ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ

 

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 1

 

Ιω. 1,1              Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος.

Ιω. 1,1                        Εις την αρχήν της πνευματικής και υλικής δημιουργίας, άναρχος και προαιώνιος, υπήρχεν ο Υιός και Λογος του Θεού. Και ο Λογος ήτο πάντοτε αχώριστος από τον Θεόν και πλησιέστατα προς αυτόν, και ο Λογος ήτο Θεός απειροτέλειος, όπως ο Πατήρ και το Αγιον Πνεύμα.

Ιω. 1,2              Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν.

Ιω. 1,2                       Αυτός υπήρχεν εις την αρχήν της δημιουργίας ηνωμένος προς τον Θεόν.

Ιω. 1,3              πάντα δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν.

Ιω. 1,3                        Ολα τα δημιουργήματα έγιναν δι' αυτού και χωρίς αυτόν δεν έλαβε ύπαρξιν κανένα, από όσα έχουν γίνει.

Ιω. 1,4              ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων.

Ιω. 1,4                       Εις αυτόν υπήρχε ζωή και ως άπειρος πηγή ζωής εδημιούργησε και διατηρεί κάθε ζωήν. Δια δε τους ανθρώπους δεν είναι μόνον η φυσική ζωη, αλλά και το πνευματικόν φως, που φωτίζει τον νουν των εις κατανόησιν και αποδοχήν της αληθείας.

Ιω. 1,5              καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν.

Ιω. 1,5                        Και το φως λάμπει μέσα στο σκοτάδι και το σκοτάδι δεν ημπόρεσε ποτέ να το επισκιάση και το εξουδετερώση.

Ιω. 1,6              Ἐγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρὰ Θεοῦ, ὄνομα αὐτῷ Ἰωάννης·

Ιω. 1,6                       Προάγγελος αυτού του φωτός κατά τας ημέρας εκείνας έγινεν ένας άνθρωπος, σταλμένος από τον Θεόν, του οποίου το όνομα ήτο Ιωάννης.

Ιω. 1,7              οὗτος ἦλθεν εἰς μαρτυρίαν, ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός, ἵνα πάντες πιστεύσωσι δι᾿ αὐτοῦ.

Ιω. 1,7                        Αυτός ήλθε με κύριον σκοπόν να μαρτυρήση περί του φωτός, δηλαδή περί του Ιησού Χριστού, και με το κήρυγμά του να προπαρασκευάση τους ανθρώπους, ώστε να πιστεύσουν όλοι στο φως.

Ιω. 1,8              οὐκ ἦν ἐκεῖνος τὸ φῶς, ἀλλ᾿ ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός.

Ιω. 1,8                       Δεν ήτο εκείνος το φως, αλλ' ήλθε να μαρτυρήση δια το φως.

Ιω. 1,9              Ἦν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον.

Ιω. 1,9                       Ο Υιός και Λογος του Θεού ήτο πάντοτε το αληθινόν φως, το οποίον φωτίζει κάθε άνθρωπον, που έρχεται στον κόσμον.

Ιω. 1,10             ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω.

Ιω. 1,10                      Ητο εξ αρχής στον κόσμον, ως δημιουργός και κυβερνήτης, και ο κόσμος όλος, ορατός και αόρατος, έλαβεν ύπαρξιν δι' αυτού. Και όμως όταν το φως, ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος, ο κόσμος δεν τον ανεγνώρισε και δεν τον εδέχθη.

Ιω. 1,11             εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον.

Ιω. 1,11                      Ηλθε μεταξύ των ιδικών του, δηλαδή των Ιουδαίων, τους οποίους με ιδιαιτέραν στοργήν δια μέσου των αιώνων είχε προστατεύσει, και αυτοί οι ιδικοί του δεν τον εδέχθησαν ως Σωτήρα και Θεόν των.

Ιω. 1,12             ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ,

Ιω. 1,12                      Αλλοι όμως τον εδέχθησαν. Εις όσους δε τον εδέχθησαν με πίστιν ως Σωτήρα και Θεόν των έδωκε το δικαίωμα να γίνουν τέκνα Θεού, εις αυτούς δηλαδή που πιστεύουν στο όνομά του.

Ιω. 1,13             οἳ οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ᾿ ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν.

Ιω. 1,13                      Αυτοί δεν εγεννήθησαν από ανθρώπινα αίματα ούτε από θέλημα σαρκός ούτε από θέλημα ανδρός, αλλά εγεννήθησαν από τον Θεόν.

Ιω. 1,14             Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας.

Ιω. 1,14                      Και ο Υιός και Λογος του Θεού έγινε άνθρωπος κατά υπερφυσικόν τρόπον και κατεσκήνωσεν με οικειότητα εν τω μέσω ημών και ημείς είδαμεν την μεγαλειώδη δόξαν του, δόξαν όχι ανθρωπίνην, αλλά θείαν και απέραντον, την οποίαν είχεν ως φυσικήν του κατάστασιν από τον Πατέρα, σαν Υιός του Θεού μονογενής, γεμάτος χάριν και αλήθειαν.

Ιω. 1,15             Ἰωάννης μαρτυρεῖ περὶ αὐτοῦ καὶ κέκραγε λέγων· οὗτος ἦν ὃν εἶπον, ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτός μου ἦν.

Ιω. 1,15                      Ο Ιωάννης μαρτυρεί δι' αυτόν και κράζει με μεγάλην φωνήν, λέγων· “αυτός ήτο εκείνος, δια τον οποίον σας είπα, ότι ο ερχόμενος ύστερα από εμέ είναι ασυγκρίτως ανώτερος από εμέ, διότι ως Υιός μονογενής του Πατρός υπήρχε ήδη, πριν εγώ γεννηθώ”.

Ιω. 1,16             Καὶ ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος·

Ιω. 1,16                      Και από τον άπειρον πνευματικόν πλούτον αυτού όλοι ημείς ελάβαμεν και χάριν επάνω εις την χάριν.

Ιω. 1,17             ὅτι ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο.

Ιω. 1,17                      Διότι ενώ ο νόμος εδόθη δια του Μωϋσέως, δούλου του Θεού, η χάρις και η αλήθεια ήλθαν δια του Ιησού Χριστού, Υιού του Θεού.

Ιω. 1,18             Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε· ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο.

Ιω. 1,18                      Τον Θεόν κανείς ποτέ δεν έχει ίδει. Ο Υιός ο μονογενής, που υπάρχει προαιωνίως πάντοτε στον κόλπον του Πατρός, εκείνος εφανέρωσεν εις ημάς και κατέστησε γνωστόν τον Θεόν.

Ιω. 1,19             Καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ μαρτυρία τοῦ Ἰωάννου, ὅτε ἀπέστειλαν οἱ Ἰουδαῖοι ἐξ Ἱεροσολύμων ἱερεῖς καὶ Λευΐτας ἵνα ἐρωτήσωσιν αὐτόν· σὺ τίς εἶ;

Ιω. 1,19                      Και αυτή είναι η μαρτυρία του Ιωάννου, όταν έστειλαν οι Ιουδαίοι από τα Ιεροσόλυμα ιερείς και Λευΐτας να τον ερωτήσουν· “συ ποιός είσαι;”

Ιω. 1,20             καὶ ὡμολόγησε, καὶ οὐκ ἠρνήσατο· καὶ ὡμολόγησεν ὅτι οὐκ εἰμὶ ἐγὼ ὁ Χριστός.

Ιω. 1,20                     Και ωμολόγησε, και δεν ηρνήθη. Και ωμολόγησεν ότι “δεν είμαι εγώ ο Χριστός”.

Ιω. 1,21             καὶ ἠρώτησαν αὐτόν· τί οὖν; Ἠλίας εἶ σύ; καὶ λέγει· οὐκ εἰμί. ὁ προφήτης εἶ σύ; καὶ ἀπεκρίθη, οὔ.

Ιω. 1,21                      Και τον ηρώτησαν πάλιν· “λοιπόν ποίος είσαι; Μηπως είσαι ο Ηλίας;” Και είπεν ο Ιωάννης· “δεν είμαι”.“Είσαι συ ο προφήτης, ο ένας και μοναδικός, τον οποίον προανήγγειλε ο Μωϋσής;” και απήντησεν· “όχι”.

Ιω. 1,22             εἶπον οὖν αὐτῷ· τίς εἶ; ἵνα ἀπόκρισιν δῶμεν τοῖς πέμψασιν ἡμᾶς· τί λέγεις περὶ σεαυτοῦ;

Ιω. 1,22                     Είπαν εν τέλει εις αυτόν· “ποίος είσαι; Πες μας, δια να δώσωμεν απάντησιν εις εκείνους που μας έστειλαν. Τι λέγεις δια τον ευατόν του;”

Ιω. 1,23             ἔφη· ἐγὼ φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, εὐθύνατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, καθὼς εἶπεν Ἡσαΐας ὁ προφήτης.

Ιω. 1,23                     Είπεν ο Ιωάννης· “εγώ είμαι η φωνή του ανθρώπου, που φωνάζει δυνατά εις την έρημον τα λόγια του προφήτου Ησαΐου· κάμετε ευθύν τον δρόμον του Κυρίου· προετοιμάσατε τας ψυχάς σας, δια να υποδεχθούν τον Χριστόν”.

Ιω. 1,24             καὶ οἱ ἀπεσταλμένοι ἦσαν ἐκ τῶν Φαρισαίων·

Ιω. 1,24                     Και οι απεσταλμένοι ήσαν από την τάξιν των Φαρισαίων.

Ιω. 1,25             καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν καὶ εἶπον αὐτῷ· τί οὖν βαπτίζεις, εἰ σὺ οὐκ εἶ ὁ Χριστὸς οὔτε Ἠλίας οὔτε ὁ προφήτης;

Ιω. 1,25                     Και με τόνον επιτιμητικόν τον ηρώτησαν και του είπαν· “διατί λοιπόν βαπτίζεις, αφού συ δεν είσαι ο Χριστός ούτε ο Ηλίας ούτε ο προφήτης;”

Ιω. 1,26             ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰωάννης λέγων· ἐγὼ βαπτίζω ἐν ὕδατι· μέσος δὲ ὑμῶν ἕστηκεν ὃν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε.

Ιω. 1,26                     Απήντησεν εις αυτούς ο Ιωάννης και είπε· “εγώ μεν σας βαπτίζω με νερό· ανάμεσα σας δε στέκει και θα εμφανισθή έντος ολίγου εκείνος, τον οποίον σεις δεν γνωρίζετε.

Ιω. 1,27             αὐτός ἐστιν ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος, ὃς ἔμπροσθέν μου γέγονεν, οὗ ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἄξιος ἵνα λύσω αὐτοῦ τὸν ἱμάντα τοῦ ὑποδήματος.

Ιω. 1,27                     Αυτός είναι που έρχεται ύστερα από εμέ, ο οποίος όμως υπήρξε προ εμού ως προαιώνιος Λογος του Θεού, και του οποίου εγώ δεν είμαι άξιος να λύσω ούτε το λωρί του υποδήματός του”.

Ιω. 1,28             Ταῦτα ἐν Βηθανίᾳ ἐγένετο πέραν τοῦ Ἰορδάνου, ὅπου ἦν Ἰωάννης βαπτίζων.

Ιω. 1,28                     Αυτά συνέβησαν εις την Βηθανίαν, πέραν από τον Ιορδάνην όπου εβάπτιζεν ο Ιωάννης.

Ιω. 1,29             Τῇ ἐπαύριον βλέπει ὁ Ἰωάννης τὸν Ἰησοῦν ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει· ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου.

Ιω. 1,29                     Την επομένην ημέραν βλέπει ο Ιωάννης τον Ιησούν να έρχεται εις αυτόν και λέγει· “ίδε ο αμνός του Θεού, που επροφήτευσεν ο Ησαΐας, ο Μεσσίας και Λυτρωτής, ο οποίος θα θυσιασθή δια να πάρη επάνω του και εξαλείψη την αμαρτίαν και την ενοχήν του κόσμου.

Ιω. 1,30             οὗτός ἐστι περὶ οὗ ἐγὼ εἶπον· ὀπίσω μου ἔρχεται ἀνὴρ ὃς ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτός μου ἦν.

Ιω. 1,30                     Αυτός είναι, δια τον οποίον σας είπα· ύστερα από εμέ έρχεται άνθρωπος, ο οποίος σαν αιώνιος Θεός υπάρχει πολύ πρωτύτερα από εμέ, ασύγκριτα λαμπρότερος και ενδοξότερος.

Ιω. 1,31             κἀγὼ οὐκ ᾔδειν αὐτόν, ἀλλ᾿ ἵνα φανερωθῇ τῷ Ἰσραήλ, διὰ τοῦτο ἦλθον ἐγὼ ἐν τῷ ὕδατι βαπτίζων.

Ιω. 1,31                      Και εγώ δεν τον εγνώριζα προηγουμένως, αλλά δια να φανερωθή αυτός στους Ισραηλίτας, δια τούτο ήλθα εγώ και βαπτίζω εις τα ύδατα του Ιορδάνου”.

Ιω. 1,32             καὶ ἐμαρτύρησεν Ἰωάννης λέγων ὅτι τεθέαμαι τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον ὡς περιστερὰν ἐξ οὐρανοῦ, καὶ ἔμεινεν ἐπ᾿ αὐτόν.

Ιω. 1,32                     Και εβεβαίωσεν ο Ιωάννης λέγων ότι “είδα το Αγιον Πνεύμα να κατεβαίνη ωσάν περιστερά από τον ουρανόν και έμεινεν εις αυτόν μονίμως.

Ιω. 1,33             κἀγὼ οὐκ ᾔδειν αὐτόν, ἀλλ᾿ ὁ πέμψας με βαπτίζειν ἐν ὕδατι, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἐφ᾿ ὃν ἂν ἴδῃς τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον καὶ μένον ἐπ᾿ αὐτόν, οὗτός ἐστιν ὁ βαπτίζων ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.

Ιω. 1,33                     Και εγώ, όπως και σεις, δεν τον εγνώριζα, αλλά εκείνος που με έστειλε να βαπτίζω με νερό, εκείνος μου είπε· Εις όποιον ίδης να κατεβαίνη το Πνεύμα το Αγιον και να μένη εις αυτόν, αυτός είναι, που βαπτίζει με Πνεύμα Αγιον.

Ιω. 1,34             κἀγὼ ἑώρακα καὶ μεμαρτύρηκα ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ.

Ιω. 1,34                     Και εγώ πράγματι είδα, όπως μου είπεν ο Θεός, και έχω δώσει μαρτυρίαν και ομολογίαν ότι αυτός είναι ο Υιός του Θεού που έγινεν άνθρωπος”.

Ιω. 1,35             Τῇ ἐπαύριον πάλιν εἱστήκει ὁ Ἰωάννης καὶ ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο,

Ιω. 1,35                     Την επομένην ημέραν έστεκε πάλιν ο Ιωάννης στον τόπον αυτόν και δύο από τους μαθητάς του.

Ιω. 1,36             καὶ ἐμβλέψας τῷ Ἰησοῦ περιπατοῦντι λέγει· ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ.

Ιω. 1,36                     Και καθώς με απέραντον σεβασμόν εκύτταξε τον Ιησούν, που περιπατούσε κάπου εκεί, λέγει· “ιδού ο αμνός του Θεού”.

Ιω. 1,37             καὶ ἤκουσαν αὐτοῦ οἱ δύο μαθηταὶ λαλοῦντος, καὶ ἠκολούθησαν τῷ Ἰησοῦ.

Ιω. 1,37                     Και οι δύο μαθηταί του ήκουσαν τα λόγια του αυτά και ηκολούθησαν τον Ιησούν.

Ιω. 1,38             στραφεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ θεασάμενος αὐτοὺς ἀκολουθοῦντας λέγει αὐτοῖς·

Ιω. 1,38                     Εγύρισε δε ο Ιησούς και όταν τους είδε να τον ακολουθούν, λέγει εις αυτούς.

Ιω. 1,39             τί ζητεῖτε; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· ῥαββί· ὃ λέγεται ἑρμηνευόμενον διδάσκαλε· ποῦ μένεις;

Ιω. 1,39                     “Τι ζητείτε;” Εκείνοι δε του είπαν· “ραββί-που σημαίνει εις τα ελληνικά διδάσκαλε-που μένεις;”

Ιω. 1,40             λέγει αὐτοῖς· ἔρχεσθε καὶ ἴδετε. ἦλθον οὖν καὶ εἶδον ποῦ μένει καὶ παρ᾿ αὐτῷ ἔμειναν τὴν ἡμέραν ἐκείνην· ὥρα ἦν ὡς δεκάτη.

Ιω. 1,40                     Είπεν εις αυτούς· “ελάτε και ιδέτε που μένω”. Ηλθαν, λοιπόν, και είδαν που μένει και έμειναν κοντά του την ημέραν εκείνην. Η ώρα δε ήτο τέσσαρες το απόγευμα.

Ιω. 1,41             ἦν Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου εἷς ἐκ τῶν δύο τῶν ἀκουσάντων παρὰ Ἰωάννου καὶ ἀκολουθησάντων αὐτῷ.

Ιω. 1,41                      Ενας δε από τους δύο, που ήκουσαν τα όσα ο Ιωάννης είπε περί του Ιησού και ηκολούθησαν αυτόν, ήτο ο Ανδρέας, ο αδελφός του Σιμωνος Πετρου.

Ιω. 1,42             εὑρίσκει οὗτος πρῶτος τὸν ἀδελφὸν τὸν ἴδιον Σίμωνα καὶ λέγει αὐτῷ· εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν· ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον Χριστός·

Ιω. 1,42                     Αυτός, λοιπόν, πρώτος ευρίσκει τον αδελφόν του τον Σιμωνα και του λέγει· “ευρήκαμεν τον Μεσσίαν, όνομα που ερμηνεύεται εις την ελληνικήν Χριστός”.

Ιω. 1,43             καὶ ἤγαγεν αὐτὸν πρὸς τὸν Ἰησοῦν. ἐμβλέψας αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς εἶπε· σὺ εἶ Σίμων ὁ υἱὸς Ἰωνᾶ, σὺ κληθήσῃ Κηφᾶς, ὃ ἑρμηνεύεται Πέτρος.

Ιω. 1,43                     Και ωδήγησεν αυτόν προς τον Ιησούν. Και ο Ιησούς αφού τον εκύτταξε με βλέμμα βαθύ και στοργικόν είπε· “συ είσαι Σιμων, ο υιός του Ιωνά· συ θα ονομασθής Κηφάς, όνομα που ερμηνεύεται εις την ελληνικήν Πετρος”.

Ιω. 1,44             Τῇ ἐπαύριον ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν· καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι.

Ιω. 1,44                     Την άλλην ημέραν απεφάσισεν ο Χριστός να αναχωρήση από την Ιουδαίαν δια την Γαλιλαίαν. Ευρίσκει τον Φιλιππον (μαθητήν και αυτός του Βαπτιστού, από τον οποίον πολλά είχε ακούσει περί του Μεσσίου) και του λέγει· “έλα κοντά μου”.

Ιω. 1,45             ἦν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως Ἀνδρέου καὶ Πέτρου.

Ιω. 1,45                     Ο δε Φιλιππος κατήγετο από την Βηθσαϊδά, από την πατρίδα του Ανδρέου και του Πετρου.

Ιω. 1,46             εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ὃν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ.

Ιω. 1,46                     Ευρίσκει ο Φιλιππος τον Ναθαναήλ και του λέγει· “αυτόν που έγραψε ο Μωϋσής στον Νομον και προανήγγειλαν οι προφήται εις τα προφητικά των βιβλία τον ευρήκαμεν· είναι ο Ιησούς, ο υιός του Ιωσήφ, από την Ναζαρέτ”.

Ιω. 1,47             καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι; λέγει αὐτῷ Φίλιππος· ἔρχου καὶ ἴδε.

Ιω. 1,47                     Ο Ναθαναήλ όμως είπεν εις αυτόν· “από την Ναζαρέτ είναι δυνατόν να βγη κάτι καλόν;” Λεγει εις αυτόν ο Φιλιππος· “έλα και ιδέ μόνος σου, δια να πεισθής”.

Ιω. 1,48             εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι.

Ιω. 1,48                     Είδεν ο Ιησούς τον Ναθαναήλ να έρχεται προς αυτόν και λέγει περί αυτού· “ιδού ένας γνήσιος Ισραηλίτης, στον οποίον δεν υπάρχει πονηρία”.

Ιω. 1,49             λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ· πόθεν με γινώσκεις; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε.

Ιω. 1,49                     Λεγει εις αυτόν ο Ναθαναήλ· “από που με γνωρίζεις;” Απήντησεν ο Ιησούς και του είπε· “προτού σε φωνάξη ο Φιλιππος, όταν ήσουνα κάτω από την συκήν, μακρυά από κάθε ανθρώπινον μάτι, εγώ σε είδα”.

Ιω. 1,50             ἀπεκρίθη Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ῥαββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ.

Ιω. 1,50                     Απεκρίθη τότε ο Ναθαναήλ και του είπε· “Διδάσκαλε, συ είσαι ο Υιός του Θεού, συ είσαι ο Βασιλεύς του Ισραήλ, τον οποίον, σύμφωνα με τις προφητείες, επεριμέναμεν”.

Ιω. 1,51             ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψει.

Ιω. 1,51                      Του απήντησεν δε ο Ιησούς· “Διότι σου είπα ότι σε είδα κάτω από την συκήν, πιστεύεις; Θα ίδης ακόμη μεγαλύτερα από αυτά”.

Ιω. 1,52             καὶ λέγει αὐτῷ· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ᾿ ἄρτι ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγότα, καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου.

Ιω. 1,52                     Και εν συνεχεία λέγει προς αυτόν, ώστε να ακούσουν και οι άλλοι μαθηταί· “σας διαβεβαιώνω, ότι από τώρα θα ίδετε ανοικτόν τον ουρανόν και τους αγγέλους του Θεού ν' ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν, να συνοδεύουν και να υπηρετούν τον υιόν του ανθρώπου (ο οποίος ως Θεός είναι κύριος και των αγγέλων)”.

 

 

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 2

 

Ιω. 2,1              Καὶ τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ γάμος ἐγένετο ἐν Κανᾷ τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἦν ἡ μήτηρ τοῦ Ἰησοῦ ἐκεῖ·

Ιω. 2,1                       Και την τρίτην ημέραν, έπειτα από τα γεγονότα αυτά, έγινε γάμος εις την Κανά της Γαλιλαίας και ήτο εκεί και η μητέρα του Ιησού.

Ιω. 2,2              ἐκλήθη δὲ καὶ ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ εἰς τὸν γάμον.

Ιω. 2,2                       Προσεκλήθη και ο Ιησούς και οι μαθηταί του στον γάμον.

Ιω. 2,3              καὶ ὑστερήσαντος οἴνου λέγει ἡ μήτηρ τοῦ Ἰησοῦ πρὸς αὐτόν· οἶνον οὐκ ἔχουσι.

Ιω. 2,3                       Επειδή δε έλειψεν ο οίνος, λέγει η μητέρα του Ιησού προς αυτόν· “οίνον δεν έχουν”.

Ιω. 2,4              λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· τί ἐμοὶ καὶ σοί, γύναι; οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου.

Ιω. 2,4                       Της λέγει δε ο Ιησούς· “τι κοινόν υπάρχει, ω γύναι, μεταξύ εμού του Μεσσίου και σου, που με εγέννησες ως άνθρωπον; Δεν ήλθεν ακόμη η ώρα μου να κάμω θαύματα εμπρός στους ανθρώπους”.

Ιω. 2,5              λέγει ἡ μήτηρ αὐτοῦ τοῖς διακόνοις· ὅ,τι ἂν λέγῃ ὑμῖν, ποιήσατε.

Ιω. 2,5                       Η μητέρα του από τον τόνον της φωνής του εκατάλαβε, ότι θα επραγματοποιούσε την παράκλησίν της και δι' αυτό είπεν στους υπηρέτας· “ο,τι σας πη κάμετέ το”

Ιω. 2,6              ἦσαν δὲ ἐκεῖ ὑδρίαι λίθιναι ἓξ κείμεναι κατὰ τὸν καθαρισμὸν τῶν Ἰουδαίων, χωροῦσαι ἀνὰ μετρητὰς δύο ἢ τρεῖς.

Ιω. 2,6                       Υπήρχαν δε εκεί εξ λίθινες στάμνες, που σκοπόν είχαν να χρησιμοποιούνται δια να πλύνωνται, κατά την συνήθειάν των, οι Ιουδαίοι πριν φάγουν. Καθε μία δε από αυτάς εχωρούσε από δύο η τρεις μετρητάς, δηλαδή 35 έως 54 περίπου κιλά εκάστη.

Ιω. 2,7              λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· γεμίσατε τὰς ὑδρίας ὕδατος. καὶ ἐγέμισαν αὐτὰς ἕως ἄνω.

Ιω. 2,7                       Λεγει εις αυτούς ο Ιησούς· “γεμίσατε τις στάμνες με νερό”. Και τας εγέμισαν έως επάνω.

Ιω. 2,8              καὶ λέγει αὐτοῖς· ἀντλήσατε νῦν καὶ φέρετε τῷ ἀρχιτρικλίνῳ. καὶ ἤνεγκαν.

Ιω. 2,8                       Και έπειτα τους είπε· “βγάλτε τώρα και φέρτε στον αρχιτρίκλινον, εις αυτόν που επιβλέπει τα του συμποσίου”. Και έφεραν.

Ιω. 2,9              ὡς δὲ ἐγεύσατο ὁ ἀρχιτρίκλινος τὸ ὕδωρ οἶνον γεγενημένον -καὶ οὐκ ᾔδει πόθεν ἐστίν· οἱ δὲ διάκονοι ᾔδεισαν οἱ ἠντληκότες τὸ ὕδωρ- φωνεῖ τὸν νυμφίον ὁ ἀρχιτρίκλινος

Ιω. 2,9                       Μολις δε εδοκίμασε ο αρχιτρίκλινος το νερό, που είχε γίνει κρασί-και δεν εγνώριζε αυτός από που προέρχεται· οι υπηρέται μόνον εγνώριζαν που είχαν βγάλει το νερό και γεμίσει τις στάμνες-φωνάζει τον γαμβρόν ο αρχιτρίκλινος

Ιω. 2,10             καὶ λέγει αὐτῷ· πᾶς ἄνθρωπος πρῶτον τὸν καλὸν οἶνον τίθησι, καὶ ὅταν μεθυσθῶσι, τότε τὸν ἐλάσσω· σὺ τετήρηκας τὸν καλὸν οἶνον ἕως ἄρτι.

Ιω. 2,10                     και λέγει εις αυτόν· “κάθε άνθρωπος που κάμνει τραπέζι βάζει, σύμφωνα με την συνήθειαν που υπάρχει, πρώτα το καλό κρασί και όταν οι άνθρωποι πιουν μέχρι μέθης, τότε προσφέρει το κατώτερον. Συ όμως εφύλαξες το εκλεκτό κρασί έως αυτήν την στιγμήν”.

Ιω. 2,11             Ταύτην ἐποίησε τὴν ἀρχὴν τῶν σημείων ὁ Ἰησοῦς ἐν Κανᾷ τῆς Γαλιλαίας καὶ ἐφανέρωσε τὴν δόξαν αὐτοῦ, καὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ.

Ιω. 2,11                      Αυτό το θαύμα έκαμε ως αρχήν των θαυμάτων του ο Ιησούς εις την Κανά της Γαλιλαίας και εφανέρωσε το μεγαλείον της θείας εξουσίας του και επίστευσαν εις αυτόν οι μαθηταί του.

Ιω. 2,12             Μετὰ τοῦτο κατέβη εἰς Καπερναοὺμ αὐτὸς καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐκεῖ ἔμειναν οὐ πολλὰς ἡμέρας.

Ιω. 2,12                     Υστερα από το γεγονός αυτό κατέβηκε εις την Καπερναούμ, αυτός και η μητέρα του και οι θεωρούμενοι από τους άλλους ως αδελφοί του και οι μαθηταί αυτού και εκεί έμειναν ολίγας ημέρας.

Ιω. 2,13             καὶ ἐγγὺς ἦν τὸ πάσχα τῶν Ἰουδαίων, καὶ ἀνέβη εἰς Ἱεροσόλυμα ὁ Ἰησοῦς.

Ιω. 2,13                     Επλησίαζε δε το Πασχα των Ιουδαίων και ανέβηκε ο Ιησούς εις τα Ιεροσόλυμα.

Ιω. 2,14             καὶ εὗρεν ἐν τῷ ἱερῷ τοὺς πωλοῦντας βόας καὶ πρόβατα καὶ περιστεράς, καὶ τοὺς κερματιστὰς καθημένους.

Ιω. 2,14                     Και ευρήκε στο ιερόν, δηλαδή μέσα εις τας αυλάς του ναού, αυτούς που επωλούσαν βώδια και πρόβατα και περιστέρια, όπως επίσης και τους αργυραμοιβούς, που εκάθηντο κοντά εις τα τραπέζια των, δια να ανταλλάσουν τα ξένα νομίσματα των προσκυνητών με εβραϊκά.

Ιω. 2,15             καὶ ποιήσας φραγγέλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας, καὶ τῶν κολλυβιστῶν ἐξέχεε τὸ κέρμα καὶ τὰς τραπέζας ἀνέστρεψε,

Ιω. 2,15                     Και αφού έκαμε φραγγέλλιον από σχοινιά, έβγαλε έξω από την αυλήν όλους και τα πρόβατα και τα βόδια, των δε αργυραμοιβών εσκόρπισε κάτω τα νομίσματα και αναποδογύρισε τα τραπέζια των.

Ιω. 2,16             καὶ τοῖς τὰς περιστερὰς πωλοῦσιν εἶπεν· ἄρατε ταῦτα ἐντεῦθεν· μὴ ποιεῖτε τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου οἶκον ἐμπορίου.

Ιω. 2,16                     Εις εκείνους δε που επωλούσαν τα περιστέρια είπε· “πάρετέ τα από εδώ και μη κάμνετε τον οίκον του Πατρός μου, οίκον εμπορίου”.

Ιω. 2,17             ἐμνήσθησαν δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ὅτι γεγραμμένον ἐστίν, ὁ ζῆλος τοῦ οἴκου σου καταφάγεταί με.

Ιω. 2,17                     Εθυμήθηκαν δε τότε οι μαθηταί του αυτό, που είχε γραφή στους ψαλμούς· “ο ζήλος, πάτερ μου, δια την δόξαν του οίκου σου, ως άλλη φωτιά θα με καταφάγη”.

Ιω. 2,18             ἀπεκρίθησαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ εἶπον αὐτῷ· τί σημεῖον δεικνύεις ἡμῖν ὅτι ταῦτα ποιεῖς;

Ιω. 2,18                     Του ωμίλησαν τότε οι Ιουδαίοι και του είπαν· “ποίον σημείον συ μας δείχνεις και ποίαν απόδειξιν μας παρουσιάζεις, ότι έχεις την εξουσίαν να κάμνης αυτά;”

Ιω. 2,19             ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· λύσατε τὸν ναὸν τοῦτον, καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερῶ αὐτόν.

Ιω. 2,19                     Απήντησεν ο Ιησούς και τους είπε· “κρημνίσατε τον ναόν τούτον και εγώ εις τρεις ημέρας θα τον ανοικοδομήσω”. (Και ενοούσε· Θανατώσατε σστον ναόν του σώματός μου, και εγώ μετά τρεις ημέρας θα αναστηθώ από τον τάφον).

Ιω. 2,20             εἶπον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι· τεσσαράκοντα καὶ ἓξ ἔτεσιν ᾠκοδομήθη ὁ ναὸς οὗτος, καὶ σὺ ἐν τρισὶν ἡμέραις ἐγερεῖς αὐτόν;

Ιω. 2,20                    Είπαν λοιπόν, οι Ιουδαίοι· “σαράντα εξ χρόνια εχρειάσθησαν, δια να κτισθή ο ναός αυτός και συ λέγεις, ότι θα τον ανοικοδομήσης έντος τριών ημερών;”

Ιω. 2,21             ἐκεῖνος δὲ ἔλεγε περὶ τοῦ ναοῦ τοῦ σώματος αὐτοῦ.

Ιω. 2,21                     Εκείνος όμως έλεγε δια τον ναόν του σώματός του.

Ιω. 2,22             ὅτε οὖν ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν, ἐμνήσθησαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ὅτι τοῦτο ἔλεγε, καὶ ἐπίστευσαν τῇ γραφῇ καὶ τῷ λόγῳ ᾧ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς.

Ιω. 2,22                    Οταν δε ανεστήθη εκ νεκρών, εθυμήθηκαν οι μαθηταί του ότι τούτο ακριβώς, το θαυμαστόν γεγονός ενοούσε τότε και επίστευσαν εις την Αγίαν Γραφήν, που είχε προφητεύσει την ανάστασιν, και στον λόγον, τον οποίον είχε πει κατά την περίστασιν εκείνην ο Ιησούς.

Ιω. 2,23             Ὡς δὲ ἦν ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἐν τῷ πάσχα ἐν τῇ ἑορτῇ, πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ, θεωροῦντες αὐτοῦ τὰ σημεῖα ἃ ἐποίει.

Ιω. 2,23                    Οταν δε ευρίσκετο εις τα Ιεροσόλυμα κατά την εορτήν του πάσχα, πολλοί επίστευσαν εις αυτόν ως Μεσσίαν διότι έβλεπαν τα θαύματα που έκανε και τα οποία απεδείκνυαν την θείαν αποστολήν του.

Ιω. 2,24             αὐτὸς δὲ ὁ Ἰησοῦς οὐκ ἐπίστευεν ἑαυτὸν αὐτοῖς διὰ τὸ αὐτὸν γινώσκειν πάντας,

Ιω. 2,24                    Ο ίδιος όμως ο Ιησούς δεν ενεπιστεύετο εις αυτούς τον ευατόν του και τα υψηλά νοήματα της διδασκαλίας του, διότι αυτός εγνώριζε καλά όλους, τον άστατον δηλαδή χαρακτήρα των, τας προκαταλήψεις και τας ατελείας των.

Ιω. 2,25             καὶ ὅτι οὐ χρείαν εἶχεν ἵνα τις μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ ἀνθρώπου· αὐτὸς γὰρ ἐγίνωσκε τί ἦν ἐν τῷ ἀνθρώπῳ.

Ιω. 2,25                    Και δεν είχεν ανάγκην να τον κατατοπίση κανείς και τον πληροφορήση περί του ανθρώπου, διότι αυτός ο ίδιος εγνώριζε πολύ καλά, τι υπήρχε μέσα στον κάθε άνθρωπον.

 

 

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 3

 

Ιω. 3,1              Ἦν δὲ ἄνθρωπος ἐκ τῶν Φαρισαίων, Νικόδημος ὄνομα αὐτῷ, ἄρχων τῶν Ἰουδαίων.

Ιω. 3,1                        Υπήρχε δε εκεί εις την Ιερουσαλήμ, κάποιον άνθρωπος από την τάξιν των Φαρισαίων, ονόματι Νικόδημος, άρχων των Ιουδαίων, διότι ήτο μέλλος του συνεδρίου.

Ιω. 3,2              οὗτος ἦλθε πρὸς αὐτὸν νυκτὸς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ῥαββί, οἴδαμεν ὅτι ἀπὸ Θεοῦ ἐλήλυθας διδάσκαλος· οὐδεὶς γὰρ ταῦτα τὰ σημεῖα δύναται ποιεῖν ἃ σὺ ποιεῖς, ἐὰν μὴ ᾖ ὁ Θεὸς μετ᾿ αὐτοῦ.

Ιω. 3,2                       Αυτός ήλθε νύκτα προς τον Ιησούν και του είπε· “Διδάσκαλε, γνωρίζομεν ότι συ ήλθες από τον Θεόν ως ο μοναδικός διδάσκαλος των πλέον υψηλών αληθειών. Διότι κανένας δεν ημπορεί να κάνη τα καταπληκτικά αυτά θαύματα, τα οποία κάμνεις συ, εάν ο Θεός δεν είναι μαζή του. (Από σε λοιπόν περιμένομεν να ακούσωμεν καθαρά το θέλημα του Θεού και τον τρόπον, με τον οποίον θα ημπορέσωμεν να αποκτήσωμεν τα αγαθά της βασιλείας)”.

Ιω. 3,3              ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι, ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἄνωθεν, οὐ δύναται ἰδεῖν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.

Ιω. 3,3                       Απήντησε ο Ιησούς και είπε· “σε διαβεβαιώνω, ότι εάν δεν γεννηθή κανείς από τον ουρανόν, δεν ημπορεί να ίδη και να απολαύση την βασιλείαν του Θεού”.

Ιω. 3,4              λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Νικόδημος· πῶς δύναται ἄνθρωπος γεννηθῆναι γέρων ὤν; μὴ δύναται εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρὸς αὐτοῦ δεύτερον εἰσελθεῖν καὶ γεννηθῆναι;

Ιω. 3,4                       Λεγει προς αυτόν ο Νικόδημος· “πως είναι δυνατόν να γεννηθή πάλιν ο άνθρωπος, και μάλιστα όταν είναι γέρων; Μηπως ημπορεί να εισέλθη δια δευτέραν φοράν εις την κοιλίαν της μητρός του και να γεννηθή πάλιν;”

Ιω. 3,5              ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι, ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.

Ιω. 3,5                       Απήντησεν ο Ιησούς· “αληθώς σου λέγω, ότι εάν δεν αναγενηθή κανείς πνευματικώς από το νερό του βαπτίσματος και από την χάριν του Αγίου Πνεύματος, δεν ημπορεί να εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού.

Ιω. 3,6              τὸ γεγεννημένον ἐκ τῆς σαρκὸς σάρξ ἐστι, καὶ τὸ γεγεννημένον ἐκ τοῦ Πνεύματος πνεῦμά ἐστι.

Ιω. 3,6                       Καθε τι που έχει γεννηθή κατά τρόπον φυσικόν από την σάρκα, είναι και αυτό σαρκικόν, δηλαδή γεμάτο ατελείας και αδυναμίας. Και εκείνο που έχει γεννηθή από το Αγιον Πνεύμα, είναι πνευματική ύπαρξις, που θα απολαύση την βασιλείαν του Θεού.

Ιω. 3,7              μὴ θαυμάσῃς ὅτι εἶπόν σοι, δεῖ ὑμᾶς γεννηθῆναι ἄνωθεν.

Ιω. 3,7                       Μη απορείς, διότι σου είπα ότι πρέπει όλοι σας να αναγεννηθήτε από την χάριν του Αγίου Πνεύματος, που κατεβαίνει εκ των άνω.

Ιω. 3,8              τὸ πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ, καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῦ ἀκούεις, ἀλλ᾿ οὐκ οἶδας πόθεν ἔρχεται καὶ ποῦ ὑπάγει· οὕτως ἐστὶ πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Πνεύματος.

Ιω. 3,8                       Ο αέρας όπου θέλει φύσα και ακούεις την βοήν του, αλλά δεν γνωρίζεις από που έρχεται και που θα καταλήξη. Ετσι γίνεται και με κάθε ένα, ο οποίος αναγεννάται από το Αγιον Πνεύμα. Ο τρόπος αυτής της αναγεννήσεως είναι ακατάληπτος το αποτέλεσμα όμως φανερόν”.

Ιω. 3,9              ἀπεκρίθη Νικόδημος καὶ εἶπεν αὐτῷ· πῶς δύναται ταῦτα γενέσθαι;

Ιω. 3,9                       Απήντησεν ο Νικόδημος και του είπε· “πως είναι δυνατόν να γίνουν αυτά;”

Ιω. 3,10             ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· σὺ εἶ ὁ διδάσκαλος τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ταῦτα οὐ γινώσκεις;

Ιω. 3,10                     Απεκρίθη δε εις αυτόν ο Ιησούς· “συ είσαι ο επίσημος διδάσκαλος του Ισραήλ και δεν γνωρίζεις αυτά, δια τα οποία ομιλούν αι Γραφαί;

Ιω. 3,11             ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι ὅτι ὃ οἴδαμεν λαλοῦμεν καὶ ὃ ἑωράκαμεν μαρτυροῦμεν, καὶ τὴν μαρτυρίαν ἡμῶν οὐ λαμβάνετε.

Ιω. 3,11                      Αληθώς σου λέγω, ότι εκείνο που γνωρίζομεν καλά, λέγομεν· και αυτό που είδαμεν μαρτυρούμεν. Καθε τι που λέγομεν είναι η απόλυτος και καθαρά αλήθεια. Και όμως σεις δεν δέχεσθε την μαρτυρίαν μας.

Ιω. 3,12             εἰ τὰ ἐπίγεια εἶπον ὑμῖν καὶ οὐ πιστεύετε, πῶς ἐὰν εἴπω ὑμῖν τὰ ἐπουράνια πιστεύσετε;

Ιω. 3,12                     Εάν σας είπα διδασκαλίας θείας, αι οποίαι σχετίζονται με όσα συμβαίνουν εις την γην και είναι επομένως εύκολον να τας εννοήσετε και όμως δεν τας πιστεύετε, πως, εάν σας είπω υψηλάς αληθείας, που αναφέρονται στον επουράνιον κόσμον, θα τας παραδεχθήτε και θα τας πιστέψετε;

Ιω. 3,13             καὶ οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανὸν εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὢν ἐν τῷ οὐρανῷ.

Ιω. 3,13                     Κανείς δε δεν ανέβηκε στον ουρανόν, δια να μάθη εκεί και διδάξη εις σας αυτάς τας αληθείας, παρά μόνον αυτός που κατέβηκε από τον ουρανόν και έγινε δια της ενανθρωπήσεως υιός του ανθρώπου και ο όποιος εξακολουθεί, καθ' ον χρόνον ζη εις την γην, να είναι και στον ουρανόν ως Θεός.

Ιω. 3,14             καὶ καθὼς Μωϋσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου,

Ιω. 3,14                     Οπως δε ο Μωϋσής εκρέμεσε υψηλά το χάλκινι φίδι εις την έρημον, δια να το αντικρύζουν με πίστιν οι Ισραηλίται και να σώζωνται από το θανατηφόρον δηλητήριον των φιδιών της ερήμου, έτσι, σύμφωνα με το πάνσοφον σχέδιον του Θεού, πρέπει να κρεμασθή και ο υιός του ανθρώπου επάνω στον σταυρόν.

Ιω. 3,15             ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον.

Ιω. 3,15                     Και τούτο, δια να μη καταδικασθή εις την αιωνίαν απώλειαν κανένας από εκείνους, που θα πιστεύσουν εις αυτόν, αλλά να κερδήση και να έχη την αιώνιον ζωήν.

Ιω. 3,16             οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον.

Ιω. 3,16                     Διότι τόσον πολύ ηγάπησεν ο Θεός τον βυθισμένον εις τας αμαρτίας κόσμον, ώστε παρέδωκεν εις σταυρικόν θάνατον τον μονογενή του Υιόν· δια να μη καταδικασθή εις την αιωνίαν απώλειαν κάθε ένας που θα πιστεύη εις αυτόν, αλλά να έχη ζωήν αιώνιον.

Ιω. 3,17             οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ᾿ ἵνα σωθῇ ὁ κόσμος δι᾿ αὐτοῦ.

Ιω. 3,17                     Διότι δεν έστειλεν ο Θεός τον Υιόν του στον κόσμον δια να κρίνη και καταδικάση τον κόσμον, αλλά δια να σωθή ο κόσμος με την θυσίαν αυτού.

Ιω. 3,18             ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν οὐ κρίνεται, ὁ δὲ μὴ πιστεύων ἤδη κέκριται, ὅτι μὴ πεπίστευκεν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.

Ιω. 3,18                     Καθε ένας που πιστεύει εις αυτόν, εις οποιοδήποτε έθνος και αν ανήκη, δεν καταδικάζεται. Οποιος όμως δεν πιστεύει, έχει καταδικασθή από τώρα, ακριβώς διότι δεν επίστεψε στο όνομα του μονογενούς Υιού του Θεού, και με την απιστίαν του απέκλεισεν αυτός μόνος τον εαυτόν του από την σωτηρίαν.

Ιω. 3,19             αὕτη δέ ἐστιν ἡ κρίσις, ὅτι τὸ φῶς ἐλήλυθεν εἰς τὸν κόσμον, καὶ ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς· ἦν γὰρ πονηρὰ αὐτῶν τὰ ἔργα.

Ιω. 3,19                     Αυτή δε είναι και η αιτία της καταδίκης των απίστων· ότι δηλαδή το φως, ο Υιός του Θεού, ήλθεν στον κόσμον, αλλά οι άνθρωποι ηγάπησαν και έδωσαν μάλλον την καρδιά τους στο σκοτάδι και όχι στο φως. Και τούτο, διότι τα έργα των ήσαν πονηρά.

Ιω. 3,20             πᾶς γὰρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ τὰ ἔργα αὐτοῦ·

Ιω. 3,20                    Διότι κάθε ένας που αμετανοήτως πράττει έργα κακά και διεστραμμένα, αντιπαθεί και αποστρέφεται το φως και δεν έρχεται στο φως, δια να μη φανερωθούν τα φαύλα έργα του.

Ιω. 3,21             ὁ δὲ ποιῶν τὴν ἀλήθειαν ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα φανερωθῇ αὐτοῦ τὰ ἔργα, ὅτι ἐν Θεῷ ἐστιν εἰργασμένα.

Ιω. 3,21                     Καθένας δε που ζη και πράττει σύμφωνα με την αλήθειαν του Θεού, έρχεται στο φως, πλησιάζει με εμπιστοσύνην στον Κυριον Ιησούν, δια να φανερωθή η ποιότης και η αξία των έργων του, να πληροφορηθή δε και ο ίδιος ότι πράγματι αυτά έχουν γίνει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού”.

Ιω. 3,22             Μετὰ ταῦτα ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ εἰς τὴν Ἰουδαίαν γῆν, καὶ ἐκεῖ διέτριβε μετ᾿ αὐτῶν καὶ ἐβάπτιζεν.

Ιω. 3,22                    Υστερα από αυτά, που συνέβησαν εις τα Ιεροσόλυμα, ήλθεν ο Ιησούς και οι μαθηταί του εις την άλλην περιοχήν της Ιουδαίας και εκεί έμενε μαζή τους και εβάπτιζε δια μέσω αυτών εκείνους που ήρχοντο με την διάθεσιν να πιστεύσουν εις αυτόν.

Ιω. 3,23             ἦν δὲ καὶ Ἰωάννης βαπτίζων ἐν Αἰνὼν ἐγγὺς τοῦ Σαλείμ, ὅτι ὕδατα πολλὰ ἦν ἐκεῖ, καὶ παρεγίνοντο καὶ ἐβαπτίζοντο·

Ιω. 3,23                     Ο δε Ιωάννης εβάπτιζε τότε εις την πηγήν Αινών, πλησίον της πόλεως Σαλείμ, διότι εκεί ήσαν πολλά ύδατα, και ήρχοντο άνθρωποι και εβαπτίζοντο.

Ιω. 3,24             οὔπω γὰρ ἦν βεβλημένος εἰς τὴν φυλακὴν ὁ Ἰωάννης.

Ιω. 3,24                    Δεν είχε δε ακόμη συλληφθή και φυλακισθή από τον Ηρώδην ο Ιωάννης.

Ιω. 3,25             Ἐγένετο οὖν ζήτησις ἐκ τῶν μαθητῶν Ἰωάννου μετὰ Ἰουδαίου περὶ καθαρισμοῦ.

Ιω. 3,25                     Εγινε λοιπόν συζήτησις από τους μαθητάς του Ιωάννου με κάποιον Ιουδαίον δια τον καθαρισμόν, τον οποίον το βάπτισμα των μαθητών του Χριστού και το βάπτισμα του Ιωάννου έδιδεν στους ανθρώπους.

Ιω. 3 ,26            καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰωάννην καὶ εἶπον αὐτῷ· ῥαββί, ὃς ἦν μετὰ σοῦ πέραν τοῦ Ἰορδάνου, ᾧ σὺ μεμαρτύρηκας, ἴδε οὗτος βαπτίζει καὶ πάντες ἔρχονται πρὸς αὐτόν.

Ιω. 3,26                    Και ήλθαν προς τον Ιωάννην οι μαθηταί του μαζή με τον Ιουδαίον και του είπαν· “διδάσκαλε, αυτός, που ήτο μαζή σου πέραν από τον Ιορδάνην και δια τον οποίον συ εμαρτύρησες και εβεβαίωσες περί της αποστολής του στους ανθρώπους, κύτταξε βαπτίζει τώρα και όλοι πηγαίνουν εις αυτόν”.

Ιω. 3,27             ἀπεκρίθη Ἰωάννης καὶ εἶπεν· οὐ δύναται ἄνθρωπος λαμβάνειν οὐδέν, ἐὰν μὴ ᾖ δεδομένον αὐτῷ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ.

Ιω. 3,27                     Απεκρίθη ο Ιωάννης και είπε· “τίποτε δεν ημπορεί να πάρη ο άνθρωπος εάν δεν του έχη δοθή από τον ουρανόν.

Ιω. 3,28             αὐτοὶ ὑμεῖς μοι μαρτυρεῖτε ὅτι εἶπον· οὐκ εἰμὶ ἐγὼ ὁ Χριστός, ἀλλ᾿ ὅτι ἀπεσταλμένος εἰμὶ ἔμπροσθεν ἐκείνου.

Ιω. 3,28                    Σεις, άλωστε, οι ίδιοι που με ηκούσατε, επιβεβαιώνετε ότι εγώ είπα· Δεν είμαι εγώ ο Χριστός, αλλ' ότι εγώ είμαι απεσταλμένος από τον Θεόν ενωρίτερα από εκείνον, δια να προπαρασκευάσω τους ανθρώπους.

Ιω. 3,29             ὁ ἔχων τὴν νύμφην νυμφίος ἐστίν· ὁ δὲ φίλος τοῦ νυμφίου, ὁ ἑστηκὼς καὶ ἀκούων αὐτοῦ, χαρᾷ χαίρει διὰ τὴν φωνὴν τοῦ νυμφίου. αὕτη οὖν ἡ χαρὰ ἡ ἐμὴ πεπλήρωται.

Ιω. 3,29                    Επειτα δε μη λησμονείτε ότι αυτός που έλαβε και έχει την νύμφην είναι ο νυμφίος, ο δε φίλος του νυμφίου, ο οποίος κατά τον γάμον στέκεται κοντά εις αυτόν και τον ακούει, χαίρει παρά πολύ δια τα λόγια, με τα οποία ο νυμφίος εκδηλώνει την χαράν του. Αυτή, λοιπόν, είναι η ιδική μου χαρά, να βλέπω τον νυμφίον ευχαριστημένον και η οποία χαρά μου είναι πλήρης και τελεία. (Ο Χριστός είναι ο νυμφίος, νύμφη η Εκκλησία. Χαίρω βαθύτατα, διότι βλέπω τους ανθρώπους, που θα ενταχθούν εις την Εκκλησίαν του, να τον ακολουθούν).

Ιω. 3,30             ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμὲ δὲ ἐλαττοῦσθαι.

Ιω. 3,30                     Εκείνος πρέπει να αυξάνη, εγώ δε, ο πρόδρομός του, να μικραίνω, ώστε όλοι πλέον να ακολουθούν εκείνον και όχι εμέ.

Ιω. 3,31             ὁ ἄνωθεν ἐρχόμενος ἐπάνω πάντων ἐστίν. ὁ ὢν ἐκ τῆς γῆς ἐκ τῆς γῆς ἐστι καὶ ἐκ τῆς γῆς λαλεῖ· ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐρχόμενος ἐπάνω πάντων ἐστί,

Ιω. 3,31                     Εκείνος που έρχεται από τον ουρανόν, δηλαδή ο Χριστός, είναι επάνω από όλους. Εκείνος δε που είναι από την γην, όπως είμαι εγώ, από γονείς που είναι επίσης της γης, ομιλεί περί του θελήματος και των έργων του Θεού, σαν άνθρωπος εκ της γης, δηλαδή ατελώς. Εκείνος όμως που έρχεται από τον ουρανόν είναι ανώτερος από όλους.

Ιω. 3,32             καὶ ὃ ἑώρακε καὶ ἤκουσε, τοῦτο μαρτυρεῖ, καὶ τὴν μαρτυρίαν αὐτοῦ οὐδεὶς λαμβάνει.

Ιω. 3,32                     Και αυτό που είδε και ήκουσε και το γνωρίζει άριστα και κάλλιστα, αυτό και με απόλυτον βεβαιότητα και σαφήνειαν κηρύσσει. Αλλά την μαρτυρίαν αυτού ολίγοι την δέχονται.

Ιω. 3,33             ὁ λαβὼν αὐτοῦ τὴν μαρτυρίαν ἐσφράγισεν ὅτι ὁ Θεὸς ἀληθής ἐστιν.

Ιω. 3,33                     Εκείνος δε που επίστευσε και εδέχθη αυτήν την διδασκαλίαν, αυτός έβαλε την σφραγίδα του και υπέγραψε με το όνομά του τους λόγους του Υιού και απεσταλμένου του Θεού και επεβεβαίωσε έτσι ότι ο Θεός είναι πάντοτε αληθινός.

Ιω. 3,34             ὃν γὰρ ἀπέστειλεν ὁ Θεός, τὰ ῥήματα τοῦ Θεοῦ λαλεῖ· οὐ γὰρ ἐκ μέτρου δίδωσιν ὁ Θεὸς τὸ Πνεῦμα.

Ιω. 3,34                     Και ότι αυτός, τον οποίον ο Θεός απέστειλε, δηλαδή ο Ιησούς Χριστός, διδάσκει το λόγια του Θεού αλάνθαστα και πλήρη, διότι ο Θεός δεν έδωσεν εις αυτόν περιωρισμένον τον φωτισμόν και την ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος, όπως στους προφήτας, αλλά έδωκεν εις αυτόν αυτό τούτο το Αγιον Πνεύμα.

Ιω. 3,35             ὁ πατὴρ ἀγαπᾷ τὸν υἱὸν καὶ πάντα δέδωκεν ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ.

Ιω. 3,35                     Και τούτο, διότι ο Πατήρ αγαπά τον Υιόν και από τότε που ο Υιός έγινε άνθρωπος του έχει δώσει όλα υπό την εξουσίαν του, ώστε και ως άνθρωπος να δύναται να ενεργή και να πράττη και να διαχειρίζεται τα πάντα προς σωτηρίαν των ανθρώπων.

Ιω. 3,36             ὁ πιστεύων εἰς τὸν υἱὸν ἔχει ζωὴν αἰώνιον· ὁ δὲ ἀπειθῶν τῷ υἱῷ οὐκ ὄψεται ζωήν, ἀλλ᾿ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ μένει ἐπ᾿ αὐτόν.

Ιω. 3,36                     Ετσι δε καθένας που πιστεύει στον Υιόν, έχει εξασφαλίσει την αιωνίαν ζωήν. Εκείνος δε που δεν πιστεύει και δεν υπακούει στον Υιόν, δεν θα ίδη την μακαρίαν ζωήν, αλλά η οργή του Θεού θα μένη συνεχώς επάνω του”.

 

 

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 4

 

Ιω. 4,1              Ὡς οὖν ἔγνω ὁ Κύριος ὅτι ἤκουσαν οἱ Φαρισαῖοι ὅτι Ἰησοῦς πλείονας μαθητὰς ποιεῖ καὶ βαπτίζει ἢ Ἰωάννης-

Ιω. 4,1                       Οταν, λοιπόν, έμαθε ο Κυριος ότι οι Φαρισαίοι επληροφορήθησαν, πως ο Ιησούς κάμνει και βαπτίζει περισσοτέρους μαθητάς παρά ο Ιωάννης

Ιω. 4,2              καίτοιγε Ἰησοῦς αὐτὸς οὐκ ἐβάπτιζεν, ἀλλ᾿ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ-

Ιω. 4,2                       -αν και ο ίδιος ο Ιησούς δεν εβάπτιζεν, αλλά οι μαθηταί του εβάπτιζαν-

Ιω. 4,3              ἀφῆκε τὴν Ἰουδαίαν καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν.

Ιω. 4,3                       εγκατέλειψε την Ιουδαίαν και ανεχώρησε δια την Γαλιλαίαν.

Ιω. 4,4              Ἔδει δὲ αὐτὸν διέρχεσθαι διὰ τῆς Σαμαρείας.

Ιω. 4,4                       Επρεπε δε να περάση δια μέσου της Σαμαρείας.

Ιω. 4,5              ἔρχεται οὖν εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον τοῦ χωρίου ὃ ἔδωκεν Ἰακὼβ Ἰωσὴφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ·

Ιω. 4,5                       Ερχεται, λοιπόν, εις πόλιν της Σαμαρείας, η οποία ελέγετο Συχάρ, πλησίον στο μέρος που είχε δώσει ο Ιακώβ στον υιόν του τον Ιωσήφ.

Ιω. 4,6              ἦν δὲ ἐκεῖ πηγὴ τοῦ Ἰακώβ. ὁ οὖν Ἰησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ· ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη.

Ιω. 4,6                       Υπήρχε δε εκεί το πηγάδι του Ιακώβ. Ο Ιησούς, λοιπόν, κουρασμένος καθώς ήτο από την οδοιπορίαν, εκάθισε με απλότητα κοντά στο πηγάδι. Η ώρα δε ήτο εξ από την ανατολήν του ηλίου, δηλαδή δώδεκα μεσημέρι.

Ιω. 4,7              ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ. λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· δός μοι πιεῖν.

Ιω. 4,7                       Την ώραν εκείνην έρχεται μία γυναίκα από την Σαμάρειαν, να βγάλη νερό. Της είπε ο Ιησούς· “δος μου να πιώ”.

Ιω. 4,8              οἱ γὰρ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπεληλύθεισαν εἰς τὴν πόλιν ἵνα τροφὰς ἀγοράσωσι.

Ιω. 4,8                       Διότι οι μαθηταί του, που θα εφρόντιζαν να βγάλουν νερό από το πηγάδι, είχαν υπάγει εις την πόλιν, δια να αγοράσουν τροφάς.

Ιω. 4,9              λέγει οὖν αὐτῷ ἡ γυνὴ ἡ Σαμαρεῖτις· πῶς σὺ Ἰουδαῖος ὢν παρ᾿ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικὸς Σαμαρείτιδος; οὐ γὰρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις.

Ιω. 4,9                       Λεγει τότε εις αυτόν η Σαμαρείτις· “πως συ, που είσαι Ιουδαίος, ζητείς νερό να πιής από εμέ, η οποία είμαι Σαμαρείτισσα;” Είπε δε αυτό, διότι οι Ιουδαίοι εμισούσαν και απεστρέφοντο τους Σαμαρείτας και δεν ήθελαν να έχουν καμμίαν επικοινωνίαν και σχέσιν με αυτούς.

Ιω. 4,10             ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν.

Ιω. 4,10                     Απήντησεν ο Ιησούς και της είπε· “εάν εγνώριζες την δωρεάν, την οποίαν ο Θεός δίδει στους ανθρώπους, και ποιός είναι αυτός που σου λέγει, δος μου να πιώ, συ θα εζητούσες από αυτόν και θα σου έδιδε πηγαίο νερό, που δεν στειρεύει ποτέ (τας ανεκτιμήτους δωρεάς του Αγίου Πνεύματος, που καθαρίζουν, δροσίζουν και ζωογονούν την ψυχήν και την κάμνουν να ανθίζη και να καρποφορή τον πλούτον των αρετών και των καλών έργων, τους πολυτίμους και ευαρέστους στον Θεόν πνευματικούς καρπούς)”.

Ιω. 4,11             λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ· πόθεν οὖν ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν;

Ιω. 4,11                      Λεγει εις αυτόν η γυναίκα· “Κυριε, ούτε δοχείον έχεις, δια να βγάλης νερό, και το πηγάδι είναι βαθύ. Από που λοιπόν έχεις, και μάλιστα την ώρα αυτήν, το δροσερό νερό;

Ιω. 4,12             μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἰακώβ, ὃς ἔδωκεν ἡμῖν τὸ φρέαρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιε καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ τὰ θρέμματα αὐτοῦ;

Ιω. 4,12                     Μηπως συ είσαι ανώτερος από τον πατέρα μας τον Ιακώβ, ο οποίος έδωκε το πηγάδι εις ημάς, και από το νερό του οποίου έπιε και αυτός και τα παιδιά του και όλα τα ζώα που έβοσκε;”

Ιω. 4,13             ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν·

Ιω. 4,13                     Απήντησεν ο Ιησούς και της είπε· “καθένας, που πίνει από το νερό αυτό, θα διψάση πάλιν.

Ιω. 4,14             ὃς δι᾿ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον.

Ιω. 4,14                     Εκείνος όμως που θα πιή από το νερό, το οποίον εγώ θα του δώσω, δεν θα διψάση ποτέ, αλλά το νερό, που εγώ θα του δώσω, θα μεταβληθή μέσα του εις αστείρευτον πηγήν πνευματικού ύδατος, που θα αναβλύζη πάντοτε και θα του χαρίζη αιωνίαν ζωήν”.

Ιω. 4,15             λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυνή· Κύριε, δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ μηδὲ ἔρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν.

Ιω. 4,15                     Λεγει προς αυτόν η γυναίκα· “Κυριε, δος μου αυτό το νερό, για να μη διψώ και να μη έρχωμαι εδώ, να βγάζω νερό”.

Ιω. 4,16             λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ὕπαγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθὲ ἐνθάδε.

Ιω. 4,16                     Τοτε είπε προς αυτήν ο Ιησούς· “πήγαινε, φώναξε τον άνδρα σου και έλα εδώ μαζή με αυτόν”.

Ιω. 4,17             ἀπεκρίθη ἡ γυνὴ καὶ εἶπεν· οὐκ ἔχω ἄνδρα. λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· καλῶς εἶπας ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω·

Ιω. 4,17                     Απεκρίθη η γυναίκα και είπε· “δεν έχω άνδρα”. Λεγει εις αυτήν ο Ιησούς· “καλά είπες ότι, δεν έχω άνδρα.

Ιω. 4,18             πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦτο ἀληθὲς εἴρηκας.

Ιω. 4,18                     Διότι πέντε συζύγους τον ένα κατόπιν του άλλου επήρες και τώρα αυτόν που έχεις δεν είναι νόμιμος σύζυγός σου· τούτο που είπες αληθινό είναι”.

Ιω. 4,19             λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ.

Ιω. 4,19                     Λεγει εις αυτόν η γυναίκα· “Κυριε, από όσα μου εφανέρωσες, βλέπω ότι συ είσαι προφήτης. Θα επωφεληθώ από αυτήν την ευκαιρίαν να σε ρωτήσω δι' ένα πολύ σοβαρόν θρησκευτικόν ζήτημα.

Ιω. 4,20             οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν· καὶ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν Ἱεροσολύμοις ἐστὶν ὁ τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν.

Ιω. 4,20                    Οι πατέρες μας ελάτρευσαν τον Θεόν στούτο εδώ το όρος, το Γαριζίν. Σεις όμως οι Ιουδαίοι λέγετε ότι εις τα Ιεροσόλυμα είναι ο τόπος, όπου πρέπει να λατρεύωμεν τον Θεόν”.

Ιω. 4,21             λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· γύναι, πίστευσόν μοι ὅτι ἔρχεται ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν Ἱεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ πατρί.

Ιω. 4,21                     Λεγει εις αυτήν ο Ιησούς· “πίστευσέ με, γυναίκα, ότι έρχεται πολύ σύντομα καιρός, που ούτε στο όρος τούτο ούτε εις τα Ιεροσόλυμα μόνον θα λατρεύσετε τον ουράνιον Πατέρα.

Ιω. 4,22             ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν.

Ιω. 4,22                    Σεις οι Σαμαρείται, που έχετε απορρίψει τα περισσότερα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, προσκυνείτε εκείνο, το οποίον πολύ ολίγον γνωρίζετε. Ημείς οι Ιουδαίοι προσκυνούμεν εκείνο που περισσότερον από σας και από τους άλλους λαούς γνωρίζομεν. Διότι ο Μεσσίας, ο οποίος θα δώση την σωτηρίαν εις όλους τους λαούς, προέρχεται από τους Ιουδαίου.

Ιω. 4,23             ἀλλ᾿ ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν.

Ιω. 4,23                    Αλλά έρχεται πλέον ώρα, και μάλιστα τώρα ήλθε, οπότε οι γνήσιοι και πραγματικοί προσκυνηταί θα τιμήσουν και θα λατρεύσουν τον ουράνιον Πατέρα με το φωτισμένον και καθαρόν πλέον πνεύμα των και με λατρείαν όχι τυπικήν και συμβολικήν, αλλά αληθινήν και σαφή. Διότι και ο Πατήρ ζητεί τέτοιοι να είναι, φωτισμένοι τον νουν και καθαροί κατά την καρδίαν, αυτοί που θα τον λατρεύουν.

Ιω. 4,24             πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν.

Ιω. 4,24                    Ο Θεός είναι Πνεύμα, πανυπερτέλειον και πανταχού παρόν και δεν κατοικεί εις ωρισμένους μόνον τόπους. Και εκείνοι, οι οποίοι τον λατρεύουν πρέπει να τον προσκυνούν με όλην των την ψυχήν, με αφωσιωμένην την καρδίαν και την διάνοιάν των εις αυτόν, με φωτισμένην και αληθινήν γνώσιν περί αυτού και της λατρείας, που του ταιριάζει”.

Ιω. 4,25             λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα.

Ιω. 4,25                    Λεγει προς αυτόν η γυναίκα· “γνωρίζω ότι έρχεται ο Μεσσίας, που ελληνικά λέγεται Χριστός. Οταν έλθη εκείνος, θα μας τα αναγγείλη όλα”.

Ιω. 4,26             λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι ὁ λαλῶν σοι.

Ιω. 4,26                    Λεγει εις αυτήν ο Ιησούς· “εγώ είμαι ο Χριστός, ο οποίος αυτήν την στιγμήν σου ομιλώ”.

Ιω. 4,27             καὶ ἐπὶ τούτῳ ἦλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐθαύμασαν ὅτι μετὰ γυναικὸς ἐλάλει· οὐδεὶς μέντοι εἶπε, τί ζητεῖς ἢ τί λαλεῖς μετ᾿ αὐτῆς;

Ιω. 4,27                    Και αυτήν ακριβώς την ώρα ήλθαν οι μαθηταί του και ηπόρησαν, διότι ο διδάσκαλός των συνωμιλούσε με γυναίκα εις δημόσιον τόπον (πράγμα το οποίον απηγόρευαν οι ραββίνοι των Ιουδαίων). Αλλά κανείς δεν είπε· τι ζητείς από αυτήν η δια ποίον θέμα συζητείς μαζή της.

Ιω. 4,28             Ἀφῆκεν οὖν τὴν ὑδρίαν αὐτῆς ἡ γυνὴ καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις·

Ιω. 4,28                    Η δε γυναίκα αφήκε από την μεγάλην της συγκίνησιν την στάμνα της στο πηγάδι και έφυγε δια την πόλιν, όπου και είπεν στους ανθρώπους·

Ιω. 4,29             δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον ὃς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα· μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός;

Ιω. 4,29                    “ελάτε να ιδήτε ένα άνθρωπον, ο οποίος μου είπε όλα όσα έχω κάμει. Μηπως αυτός είναι ο Χριστός;”

Ιω. 4,30             ἐξῆλθον οὖν ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτόν.

Ιω. 4,30                    Εβγήκαν, λοιπόν, από την πόλιν οι άνθρωποι και ήρχοντο προς αυτόν.

Ιω. 4,31             Ἐν δὲ τῷ μεταξὺ ἠρώτων αὐτὸν οἱ μαθηταὶ λέγοντες· ῥαββί, φάγε.

Ιω. 4,31                     Εν τω μεταξύ οι μαθηταί παρακαλούσαν τον διδάσκαλον και έλεγαν· “ραββί, φάγε”.

Ιω. 4,32             ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐγὼ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἣν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε.

Ιω. 4,32                    Αυτός δε απορροφημένος από το υψηλόν πνευματικόν έργον του και αδιάφορος δια το υλικόν φάγητον, τους είπε· “εγώ έχω φάγητον να φάγω, που σεις δεν το ξέρετε”.

Ιω. 4,33             ἔλεγον οὖν οἱ μαθηταὶ πρὸς ἀλλήλους· μή τις ἤνεγκεν αὐτῷ φαγεῖν;

Ιω. 4,33                     Ελεγαν τότε μεταξύ των οι μαθηταί· “μήπως του έφερε κανείς να φάγη;”

Ιω. 4,34             λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με καὶ τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον.

Ιω. 4,34                    Λεγει εις αυτούς ο Ιησούς· “ιδικόν μου πολυτιμότατον φαγητόν είναι να πράττω το θέλημα Εκείνου, ο οποίος με έστειλε και να αποπερατώσω στον τέλειον βαθμόν και με τον τέλειον τρόπον το έργον του, δηλαδή την σωτηρία των ανθρώπων.

Ιω. 4,35             οὐχ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἔτι τετράμηνός ἐστι καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται; ἰδοὺ λέγω ὑμῖν, ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμὸν ἤδη.

Ιω. 4,35                     Δεν λέγετε σεις, ότι τετράμηνος είναι ακόμη και ο θερισμός έρχεται; Εκτός όμως από τον υλικόν θερισμόν, υπάρχει και ο πνευματικός. Ιδού σας λέγω, σηκώσατε τα μάτια σας και κυττάξατε τους Σαμαρείτας, που έρχονται, και τας άλλας χώρας και θα ιδήτε ότι είναι έτοιμοι πλέον δια τον θερισμόν, όπως, όταν από πράσινα σιτηρά ωριμάσουν και φαίνωνται λευκά τα στάχυα, είναι έτοιμα προς θερισμόν.

Ιω. 4,36             καὶ ὁ θερίζων μισθὸν λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἵνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρῃ καὶ ὁ θερίζων.

Ιω. 4,36                    Και εκείνος, που θερίζει στον πνευματικόν αυτόν αγρόν, παίρνει τον μισθόν του και χαίρει, διότι προσκαλεί και συγκεντρώνει τους ανθρώπους δια την αιώνιον ζωήν. Ετσι και εις την πνευματικήν καλλιέργειαν και εκείνος που σπείρει, δηλαδή εγώ, χαίρει, όπως επίσης χαίρετε και σεις που θα θερίσετε.

Ιω. 4,37             ἐν γὰρ τούτῳ ὁ λόγος ἐστὶν ὁ ἀληθινός, ὅτι ἄλλος ἐστὶν ὁ σπείρων καὶ ἄλλος ὁ θερίζων.

Ιω. 4,37                     Και εις την περίστασιν αυτήν εφαρμόζεται η αληθινή παροιμία, που λέγει ότι άλλος έχει σπείρει και άλλος θερίζει. Εγώ έσπειρα, σεις και οι διάδοχοί σας θα θερίσετε.

Ιω. 4,38             ἐγὼ ἀπέστειλα ὑμᾶς θερίζειν ὃ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε· ἄλλοι κεκοπιάκασι, καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθατε.

Ιω. 4,38                    Εγώ σας έστειλα δια να θερίσετε εκείνο, δια το οποίον σεις δεν έχετε κοπιάσει. Αλλοι, εγώ και οι προ εμού προφήται, εκοπίασαν, και σεις έχετε εισέλθει στους κόπους των, δια να θερίσετε.

Ιω. 4,39             Ἐκ δὲ τῆς πόλεως ἐκείνης πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν τῶν Σαμαρειτῶν διὰ τὸν λόγον τῆς γυναικός, μαρτυρούσης ὅτι εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα.

Ιω. 4,39                    Από δε την πόλιν εκείνην πολλοί Σαμαρείται επίστευσαν εις αυτόν από τα λόγια της γυναικός εκείνης, που επεβεβαίωνε ότι μου είπε όλα όσα έκανα.

Ιω. 4,40             ὡς οὖν ἦλθον πρὸς αὐτὸν οἱ Σαμαρεῖται, ἠρώτων αὐτὸν μεῖναι παρ᾿ αὐτοῖς· καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας.

Ιω. 4,40                    Οταν, λοιπόν, ήλθον εις αυτόν οι Σαμαρείται, τον παρακαλούσαν να μείνη μαζή τους· και έμεινε εκεί δύο ημέρας.

Ιω. 4,41             καὶ πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ,

Ιω. 4,41                     Και από την διδασκαλίαν, που τους έκαμε, επίστευσαν πολύ περισσότεροι εις αυτόν.

Ιω. 4,42             τῇ τε γυναικὶ ἔλεγον ὅτι οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν· αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν, καὶ οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός.

Ιω. 4,42                    Και εις την γυναίκα έλεγαν ότι “στον Ιησούν δεν πιστεύομεν πλέον από όσα συ μας είπες περί αυτού, αλλά διότι ημείς, οι ίδιοι τον έχομεν ακούσει και γνωρίζομεν καλά ότι πράγματι αυτός είναι ο Σωτήρ του κόσμου, ο Χριστός”.

Ιω. 4,43             Μετὰ δὲ τὰς δύο ἡμέρας ἐξῆλθεν ἐκεῖθεν καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν.

Ιω. 4,43                    Υστερα δε από τας δύο αυτάς ημέρας ανεχώρησεν ο Ιησούς από εκεί και επήγεν εις την Γαλιλαίαν.

Ιω. 4,44             αὐτὸς γὰρ ὁ Ἰησοῦς ἐμαρτύρησεν ὅτι προφήτης ἐν τῇ ἰδίᾳ πατρίδι τιμὴν οὐκ ἔχει.

Ιω. 4,44                    Απέφευγε δε να μεταβή εις την Ναζαρέτ, που εθεωρείτο ιδιαιτέρα του πατρίς, διότι ο ίδιος ο Ιησούς είχε διαβεβαιώσει ότι κανείς προφήτης δεν τιμάται εις την πατρίδα του.

Ιω. 4,45             ὅτε οὖν ἦλθεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ἐδέξαντο αὐτὸν οἱ Γαλιλαῖοι, πάντα ἑωρακότες ἃ ἐποίησεν ἐν Ἱεροσολύμοις ἐν τῇ ἑορτῇ· καὶ αὐτοὶ γὰρ ἦλθον εἰς τὴν ἑορτήν.

Ιω. 4,45                    Οταν, λοιπόν, ήλθεν εις την Γαλιλαίαν, τον υπεδέχθησαν οι Γαλιλαίοι, διότι είχαν ίδει όλα τα θαύματα, που έκανε εις τα Ιεροσόλυμα κατά την εορτήν του Πασχα. Διότι και αυτοί είχαν έλθει εις την εορτήν.

Ιω. 4,46             Ἦλθεν οὖν πάλιν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, ὅπου ἐποίησε τὸ ὕδωρ οἶνον. καὶ ἦν τις βασιλικός, οὗ ὁ υἱὸς ἠσθένει ἐν Καπερναούμ·

Ιω. 4,46                    Ηλθε, λοιπόν, πάλιν ο Ιησούς εις την Κανά της Γαλιλαίας, όπου είχε μεταβάλει το νερό εις κρασί. Υπήρχε δε εκεί κάποιος αυλικός του βασιλέως Ηρώδου, του οποίου το παιδί εις την Καπερναούμ ήτο άρρωστον.

Ιω. 4,47             οὗτος ἀκούσας ὅτι Ἰησοῦς ἥκει ἐκ τῆς Ἰουδαίας εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ἀπῆλθε πρὸς αὐτὸν καὶ ἠρώτα αὐτὸν ἵνα καταβῇ καὶ ἰάσηται αὐτοῦ τὸν υἱὸν· ἤμελλε γὰρ ἀποθνήσκειν.

Ιω. 4,47                    Αυτός, όταν ήκουσε ότι ο Ιησούς είχεν έλθει από την Ιουδαίαν εις την Γαλιλαίαν, έφυγε από την Καπερναούμ, ήλθε προς τον Ιησούν και τον παρακαλούσε να κατεβή από την Κανά εις την Καπερναούμ και να θεραπεύση το παιδί του· διότι αυτό εκινδύνευε να αποθάνη.

Ιω. 4,48             εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς πρὸς αὐτόν· ἐὰν μὴ σημεῖα καὶ τέρατα ἴδητε, οὐ μὴ πιστεύσητε.

Ιω. 4,48                    Είπε, λοιπόν, ο Ιησούς προς αυτόν· “εάν δεν ίδετε θαύματα μεγάλα και παράδοξα έξω από τους φυσικούς νόμους, δεν θα πιστεύσετε”.

Ιω. 4,49             λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ βασιλικός· Κύριε, κατάβηθι πρὶν ἀποθανεῖν τὸ παιδίον μου.

Ιω. 4,49                    Λεγει προς αυτόν ο βασιλικός· “Κυριε, σε παρακαλώ, κατέβα γρήγορα εις την Καπερναούμ πριν πεθάνη το παιδί μου”.

Ιω. 4,50             λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· πορεύου· ὁ υἱός σου ζῇ. καὶ ἐπίστευσεν ὁ ἄνθρωπος τῷ λόγῳ ᾧ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐπορεύετο.

Ιω. 4,50                    Λεγει εις αυτόν ο Ιησούς· “πήγαινε, το παιδί σου ζη και είναι καλά”. Και επίστευσεν ο άνθρωπος στον λόγον, που του είπεν ο Ιησούς, και επέστρεψε ειρηνικός και χαρούμενος εις την Καπερναούμ.

Ιω. 4,51             ἤδη δὲ αὐτοῦ καταβαίνοντος οἱ δοῦλοι αὐτοῦ ἀπήντησαν αὐτῷ καὶ ἀπήγγειλαν λέγοντες ὅτι ὁ παῖς σου ζῇ.

Ιω. 4,51                     Ενώ δε αυτός κατέβαινε προς την πόλιν, τον προϋπήντησαν οι δούλοι του και του ανήγγειλαν ότι “το παιδί σου ζη”.

Ιω. 4,52             ἐπύθετο οὖν παρ᾿ αὐτῶν τὴν ὥραν ἐν ᾗ κομψότερον ἔσχε. καὶ εἶπον αὐτῷ ὅτι χθὲς ὥραν ἑβδόμην ἀφῆκεν αὐτὸν ὁ πυρετός.

Ιω. 4,52                    Εζήτησε τότε από αυτούς να πληροφορηθή, ποίαν ώραν το παιδί του επήρε το καλύτερον και εκείνοι του είπαν ότι, χθες κατά την εβδόμην ώραν, δηλαδή την μίαν μετά το μεσημέρι το αφήκεν εντελώς ο πυρετός.

Ιω. 4,53             ἔγνω οὖν ὁ πατὴρ ὅτι ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ ἐν ᾗ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ὁ υἱός σου ζῇ· καὶ ἐπίστευσεν αὐτὸς καὶ ἡ οἰκία αὐτοῦ ὅλη.

Ιω. 4,53                     Εκατάλαβε, λοιπόν, ο πατέρας ότι το παιδί του έγινε καλά κατά την ώρα ακριβώς που ο Ιησούς του είχεν είπει ότι ο υιός σου ζη.

Ιω. 4,54             Τοῦτο πάλιν δεύτερον σημεῖον ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐλθὼν ἐκ τῆς Ἰουδαίας εἰς τὴν Γαλιλαίαν.

Ιω. 4,54                    Αυτό πάλιν ήτο το δεύτερον θαύμα που έκαμεν ο Ιησούς (το πρώτον ήτο η μεταβολή του ύδατος εις οίνον κατά τον γάμον της Κανά) όταν ήλθεν από την Ιουδαίαν εις την Γαλιλαίαν.

 

 

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 5

 

Ιω. 5,1              Μετὰ ταῦτα ἦν ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων, καὶ ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα.

Ιω. 5,1                        Επειτα από αυτά ήλθεν η εορτή των Ιουδαίων και ανέβη ο Ιησούς εις τα Ιεροσόλυμα.

Ιω. 5,2              ἔστι δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἐπὶ τῇ προβατικῇ κολυμβήθρᾳ, ἡ ἐπιλεγομένη ἑβραϊστὶ Βηθεσδά, πέντε στοὰς ἔχουσα.

Ιω. 5,2                       Εκεί δε εις τα Ιεροσόλυμα, κοντά εις την προβατικήν πύλην του τείχους, υπήρχε μία δεξαμενή νερού, η οποία εις την Εβραϊκήν γλώσσαν είχε το όνομα Βηθεσθά. Γυρω από αυτήν ήσαν και πέντε υπόστεγα.

Ιω. 5,3              ἐν ταύταις κατέκειτο πλῆθος πολὺ τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὕδατος κίνησιν.

Ιω. 5,3                       Εις αυτά τα υπόστεγα ευρίσκετο πολύ πλήθος από αρρώστους, τυφλοί, χωλοί, άνθρωποι με ακίνητο και σαν ξερό κάποιο μέλος του σώματός των και οι οποίοι όλοι επερίμεναν να κινηθή το νερό.

Ιω. 5,4              ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐταράσσετο τὸ ὕδωρ· ὁ οὖν πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο ᾧ δήποτε κατείχετο νοσήματι.

Ιω. 5,4                       Διότι κατά καιρούς κατέβαινε άγγελος εις αυτήν την κολυβήθρα και ανεταράσσετο το νερό. Ο πρώτος, λοιπόν, που θα έμπαινε μετά την ταραχήν του νερού, εθεραπεύετο, από οποιοδήποτε νόσημα και αν κατείχετο.

Ιω. 5,5              ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ.

Ιω. 5,5                       Υπήρχε δε εκεί ένας άνθρωπος, ο οποίος ήτο ασθενής τριάντα οκτώ χρόνια.

Ιω. 5,6              τοῦτον ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ· θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;

Ιω. 5,6                       Οταν τον είδε ο Ιησούς να κατάκειται, και σαν Θεός που ήτο εγνώρισε ότι πολύν καιρόν είναι άρρωστος, του λέγει· “θέλεις να γίνης υγιής;”

Ιω. 5,7              ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει.

Ιω. 5,7                       Απεκρίθη ο ασθενής· “θέλω, Κυριε, αλλά δεν έχω άνθρωπον, ώστε όταν ταραχθή το νερό νε με ρίψη εις την κολυμβήθραν. Ενώ δε εγώ σύρομαι προς αυτήν, άλλος πριν από μένα κατεβαίνει εις την κολυμβήθραν”.

Ιω. 5,8              λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει.

Ιω. 5,8                       Λεγει εις αυτόν ο Ιησούς· “σήκω επάνω, πάρε το κραββάτι σου και περιπάτει”.

Ιω. 5,9              καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦρε τὸν κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει. ἦν δὲ σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ.

Ιω. 5,9                       Και αμέσως έγινε υγιής ο άνθρωπος, επήρε το κρεββάτι του και ήρχισε να περιπατή, όπως όλοι οι υγιείς. Ητο δε Σαββατον κατά την ημέραν εκείνην.

Ιω. 5,10             ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ· σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράβαττον.

Ιω. 5,10                     Ελεγαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι στον θεραπευθέντα· “σήμερα είναι Σαββατον. Και δεν σου επιτρέπεται να σηκώνης το κρεββάτι σου”.

Ιω. 5,11             ἀπεκρίθη αὐτοῖς· ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει.

Ιω. 5,11                      Απήντησε εις αυτούς· “εκείνος, που με θαύμα μου έδωσε την υγείαν μου, μου είπε· Παρε το κρεββάτι σου, και περιπάτει”.

Ιω. 5,12             ἠρώτησαν οὖν αὐτόν· τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει;

Ιω. 5,12                     Ηρώτησαν, λοιπόν, αυτόν· “ποίος είναι ο άνθρωπος, που σου είπε· “πάρε το κρεββάτι σου και περιπάτει;”

Ιω. 5,13             ὁ δὲ ἰαθεὶς οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν· ὁ γὰρ Ἰησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ.

Ιω. 5,13                     Ο θεραπευθείς όμως δεν εγνώριζε ποιός είναι, διότι ο Ιησούς είχε απομακρυνθή μέσα στον όχλον, που ευρίσκετο στον τόπον εκείνον.

Ιω. 5,14             μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται.

Ιω. 5,14                     Επειτα από αυτά τον ευρήκε ο Ιησούς εις την αυλήν του ναού και του είπε· “πρόσεξε· έγινες υγιής· μην αμαρτάνης πλέον, δια να μη σου συμβή κάτι το χειρότερον”.

Ιω. 5,15             ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ.

Ιω. 5,15                     Εφυγε τότε ο άνθρωπος από τον ναόν, επήγε στους Ιουδαίους και τους ανήγγειλε, ότι αυτός που τον έκαμε υγιή είναι ο Ιησούς. (Θα έπρεπε από λόγους και μόνον ευγνωμοσύνης να είχε κινηθή ο τέως παράλυτος, δια να γνωστοποιήση στους Ιουδαίους, ότι ο Ιησούς του είχε δώσει την υγείαν ).

Ιω. 5,16             Καὶ διὰ τοῦτο ἐδίωκον τὸν Ἰησοῦν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ἐζήτουν αὐτὸν ἀποκτεῖναι, ὅτι ταῦτα ἐποίει ἐν σαββάτῳ.

Ιω. 5,16                     Και δι' αυτό οι Ιουδαίοι κατεδίωκαν τον Ιησούν και εζητούσαν να τον φονεύσουν, διότι αυτά τα θαύματα τα έκαμνε κατά την ημέραν του Σαββάτου.

Ιω. 5,17             ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίνατο αὐτοῖς· ὁ πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγὼ ἐργάζομαι.

Ιω. 5,17                     Ο Ιησούς όμως απεκρίθη στους Ιουδαίους, που αυτά εκέπτοντο εναντίον του· “ο Πατήρ μου εργάζεται ακατάπαυστα έως τώρα (διότι δεν εδημιούργησε μόνον αλλά και κυβερνά τον κόσμον). Και εγώ ο Υιός του εργάζομαι συνεχώς δια την σωτηρίαν των ανθρώπων (χωρίς να διακόπτω το έργον μου ούτε και το Σαββατον)”.

Ιω. 5,18             διὰ τοῦτο οὖν μᾶλλον ἐζήτουν αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι ἀποκτεῖναι, ὅτι οὐ μόνον ἔλυε τὸ σάββατον, ἀλλὰ καὶ πατέρα ἴδιον ἔλεγε τὸν Θεόν, ἴσον ἑαυτὸν ποιῶν τῷ Θεῷ.

Ιω. 5,18                     Δι' αυτά τα λόγια που ήκουσαν εζητούσαν ακόμη περισσότερον οι Ιουδαίοι να τον φονεύσουν, διότι όχι μόνον κατέλυε την αργίαν του Σαββάτου, αλλά και έλεγε ότι έχει ιδικόν του, κατά ένα αποκλειστικόν και μοναδικόν τρόπον, Πατέρα τον Θεόν και έκαμνε τον ευατόν του ίσον με τον Θεόν.

Ιω. 5,19             ἀπεκρίνατο οὖν ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ δύναται ὁ υἱὸς ποιεῖν ἀφ᾿ ἑαυτοῦ οὐδέν, ἐὰν μή τι βλέπῃ τὸν πατέρα ποιοῦντα· ἃ γὰρ ἂν ἐκεῖνος ποιῇ, ταῦτα καὶ ὁ υἱὸς ὁμοίως ποιεῖ.

Ιω. 5,19                     Απεκρίθη τότε ο Ιησούς και τους είπε· “σας διαβεβαιώνω, ότι δεν ημπορεί ο Υιός να πράττη από τον ευατόν του τίποτε, εάν δεν βλέπη τον Πατέρα να πράττη. Υπάρχει απόλυτος ομοφωνία μεταξύ Πατρός και Υιού, διότι εκείνα που ενεργεί ο Πατήρ, κατά τον αυτόν τρόπον, τα ίδια πράττει και ο Υιός.

Ιω. 5,20             ὁ γὰρ πατὴρ φιλεῖ τὸν υἱὸν καὶ πάντα δείκνυσιν αὐτῷ ἃ αὐτὸς ποιεῖ, καὶ μείζονα τούτων δείξει αὐτῷ ἔργα, ἵνα ὑμεῖς θαυμάζητε.

Ιω. 5,20                    Διότι ο Πατήρ αγαπά τον Υιόν και φανερώνει εις αυτόν πλήρως και τελείως όλα όσα πράττει στον ουρανό και την γην. Και του δίδει το δικαίωμα τα ίδια και αυτός να πράττη. Και θα του φανερώση ακόμη μεγαλύτερα και σπουδαιότερα από αυτά, που έως τώρα είδατε, δια να θαυμάζετε και σεις ακόμη, που μένετε εις την απιστίαν σας.

Ιω. 5,21             ὥσπερ γὰρ ὁ πατὴρ ἐγείρει τοὺς νεκροὺς καὶ ζωοποιεῖ, οὕτω καὶ ὁ υἱὸς οὓς θέλει ζωοποιεῖ.

Ιω. 5,21                     Διότι, όπως ο Πατήρ ανασταίνει τους νεκρούς και τους δίδει ζωήν, έτσι και ο Υιός έχει απεριόριστον εξουσίαν να δίδη ζωήν εις οποίον θέλει και κρίνει άξιον.

Ιω. 5,22             οὐδὲ γὰρ ὁ πατὴρ κρίνει οὐδένα, ἀλλὰ τὴν κρίσιν πᾶσαν δέδωκε τῷ υἱῷ,

Ιω. 5,22                    Εχει δε ακόμη το δικαίωμα ο Υιός να κρίνη τους πάντας, διότι ο Πατήρ δεν κρίνει και δεν δικάζει κανένα, αλλά όλην την εξουσίαν της κρίσεως την έχει δώσει στον Υιόν.

Ιω. 5,23             ἵνα πάντες τιμῶσι τὸν υἱόν, καθὼς τιμῶσι τὸν πατέρα. ὁ μὴ τιμῶν τὸν υἱὸν οὐ τιμᾷ τὸν πατέρα τὸν πέμψαντα αὐτόν.

Ιω. 5,23                     Και έδωκεν όλα αυτά στον Υιόν, δια να τιμούν και προσκυνούν τον Υιόν όλοι, όπως τιμούν και προσκυνούν τον Πατέρα. Εκείνος που δεν τιμά τον Υιόν, δεν τιμά ούτε τον Πατέρα, ο οποίος τον έστειλεν στον κόσμον.

Ιω. 5,24             ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν.

Ιω. 5,24                    Σας διαβεβαιώνω, ότι εκείνος ο οποίος ακούει την διδασκαλίαν μου και πιστεύει στον Πατέρα, που με έστειλε, αυτός έχει κερδήσει την αιώνιον ζωήν και δεν θα περάση από δίκην και κρίσιν, αλλά έχει μεταβή πλέον από τον πνευματικόν θάνατον της αμαρτίας εις την αιώνιον ζωήν.

Ιω. 5,25             ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ νεκροὶ ἀκούσονται τῆς φωνῆς τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ ἀκούσαντες ζήσονται·

Ιω. 5,25                     Αληθώς σας λέγω, ότι έρχεται ώρα, και η ώρα αυτή είναι τώρα, που οι νεκροί πνευματικώς άνθρωποι θα ακούσουν την διδασκαλίαν του Υιού του θεού και όσοι θα την ακούσουν και θα την δεχθούν, θα ζήσουν εις αιώνας αιώνων πλησίον του Θεού.

Ιω. 5 ,26            ὥσπερ γὰρ ὁ πατὴρ ἔχει ζωὴν ἐν ἑαυτῷ, οὕτως ἔδωκε καὶ τῷ υἱῷ ζωὴν ἔχειν ἐν ἑαυτῷ·

Ιω. 5,26                    Διότι όπως ο Πατήρ έχει αιωνίως ζωήν μέσα του και είναι η ζωή και η πηγή της ζωής, έτσι έδωκε και στον Υιόν του, που έγινε άνθρωπος, και αυτό το μοναδικόν μέσα εις όλην την άλλην δημιουργίαν προσόν, να έχη ζωήν μέσα του και να μεταδίδη ζωήν στους άλλους.

Ιω. 5,27             καὶ ἐξουσίαν ἔδωκεν αὐτῷ καὶ κρίσιν ποιεῖν, ὅτι υἱὸς ἀνθρώπου ἐστί.

Ιω. 5,27                     Και του έδωκε ακόμη την εξουσίαν να κρίνη και να δικάζη τους ανθρώπους. Διότι αυτός ο μονογενής υιός του έλαβε σάρκα και έγινε άνθρωπος.

Ιω. 5,28             μὴ θαυμάζετε τοῦτο· ὅτι ἔρχεται ὥρα ἐν ᾗ πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς αὐτοῦ,

Ιω. 5,28                    Μη θαυμάζετε δι' αυτό που σας είπα. Θα συμβούν και άλλα πολύ περισσότερον αξιοθαύμαστα, διότι έρχεται ώρα, που όλοι οι νεκροί, οι οποίοι ευρίσκονται θαμμένοι εις τα μνημεία, θα ακούσουν την φωνήν του Θεού.

Ιω. 5,29             καὶ ἐκπορεύσονται οἱ τὰ ἀγαθὰ ποιήσαντες εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, οἱ δὲ τὰ φαῦλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως.

Ιω. 5,29                    Και θα αναστηθούν και θα βγουν από τα μνημεία· και όσοι μεν κατά την επίγειον ζωήν των έπραξαν τα αγαθά, θα αναστηθούν δια να απολαύσουν την αιωνίαν και μακαρίαν ζωήν. Οσοι όμως έπραξαν τα κακά, θα αναστηθούν, δια να κριθούν και καταδικασθούν.

Ιω. 5,30             οὐ δύναμαι ἐγὼ ποιεῖν ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ οὐδέν. καθὼς ἀκούω κρίνω, καὶ ἡ κρίσις ἡ ἐμὴ δικαία ἐστίν· ὅτι οὐ ζητῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με πατρός.

Ιω. 5,30                     Εγώ θα είμαι ο κριτής των, αλλά εγώ δεν ημπορώ να πράττω τίποτε από τον εαυτόν μου, το οποίον να μη το θέλη ο Πατήρ. Απόλυτος αρμονία υπάρχει μεταξύ εμού και του Πατρός. Δι' αυτό, καθώς ακούω από τον Πατέρα, κρίνω, και η κρίσις μου είναι πάντοτε δικαία. Διότι εγώ δεν ζητώ να κάμνω το θέλημά μου, αλλά το θέλημα του Πατρός, που με έστειλεν στον κόσμον.

Ιω. 5,31             Ἐὰν ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ ἐμαυτοῦ, ἡ μαρτυρία μου οὐκ ἔστιν ἀληθής.

Ιω. 5,31                     Εάν δε εγώ μόνος μου δίδω δια τον ευατόν μου μίαν τέτοιαν μαρτυρία, θα πήτε ίσως ότι η μαρτυρία μου δεν είναι αληθινή και αξιόπιστος.

Ιω. 5,32             ἄλλος ἐστὶν ὁ μαρτυρῶν περὶ ἐμοῦ, καὶ οἶδα ὅτι ἀληθής ἐστιν ἡ μαρτυρία ἣν μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ.

Ιω. 5,32                     Ομως άλλος είναι εκείνος που μαρτυρεί δι' εμέ, ο Πατήρ μου ο επουράνιος, και γνωρίζω άριστα και κάλλιστα ότι είναι απολύτως αληθινή η μαρτυρία, την οποίαν μαρτυρεί δι' εμέ.

Ιω. 5,33             ὑμεῖς ἀπεστάλκατε πρὸς Ἰωάννην, καὶ μεμαρτύρηκε τῇ ἀληθείᾳ·

Ιω. 5,33                     Σας υπενθυμίζω δε, ότι σεις εστείλατε πρεσβείαν στον Ιωάννην τον Βαπτιστήν και εκείνος έχει δώσει βαρυσήμαντον μαρτυρίαν δια την αλήθειαν.

Ιω. 5,34             ἐγὼ δὲ οὐ παρὰ ἀνθρώπου τὴν μαρτυρίαν λαμβάνω, ἀλλὰ ταῦτα λέγω ἵνα ὑμεῖς σωθῆτε.

Ιω. 5,34                     Εγώ όμως, που έχω κατ' ευθείαν την μαρτυρίαν του Πατρός, δεν έχω ανάγκην να στηριχθώ εις την μαρτυρίαν ανθρώπου, έστω και αν ο άνθρωπος αυτός είναι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο μέγας μεταξύ των προφητών. Αλλά σας τα λέγω αυτά και σας υπενθυμίζω την μαρτυρίαν του Ιωάννου, δια να πεισθήτε σεις εις αυτόν, που τον θεωρείτε, και πολύ δικαίως, ως αξιόπιστον, και βρήτε έτσι την σωτηρίαν.

Ιω. 5,35             ἐκεῖνος ἦν ὁ λύχνος ὁ καιόμενος καὶ φαίνων, ὑμεῖς δὲ ἠθελήσατε ἀγαλλιαθῆναι πρὸς ὥραν ἐν τῷ φωτὶ αὐτοῦ.

Ιω. 5,35                     Εκείνος ήτο απλώς ο λύχνος, που το Πνεύμα το Αγιον τον ήναψε και έτσι εφώτιζε. Σεις δε ηθελήσατε να χαρήτε με το φως της διδασκαλίας του, αλλά δι' ολίγον μόνον χρόνον.

Ιω. 5,36             ἐγὼ δέ ἔχω τὴν μαρτυρίαν μείζω τοῦ Ἰωάννου· τὰ γὰρ ἔργα ἃ ἔδωκέ μοι ὁ πατὴρ ἵνα τελειώσω αὐτά, αὐτὰ τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ, μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ ὅτι ὁ πατήρ με ἀπέσταλκε.

Ιω. 5,36                     Εγώ, που ως άλλος ήλιος είμαι από τον ευατόν μου φως, έχω μαρτυρίαν μεγαλυτέραν από την μαρτυρίαν του Ιωάννου και αυτή είναι τα καταπληκτικά θαύματα, που έδωκε την εξουσίαν εις εμέ τον ενανθρωπήσαντα Υιόν ο Πατήρ, να πραγματοποιήσω στον τέλειον βαθμόν. Αυτά λοιπόν τα έργα, τα οποία εγώ κάμνω, μαρτυρούν δι' εμέ, ότι ο Πατήρ με έχει στείλει στον κόσμον.

Ιω. 5,37             καὶ ὁ πέμψας με πατήρ, αὐτὸς μεμαρτύρηκε περὶ ἐμοῦ. οὔτε φωνὴν αὐτοῦ ἀκηκόατε πώποτε οὔτε εἶδος αὐτοῦ ἑωράκατε,

Ιω. 5,37                     Και ο Πατήρ, που με έστειλε έχει από πολύ καιρόν μαρτυρήσει δι' εμέ μέσα εις τα βιβλία της Αγίας Γραφής. Αλλά σεις ούτε την φωνήν αυτού έχετέ ποτέ έως τώρα ακούσει ούτε την μορφήν του είδατε.

Ιω. 5,38             καὶ τὸν λόγον αὐτοῦ οὐκ ἔχετε μένοντα ἐν ὑμῖν, ὅτι ὃν ἀπέστειλεν ἐκεῖνος, τούτῳ ὑμεῖς οὐ πιστεύετε.

Ιω. 5,38                     Και τον λόγον του Θεού, που περιέχεται εις τας Γραφάς δεν τον έχετε δεχθή με όλην σας την καρδιά, ώστε να μένη μέσα σας. Και απόδειξις ότι δεν πιστεύετε εις εκείνον, τον οποίον ο Πατήρ έστειλε στον κόσμον.

Ιω. 5,39             ἐρευνᾶτε τὰς γραφάς, ὅτι ὑμεῖς δοκεῖτε ἐν αὐταῖς ζωὴν αἰώνιον ἔχειν· καὶ ἐκεῖναί εἰσιν αἱ μαρτυροῦσαι περὶ ἐμοῦ·

Ιω. 5,39                     Λοιπόν, σεις πρέπει να ερευνάτε τας Γραφάς και να συλλαμβάνετε τα βαθύτερα αυτών νοήματα, διότι και σεις οι ίδιοι πιστεύετε ότι με την έρευναν και την πίστιν εις αυτάς θα έχετε ζωήν αιώνιον. Και αυταί ακριβώς αι Γραφαί είναί που μαρτυρούν δι' εμέ.

Ιω. 5,40             καὶ οὐ θέλετε ἐλθεῖν πρός με ἵνα ζωὴν ἔχητε.

Ιω. 5,40                    Αλλά σεις, παρ' όλα όσα λέγουν αι Γραφαί, δεν θέλετε να έλθετε με πίστιν προς εμέ, δια να έχετε ζωήν αιώνιον.

Ιω. 5,41             δόξαν παρὰ ἀνθρώπων οὐ λαμβάνω·

Ιω. 5,41                     Εγώ δεν ζητώ να λάβω δόξαν εκ μέρους των ανθρώπων,

Ιω. 5,42             ἀλλ᾿ ἔγνωκα ὑμᾶς ὅτι τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔχετε ἐν ἑαυτοῖς.

Ιω. 5,42                    Αλλά σας εγνώρισα πολύ καλά και είδα ότι δεν έχετε μέσα σας την αληθινήν αγάπην προς τον Θεόν.

Ιω. 5,43             ἐγὼ ἐλήλυθα ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ πατρός μου, καὶ οὐ λαμβάνετέ με· ἐὰν ἄλλος ἔλθῃ ἐν τῷ ὀνόματι τῷ ἰδίῳ, ἐκεῖνον λήψεσθε.

Ιω. 5,43                     Και τούτο μαρτυρείται από το γεγονός ότι ενώ εγώ έχω έλθει εξ ονόματος του Πατρός μου, σεις εν τούτοις δεν με δέχεσθε και δεν πιστεύετε εις την θείαν μου αποστολήν και διδασκαλίαν. Εάν όμως έλθη κανένας ψευδομεσσίας, που θα κινήται από ιδιοτέλειαν και προσωπικήν φιλοδοξίαν, εκείνον θα τον δεχθήτε διότι θα κολακεύη τας αδυναμίας σας.

Ιω. 5,44             πῶς δύνασθε ὑμεῖς πιστεῦσαι, δόξαν παρὰ ἀλλήλων λαμβάνοντες, καὶ τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ οὐ ζητεῖτε;

Ιω. 5,44                    Και πως είναι δυνατόν να πιστέψετε εις την αλήθειαν σεις, οι οποίοι επιδιώκετε να παίρνετε δόξαν και τιμήν ο ένας από τον άλλον και δεν ζητείτε την αληθινήν δόξαν, η οποία προέρχεται από τον έναν και μόνον Θεόν;

Ιω. 5,45             μὴ δοκεῖτε ὅτι ἐγὼ κατηγορήσω ὑμῶν πρὸς τὸν πατέρα· ἔστιν ὁ κατηγορῶν ὑμῶν Μωϋσῆς, εἰς ὃν ὑμεῖς ἠλπίκατε.

Ιω. 5,45                     Μη νομίζετε ότι εγώ θα σας κατηγορήσω στον Πατέρα. Υπάρχει άλλος που σας κατηγορεί και αυτός είναι ο Μωϋσής, στον οποίον σεις έχετε στηρίξει τας ελπίδας σας.

Ιω. 5,46             εἰ γὰρ ἐπιστεύετε Μωϋσεῖ, ἐπιστεύετε ἂν ἐμοί· περὶ γὰρ ἐμοῦ ἐκεῖνος ἔγραψεν.

Ιω. 5,46                    Διότι εάν επιστεύατε στον Μωϋσέα, θα επιστεύατε και εις εμέ· Επειδή εκείνος πολλά έγραψε και προεικόνισε και προδιετύπωσε δι' εμέ.

Ιω. 5,47             εἰ δὲ τοῖς ἐκείνου γράμμασιν οὐ πιστεύετε, πῶς τοῖς ἐμοῖς ῥήμασι πιστεύσετε;

Ιω. 5,47                     Εάν, λοιπόν, εις τα γραμμένα από εκείνον δεν πιστεύετε, πως θα πιστεύσετε εις τα ιδικά μου λόγια;”

 

 

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 6

 

Ιω. 6,1              Μετὰ ταῦτα ἀπῆλθεν ὁ Ἰησοῦς πέραν τῆς θαλάσσης τῆς Γαλιλαίας τῆς Τιβεριάδος·

Ιω. 6,1                       Επειτα από αυτά ανεχώρησεν ο Ιησούς εις τα μέρη της Γαλιλαίας και επέρασε μαζή με τους μαθητάς του στο απέναντι μέρος της θαλάσσης της Γαλιλαίας, η οποία ονομάζεται και θάλασσα της Τιβεριάδος.

Ιω. 6,2              καὶ ἠκολούθει αὐτῷ ὄχλος πολύς, ὅτι ἑώρων αὐτοῦ τὰ σημεῖα ἃ ἐποίει ἐπὶ τῶν ἀσθενούντων.

Ιω. 6,2                       Και τον ακολουθούσε πολύς λαός, διότι έβλεπαν τα θαύματα που έκαμνε δια την θεραπείαν των ασθενών.

Ιω. 6,3              ἀνῆλθε δὲ εἰς τὸ ὄρος ὁ Ἰησοῦς καὶ ἐκεῖ ἐκάθητο μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ.

Ιω. 6,3                       Ανέβηκε δε στο όρος ο Ιησούς και εκεί εκάθισε μαζή με τους μαθητάς του.

Ιω. 6,4              ἦν δὲ ἐγγὺς τὸ πάσχα, ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων.

Ιω. 6,4                       Επλησίαζε δε το πάσχα, η μεγάλη αυτή εορτή των Ιουδαίων.

Ιω. 6,5              ἐπάρας οὖν ὁ Ἰησοῦς τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ θεασάμενος ὅτι πολὺς ὄχλος ἔρχεται πρὸς αὐτόν, λέγει πρὸς τὸν Φίλιππον· πόθεν ἀγοράσωμεν ἄρτους ἵνα φάγωσιν οὗτοι;

Ιω. 6,5                       Και καθώς εσήκωσε ο Ιησούς τα μάτια και είδεν ότι πολύς λαός έρχεται προς αυτόν, είπε προς τον Φιλιππον· “από που και με τι χρήματα θα αγοράσωμεν ψωμιά, δια να φάγουν αυτοί οι άνθρωποι;”.

Ιω. 6,6              τοῦτο δὲ ἔλεγε πειράζων αὐτόν· αὐτὸς γὰρ ᾔδει τί ἔμελλε ποιεῖν.

Ιω. 6,6                       Ελεγε δε τούτο ο Κυριος, δια να δοκιμάση την πίστιν του Φιλίππου. Διότι αυτός εγνώριζε πολύ καλά τι επρόκειτο με την παντοδυναμίαν του να κάμη έντος ολίγου.

Ιω. 6,7              ἀπεκρίθη αὐτῷ Φίλιππος· διακοσίων δηναρίων ἄρτοι οὐκ ἀρκοῦσιν αὐτοῖς ἵνα ἕκαστος αὐτῶν βραχύ τι λάβῃ.

Ιω. 6,7                       Απήντησεν εις αυτούς ο Φιλιππος· “ούτε διακοσίων δηναρίων ψωμιά δεν αρκούν εις αυτούς, όχι να χορτάσουν, αλλά δια να πάρη ο κάθε ένας ένα μικρό κόμματι”.

Ιω. 6,8              λέγει αὐτῷ εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου.

Ιω. 6,8                       Λεγει εις αυτόν ένας από τους μαθητάς του, ο Ανδρέας, ο αδελφός του Σιμωνος Πετρου·

Ιω. 6,9              ἔστι παιδάριον ἓν ὧδε, ὃς ἔχει πέντε ἄρτους κριθίνους καὶ δύο ὀψάρια· ἀλλὰ ταῦτα τί ἐστιν εἰς τοσούτους;

Ιω. 6,9                       “είναι εδώ κάποιος νέος, που έχει πέντε κρίθινα ψωμιά και δύο ψάρια· αλλά τι είναι αυτά εμπρός εις τόσο πλήθος ανθρώπων;”

Ιω. 6,10             εἶπε δὲ ὁ Ἰησοῦς· ποιήσατε τοὺς ἀνθρώπους ἀναπεσεῖν· ἦν δὲ χόρτος πολὺς ἐν τῷ τόπῳ. ἀνέπεσον οὖν οἱ ἄνδρες τὸν ἀριθμὸν ὡσεὶ πεντακισχίλιοι.

Ιω. 6,10                     Ο Ιησούς όμως τους είπε· “Βαλτε τους ανθρώπους να καθίσουν”. Υπήρχε δε πολύ χορτάρι στον τόπον, διότι ήτο άνοιξις. Εκάθισαν, λοιπόν, πρώτον οι άνδρες των οποίων ο αριθμός έφθανε περίπου τας πέντε χιλιάδας.

Ιω. 6,11             ἔλαβε δὲ τοὺς ἄρτους ὁ Ἰησοῦς καὶ εὐχαριστήσας διέδωκε τοῖς μαθηταῖς, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ἀνακειμένοις· ὁμοίως καὶ ἐκ τῶν ὀψαρίων ὅσον ἤθελον.

Ιω. 6,11                      Επήρε δε ο Ιησούς εις τα χέρια του τα ψωμιά και αφού ευχαρίστησε τον πατέρα, εμοίρασε στους μαθητάς, οι δε μαθηταί εμοίρασαν στους καθισμένους εκεί ανθρώπους. Το ίδιο έκαμαν και με τα ψάρια και έδιδαν στον καθένα όσο ήθελε, δια να χορτάση.

Ιω. 6,12             ὡς δέ ἐνεπλήσθησαν, λέγει τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· συναγάγετε τὰ περισσεύσαντα κλάσματα, ἵνα μή τι ἀπόληται.

Ιω. 6,12                     Αφού δε εχόρτασαν όλοι, είπεν ο Ιησούς στους μαθητάς του· “μαζέψτε τα κομμάτια που επερίσσεψαν, δια να μη χαθή τίποτε”.

Ιω. 6,13             συνήγαγον οὖν καὶ ἐγέμισαν δώδεκα κοφίνους κλασμάτων ἐκ τῶν πέντε ἄρτων τῶν κριθίνων ἃ ἐπερίσσευσε τοῖς βεβρωκόσιν.

Ιω. 6,13                     Τα εμάζεψαν, λοιπόν, και εγέμισαν δώδεκα κοφίνια από τα κομμάτια των πέντε κριθίνων άρτων, τα οποία επερίσσεψαν εις εκείνους που είχαν φάγει.

Ιω. 6,14             Οἱ οὖν ἄνθρωποι, ἰδόντες ὃ ἐποίησε σημεῖον ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης ὁ ἐρχόμενος εἰς τὸν κόσμον.

Ιω. 6,14                     Οι άνθρωποι, λοιπόν, όταν είδαν αυτό το καταπληκτικό θαύμα, που έκαμεν ο Ιησούς, έλεγαν ότι αυτός πράγματι είναι ο προφήτης εκείνος, που σύμφωνα με την προφητείαν του Μωϋσέως έρχεται στον κόσμον.

Ιω. 6,15             Ἰησοῦς οὖν γνοὺς ὅτι μέλλουσιν ἔρχεσθαι καὶ ἁρπάζειν αὐτὸν ἵνα ποιήσωσιν αὐτὸν βασιλέα, ἀνεχώρησε πάλιν εἰς τὸ ὄρος αὐτὸς μόνος.

Ιω. 6,15                     Ο Ιησούς, λοιπόν, επειδή αντελήφθη καθαρώτατα, ότι οι άνθρωποι εκείνοι επάνω στον ενθουσιασμόν των, επρόκειτο να έλθουν να τον αρπάξουν, δια να τον ανακηρύξουν βασιλέα, έφυγε πάλιν μόνος του στο όρος.

Ιω. 6,16             Ὡς δὲ ὀψία ἐγένετο, κατέβησαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπὶ τὴν θάλασσαν,

Ιω. 6,16                     Και οι μαθηταί, όταν ενύκτωσε, κατέβηκαν, από εκεί που είχε γίνει το θαύμα, εις την θάλασσαν.

Ιω. 6,17             καὶ ἐμβάντες εἰς τὸ πλοῖον ἤρχοντο πέραν τῆς θαλάσσης εἰς Καπερναούμ. καὶ σκοτία ἤδη ἐγεγόνει καὶ οὐκ ἐληλύθει πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς,

Ιω. 6,17                     Και αφού εμπήκαν στο πλοίον, επήγαιναν στο απέναντι μέρος της θαλάσσης, εις την Καπερναούμ. Και ενώ είχε πλέον γίνει σκοτάδι, ο Ιησούς δεν είχεν έλθει εις αυτούς.

Ιω. 6,18             ἥ τε θάλασσα ἀνέμου μεγάλου πνέοντος διηγείρετο.

Ιω. 6,18                     Επειδή δε εφυσούσε δυνατός άνεμος, η θάλασσα όλο και εσηκώνετο εις αγριώτερα κύματα.

Ιω. 6,19             ἐληλακότες οὖν ὡς σταδίους εἴκοσι πέντε ἢ τριάκοντα θεωροῦσι τὸν Ἰησοῦν περιπατοῦντα ἐπὶ τῆς θαλάσσης καὶ ἐγγὺς τοῦ πλοίου γινόμενον, καὶ ἐφοβήθησαν.

Ιω. 6,19                     Αφού, λοιπόν, είχαν προχωρήσει εικόσι πέντε με τριάντα στάδια, δηλαδή πέντε έως πεντέμισυ χιλιόμετρα, βλέπουν έξαφνα τον Ιησούν να περιπατή επάνω εις την θάλασσαν, να έρχεται κοντά στο πλοίον και εφοβήθησαν.

Ιω. 6,20             ὁ δέ λέγει αὐτοῖς· ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε.

Ιω. 6,20                    Αλλ' ο Ιησούς τους είπε· “εγώ είμαι, μη φοβείσθε”.

Ιω. 6,21             ἤθελον οὖν λαβεῖν αὐτὸν εἰς τὸ πλοῖον, καὶ εὐθέως τὸ πλοῖον ἐγένετο ἐπὶ τῆς γῆς εἰς ἣν ὑπῆγον.

Ιω. 6,21                     Οταν πλέον επείσθησαν οι μαθηταί ότι αυτός είναι ο διδάκαλος, έσπευσαν να τον πάρουν στο πλοίον. Και αμέσως μόλις τον επήραν, το πλοίον έφθασεν εις την ξηράν, όπου επήγαιναν.

Ιω. 6,22             Τῇ ἐπαύριον ὁ ὄχλος ὁ ἑστηκὼς πέραν τῆς θαλάσσης ἰδὼν ὅτι πλοιάριον ἄλλο οὐκ ἦν ἐκεῖ εἰ μὴ ἓν ἐκεῖνο εἰς ὃ ἐνέβησαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ὅτι οὐ συνεισῆλθε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ πλοιάριον, ἀλλὰ μόνοι οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπῆλθον·

Ιω. 6,22                    Την άλλην ημέραν πολλοί από τον λαόν, οι οποίοι ευρίσκοντο ακόμη στο απέναντι μέρος της θαλάσσης, όπου είχε γίνει το θαύμα, είχαν ίδει ότι άλλο πλοιάριον δεν υπήρχεν εκεί παρά μόνον ένα, εκείνο στο οποίον είχαν επιβιβασθή οι μαθηταί, και ότι δεν εμπήκε μαζή με μαθητάς στο πλοιάριον ο Ιησούς, αλλά μόνοι οι μαθηταί του είχαν αναχωρήσει. (Εμειναν, λοιπόν, με την ιδέαν ότι ο Ιησούς ευρίσκετο ακόμη εκεί).

Ιω. 6,23             ἄλλα δὲ ἦλθε πλοιάρια ἐκ Τιβεριάδος ἐγγὺς τοῦ τόπου, ὅπου ἔφαγον τὸν ἄρτον εὐχαριστήσαντος τοῦ Κυρίου·

Ιω. 6,23                    Εν τω μεταξύ ήλθαν άλλα πλοιάρια από διάφορα σημεία της Τιβεριάδος, πλησίον στο τόπον, όπου τα πλήθη είχαν φάγει χθες ψωμί, το οποίον είχε πληθυνθή με την ευχαριστίαν και το θαύμα του Κυρίου.

Ιω. 6,24             ὅτε οὖν εἶδεν ὁ ὄχλος ὅτι Ἰησοῦς οὐκ ἔστιν ἐκεῖ οὐδὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, ἐνέβησαν αὐτοὶ εἰς τὰ πλοῖα καὶ ἦλθον εἰς Καπερναοὺμ ζητοῦντες τὸν Ἰησοῦν.

Ιω. 6,24                    Οταν, λοιπόν, είδεν ο λαός και επείσθη, ότι ο Ιησούς δεν ευρίσκεται εκεί ούτε οι μαθηταί του, εμπήκαν και αυτοί εις τα πλοία και ήλθαν εις την Καπερναούμ αναζητούντες τον Ιησούν.

Ιω. 6,25             καὶ εὑρόντες αὐτὸν πέραν τῆς θαλάσσης εἶπον αὐτῷ· ῥαββί, πότε ὧδε γέγονας;

Ιω. 6,25                    Και αφού τον ευρήκαν στο απέναντι μέρος της θαλάσσης, το προς την Καπερναούμ, του είπον· “διδάσκαλε, πότε ήλθες εδώ;”

Ιω. 6,26             ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ζητεῖτέ με, οὐχ ὅτι εἴδετε σημεῖα, ἀλλ᾿ ὅτι ἐφάγετε ἐκ τῶν ἄρτων καὶ ἐχορτάσθητε.

Ιω. 6,26                    Ο Ιησούς απεκρίθη και τους είπε· “ειλικρινώς σας λέγω, ζητείτε να με εύρετε, όχι διότι είδατε τα θαύματά μου και έχετε πεισθή δια την θείαν μου αποστολήν, αλλά διότι εφάγατε χθες και εχορτάσατε από τους άρτους.

Ιω. 6,27             ἐργάζεσθε μὴ τὴν βρῶσιν τὴν ἀπολλυμένην, ἀλλὰ τὴν βρῶσιν τὴν μένουσαν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἣν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὑμῖν δώσει· τοῦτον γὰρ ὁ πατὴρ ἐσφράγισεν ὁ Θεός.

Ιω. 6,27                    Μη φροντίζετε αποκλειστικά και μόνον και μη εργάζεσθε δια την υλικήν τροφήν, που είναι προσωρινή και χάνεται, αλλά δια την πνευματικήν τροφήν, η οποία εξασφαλίζει την αιωνίαν ζωήν. Αυτήν δε την τροφήν θα σας την δώση ο υιός του ανθρώπου. Διότι ο Πατήρ αυτόν μόνον με τα καταπληκτικά θαύματα, που του έδωσε την εξουσίαν να κάνη, τον απέδιξε επισήμως και σαν να έβαλε την σφραγίδα του, ότι αυτός είναι που δίνει την πνευματικήν τροφήν και την αιώνιον ζωήν”.

Ιω. 6,28             εἶπον οὖν πρὸς αὐτόν· τί ποιῶμεν ἵνα ἐργαζώμεθα τά ἔργα τοῦ Θεοῦ;

Ιω. 6,28                    Είπαν, λοιπόν, προς αυτόν· “τι να κάμωμεν, ώστε να εργαζώμεθα τα έργα, που θέλει ο Θεός;”

Ιω. 6,29             ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτό ἐστι τὸ ἔργον τοῦ Θεοῦ, ἵνα πιστεύσητε εἰς ὃν ἀπέστειλεν ἐκεῖνος.

Ιω. 6,29                    Απήντησε ο Ιησούς και τους είπε· “τούτο είνα το έργον, που θέλε ο Θεός, να πιστεύετε εις αυτόν που εκείνος έχει στείλει”.

Ιω. 6,30             εἶπον οὖν αὐτῷ· τί οὖν ποιεῖς σὺ σημεῖον ἵνα ἴδωμεν καὶ πιστεύσωμέν σοι; τί ἐργάζῃ;

Ιω. 6,30                    Είπαν τότε εις αυτόν· “ποίον όμως αποδεικτικόν θαύμα κάμνεις συ, δια να ίδωμεν και πιστεύσωμεν εις την αποστολήν σου; Ποίον υπερφυσικόν έργον εργάζεσαι;

Ιω. 6,31             οἱ πατέρες ἡμῶν τὸ μάννα ἔφαγον ἐν τῇ ἐρήμῳ, καθώς ἐστι γεγραμμένον· ἄρτον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς φαγεῖν.

Ιω. 6,31                     Οι πατέρες μας έφαγαν το μάννα εις την έρημον, όπως άλωστε έχει γραφή και στους ψαλμούς· Αρτον από τον ουρανόν έδωκεν εις αυτούς να φάγουν”.

Ιω. 6,32             εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὸν ἄρτον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, ἀλλ᾿ ὁ πατήρ μου δίδωσιν ὑμῖν τὸν ἄρτον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ τὸν ἀληθινόν.

Ιω. 6,32                    Είπε, λοιπόν, εις αυτούς ο Ιησούς· “σας διαβεβαιώνω, ότι ο Μωϋσής δεν σας έδωσε τον αληθινόν και αιώνιον άρτον εκ του ουρανού, αλλά υλικόν, προεικόνισμα και τύπον του πνευματικού άρτου. Ο Πατήρ μου όμως, ο οποίος και τότε δια του Μωϋσέως, σας έδωσε τον υλικόν εκείνον άρτον, σας δίδει τώρα και τον αληθινόν πνευματικόν άρτον από τον ουρανόν.

Ιω. 6,33             ὁ γὰρ ἄρτος τοῦ Θεοῦ ἐστιν ὁ καταβαίνων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ζωὴν διδοὺς τῷ κόσμῳ.

Ιω. 6,33                     Διότι ο αληθινός άρτος του Θεού είναι αυτός, που κατεβαίνει από τον ουρανόν και δίδει ζωήν ατελεύτητον και αιωνίαν εις όλον τον κόσμον”.

Ιω. 6,34             εἶπον οὖν πρὸς αὐτόν· Κύριε, πάντοτε δὸς ἡμῖν τὸν ἄρτον τοῦτον.

Ιω. 6,34                    Επειτα, λοιπόν, από αυτά και χωρίς να τα εννοήσουν, του είπαν· “Κυριε, δος μας πάντοτε αυτόν τον άρτον”.

Ιω. 6,35             εἶπε δὲ αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς· ὁ ἐρχόμενος πρός με οὐ μὴ πεινάσῃ, καὶ ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ διψήσῃ πώποτε.

Ιω. 6,35                     Τοτε τους είπε ο Ιησούς· “εγώ είμαι ο άρτος της ζωής (εγώ με την μετάληψιν του σώματος και του αίματός μου, αλλά και με την διδασκαλίαν μου και την χάριν του Αγίου Πνεύματος μεταδίδω την πραγματικήν και αιωνίαν ζωήν). Εκείνος που έρχεται κοντά μου, ποτέ δεν θα πεινάση πνευματικώς και εκείνος που πιστεύει εις εμέ, ποτέ δεν θα διψάση.

Ιω. 6,36             ἀλλ᾿ εἶπον ὑμῖν ὅτι καὶ ἑωράκατέ με καὶ οὐ πιστεύετε.

Ιω. 6,36                    Αλλά σας είπα, ότι σεις, αν και είδατε εμέ και τα έργα μου, εν τούτοις δεν πιστεύετε, ότι εγώ είμαι ο Μεσσίας.

Ιω. 6,37             Πᾶν ὃ δίδωσί μοι ὁ πατήρ, πρὸς ἐμὲ ἥξει, καὶ τὸν ἐρχόμενον πρός με οὐ μὴ ἐκβάλω ἔξω·

Ιω. 6,37                     Θα πιστεύσουν όμως άλλοι, κάθε λογικόν πλάσμα, κάθε άνθρωπος που μου δίνει ο Πατήρ θα έρθη εις εμέ και θα γίνη μαθητής μου. Και εκείνον, που έρχεται εις εμέ, ποτέ δεν θα τον βγάλω έξω με περιφρόνησιν.

Ιω. 6,38             ὅτι καταβέβηκα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ οὐχ ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με.

Ιω. 6,38                    Διότι έχω κατεβή από τον ουρανόν και είμαι ως άνθρωπος εις την γην, όχι δια να πράττω το ιδικόν μου θέλημα, αλλά το θέλημα εκείνου, που με έστειλε.

Ιω. 6,39             τοῦτο δέ ἐστι τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με πατρός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκέ μοι μὴ ἀπολέσω ἐξ αὐτοῦ, ἀλλὰ ἀναστήσω αὐτὸ ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ.

Ιω. 6,39                    Το δε θέλημα του Πατρός, που με έστειλεν στον κόσμον, είναι ακριβώς τούτο, να μη χάσω κανέναν από όλους εκείνους που μου έχει δώσει, αλλά να αναστήσω αυτούς κατά την μεγάλην εκείνην ημέραν της δευτέρας παρουσίας μου.

Ιω. 6,40             τοῦτο δέ ἐστι τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με, ἵνα πᾶς ὁ θεωρῶν τὸν υἱὸν καὶ πιστεύων εἰς αὐτὸν ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἀναστήσω αὐτὸν ἐγὼ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ.

Ιω. 6,40                    Και αυτό είναι το θέλημα εκείνου, που με έστειλε· δηλαδή κάθε ένας που βλέπει τον Υιόν και πιστεύει εις αυτόν να έχη ζωήν αιώνιον. Και εγώ θα τον αναστήσω ένδοξον κατά την μεγάλην ημέραν της κρίσεως.

Ιω. 6,41             Ἐγόγγυζον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι εἶπεν, ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ καταβὰς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ,

Ιω. 6,41                     Εγόγγυζαν τότε αναντίον του οι Ιουδαίοι, διότι είπε, εγώ είμαι ο άρτος που έχω κατεβή από τον ουρανόν.

Ιω. 6,42             καὶ ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν Ἰησοῦς ὁ υἱὸς Ἰωσήφ, οὗ ἡμεῖς οἴδαμεν τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα; πῶς οὖν λέγει οὗτος ὅτι ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβέβηκα;

Ιω. 6,42                    Και έλεγαν· “δεν είναι αυτός ο Ιησούς, ο υιός του Ιωσήφ, του οποίου ημείς γνωρίζομεν τον πατέρα και την μητέρα; Πως, λοιπόν, λέγει ότι έχει κατεβή από τον ουρανόν;”

Ιω. 6,43             ἀπεκρίθη οὖν ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· μὴ γογγύζετε μετ᾿ ἀλλήλων.

Ιω. 6,43                    Απεκρίθη τότε ο Ιησούς και τους είπε· “μη γογγύζετε και μη με επικρίνετε μεταξύ σας. Ο γογγυσμός σας είναι αποτέλεσμα της απιστίας σας.

Ιω. 6,44             οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐὰν μὴ ὁ πατὴρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν, καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ.

Ιω. 6,44                    Κανείς δεν ημπορεί να έλθη με πίστιν κοντά μου, εάν ο Πατήρ που με απέστειλε, δεν τον προσελκύση με την θείαν χάριν. Και εγώ αυτόν θα τον αναστήσω κατά την μεγάλην ημέραν της κρίσεως.

Ιω. 6,45             ἔστι γεγραμμένον ἐν τοῖς προφήταις· καὶ ἔσονται πάντες διδακτοὶ Θεοῦ. πᾶς ὁ ἀκούων παρὰ τοῦ πατρὸς καὶ μαθὼν ἔρχεται πρός με·

Ιω. 6,45                    Οτι δε πιστεύουν εις εμέ, εκείνοι που ελκύονται από τον Πατέρα μου, έχει γραφή εις τα προφητικά βιβλία· Και όλοι όσοι πιστεύσουν στον Μεσσίαν, θα έχουν διδαχθή από τον Θεόν. Καθε ένας που ακούει την φωνήν του Πατρός μου και μανθάνει έτσι την αλήθειαν, έρχεται εις έμενα.

Ιω. 6,46             οὐχ ὅτι τὸν πατέρα τις ἑώρακεν, εἰ μὴ ὁ ὢν παρὰ τοῦ Θεοῦ, οὗτος ἑώρακε τὸν πατέρα.

Ιω. 6,46                    Βεβαίως τον Πατέρα κανείς δεν τον έχει ίδει, ει μη μόνον εκείνος, που είναι σταλμένος από τον Θεόν, αυτός μόνος είδε τον Πατέρα.

Ιω. 6,47             ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ ἔχει ζωὴν αἰώνιον.

Ιω. 6,47                    Σας διαβεβαιώνω, ότι εκείνος που πιστεύει εις εμέ έχει την αιώνιον ζωήν.

Ιω. 6,48             ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς.

Ιω. 6,48                    Εγώ είμαι ο άρτος, που δίδω την πραγματικήν, την αιωνίαν ζωήν.

Ιω. 6,49             οἱ πατέρες ὑμῶν ἔφαγον τὸ μάννα ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ ἀπέθανον·

Ιω. 6,49                    Οι πατέρες σας έφαγαν το μάννα εις την έρημον, τον θαυμαστόν πράγματι άρτον, και απέθανον, διότι επρόκειτο περί υλικής τροφής.

Ιω. 6,50             οὗτός ἐστιν ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβαίνων, ἵνα τις ἐξ αὐτοῦ φάγῃ καὶ μὴ ἀποθάνῃ.

Ιω. 6,50                    Αυτός όμως που σας λέγω εγώ τώρα είναι ο άρτος που κατεβαίνει από τον ουρανόν και έχει τέτοιαν ανυπολόγιστον δύναμιν, ώστε, εάν φάγη κανείς από αυτόν, να μη πεθάνη ποτέ. (Δηλαδή να μη αποθάνη πνευματικώς, αλλά να απολαύση την αιώνιον ζωήν).

Ιω. 6,51             ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς· ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ ὁ ἄρτος δὲ ὃν ἐγὼ δώσω, ἡ σάρξ μού ἐστιν, ἣν ἐγὼ δώσω ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς.

Ιω. 6,51                     Εγώ είμαι ο άρτος ο ζων, που έχω κατεβή από τον ουρανόν· όποιος φάγη από τον άρτον τούτον, θα ζήση αιωνίως. Και ο άρτος, τον οποίον εγώ θα σας δώσω, είναι η σαρξ μου, η ανθρωπίνη μου υπόστασις την οποίαν θα προσφέρω θυσίαν δια την σωτηρίαν και ζωήν του κόσμου”.

Ιω. 6,52             Ἐμάχοντο οὖν πρὸς ἀλλήλους οἱ Ἰουδαῖοι λέγοντες· πῶς δύναται οὗτος ἡμῖν δοῦναι τὴν σάρκα φαγεῖν;

Ιω. 6,52                    Εφιλονεικούσαν, λοιπόν, μεταξύ των οι Ιουδαίοι και έλεγαν· “πως ημπορεί αυτός να μας δώση την σάρκα του να φάγωμεν;”

Ιω. 6,53             εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς.

Ιω. 6,53                     Τους είπε τότε ο Ιησούς· “ειλικρινώς και αληθώς σας λέγω, εάν δεν φάγετε την σάρκα του υιού του ανθρώπου, δια του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας, και πίετε το αίμα αυτού, δεν έχετε μέσα σας ζωήν.

Ιω. 6,54             ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ.

Ιω. 6,54                    Εκείνος που τρώγει την σάρκα μου, δια του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας, και πίνει το αίμά μου, έχει ζωήν αιώνιον και εγώ θα τον αναστήσω ένδοξον κατά την μεγάλην ημέραν της κρίσεως.

Ιω. 6,55             ἡ γὰρ σάρξ μου ἀληθῶς ἐστι βρῶσις, καὶ τὸ αἷμά μου ἀληθῶς ἐστι πόσις.

Ιω. 6,55                     Διότι η σαρξ μου είναι πράγματι πνευματική τροφή και το αίμα μου είναι πράγματι πνευματικόν ποτόν. Και εκείνος που κοινωνεί από αυτά έχει ζωήν αιώνιον.

Ιω. 6,56             ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει, κἀγὼ ἐν αὐτῷ.

Ιω. 6,56                    Καθένας που τρώγει την σάρκα μου και πίνει το αίμα μου, ενώνεται μαζή μου στενότατα εις ένα πνευματικόν σώμα, ώστε αυτός να μένη μέσα εις εμέ και εγώ να μένω μέσα εις αυτόν και να τον μεταβάλλω εις κατοικητήριον της θεότητος.

Ιω. 6,57             καθὼς ἀπέστειλέ με ὁ ζῶν πατὴρ κἀγὼ ζῶ διὰ τὸν πατέρα, καὶ ὁ τρώγων με κἀκεῖνος ζήσεται δι᾿ ἐμέ.

Ιω. 6,57                     Καθώς με έστειλε ο Πατήρ, ο οποίος έχει από τον ευατόν του την ζωήν και είναι η πηγή της ζωής, και εγώ ως άνθρωπος έχω ζωήν αθάνατον από τον Πατέρα, και ζω δια τον Πατέρα, έτσι και εκείνος, ο οποίος δια της θείας Ευχαριστίας με μεταλαμβάνει, θα ζήση, διότι θα πάρη από εμέ την ζωήν.

Ιω. 6,58             οὗτός ἐστιν ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, οὐ καθὼς ἔφαγον οἱ πατέρες ὑμῶν τὸ μάννα καὶ ἀπέθανον· ὁ τρώγων τοῦτον τὸν ἄρτον ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα.

Ιω. 6,58                    Αυτός που σας είπα είναι ο άρτος που έχει κατεβή από τον ουρανόν. Δεν είναι σαν το μάννα που έφαγαν οι πατέρες σας εις την έρημον και έζησαν επί ολίγα έτη και στο τέλος απέθαναν· εκείνος που τρώγει αυτόν τον άρτον θα ζήση αιωνίως”.

Ιω. 6,59             Ταῦτα εἶπεν ἐν συναγωγῇ διδάσκων ἐν Καπερναούμ.

Ιω. 6,59                    Αυτά είπεν ο Ιησούς μέσα εις την συναγωγήν της Καπερναούμ, διδάσκων τα πλήθη.

Ιω. 6,60             Πολλοὶ οὖν ἀκούσαντες ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἶπον· σκληρός ἐστιν οὗτος ὁ λόγος· τίς δύναται αὐτοῦ ἀκούειν;

Ιω. 6,60                    Πολλοί τότε από τους μαθητάς του, όταν ήκουσαν αυτά είπον· “είναι σκληρός αυτός ο λόγος· ποιός ημπορεί να τον ακούη και να τον πιστεύει; Πως είναι δυνατόν να φάγη κανείς σάρκα ανθρωπίνην;”

Ιω. 6,61             εἰδὼς δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐν ἑαυτῷ ὅτι γογγύζουσι περὶ τούτου οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο ὑμᾶς σκανδαλίζει;

Ιω. 6,61                     Ο Ιησούς αντελήφθη, με την θείαν του γνώσιν, ότι γογγύζουν δια το ζήτημα αυτό οι μαθηταί του και τους είπε· “αυτό σας σκανδαλίζει;

Ιω. 6,62             ἐὰν οὖν θεωρῆτε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἀναβαίνοντα ὅπου ἦν τὸ πρότερον;

Ιω. 6,62                    Εάν λοιπόν, ίδετε τον υιόν του ανθρώπου να ανεβαίνη εκεί όπου ευρίσκετο πριν λάβη σάρκα ανθρωπίνην, θα πιστεύσετε τότε στο πρωτάκουστον αυτό γεγονός;

Ιω. 6,63             τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν· τὰ ῥήματα ἃ ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν, πνεῦμά ἐστι καὶ ζωή ἐστιν.

Ιω. 6,63                    Σας λέγω δε και τούτο· Το Αγιον Πνεύμα είναι εκείνο που ζωοποιεί. Η δε σαρξ μου δίδει ζωήν αιώνιον, διότι ακριβώς έχει συλληφθή από το Πνεύμα το Αγιον και κατοικεί εις αυτήν το Πνεύμα. Καθε άλλη σαρξ δεν ωφελεί τίποτε. Τα λόγια, τα οποία εγώ σας διδάσκω, είναι πνεύμα Θεού, δι' αυτό δε έχουν και μεταδίδουν ζωήν.

Ιω. 6,64             ἀλλ᾿ εἰσὶν ἐξ ὑμῶν τινες οἳ οὐ πιστεύουσιν. ᾔδει γὰρ ἐξ ἀρχῆς ὁ Ἰησοῦς τίνες εἰσὶν οἱ μὴ πιστεύοντες καὶ τίς ἐστιν ὁ παραδώσων αὐτόν.

Ιω. 6,64                    Αλλά υπάρχουν μερικοί από σας, οι οποίοι δεν πιστεύουν”. Είπε δε αυτά ο Ιησούς, διότι εγνώριζε ευθύς εξ αρχής, ποίοι είναι αυτοί που δεν πιστεύουν και ποίος είναι εκείνος, ο οποίος έμελλε να τον παραδώση.

Ιω. 6,65             καὶ ἔλεγε· διὰ τοῦτο εἴρηκα ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐὰν μὴ ᾖ δεδομένον αὐτῷ ἐκ τοῦ πατρός μου.

Ιω. 6,65                    Και έλεγεν ο Χριστός· “δια τούτο σας είπα ότι κανείς δεν ημπορεί να έλθη εις εμέ και να με ακολουθήση με πίστιν, εάν δεν του έχη δοθή αυτό το χάρισμα από τον Πατέρα μου”.

Ιω. 6,66             Ἐκ τούτου πολλοὶ ἀπῆλθον ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἰς τὰ ὀπίσω καὶ οὐκέτι μετ᾿ αὐτοῦ περιεπάτουν.

Ιω. 6,66                    Από την ημέραν αυτήν πολλοί εκ των μαθητών του εγύρισαν εις τα σπίτια των και τας εργασίας των και δεν επήγαιναν πλέον μαζή του.

Ιω. 6,67             εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς τοῖς δώδεκα· μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν;

Ιω. 6,67                    Λαβών αφορμήν ο Ιησούς από την αποχώρησιν εκείνων είπεν στους δώδεκα· “μήπως και σεις θέλετε να φύγετε;”

Ιω. 6,68             ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ Σίμων Πέτρος· Κύριε, πρὸς τίνα ἀπελευσόμεθα; ῥήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις·

Ιω. 6,68                    Απήντησε τότε εις αυτόν ο Σιμων Πετρος· “Κυριε, προς ποίον άλλον να πάμε; Μενομεν πάντοτε μαζή σου, διότι συ έχεις λόγια που δίδουν ζωήν αιωνίαν.

Ιω. 6,69             καὶ ἡμεῖς πεπιστεύκαμεν καὶ ἐγνώκαμεν ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος.

Ιω. 6,69                    Και ημείς έχομεν πιστεύσει εις σε και έχομεν από την προσωπικήν μας πείραν γνωρίσει, ότι συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος”.

Ιω. 6,70             ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· οὐκ ἐγὼ ὑμᾶς τοὺς δώδεκα ἐξελεξάμην; καὶ ἐξ ὑμῶν εἷς διάβολός ἐστιν.

Ιω. 6,70                    Απεκρίθη εις αυτούς ο Ιησούς· “εγώ δεν εξέλεξα και εκάλεσα εσάς τους δώδεκα; Προσέξατε μήπως και σεις σκανδαλισθήτε. Διότι ένας από σας είναι διάβολος δια το φοβερόν έργον, το οποίον πρόκειται να κάμη”.

Ιω. 6,71             ἔλεγε δὲ τὸν Ἰούδαν Σίμωνος Ἰσκαριώτην· οὗτος γὰρ ἔμελλεν αὐτὸν παραδιδόναι, εἷς ὢν ἐκ τῶν δώδεκα.

Ιω. 6,71                     Υπονοούσε δε τον Ιούδαν τον υιόν του Σιμωνος, τον Ισκαριώτην. Διότι αυτός έμελλε να τον παραδώση στους εχθρούς, μολονότι ήτο ένας από τους δώδεκα.

 

 

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 7

 

Ιω. 7,1              Καὶ περιεπάτει ὁ Ἰησοῦς μετὰ ταῦτα ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ· οὐ γὰρ ἤθελεν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ περιπατεῖν, ὅτι ἐζήτουν αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι ἀποκτεῖναι.

Ιω. 7,1                        Και ύστερα από τα γεγονότα αυτά περιώδευεν ο Ιησούς εις την Γαλιλαίαν. Διότι δεν ήθελε να περιέρχεται την Ιουδαίαν, επειδή εζητούσαν οι Ιουδαίοι να τον θανατώσουν.

Ιω. 7,2              ἦν δὲ ἐγγὺς ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων ἡ σκηνοπηγία.

Ιω. 7,2                       Επλησίαζε δε τότε η εορτή των Ιουδαίων, η Σκηνοπηγία.

Ιω. 7,3              εἶπον οὖν πρὸς αὐτὸν οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ· μετάβηθι ἐντεῦθεν καὶ ὕπαγε εἰς τὴν Ἰουδαίαν, ἵνα καὶ οἱ μαθηταί σου θεωρήσωσι τὰ ἔργα σου ἃ ποιεῖς·

Ιω. 7,3                       Είπαν, λοιπόν, προς αυτόν οι θεωρούμενοι από τους άλλους ανθρώπους αδελφοί του· “φύγε απ' εδώ και πήγαινε εις την Ιουδαίαν, ώστε να ίδουν τα θαύματα, τα οποία κάμνεις και οι εκεί μαθηταί σου.

Ιω. 7,4              οὐδεὶς γὰρ ἐν κρυπτῷ τι ποιεῖ καὶ ζητεῖ αὐτὸς ἐν παῤῥησίᾳ εἶναι. εἰ ταῦτα ποιεῖς, φανέρωσον σεαυτὸν τῷ κόσμῳ.

Ιω. 7,4                       Διότι κανείς δεν κάνει τίποτε εις τα κρυφά και μάλιστα όταν ζητή να γίνη φανερά γνωστός και να αναγνωρισθή η αξία του από όλους. Αφού τέτοια έργα κάνεις, φανέρωσε τον ευατόν σου στον πολυπληθή κόσμον, που θα μαζευθή εις την Ιερουσαλήμ κατά την εορτήν”.

Ιω. 7,5              οὐδὲ γὰρ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ ἐπίστευον εἰς αὐτόν.

Ιω. 7,5                       Του εφέροντο δε έτσι οι αδελφοί του, διότι ούτε αυτοί δεν τον επίστευαν ως Μεσσίαν.

Ιω. 7,6              λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ὁ καιρὸς ὁ ἐμὸς οὔπω πάρεστιν, ὁ δὲ καιρὸς ὁ ὑμέτερος πάντοτέ ἐστιν ἕτοιμος.

Ιω. 7,6                       Λεγει, λοιπόν, εις αυτούς ο Ιησούς· “ο ιδικός μου καιρός, δια να φανερωθώ στους Ιουδαίους ως Μεσσίας, δεν ήλθεν ακόμη, ο ιδικός σας όμως καιρός, που πρέπει να ανεβήτε εις τα Ιεροσόλυμα, είναι πάντοτε έτοιμος.

Ιω. 7,7              οὐ δύναται ὁ κόσμος μισεῖν ὑμᾶς· ἐμὲ δὲ μισεῖ, ὅτι ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ αὐτοῦ ὅτι τὰ ἔργα αὐτοῦ πονηρά ἐστιν.

Ιω. 7,7                       Σας δεν ημπορεί και δεν έχει κανένα λόγον να σας μισή ο κόσμος, εμέ όμως με μισεί, διότι εγώ μαρτυρώ και φανερώνω, ότι τα έργα του είναι πονηρά.

Ιω. 7,8              ὑμεῖς ἀνάβητε εἰς τὴν ἑορτὴν ταύτην· ἐγὼ οὔπω ἀναβαίνω εἰς τὴν ἑορτὴν ταύτην, ὅτι ὁ καιρὸς ὁ ἐμὸς οὔπω πεπλήρωται.

Ιω. 7,8                       Σεις να ανεβήτε εις τα Ιεροσόλυμα δια την εορτήν αυτήν· εγώ δεν ανεβαίνω ακόμη φανερά και επίσημα εις αυτήν την εορτήν, διότι δεν έχει συμπληρωθή ακόμη ο κατάλληλος καιρός. Δεν έφθασε ακόμη η ώρα της μεγάλης θυσίας”.

Ιω. 7,9              ταῦτα δὲ εἰπὼν αὐτοῖς ἔμεινεν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ.

Ιω. 7,9                       Αυτά δε αφού τους είπε, έμεινε εις την Γαλιλαίαν.

Ιω. 7,10             Ὡς δὲ ἀνέβησαν οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, τότε καὶ αὐτὸς ἀνέβη εἰς τὴν ἑορτήν, οὐ φανερῶς, ἀλλ᾿ ὡς ἐν κρυπτῷ.

Ιω. 7,10                     Οταν δε ανέβησαν οι αδελφοί του εις τα Ιεροσόλυμα, τότε και αυτός ανέβηκε εις την εορτήν, όχι φανερά και επίσημα, αλλά σαν εις τα κρυφά.

Ιω. 7,11             οἱ οὖν Ἰουδαῖοι ἐζήτουν αὐτὸν ἐν τῇ ἑορτῇ καὶ ἔλεγον· ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος;

Ιω. 7,11                      Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, τον αναζητούσαν κατά τας ημέρας της εορτής και έλεγαν· “που είναι εκείνος;”

Ιω. 7,12             καὶ γογγυσμὸς πολὺς περὶ αὐτοῦ ἦν ἐν τοῖς ὄχλοις. οἱ μὲν ἔλεγον ὅτι ἀγαθός ἐστιν· ἄλλοι ἔλεγον, οὔ, ἀλλὰ πλανᾷ τὸν ὄχλον.

Ιω. 7,12                     Και πολλοί ψυθιρισμοί και σχόλια εγίνοντο δι' αυτόν μεταξύ του λαού. Αλλοι μεν έλεγαν, ότι είναι αγαθός, άλλοι δε έλεγαν “όχι, αλλά ξεγελά τον λαόν”.

Ιω. 7,13             οὐδεὶς μέντοι παῤῥησίᾳ ἐλάλει περὶ αὐτοῦ διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων.

Ιω. 7,13                     Κανένας όμως δεν ωμιλούσε δι' αυτόν φανερά και με θάρρος, διότι εφοβούντο τους άρχοντας των Ιουδαίων, που είχαν πλέον κηρυχθή εχθροί του Χριστού.

Ιω. 7,14             Ἤδη δὲ τῆς ἑορτῆς μεσούσης ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ἱερὸν καὶ ἐδίδασκε.

Ιω. 7,14                     Οταν δε η εορτή ευρίσκετο στο μέσον, δηλαδή κατά την τετάρτην ημέραν, ανέβηκε ο Ιησούς εις την αυλήν του ναού και εδίδασκε τα πλήθη.

Ιω. 7,15             καὶ ἐθαύμαζον οἱ Ἰουδαῖοι λέγοντες· πῶς οὗτος γράμματα οἶδε μὴ μεμαθηκώς;

Ιω. 7,15                     Και εθαύμαζαν οι Ιουδαίοι και έλεγαν· “πως αυτός γνωρίζει γράμματα, χωρίς να έχη μαθητεύσει εις καμμίαν ραββινικήν σχολήν;”

Ιω. 7,16             ἀπεκρίθη οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· ἡ ἐμὴ διδαχὴ οὐκ ἔστιν ἐμή, ἀλλὰ τοῦ πέμψαντός με·

Ιω. 7,16                     Απήντησεν εις αυτούς ο Ιησούς και είπε· “η διδασκαλία μου δεν είναι ανθρωπίνη, ωσάν αυτήν που διδάσκουν οι ραββίνοι εις τας σχολάς των, αλλά ούτε και ιδική μου· είναι διδασκαλία εκείνου, ο οποίος με έστειλε στον κόσμον.

Ιω. 7,17             ἐάν τις θέλῃ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιεῖν, γνώσεται περὶ τῆς διδαχῆς, πότερον ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν ἢ ἐγὼ ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ λαλῶ.

Ιω. 7,17                     Οποιος θέλει ειλικρινώς να πράττη το θέλημα του Θεού, θα γνωρίση από την προσωπικήν του πείραν, ποίον από τα δύο είναι αληθινό· Από τον Θεόν προέρχεται η διδασκαλία μου η εγώ από τον ευατόν μου την έχω επινοήσει.

Ιω. 7,18             ὁ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ λαλῶν τὴν δόξαν τὴν ἰδίαν ζητεῖ, ὁ δὲ ζητῶν τὴν δόξαν τοῦ πέμψαντος αὐτόν, οὗτος ἀληθής ἐστι, καὶ ἀδικία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν.

Ιω. 7,18                     Εκείνος που διδάσκει από τον ευατόν του, ζητεί να δοξασθή ο ίδιος ως διδάσκαλος. Αυτός όμως που ζητεί την δόξαν εκείνου που τον έχει στείλει, αυτός είναι αληθινός εις όλα όσα λέγει, διότι κινείται από ανιδιοτελή ελατήρια και δεν υπάρχει εις αυτόν καμμία αμαρτία.

Ιω. 7,19             οὐ Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὸν νόμον; καὶ οὐδεὶς ἐξ ὑμῶν ποιεῖ τὸν νόμον. τί με ζητεῖτε ἀποκτεῖναι;

Ιω. 7,19                     Ο Μωϋσής δεν έδωκε εις σας τον νόμον; Και όμως κανείς από σας δεν φυλάσσει τον νόμον. Διότι εάν τηρήτε τον νόμον, τότε διατί ζητείτε να με φονεύσετε, αφού ο νόμος ρητός απαγορεύει τον φόνον;”

Ιω. 7,20             ἀπεκρίθη ὁ ὄχλος καὶ εἶπε· δαιμόνιον ἔχεις· τίς σε ζητεῖ ἀποκτεῖναι;

Ιω. 7,20                    Απήντησεν ο όχλος και είπε· “έχεις δαιμόνιον που σου σκοτίζει τον νουν. Ποιός ζητεί να σε φονεύση;”

Ιω. 7,21             ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἓν ἔργον ἐποίησα, καὶ πάντες θαυμάζετε διὰ τοῦτο.

Ιω. 7,21                     Απήντησεν ο Ιησούς και τους είπε· “έκαμα ένα έργον (εθεράπευσα τον παράλυτον) και όλοι απορήσατε, διότι ενομίσατε ότι κατέλυσα την αργίαν του Σαββάτου.

Ιω. 7,22             Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὴν περιτομήν, οὐχ ὅτι ἐκ τοῦ Μωϋσέως ἐστίν, ἀλλ᾿ ἐκ τῶν πατέρων, καὶ ἐν σαββάτῳ περιτέμνετε ἄνθρωπον.

Ιω. 7,22                    Ο Μωϋσής σας έδωσε την περιτομήν. Δια την ακρίβειαν, δεν έχει καθιερωθή από τον Μωϋσέα η περιτομή, αλλά από την παράδοσιν των παλαιοτέρων προγόνων σας. Και εάν τύχη η ογδόη ημέρα από την γέννησιν του βρέφους να είναι Σαββατον, και τότε κάνετε περιτομήν στον άνθρωπον.

Ιω. 7,23             εἰ περιτομὴν λαμβάνει ἄνθρωπος ἐν σαββάτῳ ἵνα μὴ λυθῇ ὁ νόμος Μωϋσέως, ἐμοὶ χολᾶτε ὅτι ὅλον ἄνθρωπον ὑγιῆ ἐποίησα ἐν σαββάτῳ!

Ιω. 7,23                     Εάν, λοιπόν, υποχρεωτικώς παίρνη ο άνθρωπος περιτομήν κατά το Σαββατον, δια να μη καταλυθή ο νόμος του Μωϋσέως, που ορίζει πως οπωσδήποτε κατά την ογδόην ημέραν πρέπει να γίνη η περιτομή, σεις εκδηλώνετε όλην την πικρίαν σας εναντίον μου, διότι ολόκληρον άνθρωπον τον έκαμα υγιή κατά την ημέραν του Σαββάτου!

Ιω. 7,24             μὴ κρίνετε κατ᾿ ὄψιν, ἀλλὰ τὴν δικαίαν κρίσιν κρίνατε.

Ιω. 7,24                    Μη σχηματίζετε κρίσεις από τα εξωτερικά φαινόμενα, αλλά να κρίνετε δικαίως, όπως επιβάλλουν τα πράγματα, η λογική και ο Θεός”.

Ιω. 7,25             Ἔλεγον οὖν τινες ἐκ τῶν Ἱεροσολυμιτῶν· οὐχ οὗτός ἐστιν ὃν ζητοῦσιν ἀποκτεῖναι;

Ιω. 7,25                     Ελεγαν, λοιπόν, μερικοί από τους Ιεροσολυμίτας· “δεν είναι αυτός, που οι άρχοντες ζητούν να τον φονεύσουν;

Ιω. 7,26             καὶ ἴδε παῤῥησίᾳ λαλεῖ, καὶ οὐδὲν αὐτῷ λέγουσι. μήποτε ἀληθῶς ἔγνωσαν οἱ ἄρχοντες ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ Χριστός;

Ιω. 7,26                    Και ιδού, ότι ομιλεί άφοβα και φανερά και τίποτε δεν αντιλέγουν εις αυτόν. Μηπως πραγματικά εκατάλαβαν οι άρχοντες, ότι αυτός αληθώς είναι ο Χριστός;

Ιω. 7,27             ἀλλὰ τοῦτον οἴδαμεν πόθεν ἐστίν· ὁ δὲ Χριστὸς ὅταν ἔρχηται, οὐδεὶς γινώσκει πόθεν ἐστίν.

Ιω. 7,27                     Αλλά τούτον εδώ γνωρίζομεν καλά από που και από ποιούς κατάγεται. Ο Χριστός όμως όταν έλθη, κανείς δεν γνωρίζει από που και πότε έρχεται”.

Ιω. 7,28             ἔκραξεν οὖν ἐν τῷ ἱερῷ διδάσκων ὁ Ἰησοῦς καὶ λέγων· κἀμὲ οἴδατε, καὶ οἴδατε πόθεν εἰμί· καὶ ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ οὐκ ἐλήλυθα ἀλλ᾿ ἔστιν ἀληθινὸς ὁ πέμψας με, ὃν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε·

Ιω. 7,28                    Εφώναξε με μεγάλην φωνήν ο Ιησούς τότε εις τας αυλάς του ναού διδάσκων και λέγων· “και εμέ γνωρίζετε και από που είμαι γνωρίζετε. Η γνώσις σας όμως είναι ατελής. Διότι δεν γνωρίζετε, ότι εγώ δεν έχω έλθει από τον εαυτόν μου, αλλά έχω έλθει από τον Θεόν, που με έστειλε και ο οποίος είναι ο απολύτως αληθινός. Αυτόν όμως εσείς δεν τον γνωρίζετε. Δι' αυτό δε και δεν είσθε εις θέσιν να γνωρίσετε την γνησίαν και αληθή αποστολή μου.

Ιω. 7,29             ἐγὼ οἶδα αὐτόν, ὅτι παρ᾿ αὐτοῦ εἰμι κἀκεῖνός με ἀπέστειλεν.

Ιω. 7,29                    Εγώ όμως τον γνωρίζω, διότι έχω γεννηθή προαιωνίως από αυτόν και έχω, ως Θεός, την αυτήν με εκείνον ουσίαν και φύσιν, και εκείνος με έστειλεν στον κόσμον”.

Ιω. 7,30             Ἐζήτουν οὖν αὐτὸν πιάσαι, καὶ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ᾿ αὐτὸν τὴν χεῖρα, ὅτι οὔπω ἐληλύθει ἡ ὥρα αὐτοῦ.

Ιω. 7,30                     Εξ αιτίας αυτών που είπε, εζητούσαν πάλιν να τον πιάσουν οι Ιουδαίοι. Κανείς όμως δεν άπλωσε εις αυτόν το χέρι, διότι ακόμη δεν είχεν έλθει η ώρα, η ωρισμένη από τον Θεόν.

Ιω. 7,31             πολλοὶ δὲ ἐκ τοῦ ὄχλου ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν καὶ ἔλεγον ὅτι ὁ Χριστὸς ὅταν ἔλθῃ, μήτι πλείονα σημεῖα τούτων ποιήσει ὧν οὗτος ἐποίησεν;

Ιω. 7,31                     Πολλοί δε από τον λαόν επίστευσαν εις αυτόν και έλεγαν, ότι “ο Χριστός, όταν έλθη, μήπως θα κάμη περισσότερα θαύματα από όσα έκαμε αυτός;”

Ιω. 7,32             ἤκουσαν οἱ Φαρισαῖοι τοῦ ὄχλου γογγύζοντος περὶ αὐτοῦ ταῦτα, καὶ ἀπέστειλαν ὑπηρέτας οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα πιάσωσιν αὐτόν.

Ιω. 7,32                     Ηκουσαν οι Φαρισαίοι τον όχλον να κρυφομιλούν ευνοϊκά δια τον Χριστόν και να γογγύζουν κατά των αρχόντων και έστειλαν υπηρέτας οι Φαρισαίοι και οι αρχιερείς, δια να τον συλλάβουν.

Ιω. 7,33             εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς· ἔτι μικρὸν χρόνον μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι καὶ ὑπάγω πρὸς τὸν πέμψαντά με.

Ιω. 7,33                     Είπε, λοιπόν, τότε ο Ιησούς· “ακόμη ολίγον χρόνον είμαι μαζή σας και πηγαίνω προς τον Πατέρα, ο οποίος με έστειλεν στον κόσμον.

Ιω. 7,34             ζητήσετέ με καὶ οὐχ εὑρήσετε· καὶ ὅπου εἰμὶ ἐγώ, ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν.

Ιω. 7,34                     Θα με ζητήσετε κάποτε (όταν βαρειές πέσουν επάνω σας οι συμφορές), και δεν θα με εύρετε. Και εκεί, πλησίον του Πατρός στους ουρανούς, που είμαι ως Θεός, πηγαίνω δε και ως άνθρωπος, δεν ημπορείτε σεις να έλθετε”.

Ιω. 7,35             εἶπον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι πρὸς ἑαυτούς· ποῦ οὗτος μέλλει πορεύεσθαι, ὅτι ἡμεῖς οὐχ εὑρήσομεν αὐτόν; μὴ εἰς τὴν διασπορὰν τῶν Ἑλλήνων μέλλει πορεύεσθαι καὶ διδάσκειν τοὺς Ἕλληνας;

Ιω. 7,35                     Είπαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι μεταξύ των· “που αυτός πρόκειται να υπάγη και ημείς δεν θα τον εύρωμεν; Μηπως πρόκειται να πορευθή στους διασκορπισμένους μεταξύ των Ελλήνων Ιουδαίους και να διδάκη τους Ελληνας;

Ιω. 7,36             τίς ἐστιν οὗτος ὁ λόγος ὃν εἶπε, ζητήσετέ με καὶ οὐχ εὑρήσετε, καὶ ὅπου εἰμὶ ἐγώ, ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν;

Ιω. 7,36                     Ποίον είναι το νόημα αυτού του λόγου που είπε, ότι δηλαδή θα με αναζητήσετε και δεν θα με εύρετε και όπου είμαι εγώ, σεις δεν ημπορείτε να έλθετε;”

Ιω. 7,37             Ἐν δὲ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω.

Ιω. 7,37                     Κατά την τελευταίαν δε μεγάλην ημέραν της εορτής εστάθη ο Ιησούς και με ισχυράν φωνήν είπεν· “εάν κανείς διψά πνευματικά και αιώνια αγαθά, λύτρωσιν, ειρήνην και χαράν, ας έλθη κοντά μου και ας πίνη την αλήθειαν που προσφέρω, δια να ικανοποιηθούν έτσι οι πλέον βαθείς και ευγενείς πόθοι του.

Ιω. 7,38             ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος.

Ιω. 7,38                     Εκείνος που πιστεύει εις εμέ, όπως είπε και η Γραφή, θα γίνη αστείρευτος πνευματική πηγή· και από την καρδίαν του θα αναβλύζουν και θα τρέχουν ποταμοί από ολόδροσο τρεχούμενο νερό”.

Ιω. 7,39             τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη.

Ιω. 7,39                     Αυτό δε είπε ο Κυριος δια το Αγιον Πνεύμα, το οποίον έμελλον να λάβουν όσοι θα επίστευον εις αυτόν, διότι η χάρις του Αγίου Πνεύματος, που αναγεννά και σώζει, δεν είχε ακόμη δοθή εις κανένα, επειδή ο Ιησούς δεν είχε ακόμη δοξασθή με την μεγάλην θυσίαν και με την ένδοξον ανάληψίν του.

Ιω. 7,40             πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες τὸν λόγον ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης·

Ιω. 7,40                    Πολλοί, λοιπόν, από τον λαόν, όταν ήκουσαν την διδασκαλίαν αυτήν, έλεγαν· “αυτός είναι πράγματι ο προφήτης, που έχει προαναγγείλει ο Μωϋσής.

Ιω. 7,41             ἄλλοι ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· ἄλλοι ἔλεγον· μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται;

Ιω. 7,41                     Αλλοι έλεγαν· “αυτός είναι πράγματι ο Χριστός”. Αλλοι έλεγαν· “δεν είναι ο Χριστός, διότι μήπως από την Γαλιλαίαν θα έλθη ο Χριστός;

Ιω. 7,42             οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυΐδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυΐδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται;

Ιω. 7,42                    Δεν είπε η Γραφή, ότι ο Χριστός κατάγεται από το γένος του Δαυΐδ και έρχεται από το χωρίον Βηθλεέμ, όπου εγεννήθη και έζησεν ο Δαυΐδ;”

Ιω. 7,43             σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι᾿ αὐτόν.

Ιω. 7,43                     Εγινε, λοιπόν, αντιγνωμία και διαίρεσις μεταξύ του λαού εξ αιτίας αυτού.

Ιω. 7,44             τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ᾿ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς χεῖρας.

Ιω. 7,44                    Μερικοί δε από αυτούς ήθελαν να τον πιάσουν, αλλά κανείς δεν άπλωσε επάνω του το χέρι.

Ιω. 7,45             Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν;

Ιω. 7,45                     Επέστρεψαν, λοιπόν, οι υπηρέται στους αρχιερείς και Φαρισαίους, χωρίς να έχουν συλλάβει τον Χριστόν και τους είπαν εκείνοι· “διατί δεν τον εφέρατε εδώ;”

Ιω. 7,46             ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος.

Ιω. 7,46                    Απεκρίθησαν οι υπηρέται· “ποτέ μέχρι σήμερα άλλος άνθρωπος δεν εδίδαξε έτσι, όπως διδάσκει αυτός ο άνθρωπος”.

Ιω. 7,47             ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε;

Ιω. 7,47                     Απεκρίθησαν τότε οι Φαρισαίοι εις αυτούς· “μήπως και σεις έχετε παρασυρθή από αυτόν εις την πλάνην;

Ιω. 7,48             μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων;

Ιω. 7,48                    Μηπως επίστευσεν εις αυτόν κανείς από τους άρχοντας η από τους Φαρισαίους; Κανείς δεν επίστευσε, διότι αυτοί μόνοι γνωρίζουν την αλήθειαν και έχουν ορθή κρίσιν.

Ιω. 7,49             ἀλλ᾿ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι!

Ιω. 7,49                    Αλλά επίστευσεν αυτός ο αγράμματος όχλος, που δεν γνωρίζει τον νόμον και δι' αυτό είναι καταράμενοι!”

Ιω. 7,50             λέγει Νικόδημος πρὸς αὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτόν, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν·

Ιω. 7,50                     Λεγει τότε προς αυτούς ο Νικόδημος, που ήτο ένας από αυτούς και ο οποίος είχεν επισκεφθή νύκτα τον Χριστόν·

Ιω. 7,51             μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ᾿ αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ;

Ιω. 7,51                     “μήπως ο νόμος μας καταδικάζει τον άνθρωπον, εάν ο δικαστής δεν ακούση πρώτον από αυτόν την απολογίαν του και μάθη τι έχει κάμει;”

Ιω. 7,52             ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται.

Ιω. 7,52                     Απήντησαν και του είπαν· “μήπως και συ είσαι από την Γαλιλαίαν; Ερεύνησε και μάθε, ότι προφήτης δεν έχει έως τώρα βγη από την Γαλιλαίαν”. (Η αξία του ανθρώπου δεν έγκειται στον τόπον καταγωγής, αλλά εις την αρετήν και τα έργα του).

Ιω. 7,53             Καὶ ἀπῆλθεν ἕκαστος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ.

Ιω. 7,53                     Διέλυσαν τότε την συνεδρίασίν των με ταραχήν και επήγε ο καθένας στο σπίτι του.

 

 

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 8

 

Ιω. 8,1              Ἰησοῦς δὲ ἐπορεύθη εἰς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν· ὄρθρου δὲ πάλιν παρεγένετο εἰς τὸ ἱερόν,

Ιω. 8,1                       Ο δε Ιησούς επήγεν στο όρος των ελαιών.

Ιω. 8,2              καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἤρχετο πρὸς αὐτόν· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν αὐτούς.

Ιω. 8,2                       Ενώ δε ακόμη ήτο πρωϊ, ήλθεν πάλιν στον ναόν και όλος ο λαός ήρχετο προς αυτόν. Και αφού εκάθισε, τους εδίδασκε.

Ιω. 8,3              ἄγουσι δὲ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι γυναῖκα ἐπὶ μοιχείᾳ κατειλημμένην, καὶ στήσαντες αὐτὴν ἐν μέσῳ

Ιω. 8,3                       Οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι φέρουν τότε μίαν γυναίκα, η οποία είχε συλληφθή επ' αυτοφώρω καταπατούσα την συζυγικήν πίστιν. Και αφού την έβαλαν ορθίαν στο μέσον του συγκεντρωμένου πλήθους,

Ιω. 8,4              λέγουσιν αὐτῷ· διδάσκαλε, αὕτη ἡ γυνὴ κατείληπται ἐπ᾿ αὐτοφώρῳ μοιχευομένη·

Ιω. 8,4                       του λέγουν· “Διδάσκαλε, αυτή η γυναίκα έχει συληφθή επ' αυτοφώρω να καταπατή την συζυγικήν πίστιν·

Ιω. 8,5              καὶ ἐν τῷ νόμῳ ἡμῶν Μωϋσῆς ἐνετείλατο τὰς τοιαύτας λιθάζειν.

Ιω. 8,5                       και στον νόμον μας ο Μωϋσής διέταξε να λιθοβολούνται αυταί αι γυναίκες.

Ιω. 8,6              σὺ οὖν τί λέγεις; τοῦτο δὲ εἶπον ἐκπειράζοντες αὐτόν, ἵνα σχῶσι κατηγορίαν κατ᾿ αὐτοῦ. ὁ δὲ Ἰησοῦς κάτω κύψας τῷ δακτύλῳ ἔγραφεν εἰς τὴν γῆν.

Ιω. 8,6                       Συ, λοιπόν, τι λέγεις;” Αυτό δε είπαν, δια να τον θέσουν εις πειρασμόν και να έχουν εναντίον του κατηγορίαν. (Διότι εάν ημπόδιζε τον λιθοβολισμόν, θα εφαίνετο καταλύων τον μωσαϊκόν νόμον, εάν τον επέτρεπε, θα παρέβαινε τον ρωμαϊκόν νόμον). Ο δε Ιησούς έσκυψε κάτω και με το δάκτυλόν του έγραφεν στο έδαφος.

Ιω. 8,7              ὡς δὲ ἐπέμενον ἐρωτῶντες αὐτόν, ἀνέκυψε καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὁ ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος βαλέτω λίθον ἐπ᾿ αὐτήν.

Ιω. 8,7                       Επειδή δε εκείνοι επέμενον να τον ερωτούν, εσήκωσε την κεφαλήν και τους είπεν· “ο αναμάρτητος από σας ας ρίψη πρώτος λίθον επάνω της”.

Ιω. 8,8              καὶ πάλιν κάτω κύψας ἔγραφεν εἰς τὴν γῆν.

Ιω. 8,8                       Και αφού έσκυψε πάλιν κάτω, δια να τους δώση καιρόν να συναισθανθούν την ιδικήν των αμαρτωλότητα έγραφεν εις την γην.

Ιω. 8,9              οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐξήρχοντο εἷς καθ᾿ εἷς, ἀρξάμενοι ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων, καὶ κατελείφθη ὁ Ἰησοῦς καὶ ἡ γυνὴ ἐν μέσῳ οὖσα.

Ιω. 8,9                       Εκείνοι δε, όταν ήκουσαν το λόγια του, ήρχισαν ο ένας μετά τον άλλον να φεύγουν, αρχής γενομένης από τους γεροντοτέρους (διότι όλοι ήρχισαν να δοκιμάζουν ελέγχους της συνειδήσεως δια τα ιδικά των αμαρτήματα). Και απέμεινεν ο Ιησούς και η γυναίκα, η οποία εστέκετο ορθία στο μέσον των άλλων.

Ιω. 8,10             ἀνακύψας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῇ· γύναι, ποῦ εἰσιν; οὐδείς σε κατέκρινεν;

Ιω. 8,10                     Εσήκωσε τότε ο Ιησούς την κεφαλήν και της είπε· “γυναίκα, που είναι αυτοί που σε κατηγόρησαν; Κανείς δεν σε κατέκρινε αξίαν λιθοβολισμού;”

Ιω. 8,11             ἡ δὲ εἶπεν· οὐδείς, Κύριε. εἶπε δὲ ὁ Ἰησοῦς· οὐδὲ ἐγώ σε κατακρίνω· πορεύου καὶ ἀπὸ τοῦ νῦν μηκέτι ἁμάρτανε.

Ιω. 8,11                      Εκείνη δε είπε· “κανείς, Κυριε”. Είπε δε ο Ιησούς· “ούτε εγώ, που είμαι αναμάρτητος, σε κατακρίνω. Πηγαινε και από τώρα και πέρα μη αμαρτάνεις πλέον”.

Ιω. 8,12             Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε λέγων· ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ᾿ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς.

Ιω. 8,12                     Παλιν, λοιπόν, ωμίλησε προς αυτούς ο Ιησούς λέγων· “εγώ είμαι το φως όλου του κόσμου, εκείνος που με ακολουθεί πιστά δεν θα περιπατήση στο σκότος με άμεσον τον κίνδυνον να κρημνισθή εις τα βάραθρα, αλλά θα έχη το πνευματικόν φως που ακτινοβολείται από τον Θεόν, την πηγήν της ζωής.

Ιω. 8,13             εἶπον οὖν αὐτῷ οἱ Φαρισαῖοι· σὺ περὶ σεαυτοῦ μαρτυρεῖς· ἡ μαρτυρία σου οὐκ ἔστιν ἀληθής.

Ιω. 8,13                     Είπαν τότε προς αυτόν οι Φαρισαίοι· “συ δίδεις μόνος σου μαρτυρίαν δια τον ευατόν σου. Η μαρτυρία σου όμως αυτή δεν είναι αληθινή, εφ' όσον κανείς άλλος δεν την επιβεβαιώνει”.

Ιω. 8,14             ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· κἂν ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ ἐμαυτοῦ, ἀληθής ἐστιν ἡ μαρτυρία μου, ὅτι οἶδα πόθεν ἦλθον καὶ ποῦ ὑπάγω· ὑμεῖς δὲ οὐκ οἴδατε πόθεν ἔρχομαι ἢ ποῦ ὑπάγω.

Ιω. 8,14                     Απήντησεν ο Ιησούς και τους είπε· “και εάν ακόμη εγώ μόνος μαρτυρώ δια τον ευατόν μου, η μαρτυρία μου είναι αληθινή, διότι την αλήθειαν πάντοτε λέγω και διότι εγώ γνωρίζω πολύ καλά, από που ήλθα και που υπάγω. Ηλθα από τον Πατέρα και επιστρέφω προς τον Πατέρα. Σεις όμως δεν γνωρίζετε από που έρχομαι και που πηγαίνω.

Ιω. 8,15             ὑμεῖς κατὰ τὴν σάρκα κρίνετε· ἐγὼ οὐ κρίνω οὐδένα.

Ιω. 8,15                     Σεις σχηματίζετε κρίσιν σύμφωνα με τα εξωτερικά φαινόμενα της ανθρωπίνης μου φύσεως. Εγώ καίτοι έχω το δικαίωμα να κρίνω και να επιβάλω τιμωρίας, δεν κρίνω και δεν καταδικάζω κανένα μέχρι της δευτέρας παρουσίας μου.

Ιω. 8,16             καὶ ἐὰν κρίνω δὲ ἐγώ, ἡ κρίσις ἡ ἐμὴ ἀληθής ἐστιν, ὅτι μόνος οὐκ εἰμί, ἀλλ᾿ ἐγὼ καὶ ὁ πέμψας με πατήρ.

Ιω. 8,16                     Και εάν από τώρα θελήσω εγώ να κρίνω, η κρίσις μου θα είναι αληθινή, διότι δεν είμαι εγώ μόνος, αλλά είμεθα εγώ και ο Πατήρ, ο οποίος με έστειλε, και η κρίσις μας είναι απολύτως ορθή και δικαία.

Ιω. 8,17             καὶ ἐν τῷ νόμῳ δὲ τῷ ὑμετέρῳ γέγραπται ὅτι δύο ἀνθρώπων ἡ μαρτυρία ἀληθής ἐστιν.

Ιω. 8,17                     Αλλωστε και στον νόμον σας έχει γραφή, ότι η μαρτυρία δύο ανθρώπων είναι αληθινή και βάσει αυτής δύναται ο δικαστής να αποφασίση.

Ιω. 8,18             ἐγώ εἰμι ὁ μαρτυρῶν περὶ ἐμαυτοῦ, καὶ μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ ὁ πέμψας με πατήρ.

Ιω. 8,18                     Και επί του προκειμένου εγώ είμαι ο ένας που μαρτυρώ δια τον εαυτόν μου, αλλά δι' εμέ μαρτυρεί και ο Πατήρ, ο οποίος με έστειλε”.

Ιω. 8,19             ἔλεγον οὖν αὐτῷ· ποῦ ἐστιν ὁ πατήρ σου; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· οὔτε ἐμὲ οἴδατε οὔτε τὸν πατέρα μου· εἰ ἐμὲ ᾔδειτε, καὶ τὸν πατέρα μου ᾔδειτε ἄν.

Ιω. 8,19                     Ελεγαν τότε προς αυτόν· “που είναι ο Πατήρ σου, δια τον οποίον λέγεις ότι μαρτυρεί;” Απήντησεν ο Ιησούς· “ούτε εμέ ως Υιός του Θεού και Θεόν γνωρίζετε ούτε τον Πατέρα μου. Εάν είχατε γνωρίσει εμέ, θα εγνωρίζατε και τον Πατέρα μου, διότι εγώ περί αυτού πολλές φορές ωμίλησα και αυτόν στους πιστούς ακροατάς μου εφανέρωσα”.

Ιω. 8,20             Ταῦτα τὰ ῥήματα ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ γαζοφυλακίῳ, διδάσκων ἐν τῷ ἱερῷ, καὶ οὐδεὶς ἐπίασεν αὐτόν, ὅτι οὔπω ἐληλύθει ἡ ὥρα αὐτοῦ.

Ιω. 8,20                    Αυτά τα λόγια είπεν ο Ιησούς κοντά στο θησαυροφυλάκιον των προσφορών και βοηθημάτων, διδάσκων εις την αυλήν του ναού και κανείς δεν συνέλαβεν αυτόν, διότι δεν είχε έλθει ακόμη η προσδιωρισμένη από τον Θεόν ώρα του.

Ιω. 8,21             Εἶπεν οὖν πάλιν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἐγὼ ὑπάγω καὶ ζητήσετέ με, καὶ ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ ὑμῶν ἀποθανεῖσθε· ὅπου ἐγὼ ὑπάγω, ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν.

Ιω. 8,21                     Είπε, λοιπόν, πάλιν εις αυτούς ο Ιησούς· “εγώ πηγαίνω προς τον Πατέρα μου, αφού τελειώσω το έργον μου, και θα με αναζητήσετε ως Σωτήρα σας, όταν αι συμφοραί επιπέσουν εναντίον σας, αλλά δια την απιστίαν σας θα αποθάνετε ζυμωμένοι με την αμαρτίαν σας. Δι' αυτό και όπου εγώ πηγαίνω, δεν ημπορείτε σεις να έλθετε”.

Ιω. 8,22             ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι· μήτι ἀποκτενεῖ ἑαυτόν, ὅτι λέγει, ὅπου ἐγὼ ὑπάγω, ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν;

Ιω. 8,22                    Ελεγαν τότε οι Ιουδαίοι· “μήπως θανατώση μόνος του τον ευατόν του; Διότι λέγει, ότι όπου εγώ πηγαίνω, σεις δεν ημπορείτε να έλθετε”.

Ιω. 8,23             καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὑμεῖς ἐκ τῶν κάτω ἐστέ, ἐγὼ ἐκ τῶν ἄνω εἰμί· ὑμεῖς ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἐστέ, ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου.

Ιω. 8,23                    Και είπεν προς αυτούς· “σεις είσθε από τα κάτω, από την γην και έχετε γήϊνα και υλικά φρονήματα και ελατήρια. Εγώ όμως είμαι εκ των άνω, από τον ουρανόν με ουράνιον πνευματικόν πλούτον. Σεις είσθε από τον αμαρτωλόν τούτον κόσμον, που ζη μακράν από τον Θεόν. Ενώ εγώ, καίτοι ζω τώρα στον κόσμον, δεν προέρχομαι από τον κόσμον τούτον.

Ιω. 8,24             εἶπον οὖν ὑμῖν ὅτι ἀποθανεῖσθε ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν· ἐὰν γὰρ μὴ πιστεύσητε ὅτι ἐγώ εἰμι, ἀποθανεῖσθε ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν.

Ιω. 8,24                    Δι' αυτό και σας είπα ότι θα αποθάνετε ζυμωμένοι με τας αμαρτίας σας, διότι είσθε, και επιμένετε να είσθε, άνθρωποι του αμαρτωλού τούτου κόσμου. Εάν δε δεν πιστεύσετε ότι εγώ είμαι ο Μεσσίας, ο αληθινός και μοναδικός Σωτήρ, θα αποθάνετε βυθισμένοι εις τας αμαρτίας σας”.

Ιω. 8,25             ἔλεγον οὖν αὐτῷ· σὺ τίς εἶ; καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· τὴν ἀρχὴν ὅτι καὶ λαλῶ ὑμῖν.

Ιω. 8,25                    Είπαν τότε προς αυτόν· “ποίος είσαι συ, που ισχυρίζεσαι ότι χωρίς σε δεν ημπορούμεν να σωθώμεν;” Και απήντησεν εις αυτούς ο Ιησούς· “είμαι ο,τι ευθύς εξ αρχής και συνεχώς λέγω προς σας.

Ιω. 8,26             πολλὰ ἔχω περὶ ὑμῶν λαλεῖν καὶ κρίνειν· ἀλλ᾿ ὁ πέμψας με ἀληθής ἐστι, κἀγὼ ἃ ἤκουσα παρ᾿ αὐτοῦ, ταῦτα λέγω εἰς τὸν κόσμον.

Ιω. 8,26                    Πολλά ακόμη έχω να πω δια σας και να σας κρίνω, δεν θα τα δεχθήτε όμως. Αλλά εκείνος που με έστειλε, είναι απολύτως αληθινός, και εγώ όσα ήκουσα από αυτόν, αυτά ακριβώς λέγω στον κόσμον, πάντοτε δηλαδή αληθινά και δίκαια”.

Ιω. 8,27             οὐκ ἔγνωσαν ὅτι τὸν πατέρα αὐτοῖς ἔλεγεν.

Ιω. 8,27                    Οι Ιουδαίοι όμως δεν αντελήφθησαν ότι τους έκανε λόγον δια τον ουράνιον Πατέρα του.

Ιω. 8,28             εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ὅταν ὑψώσητε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, τότε γνώσεσθε ὅτι ἐγώ εἰμι, καὶ ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ ποιῶ οὐδέν, ἀλλὰ καθὼς ἐδίδαξέ με ὁ πατήρ μου, ταῦτα λαλῶ.

Ιω. 8,28                    Είπε τότε προς αυτούς ο Ιησούς· “όταν υψώσετε επάνω στον σταυρόν τον υιόν του ανθρώπου, τότε θα μάθετε ότι είμαι ο Υιός του Θεού, ο Σωτήρ του κόσμου και ότι από τον ευατόν μου εγώ δεν κάνω τίποτε απολύτως, αλλά όπως με εδίδαξε ο Πατήρ μου, αυτά ακριβώς λέγω.

Ιω. 8,29             καὶ ὁ πέμψας με μετ᾿ ἐμοῦ ἐστιν· οὐκ ἀφῆκέ με μόνον ὁ πατήρ, ὅτι ἐγὼ τὰ ἀρεστὰ αὐτῷ ποιῶ πάντοτε.

Ιω. 8,29                    Και εκείνος, που με έστειλε, είναι μαζή μου. Δεν με αφήκε ποτέ μόνον ο Πατήρ, αλλά έχει συνεχή και αδιατάρακτον επικοινωνίαν με εμέ, διότι εγώ πράττω πάντοτε αυτά που του είναι ευάρεστα”.

Ιω. 8,30             Ταῦτα αὐτοῦ λαλοῦντος πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν.

Ιω. 8,30                    Ενώ δε εδίδασκεν αυτά ο Ιησούς, πολλοί επίστευσαν εις αυτόν.

Ιω. 8,31             Ἔλεγεν οὖν ὁ Ἰησοῦς πρὸς τοὺς πεπιστευκότας αὐτῷ Ἰουδαίους· ἐὰν ὑμεῖς μείνητε ἐν τῷ λόγῳ τῷ ἐμῷ, ἀληθῶς μαθηταί μού ἐστε,

Ιω. 8,31                     Προς αυτούς, λοιπόν, τους Ιουδαίους που είχαν πιστεύσει, είπεν ο Ιησούς και τα εξής· “εάν σεις μείνετε ακλόνητοι εις την διδασκαλίαν μου και την εφαρμόζετε εις την ζωήν σας, τότε θα είσθε αληθινοί μαθηταί μου

Ιω. 8,32             καὶ γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς.

Ιω. 8,32                    και θα γνωρίσετε, όχι μόνον από την διδασκαλίαν μου, αλλά και από την προσωπικήν σας πείραν, την αλήθειαν και η αλήθεια θα σας ελευθερώση από την τυραννίαν και τον θάνατον, που φέρνει η αμαρτία”.

Ιω. 8,33             ἀπεκρίθησαν αὐτῷ· σπέρμα Ἀβραάμ ἐσμεν καὶ οὐδενὶ δεδουλεύκαμεν πώποτε· πῶς σὺ λέγεις ὅτι ἐλεύθεροι γενήσεσθε;

Ιω. 8,33                     Εκείνοι δεν ενόησαν τα λόγια του, ενόμισαν ότι τους αποκαλεί δούλους ξένων κατακτητών, και με έξαψιν είπον· “ημείς είμεθα απόγονοι του Αβραάμ προωρισμένοι να κατακτήσωμεν τον κόσμον και ποτέ έως τώρα δεν εγίναμεν δούλοι εις κανένα. Πως, λοιπόν, συ λέγεις ότι θα γίνετε ελεύθεροι;” (Και έλεγον αυτά λησμονούντες ότι το έθνος των εις πολλούς κατακτητάς είχεν υποδουλωθή, όπως και τώρα στους Ρωμαίους).

Ιω. 8,34             ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστι τῆς ἁμαρτίας.

Ιω. 8,34                    Τους απήντησεν ο Ιησούς· “σας διαβεβαιώνω ότι καθένας, που πράττει την αμαρτίαν και μένει αμετανόητος εις την αμαρτίαν, είναι δούλος της αμαρτίας.

Ιω. 8,35             ὁ δέ δοῦλος οὐ μένει ἐν τῇ οἰκίᾳ εἰς τὸν αἰῶνα· ὁ υἱὸς μένει εἰς τὸν αἰῶνα.

Ιω. 8,35                     Ο δε δούλος δεν μένει εις την οικίαν του κυρίου του, κληρονόμος και ιδιοκτήτης. Ο Υιός όμως μένει πάντοτε εις την οικίαν, διότι έχει κληρονομικώς από τον πατέρα του αυτά τα δικαιώματα.

Ιω. 8,36             ἐὰν οὖν ὁ υἱὸς ὑμᾶς ἐλευθερώσῃ, ὄντως ἐλεύθεροι ἔσεσθε.

Ιω. 8,36                    Εάν λοιπόν ο σαρκωθείς Υιός του Θεού σας ελευθερώση από την αμαρτίαν, τότε πράγματι θα είσθε ελεύθεροι.

Ιω. 8,37             οἶδα ὅτι σπέρμα Ἀβραάμ ἐστε· ἀλλὰ ζητεῖτέ με ἀποκτεῖναι, ὅτι ὁ λόγος ὁ ἐμὸς οὐ χωρεῖ ἐν ὑμῖν.

Ιω. 8,37                     Γνωρίζω ότι είσθε απόγονοι του Αβραάμ. Αλλά δεν του ομοιάζετε και ζητείτε να με φονεύσετε, διότι η διδασκαλία μου δεν εισχωρεί εις την ψυχήν σας, που είναι δούλη της αμαρτίας.

Ιω. 8,38             ἐγὼ ὃ ἑώρακα παρὰ τῷ πατρί μου λαλῶ· καὶ ὑμεῖς οὖν ὃ ἑωράκατε παρὰ τῷ πατρὶ ὑμῶν ποιεῖτε.

Ιω. 8,38                    Εγώ εκείνο που έχω ιδεί πλησίον του ουρανίου Πατρός μου αυτό και διδάσκω. Και σεις αυτό που είδατε και εμάθατε πλησίον του πατρός σας, τον οποίον δεν θέλω να ονομάσω, αυτό κάνετε”.

Ιω. 8,39             ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· ὁ πατὴρ ἡμῶν Ἀβραάμ ἐστι. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· εἰ τέκνα τοῦ Ἀβραὰμ ἦτε, τὰ ἔργα τοῦ Ἀβραὰμ ἐποιεῖτε.

Ιω. 8,39                    Απεκρίθησαν και του είπαν· “ο πατήρ μας είναι ο Αβραάμ και όχι εκείνος τον οποίον υπονοείς συ”. Είπαν εις αυτούς· “εάν πράγματι ήσασθε τέκνα του Αβραάμ, θα εκάνατε τα έργα του Αβραάμ.

Ιω. 8,40             νῦν δὲ ζητεῖτέ με ἀποκτεῖναι, ἄνθρωπον ὃς τὴν ἀλήθειαν ὑμῖν λελάληκα, ἣν ἤκουσα παρὰ τοῦ Θεοῦ· τοῦτο Ἀβραὰμ οὐκ ἐποίησεν.

Ιω. 8,40                    Τωρα δε ζητείτε να με φονεύσετε, άνθρωπον ο οποίος σας είπα την αλήθειαν, που έχω ακούσει από τον Θεόν. Αυτό το εγκληματικόν έργον ο Αβραάμ δεν το έκανε.

Ιω. 8,41             ὑμεῖς ποιεῖτε τὰ ἔργα τοῦ πατρὸς ὑμῶν. εἶπον οὖν αὐτῷ· ἡμεῖς ἐκ πορνείας οὐ γεγεννήμεθα· ἕνα πατέρα ἔχομεν, τὸν Θεόν.

Ιω. 8,41                     Σεις πράττετε τα έργα του πατρός σας, δηλαδή του διαβόλου”. Είπαν τότε εις αυτόν· “ημείς δεν έχομεν γεννηθή από παράνομον επιμιξίαν με τους ειδωλολάτρας. Δεν έχομεν πατέρα τον διάβολον. Ενα πατέρα έχομεν, τον Θεόν”.

Ιω. 8,42             εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· εἰ ὁ Θεὸς πατὴρ ὑμῶν ἦν, ἠγαπᾶτε ἂν ἐμέ· ἐγὼ γὰρ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθον καὶ ἥκω· οὐδὲ γὰρ ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ ἐλήλυθα, ἀλλ᾿ ἐκεῖνός με ἀπέστειλε.

Ιω. 8,42                    Απεκρίθη εις αυτούς ο Ιησούς· “εάν πράγματι ο Θεός ήτο πατήρ σας, θα αγαπούσατε εμέ· διότι εγώ έχω προέλθει από τον Θεόν και έχω έλθει εις σας με την ενανθρώπησίν μου. Διότι και στον κόσμον δεν ήλθα από τον ευατόν μου, αλλά με έστειλεν Εκείνος.

Ιω. 8,43             διατί τὴν λαλιὰν τὴν ἐμὴν οὐ γινώσκετε; ὅτι οὐ δύνασθε ἀκούειν τὸν λόγον τὸν ἐμόν.

Ιω. 8,43                    Διατί δε δεν κατανοείτε και δεν δέχεσθε την διδασκαλίαν μου; Διότι, σας το λέγω εγώ, δεν ημπορείτε λόγω της αμαρτωλότητός σας να ακούετε με ηρεμίαν και με ευλάβειαν τα λόγια μου.

Ιω. 8,44             ὑμεῖς ἐκ τοῦ πατρὸς τοῦ διαβόλου ἐστέ, καὶ τὰς ἐπιθυμίας τοῦ πατρὸς ὑμῶν θέλετε ποιεῖν. ἐκεῖνος ἀνθρωποκτόνος ἦν ἀπ᾿ ἀρχῆς καὶ ἐν τῇ ἀληθείᾳ οὐχ ἕστηκεν, ὅτι οὐκ ἔστιν ἀλήθεια ἐν αὐτῷ· ὅταν λαλῇ τὸ ψεῦδος, ἐκ τῶν ἰδίων λαλεῖ, ὅτι ψεύστης ἐστὶ καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ.

Ιω. 8,44                    Σεις έχετε πατέρα τον διάβολον, από τον οποίον και κατάγεσθε και θέλετε να εκτελήτε τας πονηράς επιθυμίας του πατρός σας. Εκείνος από την αρχήν της δημιουργίας του ανθρώπου ήτο ανθρωποκτόνος και ποτέ δεν έχει σταθή ούτε και στέκεται εις την αλήθειαν, διότι δεν υπάρχει μέσα του, ούτε αλήθεια ούτε επιθυμία δια την αλήθειαν. Οταν λέγη το ψεύδος, το ανασύρει και το λέγει από τον ευατόν του, διότι είναι ψεύτης, και ο πατήρ και ο εφευρέτης του ψεύδους.

Ιω. 8,45             ἐγὼ δὲ ὅτι τὴν ἀλήθειαν λέγω, οὐ πιστεύετέ μοι.

Ιω. 8,45                    Εγώ όμως λέγω πάντοτε την αλήθειαν, και εν τούτοις σεις δεν με πιστεύετε, διότι ακριβώς σεις είσθε τέκνα του ψεύτου διαβόλου.

Ιω. 8,46             τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας; εἰ δὲ ἀλήθειαν λέγω, διατί ὑμεῖς οὐ πιστεύετέ μοι;

Ιω. 8,46                    Ποίος από σας είναι δυνατόν να με ελέγξη έστω και δια την παραμικροτέραν αμαρτίαν; Εάν δε εγώ, καθό αναμάρτητος, λέγω πάντοτε την αλήθειαν, διατί σεις δεν με πιστεύετε;

Ιω. 8,47             ὁ ὢν ἐκ τοῦ Θεοῦ τὰ ῥήματα τοῦ Θεοῦ ἀκούει· διὰ τοῦτο ὑμεῖς οὐκ ἀκούετε, ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἐστέ.

Ιω. 8,47                    Εκείνος που κατάγεται από τον Θεόν, ακούει με προσοχήν και ευλάβειαν τα λόγια του Θεού· δια τούτο σεις δεν δίδετε σημασίαν στους λόγους του Θεού, διότι δεν είσθε από τον Θεόν”.

Ιω. 8,48             ἀπεκρίθησαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ εἶπον αὐτῷ· οὐ καλῶς λέγομεν ἡμεῖς ὅτι Σαμαρείτης εἶ σὺ καὶ δαιμόνιον ἔχεις;

Ιω. 8,48                    Ωργισμένοι, διότι εθεώρησαν αυτά ύβριν εναντίον των οι Ιουδαίοι, απήντησαν και του είπαν· “καλά δεν λέγομεν ημείς, ότι είσαι Σαμαρείτης, δηλαδή εχθρός των Ιουδαίων, και ότι έχεις δαιμόνιον, που σε κινεί να λέγης αυτάς τας ύβρεις εναντίον μας;”

Ιω. 8,49             ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· ἐγὼ δαιμόνιον οὐκ ἔχω, ἀλλὰ τιμῶ τὸν πατέρα μου, καὶ ὑμεῖς ἀτιμάζετέ με.

Ιω. 8,49                    “Εγώ δεν έχω δαιμόνιον, αλλά με όσα λέγω και πράττω, τιμώ τον Πατέρα μου και σεις αντί να δεχθήτε όσα δια τον Πατέρα λέγω, με εξευτελίζετε και με υβρίζετε,

Ιω. 8,50             ἐγὼ δὲ οὐ ζητῶ τὴν δόξαν μου· ἔστιν ὁ ζητῶν καὶ κρίνων.

Ιω. 8,50                    Δεν δίδω όμως σημασίαν εις τας ύβρεις σας, διότι εγώ δεν ζητώ να δοξασθώ εκ μέρους των ανθρώπων. Υπάρχει ο Πατήρ, ο οποίος θέλει και ζητεί να με δοξάση και ο οποίος θα κρίνη ανάμεσα εις εμέ και εις σας.

Ιω. 8,51             ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐάν τις τὸν λόγον τὸν ἐμὸν τηρήσῃ, θάνατον οὐ μὴ θεωρήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα.

Ιω. 8,51                     Σας διαβεβαιώνω, ότι όποιος εφαρμόσει τα λόγια μου εις την ζωήν του, δεν θα αντικρύση ποτέ τον αιώνιον πνευματικόν θάνατον-δηλαδή τον χωρισμόν του από τον Θεόν-την αιωνίαν κόλασιν”.

Ιω. 8,52             εἶπον οὖν αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι· νῦν ἐγνώκαμεν ὅτι δαιμόνιον ἔχεις. Ἀβραὰμ ἀπέθανε καὶ οἱ προφῆται, καὶ σὺ λέγεις, ἐάν τις τὸν λόγον μου τηρήσῃ, οὐ μὴ γεύσηται θανάτου εἰς τὸν αἰῶνα;

Ιω. 8,52                    Είπαν τότε εις αυτόν οι Ιουδαίοι· “τώρα πλέον εκαταλάβαμε καλά, ότι έχεις δαιμόνιον. Ο Αβραάμ επέθανε και οι προφήται επέθαναν και συ λέγεις· Οποιος τηρήσει τον λόγον μου δεν θα παθάνη ποτέ;

Ιω. 8,53             μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἀβραάμ, ὅστις ἀπέθανε; καὶ οἱ προφῆται ἀπέθανον· τίνα σεαυτὸν σὺ ποιεῖς;

Ιω. 8,53                     Μηπως είσαι συ ανώτερος από τον πατέρα μας τον Αβραάμ, ο οποίος επέθανε; Και οι προφήται, που ετήρησαν το θέλημα του Θεού, και εκείνοι επέθαναν. Σαν ποιόν εσύ θεωρείς τον εαυτόν σου; Ποσον μεγάλον; Τι θέλεις να μας παραστήσης;”

Ιω. 8,54             ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· ἐὰν ἐγὼ δοξάζω ἐμαυτόν, ἡ δόξα μου οὐδέν ἐστιν· ἔστιν ὁ πατήρ μου ὁ δοξάζων με, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι Θεὸς ὑμῶν ἐστι,

Ιω. 8,54                    Απήντησεν ο Ιησούς· “εάν εγώ μόνος μου τιμώ και δοξάζω τον ευατόν μου, η δόξα μου, δεν είναι τίποτε. Υπάρχει όμως ο Πατήρ μου, ο οποίος με δοξάζει με τα θαύματα και τα σημεία τα οποία κάνω, και τον οποίον σεις, που με περιφρονείτε, λέγετε ότι είναι Θεός σας.

Ιω. 8,55             καὶ οὐκ ἐγνώκατε αὐτόν· ἐγὼ δὲ οἶδα αὐτόν. καὶ ἐὰν εἴπω ὅτι οὐκ οἶδα αὐτόν, ἔσομαι ὅμοιος ὑμῶν ψεύστης· ἀλλ᾿ οἶδα αὐτὸν καὶ τὸν λόγον αὐτοῦ τηρῶ.

Ιω. 8,55                     Εις την πραγματικότητα όμως δεν τον έχετε γνωρίσει. Εγώ όμως τον γνωρίζω. Και εάν είπω ότι δεν τον γνωρίζω, θα είμαι όμοιος με σας, ψεύτης. Αλλά τον γνωρίζω πολύ καλά και το θέλημα αυτού φυλάττω πάντοτε.

Ιω. 8,56             Ἀβραὰμ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδῃ τὴν ἡμέραν τὴν ἐμήν, καὶ εἶδε καὶ ἐχάρη.

Ιω. 8,56                    Ο Αβραάμ, ο πατέρας σας, γεμάτος αγαλλίασιν και χαράν επόθησε να ίδη την ημέραν της ενανθρωπήσεώς μου και την είδε και εχάρη”.

Ιω. 8,57             εἶπον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι πρὸς αὐτόν· πεντήκοντα ἔτη οὔπω ἔχεις καὶ Ἀβραὰμ ἑώρακας;

Ιω. 8,57                     Του είπαν τότε οι Ιουδαίοι· “δεν έχεις ακόμη ούτε πενήντα ετών ηλικίαν και είδες τον Αβραάμ, που έζησε εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια;”

Ιω. 8,58             εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, πρὶν Ἀβραὰμ γενέσθαι ἐγώ εἰμι.

Ιω. 8,58                    Τους είπε τότε ο Ιησούς· “σας διαβεβαιώνω, ότι πριν λάβη ύπαρξιν ο Αβραάμ εγώ υπάρχω. (Δηλαδή προαιωνίως υπάρχω)”.

Ιω. 8,59             ἦραν οὖν λίθους ἵνα βάλωσιν ἐπ᾿ αὐτόν. Ἰησοῦς δὲ ἐκρύβη, καὶ ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ διελθὼν διὰ μέσου αὐτῶν, καὶ παρῆγεν οὕτως.

Ιω. 8,59                    Αγανακτησμένοι τότε οι Ιουδαίοι επήραν λιθάρια, δια να ρίψουν εναντίον του. Ο δε Ιησούς εχάθη από τα μάτια των και εβγήκεν από τας αυλάς του ναού, περιπατώντας δια μέσου αυτών απαρατήρητος. Και εβάδιζεν έτσι, χωρίς να τον βλέπουν.

 

 

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 9

 

Ιω. 9,1              Καὶ παράγων εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς.

Ιω. 9,1                       Και καθώς επερνούσεν ο Κυριος κάποιον δρόμον της πόλεως, είδε ένα τυφλόν εκ γενετής.

Ιω. 9,2              καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ῥαββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ;

Ιω. 9,2                       Και τον ηρώτησαν οι μαθηταί του, λέγοντες· “Διδάσκαλε, ποιός ημάρτησε, αυτός η οι γονείς του, δια να γεννηθή τυφλός; (Το πρώτο είναι αδύνατον, το δεύτερον είναι άδικον. Τοτε διατί εγεννήθη τυφλός;)”

Ιω. 9,3              ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ.

Ιω. 9,3                       Απήντησεν ο Ιησούς· “ούτε αυτός ημάρτησε ούτε οι γονείς του. Αλλά εγεννήθη τυφλός, δια να φανερωθούν, με την θαυματουργικήν θεραπείαν, τα έργα του Θεού.

Ιω. 9,4              ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι.

Ιω. 9,4                       Εγώ πρέπει να εργάζωμαι τα έργα του Θεού, ο οποίος με έστειλεν στον κόσμον, έως ότου είναι ημέρα. Ερχεται η νύκτα δηλαδή η εκδημία από τον κόσμον αυτόν, κατά την οποίαν κανείς πλέον από τους ανθρώπους δεν ημπορεί να πραγματοποιή έργα.

Ιω. 9,5              ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ᾦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου.

Ιω. 9,5                       Εγώ, εφ' όσον ευρίσκομαι στον κόσμον, είμαι φως του κόσμου με την διδασκαλίαν μου, με τα θαύματά μου, με την ζωήν μου”.

Ιω. 9,6              ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ

Ιω. 9,6                       Αφού δε είπε αυτά έπτυσε κάτω, έκαμε πηλόν και έβαλε τον πηλόν στους οφθαλμούς του τυφλού

Ιω. 9,7              καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων.

Ιω. 9,7                       και του είπε· “πήγαινε και νίψου εις την δεξαμενήν του Σιλωάμ”-αυτό το όνομα μεταφράζεται εις την ελληνικήν απεσταλμένος. Επήγε τότε εκείνος και ενίφθη και ήλθε στο σπίτι του βλέπων.

Ιω. 9,8              Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν;

Ιω. 9,8                       Οι γείτονες, λοιπόν, και όσοι τον έβλεπαν προηγουμένως ότι ήτο τυφλός, έλεγαν· “δεν είναι αυτός, που εκάθητο και εζητούσε ελεημοσύνην;”

Ιω. 9,9              ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι.

Ιω. 9,9                       Αλλοι έλεγαν ότι “αυτός είναι”. Αλλοι δε ότι “κάποιος άλλος , όμοιος με αυτόν είναι”. Εκείνος όμως έλεγεν ότι “εγώ είμαι, ο τέως τυφλός”.

Ιω. 9,10             ἔλεγον οὖν αὐτῷ· πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί;

Ιω. 9,10                     Τοτε τον ερωτούσαν εκείνοι “πως ανοίχθησαν και εθεραπεύθηκαν τα μάτια σου;”

Ιω. 9,11             ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα.

Ιω. 9,11                      Απεκρίθη εκείνος και είπεν· “ένας άνθρωπος, λεγόμενος Ιησούς, έκαμε πηλόν, μου άλειψε τους οφθαλμούς και μου είπε· Πηγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και νίψου. Επήγα, ενίφθηκα και απέκτησα το φως μου”.

Ιω. 9,12             εἶπον οὖν αὐτῷ· ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; λέγει· οὐκ οἶδα.

Ιω. 9,12                     Του είπαν· “που είναι εκείνος;” Τους λέγει· “δεν ξέρω”.

Ιω. 9,13             Ἄγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν.

Ιω. 9,13                     Οδηγούν τότε τον τέως τυφλόν προς τους Φαρισαίους.

Ιω. 9,14             ἦν δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς.

Ιω. 9,14                     Ητο δε Σαββατον, όταν ο Ιησούς έκαμε τον πηλόν και άνοιξε τα μάτια του τυφλού.

Ιω. 9,15             πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω.

Ιω. 9,15                     Οι Φαρισαίοι τον ηρώτησαν και αυτοί πάλιν, πως απέκτησεν το φως του. Εκείνος δε τους είπεν· “ένας άνθρωπος έβαλε πηλόν επάνω εις τα μάτια μου και εγώ ενίφθηκα και τώρα βλέπω”.

Ιω. 9,16             ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. ἄλλοι ἔλεγον· πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς.

Ιω. 9,16                     Ελεγαν, λοιπόν, μερικοί από τους Φαρισαίους· “αυτός ο άνθρωπος δεν είναι από τον Θεόν, διότι δεν τηρεί την αργίαν του Σαββάτου”. Αλλοι έλεγαν· “πως είναι δυνατόν ένας αμαρτωλός άνθρωπος να κάνη τέτοια καταπληκτικά θαύματα;” Διχογνωμία και διαίρεσις έγινε μεταξύ των.

Ιω. 9,17             λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν.

Ιω. 9,17                     Λεγουν πάλιν στον τυφλόν· “συ τι λέγεις δια τον άνθρωπον αυτόν; Ζητούμεν την γνώμην σου, διότι τους ιδικούς σου οφθαλμούς άνοιξε”. Εκείνος απήντησεν· “λέγω, ότι είναι προφήτης”.

Ιω. 9,18             οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος

Ιω. 9,18                     Δεν επίστευσαν οι Ιουδαίοι δι' αυτόν ότι ήτο τυφλός και εθεραπεύθη, έως ότου εκάλεσαν τους γονείς του

Ιω. 9,19             καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες· οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; πῶς οὖν ἄρτι βλέπει;

Ιω. 9,19                     και τους ηρώτησαν, λέγοντες· “αυτός είναι ο υιός σας, δια τον οποίον σεις λέγετε ότι εγεννήθη τυφλός; Πως λοιπόν τώρα βλέπει;”

Ιω. 9,20             ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη·

Ιω. 9,20                    Απήντησαν δε οι γονείς αυτού και τους είπαν· “ξέρομεν καλά ότι αυτός είναι ο υιός μας και ότι εγεννήθη τυφλός.

Ιω. 9,21             πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει.

Ιω. 9,21                     Πως όμως τώρα βλέπει δεν ξέρομεν, η ποιός του άνοιξε τα μάτια ημείς δεν γνωρίζομεν. Αυτός ηλικίαν έχει, ερωτήσατέ τον, και αυτός δια τον ευατόν του θα σας ομιλήση”. (Δεν υπερασπίζονται οι γονείς τον Χριστόν, τον οποίον άλωστε και δεν είχαν ιδεί, αλλ' ούτε και τον κατηγορούν. Αφίνουν τον υιόν των, καθό ενήλικον και αρκετά ικανόν να υπερασπισθή τον ευεργέτην του).

Ιω. 9,22             ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις αὐτὸν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται.

Ιω. 9,22                    Ωμίλησαν δε έτσι οι γονείς του, διότι εφοβούντο τους Ιουδαίους· επειδή από καιρόν είχαν συμφωνήσει και αποφασίσει οι άρχοντες των Εβραίων να διωχθή και να μη γίνη δεκτός εις την συναγωγήν, όποιος θα ωμολογούσε ότι αυτός που κάνει τα θαύματα είναι ο Χριστός.

Ιω. 9,23             διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε.

Ιω. 9,23                    Δια τούτο και οι γονείς του τυφλού είπαν ότι “ο υιός μας ηλικίαν έχει, ερωτήσατέ τον”.

Ιω. 9,24             ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλός, καὶ εἶπον αὐτῷ· δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν.

Ιω. 9,24                    Εκάλεσαν τότε δευτέραν φοράν τον άνθρωπον, που ήτο τυφλός και του είπαν· “δόξασε τον Θεόν, ο οποίος σε εθεράπευσε, αλλά φυλάξου από τον άνθρωπον αυτόν, τον οποίον προηγουμένως ωνόμασες προφήτην. Ημείς που μελετώμεν το θέλημα του Θεού, γνωρίζομεν καλά και διαβεβαιώνομεν ότι αυτός ο άνθρωπος είναι αμαρτωλός”.

Ιω. 9,25             ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω.

Ιω. 9,25                    Απήντησε τότε εκείνος και τους είπε· “εάν είναι αμαρτωλός, δεν ηξεύρω, ένα μόνον ηξεύρω καλά· ότι ενώ ήμουν τυφλός, τώρα βλέπω”.

Ιω. 9,26             εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· τί ἐποίησέ σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς;

Ιω. 9,26                    Είπαν δε πάλιν εις αυτόν· “τι σου έκαμε; Πως σου εθεράπευσε τα μάτια;”

Ιω. 9,27             ἀπεκρίθη αὐτοῖς· εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι;

Ιω. 9,27                    Απήντησεν εις αυτούς· “προ ολίγου σας είπα και δεν το επροσέξατε· διατί θέλετε πάλιν να ακούσετε τα ίδια; Μηπως και σεις θέλετε να γίνετε μαθηταί του;”

Ιω. 9,28             ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον· σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί.

Ιω. 9,28                    Τον ύβρισαν τότε και με περιφρόνησιν του είπαν· “συ είσαι μαθητής εκείνου. Ημείς όμως είμεθα μαθηταί του Μωϋσέως.

Ιω. 9,29             ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν.

Ιω. 9,29                    Ημείς οι μορφωμένοι και άρχοντες του λαού, ξέρομεν ότι στον Μωϋσέα ωμίλησεν ο Θεός. Αυτός δε μας είναι άγνωστος και δεν γνωρίζομεν από που είνα και από που έρχεται”.

Ιω. 9,30             ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἐν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς.

Ιω. 9,30                    Απήντησεν ο άνθρωπος και τους είπεν· “εδώ είναι το παράδοξον· ότι σεις δεν ξέρετε από που είναι, εάν είναι από τον Θεόν η όχι, και όμως μου άνοιξε τα μάτια να βλέπω.

Ιω. 9,31             οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ᾿ ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει.

Ιω. 9,31                     Ξερομε δε όλοι πολύ καλά, ότι ο Θεός αμαρτωλούς δεν ακούει, αλλά αν κανείς είναι θεοσεβής και το θέλημα του Θεού πράττη αυτόν ο Θεός ακούει.

Ιω. 9,32             ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου.

Ιω. 9,32                    Από τότε δε που υπάρχει ο κόσμος έως σήμερα δεν έχει ακουσθή ποτέ ότι εθεράπευσε κάποιος άνθρωπος τους οφθαλμούς τυφλού εκ γενετής.

Ιω. 9,33             εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν.

Ιω. 9,33                     Εάν αυτός δεν ήτο σταλμένος από τον Θεόν, δεν θα ημπορούσε να κάνη ούτε το παραμικρόν θαύμα”.

Ιω. 9,34             ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω.

Ιω. 9,34                    Γεμάτοι αγανάκτησιν εκείνοι του απήντησαν· “εκ γενετής συ είσαι ζυμωμένος ολόκληρος με τας αμαρτίας και συ τολμάς να διδάσκης ημάς;” Και τον έβγαλαν έξω από τον τόπον της συνεδριάσεώς των.

Ιω. 9,35             Ἤκουσεν ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ;

Ιω. 9,35                     Ηκουσεν ο Ιησούς ότι τον έβγαλαν έξω και όταν τον ευρήκε, του είπε· “συ παρ' όλα όσα λέγουν οι άρχοντες των Εβραίων, πιστεύεις στον Υιόν του Θεού;”

Ιω. 9,36             ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν;

Ιω. 9,36                    Απήντησεν εκείνος και είπεν· “και ποιός είναι, Κυριε, δια πιστεύσω εις αυτόν;”

Ιω. 9,37             εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν.

Ιω. 9,37                     Του είπε δε ο Ιησούς· “και τον είδες και αυτός που ομιλεί μαζή σου εκείνος είναι”.

Ιω. 9,38             ὁ δὲ ἔφη· πιστεύω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.

Ιω. 9,38                    Αυτός δε, φωτισθείς από χάριν Θεού, είπε· “πιστεύω με όλην μου την ψυχήν, Κυριε”· και επροσκύνησε αυτόν ως απεσταλμένος πράγματι από τον Θεόν.

Ιω. 9,39             καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· εἰς κρῖμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσι καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται.

Ιω. 9,39                    Είπε τότε ο Ιησούς· “εγώ ήλθα στον κόσμον αυτόν, δια να γίνη κρίσις και διάκρισις μεταξύ των ανθρώπων, να ξεχωρίσουν οι αγαθοί από τους κακούς. Και έτσι αυτοί που θεωρούνται από τους γραμματείς και Φαρισαίους ότι είναι βυθισμένοι στο σκοτάδι της αγνοίας, ότι είναι τυφλοί και δεν βλέπουν, θα ίδουν το φως της αληθείας. Και εκείνοι που θεωρούν τον εαυτόν των φωτισμένον, θα καταντήσουν ένεκα της υψηλοφροσύνης των τυφλοί πνευματικώς”.

Ιω. 9,40             καὶ ἤκουσαν ἐκ τῶν Φαρισαίων ταῦτα οἱ ὄντες μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ εἶπον αὐτῷ· μὴ καὶ ἡμεῖς τυφλοί ἐσμεν;

Ιω. 9,40                    Και ήκουσαν αυτά μερικοί από τους Φαρισαίους, που έτυχε να βρίσκονται κοντά του, και του είπαν· “μήπως είμεθα και ημείς τυφλοί πνευματικώς;”

Ιω. 9,41             εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· εἰ τυφλοὶ ἦτε, οὐκ ἂν εἴχετε ἁμαρτίαν· νῦν δὲ λέγετε ὅτι βλέπομεν· ἡ οὖν ἁμαρτία ὑμῶν μένει.

Ιω. 9,41                     Τους είπε δε ο Ιησούς· “εάν ήσαστε τυφλοί και δεν εγνωρίζατε τας Γραφάς, δεν θα είχατε αμαρτίαν. Τωρα όμως λέγετε ότι· Γνωρίζομεν τας Γραφάς και βλέπομεν. Δια τούτο η αμαρτία σας μένει ασυγχώρητος, επειδή γίνεται με επίγνωσιν”.

 

 

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 10

 

Ιω. 10,1             Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ μὴ εἰσερχόμενος διὰ τῆς θύρας εἰς τὴν αὐλὴν τῶν προβάτων, ἀλλὰ ἀναβαίνων ἀλλαχόθεν, ἐκεῖνος κλέπτης ἐστὶ καὶ λῃστής·

Ιω. 10,1                      Σας διαβεβαιώνω, ότι εκείνος που δεν εισέρχεται εις την μάντραν των προβάτων από την θύραν, αλλά ανεβαίνει και πηδά, δια να μη τον αντιληφθούν, από άλλο μέρος, είναι κλέπτης και ληστής”. (Εκείνος που γίνεται ποιμήν των λογικών προβάτων αναξίως και παρανόμως, είναι ιερόσυλος εκμεταλλευτής και των πιστών και της Εκκλησίας).

Ιω. 10,2             ὁ δὲ εἰσερχόμενος διὰ τῆς θύρας ποιμήν ἐστι τῶν προβάτων.

Ιω. 10,2                     Εκείνος όμως, που εισέρχεται φανερά από την θύραν, είναι ο πραγματικός ποιμήν των προβάτων.

Ιω. 10,3             τούτῳ ὁ θυρωρὸς ἀνοίγει, καὶ τὰ πρόβατα τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούει, καὶ τὰ ἴδια πρόβατα καλεῖ κατ᾿ ὄνομα καὶ ἐξάγει αὐτά.

Ιω. 10,3                     Εις αυτόν ο θυρωρός ανοίγει την θύραν, και τα πρόβατα ακούουν και γνωρίζουν την φωνήν του, και αυτός καλεί τα πρόβατα το καθένα με το όνομά του, και τα βγάζει δια την βοσκήν.

Ιω. 10,4             καὶ ὅταν τὰ ἴδια πρόβατα ἐκβάλῃ, ἔμπροσθεν αὐτῶν πορεύεται, καὶ τὰ πρόβατα αὐτῷ ἀκολουθεῖ, ὅτι οἴδασι τὴν φωνὴν αὐτοῦ·

Ιω. 10,4                     Και όταν βγάλη τα πρόβατά του από την μάνδραν, πηγαίνει εμπρός από αυτά και τα πρόβατα τον ακολουθούν, διότι γνωρίζουν την φωνήν του.

Ιω. 10,5             ἀλλοτρίῳ δὲ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν, ἀλλὰ φεύξονται ἀπ᾿ αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν.

Ιω. 10,5                     Ξενον όμως δεν θα τον ακολουθήσουν, αλλά θα φύγουν από αυτόν, διότι δεν αναγνωρίζουν την φωνήν των ξένων. Εμέ, τον πραγματικόν και στοργικόν ποιμένα, με γνωρίζουν, με αναγνωρίζουν και με ακολουθούν τα πρόβατα. (Τους ψευδείς και ιδιοτελείς ποιμένας δεν έχουν την διάθεσιν και δεν θέλουν να τους ακολουθήσουν, διότι δεν τους αναγνωρίζουν ποιμένας των)”.

Ιω. 10,6             Ταύτην τὴν παροιμίαν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἐκεῖνοι δὲ οὐκ ἔγνωσαν τίνα ἦν ἃ ἐλάλει αὐτοῖς.

Ιω. 10,6                     Αυτήν την παραβολήν τους είπεν ο Ιησούς. Εκείνοι όμως δεν εκατάλαβαν, τι εσήμαιναν αυτά που τους έλεγε.

Ιω. 10,7             Εἶπεν οὖν πάλιν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἐγώ εἰμι ἡ θύρα τῶν προβάτων.

Ιω. 10,7                     Δια τούτο και πάλιν είπε προς αυτούς ο Ιησούς· “αληθινά και ειλικρινά σας λέγω, ότι εγώ είμαι η θύρα, από την οποίαν τα πρόβατα μπαίνουν εις την μάνδρα, δια να εύρουν ασφάλειαν και από την οποίαν βγαίνουν δια την βοσκήν.

Ιω. 10,8             πάντες ὅσοι ἦλθον πρὸ ἐμοῦ, κλέπται εἰσὶ καὶ λῃσταί· ἀλλ᾿ οὐκ ἤκουσαν αὐτῶν τὰ πρόβατα.

Ιω. 10,8                     Ολοι όσοι ήλθαν πριν από εμέ, χωρίς κανείς να τους αναθέση την ποίμανσιν των προβάτων, αλλά αυθαιρέτως μόνοι των επήραν το αξίωμα, αυτοί ήσαν κλέπται και λησταί. Τα πρόβατα όμως δεν τους ήκουσαν και ούτε τους ακολούθησαν.

Ιω. 10,9             ἐγώ εἰμι ἡ θύρα· δι᾿ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ, σωθήσεται, καὶ εἰσελεύσεται καὶ ἐξελεύσεται, καὶ νομὴν εὑρήσει.

Ιω. 10,9                     Εγώ είμαι η θύρα. Δι' εμού εάν κανείς εισέλθη, θα σωθή. Και θα εισέλθη εις την μάνδραν, δια να εύρη ασφάλειαν και ανάπαυσιν, και θα βγη, όταν είναι καιρός βοσκής και θα εύρη τροφήν.

Ιω. 10,10           ὁ κλέπτης οὐκ ἔρχεται εἰ μὴ ἵνα κλέψῃ καὶ θύσῃ καὶ ἀπολέσῃ· ἐγὼ ἦλθον ἵνα ζωὴν ἔχωσι καὶ περισσὸν ἔχωσιν.

Ιω. 10,10                   Ο κλέπτης δεν έρχεται, ει μη μόνον δια να κλέψη και να σφάξη και να καταστρέψη. Τετοιοι ήσαν οι κακοί ποιμένες του Ισραήλ. Εγώ όμως ήλθα, δια να έχουν τα πρόβατα ζωήν, δια να έχουν με το παραπάνω την τροφήν των και κάθε τι καλόν και χρήσιμον.

Ιω. 10,11           ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός. ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων·

Ιω. 10,11                    Εγώ είμαι ο ποιμήν ο καλός και πονετικός. Ο ποιμήν ο καλός και την ζωήν του ακόμα θυσιάζει δια να προφυλάξη τα πρόβατα από κάθε κίνδυνον.

Ιω. 10,12           ὁ μισθωτὸς δὲ καὶ οὐκ ὢν ποιμήν, οὗ οὐκ εἰσὶ τὰ πρόβατα ἴδια, θεωρεῖ τὸν λύκον ἐρχόμενον καὶ ἀφίησι τὰ πρόβατα καὶ φεύγει· καὶ ὁ λύκος ἁρπάζει αὐτὰ καὶ σκορπίζει τὰ πρόβατα.

Ιω. 10,12                   Ο μισθωτός δε βοσκός, που δεν είναι ιδικά του τα πρόβατα και τα βόσκει μόνον και μόνον δια τον μισθόν του, βλέπει τον λύκον να έρχεται και αφίνει τα πρόβατα και φεύγει. Και τότε ανενόχλητος ο λύκος αρπάζει, κατασπαράσσει και διασκορπίζει τα πρόβατα. (Οι ανάξιοι πνευματικοί ποιμένες, που έχουν το έργον των μόνον και μόνον ως προσδοφόρον επάγγελμα, δεν ενδιαφέρονται να προφυλάξουν τα λογικά πρόβατα από τον διάβολον και τα όργανά του).

Ιω. 10,13           ὁ δἑ μισθωτὸς φεύγει, ὅτι μισθωτός ἐστι καὶ οὐ μέλει αὐτῷ περὶ τῶν προβάτων.

Ιω. 10,13                   Ο μισθωτός βοσκός φεύγει, ακριβώς διότι είναι μισθωτός και δεν έχει καμμίαν διάθεσιν να εκθέση εις κίνδυνον την ζωήν του δια τα πρόβατα, διότι δεν ενδιαφέρεται δι' αυτά, παρά μόνον δια τον μισθόν του.

Ιω. 10,14           ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός, καὶ γινώσκω τὰ ἐμὰ καὶ γινώσκομαι ὑπὸ τῶν ἐμῶν,

Ιω. 10,14                   Εγώ είμαι ο καλός ποιμήν και γνωρίζω τα ιδικά μου πρόβατα και γνωρίζομαι από τα ιδικά μου.

Ιω. 10,15           καθὼς γινώσκει με ὁ πατὴρ κἀγὼ γινώσκω τὸν πατέρα, καὶ τὴν ψυχήν μου τίθημι ὑπὲρ τῶν προβάτων.

Ιω. 10,15                   Οπως με γνωρίζει και με αγαπά ο Πατήρ και εγώ επίσης γνωρίζω και αγαπώ τον Πατέρα, έτσι γνωρίζω και γνωρίζομαι από τα πρόβατα, έτσι αγαπώ και αγαπώμαι από τα πρόβατα, δια τούτο και παραδίδω την ψυχήν μου εις θάνατον χάριν των προβάτων.

Ιω. 10,16           καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω, ἃ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης· κἀκεῖνά με δεῖ ἀγαγεῖν, καὶ τῆς φωνῆς μου ἀκούσουσι, καὶ γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν.

Ιω. 10,16                   Εχω και άλλα πρόβατα, τα οποία δεν είναι από αυτήν την μάνδραν, δεν ανήκουν στο έθνος των Εβραίων. Και εκείνα πρέπει εγώ να τα οδηγήσω και να τα ποιμάνω μαζή με τα άλλα ως καλός ποιμήν. Και εκείνα θα με γνωρίσουν και όταν τα καλώ θα ακούσουν την φωνήν μου, όπως και τα άλλα· και θα γίνη έτσι μία ποίμνη, η Εκκλησία, και ένας ποιμήν, ο Χριστός.

Ιω. 10,17           διὰ τοῦτο ὁ πατήρ με ἀγαπᾷ, ὅτι ἐγὼ τίθημι τὴν ψυχήν μου, ἵνα πάλιν λάβω αὐτήν.

Ιω. 10,17                   Δια τούτο ο Πατήρ μου με αγαπά, διότι εγώ θυσιάζω την ζωήν μου προς χάριν των προβάτων, δια να την πάρω και πάλιν με την ανάστασίν μου και να είμαι ο αιώνιος ποιμήν και αρχιερεύς.

Ιω. 10,18           οὐδεὶς αἴρει αὐτὴν ἀπ᾿ ἐμοῦ, ἀλλ᾿ ἐγὼ τίθημι αὐτὴν ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ· ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι αὐτήν, καὶ ἐξουσίαν ἔχω πάλιν λαβεῖν αὐτήν· ταύτην τὴν ἐντολὴν ἔλαβον παρὰ τοῦ πατρός μου.

Ιω. 10,18                   Κανείς δεν έχει την δύναμιν να μου αφαιρέση την ζωήν. Αλλά εγώ από τον ευατόν μου και την θέλησίν μου θυσιάζω αυτήν. Εχω εξουσίαν να δώσω την ζωήν μου, και έχω εξουσίαν να την πάρω πάλιν. Αυτήν την εντολήν και την εξουσίαν έχω λάβει και ως άνθρωπος από τον Πατέρα μου”.

Ιω. 10,19           Σχίσμα οὖν πάλιν ἐγένετο ἐν τοῖς Ἰουδαίοις διὰ τοὺς λόγους τούτους.

Ιω. 10,19                   Υστερα, λοιπόν, από τους λόγους αυτούς του Κυρίου έγινεν αντιγνωμία και διαίρεσις μεταξύ των Ιουδαίων.

Ιω. 10,20           ἔλεγον δὲ πολλοὶ ἐξ αὐτῶν· δαιμόνιον ἔχει καὶ μαίνεται· τί αὐτοῦ ἀκούετε;

Ιω. 10,20                  Πολλοί από αυτούς έλεγαν· “έχει δαιμόνιον, ένεκα του οποίου είναι εκτός του ευατού του και παραλογίζεται. Τι τον ακούετε;”

Ιω. 10,21           ἄλλοι ἔλεγον· ταῦτα τὰ ῥήματα οὐκ ἔστι δαιμονιζομένου· μὴ δαιμόνιον δύναται τυφλῶν ὀφθαλμοὺς ἀνοίγειν;

Ιω. 10,21                   Αλλοι έλεγον· “αυτά τα λόγια δεν είναι λόγια δαιμονιζομένου. Επειτα ημείς τον βλέπομεν να κάνη και θαύματα· μήπως το δαιμόνιον ημπορεί να ανοίγη μάτια τυφλών;”

Ιω. 10,22           Ἐγένετο δὲ τὰ ἐγκαίνια ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις, καὶ χειμὼν ἦν·

Ιω. 10,22                  Εγινε δε αργότερα εις τα Ιεροσόλυμα η εορτή των εγκαινίων και ήτο χειμών, δηλαδή περί τα μέσα Δεκεμβρίου.

Ιω. 10,23           καὶ περιεπάτει ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ ἐν τῇ στοᾷ τοῦ Σολομῶντος.

Ιω. 10,23                   Και περιπατούσε ο Ιησούς μέσα εις την αυλήν του Σολομώντος.

Ιω. 10,24           ἐκύκλωσαν οὖν αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ἔλεγον αὐτῷ· ἕως πότε τὴν ψυχὴν ἡμῶν αἴρεις; εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός, εἰπὲ ἡμῖν παῤῥησίᾳ.

Ιω. 10,24                  Τον περιεκύκλωσαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι και έλεγαν εις αυτόν· “έως πότε θα κρατής την ψυχήν μας μετέωρον; Εως πότε θα μας κρατής εις απορίαν και αγωνίαν; Εάν συ είσαι πράγματι ο Χριστός που περιμένομεν, πες μας το καθαρά και φανερά”.

Ιω. 10,25           ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· εἶπον ὑμῖν, καὶ οὐ πιστεύετε· τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ πατρός μου, ταῦτα μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ·

Ιω. 10,25                   Απήντησε εις αυτούς ο Χριστός· “σας το είπα και δεν πιστεύετε. Αλλά και τίποτε αν δεν σας είχα πη, τα έργα, τα οποία εγώ κάνω εν ονόματι του Πατρός μου, αυτά μαρτυρούν δι' εμέ και αποδεικνύουν ότι είμαι ο Χριστός.

Ιω. 10,26           ἀλλ᾿ ὑμεῖς οὐ πιστεύετε· οὐ γάρ ἐστε ἐκ τῶν προβάτων τῶν ἐμῶν, καθὼς εἶπον ὑμῖν.

Ιω. 10,26                  Αλλά σεις δεν πιστεύετε ούτε εις τα λόγια μου ούτε εις τα έργα μου. Και τούτο, διότι λόγω της κακής σας διαθέσεως και της αμαρτωλής καταστάσεώς σας, δεν ανήκετε εις τα πρόβατά μου όπως σας είχα πη.

Ιω. 10,27           τὰ πρόβατα τὰ ἐμὰ τῆς φωνῆς μου ἀκούει, κἀγὼ γινώσκω αὐτά, καὶ ἀκολουθοῦσί μοι,

Ιω. 10,27                   Τα δικά μου πρόβατα ακούουν με χαράν και με υποταγήν την φωνήν μου και εγώ τα γνωρίζω ότι είναι δικά μου και με ακολουθούν.

Ιω. 10,28           κἀγὼ ζωὴν αἰώνιον δίδωμι αὐτοῖς, καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ οὐχ ἁρπάσει τις αὐτὰ ἐκ τῆς χειρός μου.

Ιω. 10,28                  Και εγώ ανταμείβων την υπακοήν των, τους δίδω την αιωνίαν ζωήν και δεν θα χαθούν ποτέ και κανείς δεν θα τα αρπάξη από τα χέρια μου.

Ιω. 10,29           ὁ πατήρ μου, ὃς δέδωκέ μοι, μείζων πάντων ἐστί, καὶ οὐδεὶς δύναται ἁρπάζειν ἐκ τῆς χειρὸς τοῦ πατρός μου.

Ιω. 10,29                  Ο Πατήρ μου, ο οποίος μου έχει δώσει τα πρόβατα είναι ανώτερος και ισχυρότερος από όλους, είναι ο παντοδύναμος Θεός. Και κανείς, ούτε αι λεγεώνες των πονηρών πνευμάτων, δεν ημπορούν να αρπάξουν τα πρόβατα από το χέρι του.

Ιω. 10,30           ἐγὼ καὶ ὁ πατὴρ ἕν ἐσμεν.

Ιω. 10,30                   Με την ιδίαν δύναμιν και εξουσίαν και αγάπην ποιμαίνω και εγώ και κρατώ τα πρόβατα, διότι εγώ και ο Πατήρ είμεθα ένα, έχομεν την αυτήν φύσιν και ουσίαν, τα ίδια άπειρα ιδιώματα”.

Ιω. 10,31           Ἐβάστασαν οὖν πάλιν λίθους οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα λιθάσωσιν αὐτόν.

Ιω. 10,31                   Οταν οι Ιουδαίοι τον άκουσαν να λέγη ότι είνα ένα με τον Θεόν, επήραν πάλιν λιθάρια, δια να τον λιθοβολήσουν.

Ιω. 10,32           ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· πολλὰ καλὰ ἔργα ἔδειξα ὑμῖν ἐκ τοῦ πατρός μου· διὰ ποῖον αὐτῶν ἔργον λιθάζετέ με;

Ιω. 10,32                   Απήντησε τότε εις αυτούς ο Ιησούς· “πολλά καλά έργα έδειξα και έκανα εις εσάς που προέρχονται από τον Πατέρα. Δια ποίον από όλα είσθε έτοιμοι να με λιθοβολήσετε;”

Ιω. 10,33           ἀπεκρίθησαν αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι λέγοντες· περὶ καλοῦ ἔργου οὐ λιθάζομέν σε, ἀλλὰ περὶ βλασφημίας, καὶ ὅτι σὺ ἄνθρωπος ὢν ποιεῖς σεαυτὸν Θεόν.

Ιω. 10,33                   Απήντησαν εις αυτόν οι Ιουδαίοι, λέγοντες· “δεν σε λιθοβολούμεν δια καλόν έργον, αλλά δια την φοβεράν βλασφημίαν που είπες, διότι ενώ συ είσαι άνθρωπος, κάνστον εαυτόν σου Θεόν και λέγεις ότι είσαι ένα με τον Θεόν”.

Ιω. 10,34           ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· οὐκ ἔστι γεγραμμένον ἐν τῷ νόμῳ ὑμῶν, ἐγὼ εἶπα, θεοί ἐστε;

Ιω. 10,34                   Τους απήντησεν ο Ιησούς· “στον νόμον σας, εκεί που ομιλεί ο Θεός προς τους δικαστάς, δεν είναι γραμμένον· Εγώ είπα, είσθε θεοί;

Ιω. 10,35           εἰ ἐκείνους εἶπε θεούς, πρὸς οὓς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐγένετο, καὶ οὐ δύναται λυθῆναι ἡ γραφή,

Ιω. 10,35                   Εάν η Γραφή ωνόμασε θεούς τους δικαστάς εκείνους, τους οποίους εκάλεσε εις αυτό το έργον ο Θεός-και δεν είναι δυνατόν να καταλυθή η Γραφή-

Ιω. 10,36           ὃν ὁ πατὴρ ἡγίασε καὶ ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον, ὑμεῖς λέγετε ὅτι βλασφημεῖς, ὅτι εἶπον, υἱὸς τοῦ Θεοῦ εἰμι;

Ιω. 10,36                   εις εκείνον, τον οποίον ο Πατήρ καθιέρωσε δια το μέγα έργον του Μεσσίου και τον έστειλε στον κόσμον, σεις λέγετε ότι βλασφημείς, επειδή είπα ότι είμαι Υιός του Θεού;

Ιω. 10,37           εἰ οὐ ποιῶ τὰ ἔργα τοῦ πατρός μου, μὴ πιστεύετέ μοι·

Ιω. 10,37                   Εάν δεν κάνω τα υπερφυσικά έργα, τα οποία είναι έργα του Πατρός μου, τότε μη πιστεύετε εις εμέ.

Ιω. 10,38           εἰ δὲ ποιῶ, κἂν ἐμοὶ μὴ πιστεύητε, τοῖς ἔργοις πιστεύσατε, ἵνα γνῶτε καὶ πιστεύσητε ὅτι ἐν ἐμοὶ ὁ πατὴρ κἀγὼ ἐν αὐτῷ.

Ιω. 10,38                   Εφ' όσον όμως κάνω τα έργα του Πατρός μου, πιστεύσατε εις αυτά τα έργα και τότε θα εννοήσετε καλά και θα πιστεύσετε εις εμέ και θα βεβαιωθήτε, ότι εγώ ζω και υπάρχω εν τω Πατρί, όπως και ο Πατήρ ζη και υπάρχει εν εμοί”.

Ιω. 10,39           Ἐζήτουν οὖν πάλιν πιάσαι αὐτόν· καὶ ἐξῆλθεν ἐκ τῆς χειρὸς αὐτῶν.

Ιω. 10,39                   Εζητούσαν και πάλιν οι Ιουδαίοι να τον πιάσουν, αλλά αυτός έφυγεν ανάμεσα από τα χέρια των.

Ιω. 10,40           Καὶ ἀπῆλθε πάλιν πέραν τοῦ Ἰορδάνου, εἰς τὸν τόπον ὅπου ἦν Ἰωάννης τὸ πρῶτον βαπτίζων, καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ.

Ιω. 10,40                  Και ανεχώρησε πάλιν πέρα από τον Ιορδάνην, εις τόπον, όπου κατ' αρχάς εβάπτιζεν ο Ιωάννης και έμεινεν εκεί.

Ιω. 10,41           καὶ πολλοὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν καὶ ἔλεγον ὅτι Ἰωάννης μὲν σημεῖον ἐποίησεν οὐδέν, πάντα δὲ ὅσα εἶπεν Ἰωάννης περὶ τούτου, ἀληθῆ ἦν.

Ιω. 10,41                   Και πολλοί ήλθαν προς αυτόν και έλεγαν μεταξύ των ότι ο Ιωάννης δεν έκαμε κανένα θαύμα, όλα δε όσα ο Ιωάννης είπε δι' αυτόν απεδείχθησαν αληθινά.

Ιω. 10,42           καὶ ἐπίστευσαν πολλοὶ ἐκεῖ εἰς αὐτόν.

Ιω. 10,42                  Και πολλοί επίστευσαν εις αυτόν.

 

 

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 11

 

Ιω. 11,1             Ἦν δέ τις ἀσθενῶν Λάζαρος ἀπὸ Βηθανίας, ἐκ τῆς κώμης Μαρίας καὶ Μάρθας τῆς ἀδελφῆς αὐτῆς.

Ιω. 11,1                      Ητο δε κάποιος ασθενής, ονόματι Λαζαρος, από την Βηθανίαν, από το χωρίον της Μαρίας και Μαρθας της αδελφής της.

Ιω. 11,2             ἦν δὲ Μαρία ἡ ἀλείψασα τὸν Κύριον μύρῳ καὶ ἐκμάξασα τοὺς πόδας αὐτοῦ ταῖς θριξὶν αὐτῆς, ἧς ὁ ἀδελφὸς Λάζαρος ἠσθένει.

Ιω. 11,2                      Η δε Μαρία ήτο εκείνη, που άλειψε τον Κυριον, ολίγας ημέρας προ της σταυρώσεως, με μύρον και εσπόγγισε τα πόδια του με τα μαλλιά της. Αυτής λοιπόν ο αδελφός Λαζαρος ήτο ασθενής.

Ιω. 11,3             ἀπέστειλαν οὖν αἱ ἀδελφαὶ πρὸς αὐτὸν λέγουσαι· Κύριε, ἴδε ὃν φιλεῖς ἀσθενεῖ.

Ιω. 11,3                      Εστειλαν τότε αι δύο αδελφαί προς τον Ιησούν ανθρώπους να τον ειδοποιήσουν, οι οποίοι του είπαν εκ μέρους των· “Κυριε, ιδού αυτός, τον οποίον τόσον πολύ αγαπάς, είναι ασθενής”.

Ιω. 11,4             ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· αὕτη ἡ ἀσθένεια οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον, ἀλλ᾿ ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ δι᾿ αὐτῆς.

Ιω. 11,4                      Οταν όμως ήκουσεν ο Ιησούς τούτο, είπεν· “αυτή η ασθένεια δεν είναι για θάνατο, αλλά δια να φανή η δόξα του Θεού και να δοξασθή ο Υιός του Θεού με την ασθένειαν αυτήν, διότι θα δοθή ευκαιρία άλλο μεγάλο θαύμα να πραγματοποιηθή”.

Ιω. 11,5             ἠγάπα δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν Μάρθαν καὶ τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς καὶ τὸν Λάζαρον.

Ιω. 11,5                      Ο δε Ιησούς αγαπούσε πολύ ολόκληρον αυτήν την οικογένειαν, δηλαδή την Μαρθαν και την αδελφήν της και τον Λαζαρον.

Ιω. 11,6             ὡς οὖν ἤκουσεν ὅτι ἀσθενεῖ, τότε μὲν ἔμεινεν ἐν ᾧ ἦν τόπῳ δύο ἡμέρας·

Ιω. 11,6                      Οταν, λοιπόν, ήκουσεν ότι ο Λαζαρος ασθενεί, τότε μεν έμεινεν στον τόπον, όπου ευρίσκετο, δύο ακόμη ημέρας.

Ιω. 11,7             ἔπειτα μετὰ τοῦτο λέγει τοῖς μαθηταῖς· ἄγωμεν εἰς τὴν Ἰουδαίαν πάλιν.

Ιω. 11,7                      Επειτα, αφού επέρασε και αυτό το χρονικόν διάστημα, λέγει στους μαθητάς του· “ας πάμε πάλιν εις την Ιουδαίαν”.

Ιω. 11,8             λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταί· ῥαββί, νῦν ἐζήτουν σε λιθάσαι οἱ Ἰουδαῖοι, καὶ πάλιν ὑπάγεις ἐκεῖ;

Ιω. 11,8                      Οι μαθηταί όμως του είπαν· “Διδάσκαλε, τώρα προ ολίγου εζητούσαν οι Ιουδαίοι να σε λιθοβολήσουν και συ πηγαίνεις πάλιν εκεί;”

Ιω. 11,9             ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· οὐχὶ δώδεκά εἰσιν ὧραι τῆς ἡμέρας; ἐάν τις περιπατῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ, οὐ προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς τοῦ κόσμου τούτου βλέπει·

Ιω. 11,9                      Απήντησεν ο Ιησούς· “δώδεκα δεν είναι αι ώραι της ημέρας; Οποιος περιπατεί κατά το διάστημα της ημέρας, δεν σκοντάπτει, διότι βλέπει με το φως του κόσμου τούτου. (Η ημέρα της ζωής μου εξακολουθεί ακόμη και εγώ προχωρώ στο έργον μου με βεβαιότητα και ασφάλειαν).

Ιω. 11,10           ἐὰν δέ τις περιπατῇ ἐν τῇ νυκτί, προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ.

Ιω. 11,10                    Εάν όμως κανείς περιπατή κατά την νύκτα, σκοντάπτει, διότι δεν υπάρχει εις αυτόν φως να τον φωτίζη. (Εις το σκοτάδι της αγνοίας και της πλάνης βαδίζουν όλοι όσοι επιμένουν εις την απιστίαν των και δεν θέλουν να δεχθούν το φως, που εγώ τους προσφέρω)”.

Ιω. 11,11           ταῦτα εἶπε, καὶ μετὰ τοῦτο λέγει αὐτοῖς· Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται· ἀλλὰ πορεύομαι ἵνα ἐξυπνήσω αὐτόν.

Ιω. 11,11                     Αυτά είπε και έπειτα τους λέγει· “ο Λαζαρος, ο φίλος μας, έχει κοιμηθή· αλλά εγώ πηγαίνω να τον εξυπνήσω”.

Ιω. 11,12           εἶπον οὖν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· Κύριε, εἰ κεκοίμηται, σωθήσεται.

Ιω. 11,12                    Οι μαθηταί, επειδή ενόμισαν ότι πρόκειται περί φυσικού ύπνου, του είπαν· “Κυριε, εάν έχη κοιμηθή, αυτό είναι δείγμα ότι πηγαίνει καλύτερα και θα σωθή από την ασθένειάν του”.

Ιω. 11,13           εἰρήκει δὲ ὁ Ἰησοῦς περὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ· ἐκεῖνοι δὲ ἔδοξαν ὅτι περὶ τῆς κοιμήσεως τοῦ ὕπνου λέγει.

Ιω. 11,13                    Ο Ιησούς όμως ωμιλούσε δια τον θάνατον του Λαζάρου. Αλλ' έκείνοι ενόμισαν ότι ομιλεί περί του φυσικού ύπνου.

Ιω. 11,14           τότε οὖν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς παῤῥησίᾳ· Λάζαρος ἀπέθανε,

Ιω. 11,14                    Τοτε, λοιπόν, τους είπε ο Ιησούς καθαρά· “ο Λαζαρος απέθανε.

Ιω. 11,15           καὶ χαίρω δι᾿ ὑμᾶς, ἵνα πιστεύσητε, ὅτι οὐκ ἤμην ἐκεῖ· ἀλλ᾿ ἄγωμεν πρὸς αὐτόν.

Ιω. 11,15                    Και χαίρω για σας, διότι αυτό το γεγονός θα σας κάμη να πιστεύσετε περισσότερον. Χαίρω διότι δεν ήμουν εκεί κατά την διάρκειαν της ασθενείας του, δια να του δώσω την υγείαν, αλλά πηγαίνω τώρα που είναι νεκρός, δια να τον αναστήσω και να ίδετε έτσι και σεις ένα άλλο μεγάλο θαύμα. Αλλά ας πάμε προς αυτόν”.

Ιω. 11,16           εἶπεν οὖν Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος τοῖς συμμαθηταῖς· ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς ἵνα ἀποθάνωμεν μετ᾿ αὐτοῦ.

Ιω. 11,16                    Τοτε, λοιπόν, ο Θωμάς-ο οποίος εις την ελληνικήν λέγεται Διδυμος-είπεν στους συμμαθητάς του· “ας πάμε και ημείς εκεί όπου περιμένουν οι εχθροί του να τον φονεύσουν, δια να πεθάνωμε μαζή του”.

Ιω. 11,17           Ἐλθὼν οὖν ὁ Ἰησοῦς εὗρεν αὐτὸν τέσσαρας ἡμέρας ἤδη ἔχοντα ἐν τῷ μνημείῳ.

Ιω. 11,17                    Οταν, λοιπόν, ήλθεν ο Ιησούς, ευρήκε τον Λαζαρον να έχη τέσσαρας πλέον ημέρας μέσα στον τάφον.

Ιω. 11,18           ἦν δὲ ἡ Βηθανία ἐγγὺς τῶν Ἱεροσολύμων ὡς ἀπὸ σταδίων δεκαπέντε,

Ιω. 11,18                    Η δε Βηθανία ευρίσκετο κοντά εις τα Ιεροσόλυμα, τρία περίπου χιλιόμετρα.

Ιω. 11,19           καὶ πολλοὶ ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐληλύθεισαν πρὸς τὰς περὶ Μάρθαν καὶ Μαρίαν ἵνα παραμυθήσωνται αὐτὰς περὶ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῶν.

Ιω. 11,19                    Και πολλοί από τους Ιουδαίους είχαν έλθει προς τας αδελφάς, Μαρθαν και Μαρίαν, που τας εσυντρόφευαν κατά τας ημέρας εκείνας και άλλοι, δια να τας παρηγορήσουν δια τον θάνατον του αδελφού των.

Ιω. 11,20           ἡ οὖν Μάρθα ὡς ἤκουσεν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔρχεται, ὑπήντησεν αὐτῷ· Μαρία δὲ ἐν τῷ οἴκῳ ἐκαθέζετο.

Ιω. 11,20                   Η Μαρθα λοιπόν μόλις άκουσε, ότι έρχεται ο Ιησούς, έτρεξε αμέσως να τον συναντήση. Η δε Μαρία έμενεν στο σπίτι.

Ιω. 11,21           εἶπεν οὖν ἡ Μάρθα πρὸς τὸν Ἰησοῦν· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει.

Ιω. 11,21                    Είπε, λοιπόν, η Μαρθα προς τον Ιησούν· “Κυριε, εάν ήσουνα εδώ, δεν θα επέθαινεν ο αδελφός μου.

Ιω. 11,22           ἀλλὰ καὶ νῦν οἶδα ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεόν, δώσει σοι ὁ Θεός.

Ιω. 11,22                   Αλλά και τώρα, ξέρω ότι όσα και αν ζητήσης από τον Θεόν, θα σου τα δώση ο Θεός”.

Ιω. 11,23           λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου.

Ιω. 11,23                   Λεγει εις αυτήν ο Ιησούς· “θα αναστηθή ο αδελφός σου”.

Ιω. 11,24           λέγει αὐτῷ Μάρθα· οἶδα ὅτι ἀναστήσεται ἐν τῇ ἀναστάσει ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ.

Ιω. 11,24                   Είπε τότε εις αυτόν η Μαρθα· “ξέρω ότι θα αναστηθή κατά την γενικήν ανάστασιν, κατά την μεγάλην εκείνην και επίσημον ημέραν”.

Ιω. 11,25           εἶπεν αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή.

Ιω. 11,25                   Της είπεν ο Ιησούς· “εγώ είμαι η ανάστασις και η ζωη.

Ιω. 11,26           ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα. πιστεύεις τοῦτο;

Ιω. 11,26                   Εκείνος που πιστεύει εις εμέ, και αν πεθάνη σωματικώς, θα ζήση πνευματικώς εις την μακαρίαν ζωήν, θα λάβη δε αναστημένον, άφθαρτον και αιώνιον το σώμα του. Και καθένας που ζη εις την παρούσαν ζωήν και πιστεύει εις εμέ, δεν θα πεθάνη ποτέ, αλλά θα ζη πνευματικώς στον αιώνα, ο δε σωματικός του θάνατος θα είναι η γέφυρα, που θα τον μεταφέρη εις την αιωνιότητα. Πιστεύς τούτο;”

Ιω. 11,27           λέγει αὐτῷ· ναί, Κύριε, ἐγὼ πεπίστευκα ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐρχόμενος.

Ιω. 11,27                   Είπε εις αυτόν η Μαρθα· “ναι, Κυριε, εγώ έχω πιστεύσει ότι συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, ο οποίος σύμφωνα με τας προφητείας θα ήρχετο στον κόσμον, δια να σώση τον κόσμον. Δι' αυτό και πιστεύω όλα όσα λέγεις”.

Ιω. 11,28           καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἀπῆλθε καὶ ἐφώνησε Μαρίαν τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς λάθρᾳ εἰποῦσα· ὁ διδάσκαλος πάρεστι καὶ φωνεῖ σε.

Ιω. 11,28                   Και αφού είπεν αυτά έφυγε, εκάλεσε την αδελφήν της και της είπε κρυφά· “ο Διδάσκαλος είναι εδώ και σε φωνάζει”.

Ιω. 11,29           ἐκείνη ὡς ἤκουσεν, ἐγείρεται ταχὺ καὶ ἔρχεται πρὸς αὐτόν.

Ιω. 11,29                   Εκείνη μόλις ήκουσε, αμέσως σηκώνεται και έρχεται εις συνάντησίν του.

Ιω. 11,30           οὔπω δὲ ἐληλύθει ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν κώμην, ἀλλ᾿ ἦν ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ὑπήντησεν αὐτῷ ἡ Μάρθα.

Ιω. 11,30                   Ο δε Ιησούς δεν είχεν εισέλθει άκομα στο χωρίον, αλλά έμεινε στον τόπον, όπου τον είχε προϋπαντήσει η Μαρθα.

Ιω. 11,31           οἱ οὖν Ἰουδαῖοι οἱ ὄντες μετ᾿ αὐτῆς ἐν τῇ οἰκίᾳ καὶ παραμυθούμενοι αὐτήν, ἰδόντες τὴν Μαρίαν ὅτι ταχέως ἀνέστη καὶ ἐξῆλθεν, ἠκολούθησαν αὐτῇ, λέγοντες ὅτι ὑπάγει εἰς τὸ μνημεῖον ἵνα κλαύσῃ ἐκεῖ.

Ιω. 11,31                    Οι Ιουδαίοι, λοιπόν, που ήσαν μαζή της στο σπίτι και την παρηγορούσαν, όταν είδαν την Μαρίαν ότι εσηκώθη γρήγορα και εβγήκε έξω, την ηκολούθησαν λέγοντες ότι πηγαίνει στο μνημείον, δια να κλάψη εκεί τον αδελφόν της.

Ιω. 11,32           ἡ οὖν Μαρία ὡς ἦλθεν ὅπου ἦν ὁ Ἰησοῦς, ἰδοῦσα αὐτὸν ἔπεσε αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας λέγουσα αὐτῷ· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, οὐκ ἂν ἀπέθανέ μου ὁ ἀδελφός.

Ιω. 11,32                   Η Μαρία όμως αμέσως μόλις ήρθε στον τόπον, όπου ευρίσκετο ο Ιησούς, όταν τον είδε, έπεσεν εις τα πόδια του και του έλεγε “Κυριε, εάν ήσουνα εδώ, δεν θα μου επέθαινε ο αδελφός”.

Ιω. 11,33           Ἰησοῦς οὖν ὡς εἶδεν αὐτὴν κλαίουσαν καὶ τοὺς συνελθόντας αὐτῇ Ἰουδαίους κλαίοντας, ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι καὶ ἐτάραξεν ἑαυτόν,

Ιω. 11,33                    Ο Ιησούς όταν είδε αυτήν να κλαίη και τους Ιουδαίους, που είχαν έλθει μαζή της, να κλαίουν επίσης, επεβλήθη με μεγάλην δύναμιν επί του εσωτερικού του, δια να κρατήση την συγκίνησιν, η οποία τον επλημμύριζε

Ιω. 11,34           καὶ εἶπε· ποῦ τεθείκατε αὐτόν;

Ιω. 11,34                   και είπε με φωνήν ήρεμον· “που τον έχετε βάλει;”

Ιω. 11,35           λέγουσιν αὐτῷ· Κύριε, ἔρχου καὶ ἴδε. ἐδάκρυσεν ὁ Ἰησοῦς.

Ιω. 11,35                    Και εκείνοι του λέγουν· “Κυριε, έλα να ιδής”. Και καθώς επήγαιναν, εδάκρυσεν ο Ιησούς από συμπάθειαν δια τον βαθύν πόνον των δύο αδελφών.

Ιω. 11,36           ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι· ἴδε πῶς ἐφίλει αὐτόν·

Ιω. 11,36                   Οι Ιουδαίοι, όταν είδαν τα δάκρυα αυτά έλεγαν· “για κύτταξε, πόσον πολύ τον αγαπούσε!”

Ιω. 11,37           τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν εἶπον· οὐκ ἠδύνατο οὗτος, ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ, ποιῆσαι ἵνα καὶ οὗτος μὴ ἀποθάνῃ;

Ιω. 11,37                    Μερικοί δε από αυτούς είπαν· “αυτός που ήνοιξε τα μάτια του εκ γενετής τυφλού, δεν ημπορούσε να κάμη κάτι ενωρίτερα, δια να μη αποθάνη και αυτός; Διατί και εδώ δεν έκανε θαύμα, θεραπεύων την ασθένειαν του φίλου του; Εξαντλήθηκε η δύναμίς του;”

Ιω. 11,38           Ἰησοῦς οὖν, πάλιν ἐμβριμώμενος ἐν ἑαυτῷ, ἔρχεται εἰς τὸ μνημεῖον· ἦν δὲ σπήλαιον, καὶ λίθος ἐπέκειτο ἐπ᾿ αὐτῷ.

Ιω. 11,38                   Ο Ιησούς, λοιπόν, επιβαλλόμενος συνεχώς επί του εαυτού του, δια να μη εκδηλωθή η συγκίνησίς του, έρχεται στο μνημείον. Αυτό δε ήτο ένα σπήλαιον και εις την είσοδόν του είχε τοποθετηθή ένας βαρύς λίθος.

Ιω. 11,39           λέγει ὁ Ἰησοῦς· ἄρατε τὸν λίθον. λέγει αὐτῷ ἡ ἀδελφὴ τοῦ τεθνηκότος Μάρθα· Κύριε, ἤδη ὄζει· τεταρταῖος γάρ ἐστι.

Ιω. 11,39                   Λεγει ο Ιησούς· “σηκώστε τον λίθον αυτόν”. Του λέγει η αδελφή του νεκρού, η Μαρθα· “Κυριε, μυρίζει πλέον, διότι είναι τέσσαρες ημέρες αποθαμένος”.

Ιω. 11,40           λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· οὐκ εἶπόν σοι ὅτι ἐὰν πιστεύσῃς, ὄψει τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ;

Ιω. 11,40                   Της λέγει ο Ιησούς· “δεν σου είπα ότι εάν πιστεύσης, θα ίδης την δόξαν και το μεγαλείον του Θεού, όπως αυτά φαίνονται εις τα μεγάλα θαύματα που κάνω;”

Ιω. 11,41           ἦραν οὖν τὸν λίθον οὗ ἦν ὁ τεθνηκὼς κείμενος. ὁ δὲ Ἰησοῦς ἦρε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄνω καὶ εἶπε· πάτερ, εὐχαριστῶ σοι ὅτι ἤκουσάς μου.

Ιω. 11,41                    Επήραν, λοιπόν, τον λίθον από την είσοδον του σπηλαίου, όπου είχε τεθή ο πεθαμένος. Ο δε Ιησούς εσήκωσε τα μάτια του επάνω και είπε· “Πατερ μου, σ' ευχαριστώ, διότι με ήκουσες και θα γίνη και τούτο το θαύμα.

Ιω. 11,42           ἐγὼ δὲ ᾔδειν ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις· ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ με ἀπέστειλας.

Ιω. 11,42                   Εγώ εγνώριζα πολύ καλά ότι πάντοτε με ακούεις, αλλά είπα αυτό, δια να ακούση ο λαός που στέκεται εδώ γύρω και να πιστέψουν ότι συ με έχεις στείλει”.

Ιω. 11,43           καὶ ταῦτα εἰπὼν φωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω.

Ιω. 11,43                   Και αφού είπεν αυτά εφώναξε με μεγάλην φωνήν· “Λαζαρε έβγα έξω”.

Ιω. 11,44           καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας κειρίαις, καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ σουδαρίῳ περιεδέδετο. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· λύσατε αὐτὸν καὶ ἄφετε ὑπάγειν.

Ιω. 11,44                   Και αμέσως εβγήκεν ο πεθαμένος. Είχε δε τα πόδια και τα χέρια τυλιγμένα με λωρίδες από σεντόνι και το πρόσωπον τυλιγμένο με ένα ειδός πετσέτας, όπως εσυνήθιζαν να σαβανώνουν τότε οι Εβραίοι τους νεκρούς των. Λεγει εις αυτούς ο Ιησούς· “λύστε τον και αφήστε τον μόνον, χωρίς κανείς να τον βοηθήση, δια να υπάγη στο σπίτι”.

Ιω. 11,45           Πολλοὶ οὖν ἐκ τῶν Ἰουδαίων, οἱ ἐλθόντες πρὸς τὴν Μαρίαν καὶ θεασάμενοι ἃ ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν.

Ιω. 11,45                   Πολλοί τότε από τους Ιουδαίους, που είχαν έλθει να επισκεφθούν και παρηγορήσουν την Μαρίαν, όταν είδαν τα μεγάλα εκείνα θαύματα, που έκαμεν ο Ιησούς, επίστευσαν εις αυτόν.

Ιω. 11,46           τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν ἀπῆλθον πρὸς τοὺς Φαρισαίους καὶ εἶπον αὐτοῖς ἃ ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς.

Ιω. 11,46                   Μερικοί όμως άλλοι από αυτούς, μοχθηροί και άπιστοι, επήγαν στους Φαρισαίους και τους εγνωστοποίησαν όλα όσα έκαμεν εκεί ο Ιησούς.

Ιω. 11,47           συνήγαγον οὖν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι συνέδριον καὶ ἔλεγον· τί ποιοῦμεν, ὅτι οὗτος ὁ ἄνθρωπος πολλὰ σημεῖα ποιεῖ;

Ιω. 11,47                   Τοτε, λοιπόν, οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι εκάλεσαν εις συνεδρίασιν τα μέλη του συνεδρίου και έλεγαν· “τι κάνομεν τώρα; Πολλοί θα πιστεύσουν εις αυτόν, διότι ο άνθρωπος αυτός κάνει πολλά θαύματα.

Ιω. 11,48           ἐὰν ἀφῶμεν αὐτὸν οὕτω, πάντες πιστεύσουσιν εἰς αὐτόν, καὶ ἐλεύσονται οἱ Ῥωμαῖοι καὶ ἀροῦσιν ἡμῶν καὶ τὸν τόπον καὶ τὸ ἔθνος.

Ιω. 11,48                   Εάν τον αφήσωμεν έτσι ελεύθερον, θα εξακολουθή να κάνη θαύματα και όλοι οι Ιουδαίοι θα πιστεύσουν ότι είναι ο Μεσσίας και ο βασιλεύς των. Είναι δε βέβαιον, ότι θα παρασυθούν εις επανάστασιν και τότε οι Ρωμαίοι θα έλθουν εναντίον μας και θα καταλάβουν και την Ιερουσαλήμ και όλον το έθνος μας και θα μας υποδουλώσουν πλήρως εις την εξουσίαν των”.

Ιω. 11,49           εἷς δέ τις ἐξ αὐτῶν Καϊάφας, ἀρχιερεὺς ὢν τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐκείνου, εἶπεν αὐτοῖς· ὑμεῖς οὐκ οἴδατε οὐδέν,

Ιω. 11,49                   Ενας δε από αυτούς, Καϊάφας ονόματι, που ήτο αρχιερεύς κατά το ιστορικόν εκείνο έτος, τους είπε· “σεις δεν ξέρετε τίποτε

Ιω. 11,50           οὐδὲ διαλογίζεσθε ὅτι συμφέρει ἡμῖν ἵνα εἷς ἄνθρωπος ἀποθάνῃ ὑπὲρ τοῦ λαοῦ καὶ μὴ ὅλον τὸ ἔθνος ἀπόληται.

Ιω. 11,50                   ούτε και συλλογίζεσθε ότι μας συμφέρει να θανατωθή ένας άνθρωπος δια τον λαόν και να μη χαθή ολόκληρον το έθνος”.

Ιω. 11,51           τοῦτο δὲ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ οὐκ εἶπεν, ἀλλὰ ἀρχιερεὺς ὢν τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐκείνου προεφήτευσεν ὅτι ἔμελλεν ὁ Ἰησοῦς ἀποθνήσκειν ὑπὲρ τοῦ ἔθνους,

Ιω. 11,51                    Και είπε τούτο, αυτήν την αλήθειαν, όχι από τον ευατόν του, αλλά επειδή ήτο αρχιερεύς κατά το έτος εκείνο, επροφήτευσε, χωρίς να το καταλάβη, ότι έμελλε πράγματι ο Ιησούς, σύμφωνα με το σχέδιον του Θεού, να αποθάνη δια την σωτηρίαν του έθνους.

Ιω. 11,52           καὶ οὐχ ὑπὲρ τοῦ ἔθνους μόνον, ἀλλ᾿ ἵνα καὶ τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ τὰ διεσκορπισμένα συναγάγῃ εἰς ἕν.

Ιω. 11,52                   Και όχι μόνον δια την σωτηρίαν του Ιουδαϊκού έθνους, αλλά και δια να συναθροίση εις μίαν ποίμνην όλους τους διασκορπισμένους εις την οικουμένην καλοπροαιρέτους εθνικούς, οι οποίοι με την πίστιν εις αυτόν θα εγίνοντο τέκνα του Θεού.

Ιω. 11,53           ἀπ᾿ ἐκείνης οὖν τῆς ἡμέρας συνεβουλεύσαντο ἵνα ἀποκτείνωσιν αὐτόν.

Ιω. 11,53                    Υστερα, λοιπόν, από την ημέραν εκείνην, που είπε αυτά τα λόγια ο Καϊάφας, επήραν πλέον οριστικήν την απόφασιν τα μέλη του συνεδρίου να τον θανατώσουν.

Ιω. 11,54           Ἰησοῦς οὖν οὐκέτι παῤῥησίᾳ περιεπάτει ἐν τοῖς Ἰουδαίοις, ἀλλὰ ἀπῆλθεν ἐκεῖθεν εἰς τὴν χώραν ἐγγὺς τῆς ἐρήμου, εἰς Ἐφραὶμ λεγομένην πόλιν, κἀκεῖ διέτριβε μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ.

Ιω. 11,54                   Δια τούτο και ο Ιησούς δεν επεριπατούσε πλέον φανερά μεταξύ των Ιουδαίων, αλλά ανεχώρησεν από εκεί και ήλθεν εις μίαν περιοχήν πλησίον της ερήμου και συγκεκριμένα εις μίαν πόλιν, που ελέγετο Εφραίμ. Και εκεί έμενε με τους μαθητάς του.

Ιω. 11,55           ἦν δὲ ἐγγὺς τὸ πάσχα τῶν Ἰουδαίων, καὶ ἀνέβησαν πολλοὶ εἰς Ἱεροσόλυμα ἐκ τῆς χώρας πρὸ τοῦ πάσχα ἵνα ἁγνίσωσιν ἑαυτούς.

Ιω. 11,55                    Επλησίαζε δε το πάσχα των Ιουδαίων και πολλοί από τα διάφορα μέρη της Παλαιστίνης ανέβηκαν εις τα Ιεροσόλυμα, δια να εξαγνισθούν και καθαρισθούν από τον μολυσμόν της αμαρτίας προ του πάσχα, με διαφόρους τελετάς και θυσίας, όπως εσυνήθιζαν.

Ιω. 11,56           ἐζήτουν οὖν τὸν Ἰησοῦν καὶ ἔλεγον μετ᾿ ἀλλήλων ἐν τῷ ἱερῷ ἑστηκότες· τί δοκεῖ ὑμῖν, ὅτι οὐ μὴ ἔλθῃ εἰς τὴν ἑορτήν;

Ιω. 11,56                   Αναζητούσαν, λοιπόν, τον Ιησούν και έλεγαν μεταξύ των καθώς εσύχναζαν και εστέκοντο εις τας αυλάς του ναού· “τι νομίζετε; Ταχα δεν θα έλθη εις την εορτήν;”

Ιω. 11,57           δεδώκεισαν δὲ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι ἐντολὴν ἵνα ἐάν τις γνῷ ποῦ ἐστι, μηνύσῃ, ὅπως πιάσωσιν αὐτόν.

Ιω. 11,57                    Είχαν δε δώσει εντολήν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι, εάν κανείς μάθη που είναι ο Ιησούς, να το καταστήση γνωστόν εις αυτούς, δια να τον συλλάβουν.

 

 

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 12

 

Ιω. 12,1             Ὁ οὖν Ἰησοῦς πρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα ἦλθεν εἰς Βηθανίαν, ὅπου ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκώς, ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν.

Ιω. 12,1                      Ο δε Ιησούς, εξ ημέρας προ του πάσχα ήλθεν εις την Βηθανίαν, όπου ήτο ο Λαζαρος, ο οποίος είχε πεθάνει και τον οποίον είχε αναστήσει εκ νεκρών.

Ιω. 12,2             ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ, καὶ ἡ Μάρθα διηκόνει· ὁ δὲ Λάζαρος εἷς ἦν τῶν ἀνακειμένων σὺν αὐτῷ.

Ιω. 12,2                     Παρέθεσαν, λοιπόν, εις αυτόν δείπνον εκεί και η Μαρθα υπηρετούσε. Ο Λαζαρος ήτο ένας από τους συνδαιτυμόνας.

Ιω. 12,3             ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐξέμαξε ταῖς θριξὶν αὐτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ· ἡ δὲ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου.

Ιω. 12,3                     Εν τω μεταξύ η Μαρία επήρε μίαν λίτραν μύρου γνησίου και πολυτίμου, καμωμένου από το αρωματικόν φυτόν που λέγεται νάρδος, και άλειψε τα πόδια του Ιησού, τα οποία και εσπόγγισε κατόπιν με τας τρίχας της κεφαλής της. (Τούτο δε έκαμε από βαθείαν πίστιν προς τον Σωτήρα και από θερμήν ευγνωμοσύνην προς αυτόν, που είχεν αναστήσει τον αδελφόν της). Ολο δε το σπίτι εγέμισε από την ευωδίαν του μύρου.

Ιω. 12,4             λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Ἰούδας Σίμωνος Ἰσκαριώτης, ὁ μέλλων αὐτὸν παραδιδόναι·

Ιω. 12,4                     Λεγει τότε ένας από τους μαθητάς του Ιησού, ο Ιούδας, ο υιός του Σιμωνος ο Ισκαριώτης, ο οποίος μετ' ολίγον έμελε να τον παραδώση στους σταυρωτάς·

Ιω. 12,5             διατί τοῦτο τὸ μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καὶ ἐδόθη πτωχοῖς;

Ιω. 12,5                     “διατί το μύρον αυτό δεν επωλήθη αντί τριακοσίων δηναρίων, αντί εξήντα περίπου χρυσών λιρών και δεν εδόθη το αντίτιμόν του στους πτωχούς;”

Ιω. 12,6             εἶπε δὲ τοῦτο οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ᾿ ὅτι κλέπτης ἦν, καὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν.

Ιω. 12,6                     Είπε αυτό, όχι διότι είχε κανένα ενδιαφέρον δια τους πτωχούς, αλλά διότι ήτο κλέπτης, και είχε το κουτί των εισφορών, και εκρατούσε δια τον ευατόν του τα χρήματα, που έρριπταν εις αυτό.

Ιω. 12,7             εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς· ἄφες αὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό.

Ιω. 12,7                     Είπε τότε ο Ιησούς· “αφήστε ήσυχην αυτήν την γυναίκα· εφύλαξε το μύρον αυτό σαν να προησθάνετο και το εχρησιμοποίησε δι' εμέ τώρα, τας παραμονάς του ενταφιασμού μου.

Ιω. 12,8             τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ᾿ ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε.

Ιω. 12,8                     Διότι τους πτωχούς τους έχετε πάντοτε μαζή σας, εμέ όμως δεν με έχετε πάντοτε. Μετ' ολίγον θα παραδοθώ εις χείρας των σταυρωτών μου”.

Ιω. 12,9             Ἔγνω οὖν ὄχλος πολὺς ἐκ τῶν Ἰουδαίων ὅτι ἐκεῖ ἐστι, καὶ ἦλθον οὐ διὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον, ἀλλ᾿ ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἴδωσιν ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν.

Ιω. 12,9                     Επληροφορήθηκε τότε πολύς λαός από τους Ιουδαίους ότι ο Ιησούς ευρίσκετο εις την Βηθανίαν και ήλθαν εκεί, όχι μόνον δια τον Ιησούν, αλλά δια να ίδουν και τον Λαζαρον, τον οποίον είχεν αναστήσει εκ νεκρών.

Ιω. 12,10           ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν,

Ιω. 12,10                   Οι αρχιερείς όταν επληροφορήθησαν αυτά, απεφάσισαν να φονεύσουν και τον Λαζαρον,

Ιω. 12,11           ὅτι πολλοὶ δι᾿ αὐτὸν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐπίστευον εἰς τὸν Ἰησοῦν.

Ιω. 12,11                    διότι πολλοί από τους Ιουδαίους επήγαν δι' αυτόν εις την Βηθανίαν και όταν τον έβλεπαν ζωντανόν και υγιή, αναστημένον εκ νεκρών, επίστευαν στον Ιησούν.

Ιω. 12,12           Τῇ ἐπαύριον ὄχλος πολὺς ὁ ἐλθὼν εἰς τὴν ἑορτήν, ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα,

Ιω. 12,12                   Την άλλην ημέραν πολύς λαός, που είχε έλθει δια την εορτήν, όταν ήκουσαν ότι ο Ιησούς έρχεται εις τα Ιεροσόλυμα,

Ιω. 12,13           ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ, καὶ ἔκραζον· ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ.

Ιω. 12,13                   επήραν εις τα χέρια των κλάδους από φοίνικας και εβγήκαν να τον προϋπαντήσουν και εφώναζαν· “δόξα και τιμή εις αυτόν· ευλογημένος και δοξασμένος ας είναι αυτός που έρχεται εκ μέρους του Κυρίου, αυτός που είναι ο ένδοξος και αληθινός βασιλεύς του Ισραήλ.

Ιω. 12,14           εὑρὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὀνάριον ἐκάθισεν ἐπ᾿ αὐτό, καθώς ἐστι γεγραμμένον·

Ιω. 12,14                   Ευρήκε δε ο Ιησούς ένα πουλάρι και εκάθισεν επάνω εις αυτό, σύμφωνα με εκείνο που είναι γραμμένο εις τις προφητείες·

Ιω. 12,15           μὴ φοβοῦ, θύγατερ Σιών· ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται καθήμενος ἐπὶ πῶλον ὄνου.

Ιω. 12,15                   Μη φοβάσαι, Ιερουσαλήμ, κόρη της Σιών, ιδού ο βασιλεύς σου έρχεται ταπεινός, γλυκύς, γεμάτος αγάπην δια σε, καθισμένος επάνω εις πουλάρι όνου.

Ιω. 12,16           Ταῦτα δὲ οὐκ ἔγνωσαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ τὸ πρῶτον, ἀλλ᾿ ὅτε ἐδοξάσθη ὁ Ἰησοῦς, τότε ἐμνήσθησαν ὅτι ταῦτα ἦν ἐπ᾿ αὐτῷ γεγραμμένα, καὶ ταῦτα ἐποίησαν αὐτῷ.

Ιω. 12,16                   Τι εσήμαιναν τα λόγια και τα γεγονότα αυτά δεν είχαν εννοήσει οι μαθηταί του προηγουμένως, αλλ' όταν ο Ιησούς με την θριαμβευτικήν ανάστασιν του και την ένδοξον ανάληψίν του εδοξάσθη, τότε εθυμήθηκαν, ότι αυτά όλα είχαν γραφή από το Πνεύμα του Θεού δι' αυτόν και εις την εκπλήρωσιν αυτών συνείργησαν αυτοί και ο λαός, χωρίς να το ενοούν.

Ιω. 12,17           Ἐμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ ὢν μετ᾿ αὐτοῦ ὅτε τὸν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν.

Ιω. 12,17                   Κατά τας ώρας της μεγάλης εκείνης υποδοχής ο λαός, που ήτο μαζή του όταν ο Ιησούς εφώναξε τον Λαζαρον από το μνημείον και και τον ανέστησε εκ νεκρών, εμαρτυρούσε και επεβεβαίωνε εις τα άλλα πλήθη το μεγάλο αυτό θαύμα.

Ιω. 12,18           διὰ τοῦτο καὶ ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος, ὅτι ἤκουσαν τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον.

Ιω. 12,18                   Δι' αυτό δε και τα πολλά πλήθη του λαού τον προϋπήντησαν, διότι είχαν πληροφορηθή από αυτόπτας μάρτυρας, ότι αυτός είχε κάμει το μεγάλο τούτο θαύμα.

Ιω. 12,19           οἱ οὖν Φαρισαῖοι εἶπον πρὸς ἑαυτούς· θεωρεῖτε ὅτι οὐκ ὠφελεῖτε οὐδέν; ἴδε ὁ κόσμος ὀπίσω αὐτοῦ ἀπῆλθεν.

Ιω. 12,19                   Οι Φαρισαίοι είπον τότε μεταξύ των· “βλέπετε ότι δεν ωφελείσθε τίποτε με το να αναβάλλετε την σύλληψίν του; Ιδού ότι όλος ο κόσμος τώρα επήγε κοντά του”.

Ιω. 12,20           Ἦσαν δέ τινες Ἕλληνες ἐκ τῶν ἀναβαινόντων ἵνα προσκυνήσωσιν ἐν τῇ ἑορτῇ.

Ιω. 12,20                  Ησαν δε εκεί κατά τας ημέρας εκείνας μερικοί προσήλυτοι Ελληνες, οι οποίοι είχαν ανεβή εις τα Ιεροσόλυμα, δια να προσκυνήσουν κατά την εορτήν του Πασχα.

Ιω. 12,21           οὗτοι οὖν προσῆλθον Φιλίππῳ τῷ ἀπὸ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἠρώτων αὐτὸν λέγοντες· κύριε, θέλομεν τὸν Ἰησοῦν ἰδεῖν.

Ιω. 12,21                   Αυτοί, λοιπόν, ήλθαν στον Φιλιππον, που κατήγετο από την Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και τον παρακαλούσαν, λέγοντες· “κύριε, θέλομεν να ίδωμεν τον Ιησούν και να ομιλήσωμεν μαζή του”.

Ιω. 12,22           ἔρχεται Φίλιππος καὶ λέγει τῷ Ἀνδρέᾳ, καὶ πάλιν Ἀνδρέας καὶ Φίλιππος λέγουσι τῷ Ἰησοῦ·

Ιω. 12,22                  Ερχεται ο Φιλιππος και λέγει τούτο στον Ανδρέαν, μαζή δε κατόπιν, δια λόγους σεβασμού, ο Ανδρέας και ο Φιλιππος λέγουν στον Ιησούν ότι οι Ελληνες θέλουν να τον ίδουν.

Ιω. 12,23           ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίνατο αὐτοῖς λέγων· ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου.

Ιω. 12,23                   Ο δε Ιησούς απεκρίθη και τους είπε· “έφθασε τώρα η ωρισμένη από τον Θεόν ώρα, δια να δοξασθή με την σταύρωσιν και την ανάληψίν του ο υιός του ανθρώπου και να αναγνωρισθή ως Μεσσίας και Λυτρωτής από τους Ελληνας, οι οποίοι αυτήν την στιγμήν αντιπροσωπεύουν και όλον τον εθνικόν κόσμον.

Ιω. 12,24           ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει.

Ιω. 12,24                  Σας διαβεβαιώνω, εάν ο κόκκος του σιταριού δεν πέση στο χώμα και δεν αποθάνη, αυτός μένει μόνος. Εάν όμως σπαρή και ταφή εις την γην, τότε βλαστάνει και φέρει πολύν καρπόν. (Ετσι και εγώ θα αποθάνω επί του σταυρού, δια να φέρω με την μεγάλην αυτήν θυσίαν πολλήν καρποφορίαν).

Ιω. 12,25           ὁ φιλῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν, καὶ ὁ μισῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ, εἰς ζωὴν αἰώνιον φυλάξει αὐτήν.

Ιω. 12,25                   Εκείνος, που την αγαπά την ζωήν του και αποφεύγει να την θυσιάση, όταν το καθήκον το επιβάλλη, αυτός θα την χάση εις την αιωνιότητα. Και εκείνος, που χάριν του καθήκοντός του δεν υπολογίζει την ζωήν του στον κόσμον αυτόν, θα την εξασφαλίση και θα απολαύση την αιώνιον ζωήν.

Ιω. 12 ,26          ἐὰν ἐμοὶ διακονῇ τις, ἐμοὶ ἀκολουθείτω, καὶ ὅπου εἰμὶ ἐγώ, ἐκεῖ καὶ ὁ διάκονος ὁ ἐμὸς ἔσται· καὶ ἐάν τις ἐμοὶ διακονῇ, τιμήσει αὐτὸν ὁ πατήρ.

Ιω. 12,26                  Οποιος με υπηρετεί με πίστιν, ας με ακολουθήση με αυταπάρνησιν. Και όπου είμαι εγώ, μετά την σταύρωσιν εις την αιωνίαν δόξαν, εκεί θα είναι και ο ιδικός μου διάκονος. Μαθετε δε και τούτο, ότι εκείνον που με υπηρετεί, θα τον δοξάση ο Πατήρ.

Ιω. 12,27           Νῦν ἡ ψυχή μου τετάρακται, καὶ τί εἴπω; πάτερ, σῶσον με ἐκ τῆς ὥρας ταύτης. ἀλλὰ διά τοῦτο ἦλθον εἰς τὴν ὥραν ταύτην.

Ιω. 12,27                   Τωρα που πλησιάζει η μεγάλη ώρα του σταυρικού μου θανάτου, η ψυχή μου έχει ταραχθή από την τόσον φυσικήν οδύνην ένεκα του υψίστου αυτού μαρτυρίου. Και τι να είπω; Πατερ, γλύτωσέ με από την ώραν αυτήν. Αλλά δια τούτο ακριβώς έφθασα εις την ώραν αυτήν, δια να προσφέρω την μεγάλην λυτρωτικήν θυσίαν προς σωτηρίαν του κόσμου.

Ιω. 12,28           πάτερ, δόξασόν σου τὸ ὄνομα. ἦλθεν οὖν φωνὴ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ· καὶ ἐδόξασα καὶ πάλιν δοξάσω.

Ιω. 12,28                  Πατερ, με την θυσίαν και το όλον έργον μου, κάμε να δοξασθή το όνομά σου”. Ηλθε τότε φωνή από τον ουρανόν και είπε· “και εδόξασα το όνομά μου με όλην την μέχρι σήμερα αγιωτάτην ζωήν σου και δράσιν σου και πάλιν θα το δοξάσω με την λυτρωτικήν θυσίαν σου και την ένδοξον ανάστασίν σου”.

Ιω. 12,29           ὁ οὖν ὄχλος ὁ ἑστὼς καὶ ἀκούσας ἔλεγε βροντὴν γεγονέναι· ἄλλοι ἔλεγον· ἄγγελος αὐτῷ λελάληκεν.

Ιω. 12,29                  Ο λαός, που εστέκετο εκεί και ήκουσε την φωνήν, έλεγεν ότι έγινε βροντή. Αλλοι έλεγαν ότι άγγελος ωμίλησεν εις αυτόν.

Ιω. 12,30           ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· οὐ δι᾿ ἐμὲ αὕτη ἡ φωνὴ γέγονεν, ἀλλὰ δι᾿ ὑμᾶς.

Ιω. 12,30                   Απήντησεν ο Ιησούς και είπε· “η φωνή δεν έγινε δι' εμέ, αλλά έγινε για σας, δια να βεβαιωθήτε δηλαδή ότι πράγματι με έστειλε ο Θεός.

Ιω. 12,31           νῦν κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσμου τούτου, νῦν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου ἐκβληθήσεται ἔξω·

Ιω. 12,31                   Τωρα, που εγώ θα σταυρωθώ, κρίνεται ο κόσμος και θα ξεχωρίσουν οι πιστοί από τους απίστους. Τωρα ο άρχων του αμαρτωλού τούτου κόσμου θα κρημνισθή από την εξουσίαν του, θα χάση τους υπηκόους του και θα ριφθή έξω.

Ιω. 12,32           κἀγὼ ἐὰν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρὸς ἐμαυτόν.

Ιω. 12,32                   Τουναντίον όμως εγώ, εάν υψωθώ επάνω στον σταυρόν και δια του σταυρού αναληφθώ στους ουρανούς, όλους τους καλοπροαιρέτους Ιουδαίους και Ελληνας θα ελκύσω προς τον ευατόν μου”.

Ιω. 12,33           τοῦτο δὲ ἔλεγε σημαίνων ποίῳ θανάτῳ ἤμελλεν ἀποθνήσκειν.

Ιω. 12,33                   Ελεγε δε τούτο, υποδουλώνων τον σταυρικόν θάνατον, με τον οποίον επρόκειτο να πεθάνη.

Ιω. 12,34           ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ὄχλος· ἡμεῖς ἠκούσαμεν ἐκ τοῦ νόμου ὅτι ὁ Χριστὸς μένει εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ πῶς σὺ λέγεις, δεῖ ὑψωθῆναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου; τίς ἐστιν οὗτος ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου;

Ιω. 12,34                   Απήντησεν εις αυτόν ο λαός· “ημείς έχομεν πληροφορηθή από τον νόμον ότι ο Χριστός μένει αθάνατος στον αιώνα· και πως συ λέγεις ότι πρέπει να υψωθή επάνω στον σταυρόν ο υιός του ανθρώπου; Ποίος είναι αυτός ο υιός του ανθρώπου; Είναι ο Χριστός η όχι;”

Ιω. 12,35           εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἔτι μικρὸν χρόνον τὸ φῶς μεθ᾿ ὑμῶν ἐστι· περιπατεῖτε ἕως τὸ φῶς ἔχετε, ἵνα μὴ σκοτία ὑμᾶς καταλάβῃ· καὶ ὁ περιπατῶν ἐν τῇ σκοτίᾳ οὐκ οἶδε ποῦ ὑπάγει.

Ιω. 12,35                   Είπε τότε εις αυτούς ο Ιησούς· “ολίγον ακόμη χρόνον έχετε μαζή σας εμέ, που είμαι το φως του κόσμου· βαδίζετε, έως ότου έχετε το φως, δια να μη σας καταλάβη το σκοτάδι. Και εκείνος, που περιπατεί μέσα στο σκοτάδι, δεν ξέρει που πηγαίνει.

Ιω. 12,36           ἕως τὸ φῶς ἔχετε, πιστεύετε εἰς τὸ φῶς, ἵνα υἱοὶ φωτὸς γένησθε. Ταῦτα ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἀπελθὼν ἐκρύβη ἀπ᾿ αὐτῶν.

Ιω. 12,36                   Εως ότου έχετε μεταξύ σας το φως, πιστεύετε στο φως, δηλαδή εις εμέ, που είμαι το φως του κόσμου, δια να γίνετε και σεις παιδιά του φωτός, φωτισμένοι από την διδασκαλίαν μου”. Αυτά εδίδαξεν ο Ιησούς και εβγήκεν έξω από την Ιερουσαλήμ και εκρύβη από αυτούς, δια να μη εξερεθίζωνται περισσότερον οι εχθροί του.

Ιω. 12,37           Τοσαῦτα δὲ αὐτοῦ σημεῖα πεποιηκότος ἔμπροσθεν αὐτῶν οὐκ ἐπίστευον εἰς αὐτόν,

Ιω. 12,37                   Καίτοι δε τόσα πολλά θαύματα είχε κάμει ενώπιόν των, δεν επίστευαν ακόμη εις αυτόν.

Ιω. 12,38           ἵνα ὁ λόγος Ἡσαΐου τοῦ προφήτου πληρωθῇ ὃν εἶπε· Κύριε, τίς ἐπίστευσε τῇ ἀκοῇ ἡμῶν; καὶ ὁ βραχίων Κυρίου τίνι ἀπεκαλύφθη;

Ιω. 12,38                   Δια να πραγματοποιηθή η προφητεία του Ησαΐου, που είχεν είπει· “Κυριε, ποιός επίστευσεν στο ιδικόν μας κήρυγμα, που τους εκάμαμε να ακούσουν, και η δύναμις του Κυρίου, με τα τόσα θαύματά της, εις ποίον εφανερώθη;”

Ιω. 12,39           διὰ τοῦτο οὐκ ἠδύναντο πιστεύειν, ὅτι πάλιν εἶπεν Ἡσαΐας·

Ιω. 12,39                   Ενεκα δε αυτής της σκληροκαρδίας των, δεν ημπορούσαν να πιστεύσουν, διότι και πάλιν είχε προείπει ο Ησαΐας·

Ιω. 12,40           τετύφλωκεν αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ πεπώρωκεν αὐτῶν τὴν καρδίαν, ἵνα μὴ ἴδωσι τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ νοήσωσι τῇ καρδίᾳ καὶ ἐπιστραφῶσι, καὶ ἰάσομαι αὐτούς.

Ιω. 12,40                  “δια την κακίαν των παρεχωρησεν ο Θεός να τυφλωθούν τα μάτια της ψυχής των και να σκληρυνθή η καρδιάν των, δια να μην ίδουν με τα μάτια της ψυχής των τα θαυμαστά έργα και να μη εννοήσουν με την ασύνετον καρδιάν των και γυρίσουν μετανοημένοι εις εμέ, δια να τους θεραπεύσω”.

Ιω. 12,41           ταῦτα εἶπεν Ἡσαΐας ὅτε εἶδε τὴν δόξαν αὐτοῦ καὶ ἐλάλησε περὶ αὐτοῦ.

Ιω. 12,41                   Αυτά είπεν ο Ησαΐας, όταν εις ένα αποκαλυπτικόν όραμα είδε ένδοξον τον Χριστόν να κάθεται εις υψηλόν θρόνον και ωμίλησε έπειτα δι'αυτόν.

Ιω. 12,42           ὅμως μέντοι καὶ ἐκ τῶν ἀρχόντων πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν, ἀλλὰ διὰ τοὺς Φαρισαίους οὐχ ὡμολόγουν, ἵνα μὴ ἀποσυνάγωγοι γένωνται·

Ιω. 12,42                  Ομως και πολλοί από τους άρχοντας επίστευσαν εις αυτόν, αλλά δια τον φόβον των Φαρισαίων δεν ωμολογούσαν την πίστιν των, δια να μη διωχθούν από την συναγωγήν και γίνουν αποσυνάγωγοι.

Ιω. 12,43           ἠγάπησαν γὰρ τὴν δόξαν τῶν ἀνθρώπων μᾶλλον ἤπερ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.

Ιω. 12,43                   Και τούτο, διότι είχαν αγαπήσει την δόξαν και την τιμήν εκ μέρους των ανθρώπων περισσότερον, παρά την δόξαν και την τιμήν, που θα τους έδιδεν ο Θεός.

Ιω. 12,44           Ἰησοῦς δὲ ἔκραξε καὶ εἶπεν· ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ πιστεύει εἰς ἐμέ, ἀλλ᾿ εἰς τὸν πέμψαντά με,

Ιω. 12,44                  Ο Ιησούς δε εφώναξε δυνατά και είπε· “εκείνος που πιστεύει εις εμέ, δεν πιστεύει εις εμέ, αλλά στον Θεόν που με έστειλε.

Ιω. 12,45           καὶ ὁ θεωρῶν ἐμὲ θεωρεῖ τὸν πέμψαντά με.

Ιω. 12,45                   Και εκείνος που βλέπει εμέ με το φως της πίστεως, βλέπει εκείνον που με έστειλε.

Ιω. 12,46           ἐγὼ φῶς εἰς τὸν κόσμον ἐλήλυθα, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ ἐν τῇ σκοτίᾳ μὴ μείνῃ.

Ιω. 12,46                  Εγώ φως πνευματικόν ήλθα στον κόσμον, δια να μη μείνη στο σκοτάδι της πλάνης και της αμαρτίας κανένας από εκείνους που πιστεύουν εις εμέ.

Ιω. 12,47           καὶ ἐάν τίς μου ἀκούσῃ τῶν ῥημάτων καὶ μὴ πιστεύσῃ, ἐγὼ οὐ κρίνω αὐτόν· οὐ γὰρ ἦλθον ἵνα κρίνω τὸν κόσμον, ἀλλ᾿ ἵνα σώσω τὸν κόσμον.

Ιω. 12,47                   Και εάν κανείς ακούση τους λόγους μου και δεν τους πιστεύση, εγώ δεν καταδικάζω αυτόν. Διότι δεν ήλθα τώρα δια να κρίνω τον κόσμον, αλλά δια να σώσω τον κόσμον.

Ιω. 12,48           ὁ ἀθετῶν ἐμὲ καὶ μὴ λαμβάνων τὰ ῥήματά μου, ἔχει τὸν κρίνοντα αὐτόν· ὁ λόγος ὃν ἐλάλησα, ἐκεῖνος κρινεῖ αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ·

Ιω. 12,48                  Αυτός, που παρακούει εις εμέ και δεν δέχεται τα λόγια μου, έχει εκείνον, ο οποίος μέλλει να τον κρίνη· εκείνος δηλαδή που θα τον κρίνη και θα τον δικάση κατά την μεγάλην ημέραν της κρίσεως, θα είναι ο λόγος τον οποίον εγώ εκήρυξα.

Ιω. 12,49           ὅτι ἐγὼ ἐξ ἐμαυτοῦ οὐκ ἐλάλησα, ἀλλ᾿ ὁ πέμψας με πατὴρ αὐτός μοι ἐντολὴν ἔδωκε τί εἴπω καὶ τί λαλήσω·

Ιω. 12,49                  Διότι εγώ δεν εδίδαξα τίποτε από τον ευατόν μου, αλλά ο Πατήρ, ο οποίος με έστειλε στον κόσμον, εκείνος μου έδωσεν εντολήν τι να είπω και τι να διδάξω.

Ιω. 12,50           καὶ οἶδα ὅτι ἡ ἐντολὴ αὐτοῦ ζωὴ αἰώνιός ἐστιν. ἃ οὖν λαλῶ ἐγώ, καθὼς εἴρηκέ μοι ὁ πατήρ, οὕτω λαλῶ.

Ιω. 12,50                   Και γνωρίζω ότι η εντολή του Θεού είναι ζωή αιώνιος, διότι οδηγεί τον άνθρωπον εις την αιώνιον ζωήν. Εκείνα, λοιπόν, τα οποία εγώ λαλώ, σας τα διδάσκω, όπως ακριβώς μου τα έχει είπει ο Πατήρ.

 

 

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 13

 

Ιω. 13,1             Πρό δὲ τῆς ἑορτῆς τοῦ πάσχα εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐλήλυθεν αὐτοῦ ἡ ὥρα ἵνα μεταβῇ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου πρὸς τὸν πατέρα, ἀγαπήσας τοὺς ἰδίους τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ, εἰς τέλος ἠγάπησεν αὐτούς.

Ιω. 13,1                      Προ της εορτής δε του Πασχα, επειδή εγνώριζεν ο Ιησούς καθαρώτατα, ότι έφθασε η προσδιωρισμένη από τον Θεόν ώρα, να προσφέρη την μεγάλη θυσίαν και να μεταβή από τον κόσμον αυτόν προς τον Πατέρα, και τώρα με στοργικωτάτην και τελεία αγάπην ηγάπησε τους μαθητάς του, τους οποίους καθό ιδικούς του ιδιαιτέρως είχε αγαπήσει στον κόσμον αυτόν.

Ιω. 13,2             καὶ δείπνου γενομένου, τοῦ διαβόλου ἤδη βεβληκότος εἰς τὴν καρδίαν Ἰούδα Σίμωνος Ἰσκαριώτου ἵνα αὐτὸν παραδῷ,

Ιω. 13,2                     Και όταν είχε ετοιμασθή το δείπνον, όταν πλέον και ο διάβολος είχε βάλει μέσα εις την καρδίαν του Ιούδα του Ισκαριώτου, υιού του Σιμωνος, την κακήν σκέψιν και απόφασιν, να τον παραδώση στους εχθρούς του,

Ιω. 13,3             εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς ὅτι πάντα δέδωκεν αὐτῷ ὁ πατὴρ εἰς τὰς χεῖρας, καὶ ὅτι ἀπὸ Θεοῦ ἐξῆλθε καὶ πρὸς τὸν Θεὸν ὑπάγει,

Ιω. 13,3                     ο Ιησούς, αν και εγνώριζε πολύ καλά ότι ο Πατήρ του είχε παραδώσει τα πάντα εις τα χέρια του και ότι από τον Θεόν εξήλθε, δια να έλθη στον κόσμον και προς τον Θεόν τώρα επιστρέφει,

Ιω. 13,4             ἐγείρεται ἐκ τοῦ δείπνου καὶ τίθησι τὰ ἱμάτια, καὶ λαβὼν λέντιον διέζωσεν ἑαυτόν.

Ιω. 13,4                     παρά το θείον και άπειρον μεγαλείον του, σηκώνεται από το τραπέζι, δια να αναλάβη έργον δούλου και βγάζει τα εξωτερικά του ενδύματα και αφού επήρε μίαν ποδιάν, εζώσθη με αυτήν.

Ιω. 13,5             εἶτα βάλλει ὕδωρ εἰς τὸν νιπτῆρα, καὶ ἤρξατο νίπτειν τοὺς πόδας τῶν μαθητῶν καὶ ἐκμάσσειν τῷ λεντίῳ ᾧ ἦν διεζωσμένος.

Ιω. 13,5                     Επειτα ρίπτει νερό εις την λεκάνην, όπου έπλυναν τα πόδια οι άνθρωποι του σπιτιού και ήρχισε να πλύνη τα πόδια των μαθητών και να τα σπογγίζη με την πετσέτα, με την οποία ήτο ζωσμένος.

Ιω. 13,6             ἔρχεται οὖν πρὸς Σίμωνα Πέτρον, καὶ λέγει αὐτῷ ἐκεῖνος· Κύριε, σύ μου νίπτεις τοὺς πόδας;

Ιω. 13,6                     Ερχεται, λοιπόν, και προς τον Σιμωνα Πετρον και λέγει εις αυτόν εκείνος· “Κυριε, συ ο Διδάσκαλος και ο Κυριος θα μου πλύνης τα πόδια;”.

Ιω. 13,7             ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὃ ἐγὼ ποιῶ, σὺ οὐκ οἶδας ἄρτι, γνώσῃ δὲ μετὰ ταῦτα.

Ιω. 13,7                     Απήντησε ο Ιησούς και του είπε· “τι σημαίνει αυτό, το οποίον εγώ κάμνω, δεν το καταλαβαίνεις τώρα, θα το γνωρίσης και θα το εννοήσης ύστερα από αυτά”.

Ιω. 13,8             λέγει αὐτῷ Πέτρος· οὐ μὴ νίψῃς τοὺς πόδας μου εἰς τὸν αἰῶνα. ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἐὰν μὴ νίψω σε, οὐκ ἔχεις μέρος μετ᾿ ἐμοῦ.

Ιω. 13,8                     Λεγει εις αυτόν ο Πετρος· “ποτέ στον αιώνα τον άπαντα δεν θα δεχθώ να μου πλύνης εσύ τα πόδια”. Απήντησεν εις αυτόν ο Ιησούς· “εάν δεν σου πλύνω τώρα τα πόδια, εάν με ταπεινοφροσύνην και εμπιστοσύνην εις εμέ δεν υπακούσης, δεν είναι δυνατόν να έχης πλέον μέρος μαζή μου”.

Ιω. 13,9             λέγει αὐτῷ Σίμων Πέτρος· Κύριε, μὴ τοὺς πόδας μου μόνον, ἀλλὰ καὶ τὰς χεῖρας καὶ τὴν κεφαλήν.

Ιω. 13,9                     Λεγει εις αυτόν ο Σιμων Πετρος· “Κυριε, εάν η ανυπακοή μου αυτή πρόκειται να με χωρίση από σε, τότε πλύνε μου όχι μόνον τα πόδια, αλλά και τα χέρια και το κεφάλι”.

Ιω. 13,10           λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ὁ λελουμένος οὐ χρείαν ἔχει ἢ τοὺς πόδας νίψασθαι, ἀλλ᾿ ἔστι καθαρὸς ὅλος· καὶ ὑμεῖς καθαροί ἐστε, ἀλλ᾿ οὐχὶ πάντες.

Ιω. 13,10                   Του λέγει ο Ιησούς· “εκείνος που είναι λουσμένος εις ολόκληρον το σώμα, δεν έχει ανάγκην παρά μόνον τα πόδια να πλύνη, που λερώνονται εύκολα καθώς βαδίζει στον δρόμον, διότι είναι καθαρός κατά το υπόλοιπον σώμα. Και σεις, παρά τας μικράς ατελείας που παρουσιάζετε, είσθε καθαροί πνευματικώς. Αλλά όχι όλοι”.

Ιω. 13,11           ᾔδει γὰρ τὸν παραδιδόντα αὐτόν· διὰ τοῦτο εἶπεν· οὐχὶ πάντες καθαροί ἐστε.

Ιω. 13,11                    Και είπεν ο Κυριος ότι δεν είσθε καθαροί όλοι, διότι εγνώριζε εκείνον ο οποίος έμελλε να τον παραδώση.

Ιω. 13,12           Ὅτε οὖν ἔνιψε τοὺς πόδας αὐτῶν καὶ ἔλαβε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, ἀναπεσὼν πάλιν εἶπεν αὐτοῖς· γινώσκετε τί πεποίηκα ὑμῖν;

Ιω. 13,12                   Οταν, λοιπόν, έπλυνε τα πόδια των και ξαναφόρεσε τα εξωτερικά του ενδύματα, εκάθισε πάλιν κοντά στο τραπέζι και τους είπε· “γνωρίζετε τι νόημα έχει αυτό, το οποίον έκαμα εις σας;

Ιω. 13,13           ὑμεῖς φωνεῖτέ με, ὁ Διδάσκαλος καὶ ὁ Κύριος, καὶ καλῶς λέγετε· εἰμὶ γάρ.

Ιω. 13,13                    Θα σας το εξηγήσω. Σεις με ονομάζετε, ο Διδάσκαλος και ο Κυριος και καλά λέτε. Διότι πράγματι είμαι.

Ιω. 13,14           εἰ οὖν ἐγὼ ἔνιψα ὑμῶν τοὺς πόδας, ὁ Κύριος καὶ ὁ Διδάσκαλος, καὶ ὑμεῖς ὀφείλετε ἀλλήλων νίπτειν τοὺς πόδας.

Ιω. 13,14                   Εάν, λοιπόν, εγώ, ο Κυριος και ο Διδάσκαλος, έπλυνα τα πόδια σας, οφείλετε και σεις με ταπεινοφροσύνη και αγάπην να πλύνετε ο ένας του άλλου τα πόδια.

Ιω. 13,15           ὑπόδειγμα γὰρ δέδωκα ὑμῖν, ἵνα καθὼς ἐγὼ ἐποίησα ὑμῖν, καὶ ὑμεῖς ποιῆτε·

Ιω. 13,15                    Διότι εγώ σας έδωσα ένα τέλειον παράδειγμα, να πράττετε και σεις όπως και εγώ έπραξα εις σας.

Ιω. 13,16           ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ ἔστι δοῦλος μείζων τοῦ κυρίου αὐτοῦ, οὐδὲ ἀπόστολος μείζων τοῦ πέμψαντος αὐτόν.

Ιω. 13,16                   Σας διαβεβαιώνω, ότι δεν υπάρχει δούλος ανώτερος από τον κύριόν του ούτε απεσταλμένος μεγαλύτερος από εκείνον, που τον έστειλε. Εγώ είμαι ο Κυριος και ο Διδάσκαλος, σεις δε οι δούλοι και οι Απόστολοί μου. Εάν εγώ τόσον εταπεινώθηκα απέναντί σας, ώστε να πλύνω τα πόδια σας και σεις, που είσθε σύνδουλοι και συνάδελφοι μεταξύ σας, πρέπει να υπηρετήτε ο ένας τον άλλον με πρόθυμον ταπεινοφροσύνην και αγάπην.

Ιω. 13,17           εἰ ταῦτα οἴδατε, μακάριοί ἐστε ἐὰν ποιῆτε αὐτά.

Ιω. 13,17                    Εάν καταλαβαίνετε καλά αυτά που σας είπα, θα είσθε μακάριοι, εάν τα εφαρμόζετε.

Ιω. 13,18           οὐ περὶ πάντων ὑμῶν λέγω· ἐγὼ οἶδα οὓς ἐξελεξάμην· ἀλλ᾿ ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ, ὁ τρώγων μετ᾿ ἐμοῦ τὸν ἄρτον ἐπῆρεν ἐπ᾿ ἐμὲ τὴν πτέρναν αὐτοῦ.

Ιω. 13,18                   Και αυτά δεν τα λέγω δι' όλους σας, διότι δεν είσθε όλοι πρόθυμοι να τα τηρήσετε. Εγώ ευθύς εξ αρχής ξέρω πολύ καλά ποίας ποιότητος άνθρωποι ήσαν αυτοί τους οποίους εξέλεξα ως στενούς μου μαθητάς. Εγνώριζα πολύ καλά ότι και ένας ανάξιος εισεχώρησε μεταξύ σας, δια να εκπληρωθή έτσι η προφητεία της Γραφής· Εκείνος που τρώγει συνεχώς μαζή μου ως φίλος το ψωμί στο αυτό τραπέζι, εσήκωσε την πτέρναν του και με εκλώτσησε.

Ιω. 13,19           ἀπ᾿ ἄρτι λέγω ὑμῖν πρὸ τοῦ γενέσθαι, ἵνα ὅταν γένηται πιστεύσητε ὅτι ἐγώ εἰμι.

Ιω. 13,19                   Σας αναγγέλω αυτά από τώρα, πριν πραγματοποιηθούν, ώστε όταν η προδοσία γίνη, να πιστεύσετε ότι εγώ είμαι ο Χριστός, δια τον οποίον όλα αυτά είχαν προαναγγείλει οι προφήται.

Ιω. 13,20           ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ λαμβάνων ἐάν τινα πέμψω, ἐμὲ λαμβάνει, ὁ δὲ ἐμὲ λαμβάνων λαμβάνει τὸν πέμψαντά με.

Ιω. 13,20                   Σας διαβεβαιώνω, ότι εκείνος που δέχεται κάποιον που εγώ θα στείλω, δέχεται εμέ. Και εκείνος που δέχεται εμέ, δέχεται αυτόν που μ' έστειλε. Επομένως εκείνος που δέχεται σας τους μαθητάς και Αποστόλους μου, είναι ωσάν να δέχεται εμέ και τον Πατέρα”.

Ιω. 13,21           Ταῦτα εἰπὼν ὁ Ἰησοῦς ἐταράχθη τῷ πνεύματι, καὶ ἐμαρτύρησε καὶ εἶπεν· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει με.

Ιω. 13,21                   Αφού είπε αυτά ο Ιησούς, εταράχθη εσωτερικώς πολύ, διότι είδε με απέραντον λύπην το φρικτόν κατάντημα του προδότου μαθητού και καθαρά και ξάστερα εμαρτύρησε περί αυτού και είπε· “σας αποκαλύπτω και σας διαβεβαιώνω κατά τον πλέον επίσημον τρόπον, ότι ένας από σας θα με παραδώση”.

Ιω. 13,22           ἔβλεπον οὖν εἰς ἀλλήλους οἱ μαθηταί, ἀπορούμενοι περὶ τίνος λέγει.

Ιω. 13,22                   Εκύτταζαν τότε με ανησυχίαν και φόβον ο ένας τον άλλον οι μαθηταί και ευρίσκοντο εις απορίαν δια ποίον τα έλεγε αυτά ο Κυριος.

Ιω. 13,23           ἦν δὲ ἀνακείμενος εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ ἐν τῷ κόλπῳ τοῦ Ἰησοῦ, ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς·

Ιω. 13,23                   Κατά την ώραν εκείνην είχε γείρει στο στήθος του Ιησού ένας από τους μαθητάς του-ο Ιωάννης-τον οποίον ιδιαιτέρως αγαπούσε ο Ιησούς.

Ιω. 13,24           νεύει οὖν τούτῳ Σίμων Πέτρος πυθέσθαι τίς ἂν εἴη περὶ οὗ λέγει.

Ιω. 13,24                   Εκαμε, λοιπόν, νόημα εις αυτόν ο Σιμων Πετρος, να ερωτήση ποιός άράγε είναι αυτός, δια τον οποίον λέγει ο διδάσκαλος.

Ιω. 13,25           ἐπιπεσὼν δὲ ἐκεῖνος ἐπὶ τὸ στῆθος τοῦ Ἰησοῦ λέγει αὐτῷ· Κύριε, τίς ἐστιν;

Ιω. 13,25                   Αφού δε έπεσε με στοργήν και ευλάβειαν εκείνος στο στήθος του Ιησού, τον ηρώτησε· “Κυριε, ποιός είναι εκείνος που θα σε παραδώση;”

Ιω. 13,26           ἀποκρίνεται ὁ Ἰησοῦς· ἐκεῖνός ἐστιν ᾧ ἐγὼ βάψας τὸ ψωμίον ἐπιδώσω. καὶ ἐμβάψας τὸ ψωμίον δίδωσιν Ἰούδᾳ Σίμωνος Ἰσκαριώτῃ.

Ιω. 13,26                   Απεκρίθη ο Ιησούς· “είναι εκείνος προς τον οποίον εγώ, εις απόδειξιν της αγάπης μου, θα του δώσω ψωμί, αφού προηγουμένως το βουτήξω στον ζωμόν”. Και αφού πράγματι εβούτηξε στο πιάτο ένα κόμματι ψωμί, το έδωσεν στον Ιούδαν τον Ισκαριώτην, τον υιόν του Σιμωνος, δια να του δείξη με τον τρόπον αυτόν, ότι και αυτήν ακόμη την στιγμήν τον κατεδίωκε με την αγάπην και το έλεός του.

Ιω. 13,27           καὶ μετὰ τὸ ψωμίον τότε εἰσῆλθεν εἰς ἐκεῖνον ὁ σατανᾶς. λέγει οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ὃ ποιεῖς, ποίησον τάχιον.

Ιω. 13,27                   Και στον Ιούδαν, αφού επήρε το ψωμί από τα χέρια του Διδασκάλου, εισήλθεν εις αυτόν ο σατανάς και τον εκυρίευσε εξ ολοκλήρου. Αδιόρθωτον καθώς τον είδε ο Κυριος, του είπε· “αυτό που πρόκειται να κάμης, κάμε το το ταχύτερον”.

Ιω. 13,28           τοῦτο δὲ οὐδεὶς ἔγνω τῶν ἀνακειμένων πρὸς τί εἶπεν αὐτῷ·

Ιω. 13,28                   Αυτόν τον τελευταίον λόγον κανείς από τους μαθητάς, που εκάθητο στο τραπέζι, δεν εκατάλαβε, προς ποίον σκοπόν τον είπε ο Κυριος.

Ιω. 13,29           τινὲς γὰρ ἐδόκουν, ἐπεὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχεν ὁ Ἰούδας, ὅτι λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, ἀγόρασον ὧν χρείαν ἔχομεν εἰς τὴν ἑορτήν, ἢ τοῖς πτωχοῖς ἵνα τι δῶ.

Ιω. 13,29                   Επειδή δε ο Ιούδας είχε το κουτί του κοινού ταμείου, μερικοί ενόμισαν ότι του είπε ο Ιησούς· Αγόρασε αυτά που μας χρειάζονται δια την εορτήν η ότι του είπε να δώση κάτι στους πτωχούς.

Ιω. 13,30           λαβὼν οὖν τὸ ψωμίον ἐκεῖνος εὐθέως ἐξῆλθεν· ἦν δὲ νύξ.

Ιω. 13,30                   Οταν, λοιπόν, εκείνος επήρε το ψωμί, εβγήκε αμέσως έξω από το υπερώον. Είχε δε πέσει πλέον η νύκτα όταν η σκοτεινή και φρικτή νύκτα της αποστασίας και της προδοσίας είχε κυριεύσει τον Ιούδαν.

Ιω. 13,31           Ὅτε οὖν ἐξῆλθε, λέγει ὁ Ἰησοῦς· νῦν ἐδοξάσθη ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ὁ Θεὸς ἐδοξάσθη ἐν αὐτῷ.

Ιω. 13,31                    Οταν, λοιπόν, έφυγε ο Ιούδας, τότε είπε ο Ιησούς· “τώρα, που το έργον της προδοσίας αρχίζει να πραγματοποιήται και η σταυρική λυτρωτική θυσία μου θα γίνη πραγματικότης, τώρα εδοξάσθη ο υιός του ανθρώπου. Με την μέχρι σταυρικού θανάτου δε υπακοήν του εδοξάσθη και ο Θεός.

Ιω. 13,32           εἰ ὁ Θεὸς ἐδοξάσθη ἐν αὐτῷ, καὶ ὁ Θεὸς δοξάσει αὐτὸν ἐν ἑαυτῷ, καὶ εὐθὺς δοξάσει αὐτόν.

Ιω. 13,32                   Εάν δε ο Θεός εδοξάσθη δι' αυτού και ο Θεός θα δοξάση αυτόν κατ' ευθείαν δια του εαυτού του και στον εαυτόν του με την άπειρον θείαν του δύναμιν και μεγαλειότητα, διότι θα τον αναστήση και θα τον ανυψώση ενδόξως και ως άνθρωπον εις την μακαριότητα και την λαμπρότητα του ουρανού. Και θα τον δοξάση έντος ολίγου.

Ιω. 13,33           τεκνία, ἔτι μικρὸν μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι. ζητήσετέ με, καὶ καθὼς εἶπον τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι ὅπου ὑπάγω ἐγώ, ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν, καὶ ὑμῖν λέγω ἄρτι.

Ιω. 13,33                   Παιδιά μου, αγαπημένα μου παιδιά, ολίγον ακόμη θα είμαι μαζή σας. Και όπως είπα στους Ιουδαίους, ότι εκεί που πηγαίνω εγώ, δεν ημπορείτε σεις να έλθετε, το ίδιο λέγω και εις σας τώρα, ότι δηλαδή θα με αναζητήσετε, αλλά δεν θα με εύρετε, διότι εγώ θα είμαι στους ουρανούς, ενώ σεις θα ευρίσκεσθε επί αρκετόν ακόμη χρονικόν διάστημα εις την γην, δια να κηρύξετε ως απόστολοί μου την σωτηρίαν στους ανθρώπους.

Ιω. 13,34           ἐντολὴν καινὴν δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς ἵνα καὶ ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους.

Ιω. 13,34                   Σας δίδω μίαν νέαν εντολήν· να αγαπάτε με όλην σας την δύναμιν ο ένας τον άλλον· όπως εγώ σας ηγάπησα με πλήρη και τελείαν αγάπην, έτσι και σεις με την ίδιαν αγάπην πρέπει να συνδέεσθε μεταξύ σας.

Ιω. 13,35           ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις.

Ιω. 13,35                   Με αυτό θα μάθουν και θα πεισθούν όλοι ότι είσθε μαθηταί μου, εάν έχετε αγάπην μεταξύ σας”.

Ιω. 13,36           λέγει αὐτῷ Σίμων Πέτρος· Κύριε, ποῦ ὑπάγεις; ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ὅπου ἐγὼ ὑπάγω, οὐ δύνασαί μοι νῦν ἀκολουθῆσαι, ὕστερον δὲ ἀκολουθήσεις μοι.

Ιω. 13,36                   Λεγει εις αυτόν ο Σιμων Πετρος· “Κυριε, που πηγαίνεις;” Του απήντησεν ο Ιησούς· “όπου εγώ πηγαίνω, συ δεν ημπορείς τώρα να με ακολουθήσης. Υστερα δε, αφού τελειώσης την αποστολήν σου, θα με ακολουθήσης”.

Ιω. 13,37           λέγει αὐτῷ ὁ Πέτρος· Κύριε, διατί οὐ δύναμαί σοι ἀκολουθῆσαι ἄρτι; τὴν ψυχήν μου ὑπὲρ σοῦ θήσω.

Ιω. 13,37                   Του λέγει ο Πετρος· “Κυριε, διατί δεν ημπορώ τώρα να σε ακολουθήσω; Είμαι έτοιμος και την μεγαλυτέραν θυσίαν να προσφέρω και την ζωήν μου να θυσιάσω προς χάριν σου, εάν έτσι δεν θα χωρισθώ ποτέ από σε”.

Ιω. 13,38           ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· τὴν ψυχήν σου ὑπὲρ ἐμοῦ θήσεις! ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι, οὐ μὴ ἀλέκτωρ φωνήσει ἕως οὗ ἀπαρνήσῃ με τρίς.

Ιω. 13,38                   Του απήντησεν ο Ιησούς· “την ζωήν σου θα θυσιάσης προς χάριν μου! Σε διαβεβαιώνω ότι αυτήν την νύκτα δεν θα λαλήση ο πετεινός, μέχρις ότου συ με απαρνηθής τρεις φορές”.

 

 

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 14

 

Ιω. 14,1             Μὴ ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία· πιστεύετε εἰς τὸν Θεόν, καὶ εἰς ἐμὲ πιστεύετε.

Ιω. 14,1                      Ας μη ταράσσεται η καρδία σας με αυτά που απόψε σας είπα, τόσον δια την προδοσίαν του Ιούδα, όσον και δια την άρνησιν του Πετρου. Να έχετε πίστιν στον Θεόν, τον Παντοδύναμον προνοητήν και κυβερνήτην· να έχετε πίστιν και εις εμέ τον Μεσσίαν, ο οποίος και μετά την σταυρικήν μου θυσίαν θα εξακολουθώ από τον ουρανόν να συμπαρίσταμαι στο έργον σας όλας τας ημέρας.

Ιω. 14,2             ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πατρός μου μοναὶ πολλαί εἰσιν· εἰ δὲ μή, εἶπον ἂν ὑμῖν· πορεύομαι ἑτοιμάσαι τόπον ὑμῖν·

Ιω. 14,2                     Εκεί στον ουρανόν, στο απέραντον ανάκτορον του Πατρός μου, υπάρχουν πολλά πλούσια διαμερίσματα να δεχθούν σας και όλους τους πιστούς. Εάν δεν υπήρχον, θα σας το έλεγα· αλλά υπάρχουν και πηγαίνω εγώ τώρα στον ουρανόν, δια να ανοίξω ως πρωτοπόρος τας κλεισμένας πύλας της βασιλείας του Θεού και δια να ετοιμάσω δια σας τόπον.

Ιω. 14,3             καὶ ἐὰν πορευθῶ καὶ ἑτοιμάσω ὑμῖν τόπον, πάλιν ἔρχομαι καὶ παραλήψομαι ὑμᾶς πρὸς ἐμαυτόν, ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγώ, καὶ ὑμεῖς ἦτε.

Ιω. 14,3                     Και εάν υπάγω εκεί και ετοιμάσω δια σας τόπον, πάλιν θα έλθω από τους ουρανούς και κατά την ώραν της εκδημίας σας και κατά την μεγάλην ημέραν της δευτέρας παρουσίας και θα σας πάρω κοντά μου, ώστε να είσθε και σεις εκεί, όπου και εγώ θα είμαι.

Ιω. 14,4             καὶ ὅπου ἐγώ ὑπάγω οἴδατε, καὶ τὴν ὁδὸν οἴδατε.

Ιω. 14,4                     Και τον τόπον όπου εγώ πηγαίνω και τον δρόμον που οδηγεί εις αυτόν, τα γνωρίζετε, ύστερα απ' όσα σας έχω είπει”.

Ιω. 14,5             Λέγει αὐτῷ Θωμᾶς· Κύριε, οὐκ οἴδαμεν ποῦ ὑπάγεις· καὶ πῶς δυνάμεθα τὴν ὁδὸν εἰδέναι;

Ιω. 14,5                     Λεγει εις αυτόν ο Θωμάς· “Κυριε, δεν ξέρομε που πηγαίνεις. Και εφ' όσον δεν γνωρίζομεν τον τόπον, στον οποίον κατευθύνεσαι, πως είναι δυνατόν να γνωρίζωμεν και τον δρόμον που οδηγεί εις αυτόν;”

Ιω. 14,6             λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή· οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰ μὴ δι᾿ ἐμοῦ.

Ιω. 14,6                     Του λέγει ο Ιησούς· “εγώ είμαι ο ασφαλής δρόμος, που οδηγεί στον ουρανόν, εγώ είμαι η απόλυτος και καθαρά αλήθεια, που φωτίζει τον άνθρωπον δια την σωτηρίαν, εγώ είμαι η ζωή και ο χορηγός της αιωνίου ζωής δι' όλους τους πιστούς. Κανείς δε δεν ημπορεί να έλθη προς τον Πατέρα, δια να απολαύση την αιώνιον ζωήν, παρά μόνον δια μέσου εμού.

Ιω. 14,7             εἰ ἐγνώκειτέ με, καὶ τὸν πατέρα μου ἐγνώκειτε ἄν. καὶ ἀπ᾿ ἄρτι γινώσκετε αὐτὸν καὶ ἑωράκατε αὐτόν.

Ιω. 14,7                     Εάν είχατε γνωρίσει καλά εμέ, θα είχατε γνωρίσει και τον Πατέρα. Αλλά από εδώ και πέρα, αφού σας στείλω το Πνεύμα το Αγιον, θα γνωρίσετε τον Πατέρα και θα τον ίδετε με τα μάτια της ψυχής σας”.

Ιω. 14,8             Λέγει αὐτῷ Φίλιππος· Κύριε, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα καὶ ἀρκεῖ ἡμῖν.

Ιω. 14,8                     Λεγει εις αυτόν ο Φιλιππος· “Κυριε, δείξε μας τον Πατέρα, φανέρωσέ μας την μεγαλοπρεπή δόξαν του, και αυτό μας φθάνει”.

Ιω. 14,9             λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· τοσοῦτον χρόνον μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι, καὶ οὐκ ἔγνωκάς με, Φίλιππε; ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν πατέρα· καὶ πῶς σὺ λέγεις, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα;

Ιω. 14,9                     Λεγει εις αυτόν ο Ιησούς· “τόσον καιρόν είμαι μαζή σας, Φιλιππε, και δεν με εγνώρισες ακόμη, ότι δηλαδή είμαι ο Υιός του Θεού, Θεός όπως ο Πατήρ; Εκείνος που είδε εμέ και εισεχώρησε στο μυστήριον της ενανθρωπήσεώς μου, είδε τον Πατέρα. Και πως συ λέγεις· Δείξε μας τον Πατέρα;

Ιω. 14,10           οὐ πιστεύεις ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί ἐστι; τὰ ῥήματα ἃ ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν, ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ οὐ λαλῶ· ὁ δὲ πατὴρ ὁ ἐν ἐμοὶ μένων αὐτὸς ποιεῖ τὰ ἔργα.

Ιω. 14,10                   Δεν πιστεύεις ότι εγώ είμαι αχώριστα ενωμένος με τον Πατέρα, ότι είμαι και μένω μέσα στον Πατέρα και ότι ο Πατήρ είναι και μένει εις εμέ; Ακριβώς διότι είμαι ενωμένος με τον Πατέρα, τα λόγια τα οποία εγώ σας διδάσκω, δεν τα λέγω από τον ευατόν μου, αλλά ο Πατήρ, ο οποίος μένει μέσα εις εμέ, ενεργεί δι' εμού όλα αυτά τα θαυμαστά έργα που βλέπετε και ακούετε.

Ιω. 14,11           πιστεύετέ μοι ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί· εἰ δὲ μή, διὰ τὰ ἔργα αὐτὰ πιστεύετέ μοι.

Ιω. 14,11                    Να παραδεχθήτε, λοιπόν, χωρίς καμμίαν επιφύλαξιν, και να το κάμετε σταθερόν φρόνημα, ότι εγώ μένω στον Πατέρα και ο Πατήρ μένει εις εμέ. Εάν δε τυχόν και κάποια αμφιβολία σας έλθη δι' αυτά που εγώ λέγω, πιστέψατε τουλάχιστον από τα πολυάριθμα μεγάλα και θαυμαστά έργα μου.

Ιω. 14,12           ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει, καὶ μείζονα τούτων ποιήσει, ὅτι ἐγὼ πρὸς τὸν πατέρα μου πορεύομαι,

Ιω. 14,12                   Σας διαβεβαιώνω ότι εκείνος που πιστεύει εις εμέ θα κάμη, χάρις εις αυτήν την πίστιν του, τα μεγάλα και θαυμαστά έργα, τα οποία εγώ κάνω και ακόμη μεγαλύτερα από αυτά, (όπως είναι η θεραπεία της ψυχής από την νόσον της αμαρτίας και η ανάστασίς της εις ζωήν αιώνιον). Ολα δε αυτά με την χάριν που θα πηγάζη από την σταυρικήν μου θυσίαν, διότι εγώ πηγαίνω τώρα προς τον Πατέρα μου, αφού ετελείωσα το έργον μου επί της γης.

Ιω. 14,13           καὶ ὅ,τι ἂν αἰτήσητε ἐν τῷ ὀνόματί μου, τοῦτο ποιήσω, ἵνα δοξασθῇ ὁ πατὴρ ἐν τῷ υἱῷ.

Ιω. 14,13                   Και κάθε τι που με πίστιν θα ζητήσετε εν τω ονόματί μου, θα το κάμω, δια να δοξασθή έτσι ο Πατήρ δια του Υιού.

Ιω. 14,14           ἐάν τι αἰτήσητε ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐγὼ ποιήσω.

Ιω. 14,14                   Εάν, λοιπόν, ζητήσετε κάτι, επικαλούμενοι με πίστιν φωτισμένην και ζωντανήν το όνομά μου, εγώ θα το κάμω.

Ιω. 14,15           Ἐὰν ἀγαπᾶτέ με, τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς τηρήσατε,

Ιω. 14,15                   Εάν με αγαπάτε, τηρήσατε τας εντολάς μου, διότι αυτό είναι απόδειξις και καρπός της αγάπης σας προς εμέ.

Ιω. 14,16           καὶ ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν πατέρα καὶ ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μένῃ μεθ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν αἰῶνα,

Ιω. 14,16                   Και εγώ θα παρακαλέσω τον Πατέρα και θα σας δώση εκείνος άλλον οδηγόν και Παράκλητον, δια να μένη μαζή σας αιωνίως.

Ιω. 14,17           τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ ὁ κόσμος οὐ δύναται λαβεῖν, ὅτι οὐ θεωρεῖ αὐτὸ οὐδὲ γινώσκει αὐτό· ὑμεῖς δὲ γινώσκετε αὐτό, ὅτι παρ᾿ ὑμῖν μένει καὶ ἐν ὑμῖν ἔσται.

Ιω. 14,17                   Θα σας δώση το Αγιον Πνεύμα, το οποίον είναι η καθαρά και απόλυτος αλήθεια και φανερώνει την αλήθειαν στους καλοπροαιρέτους. Αυτό όμως ο κόσμος ο αμαρτωλός δεν ημπορεί να το πάρη, διότι δεν έχει ανοικτά τα μάτια της ψυχής και ένεκα τούτου δεν το βλέπει ούτε και το γνωρίζει. Σεις όμως το γνωρίζετε, διότι εγώ σας το εφανέρωσα και μένει πλησίον σας· έπειτα δε από την επιφοίτησίν του θα κατοική και μέσα εις τας ψυχάς σας.

Ιω. 14,18           οὐκ ἀφήσω ὑμᾶς ὀρφανούς· ἔρχομαι πρὸς ὑμᾶς.

Ιω. 14,18                   Δεν θα σας αφήσω εγώ ορφανούς και απροστάτευτους. Ερχομαι και πάλιν κοντά σας δια του Αγίου Πνεύματος.

Ιω. 14,19           ἔτι μικρὸν καὶ ὁ κόσμος με οὐκέτι θεωρεῖ, ὑμεῖς δὲ θεωρεῖτέ με, ὅτι ἐγὼ ζῶ καὶ ὑμεῖς ζήσεσθε.

Ιω. 14,19                   Ολίγον ακόμη καιρόν και ο κόσμος δεν θα με βλέπη, διότι δεν θα ζω εις την γην σωματικώς, όπως τώρα. Σεις όμως με τα φωτισμένα από το Αγιον Πνεύμα μάτια της ψυχής σας θα με βλέπετε, διότι εγώ, καίτοι έντος ολίγου θα αποθάνω επί του σταυρού, ζω και θα ζω αιωνίως. Και σεις θα ζήσετε την αιωνίαν ζωήν, που θα πάρετε από εμέ.

Ιω. 14,20           ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ γνώσεσθε ὑμεῖς ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρί μου καὶ ὑμεῖς ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν ὑμῖν.

Ιω. 14,20                  Κατά την ημέραν εκείνην της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος θα γνωρίσετε σεις καλά, ότι εγώ υπάρχω ολόκληρος μέσα στον Πατέρα ως Υιός και Θεός και σεις θα είσθε ηνωμένοι με εμέ και εγώ με σας, ώστε να αποτελούμεν ένα αδιάσπαστον πνευματικό σώμα.

Ιω. 14,21           ὁ ἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με· ὁ δὲ ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπὸ τοῦ πατρός μου, καὶ ἐγὼ ἀγαπήσω αὐτὸν καὶ ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν.

Ιω. 14,21                   Αυτό θα γίνη πραγματικότης, εφ' όσον θα με αγαπάτε και θα με υπακούετε, διότι εκείνος που γνωρίζει και κατέχει τας αντολάς μου και τας τηρεί, εκείνος πράγματι με αγαπά. Οποιος δε με αγαπά θα αγαπηθή από τον Πατέρα μου, και εγώ θα αγαπήσω αυτόν και με ένα τρόπον πνευματικόν και πειστικόν θα φανερώσω τον ευατόν μου εις εκείνον”.

Ιω. 14,22           Λέγει αὐτῷ Ἰούδας, οὐχ ὁ Ἰσκαριώτης· Κύριε, καὶ τί γέγονεν ὅτι ἡμῖν μέλλεις ἐμφανίζειν σεαυτὸν καὶ οὐχὶ τῷ κόσμῳ;

Ιω. 14,22                  Λεγει εις αυτόν ο Ιούδας, όχι ο Ισκαριώτης· “Κυριε, πως εξηγείται, ότι τον εαυτόν σου θα φανερώνης εις ημάς και όχι στον κόσμον;”

Ιω. 14,23           ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ᾿ αὐτῷ ποιήσομεν.

Ιω. 14,23                   Του απήντησε ο Ιησούς και του είπεν· “η εμφάνισίς μου εξαρτάται από την αγάπην, που θα έχουν οι άνθρωποι εις εμέ. Εάν κανείς με αγαπά, θα τηρήση εις την ζωήν του τας εντολάς μου, και ο Πατήρ μου θα τον αγαπήση και θα έλθωμεν εις αυτόν και θα μεταβάλωμεν την καρδίαν του εις μόνιμον κατοικίαν μας, ώστε αυτός να είναι ο έμψυχος ναός του ζώντος Θεού.

Ιω. 14,24           ὁ μὴ ἀγαπῶν με τοὺς λόγους μου οὐ τηρεῖ· καὶ ὁ λόγος ὃν ἀκούετε οὐκ ἔστιν ἐμός, ἀλλὰ τοῦ πέμψαντός με πατρός.

Ιω. 14,24                  Εξ αντιθέτου εκείνος που δεν με αγαπά, δεν τηρεί τους λόγους μου· μολονότι ο λόγος μου, τον οποίον ακούετε, δεν είναι ιδικός μου, αλλά του Πατρός που με έστειλε.

Ιω. 14,25           Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν παρ᾿ ὑμῖν μένων·

Ιω. 14,25                   Αυτά σας τα είπα τώρα, καθ' ον χρόνον μένω ακόμη μαζή σας.

Ιω. 14,26           ὁ δὲ παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν.

Ιω. 14,26                  Αλλά ο Παράκλητος, το Αγιον Πνεύμα, το οποίον ο Πατήρ θα στείλη εν τω ονόματί μου (δια να επεκτείνη το έργον μου εις την οικουμένην και μεταδώση την σωτηρίαν εις τας ψυχάς των καλοπροαιρέτων) αυτός θα σας διδάξη όλα και θα σας υπενθυμίση όλα όσα σας είπα.

Ιω. 14,27           Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν· οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγὼ δίδωμι ὑμῖν. μὴ ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία μηδὲ δειλιάτω.

Ιω. 14,27                   Εγώ φεύγω και σας αφίνω την ειρήνην, σας δίδω την αληθινήν και αναφαίρετον ειρήνην, την οποίαν εγώ έχω από τον εαυτόν μου εις άπειρον βαθμόν. Δεν σας δίδω εγώ ψευδή ειρήνην, όπως δίδει ο κόσμος. Λοιπόν ας μη ταράσσεται από εσωτερικάς ανησυχίας η καρδία σας και ας μη δειλιάζη εμπρός στους εξωτερικούς κινδύνους, αφού θα έχετε εμέ και την ειρήνην μου μέσα εις τας ψυχάς σας.

Ιω. 14,28           ἠκούσατε ὅτι ἐγὼ εἶπον ὑμῖν, ὑπάγω καὶ ἔρχομαι πρὸς ὑμᾶς· εἰ ἠγαπᾶτέ με, ἐχάρητε ἂν ὅτι εἶπον, πορεύομαι πρὸς τὸν πατέρα· ὅτι ὁ πατήρ μου μείζων μού ἐστι·

Ιω. 14,28                  Ηκούσατε ότι σας είπα, πηγαίνω προς τον Πατέρα και πάλιν έρχομαι κοντά σας. Εάν είχατε πλουσίαν και σταθεράν αγάπην προς εμέ, θα εδοκιμάζατε μεγάλην χαράν, διότι σας είπα· Πηγαίνω προς τον Πατέρα. Διότι ο Πατήρ μου είναι ανώτερος από εμέ, επειδή εγώ τώρα έχω λάβει την ανθρωπίνην φύσιν και την μορφήν δούλου και συνεπώς ως άνθρωπος είμαι κατώτερος του Πατρός. Επειτα όμως από ολίγον θα αποκτήσω και ως άνθρωπος την θείαν δόξαν και μεγαλειότητα.

Ιω. 14,29           καὶ νῦν εἴρηκα ὑμῖν πρὶν γενέσθαι, ἵνα ὅταν γένηται πιστεύσητε.

Ιω. 14,29                  Και τώρα σας τα έχω πει αυτά, πριν άκομα γίνουν, ώστε, όταν πραγματοποιηθούν, να πεισθήτε από τα πράγματα και να πιστεύσετε σταθερά εις εμέ.

Ιω. 14,30           οὐκέτι πολλὰ λαλήσω μεθ᾿ ὑμῶν· ἔρχεται γὰρ ὁ τοῦ κόσμου ἄρχων, καὶ ἐν ἐμοὶ οὐκ ἔχει οὐδέν·

Ιω. 14,30                   Δεν θα είπω πλέον πολλά μαζή σας. Δεν έχω τον καιρόν. Διότι τώρα ο διάβολος, που κυριαρχεί στον αμαρτωλόν κόσμον, έρχεται με μανίαν και λύσσαν εναντίον μου, δια να εξαπολύση τον μεγαλύτερον πειρασμόν και πόλεμον. Αλλά εις εμέ δεν έχει καμμίαν απολύτως εξουσίαν, κανένα απολύτως δικαίωμα.

Ιω. 14,31           ἀλλ᾿ ἵνα γνῷ ὁ κόσμος ὅτι ἀγαπῶ τὸν πατέρα, καὶ καθὼς ἐνετείλατό μοι ὁ πατήρ, οὕτω ποιῶ. ἐγείρεσθε ἄγωμεν ἐντεῦθεν.

Ιω. 14,31                   Θα με παραδώση κατά παραχώρησιν του Πατρός στον σταυρικόν θάνατον και θα γίνη αφορμή, χωρίς να το θέλη, να μάθη ο κόσμος ότι εγώ αγαπώ τον Πατέρα και ότι πράττω ακριβώς σύμφωνα με την εντολήν του Πατρός, ο οποίος θέλει την σταυρικήν μου θυσίαν δια την σωτηρίαν των ανθρώπων. Σηκωθήτε, ας αναχωρήσωμεν από εδώ.

 

 

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 15

 

Ιω. 15,1             Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή, καὶ ὁ πατήρ μου ὁ γεωργός ἐστι.

Ιω. 15,1                      Εγώ είμαι η αληθινή κληματαριά (και όχι η παλαιά και άκαρπος άμπελος της Εβραϊκής συναγωγής, την οποίαν ο Πατήρ μετέφερε από την Αίγυπτον και εφύτευσεν εδώ, όπως λέγει και ο ψαλμωδός). Εγώ είμαι η αληθινή άμπελος και ο Πατήρ μου είναι ο αμπελουργός.

Ιω. 15,2             πᾶν κλῆμα ἐν ἐμοὶ μὴ φέρον καρπόν, αἴρει αὐτό, καὶ πᾶν τὸ καρπὸν φέρον, καθαίρει αὐτό, ἵνα πλείονα καρπὸν φέρῃ.

Ιω. 15,2                     Καθε κλήμα, που είναι ενωμένο με εμέ, αλλά δεν φέρει καρπόν, το κόβει και το αφαιρεί ο Πατήρ. Καθε κλήμα, το οποίον φέρει καρπόν, το καθαρίζει και το περιποιείται, δια να φέρη περισσότερον καρπόν. (Καθε άνθρωπον, που λέγει ότι πιστεύει εις εμέ, αλλά δεν έχει ως καρπόν της πίστεώς του την αρετήν, τον αποκόπτει και τον αποχωρίζει από έμενα ο Πατήρ. Εξ αντιθέτου, τον πιστόν, που έχει έργα αρετής, τον φωτίζει, τον ενισχύει, τον καθαρίζει, ώστε να κάμη περισσότερα ενάρετα έργα).

Ιω. 15,3             ἤδη ὑμεῖς καθαροί ἐστε διὰ τὸν λόγον ὃν λελάληκα ὑμῖν.

Ιω. 15,3                     Και σεις χάρις εις την διδασκαλίαν που σας έχω διδάξει, είσθε καθαροί, είσθε σαν πνευματικά κλήματα περιποιημένα και καρποφόρα.

Ιω. 15,4             μείνατε ἐν ἐμοί, κἀγὼ ἐν ὑμῖν. καθὼς τὸ κλῆμα οὐ δύναται καρπὸν φέρειν ἀφ᾿ ἑαυτοῦ, ἐὰν μὴ μείνῃ ἐν τῇ ἀμπέλῳ, οὕτως οὐδὲ ὑμεῖς, ἐὰν μὴ ἐν ἐμοὶ μείνητε.

Ιω. 15,4                     Μείνετε, λοιπόν, ενωμένοι με εμέ και εγώ με σας. Οπως το κλήμα δεν ημπορεί από τον εαυτόν του να φέρη καρπόν, εάν δεν μείνη ενωμένον με την κληματαριά, έτσι και σεις δεν ημπορείτε να πράττετε έργα αρετής, εάν δεν μείνετε ενωμένοι με εμέ.

Ιω. 15,5             ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τὰ κλήματα. ὁ μένων ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν αὐτῷ, οὗτος φέρει καρπὸν πολύν, ὅτι χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν.

Ιω. 15,5                     Εγώ είμαι η κληματαριά και σεις είσθε τα κλήματα. Εκείνος που μένει ενσωματωμένος εις εμέ και εγώ εις αυτόν, αυτός και μόνον φέρνει πολύν καρπόν. Διότι χωρίς εμέ, χωρίς την σωτήριον χάριν μου και την ζωτικήν ενέργειάν μου, δεν ημπορείτε να κάνετε τίποτε το αγαθόν.

Ιω. 15,6             ἐὰν μή τις μείνῃ ἐν ἐμοί, ἐβλήθη ἔξω ὡς τὸ κλῆμα καὶ ἐξηράνθη, καὶ συνάγουσιν αὐτὰ καὶ εἰς τὸ πῦρ βάλλουσι, καὶ καίεται.

Ιω. 15,6                     Οποιος δεν μείνει ενωμένος μαζή μου, έχει ήδη πεταχθή έξω, όπως το άχρηστο κλήμα και θα ξηραθή και όπως οι άνθρωποι μαζεύουν τα κομμένα κλήματα, τα ρίπτουν στο πυρ και τα καίουν, έτσι και εκείνοι, που χωρισμένοι από εμέ μένουν άκαρποι και άχρηστοι, θα ριφθούν από τους αγγέλους στο πυρ της αιωνίου κολάσεως.

Ιω. 15,7             ἐὰν μείνητε ἐν ἐμοὶ καὶ τὰ ῥήματά μου ἐν ὑμῖν μείνῃ, ὃ ἐὰν θέλητε αἰτήσασθε, καὶ γενήσεται ὑμῖν.

Ιω. 15,7                     Εάν μείνετε ενωμένοι μαζή μου και τα λόγια μου μείνουν ως θησαυρός της καρδιάς σας και κατεύθυνσις εις την ζωήν σας, κάθε τι αγαθόν που θέλετε, ζητήσατέ το και θα γίνη προς χάριν σας.

Ιω. 15,8             ἐν τούτῳ ἐδοξάσθη ὁ πατήρ μου, ἵνα καρπὸν πολὺν φέρητε, καὶ γενήσεσθε ἐμοὶ μαθηταί.

Ιω. 15,8                     Αυτή είναι η δόξα του Πατρός μου, να φέρετε σεις πολλούς καρπούς αρετής και να γίνετε άξιοι μαθηταί μου.

Ιω. 15,9             καθὼς ἠγάπησέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ ἠγάπησα ὑμᾶς· μείνατε ἐν τῇ ἀγάπῃ τῇ ἐμῇ.

Ιω. 15,9                     Οπως με έχει αγαπήσει ο Πατήρ, έτσι και εγώ σας ηγάπησα. Μείνετε, λοιπόν, εις την αγάπην μου αυτήν, να φανήτε άξιοι αυτής.

Ιω. 15,10           ἐὰν τὰς ἐντολάς μου τηρήσητε, μενεῖτε ἐν τῇ ἀγάπῃ μου, καθὼς ἐγὼ τὰς ἐντολὰς τοῦ πατρός μου τετήρηκα καὶ μένω αὐτοῦ ἐν τῇ ἀγάπῃ.

Ιω. 15,10                   Θα μείνετε δε εις την αγάπη μου, εάν φυλάξετε και εφαρμόσετε εις την ζωήν σας τας εντολάς μου, όπως εγώ έχω τηρήσει τας εντολάς του Πατρός μου και μένω πάντοτε εις την άπειρον αγάπην του.

Ιω. 15,11           Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα ἡ χαρὰ ἡ ἐμὴ ἐν ὑμῖν μείνῃ καὶ ἡ χαρὰ ὑμῶν πληρωθῇ.

Ιω. 15,11                    Αυτά σας τα είπα, δια να μεταδοθή και μείνη εις σας η ιδική μου χαρά και να γίνη έτσι πλήρης και τελεία η χαράς σας.

Ιω. 15,12           αὕτη ἐστὶν ἡ ἐντολὴ ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς.

Ιω. 15,12                   Επαναλαμβάνω και τονίζω· αυτή είναι η ιδική μου εντολή, να αγαπάτε ο ένας τον άλλον, όπως και εγώ σας ηγάπησα.

Ιω. 15,13           μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ.

Ιω. 15,13                    Μεγαλυτέραν αγάπην από αυτήν κανείς δεν έχει, ώστε την ζωήν του να δώση χάριν των φίλων του.

Ιω. 15,14           ὑμεῖς φίλοι μού ἐστε, ἐὰν ποιῆτε ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαι ὑμῖν.

Ιω. 15,14                   Σεις δε, δια τους οποίους εγώ θυσιάζομαι, είσθε φίλοι μου και θα είσθε πάντοτε φίλοι μου, εάν πράττετε όσα εγώ σας παραγγέλλω.

Ιω. 15,15           οὐκέτι ὑμᾶς λέγω δούλους, ὅτι ὁ δοῦλος οὐκ οἶδε τί ποιεῖ αὐτοῦ ὁ κύριος· ὑμᾶς δὲ εἴρηκα φίλους, ὅτι πάντα ἃ ἤκουσα παρὰ τοῦ πατρός μου ἐγνώρισα ὑμῖν.

Ιω. 15,15                    Δεν σας λέγω πλέον δούλους, διότι ο δούλος δεν γνωρίζει τι πράττει ο κύριός του. Σας ωνόμασα δε και σας ονομάζω φίλους μου, διότι κατέστησα εις σας γνωστά όλα όσα ήκουσα από τον Πατέρα μου και επομένως έχετε πολλήν γνώσιν του τι πράττω και προς ποίον σκοπόν πράττω εγώ.

Ιω. 15,16           οὐχ ὑμεῖς με ἐξελέξασθε, ἀλλ᾿ ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς, καὶ ἔθηκα ὑμᾶς ἵνα ὑμεῖς ὑπάγητε καὶ καρπὸν φέρητε, καὶ ὁ καρπὸς ὑμῶν μένῃ, ἵνα ὅ,τι ἂν αἰτήσητε τὸν πατέρα ἐν τῷ ὀνόματί μου, δῷ ὑμῖν.

Ιω. 15,16                   Δεν με εξελέξατε σεις, αλλ' εγώ σας εξέλεξα ανάμεσα απ' όλους τους άλλους και σας έθεσα στο υψηλόν έργον του Αποστόλου, δια να υπάγετε και κηρύξετε το Ευαγγέλιον και να κάμετε έτσι καρπόν σαν τα καλά κλήματα της αμπέλου. Και ο καρπός σας αυτός, η σωτηρία αθανάτων ψυχών, θα μένη αιώνιος. Σας έδωσα το μέγα προνόμιον, ώστε ο,τι ζητήσετε από τον Πατέρα εν τω ονόματί μου, να σας το δίδη.

Ιω. 15,17           ταῦτα ἐντέλλομαι ὑμῖν, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους.

Ιω. 15,17                    Αυτάς τας εντολάς σας δίδω, να αγαπάτε ο ένας τον άλλον και να μένετε ενωμένοι και ισχυροί με την αγάπην αυτήν.

Ιω. 15,18           Εἰ ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ, γινώσκετε ὅτι ἐμὲ πρῶτον ὑμῶν μεμίσηκεν.

Ιω. 15,18                   Εάν ο πονηρός και κακός κόσμος σας μισή, μάθετε ότι εμέ πρώτα από σας έχει μισήσει.

Ιω. 15,19           εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ κόσμος ἂν τὸ ἴδιον ἐφίλει· ὅτι δὲ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ᾿ ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διὰ τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος.

Ιω. 15,19                   Εάν σεις ήσαστε από τον αμαρτωλόν κόσμον και είχατε την αμαρτωλήν ζωήν του κόσμου, τότε ο κόσμος θα σας αγαπούσε, διότι θα σας εθεωρούσε ως ιδικούς του. Επειδή όμως δεν είσθε από τον κόσμον, αλλ' εγώ σας εδιάλεξα από τον κόσμον, δια τούτο ο πονηρός και αμετανόητος κόσμος σας μισεί.

Ιω. 15,20           μνημονεύετε τοῦ λόγου οὗ ἐγὼ εἶπον ὑμῖν· οὐκ ἔστι δοῦλος μείζων τοῦ κυρίου αὐτοῦ. εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώξουσιν· εἰ τὸν λόγον μου ἐτήρησαν, καὶ τὸν ὑμέτερον τηρήσουσιν.

Ιω. 15,20                   Να ενθυμήσθε δε τον λόγον, τον οποίον εγώ σας είπα· δεν υπάρχει δούλος ανώτερος από τον κύριόν του. Εάν εμέ κατεδίωξαν οι άνθρωποι του κόσμου, θα καταδιώξουν και σας· εάν εφύλαξαν τον λόγον μου, θα φυλάξουν και τον ιδικόν σας.

Ιω. 15,21           ἀλλὰ ταῦτα πάντα ποιήσουσιν ὑμῖν διὰ τὸ ὄνομά μου, ὅτι οὐκ οἴδασι τὸν πέμψαντά με.

Ιω. 15,21                   Αλλά όλα αυτά θα κάμουν εις σας οι άνθρωποι δια την πίστιν, που έχετε εις εμέ να ομολογήτε και να κηρύσσετε το όνομά μου, διότι αυτοί δεν γνωρίζουν-διότι δεν θέλουν να γνωρίσουν-εκείνον που με έστειλε.

Ιω. 15,22           εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον· νῦν δὲ πρόφασιν οὐκ ἔχουσι περὶ τῆς ἁμαρτίας αὐτῶν.

Ιω. 15,22                   Εάν δεν είχα έλθει εις την γην και δεν τους είχα διδάξει την αλήθειαν, δεν θα είχαν αμαρτίαν δια την άγνοιαν και απιστίαν των αυτήν. Τωρα όμως δεν έχουν καμμίαν πρόφασιν, που να δικαιολογή την αμαρτίαν των. Δια τούτο και είναι υπεύθυνοι τιμωρίας εκ μέρους του Θεού.

Ιω. 15,23           ὁ ἐμὲ μισῶν καὶ τὸν πατέρα μου μισεῖ.

Ιω. 15,23                   Διότι εκείνος που μισεί έμενα, μισεί και τον Πατέρα μου.

Ιω. 15,24           εἰ τὰ ἔργα μὴ ἐποίησα ἐν αὐτοῖς ἃ οὐδεὶς ἄλλος πεποίηκεν, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον· νῦν δὲ καὶ ἑωράκασι καὶ μεμισήκασι καὶ ἐμὲ καὶ τὸν πατέρα μου.

Ιω. 15,24                   Εάν δεν είχα κάμει εμπρός εις τα μάτια των τόσα και τέτοια υπερφυσικά έργα, τα οποία κανείς άλλος ποτέ δεν έκαμε, τότε δεν θα είχαν αμαρτίαν και ενοχήν. Τωρα όμως έχουν αμαρτίαν, διότι και είδαν τα έργα μου και εμίσησαν εμέ και τον Πατέρα μου, που με έστειλε εις την γην.

Ιω. 15,25           ἀλλ᾿ ἵνα πληρωθῇ ὁ λόγος ὁ γεγραμμένος ἐν τῷ νόμῳ αὐτῶν, ὅτι ἐμίσησάν με δωρεάν.

Ιω. 15,25                   Αυτό όμως συνέβη, δια να πραγματοποιηθή και ο προφητικός λόγος, που είναι γραμμένος στον νόμον των, ότι με εμίσησαν δωρεάν.

Ιω. 15,26           ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ παράκλητος ὃν ἐγὼ πέμψω ὑμῖν παρὰ τοῦ πατρός, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας ὃ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐμοῦ·

Ιω. 15,26                   Οταν δε έλθη ο Παράκλητος, τον οποίον εγώ θα στείλω εις σας εκ μέρους του Πατρός, το Αγιον Πνεύμα, που είναι η αλήθεια και η πηγή της αληθείας και το οποίον εκπορεύεται από τον Πατέρα, εκείνος θα μαρτυρήση δι' εμέ.

Ιω. 15,27           καὶ ὑμεῖς δὲ μαρτυρεῖτε, ὅτι ἀπ᾿ ἀρχῆς μετ᾿ ἐμοῦ ἐστε.

Ιω. 15,27                   Και σεις επίσης θα δώσετε την καλήν μαρτυρίαν, διότι είσθε από την αρχήν μαζή μου και είδατε και ακούσατε όσα εγώ έπραξα και είπα και τα οποία με τον φωτισμόν του Αγίου Πνεύματος θα εννοήσετε βαθύτερα και θα τα κηρύσσεται με παρρησίαν.

 

 

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 16

 

Ιω. 16,1             Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα μὴ σκανδαλισθῆτε.

Ιω. 16,1                      Αυτά σας τα είπα, δια να μην κλονισθήτε εις την πίστιν σας, όταν θα αντικρύσετε το μίσος, που ο κόσμος αισθάνεται και εκδηλώνει εναντίον μου.

Ιω. 16,2             ἀποσυναγώγους ποιήσουσιν ὑμᾶς· ἀλλ᾿ ἔρχεται ὥρα ἵνα πᾶς ὁ ἀποκτείνας ὑμᾶς δόξῃ λατρείαν προσφέρειν τῷ Θεῷ.

Ιω. 16,2                     Θα σας αποκόψουν και θα σας αποκλείσουν από τας συναγωγάς των οι Εβραίοι. Και ακόμη περισσότερον, έρχεται ώρα, κατά την οποίαν καθένας που θα σας φονεύση θα νομίση ότι προσφέρει λατρείαν στον Θεόν. (Τυφλωμένοι οι άνθρωποι από την κακότητά των θα θεωρούν ευάρεστον στον Θεόν και αξιέπαινον έργον τον φόνον σας).

Ιω. 16,3             καὶ ταῦτα ποιήσουσιν, ὅτι οὐκ ἔγνωσαν τὸν πατέρα οὐδὲ ἐμέ.

Ιω. 16,3                     Και θα κάμουν όλα αυτά εναντίον σας, διότι, ένεκα της αμετανοήτου σκληροκαρδίας των, δεν εγνώρισαν τον Πατέρα ούτε εμέ, μολονότι τόσα και τόσα ήκουσαν.

Ιω. 16,4             ἀλλὰ ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα ὅταν ἔλθῃ ἡ ὥρα, μνημονεύητε αὐτῶν ὅτι ἐγὼ εἶπον ὑμῖν. ταῦτα δὲ ὑμῖν ἐξ ἀρχῆς οὐκ εἶπον, ὅτι μεθ᾿ ὑμῶν ἤμην.

Ιω. 16,4                     Αυτά όμως σας τα είπα, ώστε όταν έλθη η ώρα, που θα τα βλέπετε να πραγματοποιούνται, να ενθυμήσθε τα λόγια μου, ότι δηλαδή εγώ σας τα προείπα, δια να μένετε σταθεροί και άκαμπτοι εις την πίστιν και το έργον σας. Δεν σας τα είπα δε ευθύς εξ αρχής, που σας εκάλεσα ως μαθητάς μου, διότι ήμουνα κατά το διάστημα αυτό και μέχρι σήμερα μαζή σας.

Ιω. 16,5             νῦν δὲ ὑπάγω πρὸς τὸν πέμψαντά με, καὶ οὐδεὶς ἐξ ὑμῶν ἐρωτᾷ με ποῦ ὑπάγεις!

Ιω. 16,5                     Τωρα δε πηγαίνω προς Εκείνον, που με έστειλε. Και διότι σεις είσθε βαρυμένοι από την λύπην του χωρισμού μας και από τας δυσκολίας και τους διωγμούς, που σας προανήγγειλα, κανένας από σας δεν με ερωτά, που πηγαίνεις!

Ιω. 16,6             ἀλλ᾿ ὅτι ταῦτα λελάληκα ὑμῖν, ἡ λύπη πεπλήρωκεν ὑμῶν τὴν καρδίαν.

Ιω. 16,6                     Αλλά, διότι σας είπα αυτά, η λύπη εγέμισε την καρδίαν σας.

Ιω. 16,7             ἀλλ᾿ ἐγὼ τὴν ἀλήθειαν λέγω ὑμῖν· συμφέρει ὑμῖν ἵνα ἐγὼ ἀπέλθω. ἐὰν γὰρ ἐγὼ μὴ ἀπέλθω, ὁ παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρὸς ὑμᾶς· ἐὰν δὲ πορευθῶ, πέμψω αὐτὸν πρὸς ὑμᾶς·

Ιω. 16,7                     Εγώ όμως σας λέγω την αλήθειαν και προσέξατέ την· είναι συμφέρον σας να φύγω εγώ, δια του σταυρικού θανάτου, από τον κόσμον αυτόν. Διότι εάν εγώ δεν φύγω, ο Παράκλητος δεν θα έλθη εις σας. Εάν όμως προσφέρω την μεγάλην θυσίαν και πορευθώ προς τον Πατέρα, θα στείλω τον Παράκλητον εις σας.

Ιω. 16,8             καὶ ἐλθὼν ἐκεῖνος ἐλέγξει τὸν κόσμον περὶ ἁμαρτίας καὶ περὶ δικαιοσύνης καὶ περὶ κρίσεως.

Ιω. 16,8                     Και όταν έλθη εκείνος θα ελέγξη τον αμαρτωλόν και αμετανόητον κόσμον περί μιας μεγάλης αμαρτίας, την οποίαν ο κόσμος διαπράττει τώρα και περί δικαιοσύνης, την οποίαν καταπατούν αυτοί που ετοιμάζουν την σταύρωσίν μου και περί κατακρίσεως και καταδίκης του διαβόλου.

Ιω. 16,9             περὶ ἁμαρτίας μέν, ὅτι οὐ πιστεύουσιν εἰς ἐμέ·

Ιω. 16,9                     Περί αμαρτίας μεν θα καταδικάση τους ανθρώπους του κόσμου, διότι μολονότι τόσα είδον και ήκουσαν δεν πιστεύουν εις εμέ.

Ιω. 16,10           περὶ δικαιοσύνης δέ, ὅτι πρὸς τὸν πατέρα μου ὑπάγω καὶ οὐκέτι θεωρεῖτέ με·

Ιω. 16,10                   Περί δικαιοσύνης δε, διότι αντίθετα προς όσα εναντίον εμού, ως εάν ήμουν εγκληματίας, αποφασίζουν και πράττουν οι σταυρωταί μου, θα αποδώση δικαιοσύνην ο Παράκλητος και θα αποδείξη ότι είμαι δίκαιος και ότι πηγαίνω προς τον Πατέρα μου, διότι ετήρησα κατά πάντα το θέλημά του και έτσι σεις δεν θα με βλέπετε πλέον με τα μάτια του σώματός σας.

Ιω. 16,11           περὶ δὲ κρίσεως, ὅτι ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου κέκριται.

Ιω. 16,11                    Περί δε της κρίσεως θα αποδείξη ο Παράκλητος ότι ο άρχων του κόσμου τούτου έχει κριθή, καταδικασθή και χάσει πλέον την εξουσίαν του επάνω εις την ανθρωπότητα.

Ιω. 16,12           Ἔτι πολλὰ ἔχω λέγειν ὑμῖν, ἀλλ᾿ οὐ δύνασθε βαστάζειν ἄρτι.

Ιω. 16,12                   Εχω πολλά ακόμη να σας είπω, αλλά δεν ημπορείτε τώρα να τα κρατήσετε και να τα εννοήσετε.

Ιω. 16,13           ὅταν δὲ ἔλθῃ ἐκεῖνος, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν· οὐ γὰρ λαλήσει ἀφ᾿ ἑαυτοῦ, ἀλλ᾿ ὅσα ἂν ἀκούσῃ λαλήσει, καὶ τὰ ἐρχόμενα ἀναγγελεῖ ὑμῖν.

Ιω. 16,13                   Οταν όμως έλθη εκείνος, δηλαδή το Πνεύμα της αληθείας, θα σας οδηγήση εις κάθε αλήθειαν, που αναφέρεται στο έργον της σωτηρίας. Διότι δεν θα ομιλήση και εκείνος από τον ευατόν του, άσχετα από τον Πατέρα και εμέ, αλλά θα είπη όσα ακούσει από τον Πατέρα και θα σας αναγγείλη όσα πρόκειται να συμβούν.

Ιω. 16,14           ἐκεῖνος ἐμὲ δοξάσει, ὅτι ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καὶ ἀναγγελεῖ ὑμῖν.

Ιω. 16,14                   Εκείνος θα δοξάση εμέ, διότι από τον ιδικόν μου απεριόριστον πλούτον θα λάβη και θα τα αναγγείλη εις σας.

Ιω. 16,15           πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμά ἐστι· διὰ τοῦτο εἶπον ὅτι ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καὶ ἀναγγελεῖ ὑμῖν.

Ιω. 16,15                   Ολα δε όσα έχει ο Πατήρ είναι ιδικά μου, δια τούτο και σας είπα ότι ο Παράκλητος θα λάβη από τους ιδικούς μου θησαυρούς της σοφίας, οι οποίοι είναι και του Πατρός και θα αναγγείλη αυτά εις σας.

Ιω. 16,16           μικρὸν καὶ οὐ θεωρεῖτέ με, καὶ πάλιν μικρὸν καὶ ὄψεσθέ με, ὅτι ἐγὼ ὑπάγω πρὸς τὸν πατέρα.

Ιω. 16,16                   Ακόμη ολίγον χρόνον και δε θα με βλέπετε πλέον με τα μάτια του σώματος· αλλά και πάλιν έπειτα από μικρόν χρόνον θα με ίδετε, αμέσως δηλαδή μετά την ανάστασίν μου, και θα με ίδετε επί πλέον με τα μάτια της ψυχής σας, διότι εγώ πηγαίνω προς τον Πατέρα, τον οποίον και θα παρακαλέσω να σας στείλη το Πνεύμα το Αγιον”.

Ιω. 16,17           Εἶπον οὖν ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ πρὸς ἀλλήλους· τί ἐστι τοῦτο ὃ λέγει ἡμῖν, μικρὸν καὶ οὐ θεωρεῖτέ με, καὶ πάλιν μικρὸν καὶ ὄψεσθέ με, καὶ ὅτι ἐγὼ ὑπάγω πρὸς τὸν πατέρα;

Ιω. 16,17                   Είπαν τότε μερικοί από τους μαθητάς του μεταξύ των· τι σημαίνει αυτό που μας λέγει, ολίγον χρόνον και δεν θα με βλέπετε, και πάλιν έπειτα από ολίγο θα με ίδετε και ότι εγώ πηγαίνω προς τον Πατέρα;”

Ιω. 16,18           ἔλεγον οὖν· τοῦτο τί ἐστιν ὃ λέγει τὸ μικρόν; οὐκ οἴδαμεν τί λαλεῖ.

Ιω. 16,18                   Ελεγαν λοιπόν· “τι σημαίνει αυτό το, μικρόν, που λέγει; Δεν εννοούμεν τι λέγει”.

Ιω. 16,19           ἔγνω οὖν ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἤθελον αὐτὸν ἐρωτᾶν, καὶ εἶπεν αὐτοῖς· περὶ τούτου ζητεῖτε μετ᾿ ἀλλήλων ὅτι εἶπον, μικρὸν καὶ οὐ θεωρεῖτέ με, καὶ πάλιν μικρὸν καὶ ὄψεσθέ με;

Ιω. 16,19                   Ο Ιησούς με την θείαν αυτού γνώσιν αντελήφθη ότι ήθελαν οι μαθηταί να τον ερωτήσουν και τους είπε· “συζητείτε μεταξύ σας περί αυτού που σας είπα, ότι δηλαδή ολίγον χρόνον και δεν θα με βλέπετε με τα μάτια του σώματος, και πάλιν ολίγον χρόνον και θα με ίδετε;

Ιω. 16,20           ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι κλαύσετε καὶ θρηνήσετε ὑμεῖς, ὁ δὲ κόσμος χαρήσεται· ὑμεῖς δὲ λυπηθήσεσθε, ἀλλ᾿ ἡ λύπη ὑμῶν εἰς χαρὰν γενήσεται·

Ιω. 16,20                  Σας πληροφορώ και σας διαβεβαιώνω, ότι σεις θα κλάψετε και θα θρηνήσετε δια τον σταυρικόν μου θάνατον, ο δε αμαρτωλός και αμετανόητος κόσμος θα χαρή. Σεις θα ληπηθήτε βέβαια, αλλά πολύ σύντομα η λύπη σας θα γίνη χαρά.

Ιω. 16,21           ἡ γυνὴ ὅταν τίκτῃ, λύπην ἔχει, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα αὐτῆς· ὅταν δὲ γεννήσῃ τὸ παιδίον, οὐκέτι μνημονεύει τῆς θλίψεως διὰ τὴν χαρὰν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον.

Ιω. 16,21                   Η γυναίκα όταν γεννά, έχει πόνους και λύπην, διότι ήλθε η ώρα της. Οταν όμως γεννήση το παιδί, τότε δεν ενθυμείται πλέον την θλίψιν και τους πόνους, ένεκα της χαράς που δοκιμάζει, διότι εγεννήθη άνθρωπος στον κόσμον.

Ιω. 16,22           καὶ ὑμεῖς οὖν λύπην μὲν νῦν ἔχετε· πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία, καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ᾿ ὑμῶν.

Ιω. 16,22                  Και σεις, λοιπόν, τώρα μεν έχετε λύπην, πάλιν όμως θα σας ίδω μετά την ανάστασίν μου και θα γεμίση η καρδιά σας από χαράν, και την χαράν σας αυτήν κανείς δεν ημπορεί να σας την αφαιρέση.

Ιω. 16,23           καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἐμὲ οὐκ ἐρωτήσετε οὐδέν· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσητε τὸν πατέρα ἐν τῷ ὀνόματί μου, δώσει ὑμῖν.

Ιω. 16,23                   Κατά την ημέραν εκείνην που θα κατέλθη εις σας το Πνεύμα το Αγιον, δεν θα με ερωτήσετε τίποτε, διότι θα σας έχη φωτίσει Εκείνο. Αληθώς σας λέγω, ότι όσα ζητήσετε από τον Πατέρα μου εν τω ονόματί μου, θα σας τα δώση.

Ιω. 16,24           ἕως ἄρτι οὐκ ᾐτήσατε οὐδὲν ἐν τῷ ὀνόματί μου· αἰτεῖτε καὶ λήψεσθε, ἵνα ἡ χαρὰ ὑμῶν ᾖ πεπληρωμένη.

Ιω. 16,24                  Εως τώρα δεν έχετε ζητήσει τίποτε, επικαλούμενοι το όνομα εμού, που είμαι ο αιώνιος αρχιερεύς και μεσίτης ιδικός σας πλησίον του Πατρός. Από εδώ όμως και πέρα να ζητήτε πάντοτε και θα λαμβάνετε, δια να είναι έτσι πλήρης και τελεία η χαρά σας εκ του γεγονότος ότι ο Πατήρ θα ακούη τας προσευχάς σας.

Ιω. 16,25           Ταῦτα ἐν παροιμίαις λελάληκα ὑμῖν· ἀλλ᾿ ἔρχεται ὥρα ὅτε οὐκέτι ἐν παροιμίαις λαλήσω ὑμῖν, ἀλλὰ παῤῥησίᾳ περὶ τοῦ πατρὸς ἀναγγελῶ ὑμῖν.

Ιω. 16,25                   Αυτά σας τα είπα με παραβολάς και αλληγορίας, κάπως συνεσκιασμένα και ασαφή, επειδή όσον καθαρά και αν σας τα είπω, δεν είσθε ακόμη εις θέσιν να τα εννοήσετε. Ερχεται όμως ώρα, οπότε δεν θα σας ομιλήσω πλέον με παραβολές και αλληγορίες, αλλά θα σας αναγγείλω καθαρά και ξάστερα τα περί του Πατρός και τα οποία με τον φωτισμόν του Αγίου Πνεύματος θα τα εννοήσετε εντελώς.

Ιω. 16,26           ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἐν τῷ ὀνόματί μου αἰτήσεσθε· καὶ οὐ λέγω ὑμῖν ὅτι ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν πατέρα περὶ ὑμῶν·

Ιω. 16,26                  Κατά τον καιρόν εκείνον θα ζητήσετε, εν τω ονόματί μου, ότι θέλετε από τον Πατέρα. Και τότε δεν σας λέγω ότι εγώ θα παρακαλέσω τον Πατέρα για σας.

Ιω. 16,27           αὐτὸς γὰρ ὁ πατὴρ φιλεῖ ὑμᾶς, ὅτι ὑμεῖς ἐμὲ πεφιλήκατε, καὶ πεπιστεύκατε ὅτι ἐγὼ παρὰ τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθον.

Ιω. 16,27                   Και τούτο διότι αυτός ο ίδιος ο Πατήρ μου σας αγαπά, επειδή και σεις έχετε αγαπήσει εμέ και έχετε πιστεύσει ότι εγώ εγεννήθην από τον Θεόν και από αυτόν έχω σταλή στον κόσμον.

Ιω. 16,28           ἐξῆλθον παρὰ τοῦ πατρὸς καὶ ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον· πάλιν ἀφίημι τὸν κόσμον καὶ πορεύομαι πρὸς τὸν πατέρα.

Ιω. 16,28                  Μονογενής εγώ Υιός του Πατρός, εβγήκα από τον Πατέρα με την ενανθρώπησίν μου και ήλθα στον κόσμον. Παλιν αφίνω τον κόσμον και πηγαίνω προς τον Πατέρα”.

Ιω. 16,29           Λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· ἴδε νῦν παῤῥησίᾳ λαλεῖς, καὶ παροιμίαν οὐδεμίαν λέγεις.

Ιω. 16,29                  Λεγουν προς αυτόν οι μαθηταί του· “ιδού τώρα ομιλείς καθαρά, και δεν λέγεις καμμίαν δυσκολονόητον παραβολήν.

Ιω. 16,30           νῦν οἴδαμεν ὅτι οἶδας πάντα καὶ οὐ χρείαν ἔχεις ἵνα τίς σε ἐρωτᾷ. ἐν τούτῳ πιστεύομεν ὅτι ἀπὸ Θεοῦ ἐξῆλθες.

Ιω. 16,30                   Τωρα, που χωρίς να σου είπωμεν τίποτε είδες τας απορίας μας, επείσθημεν ότι γνωρίζεις τα πάντα και δεν έχεις ανάγκην να σου διατυπώση κανείς την ερώτησίν του, δια να γνωρίσης τι σκέπτεται. Ακριβώς λόγω της παγγνωσίας σου αυτής πιστεύομεν ότι κατάγεσαι από τον Θεόν και από αυτόν έχεις σταλή στον κόσμον”.

Ιω. 16,31           ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἄρτι πιστεύετε·

Ιω. 16,31                   Απήντησεν εις αυτούς ο Ιησούς· “τώρα πιστεύετε, και όμως θα κλονισθή η πίστις σας.

Ιω. 16,32           ἰδοὺ ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐλήλυθεν, ἵνα σκορπισθῆτε ἕκαστος εἰς τὰ ἴδια καὶ ἐμὲ μόνον ἀφῆτε· καὶ οὐκ εἰμὶ μόνος, ὅτι ὁ πατὴρ μετ᾿ ἐμοῦ ἐστι.

Ιω. 16,32                   Ιδού έρχεται ώρα, και έχει έλθει τώρα η ώρα, να διασκορπισθήτε και να γυρίσετε ο καθένας εις τα σπίτια σας και να με αφήσετε μόνον. Και όμως εγώ δεν είμαι μόνος· διότι ο Πατήρ είναι μαζή μου.

Ιω. 16,33           ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα ἐν ἐμοὶ εἰρήνην ἔχητε. ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον.

Ιω. 16,33                   Αυτά σας τα είπα, δια να έχετε ειρήνην, καρπόν της πνευματικής επικοινωνίας και ενώσεώς σας με εμέ. Εις τον κόσμον τούτον θα έχετε θλίψιν, αλλά να έχετε θάρρος. Εγώ έχω νικήσει τον κόσμον. Και σεις με την ιδικήν μου δύναμιν θα νικήσετε τον κόσμον και θα αναδειχθήτε ένδοξοι θριαβευταί”.

 

 

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 17

 

Ιω. 17,1             Ταῦτα ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε· πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱός σου δοξάσῃ σε,

Ιω. 17,1                      Αυτά είπεν ο Ιησούς προς τους μαθητάς του και έπειτα εσήκωσε τα μάτια του στον ουρανόν και είπε· “Πατερ έφθασεν η ώρα, την οποίαν η αγαθότης και η σοφία σου ώρισε. Δοξασε και ως άνθρωπον τον Υιόν σου, ο οποίος βαδίζει προς την θυσίαν, δια να σε δοξάση και ο Υιός σου με τα αναρίθμητα πλήθη των ανθρώπων, τα οποία δια της λυτρωτικής του θυσίας θα πιστεύσουν εις σε και θα σωθούν.

Ιω. 17,2             καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον.

Ιω. 17,2                     Δοξασε τον, όπως άλωστε και τον εδόξασες έως τώρα, διότι του έδωκες εξουσίαν επί όλης της ανθρωπότητος, δια να δώση εις όλους αυτούς, που του έδωκες, ζωήν αιώνιον.

Ιω. 17,3             αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν.

Ιω. 17,3                     Αυτή δε είναι η αιώνιος ζωη, να γνωρίζουν οι άνθρωποι σε τον μόνον αληθινόν Θεόν, να απολαμβάνουν τας απείρους τελειότητάς σου με την στενήν επικοινωνίαν και αγάπην προς σε, να γνωρίζουν δε επίσης και τον Ιησούν Χριστόν, που έστειλες στον κόσμον.

Ιω. 17,4             ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω·

Ιω. 17,4                     Εγώ με την ζωήν και το έργον μου σε εδόξασα εις την γην. Εκαμα γνωστόν το όνομά σου στους ανθρώπους και με την σταυρικήν μου θυσίαν την οποίαν μετ' ολίγον προσφέρω, ετελείωσα το έργον, το οποίον μου έδωκες να πραγματοποιήσω.

Ιω. 17,5             καὶ νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί.

Ιω. 17,5                     Και τώρα, δόξασέ με και συ, Πατερ, πλησίον σου με την δόξαν την οποίαν είχα κοντά σου, πριν άκομα λάβη ύπαρξιν από σε ο κόσμος.

Ιω. 17,6             Ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι.

Ιω. 17,6                     Εφανέρωσα το όνομά σου στους ανθρώπους, τους οποίους συ επήρες από τον κόσμον και μου τους έδωκες ως μαθητάς μου. Ησαν ιδικοί σου, σύμφωνα με την αγαθήν διάθεσιν που είχαν, και συ τους έδωκες εις εμέ, και αυτοί εφύλαξαν την εντολήν σου.

Ιω. 17,7             νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ ἐστιν·

Ιω. 17,7                     Τωρα έμαθαν καλύτερα ότι όλα όσα μου έχεις δώσει προέρχονται από σε.

Ιω. 17,8             ὅτι τὰ ῥήματα ἃ δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον, καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας.

Ιω. 17,8                     Την γνώσιν των και πεποίθησιν αυτήν μαρτυρεί και το γεγονός ότι τους λόγους, που μου έδωκες, τους έδωσα εις αυτούς και αυτοί τους εδέχθησαν και εσχημάτισαν την βεβαίαν γνώσιν και πεποίθησιν, ότι πράγματι εγώ εγεννήθηκα και εβγήκα στον κόσμον από σε και επίστευσαν ότι συ με έστειλες.

Ιω. 17,9             Ἐγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ, ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσι,

Ιω. 17,9                     Εγώ ειδικώς δι' αυτούς σε παρακαλώ τώρα ως μέγας αρχιερεύς και μεσίτης· δεν σε παρακαλώ δια τον κόσμον τον αμαρτωλόν και άπιστον, αλλά δι' αυτούς που μου έδωκες, διότι εξακολουθούν να είναι και θα είναι ιδικοί σου.

Ιω. 17,10           καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς.

Ιω. 17,10                   Αλλωστε όλα τα ιδικά μου είναι ιδικά σου και τα ιδικά σου είναι ιδικά μου. Και αυτοί οι μαθηταί μου ήσαν ιδικοί σου και έγιναν ιδικοί μου και εξακολουθούν να είναι ιδικοί σου. Και εγώ έχω δοξασθή εν μέσω αυτών, οι οποίοι με εγνώρισαν ως Υιόν σου και Θεόν.

Ιω. 17,11           καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ οὗτοι ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς.

Ιω. 17,11                    Και δεν είμαι πλέον στον κόσμον αυτόν αισθητώς μεταξύ των με το σώμα μου, και αυτοί είναι στον κόσμον, δια να εκπληρώσουν την υψηλήν αποστολήν των. Και εγώ έρχομαι προς σε. Πατερ άγιε, φύλαξέ τους με την θείαν σου δύναμιν και αγάπην, αυτούς τους οποίους συ μου έδωκες, ώστε να είναι ενωμένοι μεταξύ των εις ένα πνευματικόν σώμα, όπως είμεθα ημείς.

Ιω. 17,12           ὅτε ἤμην μετ᾿ αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου· οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ.

Ιω. 17,12                   Οταν ήμουν μαζή των στον κόσμον, εγώ τους επροφύλασσα με την ιδικήν σου ακαταγώνιστον δύναμιν και προστασίαν. Εφύλαξα αυτούς που μου έδωκες και κανένας από αυτούς δεν εχάθηκε, παρά μόνον ο υιός της απωλείας, ο προδότης, δια να εκπληρωθούν έτσι και αι προφητείαι της Γραφής.

Ιω. 17,13           νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὐτοῖς.

Ιω. 17,13                    Τωρα όμως έρχομαι προς σε και ενώ ευρίσκομαι ακόμη στον κόσμον, λέγω αυτά, δια να τα ακούσουν και οι ίδιοι, ώστε να έχουν την ιδικήν μου τελείαν χαράν ολόκληρον και πλήρη έντος αυτών.

Ιω. 17,14           ἐγὼ δέδωκα αὐτοῖς τὸν λόγον σου, καὶ ὁ κόσμος ἐμίσησεν αὐτούς, ὅτι οὐκ εἰσὶν ἐκ τοῦ κόσμου, καθὼς ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ κόσμου.

Ιω. 17,14                   Εγώ έδωκα εις αυτούς τον λόγον σου. Και ο κόσμος της αμαρτίας τους εμίσησε, διότι δεν ανήκουν πλέον στον κόσμον αυτόν κατά τα φρονήματα και την ζωήν, όπως και εγώ δεν είμαι και δεν ανήκω στον κόσμον αυτόν.

Ιω. 17,15           οὐκ ἐρωτῶ ἵνα ἄρῃς αὐτοὺς ἐκ τοῦ κόσμου, ἀλλ᾿ ἵνα τηρήσῃς αὐτοὺς ἐκ τοῦ πονηροῦ.

Ιω. 17,15                    Δεν σε παρακαλώ να τους πάρης τώρα από τον κόσμον αυτόν στους ουρανούς, αλλά να τους προφυλάξης από τον πονηρόν, ο οποίος εμπνέει και εξουσιάζει τον κόσμον.

Ιω. 17,16           ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ εἰσί, καθὼς ἐγὼ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ εἰμί.

Ιω. 17,16                   Δεν προέρχονται πλέον εκ του κόσμου και δεν ανήκουν στον κόσμον, όπως και εγώ δεν είμαι από τον κόσμον αυτόν.

Ιω. 17,17           ἁγίασον αὐτοὺς ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου· ὁ λόγος ὁ σὸς ἀλήθειά ἐστι.

Ιω. 17,17                    Με τον φωτισμόν και την αναγέννησιν που δίδει η αλήθειά σου, αγίασέ τους και καθιέρωσε τους μονίμως πλέον στο έργον σου. Ο λόγος ο ιδικός σου είναι πάντοτε η απόλυτος και καθαρά αλήθεια.

Ιω. 17,18           καθὼς ἐμὲ ἀπέστειλας εἰς τὸν κόσμον, κἀγὼ ἀπέστειλα αὐτοὺς εἰς τὸν κόσμον.

Ιω. 17,18                   Αγίασέ τους, Πατερ, διότι όπως συ έστειλες εμέ στον κόσμον, έτσι και εγώ έστειλα αυτούς ως εργάτας του ευαγγελίου στον κόσμον· και δι' αυτό πρέπει να είναι άγιοι.

Ιω. 17,19           καὶ ὑπὲρ αὐτῶν ἐγὼ ἁγιάζω ἐμαυτόν, ἵνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ.

Ιω. 17,19                   Και εγώ χάριν αυτών αφιέρωσα τον ευατόν μου εις σε και τον προσφέρω θυσίαν, δια να είναι και αυτοί αγιασμένοι με την αλήθειαν, που έχουν δεχθή, και με την θυσίαν μου, εις την οποίαν θα συμμετέχουν.

Ιω. 17,20           Οὐ περὶ τούτων δὲ ἐρωτῶ μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν πιστευσόντων διὰ τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ,

Ιω. 17,20                   Δεν σε παρακαλώ δε δι' αυτούς μόνον, αλλά και δι' εκείνους οι οποίοι, χάρις εις την διδασκαλίαν των, θα πιστεύουν εις εμέ.

Ιω. 17,21           ἵνα πάντες ἓν ὦσι, καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσιν, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ ὅτι σύ με ἀπέστειλας.

Ιω. 17,21                   Σε παρακαλώ δι' όλους αυτούς, να είναι ένα πνευματικόν σώμα με την αγάπην και την ομοφροσύνην των. Οπως συ, Πατερ, είσαι ενωμένος με εμέ και εγώ με σε, διότι έχομεν την αυτήν ουσίαν, έτσι σε παρακαλώ, να είναι και αυτοί ένα δια της ενώσεως και επικοινωνίας που θα έχουν με ημάς, δια να πιστεύση ο κόσμος, βλέπων το θαύμα αυτό της ενότητος, ότι συ με έστειλες.

Ιω. 17,22           καὶ ἐγὼ τὴν δόξαν ἣν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν,

Ιω. 17,22                   Και εγώ την απεριόριστον δόξαν, την οποίαν μου έδωκες ως προς άνθρωπον, την έδωκα εις αυτούς, δια να είναι ένα, όπως και ημείς είμεθα ένα.

Ιω. 17,23           ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν, καὶ ἵνα γινώσκῃ ὁ κόσμος ὅτι σύ με ἀπέστειλας καὶ ἠγάπησας αὐτοὺς καθὼς ἐμὲ ἠγάπησας.

Ιω. 17,23                   Εγώ να ζω μέσα εις ένα έκαστον από αυτούς, όπως και συ ζης έντος εμού, δια να έχουν τελειοποιηθή εις ένα πνευματικόν σώμα και να γνωρίζη ο κόσμος, βλέπων αυτό το θαύμα της ενότητος, και πιστεύη ότι συ με έστειλες στον κόσμον και ότι ηγάπησες αυτούς, όπως ηγάπησες εμέ.

Ιω. 17,24           πάτερ, οὓς δέδωκάς μοι, θέλω ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ κἀκεῖνοι ὦσι μετ᾿ ἐμοῦ, ἵνα θεωρῶσι τὴν δόξαν τὴν ἐμὴν ἣν δέδωκάς μοι, ὅτι ἠγάπησάς με πρὸ καταβολῆς κόσμου.

Ιω. 17,24                   Πατερ, θέλω εκείνοι τους οποίους μου έχεις δώσει, να είναι μαζή μου όπου είμαι εγώ, δια να βλέπουν και απολαμβάνουν την δόξαν μου την οποίαν προαιωνίως μου έχεις δώσει, διότι με έχεις αγαπήσει προ πάντων των αιώνων, πριν να τεθούν τα θεμέλια του κόσμου.

Ιω. 17,25           πάτερ δίκαιε, καὶ ὁ κόσμος σε οὐκ ἔγνω, ἐγὼ δέ σε ἔγνων, καὶ οὗτοι ἔγνωσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας·

Ιω. 17,25                   Πατερ δίκαιε, μολονότι ο κόσμος, εξ αιτίας της κακότητός του, δεν σε εγνώρισε, εγώ όμως και ως άνθρωπος σε εγνώρισα σαφώς εις βαθμόν, στον οποίον κανένας άλλος άνθρωπος ούτε σε εγνώρισε ούτε θα σε γνωρίση. Και αυτοί ακούοντες την διδασκαλίαν μου και βλέποντες τα έργα μου επληροφορήθησαν πλέον σαφώς και επίστευσαν, ότι συ με απέστειλες στον κόσμον και δια τούτο είναι άξιοι της πατρικής σου στοργής και προστασίας.

Ιω. 17,26           καὶ ἐγνώρισα αὐτοῖς τὸ ὄνομά σου καὶ γνωρίσω, ἵνα ἡ ἀγάπη ἣν ἠγάπησάς με ἐν αὐτοῖς ᾖ, κἀγὼ ἐν αὐτοῖς.

Ιω. 17,26                   Και εγώ εγνωστοποίησα εις αυτούς το όνομά σου και δια του Αγίου Πνεύματος θα τους το κάμω ακόμη περισσότερον γνωστόν, ώστε η άπειρος αγάπη, με την οποίαν με έχεις αγαπήσει, να είναι μέσα εις τας ψυχάς των και να αισθάνωνται καθαρώτατα, ότι εγώ είμαι μέσα στον καθένα από αυτούς και εις όλους μαζή, ώστε να αποτελούν ένα πνευματικόν σώμα με εμέ”.

 

 

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 18

 

Ιω. 18,1             Ταῦτα εἰπὼν ὁ Ἰησοῦς ἐξῆλθε σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ πέραν τοῦ χειμάῤῥου τῶν Κέδρων, ὅπου ἦν κῆπος, εἰς ὃν εἰσῆλθεν αὐτὸς καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ.

Ιω. 18,1                      Αφού είπεν αυτά ο Ιησούς, εβγήκε μαζή με τους μαθητάς του πέραν από τον χείμαρρον των Κεδρων, όπου υπήρχε κήπος, στον οποίον εισήλθαν αυτός και οι μαθηταί του.

Ιω. 18,2             ᾔδει δὲ καὶ Ἰούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν τὸν τόπον, ὅτι πολλάκις συνήχθη καὶ ὁ Ἰησοῦς ἐκεῖ μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ.

Ιω. 18,2                     Εγνώριζε δε και ο Ιούδας, ο προδότης, αυτόν τον τόπον, διότι πολλές φορές μαζή με τους μαθητάς του ο Ιησούς είχεν έλθει εκεί.

Ιω. 18,3             ὁ οὖν Ἰούδας λαβὼν τὴν σπεῖραν καὶ ἐκ τῶν ἀρχιερέων καὶ Φαρισαίων ὑπηρέτας ἔρχεται ἐκεῖ μετὰ φανῶν καὶ λαμπάδων καὶ ὅπλων.

Ιω. 18,3                     Ο Ιούδας, λοιπόν, αφού επήρε μαζή του το ρωμαϊκόν στραιωτικόν απόσπασμα και υπηρέτας από τους αρχιερείς και Φαρισαίους, ήλθε εκεί με φανάρια και λαμπάδες και όπλα.

Ιω. 18,4             Ἰησοῦς οὖν εἰδὼς πάντα τὰ ἐρχόμενα ἐπ᾿ αὐτόν, ἐξελθὼν εἶπεν αὐτοῖς· τίνα ζητεῖτε;

Ιω. 18,4                     Ο Ιησούς, λοιπόν, γνωρίζων όλα εκείνα, που έμελλαν να συμβούν εις αυτόν, εβγήκεν έξω από τον κήπον και είπεν εις αυτούς· “Ποίον ζητείτε;”

Ιω. 18,5             ἀπεκρίθησαν αὐτῷ· Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι. εἱστήκει δὲ καὶ Ἰούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν μετ᾿ αὐτῶν.

Ιω. 18,5                     Του απήντησαν εκείνοι· “Ιησούν τον Ναζωραίον”. Λεγει εις αυτούς ο Ιησούς· “εγώ είμαι”. Μαζή δε με αυτούς εστέκετο και ο Ιούδας, ο προδότης.

Ιω. 18,6             ὡς οὖν εἶπεν αὐτοῖς ὅτι ἐγώ εἰμι, ἀπῆλθον εἰς τὰ ὀπίσω καὶ ἔπεσον χαμαί.

Ιω. 18,6                     Οταν, λοιπόν, είπεν εις αυτούς, ότι εγώ είμαι, εκείνοι καταπτοημένοι ωπισθοχώρησαν και έπεσαν κάτω.

Ιω. 18,7             πάλιν οὖν αὐτοὺς ἐπηρώτησε· τίνα ζητεῖτε; οἱ δὲ εἶπον· Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον.

Ιω. 18,7                     Παλιν, λοιπόν, τους ηρώτησε· “ποίον ζητείτε;” Εκείνοι είπον· “Ιησούν τον Ναζωραίον”.

Ιω. 18,8             ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· εἶπον ὑμῖν ὅτι ἐγώ εἰμι. εἰ οὖν ἐμὲ ζητεῖτε, ἄφετε τούτους ὑπάγειν·

Ιω. 18,8                     Απεκρίθη ο Ιησούς· “σας είπα ότι εγώ είμαι· εάν, λοιπόν, ζητήτε εμέ, αφήσατε αυτούς να φύγουν”.

Ιω. 18,9             ἵνα πληρωθῇ ὁ λόγος ὃν εἶπεν, ὅτι οὓς δέδωκάς μοι, οὐκ ἀπώλεσα ἐξ αὐτῶν οὐδένα.

Ιω. 18,9                     Και είπε τούτο, δια να εξασφαλίση τους μαθητάς του, και να εκπληρωθή ακόμη και ο λόγος, τον οποίον προ ολίγου είχεν είπει στον Πατέρα του, ότι εκείνους τους οποίους μου έδωκες τους επροφύλαξα και δεν εχάθηκε κανένας από αυτούς.

Ιω. 18,10           Σίμων οὖν Πέτρος ἔχων μάχαιραν εἵλκυσεν αὐτήν, καὶ ἔπαισε τὸν τοῦ ἀρχιερέως δοῦλον καὶ ἀπέκοψεν αὐτοῦ τὸ ὠτίον τὸ δεξιόν· ἦν δὲ ὄνομα τῷ δούλῳ Μάλχος.

Ιω. 18,10                   Οταν, λοιπόν, οι στρατιώται συνήλθον κάπως από τον φόβον των και επροχώρησαν, δια να συλλάβουν τον Κυριον, ο Σιμων Πετρος, που είχε κατά την ώραν εκείνην μάχαιραν, την έσυρε και εκτύπησε τον δούλον του αρχιερέως και του έκοψε το δέξι αυτί. Το όνομα δε του δούλου εκείνου ήτο Μαλχος. (Ο ζήλος του Πετρου τον παρέσυρε εις άκριτον και εγκληματικήν πράξιν. Ακριτον, διότι εξέθετε έτσι ενώπιον των Ρωμαίων, τον εαυτόν του, τους μαθητάς και τον Κυριον ως στασιαστάς. Εγκληματικήν, διότι εστρέφετο κατά της ζωής του πλησίον, έστω και εχθρού).

Ιω. 18,11           εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς τῷ Πέτρῳ· βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην· τὸ ποτήριον ὃ δέδωκέ μοι ὁ πατήρ, οὐ μὴ πίω αὐτό;

Ιω. 18,11                    Είπε αμέσως τότε ο Ιησούς στον Πετρον· “βάλε την μάχαιραν εις την θήκην· το ποτήριον, το οποίον μου έδωκε ο Πατήρ, θέλεις συ να μη το πίω;”

Ιω. 18,12           Ἡ οὖν σπεῖρα καὶ ὁ χιλίαρχος καὶ οἱ ὑπηρέται τῶν Ἰουδαίων συνέλαβον τὸν Ἰησοῦν καὶ ἔδησαν αὐτόν,

Ιω. 18,12                   Τοτε, λοιπόν, το στρατιωτικόν απόσπασμα και ο χιλίαρχος και οι υπηρέται των Ιουδαίων επιασαν τον Ιησούν και τον έδεσαν.

Ιω. 18,13           καὶ ἀπήγαγον αὐτὸν πρὸς Ἄνναν πρῶτον· ἦν γὰρ πενθερὸς τοῦ Καϊάφα, ὃς ἦν ἀρχιερεὺς τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐκείνου.

Ιω. 18,13                   Και τον επήγαν δεμένον πρώτον προς τον Ανναν, τον καθηρημένον αρχιερέαν, αλλά παρά πολύ ισχυρόν, διότι ήτο και πενθερός του Καϊάφα, ο οποίος ήτο αρχιερεύς κατά το ιστορικόν εκείνο έτος.

Ιω. 18,14           ἦν δὲ Καϊάφας ὁ συμβουλεύσας τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι συμφέρει ἕνα ἄνθρωπον ἀπολέσθαι ὑπὲρ τοῦ λαοῦ.

Ιω. 18,14                   Ο δε Καϊάφας ήτο εκείνος που είχε συμβουλεύσει τους Ιουδαίους, ότι συμφέρει προς χάριν του λαού να θανατωθή και χαθή ένας άνθρωπος, και ως τέτοιον εννούσε τον Χριστόν, του οποίου τον φόνον, ένεκα της μοχθηρίας και του φθόνου του, είχεν ήδει αποφασίσει.

Ιω. 18,15           Ἠκολούθει δὲ τῷ Ἰησοῦ Σίμων Πέτρος καὶ ὁ ἄλλος μαθητής. ὁ δὲ μαθητὴς ἐκεῖνος ἦν γνωστὸς τῷ ἀρχιερεῖ, καὶ συνεισῆλθε τῷ Ἰησοῦ εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ἀρχιερέως·

Ιω. 18,15                   Ακολουθούσε δε τον Ιησούν ο Σιμων ο Πετρος και ο άλλος μαθητής, δηλαδή ο Ιωάννης. Ο δε μαθητής εκείνος ήτο γνωστός στον αρχιερέα και δι' αυτό εμπήκε μαζή με τον Ιησούν ελεύθερα εις την αυλήν του αρχιερέως.

Ιω. 18,16           ὁ δὲ Πέτρος εἱστήκει πρὸς τῇ θύρᾳ ἔξω. ἐξῆλθεν οὖν ὁ μαθητὴς ὁ ἄλλος, ὃς ἦν γνωστὸς τῷ ἀρχιερεῖ, καὶ εἶπε τῇ θυρωρῷ, καὶ εἰσήγαγε τὸν Πέτρον.

Ιω. 18,16                   Ο Πετρος όμως, άγνωστος καθώς ήτο, εστέκετο έξω, κοντά εις την θύραν, διότι δεν επετρέπετο η είσοδος. Εβγήκε τότε έξω εις την πόρτα ο άλλος μαθητής, ο οποίος ήτο γνωστός στον αρχιερέα, ωμίλησε εις την θυρωρόν και επέτρεψε εκείνη την είσοδον στον Πετρον.

Ιω. 18,17           λέγει οὖν ἡ παιδίσκη ἡ θυρωρὸς τῷ Πέτρῳ· μὴ καὶ σὺ ἐκ τῶν μαθητῶν εἶ τοῦ ἀνθρώπου τούτου; λέγει ἐκεῖνος· οὐκ εἰμί.

Ιω. 18,17                   Αλλά η μικρά δούλη, που ήτο θυρωρός, καθώς είδε τον Πετρον, του λέγει· “μήπως και συ είσαι από τους μαθητάς του ανθρώπου αυτού;” Απήντησεν εκείνος· “δεν είμαι”.

Ιω. 18,18           εἱστήκεισαν δὲ οἱ δοῦλοι καὶ οἱ ὑπηρέται ἀνθρακιὰν πεποιηκότες, ὅτι ψῦχος ἦν, καὶ ἐθερμαίνοντο· ἦν δὲ μετ᾿ αὐτῶν ὁ Πέτρος ἑστὼς καὶ θερμαινόμενος.

Ιω. 18,18                   Εστέκοντο δε οι δούλοι και οι υπηρέται, που είχαν ετοιμάσει ανθρακιάν, σωρόν αναμμένα κάρβουνα, διότι έκανε κρύο και εζεσταίνοντο. Εστεκε δε μαζή τους και ο Πετρος και εζεσταίνετο.

Ιω. 18,19           Ὁ οὖν ἀρχιερεὺς ἠρώτησε τὸν Ἰησοῦν περὶ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ καὶ περὶ τῆς διδαχῆς αὐτοῦ.

Ιω. 18,19                   Εν τω μεταξύ ο αρχιερεύς ηρώτησε τον Ιησούν δια τους μαθητάς του, ποίοι ήσαν και διατί τον ακολουθούσαν, και δια την διδασκαλίαν του.

Ιω. 18,20           ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἐγὼ παῤῥησίᾳ ἐλάλησα τῷ κόσμῳ· ἐγὼ πάντοτε ἐδίδαξα ἐν συναγωγῇ καὶ ἐν τῷ ἱερῷ, ὅπου πάντοτε οἱ Ἰουδαῖοι συνέρχονται, καὶ ἐν κρυπτῷ ἐλάλησα οὐδέν.

Ιω. 18,20                  Απήντησε εις αυτόν ο Ιησούς· “εγώ φανερά ωμίλησα στους ανθρώπους· εγώ πάντοτε εδίδαξα εις τας συναγωγάς και εις τας αυλάς του ναού, όπου πάντοτε, πλήθη Ιουδαίων συγκεντρώνονται, και κρυφά δεν είπα τίποτε.

Ιω. 18,21           τί με ἐπερωτᾷς; ἐπερώτησον τοὺς ἀκηκοότας τί ἐλάλησα αὐτοῖς· ἴδε οὗτοι οἴδασιν ἃ εἶπον ἐγώ.

Ιω. 18,21                   Διατί ερωτάς εμέ; Ρωτησε εκείνους, που με άκουσαν να σου είπουν, τι τους εδίδαξα. Ιδού αυτοί γνωρίζουν εκείνα τα οποία είπα εγώ”.

Ιω. 18,22           ταῦτα δὲ αὐτοῦ εἰπόντος εἷς τῶν ὑπηρετῶν παρεστηκὼς ἔδωκε ῥάπισμα τῷ Ἰησοῦ εἰπών· οὕτως ἀποκρίνῃ τῷ ἀρχιερεῖ;

Ιω. 18,22                  Οταν δε ο Ιησούς είπεν αυτά, ένας από τους υπηρέτας, που εστέκετο κοντά του, κατάφερε ράπισμα εναντίον του Ιησού λέγων· “με αυτόν τον ασεβή τρόπον απαντάς στον αρχιερέα;”

Ιω. 18,23           ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· εἰ κακῶς ἐλάλησα, μαρτύρησον περὶ τοῦ κακοῦ· εἰ δὲ καλῶς, τί με δέρεις;

Ιω. 18,23                   Του απήντησεν ο Ιησούς· “εάν κακώς ωμίλησα, μαρτύρησε εδώ ενώπιον του δικαστηρίου δια το κακόν αυτό. Εάν όμως καλά και σωστά απήντησα, διατί με δέρνεις;”

Ιω. 18,24           ἀπέστειλεν αὐτὸν ὁ Ἄννας δεδεμένον πρὸς Καϊάφαν τὸν ἀρχιερέα.

Ιω. 18,24                  Μη τολμών να συνεχίση την ανάκρισιν ο Αννας, έστειλε τον Ιησούν δεμένον προς τον Καϊάφαν τον αρχιερέα.

Ιω. 18,25           Ἦν δὲ Σίμων Πέτρος ἑστὼς καὶ θερμαινόμενος. εἶπον οὖν αὐτῷ· μὴ καὶ σὺ ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἶ;

Ιω. 18,25                   Ο δε Σιμων Πετρος εξακολουθούσε να στέκεται κοντά εις την φωτιά και να ζεσταίνεται. Του είπαν τότε μερικοί από εκείνους που ήσαν εκεί· “μήπως και συ είσαι από τους μαθητάς εκείνου;”

Ιω. 18,26           ἠρνήσατο οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· οὐκ εἰμί. λέγει εἷς ἐκ τῶν δούλων τοῦ ἀρχιερέως, συγγενὴς ὢν οὗ ἀπέκοψε Πέτρος τὸ ὠτίον· οὐκ ἐγώ σε εἶδον ἐν τῷ κήπῳ μετ᾿ αὐτοῦ;

Ιω. 18,26                  Ηρνήθη τότε ο Πετρος και είπε· “δεν είμαι”. Του λέγει τότε ένας από τους δούλους του αρχιερέως, συγγενής εκείνου του οποίου ο Πετρος έκοψε το αυτί· “τι μας λες; Εγώ δεν σε είδα στον κήπον μαζή του;”

Ιω. 18,27           πάλιν οὖν ἠρνήσατο ὁ Πέτρος, καὶ εὐθέως ἀλέκτωρ ἐφώνησεν.

Ιω. 18,27                   Παλιν λοιπόν αρνήθηκε ο Πετρος και αμέσως ένας πετεινός αλάλησε.

Ιω. 18,28           Ἄγουσιν οὖν τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ τοῦ Καϊάφα εἰς τὸ πραιτώριον· ἦν δὲ πρωΐ· καὶ αὐτοὶ οὐκ εἰσῆλθον εἰς τὸ πραιτώριον, ἵνα μὴ μιανθῶσιν, ἀλλ᾿ ἵνα φάγωσι τὸ πάσχα.

Ιω. 18,28                  Αφού, λοιπόν, οι αρχιερείς κατά την νύκτα, και το συνέδριον αμέσως με την ανατολήν του ηλίου, κατεδίκασαν τον Χριστόν εις θάνατον, τον έφεραν δεμένον στο πραιτώριον, όπου έμενε και εδίκαζεν ο Ρωμαίος ηγεμών. Ητο δε πρωϊ. Και αυτοί δεν εμπήκαν στο πραιτώριον (στον τόπον που τον θεωρούσαν μολυσμένον, διότι εκεί έμπαιναν ειδωλολάτραι και εδικάζοντο εγκληματίαι) δια να μη μολυνθούν, αλλά να μείνουν και να είναι καθαροί, ώστε να φάγουν κατά το βράδυ αυτό της Παρασκευής το πασχάλιον δείπνον.

Ιω. 18,29           ἐξῆλθεν οὖν ὁ Πιλᾶτος πρὸς αὐτοὺς καὶ εἶπε· τίνα κατηγορίαν φέρετε κατὰ τοῦ ἀνθρώπου τούτου;

Ιω. 18,29                  Συγκαταβαίνων, λοιπόν, εις τας προλήψεις των ο Πιλάτος, εβγήκε προς αυτούς και τους είπε· “ποίαν κατηγορίαν φέρνετε εναντίον αυτού του ανθρώπου;”

Ιω. 18,30           ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· εἰ μὴ ἦν οὗτος κακοποιός, οὐκ ἄν σοι παρεδώκαμεν αὐτόν.

Ιω. 18,30                   Απήντησαν εκείνοι αορίστως και είπαν· “εάν αυτός δεν ήτο κακοποιός, δεν θα σου τον είχαμε παραδώσει”.

Ιω. 18,31           εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· λάβετε αὐτὸν ὑμεῖς καὶ κατὰ τὸν νόμον ὑμῶν κρίνατε αὐτόν. εἶπον οὖν αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι· ἡμῖν οὐκ ἔξεστιν ἀποκτεῖναι οὐδένα·

Ιω. 18,31                   Είπε τότε εις αυτούς ο Πιλάτος· “εφ' όσον δεν καταθέτετε συγκεκριμένην κατηγορίαν και ισχυρίζεσθε κατά τρόπον αόριστον, ότι είναι κακοποιός, παρέτέ τον σεις και σύμφωνα με τον νόμον σας δικάστε τον”. Του είπαν τότε οι Ιουδαίοι· “ημείς τον κρίνομεν άξιον θανάτου, αλλά δεν έχομεν το δικαίωμα να θανατώσωμεν δια σταυρού κανένα, χωρίς την άδειαν του Ρωμαίου ηγεμόνος”.

Ιω. 18,32           ἵνα ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ πληρωθῇ ὃν εἶπε σημαίνων ποίῳ θανάτῳ ἤμελλεν ἀποθνήσκειν.

Ιω. 18,32                   Τα είπαν δε αυτά, δια να επαληθεύση πλήρως ο λόγος, τον οποίον ο Ιησούς είχεν είπει, φανερώνων εκ των προτέρων με ποίον είδος θανάτου έμελλε να αποθάνη. (Διότι οι Ρωμαίοι κατεδίκαζαν εις σταυρικόν θάνατον, ενώ οι Εβραίοι, σύμφωνα με τους νόμους των, και όταν ήσαν ελεύθερος λαός, κατεδίκαζαν στον δια λιθοβολισμού θάνατον).

Ιω. 18,33           Εἰσῆλθεν οὖν εἰς τὸ πραιτώριον πάλιν ὁ Πιλᾶτος καὶ ἐφώνησε τὸν Ἰησοῦν καὶ εἶπεν αὐτῷ· σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων;

Ιω. 18,33                   Εισήλθεν πάλιν στο πραιτώριον ο Πιλάτος και εκάλεσεν ιδιαιτέρως τον Ιησούν και του είπε· “συ είσαι ο βασιλεύς των Ιουδαίων;”

Ιω. 18,34           ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἀφ᾿ ἑαυτοῦ σὺ τοῦτο λέγεις ἢ ἄλλοι σοι εἶπον περὶ ἐμοῦ;

Ιω. 18,34                   Του απήντησεν ο Ιησούς· “Από τον ευατόν σου, από ιδικήν σου διαπίστωσιν το λέγεις αυτό η άλλοι σου το είπαν, ως κατηγορίαν εναντίον μου;”

Ιω. 18,35           ἀπεκρίθη ὁ Πιλᾶτος· μήτι ἐγὼ Ἰουδαῖός εἰμι; τὸ ἔθνος τὸ σὸν καὶ οἱ ἀρχιερεῖς παρέδωκάν σε ἐμοί· τί ἐποίησας;

Ιω. 18,35                   Απήντησεν ο Πιλάτος· “μήπως εγώ είμαι Ιουδαίος, δια να ανακατεύωμαι εις τα ζητήματα των Εβραίων; Το έθνος σου και οι αρχιερείς σε παρέδωκαν εις εμέ ως ένοχον. Τι έκαμες;”

Ιω. 18,36           ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου· εἰ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἦν ἡ βασιλεία ἡ ἐμή, οἱ ὑπηρέται ἂν οἱ ἐμοὶ ἠγωνίζοντο, ἵνα μὴ παραδοθῶ τοῖς Ἰουδαίοις· νῦν δὲ ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐντεῦθεν.

Ιω. 18,36                   Απήντησεν ο Ιησούς· “η βασιλεία μου δεν προέρχεται από τον κόσμον αυτόν. Εάν ήτο από τον κόσμον τούτον η βασιλεία μου, οι στρατιώται μου θα ανελάμβαναν αγώνα, δια να μη παραδοδώ στους Ιουδαίους. Αλλά η ιδική μου βασιλική εξουσία δεν προέρχεται από τούτον εδώ τον κόσμον ούτε στηρίζεται εις την δύναμιν των όπλων”.

Ιω. 18,37           εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· οὐκοῦν βασιλεὺς εἶ σύ; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· σὺ λέγεις ὅτι βασιλεύς εἰμι ἐγώ. ἐγὼ εἰς τοῦτο γεγέννημαι καὶ εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ. πᾶς ὁ ὢν ἐκ τῆς ἀληθείας ἀκούει μου τῆς φωνῆς.

Ιω. 18,37                   Είπε τότε εις αυτόν ο Πιλάτος· “λοιπόν είσαι βασιλεύς;” Απήντησεν ο Ιησούς· “όπως και συ το λέγεις, είμαι βασιλεύς”. Εγώ δι' αυτό εγεννήθηκα και δι' αυτό έχω έλθει στον κόσμον να κηρύξω την αλήθειαν. Και κάθε ένας ο οποίος αισθάνεται μέσα του διάθεσιν και πόθον δια την αλήθειαν, ακούει, δέχεται και εφαρμόζει την διδασκαλίαν μου και έτσι γίνεται πολίτης της ουρανίου βασιλείας μου”.

Ιω. 18,38           λέγει αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· τί ἐστιν ἀλήθεια; καὶ τοῦτο εἰπὼν πάλιν ἐξῆλθε πρὸς τοὺς Ἰουδαίους καὶ λέγει αὐτοῖς· ἐγὼ οὐδεμίαν αἰτίαν εὑρίσκω ἐν αὐτῷ·

Ιω. 18,38                   Λεγει εις αυτόν ο Πιλάτος. “Τι είναι αλήθεια; Και ποιός μπορεί να την βρη;” Και αφού είπεν αυτό, εβγήκε πάλιν από το πραιτώριον προς τους Εβραίους και τους είπε· “παρ' όλα όσα λέγετε σεις, εγώ δεν ευρίσκω καμμίαν ενόχην εις αυτόν.

Ιω. 18,39           ἔστι δὲ συνήθεια ὑμῖν ἵνα ἕνα ὑμῖν ἀπολύσω ἐν τῷ πάσχα· βούλεσθε οὖν ὑμῖν ἀπολύσω τὸν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων;

Ιω. 18,39                   Υπάρχει όμως ένα έθιμον εις σας, να απολύω κάθε πάσχα ένα κατάδικον προς χάριν σας. Θελετε, λοιπόν, εφέτος να απολύσω προς χάριν σας τον βασιλέα των Ιουδαίων;”

Ιω. 18,40           ἐκραύγασαν οὖν πάλιν πάντες λέγοντες· μὴ τοῦτον, ἀλλὰ τὸν Βαραββᾶν. ἦν δὲ ὁ Βαραββᾶς λῃστής.

Ιω. 18,40                  Εκραύγασαν τότε όλοι λέγοντες· “μη απολύσης αυτόν, αλλά τον Βαραββάν”. Ητο δε ο Βαραββάς, τον οποίον επροτίμησαν από τον απολύτως αθώον και ευεργέτην των Ιησούν, ληστής καταδικασμένος.

 

 

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 19

 

Ιω. 19,1             Τότε οὖν ἔλαβεν ὁ Πιλᾶτος τὸν Ἰησοῦν καὶ ἐμαστίγωσε.

Ιω. 19,1                      Τοτε, λοιπόν, ο Πιλάτος επήρε τον Ιησούν απ' εκεί που εστέκετο, τον παρέδωκε στους στρατιώτας του και διέταξε και τον εμαστίγωσαν.

Ιω. 19,2             καὶ οἱ στρατιῶται πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν ἐπέθηκαν αὐτοῦ τῇ κεφαλῇ, καὶ ἱμάτιον πορφυροῦν περιέβαλον αὐτὸν

Ιω. 19,2                     Και μετά το φρικτόν μαστίγωμα οι στρατιώται, δια να τον γελοιοποιήσουν και εξευτελίσουν, ως βασιλέαν των Ιουδαίων, έπλεξαν από αγκάθια στεφάνι και το έβαλαν στο κεφάλι του, ως βασιλικόν τάχα στέμμα, και του εφόρεσαν ένα κόκκινο μανδύαν, από εκείνον που φορούσαν οι στρατιώται, ως βασιλικήν τάχα πορφύραν.

Ιω. 19,3             καὶ ἔλεγον· χαῖρε ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων· καὶ ἐδίδουν αὐτῷ ῥαπίσματα.

Ιω. 19,3                     Και έλεγαν ειρωνικώς· “χαίρε, ο βασιλεύς των Ιουδαίων”. Και του κατέφεραν ραπίσματα.

Ιω. 19,4             ἐξῆλθεν οὖν πάλιν ἔξω ὁ Πιλᾶτος καὶ λέγει αὐτοῖς· ἴδε ἄγω ὑμῖν αὐτὸν ἔξω, ἵνα γνῶτε ὅτι ἐν αὐτῷ οὐδεμίαν αἰτίαν εὑρίσκω.

Ιω. 19,4                     Μετά την μαστίγωσιν και τον εμπαιγμόν εβγήκεν πάλιν έξω ο Πιλάτος από το πραιτώριον και λέγει στους Εβραίους· “ιδού, σας τον φέρνω έξω. Τον ανέκρινα με βασανιστήρια, τον ετιμώρησα προς χάριν σας. Δεν ευρήκα τίποτε το ένοχον. Σας το δηλώνω, επισήμως, δια να πεισθήτε και σεις, ότι εγώ δεν ευρίσκω εις αυτόν κανένα έγκλημα και μάλιστα άξιον θανάτου”.

Ιω. 19,5             ἐξῆλθεν οὖν ὁ Ἰησοῦς ἔξω φορῶν τὸν ἀκάνθινον στέφανον καὶ τὸ πορφυροῦν ἱμάτιον,

Ιω. 19,5                     Εβγήκε, λοιπόν, ο Ιησούς έξω, φορών τον ακάνθινον στέφανον και τον κόκκινον μανδύαν.

Ιω. 19,6             καὶ λέγει αὐτοῖς· ἴδε ὁ ἄνθρωπος. ὅτε οὖν εἶδον αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ὑπηρέται, ἐκραύγασαν λέγοντες· σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν. λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· λάβετε αὐτὸν ὑμεῖς καὶ σταυρώσατε· ἐγὼ γὰρ οὐχ εὑρίσκω ἐν αὐτῷ αἰτίαν.

Ιω. 19,6                     Και λέγει εις αυτούς ο Πιλάτος· “ιδού, ο άνθρωπος. Ιδετε εις ποίαν τραγικήν κατάστασιν τον έφερα προς χάριν σας με το μαστίγωμα και τους εμπαγμούς των στρατιωτών”. Οταν όμως τον είδαν οι αρχιερείς και οι υπηρέται του συνεδρίου, ασυγκίνητοι από το θέαμα του πάσχοντος αθώου, εφώναξαν δυνατά με μανίαν λέγοντες· “σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον”. Τους απήντησε ο Πιλάτος· “πάρτε τον σεις και σταυρώστε τον, διότι εγώ δεν ευρίσκω καμμίαν ενοχήν, ώστε να τον καταδικάσω εις σταυρικόν θάνατον”.

Ιω. 19,7             ἀπεκρίθησαν αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι· ἡμεῖς νόμον ἔχομεν, καὶ κατὰ τὸν νόμον ἡμῶν ὀφείλει ἀποθανεῖν, ὅτι ἑαυτὸν Θεοῦ υἱὸν ἐποίησεν.

Ιω. 19,7                     Του απήντησαν οι Ιουδαίοι· “ημείς έχομεν νόμον, τον οποίον και αυτό το ρωμαϊκόν κράτος σέβεται, και σύμφωνα με τον νόμον μας πρέπει αυτός να πεθάνη, διότι έκαμε τον ευατόν του Υιόν Θεού και έδειξε έτσι θανάσιμον ασέβειαν κατά του Θεού”.

Ιω. 19,8             Ὅτε οὖν ἤκουσεν ὁ Πιλᾶτος τοῦτον τὸν λόγον, μᾶλλον ἐφοβήθη,

Ιω. 19,8                     Ο Πιλάτος, ειδωλολάτρης καθώς ήτο και επίστευεν εις πολλούς θεούς και τέκνα θεών, όταν ήκουσε τα λόγια αυτά των Εβραίων, εφοβήθη ακόμη περισσότερον.

Ιω. 19,9             καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ πραιτώριον πάλιν καὶ λέγει τῷ Ἰησοῦ· πόθεν εἶ σύ; ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπόκρισιν οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ.

Ιω. 19,9                     Και εισήλθεν πάλιν στο πραιτώριον και λέγει στον Ιησούν· “από που είσαι συ; Είσαι πράγματι παιδί θεού;” Ο Ιησούς όμως δεν του έδωσε απάντησιν.

Ιω. 19,10           λέγει οὖν αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· ἐμοὶ οὐ λαλεῖς; οὐκ οἶδας ὅτι ἐξουσίαν ἔχω σταυρῶσαί σε καὶ ἐξουσίαν ἔχω ἀπολῦσαί σε;

Ιω. 19,10                   Λεγει τότε εις αυτόν ο Πιλάτος· “εις εμέ δεν ομιλείς; Δεν ξεύρεις ότι έχω εξουσίαν να σε σταυρώσω και εξουσίαν έχω να σε αφήσω ελεύθερον;”

Ιω. 19,11           ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· οὐκ εἶχες ἐξουσίαν οὐδεμίαν κατ᾿ ἐμοῦ, εἰ μὴ ἦν σοι δεδομένον ἄνωθεν· διὰ τοῦτο ὁ παραδιδούς μέ σοι μείζονα ἁμαρτίαν ἔχει.

Ιω. 19,11                    Απήντησεν ο Ιησούς· “Δεν θα είχες καμμίαν εξουσίαν εναντίον μου, εάν το δικαστικόν αξίωμα που κατέχεις σήμερα, δεν σου ήτο δοσμένο από τον Θεόν. Η ανοχή του Θεού σε αφίνει δικαστήν κατά τας ημέρας αυτάς και είσαι υποχρεωμένος να με δικάσης, αφού με έφεραν εμπρός σου ως κατηγορούμενον οι Ιουδαίοι. Δι' αυτό ο Καϊάφας και το συνέδριον των Εβραίων, που από φθόνον με παρέδωκαν εις τα χέρια σου, έχουν μεγαλυτέραν ενοχήν από σε, ο οποίος δεν τολμάς να αποδώσης δικαιοσύνην”.

Ιω. 19,12           ἐκ τούτου ἐζήτει ὁ Πιλᾶτος ἀπολῦσαι αὐτόν· οἱ δὲ Ἰουδαῖοι ἔκραζον λέγοντες· ἐὰν τοῦτον ἀπολύσῃς, οὐκ εἶ φίλος τοῦ Καίσαρος. πᾶς ὁ βασιλέα ἑαυτὸν ποιῶν ἀντιλέγει τῷ Καίσαρι.

Ιω. 19,12                   Εκ της απαντήσεως αυτής εταράχθη ακόμη περισσότερον ο Πιλάτος και εζητούσε με κάθε τρόπον να τον απολύση. Οι Ιουδαίοι όμως εφώναζαν δυνατά λέγοντες· “εάν απολύσης αυτόν, δεν είσαι φίλος του Καίσαρος. Καθε ένας που κάνει τον ευατόν του βασιλέα αντιτίθεται κατά του Καίσαρος”.

Ιω. 19,13           ὁ οὖν Πιλᾶτος ἀκούσας τοῦτον τὸν λόγον ἤγαγεν ἔξω τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἐκάθισεν ἐπὶ τοῦ βήματος εἰς τόπον λεγόμενον Λιθόστρωτον, ἑβραϊστὶ δὲ Γαββαθᾶ·

Ιω. 19,13                   Ο Πιλάτος τότε, όταν ήκουσε τα λόγια αυτά των Ιουδαίων, που αποτελούσαν έμμεσον απειλήν εναντίον του, έφερε πάλιν έξω τον Ιησούν και αυτός εκάθισεν εις την δικαστικήν έδραν, που είχε τοποθετηθή την ώραν εκείνην εις τόπον λεγόμενον Λιθόστρωτον και εις την εβραϊκήν γλώσσαν Γαββαθά, δηλαδή ύψωμα.

Ιω. 19,14           ἦν δὲ παρασκευὴ τοῦ πάσχα, ὥρα δὲ ὡσεὶ ἕκτη· καὶ λέγει τοῖς Ἰουδαίοις· ἴδε ὁ βασιλεὺς ὑμῶν.

Ιω. 19,14                   Η ημέρα δε εκείνη ήτο παραμονή δια την προπαρασκευήν και προετοιμασίαν του πάσχα. Η ώρα ήτο εξ περίπου από την ανατολήν του ηλίου, δηλαδή μεσημέρι. Και λέγει ο Πιλάτος στους Ιουδαίους· “ιδού, πως κατήντησεν ο βασιλεύς σας”.

Ιω. 19,15           οἱ δὲ ἐκραύγασαν· ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν. λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· τὸν βασιλέα ὑμῶν σταυρώσω; ἀπεκρίθησαν οἱ ἀρχιερεῖς· οὐκ ἔχομεν βασιλέα εἰ μὴ Καίσαρα.

Ιω. 19,15                   Αυτοί δε, σκληροκάρδιοι και με φονικόν μίσος εις την καρδιάν των, εκραύγασαν· “πάρε τον από εδώ! Παρε τον από τα μάτια μας, να μην τον βλέπωμε, σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον”. Λεγει εις αυτούς ο Πιλάτος· “τον βασιλέα σας να σταυρώσω;” Απήντησαν οι αρχιερείς καταπατούντες την θρησκευτικήν των πίστιν και την εθνικήν των αξιοπρέπειαν· δεν έχομεν άλλον βασιλέα, παρά μόνον τον Καίσαρα”.

Ιω. 19,16           τότε οὖν παρέδωκεν αὐτὸν αὐτοῖς ἵνα σταυρωθῇ.

Ιω. 19,16                   Τοτε ο Πιλάτος υπεχώρησε στο τυφλόν μίσος εκείνων και παρέδωκεν εις αυτούς τον Ιησούν, δια να σταυρωθή.

Ιω. 19,17           Παρέλαβον δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἤγαγον· καὶ βαστάζων τὸν σταυρὸν αὐτοῦ ἐξῆλθεν εἰς τὸν λεγόμενον κρανίου τόπον, ὃς λέγεται ἑβραϊστὶ Γολγοθᾶ,

Ιω. 19,17                   Επήραν οι στρατιώται τον Ιησούν και τον ωδήγησαν στον τόπον της σταυρώσεως· και αυτός βαστάζων στον ώμον του τον σταυρόν του εβγήκεν έξω από την πόλιν και ήλθε στοποθεσίαν, που λέγεται Κρανίου τόπος, Εβραϊκά δε Γολγοθά.

Ιω. 19,18           ὅπου αὐτὸν ἐσταύρωσαν, καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἄλλους δύο ἐντεῦθεν καὶ ἐντεῦθεν, μέσον δὲ τὸν Ἰησοῦν.

Ιω. 19,18                   Εκεί εσταύρωσαν αυτόν και μαζή του εσταύρωσαν δύο άλλους, ένα από το ένα μέρος και τον άλλον από το άλλο, στο μέσον δε των δύο κακούργων έβαλαν τον Ιησούν, δια να τον εξευτελίσουν περισσότερον.

Ιω. 19,19           ἔγραψε δὲ καὶ τίτλον ὁ Πιλᾶτος καὶ ἔθηκεν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ· ἦν δὲ γεγραμμένον· Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων.

Ιω. 19,19                   Εγραψε δε ο Πιλάτος και επιγραφήν και την έβαλε στο επάνω μέρος του σταυρού. Ητο δε γραμμένον εις αυτήν· “Ιησούς ο Ναζωραίος, ο βασιλεύς των Ιουδαίων”.

Ιω. 19,20           τοῦτον οὖν τὸν τίτλον πολλοὶ ἀνέγνωσαν τῶν Ἰουδαίων, ὅτι ἐγγὺς ἦν τῆς πόλεως ὁ τόπος ὅπου ἐσταυρώθη ὁ Ἰησοῦς· καὶ ἦν γεγραμμένον ἑβραϊστί, ἑλληνιστί, ῥωμαϊστί.

Ιω. 19,20                  Αυτήν, λοιπόν, την επιγραφήν πολλοί από τους Εβραίους την εδιάβασαν, διότι ήτο κοντά εις την πόλιν ο τόπος όπου εσταυρώθη ο Ιησούς. Και ήτο γραμμένη εβραϊκά, ελληνικά και ρωμαϊκά.

Ιω. 19,21           ἔλεγον οὖν τῷ Πιλάτῳ οἱ ἀρχιερεῖς τῶν Ἰουδαίων· μὴ γράφε, ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων, ἀλλ᾿ ὅτι ἐκεῖνος εἶπε, βασιλεύς εἰμι τῶν Ἰουδαίων.

Ιω. 19,21                   Οι αρχιερείς, επειδή εθεώρησαν βαρείαν προσβολήν των να διακηρύσεται με την επιγραφήν αυτήν βασιλεύς των ένας εσταυρωμένος, είπαν στον Πιλάτον· “μη γράφεις ο βασιλεύς των Ιουδαίων, αλλ' ότι εκείνος είπεν, βασιλεύς είμαι των Ιουδαίων”.

Ιω. 19,22           ἀπεκρίθη ὁ Πιλᾶτος· ὃ γέγραφα, γέγραφα.

Ιω. 19,22                  Ο Πιλάτος απεκρίθη με οργήν και περιφρόνησιν· “ο,τι έγραψα, έγραψα”.

Ιω. 19,23           Οἱ οὖν στρατιῶται ὅτε ἐσταύρωσαν τὸν Ἰησοῦν, ἔλαβον τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ ἐποίησαν τέσσαρα μέρη, ἑκάστῳ στρατιώτῃ μέρος, καὶ τὸν χιτῶνα· ἦν δὲ ὁ χιτὼν ἄῤῥαφος, ἐκ τῶν ἄνωθεν ὑφαντὸς δι᾿ ὅλου.

Ιω. 19,23                   Οι στρατιώται, λοιπόν, αφού εσταύρωσαν τον Ιησούν επήραν τα ενδύματα του και τα έκαμαν τέσσαρα μερίδια, ένα μερίδιον δια κάθε στρατιώτην, και τον εσωτερικόν του ένδυμα, το έκαμαν ιδιαίτερον μερίδιον. Ητο δε ο χιτών αυτός χωρίς καμμίαν ραφήν, υφαντός ολόκληρος από επάνω έως κάτω.

Ιω. 19,24           εἶπον οὖν πρὸς ἀλλήλους· μὴ σχίσωμεν αὐτόν, ἀλλὰ λάχωμεν περὶ αὐτοῦ τίνος ἔσται· ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ ἡ λέγουσα· διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς, καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον.

Ιω. 19,24                  Είπαν, λοιπόν, μεταξύ τους· “ας μη τον σχίσωμεν, αλλά ας βάλωμεν δι' αυτόν κλήρον εις ποιόν θα πέση”. Και έγιναν έτσι τα γεγονότα αυτά, δια να εκπληρωθή η προφητεία της Γραφής που λέγει· Εμοιράσθησαν μεταξύ των τα ενδύματά μου και δια το εσωτερικόν μου ένδυμα, τον χιτώνα, έβαλαν κλήρον.

Ιω. 19,25           Οἱ μὲν οὖν στρατιῶται ταῦτα ἐποίησαν. εἱστήκεισαν δὲ παρὰ τῷ σταυρῷ τοῦ Ἰησοῦ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνή.

Ιω. 19,25                   Οι μεν στρατιώται αυτά έκαμαν. Εστάθηκαν δε πλησίον στον σταυρόν του Ιησού η μητέρα του και η αδελφή της μητέρας του, η Μαρία η γυναίκα του Κλωπά και η Μαρία η Μαγδαληνή.

Ιω. 19,26           Ἰησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα ὃν ἠγάπα, λέγει τῇ μητρὶ αὐτοῦ· γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου.

Ιω. 19,26                  Ο Ιησούς τότε, όταν είδε την μητέρα του και τον μαθητήν, τον οποίον ιδιαιτέρως αγαπούσε, να στέκη εκεί κοντά, είπεν εις την μητέρα του· “γύναι, αυτός θα είναι ο υιός σου απ' εδώ και πέρα”.

Ιω. 19,27           εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου. καὶ ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια.

Ιω. 19,27                   Επειτα λέγει στον μαθητήν· “ιδού η μητέρα σου”. Και από εκείνην την ώρα επήρεν αυτήν ο μαθητής στο σπίτι του.

Ιω. 19,28           Μετὰ τοῦτο εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς ὅτι πάντα ἤδη τετέλεσται, ἵνα τελειωθῇ ἡ γραφή, λέγει· διψῶ.

Ιω. 19,28                  Επειτα από το συμβάν αυτό ο Ιησούς, αφού εγνώρισε καθαρώτατα ότι όλα όσα είχαν προείπει οι προφήται και όσα άλλα είχε προαποφασίσει η αγαθότης και η δικαιοσύνη του Θεού εξεπληρώθησαν τελείως, δια να επαληθεύση η Γραφή εξ ολοκλήρου, μέχρι και της τελευταίας λεπτομερείας είπε· “διψώ”.

Ιω. 19,29           σκεῦος οὖν ἔκειτο ὄξους μεστόν· οἱ δὲ πλήσαντες σπόγγον ὄξους καὶ ὑσσώπῳ περιθέντες προσήνεγκαν αὐτοῦ τῷ στόματι.

Ιω. 19,29                  Ευρίσκετο κάτω εκεί ένα δοχείον γεμάτο ξύδι. Αυτοί δε που ήκουσαν τον λόγον του Ιησού, εβούτηξαν ένα σφουγγάρι στο δοχείον αυτό, το εγέμισαν ξύδι και αφού το έβαλαν ανάμεσα εις ένα κλωνάρι υσσώπου, το έφεραν κοντά στο στόμα του.

Ιω. 19,30           ὅτε οὖν ἔλαβε τὸ ὄξος ὁ Ἰησοῦς εἶπε, τετέλεσται, καὶ κλίνας τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα.

Ιω. 19,30                   Οταν, λοιπόν, ο Ιησούς επήρε το ξύδι, είπε· “όλα έχουν πλέον τελειώσει· το άγιον σχέδιον του Θεού και όλαι αι προφητείαι έχουν εκπληρωθή. Η σωτηρία των ανθρώπων είναι πλέον γεγονός βεβαιότατον”. Και αφού έκλινεν την κεφαλήν, παρέδωσε μόνος του, με την εξουσίαν που είχε, το πνεύμα στον Πατέρα.

Ιω. 19,31           Οἱ οὖν Ἰουδαῖοι, ἵνα μὴ μείνῃ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ τὰ σώματα ἐν τῷ σαββάτῳ, ἐπεὶ παρασκευὴ ἦν· ἦν γὰρ μεγάλη ἡ ἡμέρα ἐκείνη τοῦ σαββάτου· ἠρώτησαν τὸν Πιλᾶτον ἵνα κατεαγῶσιν αὐτῶν τὰ σκέλη, καὶ ἀρθῶσιν.

Ιω. 19,31                   Οι Ιουδαίοι, εφρόντισαν εν τω μεταξύ να μη μείνουν επάνω στον σταυρόν τα σώματα των κρεμασθέντων κατά την διάρκειαν του Σαββάτου. Διότι η ημέρα αυτήν της σταυρώσεως ήτο ημέρα προπαρασκευής δια το αυριανόν Πασχα. Ητο δε μεγάλη και επίσημος η ημέρα εκείνη του Σαββάτου, που θα ήρχιζεν αμέσως μόλις εβασίλευεν ο ήλιος, διότι συνέπιπτε με την πρώτην ημέραν του πάσχα. Παρεκάλεσαν, λοιπόν, τον Πιλάτον να σπάσουν οι στρατιώται τα σκέλη των σταυρωθέντων, δια να συντομευθή έτσι ο θάνατός των, και να τους πάρουν απ' εκεί πριν δύση ο ήλιος, δια να μη βεβηλωθή η εορτή του πάσχα.

Ιω. 19,32           ἦλθον οὖν οἱ στρατιῶται, καὶ τοῦ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη καὶ τοῦ ἄλλου τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ·

Ιω. 19,32                   Ηλθαν πράγματι οι στρατιώται στον Γολγοθάν κατά διαταγήν του Πιλάτου και του μεν πρώτου ληστού έπασαν τα σκέλη, όπως επίσης και του άλλου, που είχε σταυρωθή μαζή με τον Ιησούν.

Ιω. 19,33           ἐπὶ δὲ τὸν Ἰησοῦν ἐλθόντες ὡς εἶδον αὐτὸν ἤδη τεθνηκότα, οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη,

Ιω. 19,33                   Οταν όμως ήλθαν στον Ιησούν, επειδή είδαν, ότι αυτός είχεν ήδη πεθάνει, δεν του έσπασαν τα σκέλη,

Ιω. 19,34           ἀλλ᾿ εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξε, καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ.

Ιω. 19,34                   αλλά ένας στρατιώτης, δια κάθε ενδεχόμενον, του ετρύπησε την πλευράν με την λόγχην· και αμέσως έτρεξε από εκεί αίμα και νερό καθαρόν, πράγμα παράδοξον και πρωτοφανές δια νεκρόν.

Ιω. 19,35           καὶ ὁ ἑωρακὼς μεμαρτύρηκε, καὶ ἀληθινὴ αὐτοῦ ἐστιν ἡ μαρτυρία, κἀκεῖνος οἶδεν ὅτι ἀληθῆ λέγει, ἵνα καὶ ὑμεῖς πιστεύσητε.

Ιω. 19,35                   Αυτό το μέγα και συμβολικόν γεγονός, εκείνος που το είδε με τα ίδια του τα μάτια (δηλαδή ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής) το εβεβαίωσε κατά τον πλέον επίσημον τρόπον και η μαρτυρίαν του αυτή είναι απολύτως αληθινή. Και εκείνος γνωρίζει πολύ καλά ότι λέγει την αλήθειαν δια το θαυμαστόν αυτό γεγονός, ώστε και σεις να πιστεύσετε.

Ιω. 19,36           ἐγένετο γὰρ ταῦτα, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ, ὀστοῦν οὐ συντριβήσεται αὐτοῦ.

Ιω. 19,36                   Διότι έγιναν όλα αυτά, δια να εκπληρωθή η προφητεία της Γραφής· Δεν θα συντριβή κανένα από τα οστά του.

Ιω. 19,37           καὶ πάλιν ἑτέρα γραφὴ λέγει· ὄψονται εἰς ὃν ἐξεκέντησαν.

Ιω. 19,37                   Και πάλιν άλλη προφητεία της Γραφής λέγει· Θα ιδούν εκείνον, τον οποίον ελόγχισαν.

Ιω. 19,38           Μετὰ δὲ ταῦτα ἠρώτησε τὸν Πιλᾶτον Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, ὢν μαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ, κεκρυμμένος δὲ διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἵνα ἄρῃ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ· καὶ ἐπέτρεψεν ὁ Πιλᾶτος. ἦλθεν οὖν καὶ ἦρε τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.

Ιω. 19,38                   Μετά ταύτα ο Ιωσήφ, που κατήγετο από την Αριμαθαίαν και ήτο μαθητής του Ιησού, αλλά έμενε κρυμμένος και δεν εφανερώνετο ως μαθητής δια τον φόβον των Ιουδαίων, παρεκάλεσε τον Πιλάτον να του επιτρέψη να πάρη το σώμα του Ιησού. Και ο Πιλάτος έδωσε την άδειαν. Ηλθε, λοιπόν, και επήρε το σώμα του Ιησού.

Ιω. 19,39           ἦλθε δὲ καὶ Νικόδημος ὁ ἐλθὼν πρὸς τὸν Ἰησοῦν νυκτὸς τὸ πρῶτον, φέρων μῖγμα σμύρνης καὶ ἀλόης ὡς λίτρας ἑκατόν.

Ιω. 19,39                   Μαζή δε με αυτόν ήλθε και ο Νικόδημος, ο οποίος την πρώτην φοράν είχεν έλθει στον Ιησούν νύκτα. Ο Νικόδημος έφερε πολυτιμότατον άρωμα, μίγμα από σμύρνα και αλόην, εκατό περίπου λίτρας, τριάντα δηλαδή και πλέον κιλά.

Ιω. 19,40           ἔλαβον οὖν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἔδησαν αὐτὸ ἐν ὀθονίοις μετὰ τῶν ἀρωμάτων, καθὼς ἔθος ἐστὶ τοῖς Ἰουδαίοις ἐνταφιάζειν.

Ιω. 19,40                  Επήραν, λοιπόν, το σώμα του Ιησού και αφού το έπλυναν και το αλείψαν με τα πολύτιμα αρώματα το περιτύλιξαν με λωρίδες από σινδόνια, όπως ήτο η συνήθεια στους Εβραίους να ενταφιάζουν τους νεκρούς.

Ιω. 19,41           ἦν δὲ ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ἐσταυρώθη κῆπος, καὶ ἐν τῷ κήπῳ μνημεῖον καινόν, ἐν ᾧ οὐδέπω οὐδεὶς ἐτέθη·

Ιω. 19,41                   Εις τον τόπον δε όπου είχε σταυρωθή ο Ιησούς υπήρχε κήπος και στον κήπον καινούργιο και αχρησιμοποίητο μνημείον, στο οποίον κανείς ακόμη δεν είχε ταφή.

Ιω. 19,42           ἐκεῖ οὖν διὰ τὴν παρασκευὴν τῶν Ἰουδαίων, ὅτι ἐγγὺς ἦν τὸ μνημεῖον, ἔθηκαν τὸν Ἰησοῦν.

Ιω. 19,42                  Επειδή, λοιπόν, το μνημείον αυτό ήτο κοντά στον τόπον της σταυρώσεως και εβιάζοντο να τελειώσουν την ταφήν, πριν περάση η ημέρα αυτή της προπαρασκευής των Ιουδαίων δια το πάσχα, εκεί έθεσαν τον Ιησούν.

 

 

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 20

 

Ιω. 20,1             Τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται πρωΐ σκοτίας ἔτι οὔσης εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ βλέπει τὸν λίθον ἠρμένον ἐκ τοῦ μνημείου.

Ιω. 20,1                     Κατά την πρώτην ημέραν του Σαββάτου, δηλαδή την Κυριακήν, η Μαρία η Μαγδαληνή έρχεται πρωί στο μνημείον, ενώ ακόμη ήτο σκοτάδι, και βλέπει ότι ο λίθος, που έκλειε την θύραν του μνημείου, ήτο σηκωμένος από εκεί.

Ιω. 20,2             τρέχει οὖν καὶ ἔρχεται πρὸς Σίμωνα Πέτρον καὶ πρὸς τὸν ἄλλον μαθητὴν ὃν ἐφίλει ὁ Ἰησοῦς, καὶ λέγει αὐτοῖς· ἦραν τὸν Κύριον ἐκ τοῦ μνημείου, καὶ οὐκ οἴδαμεν ποῦ ἔθηκαν αὐτόν.

Ιω. 20,2                    Τρέχει, λοιπόν, και έρχεται στον Σιμωνα Πετρον και στον άλλον μαθητήν, τον οποίον ιδιαιτέρως αγαπούσε ο Ιησούς, και λέγει εις αυτούς· “επήραν τον Κυριον από το μνημείον και δεν ξέρομεν που τον έχουν βάλει”.

Ιω. 20,3             ἐξῆλθεν οὖν ὁ Πέτρος καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς καὶ ἤρχοντο εἰς τὸ μνημεῖον.

Ιω. 20,3                    Εβγήκε τότε ο Πετρος και ο άλλος μαθητής από το σπίτι και ήρχοντο στο μνημείον.

Ιω. 20,4             ἔτρεχον δὲ οἱ δύο ὁμοῦ· καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς προέδραμε τάχιον τοῦ Πέτρου καὶ ἦλθε πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον,

Ιω. 20,4                    Ετρεχαν δε και οι δύο μαζή. Ο άλλος μαθητής, σαν νεώτερος, έτρεξε ταχύτερα εμπρός από τον Πετρον και ήλθε πρώτος στο μνημείον.

Ιω. 20,5             καὶ παρακύψας βλέπει κείμενα τὰ ὀθόνια, οὐ μέντοι εἰσῆλθεν.

Ιω. 20,5                    Και αφού έσκυψε απ' έξω, είδε τις λωρίδες από τα σινδόνια, με τα οποία είχαν σαβανώσει το σώμα, να είναι κατά γης. Από σεβασμόν όμως προς τον τάφον δεν εισήλθεν στο μνημείον.

Ιω. 20,6             ἔρχεται οὖν Σίμων Πέτρος ἀκολουθῶν αὐτῷ, καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ μνημεῖον καὶ θεωρεῖ τὰ ὀθόνια κείμενα,

Ιω. 20,6                    Ερχεται, λοιπόν, ύστερα από αυτόν ο Σιμων Πετρος και εμπήκεν στο μνημείον και είδε ότι αι λωρίδες του σαβάνου ήσαν καταγής.

Ιω. 20,7             καὶ τὸ σουδάριον, ὃ ἦν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, οὐ μετὰ τῶν ὀθονίων κείμενον, ἀλλὰ χωρὶς ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον.

Ιω. 20,7                    Και η πετσέτα, με την οποίαν είχαν σκεπάσει την κεφαλήν του Ιησού, δεν ήτο μαζή με τας λωρίδας, αλλά χωριστά, κάπου εκεί τυλιγμένη με προσοχήν.

Ιω. 20,8             τότε οὖν εἰσῆλθε καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς ὁ ἐλθὼν πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ εἶδε καὶ ἐπίστευσεν·

Ιω. 20,8                    Τοτε λοιπόν, εμπήκε και ο άλλος μαθητής, ο οποίος είχεν έλθει πρώτος στο μνημείον και είδε από κοντά αυτά τα παράδοξα και επίστευσεν, ότι δεν είχε κλαπή το σώμα, αλλ' ότι είχεν αναστηθή ο Ιησούς.

Ιω. 20,9             οὐδέπω γὰρ ᾔδεισαν τὴν γραφὴν ὅτι δεῖ αὐτὸν ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι.

Ιω. 20,9                    Διότι έως τότε δεν είχαν ακόμη γνωρίσει και καλά εννοήσει την Αγίαν Γραφήν, η οποία είχε προφητεύσει ότι πρέπει ο Χριστός να αναστηθή εκ νεκρών.

Ιω. 20,10           ἀπῆλθον οὖν πάλιν πρὸς ἑαυτοὺς οἱ μαθηταί.

Ιω. 20,10                  Εφυγαν, λοιπόν, πάλιν οι μαθηταί και εγύρισαν στο κατάλυμά των.

Ιω. 20,11           Μαρία δὲ εἱστήκει πρὸς τῷ μνημείῳ κλαίουσα ἔξω.

Ιω. 20,11                   Η Μαρία όμως εστέκετο κοντά στο μνημείον και έκλαιεν έξω, διότι επίστευσεν ότι είχαν κλέψει το σώμα του Ιησού.

Ιω. 20,12           ὡς οὖν ἔκλαιε, παρέκυψεν εἰς τὸ μνημεῖον καὶ θεωρεῖ δύο ἀγγέλους ἐν λευκοῖς καθεζομένους, ἕνα πρὸς τῇ κεφαλῇ καὶ ἕνα πρὸς τοῖς ποσίν, ὅπου ἔκειτο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.

Ιω. 20,12                  Καθώς, λοιπόν, έκλαιε, έσκυψε στο μνημείον και βλέπει αίφνης δύο αγγέλους με ολόλευκη στολή να κάθωνται ο ένας προς το μέρος της κεφαλής και ο άλλος προς το μέρος των ποδών, όπου πρωτύτερα έκειτο το σώμα του Ιησού.

Ιω. 20,13           καὶ λέγουσιν αὐτῇ ἐκεῖνοι· γύναι, τί κλαίεις; λέγει αὐτοῖς· ὅτι ἦραν τὸν Κύριόν μου, καὶ οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν.

Ιω. 20,13                   Και λέγουν εκείνοι εις αυτήν· “γύναι, διατί κλαίεις;” Λεγει εις αυτούς· “κλαίω, διότι επήραν τον Κυριον μου από τον τάφον και δεν ξέρω που τον έβαλαν”.

Ιω. 20,14           καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω, καὶ θεωρεῖ τὸν Ἰησοῦν ἑστῶτα, καὶ οὐκ ᾔδει ὅτι Ἰησοῦς ἐστι.

Ιω. 20,14                  Και αφού είπαν αυτά εγύρισε πίσω και βλέπει τον Ιησούν να στέκεται όρθιος και, διότι ίσως τα μάτια της ήσαν βουρκωμένα από τα δάκρυα, δεν αντελήφθη ότι αυτός είναι ο Ιησούς.

Ιω. 20,15           λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· γύναι, τί κλαίεις; τίνα ζητεῖς; ἐκείνη δοκοῦσα ὅτι ὁ κηπουρός ἐστι, λέγει αὐτῷ· κύριε, εἰ σὺ ἐβάστασας αὐτόν, εἰπέ μοι ποῦ ἔθηκας αὐτόν, κἀγὼ αὐτὸν ἀρῶ.

Ιω. 20,15                   Λεγει εις αυτήν ο Ιησούς· “γύναι, διατί κλαίεις; Ποιόν ζητείς;” Εκείνη, νομίζουσα ότι αυτός που της ομιλεί είναι ο κηπουρός, του λέγει· “κύριε, εάν συ επήρες αυτόν, πες μου που τον έβαλες και εγώ θα τον πάρω και θα τον ξαναφέρω στον τάφον”.

Ιω. 20,16           λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Μαρία. στραφεῖσα ἐκείνη λέγει αὐτῷ· ῥαββουνί, ὃ λέγεται, διδάσκαλε.

Ιω. 20,16                  Λεγει τότε εις αυτήν ο Ιησούς· “Μαρία”. Εκείνη ανεγνώρισε αμέσως την φωνήν, εστράφη προς αυτόν και του είπε· “ραββουνί”, που σημαίνει εις την ελληνικήν, διδάσκαλε.

Ιω. 20,17           λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· μή μου ἅπτου· οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν πατέρα μου· πορεύου δὲ πρὸς τοὺς ἀδελφούς μου καὶ εἰπὲ αὐτοῖς· ἀναβαίνω πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ πατέρα ὑμῶν, καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν.

Ιω. 20,17                   Και επειδή η Μαρία έσπευσε να αγκαλιάση με σεβασμόν τα πόδια του, ο Ιησούς της είπε· “μη με εγγίζεις, διότι δεν ανέβηκα ακόμη στον Πατέρα μου και δεν ήρχισεν ακόμη η νέα περίοδος της λατρείας και της τιμής, που θα μου προσφέρουν απ' εδώ και πέρα οι άνθρωποι. Αλλά πήγαινε στους αδελφούς μου και πες τους· ανεβαίνω προς τον Πατέρα μου, ο οποίος χάρις εις την λυτρωτικήν μου θυσίαν έγινε και ιδικός σας Πατέρας, και έγινε δι' εμέ από την ημέραν που πήρα την ανθρωπίνην σάρκα Θεός μου, όπως επίσης είναι και Θεός ιδικός σας”.

Ιω. 20,18           ἔρχεται Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἀπαγγέλλουσα τοῖς μαθηταῖς ὅτι ἑώρακε τὸν Κύριον, καὶ ταῦτα εἶπεν αὐτῇ.

Ιω. 20,18                  Ερχεται η Μαρία η Μαγδαληνή και αναγγέλει στους μαθητάς, ότι είδε τον Κυριον, και ότι ο Κυριος της είπε να αναγγείλη εις αυτούς την ανάστασίν του.

Ιω. 20,19           Οὔσης οὖν ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν.

Ιω. 20,19                  Κατά την ημέραν εκείνην, την πρώτην της εβδομάδος, ενώ πλέον είχε βραδυάσει και αι θύραι του σπιτιού, όπου ευρίσκοντο συγκεντωμένοι οι μαθηταί, ήσαν κλεισμέναι δια τον φόβον των Ιουδαίων, ήλθεν έξαφνα ο Ιησούς, εστάθη στο μέσον και τους λέγει· “ειρήνη ας είναι εις σας”.

Ιω. 20,20           καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον.

Ιω. 20,20                  Και αφού είπε τούτο, έδειξεν εις αυτούς τα χέρια και την πλευράν του, δια να ίδουν τα σημάδια των πληγών και πιστεύσουν ότι αυτός είναι ο διδάσκαλός των. Και τότε οι μαθηταί, όταν είδαν τον Κυριον αναστημένον, εχάρησαν.

Ιω. 20,21           εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς πάλιν· εἰρήνη ὑμῖν. καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς.

Ιω. 20,21                  Είπε, λοιπόν, τότε εις αυτούς ο Ιησούς· “ειρήνη εις σας. Οπως έστειλεν εμέ ο Πατήρ, δια να τελειώσω το έργον της σωτηρίας των ανθρώπων, έτσι και εγώ στέλνω σας, να μεταφέρετε στους ανθρώπους την σωτηρίαν”.

Ιω. 20,22           καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον·

Ιω. 20,22                  Και αφού είπε τούτο, εφύσησε εις τα πρόσωπα των την ζωογόνον πνοήν της νέας ζωής και τους είπε· “λάβετε Πνεύμα Αγιον.

Ιω. 20,23           ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται.

Ιω. 20,23                  Εις όποιους συγχωρείτε τις αμαρτίες, θα είναι συγχωρημένες και από τον Θεόν. Εις όποιους όμως τις κρατείτε άλυτες και ασυγχώρητες, θα μείνουν αιωνίως ασυγχώρητες”.

Ιω. 20,24           Θωμᾶς δὲ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ᾿ αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς.

Ιω. 20,24                  Ο Θωμάς όμως, ένας από τους δώδεκα, ο οποίος ελέγετο εις την ελληνικήν Διδυμος, δεν ήτο μαζή τους, όταν ήλθε ο Ιησούς.

Ιω. 20,25           ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί· ἑωράκαμεν τὸν Κύριον. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω.

Ιω. 20,25                  Ελεγαν, λοιπόν, εις αυτόν οι άλλοι μαθηταί· “είδαμε τον Κυριον”. Εκείνος όμως τους είπε· “εάν δεν ίδω εις τα χέρια του το σημάδι των καρφιών και δεν βάλω το δάκτυλό μου στο σημάδι των καρφιών, και αν δεν βάλω το χέρι μου εις την πλευράν, που την ετρύπησε η λόγχη, δεν θα πιστεύσω”.

Ιω. 20,26           Καὶ μεθ᾿ ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ᾿ αὐτῶν. ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν· εἰρήνη ὑμῖν.

Ιω. 20,26                  Και έπειτα από οκτώ ημέρας ήσαν πάλιν οι μαθηταί μέσα στο σπίτι και ο Θωμάς μαζή με αυτούς. Ερχεται, λοιπόν, ο Ιησούς έξαφνα, ενώ οι πόρτες ήσαν κλεισμένες, εστάθηκε στο μέσον και είπε· “ειρήνη υμίν”.

Ιω. 20,27           εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός.

Ιω. 20,27                  Επειτα λέγει στον Θωμάν· “φέρε το δάκτυλό σου εδώ, ιδέ και με τα μάτια σου τα χέρια μου και φέρε το χέρι σου και βάλε το εις την πλευράν μου, ψηλάφησε και ιδέ τα σημάδια των καρφιών και της λόγχης, και μη γίνεσαι άπιστος, αλλά πιστός”.

Ιω. 20,28           καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου.

Ιω. 20,28                  Απήντησε τότε ο Θωμάς και είπε εις αυτόν· “Πιστεύω, Κυριε, ότι συ είσαι ο Κυριος μου και ο Θεός μου”.

Ιω. 20,29           λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες.

Ιω. 20,29                  Λεγει εις αυτόν ο Ιησούς· “επίστευσες, διότι με είδες· μακάριοι θα είναι απ' εδώ και πέρα στους αιώνας των αιώνων, εκείνοι οι οποίοι καίτοι δεν με είδαν, επίστευσαν”.

Ιω. 20,30           Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ·

Ιω. 20,30                  Εκτός από το θαύμα αυτό της αναστάσεως και από όσα άλλα θαύματα είχε κάμει προηγουμένως ο Ιησούς, έκαμε και πολλά άλλα, εμπρός στους μαθητάς του, τα οποία απεδείκνυαν την θεότητά του και το έργον του, και τα οποία δεν είναι γραμμένα στο ιερόν τούτο βιβλίον.

Ιω. 20,31           ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.

Ιω. 20,31                   Αυτά δε, που εξιστορήσαμεν, εγράφησαν, δια να πιστεύσετε ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού και ίνα πιστεύοντες αυτόν με φωτισμένην και ενεργόν πίστιν, έχετε, ως παντοτεινόν κτήμα σας, εν τω ονόματι αυτού, την αιωνίαν ζωήν”.

 

 

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 21

 

Ιω. 21,1             Μετὰ ταῦτα ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν πάλιν ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς ἐπὶ τῆς θαλάσσης τῆς Τιβεριάδος· ἐφανέρωσε δὲ οὕτως.

Ιω. 21,1                      Επειτα από αυτά, εφανέρωσε τον ευατόν του πάλιν ο Ιησούς κοντά εις την λίμνην της Τιβεριάδος· εφανερώθηκε δε ως εξής·

Ιω. 21,2             ἦσαν ὁμοῦ Σίμων Πέτρος, καὶ Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος, καὶ Ναθαναὴλ ὁ ἀπὸ Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ ἄλλοι ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο.

Ιω. 21,2                     Ησαν μαζή ο Σιμων Πετρος και ο Θωμάς, που ελέγετο Διδυμος, και ο Ναθαναήλ, που κατήγετο από την Κανά της Γαλιλαίας, και οι υιοί του Ζεβεδαίου και άλλοι δύο από τους μαθητάς του.

Ιω. 21,3             λέγει αὐτοῖς Σίμων Πέτρος· ὑπάγω ἁλιεύειν. λέγουσιν αὐτῷ· ἐρχόμεθα καὶ ἡμεῖς σὺν σοί. ἐξῆλθον καὶ ἐνέβησαν εἰς τὸ πλοῖον εὐθύς, καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ νυκτὶ ἐπίασαν οὐδέν.

Ιω. 21,3                     Λεγει εις αυτούς ο Σιμων Πετρος· “πηγαίνω να ψαρέψω”. Λεγουν εις αυτόν και εκείνοι· “ερχόμαστε και ημείς μαζή σου”. Εβγήκαν, λοιπόν, προς την θάλασσαν, εμπήκαν αμέσως στο πλοίον και ήρχισαν να ρίπτουν τα δίκτυα. Εκείνη όμως την νύκτα δεν έπιασαν τίποτε.

Ιω. 21,4             πρωΐας δὲ ἤδη γενομένης ἔστη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν αἰγιαλόν· οὐ μέντοι ᾔδεισαν οἱ μαθηταὶ ὅτι Ἰησοῦς ἐστι.

Ιω. 21,4                     Οταν δε πλέον έγινε πρωϊ, εστάθηκεν ο Ιησούς εις την παραλίαν. Οι μαθηταί όμως δεν αντελήφθησαν ότι αυτός είναι ο Ιησούς.

Ιω. 21,5             λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· παιδία, μή τι προσφάγιον ἔχετε; ἀπεκρίθησαν αὐτῷ· οὔ.

Ιω. 21,5                     Λεγει, λοιπόν, εις αυτούς ο Ιησούς σαν άγνωστος διαβάτης και με την συνηθισμένην τότε οικειότητα μεταξύ των ανθρώπων, “παιδιά, μήπως έχετε κανένα ψάρι για προσφάγι;” Του απήντησαν· “όχι· δεν έχομεν τίποτε”.

Ιω. 21,6             ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· βάλετε εἰς τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ πλοίου τὸ δίκτυον, καὶ εὑρήσετε. ἔβαλον οὖν, καὶ οὐκέτι αὐτὸ ἑλκύσαι ἴσχυσαν ἀπὸ τοῦ πλήθους τῶν ἰχθύων.

Ιω. 21,6                     Εκείνος τότε τους είπε· “ρίξτε το δίκτυ εις τα δεξιά μέρη του πλοίου και θα βρήτε ψάρια”. Ερριξαν τότε το δίκτυ και επιασαν τόσον πολλά, ώστε δεν ημπόρεσαν πλέον να σηκώσουν το δίκτυον και να το τραβήξουν επάνω στο πλοίον από το πλήθος των ψαριών.

Ιω. 21,7             λέγει οὖν ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος, ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς, τῷ Πέτρῳ· ὁ Κύριός ἐστι. Σίμων οὖν Πέτρος ἀκούσας ὅτι ὁ Κύριός ἐστι, τὸν ἐπενδύτην διεζώσατο· ἦν γὰρ γυμνός· καὶ ἔβαλεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν·

Ιω. 21,7                     Ο μαθητής εκείνος, τον οποίον αγαπούσε ιδιαιτέρως ο Ιησούς, εθυμήθηκε τότε και άλλην, προ τριών ετών, θαυμαστήν αλιείαν πλήθους ψαριών και λέγει στον Πετρον· “αυτός είναι ο Κυριος”. Οταν, λοιπόν, ο Σιμων Πετρος ήκουσε ότι αυτός που στέκεται εκεί είναι ο Κυριος, έρριξε επάνω του και εζώστηκε τον επενδύτην. Διότι ήτο σχεδόν γυμνός κατά τας ώρας του ψαρέματος. Ερρίφθη εις την θάλασσαν, δια να έλθη όσον ημπορούσε συντομώτερα προς τον Κυριον.

Ιω. 21,8             οἱ δὲ ἄλλοι μαθηταὶ τῷ πλοιαρίῳ ἦλθον· οὐ γὰρ ἦσαν μακρὰν ἀπὸ τῆς γῆς, ἀλλ᾿ ὡς ἀπὸ πηχῶν διακοσίων· σύροντες τὸ δίκτυον τῶν ἰχθύων.

Ιω. 21,8                     Οι άλλοι όμως μαθηταί ήλθαν με το πλοιάριον, διότι δεν απείχαν πολύ από την ξηράν, αλλά περίπου διακόσιες πήχες, δηλαδή εκατό περίπου μέτρα. Και ήλθαν σύροντες το δίκτυ, που ήτο γεμάτο ψάρια.

Ιω. 21,9             ὡς οὖν ἀπέβησαν εἰς τὴν γῆν, βλέπουσιν ἀνθρακιὰν κειμένην καὶ ὀψάριον ἐπικείμενον καὶ ἄρτον.

Ιω. 21,9                     Αμέσως δε μόλις εβγήκαν εις την ξηράν, βρεγμένοι και πεινασμένοι, βλέπουν αναμμένα κάρβουνα σωρόν και επάνω εις αυτά ψάρι και κοντά εις την φωτιά ψωμί.

Ιω. 21,10           λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἐνέγκατε ἀπὸ τῶν ὀψαρίων ὧν ἐπιάσατε νῦν.

Ιω. 21,10                   Λεγει εις αυτούς ο Ιησούς· “φέρτε και από τα ψάρια, που επιάσατε τώρα”.

Ιω. 21,11           ἀνέβη Σίμων Πέτρος καὶ εἵλκυσε τὸ δίκτυον ἐπὶ τῆς γῆς, μεστὸν ἰχθύων μεγάλων ἑκατὸν πεντήκοντα τριῶν· καὶ τοσούτων ὄντων οὐκ ἐσχίσθη τὸ δίκτυον.

Ιω. 21,11                    Ανέβηκε ο Σιμων Πετρος στο πλοιάριον και ετράβηξε εις την ξηράν το δίκτυ, γεμάτο από εκατόν πενήντα τρία μεγάλα ψάρια. Και ενώ τόσον πολλά και μεγάλα ήσαν τα ψάρια, δεν εσχίσθηκε το δίκτυον.

Ιω. 21,12           λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· δεῦτε ἀριστήσατε. οὐδεὶς δὲ ἐτόλμα τῶν μαθητῶν ἐξετάσαι αὐτὸν σὺ τίς εἶ, εἰδότες ὅτι ὁ Κύριός ἐστιν.

Ιω. 21,12                   Λεγει εις αυτούς ο Ιησούς· “ελάτε τώρα να φάτε το πρωϊνό σας φαγητό”. Κανείς δε από τους μαθητάς δεν ετολμούσε να τον εξετάση και να τον ερωτήση, ποιός είσαι συ, διότι όλοι εγνώριζαν πολύ καλά ότι αυτός είναι ο Κυριος.

Ιω. 21,13           ἔρχεται οὖν ὁ Ἰησοῦς καὶ λαμβάνει τὸν ἄρτον καὶ δίδωσιν αὐτοῖς καὶ τὸ ὀψάριον ὁμοίως.

Ιω. 21,13                   Ερχεται λοιπόν ο Ιησούς και παίρνει το ψωμί εις τα χέρια του και τους το εμοίρασε, επίσης δε και το ψάρι.

Ιω. 21,14           Τοῦτο ἤδη τρίτον ἐφανερώθη ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν.

Ιω. 21,14                   Αυτή ήτο η τρίτη φορά, που εφανερώθηκε ο Ιησούς εις συγκεντρωμένους μαθητάς του, από την ημέραν που ανεστήθη εκ νεκρών.

Ιω. 21,15           Ὅτε οὖν ἠρίστησαν, λέγει τῷ Σίμωνι Πέτρῳ ὁ Ἰησοῦς· Σίμων Ἰωνᾶ, ἀγαπᾷς με πλεῖον τούτων; λέγει αὐτῷ· ναί, Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ· βόσκε τὰ ἀρνία μου.

Ιω. 21,15                   Αφού, λοιπόν, επήραν το πρωϊνό τους φαγητό, λέγει στον Σιμωνα Πετρον ο Ιησούς· “Σιμων, παιδί του Ιωνά, με αγαπάς περισσότερο από αυτούς, όπως είχες ισχυρισθή κατά την νύκτα της συλλήψεώς μου;” Ο Πετρος, χωρίς τώρα να υποτιμήση την αγάπην των άλλων μαθητών, με ταπεινοφροσύνην πολλήν λέγει· “ναι, Κυριε, συ γνωρίζεις ότι σε αγαπώ”. Του λέγει ο Ιησούς· “βόσκε τα λογικά αρνιά μου της πνευματικής μου ποίμνης. (Διδαξε την αλήθειαν στους καλοπροαιρέτους ανθρώπους, που θα γίνουν μέλη της Εκκλησίας μου· θρέψε τους και ανάθρεψέ τους με την χάριν των μυστηρίων)”.

Ιω. 21,16           λέγει αὐτῷ πάλιν δεύτερον· Σίμων Ἰωνᾶ, ἀγαπᾷς με; λέγει αὐτῷ· ναί, Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ· ποίμαινε τὰ πρόβατά μου.

Ιω. 21,16                   Λεγει εις αυτόν πάλιν δευτέραν φοράν ο Κυριος· “Σιμων, παιδί του Ιωνά, με αγαπάς;” Λεγει εις αυτόν ο Πετρος· “ναι, Κυριε, συ γνωρίζεις ότι σε αγαπώ”. Του λέγει· “ποίμαινε τα λογικά μου πρόβατα”.

Ιω. 21,17           λέγει αὐτῷ τὸ τρίτον· Σίμων Ἰωνᾶ, φιλεῖς με; ἐλυπήθη ὁ Πέτρος ὅτι εἶπεν αὐτῷ τὸ τρίτον, φιλεῖς με, καὶ εἶπεν αὐτῷ· Κύριε, σὺ πάντα οἶδας, σὺ γινώσκεις ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· βόσκε τὰ πρόβατά μου.

Ιω. 21,17                   Λεγει εις αυτόν τρίτην φοράν ο Κυριος· “Σιμων, υιέ του Ιωνά, με αγαπάς;” Ο Πετρος ελυπήθηκε, διότι τρεις φορές του είπε ο Ιησούς, “αγαπάς με;” επειδή ενόμισε ότι αμφέβαλλεν ο Κυριος δια την αγάπην του, και του είπε· “Κυριε, συ γνωρίζεις τα πάντα, συ γνωρίζεις ότι σε αγαπώ”. Και έπειτα από την τριπλήν αυτήν ομολογίαν (που έσβησε οριστικά πλέον την τριπλήν του άρνησιν και τον αποκατέστησε στο αποστολικόν του αξίωμα), ο Κυριος του λέγει· “βόσκε τα πρόβατά μου”.

Ιω. 21,18           ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι, ὅτε ἦς νεώτερος, ἐζώννυες σεαυτὸν καὶ περιεπάτεις ὅπου ἤθελες· ὅταν δὲ γηράσῃς, ἐκτενεῖς τὰς χεῖράς σου, καὶ ἄλλος σε ζώσει, καὶ οἴσει ὅπου οὐ θέλεις.

Ιω. 21,18                   Και πληροφορών αυτόν ο Κυριος, ότι θα μείνη πλέον πιστός μέχρι θανάτου, του λέγει· “σε διαβεβαιώνω και σε πληροφορώ, ότι όταν ήσουν νεώτερος έζωνες τον εαυτόν σου και επήγαινες, όπου ήθελες. Οταν όμως γηράσης θα απλώσης τα χέρια σου και άλλος θα σε ζώση και θα σε φέρη εκεί, όπου δεν θέλεις· (θα σε οδηγήση δηλαδή εις σκληρόν μαρτύριον, το οποίον θα δεχθής, παρά την φυσικήν αποστροφήν προς τον θάνατον)”.

Ιω. 21,19           τοῦτο δὲ εἶπε σημαίνων ποίῳ θανάτῳ δοξάσει τὸν Θεόν. καὶ τοῦτο εἰπὼν λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι.

Ιω. 21,19                   Είπε δε αυτά τα λόγια ο Κυριος δηλώνων, με ποίον θάνατον έμελλε να δοξάση ο Πετρος τον Θεόν. Και αφού είπε τούτο ο Κυριος του λέγει· “ακολούθησε με”.

Ιω. 21,20           ἐπιστραφεὶς δὲ ὁ Πέτρος βλέπει τὸν μαθητὴν ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς ἀκολουθοῦντα, ὃς καὶ ἀνέπεσεν ἐν τῷ δείπνῳ ἐπὶ τὸ στῆθος αὐτοῦ καὶ εἶπε· Κύριε, τίς ἐστιν ὁ παραδιδούς σε;

Ιω. 21,20                  Καθώς δε επροχωρούσαν, εγύρισε ο Πετρος πίσω την κεφαλήν και βλέπει τον μαθητήν, που αγαπούσε ο Ιησούς, να τους ακολουθή. Ο μαθητής αυτός ήτο εκείνος, που είχε πέσει κατά τον μυστικόν δείπνον στο στήθος του Ιησού και είπε· “Κυριε, ποιός είναι αυτός που θα σε παραδώση;”

Ιω. 21,21           τοῦτον ἰδὼν ὁ Πέτρος λέγει τῷ Ἰησοῦ· Κύριε, οὗτος δὲ τί;

Ιω. 21,21                   Αυτόν όταν τον είδε ο Πετρος, λέγει στον Ιησούν· “Κυριε, αυτός τι θα γίνη; Τι θα του συμβή στο μέλλον;”

Ιω. 21,22           λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἐὰν αὐτὸν θέλω μένειν ἕως ἔρχομαι, τί πρὸς σέ; σὺ ἀκολούθει μοι.

Ιω. 21,22                  Λεγει ο Ιησούς στον Πετρον· “εάν εγώ θέλω να μένη αυτός εις την ζωήν, έως ότου θα έλθω πάλιν κατά την δευτέραν παρουσίαν, τι σε ενδιαφέρει αυτό; Τι έχεις να ωφεληθής από απόψεως πνευματικής, εάν μάθης τι θα γίνη με τον μαθητήν αυτόν; Συ ακολούθησέ με και φρόντισε δια τον εαυτόν σου, δι' αυτά που σου λέγω εγώ και που αφορούν εσέ”.

Ιω. 21,23           ἐξῆλθεν οὖν ὁ λόγος οὗτος εἰς τοὺς ἀδελφοὺς ὅτι ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος οὐκ ἀποθνήσκει· καὶ οὐκ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς ὅτι οὐκ ἀποθνήσκει, ἀλλ᾿ ἐὰν αὐτὸν θέλω μένειν ἕως ἔρχομαι, τί πρὸς σέ;

Ιω. 21,23                   Διαδόθηκε λοιπόν η φήμη αυτή μεταξύ των αδελφών, ότι ο μαθητής εκείνος δεν πεθαίνει. Και δεν είπεν στον Πετρον ο Ιησούς ότι ο μαθητής αυτός δεν πεθαίνει, αλλά εάν υποθέσωμεν, ότι θέλω να μένη αυτός εις την ζωήν, μέχρις ότου έλθω, αυτό τι ενδιαφέρει εσένα;

Ιω. 21,24           Οὗτός ἐστιν ὁ μαθητὴς ὁ μαρτυρῶν περὶ τούτων καὶ γράψας ταῦτα, καὶ οἴδαμεν ὅτι ἀληθής ἐστιν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ.

Ιω. 21,24                  Αυτός είναι ο μαθητής εκείνος, που δίδει την μαρτυρίαν δι' όλα αυτά και που τα έγραψεν στο Ευγγέλιόν του. Και γνωρίζομεν καλά ότι είναι αληθινή η μαρτυρία του.

Ιω. 21,25           ἔστι δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ᾿ ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία. ἀμήν.

Ιω. 21,25                   Υπάρχουν δε και πολλά άλλα, όσα έκαμεν ο Ιησούς, τα οποία εάν ήθελαν γραφή ένα προς ένα, νομίζω ότι ολόκληρος ο κόσμος με τας βιβλιοθήκας του δε θα εχωρούσε τα βιβλία, που θα εγράφοντο. Πράγματι”.