρός σας και δίδω την μαρτυρίαν του Ευαγγελίου εις μικρούς και μεγάλους, χωρίς να λέγω τίποτε άλλο εκτός από εκείνα, που οι προφήται και ο Μωϋσής προεκήρυξαν, ότι μέλλουν να γίνουν.

Πραξ. 26,23       εἰ παθητὸς ὁ Χριστός, εἰ πρῶτος ἐξ ἀναστάσεως νεκρῶν φῶς μέλλει καταγγέλλειν τῷ λαῷ καὶ τοῖς ἔθνεσι.

Πραξ. 26,23            Κηρύττω δηλαδή, περί του αν ο Χριστός έμελλε να πάθη, εάν επρόκειτο πρώτος αυτός εκ των νεκρών να αναστηθή και περί του αν επρόκειτο να κηρύξη το Ευαγγέλιον της σωτηρίας στον Ιουδαϊκόν λαόν και τους εθνικούς”.

Πραξ. 26,24       Ταῦτα δὲ αὐτοῦ ἀπολογουμένου ὁ Φῆστος μεγάλῃ τῇ φωνῇ ἔφη· μαίνῃ, Παῦλε· τὰ πολλά σε γράμματα εἰς μανίαν περιτρέπει.

Πραξ. 26,24            Ενώ δε αυτά ο Παύλος απελογείτο είπε ο Φήστος με μεγάλη φωνήν· “παρεφρόνησες, Παύλε, τα πολλά γράμματα σε κάνουν να παραλογίζεσαι”.

Πραξ. 26,25       ὁ δέ, οὐ μαίνομαι, φησί, κράτιστε Φῆστε, ἀλλὰ ἀληθείας καὶ σωφροσύνης ῥήματα ἀποφθέγγομαι.

Πραξ. 26,25            Ο δε Παύλος απήντησε· “δεν παραλογίζομαι, εξοχώτατε Φήστε, αλλά εξαγγέλω λόγους αληθείας και συνέσεως.

Πραξ. 26,26       ἐπίσταται γὰρ περὶ τούτων ὁ βασιλεύς, πρὸς ὃν καὶ παῤῥησιαζόμενος λαλῶ· λανθάνειν γὰρ αὐτόν τι τούτων οὐ πείθομαι οὐδέν· οὐ γάρ ἐστιν ἐν γωνίᾳ πεπραγμένον τοῦτο.

Πραξ. 26,26            Και ομιλώ έτσι, διότι γνωρίζει πολύ καλά τα γεγονότα αυτά ο βασιλεύς, προς τον οποίον και με τόσον θάρρος ομιλώ. Δεν πιστεύω τίποτε από αυτά να διαφεύγη την γνώσιν και την προσοχήν του. Είναι άλλως τε αυτά γνωστά, διότι δεν έχουν πραγματοποιηθή εις καμμίαν απόμερον γωνίαν, αλλά εις όλους τους Ιουδαίους.

Πραξ. 26,27       πιστεύεις, βασιλεῦ Ἀγρίππα, τοῖς προφήταις; οἶδα ὅτι πιστεύεις.

Πραξ. 26,27            Πιστεύεις, βασιλεύ Αγρίππα, στους προφήτας; Εγώ ξέρω ότι πιστεύεις”.

Πραξ. 26,28       ὁ δὲ Ἀγρίππας πρὸς τὸν Παῦλον ἔφη· ἐν ὀλίγῳ με πείθεις Χριστιανὸν γενέσθαι.

Πραξ. 26,28            Είπε δε ο Αγρίππας στον Παύλον· “ολίγον ακόμη και με πείθεις να γίνω Χριστιανός”.

Πραξ. 26,29       ὁ δὲ Παῦλος εἶπεν· εὐξαίμην ἂν τῷ Θεῷ καὶ ἐν ὀλίγῳ καὶ ἐν πολλῷ οὐ μόνον σέ, ἀλλὰ καὶ πάντας τοὺς ἀκούοντάς μου σήμερον γενέσθαι τοιούτους ὁποῖος κἀγώ εἰμι, παρεκτὸς τῶν δεσμῶν τούτων.

Πραξ. 26,29            Ο δε Παύλος είπε· “θα ηυχόμην στον Θεόν και ολίγον και πολύ όχι μόνον συ, αλλά και όλοι όσοι με ακούουν σήμερον να γίνουν τέτοιοι σαν εμέ, εκτός από τις αλυσίδες αυτές”.

Πραξ. 26,30       Καὶ ταῦτα εἰπόντος αὐτοῦ ἀνέστη ὁ βασιλεὺς καὶ ὁ ἡγεμὼν ἥ τε Βερνίκη καὶ οἱ συγκαθήμενοι αὐτοῖς,

Πραξ. 26,30            Και αφού είπε αυτά ο Παύλος, εσηκώθηκε ο Βασιλεύς και ο Ρωμαίος ηγεμών και η Βερνίκη και όλοι όσοι εκάθηντο μαζή με αυτούς.

Πραξ. 26,31       καὶ ἀναχωρήσαντες ἐλάλουν πρὸς ἀλλήλους λέγοντες ὅτι οὐδὲν θανάτου ἄξιον ἢ δεσμῶν πράσσει ὁ ἄνθρωπος οὗτος.

Πραξ. 26,31             Και όταν ανεχώρησαν, συνωμιλούσαν μεταξύ των λέγοντες ότι ο άνθρωπος αυτός τίποτε άξιον θανάτου η φυλακίσεως δεν έχει κάμει.

Πραξ. 26,32       Ἀγρίππας δὲ τῷ Φήστῳ ἔφη· ἀπολελύσθαι ἐδύνατο ὁ ἄνθρωπος οὗτος, εἰ μὴ ἐπεκέκλητο Καίσαρα.

Πραξ. 26,32            Ο δε Αγρίππας είπε στον Φήστον· “ο άνθρωπος αυτός ήτο δυνατόν ν' απολυθή, αν δεν είχε επικαλεσθή τον Καίσαρα”.

 

 

ΠΡΑΞΕΙΣ 27

 

Πραξ. 27,1         Ὡς δὲ ἐκρίθη τοῦ ἀποπλεῖν ἡμᾶς εἰς τὴν Ἰταλίαν, παρεδίδουν τόν τε Παῦλον καί τινας ἑτέρους δεσμώτας ἑκατοντάρχῃ ὀνόματι Ἰουλίῳ σπείρης Σεβαστῆς.

Πραξ. 27,1                Οταν δε απεφασίσθη να πλεύσωμεν δια την Ιταλίαν, παρέδωσαν και τον Παύλον και μερικούς άλλους κρατουμένους εις ένα εκατόνταρχον, ονόματι Ιούλιον, του τάγματος, που έφερε το όνομα “σπείρα Σεβαστή”.

Πραξ. 27,2         ἐπιβάντες δὲ πλοίῳ Ἀδραμυττηνῷ μέλλοντες πλεῖν τοὺς κατὰ τὴν Ἀσίαν τόπους ἀνήχθημεν, ὄντος σὺν ἡμῖν Ἀριστάρχου Μακεδόνος Θεσσαλονικέως,

Πραξ. 27,2               Αφού δε απεβιβάσθημεν στο πλοίον, που ανήκε εις την πόλιν Αδραμύττιον, ανοιχθήκαμε στο πέλαγος με διεύθυνσιν προς τους λιμένας, που ευρίσκοντο κατά μήκος της Μικρασιατικής παραλίας. Ητο δε μαζή μας και ο Αρίσταρχος ο Μακεδών από την Θεσσαλονίκην.

Πραξ. 27,3         τῇ τε ἑτέρᾳ κατήχθημεν εἰς Σιδῶνα· φιλανθρώπως τε ὁ Ἰούλιος τῷ Παύλῳ χρησάμενος ἐπέτρεψε πρὸς τοὺς φίλους πορευθέντα ἐπιμελείας τυχεῖν.

Πραξ. 27,3               Την άλλην ημέραν αγκυροβολήσαμε εις την Σιδώνα· και ο Ιούλιος με εύνοιαν φερόμενος προς τον Παύλον, του επέτρεψε να υπάγη στους φίλους του δια να τον περιποιηθούν.

Πραξ. 27,4         κἀκεῖθεν ἀναχθέντες ὑπεπλεύσαμεν τὴν Κύπρον διὰ τὸ τοὺς ἀνέμους εἶναι ἐναντίους,

Πραξ. 27,4               Και από εκεί εβγήκαμε στο ανοικτόν πέλαγος, επλεύσαμεν κοντά και κατά μήκος της Κυπρου, επειδή οι άνεμοι ήσαν αντίθετοι.

Πραξ. 27,5         τό τε πέλαγος τὸ κατὰ τὴν Κιλικίαν καὶ Παμφυλίαν διαπλεύσαντες κατήλθομεν εἰς Μύρα τῆς Λυκίας.

Πραξ. 27,5               Και αφού διεσχίσαμεν το πέλαγος της περιοχής Κιλικίας και Παμφυλίας, προσωρμίσθημεν εις τα Μυρα της Λυκίας.

Πραξ. 27,6         Κἀκεῖ εὑρὼν ὁ ἑκατοντάρχης πλοῖον Ἀλεξανδρῖνον πλέον εἰς τὴν Ἰταλίαν ἐνεβίβασεν ἡμᾶς εἰς αὐτό.

Πραξ. 27,6               Εκεί δε ευρήκε ο εκατόνταρχος ένα πλοίον της πόλεως Αλεξανδρείας, που επρόκειτο να ταξιδεύση εις την Ιταλίαν και μας επεβίβασε εις αυτό.

Πραξ. 27,7         ἐν ἱκαναῖς δὲ ἡμέραις βραδυπλοοῦντες καὶ μόλις γενόμενοι κατὰ τὴν Κνίδον, μὴ προσεῶντος ἡμᾶς τοῦ ἀνέμου, ὑπεπλεύσαμεν τὴν Κρήτην κατὰ Σαλμώνην,

Πραξ. 27,7               Αφού επί αρκετάς ημέρας επλέαμεν βραδέως, λόγω του αντιθέτου ανέμου, μόλις και με δυσκολίαν πολλήν προσεγγίσαμεν κοντά εις την Κνίδον. Και επειδή δεν μας άφινε ο άνεμος, επλεύσαμεν νοτίως, επεράσαμεν πλησίον του ακρωτηρίου Σαλμώνη και εσυνεχίσαμεν τον πλουν κατά μήκος της νοτίας ακτής της Κρήτης.

Πραξ. 27,8         μόλις τε παραλεγόμενοι αὐτὴν ἤλθομεν εἰς τόπον τινὰ καλούμενον Καλοὺς λιμένας, ᾧ ἐγγὺς ἦν πόλις Λασαία.

Πραξ. 27,8               Καθώς δε μόλις και με δυσκολίαν πολλήν επλέαμεν κοντά εις την Κρήτην, εφθάσαμεν εις κάποιον τόπον, που ελέγετο “Καλοί λιμένες”. πλησίον στον οποίον ήτο μία πόλις, ονόματι Λασαία.

Πραξ. 27,9         Ἱκανοῦ δὲ χρόνου διαγενομένου καὶ ὄντος ἤδη ἐπισφαλοῦς τοῦ πλοὸς διὰ τὸ καὶ τὴν νηστείαν ἤδη παρεληλυθέναι, παρῄνει ὁ Παῦλος

Πραξ. 27,9               Επειδή δε είχε περάσει αρκετός καιρός έως ότου φθάσωμεν εκεί, ήτο δε επικίνδυνον το ταξίδι, καθόσον είχε περάσει η νηστεία των Εβραίων, που εγίνετο κατά Οκτώβριον, και ευρισκόμεθα πλέον στον Νοέμβριον με τας τρικυμίας του, τους προέτρεπε ο Παύλος να μη συνεχίσουν το ταξίδι των,

Πραξ. 27,10       λέγων αὐτοῖς· ἄνδρες, θεωρῶ ὅτι μετὰ ὕβρεως καὶ πολλῆς ζημίας οὐ μόνον τοῦ φόρτου καὶ τοῦ πλοίου, ἀλλὰ καὶ τῶν ψυχῶν ἡμῶν μέλλειν ἔσεσθαι τὸν πλοῦν.

Πραξ. 27,10             λέγων εις αυτούς· “άνδρες, βλέπω ότι το ταξίδι μας μέλλει να γίνη με κακοπάθειαν μεγάλην και πολλήν ζημίαν, όχι μόνον του φορτίου και του πλοίου, αλλά και της ζωής μας”.

Πραξ. 27,11       ὁ δὲ ἑκατοντάρχης τῷ κυβερνήτῃ καὶ τῷ ναυκλήρῳ ἐπείθετο μᾶλλον ἢ τοῖς ὑπὸ τοῦ Παύλου λεγομένοις.

Πραξ. 27,11              Ο εκατόνταρχος όμως έδιδε μεγαλυτέραν πίστιν στον κυβερνήτην του πλοίου και στον ιδιοκτήτην παρά εις τα λόγια του Παύλου.

Πραξ. 27,12       ἀνευθέτου δὲ τοῦ λιμένος ὑπάρχοντος πρὸς παραχειμασίαν οἱ πλείους ἔθεντο βουλὴν ἀναχθῆναι κἀκεῖθεν, εἴ πως δύναιντο καταντήσαντες εἰς Φοίνικα παραχειμάσαι, λιμένα τῆς Κρήτης βλέποντα κατὰ λίβα καὶ κατὰ χῶρον.

Πραξ. 27,12             Επειδή δε ο λιμήν ήτο ακατάλληλος, δια να παραχειμάσωμεν εκεί, οι περισσότεροι επήραν την απόφασιν να ανοιχθούν από εκεί στο πέλαγος, μήπως και ημπορούσαν να φθάσουν και να παραχειμάσουν εις ένα λιμάνι της Κρήτης, ονόματι Φοίνικα, που έβλεπε προς τα νοτιοδυτικά και βορειοδυτικά.

Πραξ. 27,13       Ὑποπνεύσαντος δὲ νότου δόξαντες τῆς προθέσεως κεκρατηκέναι, ἄραντες Ῥσσον παρελέγοντο τὴν Κρήτην.

Πραξ. 27,13             Οταν δε ο νότιος άνεμος ήρχισε να πέφτη, ενόμισαν ότι ημπορούσαν να θέσουν εις εφαρμογήν το σχέδιον των. Και αφού εσήκωσαν τις άγκυρες, έπλεαν πολύ κοντά, παρά την ακτήν της Κρήτης.

Πραξ. 27,14       μετ᾿ οὐ πολὺ δὲ ἔβαλε κατ᾿ αὐτῆς ἄνεμος τυφωνικὸς ὁ καλούμενος Εὐροκλύδων.

Πραξ. 27,14             Αλλά έπειτα από ολίγον επέπεσε με σφοδρότητα εναντίον της Κρήτης θυελλώδης άνεμος, που καλείτα Ευροκλύδων, δηλαδή νοτιοανατολικός τρικυμιώδης.

Πραξ. 27,15       συναρπασθέντος δὲ τοῦ πλοίου καὶ μὴ δυναμένου ἀντοφθαλμεῖν τῷ ἀνέμῳ ἐπιδόντες ἐφερόμεθα.

Πραξ. 27,15             Επειδή δε από την μανίαν του ανέμου είχεν αρπαγή το πλοίον και δεν ημπορούσε να αντισταθή εις την ορμήν αυτού, αφήκαμεν, ανίσχυροι πλέον, την κυβέρνησιν του πλοίου εις την διάθεσιν του ανέμου και εφερόμεθα έτσι, όπου αυτός μας έσπρωχνε.

Πραξ. 27,16       νησίον δέ τι ὑποδραμόντες καλούμενον Κλαύδην μόλις ἰσχύσαμεν περικρατεῖς γενέσθαι τῆς σκάφης,

Πραξ. 27,16             Οταν δε επεράσαμεν με ταχύτητα κοντά από κάποιαν μικράν νήσον ονόματι Κλαύδην, μόλις και μετά βίας κατωρθώσαμεν να γίνωμεν κύριοι της βάρκας,

Πραξ. 27,17       ἣν ἄραντες βοηθείας ἐχρῶντο ὑποζωννύντες τὸ πλοῖον· φοβούμενοί τε μὴ εἰς τὴν Σύρτιν ἐκπέσωσι, χαλάσαντες τὸ σκεῦος οὕτως ἐφέροντο.

Πραξ. 27,17             την οποίαν και εσύραμεν από τα κύματα επάνω στο πλοίον. Εχρησιμοποιούσαν τότε σχοινία περασμένα κάτω από την καρίνα του πλοίου και με αυτά έζωναν σφικτά εις τα πλευρά του το πλοίον. Επειδή δε εφοβούντο, μήπως παρασυρθούν από τον άνεμον και πέσουν εις την Συρτιν της Αφρικανικής ακτής, εκρέμασαν μέσα στο νερό και την άγκυραν του πλοίου. Ετσι δε με ζωσμένο το πλοίον και κρεμασμένην την άγκυραν εφέροντο από τα κύματα.

Πραξ. 27,18       σφοδρῶς δὲ χειμαζομένων ἡμῶν τῇ ἑξῆς ἐκβολὴν ἐποιοῦντο,

Πραξ. 27,18             Επειδή δε εβασανιζόμεθα πολύ από την τρικυμίαν, έρριψαν την επομένην ημέραν μέρος του φορτίου εις την θάλασσαν, δια να ελαφρώση και σηκωθή ολίγον υψηλότερα το πλοίον.

Πραξ. 27,19       καὶ τῇ τρίτῃ αὐτόχειρες τὴν σκευὴν τοῦ πλοίου ἐῤῥίψαμεν.

Πραξ. 27,19             Κατά δε την τρίτην ημέραν δια τον αυτόν λόγον ερρίψαμεν εις την θάλασσαν με τα ίδια μας τα χέρια τα εξαρτήματα του πλοίου.

Πραξ. 27,20       μήτε δὲ ἡλίου μήτε ἄστρων ἐπιφαινόντων ἐπὶ πλείονας ἡμέρας, χειμῶνός τε οὐκ ὀλίγου ἐπικειμένου, λοιπὸν περιῃρεῖτο πᾶσα ἐλπὶς τοῦ σῴζεσθαι ἡμᾶς.

Πραξ. 27,20            Επειδή δε ούτε ήλιος ούτε αστέρια επί πολλάς ημέρας δεν εφαίνοντο και βαρύς χειμών είχε ενσκήψει, λοιπόν, ολονέν και περισσότερον εχάνετο κάθε ελπίς να σωθώμεν.

Πραξ. 27,21       Πολλῆς δὲ ἀσιτίας ὑπαρχούσης τότε σταθεὶς ὁ Παῦλος ἐν μέσῳ αὐτῶν εἶπεν· ἔδει μέν, ὦ ἄνδρες, πειθαρχήσαντάς μοι μὴ ἀνάγεσθαι ἀπὸ τῆς Κρήτης κερδῆσαί τε τὴν ὕβριν ταύτην καὶ τὴν ζημίαν.

Πραξ. 27,21             Ενώ δε οι ταξιδιώται δεν είχαν φάγει τίποτε κατά τας ημέρας αυτάς και ήσαν εξηντλημένοι, ο Παύλος εστάθηκε στο μέσον αυτών και είπε· “έπρεπε, ω άνδρες, να με είχατε υπακούσει και να μη είχατε αναχωρήσει από την Κρήτην, δια να γλυτώσετε έτσι την κακοπάθειαν αυτήν και την ζημίαν.

Πραξ. 27,22       καὶ τὰ νῦν παραινῶ ὑμᾶς εὐθυμεῖν· ἀποβολὴ γὰρ ψυχῆς οὐδεμία ἔσται ἐξ ὑμῶν πλὴν τοῦ πλοίου.

Πραξ. 27,22            Αλλά και τώρα σας προτρέπω να αναθαρρήσετε και να χαρήτε, διότι κανείς από σας δεν θα χάση την ζωήν του· μόνον το πλοίον θα χαθή.

Πραξ. 27,23       παρέστη γάρ μοι τῇ νυκτὶ ταύτῃ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ οὗ εἰμι, ᾧ καὶ λατρεύω,

Πραξ. 27,23             Το ξεύρω δε αυτό καλά, διότι αυτήν την νύκτα μου παρουσιάστηκε ένας άγγελος του Θεού, στον οποίον Θεόν ανήκω και τον οποίον λατρεύω,

Πραξ. 27,24       λέγων· μὴ φοβοῦ, Παῦλε· Καίσαρί σε δεῖ παραστῆναι· καὶ ἰδοὺ κεχάρισταί σοι ὁ Θεὸς πάντας τοὺς πλέοντας μετὰ σοῦ.

Πραξ. 27,24            και μου είπε· Παύλε, μη φοβείσαι· όπως ο Θεός εκανόνισε, πρέπει συ να εμφανισθής ενώπιον του Καίσαρος· και ιδού, ότι ο Θεός σου έχει χαρίσει και όλους όσοι ταξιδεύουν μαζή σου.

Πραξ. 27,25       διὸ εὐθυμεῖτε, ἄνδρες· πιστεύω γὰρ τῷ Θεῷ ὅτι οὕτως ἔσται καθ᾿ ὃν τρόπον λελάληταί μοι.

Πραξ. 27,25             Δι' αυτό, ω άνδρες, χαρήτε. Διότι έχω απόλυτον πίστιν εγώ στον Θεόν, ότι θα γίνη έτσι, όπως ακριβώς μου έχει λεχθή από τον άγγελον.

Πραξ. 27,26       εἰς νῆσον δέ τινα δεῖ ἡμᾶς ἐκπεσεῖν.

Πραξ. 27,26            Συμφωνα με το θείον σχέδιον εις κάποιο νησί θα ξεπέσωμε”.

Πραξ. 27,27       Ὡς δὲ τεσσαρεσκαιδεκάτη νὺξ ἐγένετο διαφερομένων ἡμῶν ἐν τῷ Ἀδρίᾳ, κατὰ μέσον τῆς νυκτὸς ὑπενόουν οἱ ναῦται προσάγειν τινὰ αὐτοῖς χώραν.

Πραξ. 27,27             Οταν δε έφθασε η δεκάτη τετάρτη νύκτα από τότε που παραδέρναμε στο Αδριατικόν πέλαγος, κατά τα μεσάνυκτα οι ναύτες σαν να εκατάλαβαν ότι επλησίαζαν εις κάποιαν ξηράν.

Πραξ. 27,28       καὶ βολίσαντες εὗρον ὀργυιὰς εἴκοσι, βραχὺ δὲ διαστήσαντες καὶ πάλιν βολίσαντες εὗρον ὀργυιὰς δεκαπέντε·

Πραξ. 27,28            Και αφού έρριψαν βολίδα, ευρήκαν βάθος θαλάσσης είκοσι οργυές, τριάντα εξ περίπου μέτρα. Αφού δε επροχώρησαν ολίγον και έρριψαν πάλιν την βολίδα, ευρήκαν βάθος δέκα πέντε οργυές, ήτο εικόσι επτά περίπου μέτρα.

Πραξ. 27,29       φοβούμενοί τε μήπως εἰς τραχεῖς τόπους ἐκπέσωμεν, ἐκ πρύμνης ῥίψαντες ἀγκύρας τέσσαρας ηὔχοντο ἡμέραν γενέσθαι.

Πραξ. 27,29            Και επειδή εφοβούντο, μήπως πέσουν εις βράχους και σκοπέλους, έρριψαν από την πρύμνην του πλοίου τέσσαρες άγκυρες και ηύχοντο πότε να ξημερώση.

Πραξ. 27,30       Τῶν δὲ ναυτῶν ζητούντων φυγεῖν ἐκ τοῦ πλοίου καὶ χαλασάντων τὴν σκάφην εἰς τὴν θάλασσαν, προφάσει ὡς ἐκ πρῴρας μελλόντων ἀγκύρας ἐκτείνειν,

Πραξ. 27,30             Επειδή δε οι ναύται ήθελαν να φύγουν και να εγκαταλείψουν το πλοίον, κατέβασαν την βάρκα εις την θάλασσαν με την πρόφασιν ότι επρόκειτο τάχα να ρίψουν από την πρώραν άγκυρες εις κάποιαν απόστασιν από το πλοίον.

Πραξ. 27,31       εἶπεν ὁ Παῦλος τῷ ἑκατοντάρχῃ καὶ τοῖς στρατιώταις· ἐὰν μὴ οὗτοι μείνωσιν ἐν τῷ πλοίῳ, ὑμεῖς σωθῆναι οὐ δύνασθε.

Πραξ. 27,31             Τοτε ο Παύλος είπε στον εκατόνταρχον και τους στρατιώτας· “εάν δεν μείνουν αυτοί μέσα στο πλοίον, σεις δεν θα μπορέσετε να σωθήτε”.

Πραξ. 27,32       τότε οἱ στρατιῶται ἀπέκοψαν τὰ σχοινία τῆς σκάφης καὶ εἴασαν αὐτὴν ἐκπεσεῖν.

Πραξ. 27,32             Τοτε οι στρατιώται έκοψαν τα σχοινιά της βάρκας και την άφησαν να πέση και να παρασυρθή από την θάλασσαν.

Πραξ. 27,33       Ἄχρι δὲ οὗ ἔμελλεν ἡμέραν γίνεσθαι, παρεκάλει ὁ Παῦλος ἅπαντας μεταλαβεῖν τροφῆς λέγων· τεσσαρεσκαιδεκάτην σήμερον ἡμέραν προσδοκῶντες ἄσιτοι διατελεῖτε, μηδὲν προσλαβόμενοι.

Πραξ. 27,33             Μεχρις ότου δε φανή η ημέρα ο Παύλος (γεμάτος πίστιν και ελπίδα εις την προστασίαν του Κυρίου) παρακαλούσε και προέτρεπε όλους να φάγουν λέγων· “είναι η δεκάτη τετάρτη ημέρα σήμερα, που είσθε νηστικοί, χωρίς να πάρετε τίποτε περιμένοντες τι θα γίνη τέλος πάντων με αυτήν την τρικυμίαν.

Πραξ. 27,34       διὸ παρακαλῶ ὑμᾶς μεταλαβεῖν τροφῆς· τοῦτο γὰρ πρὸς τῆς ὑμετέρας σωτηρίας ὑπάρχει· οὐδενὸς γὰρ ὑμῶν θρὶξ ἐκ τῆς κεφαλῆς πεσεῖται.

Πραξ. 27,34             Δι' αυτό σας παρακαλώ να πάρετε τροφήν. Και τούτο διότι είναι απαραίτητον δια την σωτηρίαν σας. Πρέπει να αναλάβετε τας δυνάμεις σας, δια να ημπορέσετε να βγήτε εις την ξηράν. Φάτε, διότι κανενός από σας ούτε τρίχα από την κεφαλήν δεν πρόκειτε να πέση”.

Πραξ. 27,35       εἰπὼν δὲ ταῦτα καὶ λαβὼν ἄρτον εὐχαρίστησε τῷ Θεῷ ἐνώπιον πάντων, καὶ κλάσας ἤρξατο ἐσθίειν.

Πραξ. 27,35             Αφού δε είπε αυτά, επήρε άρτον εις τα χέρια, ευχαρίστησε τον Θεόν εμπρός εις όλους και αφού έκοψε το ψωμί, ήρχισε να τρώγη.

Πραξ. 27,36       εὔθυμοι δὲ γενόμενοι πάντες καὶ αὐτοὶ προσελάβοντο τροφῆς·

Πραξ. 27,36             Τοτε δε απέκτησαν θάρρος και ευδιαθεσίαν όλοι, επήραν τροφήν και έφαγαν.

Πραξ. 27,37       ἦμεν δὲ ἐν τῷ πλοίῳ αἱ πᾶσαι ψυχαὶ διακόσιαι ἑβδομήκοντα ἕξ.

Πραξ. 27,37             Ημεθα δε όλοι μέσα στο πλοίον διακόσιοι εβδομήντα εξ.

Πραξ. 27,38       κορεσθέντες δὲ τροφῆς ἐκούφιζον τὸ πλοῖον ἐκβαλλόμενοι τὸν σῖτον εἰς τὴν θάλασσαν.

Πραξ. 27,38             Αφού δε εχόρτασαν με τροφήν, ελάφρωναν το πλοίον, δια να σηκωθή υψηλότερα, ρίπτοντες το σιτάρι εις την θάλασσαν.

Πραξ. 27,39       Ὅτε δὲ ἡμέρα ἐγένετο, τὴν γῆν οὐκ ἐπεγίνωσκον, κόλπον δέ τινα κατενόουν ἔχοντα αἰγιαλόν, εἰς ὃν ἐβουλεύσαντο, εἰς δύναιντο, ἐξῶσαι τὸ πλοῖον.

Πραξ. 27,39             Οταν δε έγινε ημέρα, δεν ημπορούσαν να καταλάβουν ποιά ήτο η ξηρά αυτή, αλλά διέκριναν κάποιον κόλπον, που είχε ομαλήν παραλίαν, όπου και απεφάσισαν, εάν θα ημπορούσαν, να ρίξουν έξω το πλοίον.

Πραξ. 27,40       καὶ τὰς ἀγκύρας περιελόντες εἴων εἰς τὴν θάλασσαν ἅμα ἀνέντες τὰς ζευκτηρίας τῶν πηδαλίων, καὶ ἐπάραντες τὸν ἀρτέμωνα τῇ πνεούσῃ κατεῖχον εἰς τὸν αἰγιαλόν.

Πραξ. 27,40            Και αφού έλυσαν τις άγκυρες, τις αφήκαν να πέσουν εις την θάλασσαν, συγχρόνως δε εχαλάρωσαν και τα σχοινιά, με τα οποία προηγουμένως είχαν ανασηκώσει τα πηδάλια έξω από την θάλασσαν και αφού εσήκωσαν το μικρό πανί της πρώρας, προσπαθούσαν με την πνοήν του ανέμου να φθάσουν την παραλίαν.

Πραξ. 27,41       περιπεσόντες δὲ εἰς τόπον διθάλασσον ἐπώκειλαν τὴν ναῦν καὶ ἡ μὲν πρῷρα ἐρείσασα ἔμεινεν ἀσάλευτος, ἡ δὲ πρύμνα ἐλύετο ὑπὸ τῆς βίας τῶν κυμάτων.

Πραξ. 27,41             Αλλ' επειδή έπεσαν εις ένα ακρωτήριον, που έκοβε εις δύο την θάλασσαν, έρριξαν έξω το πλοίον και η μεν πρώρα εσφηνώθηκε μέσα εις την γην και έμεινε ακίνητος, η δε πρύμνη ήρχισε να διαλύεται από την σφοδρότητα των κυμάτων.

Πραξ. 27,42       τῶν δὲ στρατιωτῶν βουλὴ ἐγένετο ἵνα τοὺς δεσμώτας ἀποκτείνωσι, μή τις ἐκκολυμβήσας διαφύγοι.

Πραξ. 27,42            Εν τω μεταξύ οι στρατιώται επήραν την απόφασιν να φονεύσουν τους κρατουμένους, μήπως τυχόν και κανείς διαφύγη κολυμβών (οπότε θα ήσαν υπεύθυνοι με την ζωήν των δια την απόδρασίν των).

Πραξ. 27,43       ὁ δὲ ἑκατοντάρχης βουλόμενος διασῶσαι τὸν Παῦλον ἐκώλυσεν αὐτοὺς τοῦ βουλήματος, ἐκέλευσέ τε τοὺς δυναμένους κολυμβᾶν ἀποῤῥίψαντας πρώτους ἐπὶ τὴν γῆν ἐξιέναι,

Πραξ. 27,43             Επειδή όμως ο εκατόνταρχος ήθελε να διασώση τον Παύλον, τους ημπόδισε από την απόφασιν των αυτήν και διέταξε όσοι ήξευραν να κολυμβούν να ριφθούν πρώτοι εις την θάλασσαν και να βγουν εις την ξηράν.

Πραξ. 27,44       καὶ τοὺς λοιποὺς οὓς μὲν ἐπὶ σανίσιν, οὓς δὲ ἐπί τινων τῶν ἀπὸ τοῦ πλοίου. καὶ οὕτως ἐγένετο πάντας διασωθῆναι ἐπὶ τὴν γῆν.

Πραξ. 27,44            Και τους υπολοίπους διέταξε να εξέλθουν άλλοι μεν επάνω εις σανίδες, άλλοι δε επάνω εις τα ξύλινα συντρίμματα του πλοίου. Και έτσι επετεύχθη να διασωθούν όλοι εις την ξηράν.

 

 

ΠΡΑΞΕΙΣ 28

 

Πραξ. 28,1         Καὶ διασωθέντες τότε ἐπέγνωσαν ὅτι Μελίτη ἡ νῆσος καλεῖται.

Πραξ. 28,1               Και όταν πλέον εσώθησαν εις την ξηράν, τότε έμαθον, ότι η νήσος ελέγετο Μελίτη (η σημερινή Μαλτα).

Πραξ. 28,2         οἱ δὲ βάρβαροι παρεῖχον οὐ τὴν τυχοῦσαν φιλανθρωπίαν ἡμῖν· ἀνάψαντες γὰρ πυρὰν προσελάβοντο πάντας ἡμᾶς διὰ τὸν ὑετὸν τὸν ἐφεστῶτα καὶ διὰ τὸ ψῦχος.

Πραξ. 28,2               Οι εντόπιοι της νήσου μας προσέφεραν αξαιρετικήν περιποίησιν και αγάπην. Διότι, αφού άναψαν φωτιά, μας εδέχθησαν και μας παρέλαβαν όλους μας με καλωσύνην κοντά εις την φωτιάν κάτω από υπόστεγον, δια να μας προφυλάξουν από την βροχήν, που έπιπτε και από το ψύχος.

Πραξ. 28,3         συστρέψαντος δὲ τοῦ Παύλου φρυγάνων πλῆθος καὶ ἐπιθέντος ἐπὶ τὴν πυράν, ἔχιδνα ἀπὸ τῆς θέρμης διεξελθοῦσα καθῆψε τῆς χειρὸς αὐτοῦ.

Πραξ. 28,3               Ο Παύλος, αφού εμάζευσε αρκετά φρύγανα σε δεμάτι και τα έρριψε εις την φωτιά, μια οχιά αναζωογονήθηκε από την θερμότητα, επετάχθηκε και εδάγκωσε το χέρι του Παύλου.

Πραξ. 28,4         ὡς δὲ εἶδον οἱ βάρβαροι κρεμάμενον τὸ θηρίον ἐκ τῆς χειρὸς αὐτοῦ, ἔλεγον πρὸς ἀλλήλους· πάντως φονεύς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος οὗτος, ὃν διασωθέντα ἐκ τῆς θαλάσσης ἡ Δίκη ζῆν οὐκ εἴασεν.

Πραξ. 28,4               Οταν δε οι κάτοικοι είδαν το θηρίον να κρέμεται από το χέρι του Παύλου, έλεγαν μεταξύ των· “εξάπαντος ο άνθρωπος αυτός είναι φονηάς, τον οποίον, αν και εσώθηκε από τη θάλασσαν, η θεία Δικη δεν τον άφησε να ζη”.

Πραξ. 28,5         ὁ μὲν οὖν ἀποτινάξας τὸ θηρίον εἰς τὸ πῦρ ἔπαθεν οὐδὲν κακόν·

Πραξ. 28,5               Αλλ' ο Παύλος ετίναξε απ' επάνω του το θηρίον και το έρριψεν εις την φωτιάν, χωρίς αυτός να πάθη κανένα κακό από το δάγκωμα.

Πραξ. 28,6         οἱ δὲ προσεδόκων αὐτὸν μέλλειν πίμπρασθαι ἢ καταπίπτειν ἄφνω νεκρόν. ἐπὶ πολὺ δὲ αὐτῶν προσδοκώντων καὶ θεωρούντων μηδὲν ἄτοπον εἰς αὐτὸν γινόμενον, μεταβαλλόμενοι ἔλεγον θεὸν αὐτὸν εἶναι.

Πραξ. 28,6               Εκείνοι όμως επερίμεναν ότι θα επρήζετο η θα έπιπτε κάτω αιφνιδίως νεκρός. Ενώ δε επί πολύ επερίμεναν και έβλεπαν ότι τίποτε το δυσάρεστον δεν είχε γίνει στον Παύλον, μετέβαλαν γνώμην και έλεγαν ότι αυτός είναι θεός.

Πραξ. 28,7         Ἐν δὲ τοῖς περὶ τὸν τόπον ἐκεῖνον ὑπῆρχε χωρία τῷ πρώτῳ τῆς νήσου ὀνόματι Ποπλίῳ, ὃς ἀναδεξάμενος ἡμᾶς τρεῖς ἡμέρας φιλοφρόνως ἐξένισεν.

Πραξ. 28,7               Εις την περιοχήν δε του τόπου εκείνου υπήρχον κτήματα, που ανήκαν στον πρώτον της νήσου, ονόματι Ποπλιον. Αυτός μας υποδέχθηκε και μας εφιλοξένησε με πολλήν καλωσύνην επί τρεις ημέρας.

Πραξ. 28,8         ἐγένετο δὲ τὸν πατέρα τοῦ Ποπλίου πυρετοῖς καὶ δυσεντερίῳ συνεχόμενον κατακεῖσθαι· πρὸς ὃν ὁ Παῦλος εἰσελθὼν καὶ προσευξάμενος καὶ ἐπιθεὶς τὰς χεῖρας αὐτῷ ἰάσατο αὐτόν.

Πραξ. 28,8               Συνέβη δε τότε να κατάκειται με πυρετόν και με δυσεντερίαν ο πατέρας του Ποπλίου. Αυτόν επεσκέφθηκε ο Παύλος, προσευχήθηκε, έβαλε τα χέρια επάνω του και τον εθεράπευσε.

Πραξ. 28,9         τούτου οὖν γενομένου καὶ οἱ λοιποὶ οἱ ἔχοντες ἀσθενείας ἐν τῇ νήσῳ προσήρχοντο καὶ ἐθεραπεύοντο·

Πραξ. 28,9               Επειτα από το γεγονός αυτό και οι άλλοι της νήσου, που είχαν ασθενείας, ήρχοντο στον Παύλον και εθεραπεύοντο.

Πραξ. 28,10       οἳ καὶ πολλαῖς τιμαῖς ἐτίμησαν ἡμᾶς καὶ ἀναγομένοις ἐπέθεντο τὰ πρὸς τὴν χρείαν.

Πραξ. 28,10             Αυτοί δε και με πολλάς εκδηλώσεις σεβασμού μας ετίμησαν και όταν επρόκειτο να ταξιδεύσωμεν από την νήσον μας εφωδίασαν με τα απαραίτητα τρόφιμα δια το ταξίδι.

Πραξ. 28,11       Μετὰ δὲ τρεῖς μῆνας ἀνήχθημεν ἐν πλοίῳ παρακεχειμακότι ἐν τῇ νήσῳ, Ἀλεξανδρίνῳ, παρασήμῳ Διοσκούροις,

Πραξ. 28,11              Επειτα δε από τρεις μήνες απεπλεύσαμεν επάνω εις ένα πλοίον Αλεξανδρινόν, που είχε παραχειμάσει εις την νήσον και έφερε ως σήμα του την εικόνα του Καστορος και Πολυδεύκους, οι οποίοι κατά την μυθολογίαν ήσαν δίδυμα παιδιά του Διός.

Πραξ. 28,12       καὶ καταχθέντες εἰς Συρακούσας ἐπεμείναμεν ἡμέρας τρεῖς·

Πραξ. 28,12             Και αφού προσωρμισθήκαμε εις τας Συρακούσας, εμείναμεν εκεί τρεις ημέρας.

Πραξ. 28,13       ὅθεν περιελθόντες κατηντήσαμεν εἰς Ῥήγιον, καὶ μετὰ μίαν ἡμέραν ἐπιγενομένου νότου δευτεραῖοι ἤλθομεν εἰς Ποτιόλους·

Πραξ. 28,13             Από εκεί, αφού επλεύσαμεν παραλλήλως προς την ακτήν της Σικελίας, εφθάσαμεν στο Ρηγιον. Και όταν έπειτα από μίαν ημέραν εσηκώθηκε νότιος άνεμος, εξεκινήσαμεν και μετά δύο ημέρας εφθάσαμεν εις Ποτιόλους.

Πραξ. 28,14       οὗ εὑρόντες ἀδελφοὺς παρεκλήθημεν ἐπ᾿ αὐτοῖς ἐπιμεῖναι ἡμέρας ἑπτά, καὶ οὕτως εἰς τὴν Ῥώμην ἤλθομεν.

Πραξ. 28,14             Εκεί δε ευρήκαμεν αδελφούς Χριστιανούς, παρηγορηθήκαμεν και ενισχυθήκαμεν από την επικοινωνίαν με αυτούς, ώστε εμείναμεν μαζή των επτά ημέρας. Και έτσι εφθάσαμεν εις την Ρωμην.

Πραξ. 28,15       κἀκεῖθεν οἱ ἀδελφοὶ ἀκούσαντες τὰ περὶ ἡμῶν ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν ἡμῖν ἄχρις Ἀππίου φόρου καὶ Τριῶν ταβερνῶν, οὓς ἰδὼν ὁ Παῦλος εὐχαριστήσας τῷ Θεῷ ἔλαβεν θάρσος.

Πραξ. 28,15             Από την Ρωμην δε οι αδελφοί, οι οποίοι εν τω μεταξύ είχαν πληροφορηθή τα περί του ταξιδίου μας, εβγήκαν εις προυπάντησίν μας μέχρι της εμπορικής αγοράς, που ελέγετο Απιος φόρος, και μέχρις των Τριών Ταβερνών. Οταν τους είδε ο Παύλος, ευχαρίστησε τον Θεόν δια την συνάντησιν αυτήν με τους Χριστιανούς της Ρωμης και επήρε θάρρος από την συμπαράστασίν των.

Πραξ. 28,16       Ὅτε δὲ ἤλθομεν εἰς Ῥώμην, ὁ ἑκατοντάρχης παρέδωκε τοὺς δεσμίους τῷ στρατοπεδάρχῃ· τῷ δὲ Παύλῳ ἐπετράπη μένειν καθ᾿ ἑαυτὸν σὺν τῷ φυλάσσοντι αὐτὸν στρατιώτῃ.

Πραξ. 28,16             Οταν δε ήλθαμεν εις την Ρωμην, ο εκατόνταρχος παρέδωκε τους δεσμίους στον αρχηγόν του στρατοπέδου. Εις τον Παύλον όμως εδόθηκε η άδεια να μένη μόνος του εις δωμάτιον μαζή με τον στρατιώτην, που τον εφρουρούσε.

Πραξ. 28,17       Ἐγένετο δὲ μετὰ ἡμέρας τρεῖς συγκαλέσασθαι τὸν Παῦλον τοὺς ὄντας τῶν Ἰουδαίων πρώτους· συνελθόντων δὲ αὐτῶν ἔλεγε πρὸς αὐτούς· ἄνδρες ἀδελφοί, ἐγὼ οὐδὲν ἐναντίον ποιήσας τῷ λαῷ ἢ τοῖς ἔθεσι τοῖς πατρῴοις δέσμιος ἐξ Ἱεροσολύμων παρεδόθην εἰς τὰς χεῖρας τῶν Ῥωμαίων·

Πραξ. 28,17             Επειτα δε από τρεις ημέρας επροσκάλεσε ο Παύλος τους προκρίτους εκ των Ιουδαίων. Οταν δε αυτοί συνεκεντρώθησαν, τους είπε·“άνδρες αδελφοί, εγώ χωρίς να έχω κάμει τίποτε εναντίον του λαού η εναντίον των ιερών πατροπαραδότων εθίμων, παρεδόθην δέσμιος από τα Ιεροσόλυμα εις τα χέρια των Ρωμαίων.

Πραξ. 28,18       οἵτινες ἀνακρίνατές με ἐβούλοντο ἀπολῦσαι διὰ τὸ μηδεμίαν αἰτίαν θανάτου ὑπάρχειν ἐν ἐμοί.

Πραξ. 28,18             Αυτοί, αφού με ανέκριναν, ήθελαν να με απολύσουν, διότι δεν υπήρχε εις εμέ και δεν με εβάρυνε κανένα έγκλημα άξιον θανάτου.

Πραξ. 28,19       ἀντιλεγόντων δὲ τῶν Ἰουδαίων ἠναγκάσθην ἐπικαλέσασθαι Καίσαρα, οὐχ ὡς τοῦ ἔθνους μου ἔχων τι κατηγορῆσαι.

Πραξ. 28,19             Επειδή όμως οι Ιουδαίοι αντέλεγαν, ηναγκάσθην να επικαλεσθώ τον Καίσαραν, όχι διότι έχω να κατηγορήσω εις κάτι το έθνος μου, αλλά διότι ήθελα να υπερασπίσω τον ευατόν μου.

Πραξ. 28,20       διὰ ταύτην οὖν τὴν αἰτίαν παρεκάλεσα ὑμᾶς ἰδεῖν καὶ προσλαλῆσαι· ἕνεκεν γὰρ τῆς ἐλπίδος τοῦ Ἰσραὴλ τὴν ἅλυσιν ταύτην περίκειμαι.

Πραξ. 28,20            Δι' αυτόν λοιπόν τον λόγον σας παρεκάλεσα να σας ίδω και να σας ομιλήσω δια την αιτίαν, που είμαι δέσμιος. Διότι εγώ ένεκα της ελπίδος του ισραηλιτικού λαού, δια την έλευσιν του λυτρωτού Μεσσίου, είμαι δεμένος με αυτήν την αλυσίδα”.

Πραξ. 28,21       οἱ δὲ πρὸς αὐτὸν εἶπον· ἡμεῖς οὔτε γράμματα περὶ σοῦ ἐδεξάμεθα ἀπὸ τῆς Ἰουδαίας, οὔτε παραγενόμενός τις τῶν ἀδελφῶν ἀπήγγειλεν ἢ ἐλάλησέ τι περὶ σοῦ πονηρόν.

Πραξ. 28,21             Εκείνοι δε είπαν προς αυτόν· “ημείς ούτε γράμματα δια σε ελάβαμε από την Ιουδαίαν ούτε κανένας από τους αδελφούς ήλθε και μας ανέφερε η μας είπε κάτι κακόν εναντίον σου.

Πραξ. 28,22       ἀξιοῦμεν δὲ παρὰ σοῦ ἀκοῦσαι ἃ φρονεῖς· περὶ μὲν γὰρ τῆς αἱρέσεως ταύτης γνωστόν ἐστιν ἡμῖν ὅτι πανταχοῦ ἀντιλέγεται.

Πραξ. 28,22            Παντως έχομεν την δικαίαν αξίωσιν και επιθυμούμεν να ακούσωμεν από σε αυτά, τα οποία φρονείς· μας είναι όμως γνωστόν ότι δια την θρησκευτικήν αυτήν αίρεσιν, εις την οποίαν ανήκεις, εις κάθε μέρος πολλαί λέγονται αντιλογίαι”.

Πραξ. 28,23       Ταξάμενοι δὲ αὐτῶ ἡμέραν ἦκον πρὸς αὐτὸν εἰς τὴν ξενίαν πλείονες, οἷς ἐξετίθετο διαμαρτυρόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ πείθων τε αὐτοὺς τὰ περὶ τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τε τοῦ νόμου Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν ἀπὸ πρωΐ ἕως ἑσπέρας.

Πραξ. 28,23            Αφού δε ώρισαν εις αυτόν ημέραν συναντήσεως, ήλθαν στο οίκημα, όπου εφιλοξενείτο, περισσότεροι τώρα. Εις αυτούς εξέθετε ο Παύλος τα περί του Χριστού και έδιδε την καλήν μαρτυρίαν περί της βασιλείας του Θεού και προσπαθούσε να πείση αυτούς δια την ζωήν και το έργον του Ιησού, ομιλών από πρωίας έως το βράδυ και φέρων αποδείξεις από τον νόμον του Μωϋσέως και τους προφήτας.

Πραξ. 28,24       καὶ οἱ μὲν ἐπείθοντο τοῖς λεγομένοις, οἱ δὲ ἠπίστουν.

Πραξ. 28,24            Και άλλοι μεν επείθοντο εις τα λεγόμενα του Παύλου, άλλοι δε απιστούσαν.

Πραξ. 28,25       ἀσύμφωνοι δὲ ὄντες πρὸς ἀλλήλους ἀπελύοντο, εἰπόντος τοῦ Παύλου ῥῆμα ἕν, ὅτι καλῶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐλάλησε διὰ Ἡσαΐου τοῦ προφήτου πρὸς τοὺς πατέρας ἡμῶν

Πραξ. 28,25            Επειδή δε διαφωνούσαν μεταξύ των, ανεχώρησαν, αφού τους είπε ο Παύλος ένα ακόμη λόγον, ότι δηλαδή “καλά είπε το Πνεύμα το Αγιον δια του προφήτου Ησαΐου προς τους προγόνους μας,

Πραξ. 28,26       λέγον· πορεύθητι πρὸς τὸν λαὸν τοῦτον καὶ εἶπον· ἀκοῇ ἀκούσετε καὶ οὐ μὴ συνῆτε, καὶ βλέποντες βλέψετε καὶ οὐ μὴ ἴδητε,

Πραξ. 28,26            λέγον· πήγαινε στον λαόν αυτόν και ειπέ· Θα ακούσετε, αλλά δεν θα καταλάβετε, και με τα ίδια σας τα μάτια θα ιδήτε, αλλά δεν θα ίδετε την αλήθειαν του Ευαγγελίου.

Πραξ. 28,27       ἐπαχύνθη γὰρ ἡ καρδία τοῦ λαοῦ τούτου, καὶ τοῖς ὠσὶ βαρέως ἤκουσαν, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν ἐκάμμυσαν, μήποτε ἴδωσι τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ τοῖς ὠσὶν ἀκούσωσι καὶ τῇ καρδίᾳ συνῶσι καὶ ἐπιστρέψωσι, καὶ ἰάσομαι αὐτούς.

Πραξ. 28,27            Διότι εχόνδρυνε και εσκληρύνθηκε η καρδία του λαού τούτου και εβαρυάκουσαν με τα αυτιά της ψυχής των και έκλεισαν τα μάτια του νου των, ώστε να μην ίδουν με τα μάτια των και να μη ακούσουν με τα αυτιά των και να μη καταλάβουν την αλήθειαν του Ευαγγελίου με την διάνοιάν των και επιστρέψουν εις εμέ μετανοημένοι και θεραπεύσω αυτούς.

Πραξ. 28,28       γνωστὸν οὖν ἔστω ὑμῖν ὅτι τοῖς ἔθνεσιν ἀπεστάλη τοῦτο τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ, αὐτοὶ καὶ ἀκούσονται.

Πραξ. 28,28            Αλλά ας είναι γνωστόν εις σας, ότι αυτή η δια του Μεσσίου σωτηρία εκ μέρους του Θεού εστάλη στους εθνικούς. Αυτοί θα την ακούσουν και θα την δεχθούν με αγαθήν διάθεσιν”.

Πραξ. 28,29       καὶ ταῦτα αὐτοῦ εἰπόντος ἀπῆλθον οἱ Ἰουδαῖοι πολλὴν ἔχοντες ἐν ἑαυτοῖς συζήτησιν.

Πραξ. 28,29            Και αφού είπε ο Παύλος αυτά, έφυγαν οι Ιουδαίοι συζητούντες πολύ και με πολλήν έξαψιν μεταξύ των.

Πραξ. 28,30       Ἔμεινε δὲ ὁ Παῦλος διετίαν ὅλην ἐν ἰδίῳ μισθώματι καὶ ἀπεδέχετο πάντας τοὺς εἰσπορευομένους πρὸς αὐτόν,

Πραξ. 28,30            Εμεινε δε ο Παύλος δύο ολόκληρα έτη εις ιδιαίτερον οίκημα, το οποίον είχε ενοικιάσει και εδέχετο με χαράν όλους εκείνους, που ήρχοντο εις επίσκεψίν του.

Πραξ. 28,31       κηρύσσων τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ διδάσκων τὰ περὶ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μετὰ πάσης παῤῥησίας ἀκωλύτως.

Πραξ. 28,31             Εκήρυσσε δε προς αυτούς την βασιλείαν του Θεού και εδίδασκε τα περί του Κυρίου Ιησού Χριστού με κάθε παρρησίαν, χωρίς να του περεμβάλη κανείς κανένα εμπόδιον.